Τετάρτη 2 Αυγούστου 2023

Απόστολος Σαχίνης, Ο Παλαμάς ως Πεζογράφος

 

Ο  ΠΑΛΑΜΑΣ  ΩΣ  ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ

Του Απόστολου Σαχίνη

     Ο Κωστής Παλαμάς (1859-1943) όταν δημοσίευσε το πρώτο του διήγημα, τον «Υπολοχαγό» (που είναι αθησαύριστο), στο περιοδικό Εστία τον Οκτώβριο του 1884, δεν είχε ακόμα εκδώσει την πρώτη ποιητική συλλογή του, Τα τραγούδια της πατρίδας μου (1886). Έτσι είναι φυσικό να υποθέσει κανείς, πώς ίσως σ’ εκείνη τη χρονική στιγμή να μην είχε ξεκαθαρίσει μέσα του τον μελλοντικό προορισμό του’ ίσως οι προθέσεις του σχετικά με τη σταδιοδρομία του στα γράμματα να ήταν ακαταστάλακτες. Αν λάβει κανείς υπόψη του πώς ως το 1891, το χρόνο της πρώτης παρουσίασης του Θανάτου παλληκαριού, ο Παλαμάς είχε δημοσιεύσει αρκετά διηγήματα, μπορεί να υποθέσει πώς ίσως να προσπαθούσε να εκφραστεί και στον πεζό λόγο, να ασχοληθεί συστηματικότερα με την αφηγηματική πεζογραφία, ελπίζοντας να διακριθεί και στην περιοχή αυτή, να γίνει και εκεί πρώτος και κορυφαίος, όπως και στην ποίηση. Μ’ αυτές τις προθέσεις θα έγραψε τα πρώτα διηγήματά του και τον Θάνατο παλληκαριού και θα δοκίμασε τις δυνάμεις του στην αφηγηματική πεζογραφία. Όταν όμως είδε άλλους, πιο άξιους και πιο προικισμένους στο «είδος» αυτό, να εμφανίζονται και να ξεχωρίζουν (Καρκαβίτσας, Παπαδιαμάντης, Κονδυλάκης, Ξενόπουλος κ.ά.), ο Παλαμάς, συγγραφέας μεγάλων φιλοδοξιών, παραιτήθηκε από την πεζογραφία’ ένιωσε πώς έπρεπε να αφιερωθεί αποκλειστικά στην ποίηση και την κριτική. Τα σύντομα ποιητικά, συμβολικά και ωραιολογικά πεζογραφήματά του, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως πεζά τραγούδια, και που τα δημοσίευσε αργότερα, γύρο στα 1899- 1900, αποχωρίζονται και ουσιαστικά και χρονολογικά  από τα προηγούμενα αφηγήματά του, πού ήταν κυρίως ηθογραφικά και είχαν κάποια ρεαλιστική βάση. Τα πεζοτράγουδα αυτά νομίζω πώς ακολουθούν το συρμό της εποχής (Π. Γιαννόπουλος, Ν. Επισκοπόπουλος, Γ. Βώκος κ.ά.) εξάλλου είναι ελάχιστα, δεν χαρακτηρίζουν τον Παλαμά ως συγγραφέα και δεν αφήνουν τη σφραγίδα του στη συγγραφική προσωπικότητά του.

     Η αφηγηματική πεζογραφία του Παλαμά συγκεντρώνεται στον Θάνατο παλληκαριού (1901) και στα Διηγήματα (1920)’ επίσης ο δεύτερος τόμος του βιβλίου του Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου (1940) περιέχει αυτοβιογραφικά αφηγήματα’ λίγα ακόμα παλιότερα διηγήματά του, δημοσιευμένα κυρίως στο περιοδικό Εστία παραμένουν αθησαύριστα ίσαμε σήμερα. Όπως βλέπουμε, έχουμε να κάνουμε με ποσοτικά περιορισμένο υλικό. Κρίνοντας στην εποχή μας, από κάποια απόσταση, και ανεξάρτητα από τις πρώτες ενδεχόμενες φιλοδοξίες του Παλαμά για την ανάδειξή του και στην αφηγηματική πεζογραφία, παρατηρεί κανείς στα διηγήματα αυτά τα αποτελέσματα μιας διάθεσης που εκάλυπτε τα διαλείμματα της κύριας συγγραφικής βούλησής του, τις ώρες όπου η ασταμάτητη ενέργεια του πνεύματος ξεκουραζόταν από τις συλλήψεις και τις κυοφορίες των μεγάλων του οραμάτων. Έτσι έβλεπε αργότερα και ο ίδιος αυτό το τμήμα του έργου του, όπως φαίνεται από τον «Πρόλογο» (1919) των Διηγημάτων (βλ. εδώ τις σ.57- 59). Ήξερε πιά πώς είναι ποιητής, πώς γεννήθηκε ποιητής, και πώς σαν ποιητής είχε ταχθεί να δοξάσει την Ελλάδα και να δοξαστεί. Ο Παλαμάς δεν εξελίχθηκε σε συστηματικό πεζογράφο, γιατί έγκαιρα συνειδητοποίησε πώς άλλος ήταν ο βασικός προορισμός του στη λογοτεχνία. Γι’ αυτό μας φαίνεται σήμερα σαν ποιητής που εκφράστηκε και με την αφηγηματική του πεζογραφία, και παραμένει ποιητής και στα πεζογραφήματά του.

     Ο Παλαμάς έγραψε τα διηγήματά του με διάθεση ποιητική, τα δημιούργησε, άθελα και υποσυνείδητα, ως ποιητή-με τα έμφυτα χαρίσματα και τα δώρα του ποιητή. Από αυτή την οπτική γωνία πρέπει να τα αντικρίσει και να τα μελετήσει και ο κριτικός που θα ήθελε να πλησιάσει στην κατανόησή τους. Έτσι, αν ζητούσε την πλατιά σύνθεση, τη στέρεη οικοδομή, τη θέα του συνόλου και τη δημιουργία προσώπων, ως αυτόνομων και αυθύπαρκτων φανταστικών υπάρξεων, θα ήταν όχι μόνο άδικος, αλλά και αδικαιολόγητος’ θα είχε παραγνωρίσει τη θέση που έχουν τα λιγοστά και περιορισμένα σε έκταση αφηγήματα αυτά μέσα στο σύνολο του έργου του Παλαμά, και μάλιστα μια θέση πού και ο ίδιος θέλησε να τους δώσει.

     Μια σημαντική φράση του, στον «Πρόλογο» των Διηγημάτων, είναι πολύ χρήσιμη για την κριτική: αν αξίζουν, λέει, τα διηγήματά μου, τούτο συμβαίνει γιατί φωτίζουν «το χαρακτήρα και το πρόσωπό» του. Πραγματικά, σε όλα σχεδόν τα διηγήματα του Παλαμά προβάλλει και κυριαρχεί το άτομο και το υποκείμενο. Όσα γράφονται, δεν γράφονται για να δημιουργηθεί και να μορφοποιηθεί η εξωτερική πραγματικότητα, και για να ενσαρκωθεί σε αντικειμενικές και στέρεες μορφές, δηλαδή καθαρά και γνήσια πεζογραφικές, ένα υποκειμενικό βίωμα του συγγραφέα (τη μεγάλη εξαίρεση αποτελεί εδώ ο Θάνατος παλληκαριού). Ό,τι συνδέεται με τον ποιητή, ό,τι του απασχολεί τη μνήμη ή τη σκέψη, ό,τι τον συγκινεί και ό,τι προσωπικά τον ενδιαφέρει, περνά στις σελίδες του αυτές με γοργό, απλό και ελεύθερο τρόπο. Έτσι, μας έδωσε γραφικές και χαρακτηριστικές εικόνες της επαρχιακής ζωής, κυρίως στο Μεσολόγγι, που αναπαριστάνουν την ειδυλλιακή ατμόσφαιρα της εποχής του- εικόνες σχηματισμένες από αναμνήσεις και προσωπικά περιστατικά, και παρουσιασμένες μαζί με συγκεκριμένες εντυπώσεις, με παρατηρήσεις, με στοχασμούς. Στα διηγήματα του Παλαμά περισσότερο από πεζογραφία, δηλαδή περισσότερο από αφήγηση και δράση, περισσότερο από πρόσωπα και περιστατικά, υπάρχει σκέψη και ποίηση. Τα πιό πολλά πεζά κομμάτια του σχεδιάζονται από αναμνήσεις, οι οποίες, πότε αφήνονται ελεύθερες να μας γοητεύσουν με το λυρικό και το ποιητικό στοιχείο των περασμένων χρόνων, και πότε συνοδεύονται διακριτικά, από το στοχασμό και την ανάλυση.

     Ο ίδιος ο Παλαμάς, στο «Πρόλογο» των Διηγημάτων, τα χαρακτηρίζει σωστά και τα χωρίζει σε τρείς κατηγορίες. «Τα μισά», γράφει εκεί, «μπορούνε να φαντάζουνε σαν πρώτα κεφάλαια μυθιστορημάτων πραγματολογικών που δεν γραφτήκανε, και τα μισά τ’ άλλα σαν παραστρατισμένα στον πεζό λόγο ποιήματα. Και άλλα πάλι θα μπορούσανε να θεωρηθούν εισαγωγή στην ακόμα ανέκδοτη βιογραφική μου ιστορία που είναι ο τίτλος της Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου» (βλ. εδώ σ.58). Πραγματικά, σε τρείς κατηγορίες μπορεί κανείς να κατατάξει το σύνολο της αφηγηματικής πεζογραφίας του Παλαμά. Πρώτα πρώτα στα ηθογραφικά διηγήματα, σε όσα δηλαδή αγγίζουν περισσότερο την αντικειμενική πραγματικότητα, κυρίως της ιδιαίτερης πατρίδας του, του Μεσολογγιού, που είναι τα εκτενέστερα και τα αξιολογότερα, και που γράφτηκαν, εκτός από ένα, ανάμεσα στα 1884 και στα 1891’ έπειτα στα καθαρά αυτοβιογραφικά, όπου εξεικονίζονται με συγκίνηση χαρακτηριστικές στιγμές της ζωής του’ και, τέλος, στα ποιητικά ή συμβολικά ή αλληγορικά, που είναι πολύ σύντομα και που όλα δημοσιεύτηκαν στο περιορισμένο χρονικό διάστημα του 1898-1900. Τα διηγήματα του Παλαμά, στον τόμο αυτό, που έχουν ρεαλιστικότερη βάση, που μισοδιαγράφουν κάποια πρόσωπα λογοτεχνικά και που ξεδιπλώνουν μιά ιστορία αντλημένη από την καθημερινή ζωή, είναι, κατά τη χρονολογική τάξη της πρώτης δημοσίευσής τους, τα ακόλουθα: «Το τέλος του ανεμόμυλου», «Ένας ψηφοφόρος». Παθήματα δικαστικού», Θάνατος παλληκαριού και «Το σπίτι του γραμματικού». Τα καθαρά αυτοβιογραφικά αφηγήματά του είναι: «Το σκολειό και το σπίτι», το «Παλιό τραγούδι του νέου καιρού», «Το μήνυμα» και η «Αγάπη». Τέλος, τα ποιητικά, ωραιολογικά ή συμβολικά πεζά κείμενα: το «Φιλήμων και Βαυκίς», «Τα μάτια του Κουνάλα», «Ο κερένιος άγγελος», ο «Ευφορίων», το «Ένας άνθρωπος σ’ ένα χωριό», «Το σκάψιμο και το άγαλμα», το «Πώς μεταμορφώθηκε ο Σάτυρος» και «Τα μάρμαρα».

     Το «αριστούργημα» ωστόσο του Παλαμά στην αφηγηματική πεζογραφία κι ένα από τα ωραιότερα διηγήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας είναι ο Θάνατος παλληκαριού. Είναι ένα πεζογραφικό κείμενο, πού βγήκε από τον ελληνικό λαό, από την επαφή με το λαό, από την εμπειρική και άμεση γνώση της γλώσσας του και της ζωής του. Ο Μήτρος ο Ρουμελιώτης, το κεντρικό πρόσωπο του διηγήματος, αποτελεί για τη νεοελληνική πεζογραφία έναν αντιπροσωπευτικό ήρωα της εποχής του. Σημασία στο διήγημα έχει ακριβώς ό,τι εκφράζει αυτό το κύριο πρόσωπο’ και, ακόμα, το ηρωικό πνεύμα και η ατμόσφαιρα των πρώτων μετεπαναστατικών χρόνων (έπειτα από το 1821) στην Ελλάδα. Στον Θάνατο παλληκαριού  υπάρχει ένα μόνο ολοκληρωμένο λογοτεχνικό πρόσωπο: ο Μήτρος Ρουμελιώτης’ κι ένα μόνο βασικό περιστατικό: το ατύχημα που τον έστειλε στο στρώμα και του στέρησε τελικά τη ζωή. Αλλά από τον Μήτρο και το θάνατό του, και από τη ζωντανή και ποιητική αναπαράσταση της ζωής και της φύσης, πλάθεται ένα ελληνικό ιδανικό’ από τον Θάνατο παλληκαριού προβάλλει η μορφοποίηση και η προσωποποίηση μιάς ελληνικής ιδέας. Και δεν είναι μόνο το φυσικό και το ανθρώπινο περιβάλλον, η περιγραφή των ηθών και η εξεικόνιση των συνηθειών και της νοοτροπίας μιάς χρονικά απομακρυσμένης  από μιάς ελληνικής επαρχιακής κοινωνίας, που δημιουργούν με επιτυχία και ζωντανεύουν παραστατικά αυτό το ιδανικό, αλλά και η διαγραφή και η πλαστική ολοκλήρωση ενός λογοτεχνικού προσώπου, που ενσαρκώνει την Ελλάδα. Όλη η Ελλάδα κλείνεται στα στήθη αυτού του παλληκαριού, και μας δίνεται στα μέτρα και τα όρια του αναστήματός του. Γιατί η ομορφιά, η αποθέωση του σώματος, το ήθος και το μέτρο, με τα οποία έπλασε τον Μήτρο ο Παλαμάς, καθώς και η γενικότερη κατάφαση της ζωής, που εκπορεύεται από τον Θάνατο παλληκαριού, αποτελούν τα βασικά στοιχεία της ελληνικότητάς του.

      ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ  ΣΑΧΙΝΗΣ

ΕΚΛΟΓΗ  ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ για την αφηγηματική πεζογραφία του Παλαμά: Γρηγόριος Ξενόπουλος, «Η πεζογραφία του», περ. Γράμματα, επιμνημόσυνο τεύχος Κ. Παλαμά, 1943, σ.251-261. Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Τα πρόσωπα και τα κείμενα Γ΄ Κ. Παλαμάς, 1944, σ.249-255. Πέτρος Χάρης, Έλληνες πεζογράφοι, 1953, σ.139-155. Αντρέας Καραντώνης, «Ο διηγηματογράφος Παλαμάς», εφ. Η Καθημερινή 15 Νοεμβρίου 1962, Απόστολος Σαχίνης, Παλαιότεροι πεζογράφοι [1 1973], 2 1982, σ.187-224. Παναγιώτης Δ. Μαστροδημήτρης, Νεοελληνικά 1,1984, σ.153-158. Κώστας Στεργιόπουλος, Περιδιαβάζοντας 2, 1986, σ.110-118.(Περισσότερες λεπτομέρειες για τη βιβλιογραφία του Παλαμά ως πεζογράφου και αναλυτικό σχολιασμό όλης της σχετικής βιβλιογραφίας, βλ. στο βιβλίο μου Παλαιότεροι πεζογράφοι 2 1982, σ.190-199.

Α.Σ. σελίδες 9-14. Στον τόμο ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ. Εισαγωγή Απόστολου Σαχίνη, Γ΄ έκδοση, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ. Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε. Αθήναι χ.χ.

Καλοκαιρινά περισσότερο παρά Παλαμικά

      Ένα ηλεκτρονικό ξεφύλλισμα της παλαιάς προδικτατορικής πολιτικής εφημερίδας «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» έφερε εκ νέου στη μνήμη σχετικά πρόσφατα Παλαμικά διαβάσματα. Μιά και ο ποιητής Κωστής Παλαμάς, είναι από τους δημιουργούς εκείνους που βρίσκεται σιμά στο κομοδίνο μου σε κάθε ευκαιρία και αναγνωστική επιμονή. Όπως το έργο του άγγλου δραματουργού Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, τα έργα των αρχαίων τραγικών, (ιδιαίτερα αυτά τα εξαίσια Χορικά) του Σοφοκλή. Πώς να μην σιγοψιθυρίσεις το «Ω φώς αφεγγές πρόσθε που ποτ’ ήσθ’ εμόν, νύν δ’ έσχατόν σου τουμόν άπτεται δέμας….», όταν βλέπεις τόση και τέτοιας έκτασης καταστροφή του Φυσικού Περιβάλλοντος να συντελείται γύρω σου με τόσο ραγδαία καταστροφικά αποτελέσματα. Της πανίδας και της χλωρίδας, του κόσμου και των ρυθμών ζωής του ζωικού βασιλείου να αλλοιώνεται και να διαλύεται σε χρόνους ντε-τε, τα νερά της θάλασσας να μεταφέρουν στάχτες και αποκαΐδια. Να συντελείται τις τελευταίες δεκαετίες στην χώρα μας μιάς τέτοιας έκτασης φυσική καταστροφή στην τιμή ποιού ακαταλόγιστου κέρδους; Αλλά και παγκοσμίως εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Ο πλανήτης Γη πυρπολείται εκ των έσω. ΚΑΓΙΑΝΙΣΚΑΚΙ. Πώς να φύγει η εικόνα των ελαφιών που έτρεχαν αλαφιασμένα, τρομαγμένα, φοβισμένα, να γλυτώσουν από τις φωτιές. Ποια θεά Άρτεμις να έβαζε το χέρι της να γλυτώσουν από το κακό και τι θα κατόρθωνε. Η εικόνα του αργού βαδίσματος προς τον θάνατο των χελωνών, των λαγών, των καψαλισμένων σκυλιών, των γατιών, των μικρών σκαθαριών, των μελισσιών, σπαρακτική τελετουργία της Κοίμησης όχι της Αυγουστιάτικης Παναγιάς Γοργόνας αλλά του Ιουλιανού Πάσχα της θεάς Περσεφόνης. Ως πρώτη κορυφαία που σέρνει το χορό του θανάτου στους αυλόγυρους των σπιτιών των ανθρώπινων κόπων και ονείρων που καταστράφηκαν, έγιναν στάχτες, μυρωδιά φωτιάς, μουτζούρωμα προσώπου, χεριών, ηλιοκαμένων ημίγυμνων σωμάτων ή μάλλον, ράκη ανευθυνότητας και απερισκεψίας, κοινής πολιτικής και κοινωνικής αδιαφορίας. Η ίδια η πολιτική μας κοινοβουλευτική δημοκρατία πυρπολήθηκε για άλλη μία φορά. Λίγο πριν ορκιστούν οι εκπρόσωποί μας. ΦΤΕΡΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ…….., η φωνή ακούγεται έως τους κοσμοπολίτικους προορισμούς της τουριστικής μας κατανάλωσης. Έβλεπες τα πουλιά να στροβιλίζονται από τον καυτό αέρα, πέταγαν να γλυτώσουν αλλά να πάνε πού! Πού να βρεθεί η νέα Κιβωτός. Πού να κουρνιάσουν να κελαηδήσουν την θλίψη τους, τον πόνο τους. Να τινάξουν από τα φτερά τις στάχτες που τα σκέπαζαν. Και η άλλη, εξίσου θανατερή και τραγική εικόνα, οι λαμπάδες των καιόμενων δέντρων, του θανάτου η μοίρα των δέντρων και των φυτών που δεν μπορούν να αποπαγιδευτούν από την φυσική τους μοίρα, στέκουν ακίνητα, δεμένα από τις ίδιες τις ρίζες τους που τα τροφοδοτούνε με τους χυμούς τους. Στέκονται σιωπηλοί μάρτυρες του θανάτου τους. Το δάκρυ τους ρετσίνι πύρινο κυλά και σκεπάζει τις φωλιές των μυρμηγκιών, των μελισσών των δεκάδων ζωυφίων. Άνθρωποι εξάγγελοι της απληστίας σκορπούν το θάνατο γύρω τους- μας. Ρέα, Γαία, Κυβέλη, μητέρα και τροφός Γη- Περσεφόνη. Τύμβος και Νυμφείο, Σήμα. Ποιος θείος πατρικός σχεδιασμός υπήρξε τόσο ανάλγητος και σκληρός κατά τον σχεδιασμό της δημιουργίας; Και η ανθρώπινη κακόβουλη σκέψη αντιγραφέας πιστός του Εκείνου σκοτεινού και θολού Νου. Ποιανού είναι η φωνή αυτομεμψίας που ακούγεται άραγε, του Θεού ή του Ανθρώπου. «Ιώ φρενών δυσφρόνων αμαρτήματα στερεά, θανατόεντα….». Το δικαίωμα του τεκμηρίου της δικαιοσύνης; Ας καγχάσουμε ομαδικώς λίγο πριν δώσουμε απάντηση πού πάμε για διακοπές και για πόσο διάστημα, στα δημοσιογραφικά μαρκούτσια που φέρνουν μπροστά στην μούρη μας. Κανείς δεν θέλει έστω από πίκρα να σιωπήσει και να μην απαντά όταν οι Άλλοι, ο Ξένος, καταστράφηκε και δεν θαρθεί. Και η Χρυσάνθη με τον Τηλέμαχο θα μείνουν ορφανοί για πάντα. Μόνοι, έρημοι, μαγκούφηδες στα αζήτητα των τελωνείων του θανάτου. Ενώ οι εκλεγμένοι πολιτικοί εκπρόσωποί μας θα καταδικάζουν το Ζεμπέκικο της Νομαρχίας και οι λαμπροφορεμένοι ιερείς μας θα ετοιμάζονται να ψάλλουν το για άλλη μία φορά μέσα στην ελληνική θρησκευτική παράδοση, το της απερισκεψίας μας και του δήθεν ενδιαφέροντος μας, άγος. Η Ύβρις μιάς Ζωής καψαλισμένης σε εγκώμια Αυγουστιάτικου Πανηγυριού πλάγιου του Α΄. Όλη η Ελλάδα ένας πολιτισμός.

Πειραιάς, 2 Αυγούστου 2023

γ.χ.μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου