ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ
Κ. ΧΡΗΣΤΟΥ
ΟΙ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Εκδοτικός οίκος ΚΥΡΟΜΑΝΟΣ-ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1989, δεύτερη
έκδοση/πρώτη έκδοση 1960 σελίδες 164, διαστάσεις 14Χ21,5 δραχμές 800
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Προοιμιακό σημείωμα σελίς 7
1.ΠΕΛΑΣΓΟΙ σελίς 9
2.ΑΧΑΙΟΙ σελίς 29
3.ΕΛΛΗΝΕΣ σελίς 37
4.ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΒΑΡΒΑΡΟΙ σελίς 53
5.ΕΛΛΗΝΙΣΤΑΙ σελίς 59
6.ΓΡΑΙΚΥΛΟΙ σελίς 65
7.ΔΥΣΣΕΒΕΙΣ ΕΛΛΗΝΕΣ σελίς 71
8.ΡΩΜΑΙΟΙ σελίς 85
9.ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ σελίς 93
10.ΓΡΑΙΚΟΙ σελίς 105
11. GRAECI
HAEREICI
σελίς
113
12.ΜΥΘΙΚΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ σελίς 125
13.ΑΝΑΒΙΩΣΙΣ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΕΛΛΗΝΕΣ σελίς 129
14.ΠΑΛΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
ΕΛΛΗΝΕΣ,
ΓΡΑΙΚΟΙ, ΡΩΜΑΙΟΙ σελίς 139
15.ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΕΙΣ σελίς 147
Ευρετήριο σελίς 155
Το 2000 δεν ήταν μια καλή ή κακή χρονιά αλλά
ένα έτος προπαντός ισοπεδωτικό. Φαίνεται πως οι συνθήκες διαβίωσης σε μια
μεγάλη πόλη όπως η Αθήνα, στο λυκαυγές του 21ου αιώνα, σπρώχνουν
τους ανθρώπους προς έναν άκρατο ωφελιμισμό. Ακόμη και τους ανθρώπους της
Αριστεράς που, μια φορά κι έναν καιρό, θεωρούσαμε, εμείς τουλάχιστον, πως είχαν
ένα δεδομένο και απαράβατο ήθος. Αλλά, όπως όλα έχουν ξεχειλώσει και μπάζουν
από παντού, κατάντησε συντηρητικό, έως και παρεξηγήσιμο, να μιλάς για ήθος.
Απλώς οι άνθρωποι σήμερα δεν έχουν μπέσα. Υπεξαιρούν, καταπατούν, προδίδουν και
πληγώνουν τις ευαισθησίες μας, χωρίς ενοχές, ούτε ενδοιασμούς. Άλλωστε, αυτό
επιτάσσει και το πνεύμα των καιρών. Μην επενδύετε σε σταθερές αξίες, άλλοτε
ποτέ, ο χρυσός της φιλίας. Να προτιμάτε, ως πλέον προσοδοφόρα, τα αμοιβαία
κεφάλαια συμφέροντος. Με άλλα λόγια, τα καλά και συμφέροντα.
Το γενικότερο ξεπεσμό των αξιών……
Αυτά έγραφε πριν δέκα οχτώ χρόνια (πώς πέρασαν
τα χρόνια και τα σβηστά κεριά πλήθυναν) στην αλλαγή της δεύτερης χιλιετίας
παρουσιάζοντας τα «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ 2001», η δοκιμιογράφος και κριτικός της
λογοτεχνίας Μάρη Θεοδοσοπούλου στην
εφημερίδα που υπήρξε σταθερός συνεργάτης και δημοσίευε τα εξαίρετα κείμενά της,
Η
ΕΠΟΧΗ της Κυριακής 31 Δεκεμβρίου 2000, σελίδα 19. Δεν βάζω σε
εισαγωγικά τα γραφόμενά της γιατί πιστεύω, ότι και μετά την παρέλευση δύο
περίπου δεκαετιών, ο λόγος της για την έκπτωση αξιών και ήθους ημών των ελλήνων
είναι όχι μόνο δραματικά επίκαιρος αλλά, αν σήμερα βρίσκονταν εν ζωή, θα
εμπλούτιζε τις σκέψεις της βλέποντας την σημερινή μας πολιτική, κοινωνική και
πνευματική και οικονομική ελληνική πραγματικότητα. Η χώρα μας αλλάζει-έστω και
ερήμην μας-όπως άλλαξε το 1974 με την απαλλαγή μας από την επτάχρονη
δικτατορία, το1981 με την ανάθεση της πολιτικής διακυβέρνησης στο κόμμα που
πρέσβευε την Αλλαγή, και μετέπειτα, με την κατάργηση του παραδοσιακού μας
νομίσματος-της δραχμής-και την εισδοχή της χώρας μας στον λεγόμενο σκληρό
πυρήνα του Ευρώ. Τέλος, όλοι μας, σαν έλληνες κάτοικοι αυτής της υπανάπτυκτης
ιστορικής πατρίδας αλλάξαμε το 2010 με την πτώχευση και τα χρόνια των τριών ή
τεσσάρων(;) Μνημονίων και της επιτήρησης των ξένων δανειστών μας. Υπάρχει όμως
και κάτι ευχάριστο!! Διασώσαμε το ελληνικό και ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα.
Ουαί των συμμάχων μας Ευρωπαίων. Η εξαίρεση όμως των αξιών μας που είχε αρχίσει
να διαφαίνεται από την εποχή που έγραφε τις κριτικές της η Μάρη Θεοδοσοπούλου,
και έγινε εθνικός μας κανόνας, είναι οι ατομικές και συλλογικές μας παθογένειες
που μάλλον δυστυχώς, ούτε η οκταετία της πτώχευσης και της επιτήρησης
κατόρθωσαν να εξαλείψουν από τον χαρακτήρα και τις συνειδήσεις μας. Οι εθνικές
μας παθογένειες παραμένουν κραταιές, παρούσες και ίσως, και να αυξήθηκαν. Προς
λαμπρή δόξα της φυλής μας.
Το
κείμενο της Θεοδοσοπούλου, ήρθε στο νου καθώς παρακολουθούσα το τελευταίο
διάστημα τις πολιτικές, κομματικές και βουλευτικές αψιμαχίες στο εθνικό μας
κοινοβούλιο, και άκουγα, τι έλεγαν οι διπλανοί μου έλληνες, οι καθημερινοί
βιοπαλαιστές, άνεργοι, οι μικρότεροι σε ηλικία αλλά και οι μεγαλύτεροι, καθώς
πηγαινοέρχομαι στην εργασία μου, για το Μακεδονικό και όχι μόνο. Επιεικώς θα έγραφα
ότι μας διακρίνει σαν λαός έλλειψη πολιτικής υπευθυνότητας, δεν θέλουμε να
έχουμε συνείδηση πολίτη έστω και με κουτσουρεμένα δικαιώματα. Διαθέτουμε όλοι
μας ωφελιμιστική καθαρά πολιτική και κοινωνική κρίση. Υπερβολική αδιαφορία για
τα κακώς κείμενα δίπλα μας, έντονος ωχαδερφισμός. Κουτσομπολίστικη διάθεση και
ερμηνεία ακόμα και των πλέων σοβαρών πολιτικών και κοινωνικών γεγονότων. Μια
χαβαλεδιάρικη επιθυμία να περνάμε καλά χωρίς υποψία υπευθυνότητας και
υποχρεώσεων για να αλλάξει κάτι. Μια κυρίαρχη τάση να μην σκεφτόμαστε, να μην
θέλουμε να προβληματιστούμε, γιατί αυτό, είναι επώδυνο, κουράζει και μας χαλά
την διάθεση για διασκέδαση και συνεχή αφελή ψυχαγωγία. Μπορεί ίσως να είμαι
υπερβολικός, μπορεί να κάνω λάθος, η εκτίμησή μου της σημερινής πολιτικής και
κοινωνικής πραγματικότητας να μην ευσταθεί. Μπορεί να μην προσαρμόστηκα στους
νέους καιρούς. Όμως το πρόβλημα, πέρα από τις δικές μου κρίσεις, είναι παρόν.
Φοβερός φανατισμός, επικίνδυνος σε πολύ μεγάλο βαθμό θα τολμούσα να έλεγα,
σχεδόν διχαστικός, τάσεις φιλανθρωπίας και φιλευσπλαχνίας σε κάθε ξένο
κατατρεγμένο για να μην φανούμε ρατσιστές και μας αποκαλέσουνε εθνικιστές ή
πατριδοκάπηλους, ακόμα και σε άτομα που στέκονται αρκετά εχθρικά σε κάθε τι το
ελληνικό και σε εμάς τους έλληνες κατοίκους-τα καθημερινά παραδείγματα τα έχω
ζήσει, δεν μου τα έχουν αφηγηθεί. Και από την άλλη, μια τρομακτική προπαγάνδα
ελλήνων μεσήλικων, μεγάλης ηλικίας ατόμων αλλά και πολλών νέων υπέρ της
επτάχρονης τελευταίας δικτατορίας, και όχι μόνο υπέρ αυτής, αλλά και υπέρ της
δικτατορίας του Μεταξά, ακόμα και από άτομα που ηλικιακά έχουν γεννηθεί αρκετές
δεκαετίες μεταγενέστερα. Φοβερό, παθιασμένες απόψεις χωρίς λογική κρίση ακόμα
και από αυτούς που επικαλούνται τον Αριστοτέλη. Από αυτούς που ηλικιακά
διδάχτηκαν την «Λογική» του Ευάγγελου Παπανούτσου. Ακούω συμπατριώτες μου,
νεότερους σε ηλικία να κομπάζουν και να συζητούν δυνατά μεταξύ τους ότι επισκέφτηκαν
το Μουσείο της Ακρόπολης για να «τσιμπήσουν» καμιά τουρίστρια και να
φωτογραφηθούν πίνοντας τον καφέ τους στην καφετέρια. Αυτό είναι καλή φάση για
να διασκεδάσουν και να περάσουν την ώρα τους. Όχι για να δουν και να ξαναδούν
τα εκθέματα του Μουσείου, να κατανοήσουν την αρχαία κληρονομιά τους που στο
κάτω-κάτω είναι δίπλα τους και λένε ότι τους ανήκουν, αλλά για να «χτυπήσουν
σεξουαλικά καμιά γκόμενα». Συγνώμη, αλλά αυτό κάποτε το αποκαλούσαμε «λιγούρια
του κερατά». Ακούω ευτραφείς ελληνίδες κυράδες που συνεχώς σταυροκοπιούνται να
μιλούν με πάθος για το πόσο ωραία πέρασαν στην εκδρομή που πήγαν με τον
θρησκευτικό τουρισμό, χωρίς γεύση εκκλησιαστικής συνείδησης. Τους αρκεί ότι
είχαν παρέα, πήραν μαζί τα ταπεράκια τους, ψώνισαν ωραία κομποσκοίνια για να τα
κάνουν δώρο, αγόρασαν και ορισμένες εικονίτσες και νιώθουνε έμπλεες χαράς και
ικανοποίησης ότι κέρδισαν με την προσκύνηση και τις ευλογίες των συνοδών ιερέων
της ενορίας τους τον επίγειο πατριωτικό παράδεισο, και σίγουρα, ο καλός Θεούλης
των προγόνων τους θα τους συγχωρέσει όλες τις προηγούμενες και τις μελλοντικές
τους αμαρτίες και κουτσομπολιά. Θα είναι λάθος εκτίμηση αν αυτό το εντάξει
κανείς σε ειδωλολατρικές μας πανάρχαιες συνήθειες και κοινωνικές πρακτικές όλων
μας; Όλοι μας είμαστε και Εθνικοί και Ορθόδοξοι κατά βάθως. Αλλά οι σημερινές
μας συνήθειες δεν εντάσσονται ούτε στην μία ούτε στην άλλη κατηγορία. Μπορεί
και πάλι, να φταίει η δική μου άγνοια και κατανόηση της σύγχρονής μας πολιτικής
και κοινωνικής πραγματικότητας.
Παρακολουθώντας
την συζήτηση στην Βουλή για το Μακεδονικό πρόβλημα, και ακούγοντας συζητήσεις
στο ραδιόφωνο, μου γεννήθηκε η νοσηρή επιθυμία να φανταστώ πως ήταν η Ελληνική
Βουλή την περίοδο 1960 έως 1967, που καταλύθηκε η Δημοκρατία. Ο μόνος τρόπος
είναι να ακούσει κανείς συζητήσεις ιστορικών και επιστημόνων σε σοβαρά πάνελ
και φυσικά να διαβάσει και να ξαναδιαβάσει ιστορικές μελέτες και επιστημονικά
συγγράμματα που αφορούν την ελληνική σχετικά πρόσφατη ιστορία. Και αυτό
προσπάθησα να κάνω. Να διαβάσω βιβλία ιστορικά που μας μιλούν για την ελληνική
μας ταυτότητα, την εθνική μας αυτοσυνειδησία, να κατανοήσω όσο γίνεται ορθότερα
στο που ιστορικά ανήκουμε σαν σύγχρονοι έλληνες και ποια είναι η ατομική μας
στάση σαν πολίτες απέναντι στα δυσεπίλυτα και πολύπλοκα προβλήματα της πατρίδας
μας.
Μέσα σε αυτήν την προβληματική, και με τις ατομικές
μου ισχνές αναγνωστικές δυνάμεις, ξαναδιάβασα το σημαντικό μελέτημα του
Παναγιώτη Κ. Χρήστου, ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, που είχε
εκδοθεί σε δεύτερη έκδοση το 1989. Χρονιά που όσοι θυμούνται, άλλαξε η Ιστορία
τουλάχιστον της Ευρωπαϊκής Ηπείρου, με την κατάρρευση του ανατολικού
συνασπισμού και της πρώην σοβιετικής ένωσης. Έκτοτε, το καπιταλιστικό σύστημα
καθορίζει μονοπωλιακά τις ζωές και τις τύχες μας. Ταυτόχρονα διαβάζω ξανά την
ποίηση του ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου, τα πολιτικά ημερολόγια του
Γιώργου Σεφέρη και το παλαιό αναθεωρημένο μελέτημα του γεννημένου στον Πειραιά
Ιωάννη Ρωμανίδη, Ρωμιοσύνη. Οι μελέτες αυτές που αφορούν την ελληνική μας
αυτοσυνειδησία, δεν διαβάζονται μία και έξω. Είναι μελέτες που οφείλουμε να
επανερχόμαστε συχνά για να κατανοήσουμε την πολιτική και ιστορική μας
πραγματικότητα αλλά και να εδραιώσουμε την δική μας σύγχρονη πολιτική κρίση και
σκέψη.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αναγνωστικών ενδιαφερόντων
μου, τώρα που η ελληνική εκλεγμένη κυβέρνηση θα υπογράψει την συμφωνία για την
«μελλοντική» λύση του Μακεδονικού, ξαναδιαβάζω το βιβλίο του Παναγιώτη Κ.
Χρήστου.
Δεν είμαι
ούτε πολιτικός, ούτε διπλωμάτης, ένας απλός καθημερινός έλληνας φορολογούμενος
είμαι, που εργάζεται από τα μικράτα του και θα εργάζεται μέχρι τελικής
ηλικιακής πτώσης, μάλλον χωρίς να προλάβει να συνταξιοδοτηθεί έστω και με μικρή
πενιχρή σύνταξη (άντε στην καλύτερη περίπτωση 385 ευρώ! Χαρά που θα κάνω μόλις
πάρω το χαρτί πληρωμής όχι τα χρήματα. Δεν θέλω σχόλια). Μεγαλώσαμε και
εκπαιδευτήκαμε εδώ και χρόνια ότι η Μακεδονία είναι μία και αυτή είναι
ελληνική. Μπορεί σωστά, μπορεί λανθασμένα. Αργότερα διαβάσαμε τους αρχαίους
συγγραφείς, διαβάσαμε ιστορικές μελέτες για την Μακεδονία, πάμπολλες μελέτες
για την Μακεδονία και τον Μέγα Αλέξανδρο. Η αγάπη μας για τον καθηγητή Μανόλη
Ανδρόνικο έστρεψε το ενδιαφέρον μας ακόμα ποιο πολύ στον χώρο της Μακεδονίας
και της πανάρχαιας ιστορίας της. Επισκεφτήκαμε πάνω από μία φορά το Μουσείο και
τους Τάφους της Βεργίνας, όλα αυτά μας κάνουν διστακτικούς να δεχτούμε με
ευκολία την υπογραφή της νέας συμφωνίας των Πρεσπών. Είθε να κάναμε σωστή
διπλωματική και πολιτική επιλογή και να μην το μετανιώσουμε σαν Έθνος τα
επόμενα χρόνια. Γιατί η Ιστορία, δεν γράφει μόνο για τους εκλεγμένους
πολιτικούς αλλά και για τους πολίτες μιας χώρας και τις επιλογές τους. Μακάρι
να λύθηκε ένα μακροχρόνιο πρόβλημα και να μην βγει εις βάρος μας. Να είναι
μονομερής συμφωνία, αλλά εποικοδομητική και για τις δύο πλευρές. Ίσως ένα
δημοψήφισμα και στην χώρα μας θα ήταν πολιτικά ορθό. Όπως και νάχει, ελάχιστοι
από τους βουλευτές και τους πολιτικούς μας, ελάχιστοι, ήσαν εντός θέματος για
ένα τόσο σοβαρό θέμα, που δεν αφορά μια πολιτική παράταξη αλλά την ιστορία και
το μέλλον μιας πανάρχαιας χώρας. Και ακόμα, το ότι άδειαζαν τα βουλευτικά
έδρανα κατά επιλογή, δηλαδή στο ποιος και από ποια παράταξη μιλούσε δεν δείχνει
πολιτική ωριμότητα. Πολλοί βουλευτές και βουλευτίνες από όλους του κομματικούς
σχηματισμούς δεν θα άξιζε να είναι εκεί μέσα. Αλλά, ποιος τους εξέλεξε; Η
ευθύνη αποκλειστικά δική μας, και στο παρόν και στο μέλλον.
Το βιβλίο
του Παναγιώτη Κ. Χρήστου είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ακόμα κα σήμερα. Όσοι
ενδιαφέρονται για την πολυκύμαντη ιστορία του ελληνικού έθνους, αυτού του
πολυώνυμου έθνους των ελλήνων οφείλουν να το αγοράσουν ή να ψάξουν να το βρουν
και να το διαβάσουν, μία και δύο φορές. Η ευσύνοπτη μορφή της εξιστόρησης της
ελληνικής διαδρομής παράλληλα με τις επιμέρους των περιοχών ονοματολογίες της
μέσα στην διαδρομή της ιστορίας, γίνεται με πολύ ξεκάθαρο τρόπο. Η γλώσσα είναι
απλή ακόμα και για τον ποιο άγευστο ή αδιάφορο στα εθνικά θέματα ή στα ζητήματα
ελληνικής ταυτότητας. Το ύφος του συγγραφέα είναι απλό όχι όμως απλοϊκό. Είναι
ένα αρκετά κατανοητό μελέτημα-σπονδυλωτών ιστορικών αναφορών και στοιχείων-που
σε κάνει κοινωνό άμεσο της ιστορικής ονοματολογικής και όχι μόνο διαδρομής των
Ελληνικών φυλών που κατοίκησαν σε αυτήν την πετρώδη χερσόνησο από αρχαιοτάτων
χρόνων. Το σημαντικό στην γραφή αυτού του μελετήματος είναι ότι, ο συγγραφέας
του δεν στέκεται μόνο στις υπερήφανες στιγμές, στις ένδοξες στιγμές του ελληνικού
έθνους, αλλά, μας συν παρουσιάζει και τις στιγμές πτώσεις του, τις στιγμές
παρακμής του, το ιστορικό του μεγαλείο, το ηρωικό του και παράλληλα, τις
αγκυλώσεις του και αλλοιώσεις του. Μέσα από την ανάδειξη κάθε φορά μέσα στην
ιστορία των επιμέρους ονομάτων των ελλήνων αναδεικνύεται ο ιστορική δυναμική
ενός έθνους που παλεύει να εδραιωθεί μέσα σε ένα εχθρικό πολλές φορές
περιβάλλον. Βλέπουμε τις γονιμοποιές πολιτιστικές του εκδηλώσεις, αλλά και τις
επεκτατικές του βλέψεις. Η εποπτεία της ιστορικής διαδρομής των ελλήνων μέσα
στον χρόνο είναι συναρπαστική και καταλυτική, ακριβοδίκαιη και ερμηνευτικά
χρήσιμη. Δεν μαθαίνουμε μόνο τα της ιστορικής πορείας των προγόνων μας αλλά και
μάλλον κατανοούμε το παρόν μας με μεγαλύτερη ευκολία. Ακμές και παρακμές της ελληνικής
ιστορίας συμβαδίζουν με την ολοκλήρωση της εικόνας του παζλ της εθνικής μας
ταυτότητας. Ο διαχωρισμός σε κεφάλαια ανάλογα με το τι σήμαινε κάθε όνομα σε
μια δεδομένη ιστορική στιγμή μέσα στην ελληνική γεωγραφική και πολιτιστική
επικράτεια κάνει ευκολότερη την κατανόηση του έργου.
Το βιβλίο
του Παναγιώτη Κ. Χρήστου, ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, παρά
του ότι κυκλοφόρησε πριν 58 χρόνια στην πρώτη έκδοση και 29 μετά την επανακυκλοφορία
του, θεωρώ ότι είναι κλασσικό και ακόμα και στις μέρες μας που έχουν αναθεωρηθεί
αρκετές ερμηνευτικές απόψεις πάνω σε θέματα ιδιοπροσωπείας του νέου ελληνισμού,
θετικές ή αρνητικές ερμηνείες δεν έχει σημασία-είναι μια βάση κατανόησης του ζητήματος.
Το βιβλίο αυτό, αν το συμπεριλάβουμε με τις μελέτες του ιστορικού Απόστολου Βακαλόπουλου,
του ιστορικού Νίκου Σβορώνου, του ιστορικού και ιερέα Γεωργίου Μεταλληνού, την μελέτη
του καθηγητή Μάριου Βίττι για την ελληνική ηθογραφία, την Ρωμιοσύνη του Ιωάννη Ρωμανίδη, την μελέτη του Απόστολου
Αποστολόπουλου και ορισμένων άλλων σοβαρών επιστημόνων και ιστορικών, είτε ανήκουμε
στην πλευρά των «ευρωλιγούρηδων» που λέει ο Κώστας Ζουράρης είτε στους «βυζαντινοεπαίτες»
της άλλης πλευράς που ερμηνεύω εγώ, μας βοηθά να ξεκαθαρίσουμε το τοπίο και να κατανοήσουμε
ακριβέστερα την ιστορική και εθνική μας παράδοση. Είναι καλύτερα να προβληματιζόμαστε
πάνω σε τέτοιου είδους σοβαρά μελετήματα, παρά να επηρεαζόμαστε από τις κρίσεις
είτε «εθνομηδενιστών» είτε «πατριδοκάπηλων» για να χρησιμοποιήσω δύο σύγχρονους
πολιτικούς όρους που έχουν εισαχθεί τα τελευταία χρόνια μέσα στο λεξιλόγιό μας,
εντεύθεν κακείθεν των πολιτικών και κομματικών μας επιλογών και πρακτικών.
Ιστορία και Ποίηση ήταν ανέκαθεν οι δύο πυλώνες της ελληνικής
μας ταυτότητας ή μήπως λαθεύω;
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 17 Ιουνίου 2018
ΥΓ. Δεν θέλησα να αντιγράψω ορισμένα αποσπάσματα από
τα κεφάλαια, αλλά να αντιγράψω τους τίτλους των περιεχομένων γιατί δεν ήθελα να
διασπάσω σαν αναγνώστης την σύνολη ερμηνεία του έργου. Αναζητήστε την εργασία και
διαβάστε την είναι χρήσιμη σε όλους μας. Άρχοντες και αρχόμενους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου