Τρίτη 26 Ιουνίου 2018

Ζοζέ Σαραμάγκου, ΤΟ ΚΑΤΑ ΙΗΣΟΥΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ


Το Ευαγγέλιο σαν μυθιστορηματική γραφή

      Πάνε 20 χρόνια τώρα,1998, που η Σουηδική Ακαδημία απένειμε το σημαντικότερο βραβείο λογοτεχνίας παγκοσμίως το ΝΟΜΠΕΛ, στον πορτογάλο πεζογράφο Ζοζέ Σαραμάγκου (16/11/1922-2010). Έναν συγγραφέα αρκετά γνωστό στην χώρα μας και αγαπητό όπως δείχνουν οι επανεκδόσεις των έργων του. Το σύνολο σχεδόν των έργων του (μυθιστορήματα-διηγήματα-αυτοβιογραφία) εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» όπως αναφέρεται στις μέσα σελίδες του πρώτου μυθιστορήματός του στα ελληνικά «Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιον», από τον εκδοτικό οίκο. Μελετώντας το ποιητικό έργο του συμπατριώτη του ποιητή Φερνάντο Πεσσόα, ξαναδιαβάζω παράλληλα και ορισμένα από τα μυθιστορήματα του Ζοζέ Σαραμάγκου, όπως τα: «Περί τυφλότητος» (1998), «Όλα τα ονόματα» (1999), «Περί φωτίσεως» (2006), «Περί θανάτου» (2007), και ασφαλώς «Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιον» όλα από τον ίδιο εκδοτικό οίκο και σε μετάφραση από τα πορτογαλικά της κυρίας Αθηνάς Ψύλλια. Ανατρέχοντας στο αρχείο μου για τον μυθιστοριογράφο, σκέφτηκα να αντιγράψω τις πληροφορίες και τα στοιχεία που κατόρθωσα να συγκεντρώσω για τον ίδιο και το έργο του που δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες κυρίως και περιοδικά. Αντιγράφω επίσης, μια βιβλιοκριτική που μου άρεσε και συμφωνώ με τα λεγόμενά της, του κυρού πλέον καθηγητή Σάββα Αγουρίδη, ως του πλέον καταλληλότερου σε ζητήματα και προβλήματα που αφορούν την Καινή Διαθήκη, την Παλαιά και τις κατά καιρούς ιστορικές ερμηνείες της. Την ιστορική εξέλιξη του Χριστιανισμού ανά την υφήλιο, τις διάφορες θρησκευτικές παραχαράξεις και εκκλησιαστικές μεταλλάξεις. Ο Χριστιανισμός, ερευνώντας τον και εξετάζοντάς τον από ιστορικής καθαρά απόψεως, υπήρξε ένα νέο και επαναστατικό για την εποχή του θρησκευτικό και πνευματικό κίνημα που άλλαξε τον ρου της ιστορίας και επέδρασε και εξακολουθεί να επηρεάζει θετικά και εποικοδομητικά τις ζωές και τις συνειδήσεις εκατομμυρίων ανθρώπων εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια. Ένα θρησκευτικό κίνημα, θεόπνευστο ή ιστορικό, εξαρτάται πώς το αποδέχεται και το ερμηνεύει ο καθένας και η κάθε μία, πιστός ή μη, έχει σε όλη την διάρκεια της εξέλιξής του και της εκκλησιαστικής του διαδρομής, να μας επιδείξει λαμπρές και ένδοξες σελίδες θυσιαστικού μεγαλείου και αγωνιστικής μαρτυρίας και προσφοράς των πιστών του, για την καλυτέρευση της ζωής των συνθηκών των ανθρώπων, παγκόσμιας δικαιοσύνης, οικουμενικής ισότητας, αλλά, και πάμπολλες σκοτεινές και αιματοβαμμένες σελίδες του μέσα στην παγκόσμια ιστορία, που αμαύρωσαν το μήνυμα του ιδρυτή του και των πρώτων σχεδών μαθητών του, και αλλοίωσαν μέσα στον χρόνο την αυθεντική διδασκαλία του Ιησού. Δηλαδή του μεγάλου  ιδεότυπου των διαφόρων χριστιανικών εκκλησιών μέσα από τις πολλαπλές διασπάσεις τους, τις επιμέρους φιλοδοξίες θρησκευτικών και πολιτικών ηγετών στο δυτικό ημισφαίριο. Ο Χριστιανισμός, αν τον δεχτούμε σαν μια ανθρωπιστικής πρόθεσης θρησκευτική φιλοσοφία και διδασκαλία, εννοώ, δεν σταθούμε σε εκείνη την εκδοχή του Ιησού και την συμπληρωματική του διδασκαλία από τον Απόστολο Παύλο, είναι μια θρησκεία αγωνιστών μαρτύρων, θυσιασθέντων προσώπων, ατόμων που κυνηγήθηκαν για την πίστη τους διαχρονικά, απειράριθμων αδίκως κυνηγημένων και δολοφονημένων από πολλές πολιτικές εξουσίες, διωκομένων οσίων, ανδρών και γυναικών που πάλεψαν με τις ισχνές τους σωματικές και ψυχικές δυνάμεις να εδραιώσουν την πίστη τους και να την διαδώσουν με όποιον τρόπο μπορούσαν ο καθένας και η κάθε μία. Άγιοι, μάρτυρες, όσιοι, εθνομάρτυρες, άνθρωποι απλοί, τις περισσότερες φορές αγράμματοι, με βαθιά εσωτερική πίστη και ελπίδα, άτομα της διπλανής μας πόρτας θα λέγαμε σήμερα, που θυσίασαν οικειοθελώς την ζωή τους, των οικογενειών τους, των δικών τους ανθρώπων, για να λαμπρυνθεί η πίστη τους, άτομα με γερή θέληση και προπάντων αφοσίωσή τους σε έναν σκοπό, σε ένα πανανθρώπινο ιδανικό, σε μια πνευματική αλλά και κοινωνική ιδέα δικαιοσύνης, καλυτέρευση των συνθηκών ζωής των ανθρώπων. Αλλαγή των οικονομικών και πολιτικών συνθηκών, την μη εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο, πολύ πριν, συστηματοποιηθούν και κωδικοποιηθούν οι πολιτικές, κοινωνικές και οντολογικές αυτές στην ουσία τους θέσεις, από τους μεταγενέστερους διαφωτιστές και ουμανιστές φιλοσόφους, πολιτικούς επαναστάτες, μαρξιστές οικονομολόγους, φιλοσόφους και ιδεολόγους στοχαστές. Πράγματα γνωστά ασφαλώς, από επιστήμονες, ερευνητές και ιστορικούς που έχουν μελετήσει, ερευνήσει, καταγράψει, σχολιάσει την πορεία και την εξέλιξη του χριστιανισμού μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι και τον πολιτισμό. Αρμόδιοι που συνέγραψαν χιλιάδες μελέτες και βιβλία και έχουν σταθεί θετικά ή επικριτικά απέναντί του, αλλά σεβόμενοι θα σημείωνα το οικουμενικό αυτό κίνημα, τους μάρτυρες του, τους θυσιασθέντες πιστούς του, τους για την πίστη τους αγωνιστές του, ανεξάρτητα αν αποδέχονται τον Ιησού μόνο ως Θεάνθρωπο, ή μόνο ως Ιστορικό Πρόσωπο, (χωρίς θεϊκές ιδιότητες) ή μόνο ως έναν ακόμα μέσα στην ιστορία συγκεφαλαιωτικό Μύθο προηγούμενων, παγκοσμίων αρχέγονων θρησκευτικών δοξασιών και θρησκευτικών τελετουργιών λαών της μέσης ανατολής και της ελληνικής μυθικής και θρησκευτικής παράδοσης. Το ιστορικό αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο και απαραχάρακτο-είτε στις ένδοξες στιγμές του είτε στις σκοτεινές σελίδες του-για το επαναστατικό και ανατρεπτικό αυτό θρησκευτικό ανθρωπιστικής χροιάς κίνημα της δυτικής ιστορίας και παράδοσης. Η αυθεντική πίστη των ανθρώπων, το προσωπικό ιδιαίτερο του καθενός θρησκευτικό ή εκκλησιαστικό βίωμα, η ατομική θυσία και η σταυρική προσφορά προς τους ανθρώπους μέσα στον χρόνο, είναι κάτι, που το δίδαξαν και υιοθέτησαν και οι πιστοί του χριστιανισμού. Για τις δικές μου αναγνωστικές αναφορές και καταβολές, ο χριστιανισμός είναι μια θρησκεία, σίγουρα μια εκκλησία, ένα κοινωνικό κίνημα αν θέλετε, που πρεσβεύει-τουλάχιστον στα κείμενά του, το Έλεος, την Θυσία, την Προσφορά. Ο χριστιανός είναι «καταδικασμένος» όχι τόσο να αγαπά, (μια αγαπολογία πολλές φορές κουραστική και ανέξοδη, πολυχρησιμοποιημένη) αλλά να προσφέρει έμπρακτα στον συνάνθρωπό του, όχι γιατί θεωρεί τον εαυτό του εκλεκτό γιατί πιστεύει, και ότι θα κερδίσει την ουράνιο βασιλεία και θα συναριθμηθεί μεταξύ των μακάρων και των αγίων και θα κερδίσει την αιωνιότητα αλλά, γιατί όπως τα ίδια τα Ευαγγέλια μας λένε και διδάσκουν, ο Χριστός θυσιάστηκε για τους άλλους στο ιστορικό παρόν του και στον μέλλοντα χρόνο των επόμενων γενεών. Ο χριστιανισμός είναι μια οικειοθελή «καταδίκη» θυσίας, όπως φυσικά είναι και αυτή των επαναστατών ιδεολόγων και κοινωνικών αγωνιστών. Το ζητούμενο, και για πιστούς και για κοινωνικούς επαναστάτες είναι ο Άνθρωπος, η Ζωή και τα διαχρονικά προβλήματά του.          

Επεδείπερ πολλοί επεχείρησαν ανατάξασθαι διήγησιν περί των πεπληροφορημένων εν ημίν πραγμάτων, καθώς παρέδοσαν ημίν οι απ΄αρχής αυτόπται και υπηρέται γενόμενοι του λόγου, έδοξε καμοί, παρακολουθηκότι άνωθεν πάσιν ακριβώς, καθεξής σοι γράψαι, κράτιστε Θεόφιλε, ίνα επίγνως περί ων κατηχήθης λόγων την ασφάλειαν.
                                     ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ, Α,1-4

ΖΟΖΕ ΣΑΡΑΜΑΓΚΟΥ
ΤΟ ΚΑΤΑ ΙΗΣΟΥΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ-Αθήνα 1997, σελ.480
Μετάφραση από τα πορτογαλικά: ΑΘΗΝΑ ΨΥΛΛΙΑ
Jose Saramago, O Evangelho Segundo Jesus Cristo, Editorial, SA, Lisboa 1991 by arrangement with Dr. Ray-Gude Mertin, Literarische Agentur, Bad Hombur, Germany.

Όταν ένας διανοούμενος οικειώνεται το Ευαγγέλιο

       ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ του βιβλίου αυτού είναι ο Πορτογάλος μυθιστοριογράφος επήρε πέρυσι το Νόμπελ λογοτεχνίας. Μυθιστόρημά του αποτελεί και «Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιον» αφού με αυτόν τον τίτλο δεν υπονοεί κάποιο κείμενο- πηγή, ιστορικά αξιόπιστο ή περίπου αξιόπιστο, πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η δική του αφήγηση. Κάθε άλλο παρά τέτοια πρόθεση έχει ο Ζ. Σ. Αυτός φτιάχνει μια εντελώς αυθαίρετη σε σύγκριση με γνωστή μας από το Ευαγγέλιο ή από νεότερους συγγραφείς εικόνα περί της ιστορίας του Ιησού, και ιδίως περί της διδασκαλίας του Ευαγγελίου του, μια αυθαίρετη μυθιστορηματική κατασκευή, προφανώς γιατί δεν τον ικανοποιούν οι υπάρχουσες… Ως την κύρια αρετή της δικής του λογοτεχνικής μυθιστορηματικής κατασκευής πρέπει προφανώς να βρίσκει το ότι μέσω αυτής εκφράζει εγγύτερα αυτό που ο ίδιος πιστεύει ότι σαν διανοούμενος οικειώθηκε ως «Ευαγγέλιον» του ο Ιησούς.
      Το βιβλίο εκτείνεται σε 478 σελ. και κάποιες απ’ αυτές θυμίζουν στον αναγνώστη πως είχε να κάνει με ένα σύγγραμμα πλούσιο στη σκέψη, στη φαντασία και στην ομορφιά της γλώσσας. Συνολικά όμως, κάτι άλλο θα περίμενε κανείς από έναν νομπελίστα, εκτός από το ξεδίπλωμα μιας φανταστικής ιστορίας που θυμίζει κάποια εκλεκτά δείγματα της πρωτοχριστιανικής Απόκρυψης περί του Ιησού φιλολογίας. Αυτό συχνά θυμάται ο αναγνώστης του βιβλίου, παρά το γεγονός ότι η μοντέρνα σκέψη που διαπερνάει το βιβλίο είναι προφανής: τίποτε δεν είναι ξεκάθαρο- Θεός, διάβολος, αλήθεια-ψέμα, βεβαιότητα-ανασφάλεια, γνώση και άγνοια….. Ο κύριος στόχος του συγγραφέα είναι να παρουσιάσει στο μυθιστόρημά του τον Ιησού να πεθαίνει για να έλθει στην ιστορία ένας πραγματικός καλύτερος κόσμος, χωρίς να έχει περί αυτού πεισθεί ούτε ο ίδιος ούτε ο αναγνώστης. Κι αφού, τελικά, έρχεται η ώρα να οδεύσει προς αυτόν τον νέο κόσμο μέσα από το σταυρικό θάνατο, κατά την εντολή και την υπόδειξη του Θεού-Πατέρα του, κρεμασμένος πάνω στον σταυρό, πρίν αφήσει την τελευταία του πνοή, αντιλαμβάνεται ότι ξεγελάστηκε. Με τη βαθιά αμφιβολία που εκφράζει όλη η σκέψη του συγγραφέα τελειώνει το βιβλίο:
«….Ο Ιησούς πεθαίνει λίγο-λίγο, η ζωή τον εγκαταλείπει, όταν ξαφνικά ανοίγει ο ουρανός πάνω από το κεφάλι του, απ’ άκρη σ’ άκρη, κι εμφανίζεται ο Θεός, με το ντύσιμο που είχε στο καΐκι και η φωνή του αντηχεί σ’ όλη τη γή καθώς λέει, Εσύ είσαι ο Υιός μου ο αγαπητός, σε σένα έδωσα όλη μου την εύνοια. Τότε ο Ιησούς κατάλαβε πως σύρθηκε στην πλάνη όπως σέρνεται ο αμνός στη σφαγή, ότι η ζωή του χαράχτηκε για να πεθάνει έτσι από την αρχή της αρχής, και όπως θυμήθηκε τον ποταμό αίματος και τον πόνο που θα γεννηθεί απ’ αυτόν και θα πλημμυρίσει τη γη, κραύγασε προς τον ανοιχτό ουρανό, όπου ο Θεός χαμογελούσε, Άνθρωποι συγχωρήστε τον, γιατί δεν ξέρει τι κάνει. Ύστερα αργοπέθαινε μέσα σ’ ένα όνειρο, ήταν, λέει στη Ναζαρέτ και άκουγε τον πατέρα του να του λέει, σηκώνοντας τους ώμους, χαμογελώντας κι αυτός, ούτε εγώ μπορώ να σου κάνω όλες τις ερωτήσεις, ούτε εσύ να μου δώσεις όλες τις απαντήσεις…».
Ο Σαραμάγκου αναμφισβήτητα αναγνωρίζει το μυστήριο να διαπερνάει ολόκληρη τη ζωή μας, ιδίως τη ζωή των μπροστάρηδων μέσα στην ιστορία’ τίποτε όμως, ισχυρίζεται, μπορεί να μας βεβαιώσει ούτε για τον δρόμο που για κάτι μεγάλο επιλέγεται ούτε για το αποτέλεσμα.
      Είναι φανερό ότι όχι ως μυθιστόρημα αυτό το βιβλίο αλλά ως ερμηνεία της αποστολής και του έργου του Ιησού, πολεμήθηκε από την Καθολική Εκκλησία. Μεγάλα κινήματα όπως ο χριστιανισμός είναι, βέβαια, προϊόντα μυστηριωδών δυνάμεων, που έχουν μέσα τους κάποιους οραματισμούς για το μέλλον, από τους οποίους όμως δεν λείπει αλλά παίζει σημαντικό ρόλο η ύπαρξη του κακού, κυρίως ως της πηγής ματαίωσης όλων των ιδανικών.
     «Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιον» Jose Saramago ασχολείται μυθιστορηματικά διά μακρών με την οικογένεια του Ιησού, με τον πατέρα του, τη μητέρα του και τα αδέλφια του, και ήδη στο πρώτο μέρος του βιβλίου τονίζονται τρία γεγονότα ως ιδιαίτερα σημαντικά: Κάποια οράματα της μάννας του που σχετίζονται με τη σύλληψή του’ τον αγώνα του πατέρα του να τον σώσει μόλις γεννήθηκε στη Βηθλεέμ, από τη σφαγή των στρατιωτών του Ηρώδη, αντί να ειδοποιήσει όλες τις μαννάδες της μικρής πόλης περί του κινδύνου και έτσι να βοηθήσει να σωθούν τα παιδιά τους. Αυτό το τραύμα ενοχή του Ιωσήφ που τον οδήγησε στον σταυρικό θάνατο αν και εντελώς άσχετο προς το κίνημα του επαναστάτη Ιούδα του Γαλιλαίου, κληρονομήθηκε από τον πρωτογυιό του τον Ιησού, και εκδηλωνόταν σε τρομακτικά όνειρα και ιδιάζουσες ευαισθησίες του νέου.
     Φεύγει δωδεκαετής από το σπίτι για να βρει απαντήσεις στα προβλήματα που μέχρι τότε είχε με τον πατέρα και τη μάνα του. Έτσι επισκέπτεται τους Νομομαθείς στο Ναό, εις αναζήτηση κάποιων απαντήσεων και μετά προσκολλάται ως μισθωτός κοντά σε έναν βοσκό, έναν Ποιμένα, με τον οποίο μένει μαζί τρία ολόκληρα χρόνια σε μια όχι άκαρπη γι’ αυτόν περίοδο μάθησης. Αυτός ο «Ποιμένας» παίζει ρόλο στη ζωή του Ιησού από τον καιρό που γεννιέται μέχρι που ανδρώθηκε και δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια «συμπαθητική» μορφή του Σατανά, της αντίθεης δύναμης. Κάνω επί του θέματος αυτού μια σχετική παραπομπή. Αν-γράφεται σελ. 245-ο Ιησούς ρωτούσε τον «Ποιμένα» «Αφού δεν είσαι άνθρωπος, τότε τι είσαι, πολύ πιθανόν ο Ποιμένας θα δεχόταν να του απαντήσει με το ύφος κάποιου που δεν δίνει μεγάλη σημασία στο θέμα. Είμαι ένας άγγελος, αλλά μην το πεις σε κανέναν. Αυτό όμως συμβαίνει πολλές φορές, να μην κάνουμε δηλαδή μια ερώτηση, γιατί δεν είμαστε ακόμη έτοιμοι να ακούσουμε την απάντηση, ή γιατί, απλούστατα, τη φοβόμαστε. Κι όταν πια βρούμε το κουράγιο να την ξεστομίσουμε, πολύ συχνά δεν μας δίνουν απάντηση, όπως θα κάνει ο Ιησούς, όταν μια μέρα θα τον ρωτήσουνε. Τι είναι αλήθεια. Και θα σωπαίνει έτσι μέχρι σήμερα»… «Μοιράσθηκαν όσα έμειναν μαζί, μια καλή ζωή, ο άντρας διδάσκοντας χωρίς την ανυπομονησία του μεγαλύτερου την ποιμενική τέχνη, το αγόρι μαθαίνοντάς τη σαν από αυτή πρωτίστως να εξαρτιόταν η ζωή του…» (σελ. 257).
     Επιστρέφει σπίτι του, συμφιλιωμένος με τη μάννα του, αφού από την αναστροφή του με τον Ποιμένα και τη ζωή με τα ζωντανά του Θεού, είχε φτάσει, σε έναν επαρκή βαθμό κατανόησης για τη μάννα του. Δεν μένει όμως πολύ καιρό με την οικογένειά του! Όσο περνάει ο καιρός αντρώνεται: Στη λίμνη της Τιβεριάδας συνδέεται επί μακρό χρονικό διάστημα με αγαθούς ψαράδες, κι εκεί διαπιστώνει την ικανότητά του για θαυμαστές αλιείες! Γνωρίζεται, εν τω μεταξύ με την πόρνη Μαρία τη Μαγδαληνή, αδελφή της Μάρθας και του Λαζάρου από τη Βηθανία, πόρνη στα Μάγδαλα, δένεται μαζί της και γίνονται ανδρόγυνο, από τότε μέχρι το τέλος ζωής του. Φαίνεται πως ο συγγραφέας δεν μπορεί να φανταστεί άγαμο τον ηγέτη της νέας ανθρωπότητας.
     Τον Θεό συνάντησε ο Ιησούς μια φορά στην έρημο σαν στήλη καπνού και του είπε τότε πως αυτός ο Θεός είναι ο πατέρας του, πως θα σταυρωθεί για τους ανθρώπους, κι ύστερα θα δοξασθεί. Θα του δώσει, μάλιστα, σημάδι, όταν έλθει η ώρα γι’ αυτό. Κι’ όταν αυτή η ώρα ήλθε, μέσα σ’ ένα καΐκι ο Θεός, ο Ιησούς, αλλά και ο Ποιμένας χάθηκαν για 40 ημέρες μέσα στην ομίχλη της λίμνης. Εκεί έμαθε πως έφτασε η ώρα του θανάτου του.
      Στο τελευταίο τμήμα του βιβλίου του ο Σαραμάγκου συγκεντρώνει αρκετό υλικό γνωστό από τα εκκλησιαστικά Ευαγγέλια, κατ’ επιλογή και με κάποιες ερμηνείες, εδώ κι εκεί. Είναι παράξενο ότι σ’ ολόκληρο το βιβλίο απαρχής μέχρι τέλους, αγνοείται ο Ιησούς ως διδάσκαλος και ως μεταρρυθμιστής της ανθρώπινης κοινωνίας. Μέσα σε εκατοντάδες σελίδες δεν αναφέρεται ούτε μια παραβολή του, κάποιες διδαχές του από την Επί του όρους ομιλία. Δεν έχει να πει τίποτε, ιδιαίτερα για την προσωπική ζωή του Ιησού. Κι ο ίδιος ο Ιησούς, μάλλον δεν ξέρει ούτε που πάει ούτε τι ακριβώς θέλει. Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, προετοιμάζοντας το τέλος του, όταν πήρε το σύνθημα, θεραπεύει μερικούς αρρώστους, συνοδεύοντας τη θεραπεία με τη σύσταση «Μετανοείτε»’ αν όμως τον ρωτούσαν τι ακριβώς εσήμαινε αυτό, θα δυσκολευότανε πολύ να τους πει.
      Με κέντρο επιχειρήσεων τη Βηθανία, στη μικρή πόλη του Λαζάρου και των αδερφάδων του κάνει κάποιες επιθετικές εξορμήσεις κατά του Ναού της Ιερουσαλήμ για να προκαλέσει τη σύλληψή του από τις αρχές. Και ο Ιούδας αναλαμβάνει-ο καημένος-το πιο οδυνηρό καθήκον να τον καταδώσει ως δήθεν επαναστάτη κατά της Ρώμης για να συλληφθεί έτσι και να εκτελεσθεί μετά απ’ αυτό το ιερό καθήκον πήγε και κρεμάστηκε σε μια συκιά.
     Η Δίκη και η σταύρωση του Ιησού κυλάει στο βιβλίο σύντομα, καλά, χωρίς τίποτε δραματικό από αυτά των εκκλησιαστικών περικοπών. Αυτή ήταν η απόφαση του Θεού Πατέρα του, και ακολουθούσαν μυριάδες θυμάτων μετά τον δικό του θάνατο, των μαθητών του και πολλών άλλων έντιμων ανθρώπων…
     Ο αναγνώστης μένει με το αίσθημα πως ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει, κατά το σχέδιο του Θεού, χωρίς να καταλάβει πουθενά ποια είναι τα μεγάλα ωφελήματα που θα προκύψουν για την ανθρωπότητα από ολόκληρη αυτή την ιστορική περιπέτεια. Πρόκειται μάλλον περί ειρωνείας. Μυθιστορηματικά ο συγγραφέας μεταφέρει δικές του ελπίδες και απογοητεύσεις, από την ιστορία στην περίπτωση του Ιησού, περί του οποίου και ο αναγνώστης όλης της φανταστικής ιστορίας μένει μετέωρος και προς το τι καλό ή δυσάρεστο πρέπει να περιμένει.

Σάββας Αγουρίδης, εφημερίδα «ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΥΓΗ» 20 ΙΟΥΝΙΟΥ 1999, σ.30.

      Αυτή είναι η κριτική του βιβλίου του πορτογάλου μυθιστοριογράφου Ζοζέ Σαραμάγκου, που υπογράφεται όχι από έναν συγγραφέα, επαγγελματία ή ερασιτέχνη κριτικό βιβλίου, δημοσιογράφο ή πρόσωπο που ανήκει θα λέγαμε στον κύκλο των ατόμων που ασχολούνται με εκδόσεις ή παρουσιάσεις βιβλίων, αλλά από έναν καθ ύλην αρμόδιο, από έναν παλαιό καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από έναν πανεπιστημιακό δάσκαλο, έμπειρο και κατάλληλο επί του θέματος. Ο Σάββας Αγουρίδης μας εισαγάγει απ’ ευθείας στο θέμα, δεν παρεκκλίνει για να δημιουργήσει εντυπώσεις, δεν χρησιμοποιεί «πιασάρικα» επιχειρήματα για να κινήσει το ενδιαφέρον, δεν δημοσιογραφεί επικαιρικά, υιοθετώντας σκαμπρόζικες αναφορές και αντιρρητικά ερεθίσματα για να αυξήσει την περιέργεια των αναγνωστών και να γίνει αρεστός στα ώττα μη πιστών ή αρνητών του χριστιανισμού. Το θέμα είναι πολύ σοβαρό όπως και η ερμηνείες του. Ξεπερνά τον χρόνο και τα πρόσωπα. Τις αποδοχές ή τις αρνήσεις. Την τυφλή πίστη των ακολουθούντων ή την μονοδιάστατη απιστία των μη δεχόμενων το ιστορικό αυτό κίνημα. Μπορεί κανείς να αποδεχτεί την Θεότητα του Ιησού. Ένας άλλος να την αρνηθεί. Ένας τρίτος να αποδεχτεί τον Ιησού μόνο ως ιστορικό πρόσωπο μέσα στην Ιστορία, να τον δέχεται σαν έναν επαναστάτη, αναμορφωτή, διδάσκαλο, ένα πρόσωπο που θυσίασε ότι πολυτιμότερο είχε, την ίδια του την Ζωή για το κοινό καλό των συμπατριωτών του, των μαθητών του, των ακολούθων του, των πιστών του. Έναν ραβί ανακαινιστή των συμπατριωτών του Ιουδαίων. Άλλη μερίδα ερευνητών και ιστορικών τον κατατάσσει στους μεγάλους Μύστες, ή να δέχονται ότι ήταν ένα ακόμα Μυθικό Πρόσωπο μέσα στα τόσα άλλα της παγκόσμια μυθολογίας, των μυστηριακών δοξασιών, των θρησκευτικών κινημάτων που αναπτύχθηκαν την αρχαία εποχή σε διάφορες χώρες, κυρίως, στον χώρο της Μέσης Ανατολής και της Μεσοποταμίας κλπ. Ένα είναι όμως βέβαιο και καθοριστικό. Δεν μπορεί κανείς που ασχολείται σοβαρά και υπεύθυνα με την ανθρώπινη ιστορία και πολιτισμό να τον αγνοήσει. Δεν μπορεί να τον προσπεράσει. Δεν μπορεί να παραβλέψει τα εποικοδομητικά ίχνη που άφησε μέσα στις καρδιές και τις συνειδήσεις εκατομμυρίων ανθρώπων ο χριστιανισμός σε όλες του τις χρονικές φάσεις. Οι χριστιανοί είναι άτομα που άλλαξε η ζωή τους, ο βίος τους, η συμπεριφορά τους όταν άκουσαν, ενστερνίστηκαν, αποδέχτηκαν και πίστεψαν στο κήρυγμα του ιδρυτή του. Προσέφεραν την ζωή τους. Αυτό είναι κάτι το αδιαμφισβήτητο μέσα στην εξελικτική πορεία της Ιστορίας και του Πολιτισμού. Δεν είναι μια εκ των υστέρων υστεροφημία του. Επαναλαμβάνω για πρόσωπα όπως ο γράφων που δέχεται μόνον την ιστορικότητα του Ιησού και όχι την Θεϊκή του διάσταση. Τα επιτεύγματα του χριστιανισμού στον χώρο του πολιτισμού, της τέχνης και των γραμμάτων, της δικαιοσύνης, των κρατικών θεσμών, των διαπροσωπικών σχέσεων, της κοινωνικοποίησης των πολυπληθών αν θέλετε μαζών, της χειραφέτησης των συνειδήσεών τους, την πίστη τους σε ένα καλύτερο, δικαιότερο, ελεύθερο μέλλον των ανθρώπων είναι σημαντικά και αναμφισβήτητα. Όπως και να ερμηνεύσει κανείς το ιστορικό αυτό κίνημα, η συνεισφορά του χριστιανισμού απέναντι στην Ανθρωπότητα είναι μεγάλη τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο. Επαναλαμβάνω, ανεξάρτητα αν πιστεύει κανείς ή δεν αισθάνεται την ανάγκη να πιστέψει στον Χριστό ως το δεύτερο πρόσωπο της αγίας τριάδος, ο δυτικός άνθρωπος απεγκλωβίστηκε από πολλές αρνητικές κοινωνικές παραμέτρους που τον δέσμευαν μέσα στο ιστορικό του διάβα. Οι διδαχές και τα παιδαγωγικά μηνύματα των τεσσάρων ευαγγελιστών είναι παρόντα και επίκαιρα ανεξάρτητα αν έχουν περάσει δύο και χιλιετίες, από τον θάνατο του ιδρυτή του χριστιανισμού, τον Ιησού. Του κεντρικού εκκλησιαστικού ιδεότυπου της χριστιανικής παράδοσης και ιστορίας. Οι χριστιανικές εκκλησίες απανταχού της γης καθώς και οι πιστοί τους, ελπίζουν στον Ιησού ως καλό και αγαθό πρότυπο συμπεριφοράς και κοινωνικής αναφοράς.
     Όλοι μας γνωρίζουμε, έχουμε διαβάσει ότι υπάρχουν και οι πολλές μελανές, σκοτεινές, ενοχικές, εχθρικές στιγμές, ώρες, μέρες, χρόνια, ίσως και αιώνες του χριστιανισμού. Υπάρχουν οι δολοφονικές αλλοιώσεις των διδαχών του, από μεταγενέστερους ερμηνευτές και ακολούθους του. Ο χριστιανισμός κυνήγησε τον Έρωτα τη ίδια στιγμή που υμνούσε μέσα στις εκκλησίες μία πόρνη, (μετανοούσα) ή δόξασε μία άλλη που έγραψε εκκλησιαστικούς ύμνους, δικαίωσε μέσα στην ιστορία πρόσωπα απόβλητα από άλλους θεσμούς. (κρατικούς, δικαιοσύνης, κλπ.) Ο χριστιανισμός απαγόρευσε την ηδονή των ανθρώπων, προτείνοντας τον ασκητισμό και τον μοναχισμό, ενώ παράλληλα, πάμπολλα ιερά κείμενά του είναι γεμάτα ερωτική ηδονή (προς τον Θεό της πίστης του φυσικά, αλλά είναι κείμενα έμπλεα έρωτος, άδολης αγάπης και θείας μέθεξης).  Ο χριστιανισμός κυνήγησε την αρχαία θρησκεία των Εθνικών Ελλήνων, την ίδια στιγμή που αναγκάστηκε να υιοθετήσει τα περισσότερα θρησκευτικά και θεατρικά τελετουργικά του και μέρος της φιλοσοφίας της. Μέχρι να γίνει η αρμονική σύμπλευση του παλαιού πολυθεϊστικού κόσμου με τον νέο το μονοθεϊστικό χύθηκε πολύ αίμα και δόθηκαν αιματηροί αγώνες από αμφότερες τις πλευρές. Η Ορθόδοξη παράδοση, είναι η συνέχεια της παλαιάς ελληνικής εθνικής παράδοσης μεταποιημένη στις αξίες και τις αρχές της καινούργιας πίστης. Ο χριστιανισμός, βάζει έναν καθημερινό άσημο δούλο μέσα στο κάδρο της ιστορίας και της εξέλιξής της. Η εισδοχή σαν κεντρικά πρόσωπα-ήρωες των δούλων μέσα στο ιστορικό παιχνίδι ήταν κάτι μάλλον το αδιανόητο για τον αρχαίο κόσμο. Μπορεί να έχουμε τον δούλο-παιδαγωγό, μπορεί να έχουμε τον δούλο-σύντροφο, μπορεί να έχουμε τον δούλο-εραστή γυναικών ή αντρών όπως μας έχουν διασώσει αρχαία ελληνικά και ρωμαϊκά κείμενα, μπορεί ακόμα να έχουμε τον δούλο-συμβουλάτορα της οικογένειας ή ακόμα ενός κυβερνήτη, αλλά θα έπρεπε να του δοθεί η ελευθερία πρώτα, για να γίνει απελεύθερος έπρεπε πρώτα να ανδραγαθήσει, να θέσει σε κίνδυνο ακόμα και την ζωή του υπέρ της πατρίδας του, να θυσιαστεί. Μόνον τότε θα μπορούσε να συναριθμηθεί στην κατηγορία των απελεύθερων «πολιτών» του κράτους. Ο χριστιανισμός και η διδασκαλία του τον απελευθερώνει χωρίς διακρίσεις, χωρίς ανταλλάγματα, δίχως πολιτικές ή οικονομικές, κοινωνικές προϋποθέσεις, αρκεί μόνο η αποδοχή και η πίστη στη νέα θρησκεία, στο πρόσωπο του Ιησού και της διδασκαλίας του, και αυτή των μαθητών του. Η ισότητα αυτή των ανθρώπων, ήταν σε ένα μεγάλο μέρος του αρχαίου κόσμου ακατανόητη. Δηλαδή ότι είμαστε παιδιά ενός Θεού. Μπορεί σποραδικά να υπήρχαν φωτισμένα πνεύματα των αρχαίων ελλήνων, φιλόσοφοι ή στοχαστές, ποιητές ή τραγικοί δραματουργοί, ή επιστήμονες οι οποίοι υποστήριζαν την ισότητα και την ελευθερία των ανθρώπων, αλλά ούτε ο αρχαίος εθνικός ελληνικός πολιτισμός ούτε ο μετέπειτα ρωμαϊκός δεν κατόρθωσαν όχι να εξαλείψουν το ζήτημα αυτό, να το θεσμοθετήσουν ως γενική αρχή των κανόνων και των αξιών ζωής του μοντέλου του κράτους που πρέσβευαν. Ασφαλώς, ούτε ο χριστιανισμός σαν κίνημα θρησκευτικό ή κοινωνικό, κατόρθωσε να εξαλείψει την δουλεία, ορισμένες φορές μάλιστα μέσα στους ιστορικούς αιώνες την επικρότησε και την επιβράβευσε ή την αποδέχτηκε. Αυτό όμως, δεν αναιρεί την γενικότερη ανθρωπιστική σύλληψη των αξιών του και την αργόσυρτη επιβολή της μέσα στις συνειδήσεις των ανθρώπων και των κυβερνόντων. Το παιδί, επίσης, μπαίνει μέσα στην ιστορία όχι ως πράγμα, όχι ως ερωτικό αντικείμενο, όχι ως μελλοντικός στρατιώτης υπεράσπισης της πατρίδος, όχι ως εκπαιδευόμενος φρουρός των συνόρων της αυτοκρατορίας και του έθνους, αλλά, σαν ισότιμο πρόσωπο μέσα στην οικογένεια. Και οι θετικές αναφορές μπορούν να συνεχιστούν.
      Είναι πολλές και διαφορετικές οι θετικές αλλά και οι αρνητικές πυκνώσεις των αξιών και των διδαχών του χριστιανισμού. Δεν μπορούμε όμως αν θέλουμε να διεξάγουμε μια σοβαρή και υπεύθυνη συζήτηση να αρνηθούμε ούτε την μία του πλευρά ούτε την άλλη. Εξάλλου η Ιστορία, δεν συμβαδίζει πάντοτε με τα ατομικά μας πιστεύω και αρχές, τις περισσότερες φορές γράφεται ερήμην μας, και κατόπιν ερχόμαστε να ερμηνεύσουμε το τι και το γιατί και από ποιούς. Ίσως να έχει δίκιο ο φιλόσοφος Φρειδερίκος Νίτσε όταν έγραφε ότι «ο χριστιανισμός είναι ένας παραλλαγμένος πλατωνισμός για τις μάζες» ποιος όμως με βεβαιότητα μπορεί να υποστηρίξει ιστορικά εκ των υστέρων, ότι αν επικρατούσε η θρησκεία των Εθνικών θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα μέσα στην Ιστορία; Ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι θα είχαν αποφευχθεί τα σκοτεινά σημεία και τα μελανά των ανθρώπων αν είχε υιοθετηθεί από τις μεγάλες μάζες το θεολογικό σύμπαν του μεγαλύτερου ίσως φιλοσόφου όλων των εποχών, του δικού μας αρχαίου Έλληνα του Πλάτωνα; Ποιος μας βεβαιώνει ότι θα είχαν σταματήσει οι Πόλεμοι; Ο τραγικός έλληνας ποιητής ο Αισχύλος, που τόση σημασία δίνει στο έργο του, στον ρόλο της Μοίρας, της Ειμαρμένης, στις ζωές, στις επιλογές και στις πράξεις των ανθρώπων δεν γράφει στον «Προμηθέα Δεσμώτη» ότι το Κράτος και η Βία είναι οι δύο δυνάμεις που σταύρωσαν στον Καύκασο τον απελευθερωτή του ανθρώπου; Το πρόβλημα και η αλλοίωση του χριστιανισμού είναι όταν έγινε ένα με το αξιακό σύστημα του κράτους ή του έθνους, χάνοντας έτσι τη οικουμενικότητά του. Όταν θέλησε να ενδυθεί, και το κατόρθωσε, με την βία ή με άλλα πολιτικά μέσα, την κρατική εξουσία. Να αποκτήσει την ισχύ όχι την πνευματική που είναι ο πραγματικός του ρόλος και προορισμός, αλλά την παντοδυναμία που έχει το κράτος, σαν έθνος ή σαν συνοριακή οντότητα απέναντι στους κατοίκους του. Τότε χάθηκε το παιχνίδι του χριστιανισμού, και το κυριότερο, αυτοαναιρέθηκε η ουσιαστική του οντολογία και το αξιακό του ανθρωπιστικό μοντέλο αναφοράς και πίστης. Χάθηκε αργά και σταθερά η μεταφυσική του προοπτική και ελπιδοφορία στις συνειδήσεις των ανθρώπων για να κερδηθεί η αποδοχή των υποστηρικτών του και των μαθητών του από την πολιτεία και το κράτος. Ο χριστιανισμός κέρδισε μια κρατική αναγνώριση και «πελατεία» για να χάσει την ουσιαστική του οντολογία και πνευματική υπόσταση. Το κράτος από την στιγμή που ιδρύθηκε, (δεν μιλώ για πατρίδα, κοινή εστία) έγινε αποδεκτό ως η μόνη επικρατούσα ασφάλεια για τους πολίτες-κατοίκους του, και προορισμός του είναι να ασκεί φανερή ή κρυφή ισχυρή επιρροή στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο ώστε να τους κοινωνικοποιήσει σύμφωνα με τις δικές του κάθε φορά αρχές, να τους βγάλει αν θέλετε από την απομόνωση της φυλής ή της οικογένειας, της φάρας, και να τους εντάξει σε ένα μεγαλύτερο σύνολο ανθρώπων με ένα κοινό στόχο, την διατήρηση και την ισχύ του. Ταυτόχρονα με την ασφάλεια την σωματική των πολιτών. Το ίδιο έπραξε και ο χριστιανισμός. Αφομοιώθηκε από την εκάστοτε κρατική ή αυτοκρατορική εξουσία και απόκτησε κύρος διατηρώντας όλες τις παθογένειες τόσο του κράτους όσο και των παλαιότερων θρησκευτικών δοξασιών από τις οποίες άντλησε πλείστα στοιχεία για την δική του διάδοση. Από ανέκαθεν υπήρχε μια διαπάλη μεταξύ της κρατικής και της θρησκευτικής εξουσίας, αλλά αυτό δεν αναιρούσε την σύμπλευση όχι μόνο σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές, την χειραφέτηση των ανθρώπων και των συνειδήσεών τους. Τα οργανωμένα πολιτικά όπως και θρησκευτικά συστήματα πάντοτε υπέσκαπταν την ατομική ελευθερία του ανθρώπου, πάντοτε πρέσβευαν την χειραγώγησή του για έναν σκοπό, που προέρχονταν πάντα από αυτούς που είχαν τον τελευταίο λόγο στην εξουσία και την διακυβέρνηση ενός γεωγραφικού χώρου. Οι ταυτότητες, δεν δημιουργούνται τόσο για τα άτομα και την αυτοδιάθεσή τους, όσο για τα πολιτικά, οικονομικά και θρησκευτικά συστήματα και συμφέροντα τους ανθρώπους που τα υπηρετούν. Το αινιγματικό συμβάν της πίστης, είναι κάτι που δεν ερμηνεύεται με ευκολία ούτε μπορεί να εξετασθεί με τα μικροσκόπια ενός μικροβιολόγου, ούτε μπορούμε να θέσουμε ένα στηθοσκόπιο στο στήθος του ασθενούς ώστε να δούμε αν η καρδιά του πιστεύει ή όχι. Αυτά είναι αστεία πράγματα. Η επιβίωση ή όχι της όποιας αληθινής ή ψευδούς πίστης εξαρτάται αποκλειστικά και μόνον από το ίδιο το άτομο που λέει ότι πιστεύει. Και αυτό, όχι σε όλη την διάρκεια του επίγειου βίου του. Είναι τεράστια, πολύπλοκη και πολύχρωμη η ετερογένεια των ανθρώπων ενός κράτους ή μιας εκκλησίας που δεν μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς ούτε να προκαθοριστεί εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων η πίστη των ανθρώπων. Σε ποιο βαθμό, σε ποια ποικιλία πρακτικών τους επιλογών και ποιών κανόνων οικειοθελούς υιοθεσίας των. Το θεωρητικό-πνευματικό πλαίσιο, το θρησκευτικό-εκκλησιαστικό πλαίσιο που οφείλει να αποδεχθεί ένας πιστός ή μία πιστή, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε με βεβαιότητα ότι ήταν πάντοτε σταθερό και συμπαγές μέσα στην Ιστορία και τον Πολιτισμό. Ούτε ξεκάθαρο. Οι εσωτερικές αντιπαλότητες και συγκρούσεις των διεκδικούντων την ανεξαρτησία τους και την ελευθερία τους ανθρωπίνων μονάδων μέσα στην ιστορική διαδρομή επικράτησης του χριστιανισμού ήταν τόσο ισχυρές, ώστε συνήθως, υποσκέλιζαν το γενικότερο συμφέρον της αλήθειας της πίστης και του φιλάνθρωπου προσώπου της νέας θρησκείας.
 Τέλος, από την άλλη πλευρά των αρνητών, των παντοειδώς αρνητών του χριστιανισμού, αναφέρω ότι κυκλοφορεί εδώ και δέκα τέσσερα χρόνια μια άκρως ενδιαφέρουσα σειρά, ένα πολύτομο έργο (8 τόμοι) από τις εκδόσεις «ΚΑΚΤΟΣ» η «ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ» (“Kriminalgeschichte des Christentums”) του Karlheinz Deschner, σε μετάφραση Ρουμπίνης Ζαρκάδη και υποστήριξη μετάφρασης της Δέσποινας Βλασσοπούλου. «Το βιβλίο αυτό καταγράφει τις ενέργειες και τους τρόπους συμπεριφοράς του χριστιανισμού, πέρα από όλους τους θεσμικούς και θρησκευτικούς φραγμούς. Γράφω την ιστορία της σταθερής σύνδεσης μεταξύ της λεγόμενης κοσμικής και εκκλησιαστικής πολιτικής, μαζί με τις επιπτώσεις αυτής της θρησκείας στο λαό….» σημειώνει μεταξύ άλλων στο οπισθόφυλλο ο συγγραφέας. Αναφέρω το πολύτομο αυτό έργο σαν ένα ακόμα συγγραφικό-επιστημονικό τεκμήριο των καιρών μας, (για να μην μνημονεύσουμε τα εκατοντάδες άλλα παλαιότερων συγγραφέων που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά και κυκλοφορούν στο εμπόριο) για την αλλοίωση που επήλθε στο διάβα της ιστορίας του αυθεντικού μηνύματος και της διδασκαλίας του Ιησού. Μόνο που το γεγονός αυτό, δεν αναιρεί την πίστη των ανθρώπων επαναλαμβάνω, την βιωματική αλήθεια τους, την ανιδιοτελή προσφορά τους, την αλληλεγγύη τους προς τον συνάνθρωπό τους, την παρηγοριά που νιώθουν και την ασφάλεια μέσα στο κουκούλι της πίστης τους για την Ανάστασή τους. Η Ιστορία, δεν γράφεται με μεγάλες φιλοσοφικές περγαμηνές που τις κραδαίνουν πάνσοφοι φιλόσοφοι, σοφοί ποιητές, αλλά με την προσφορά, τον αγώνα, την θυσία, των ανθρώπων που έχουν βαθιά ριζωμένη την πίστη μέσα τους. Όποια και αν είναι αυτή η πίστη (κατά την δική μου πάντα άποψη και θέση), αυτό καθ’ αυτό το φαινόμενο της πίστης είναι που «και βουνά κινεί» που λέει ο απλός αγράμματος λαός μας. Δεν είναι ούτε οι δεκάδες απολογητικές περγαμηνές των εκκλησιαστικών συγγραφέων, δεν είναι ούτε τα εκατοντάδες ειλητάρια επιβεβαίωσης της αλήθειας της πίστης των δεκάδων εκκλησιαστικών ατόμων, δεν είναι ούτε τα εκατοντάδες αρνητικά και αντιρρητικά συγγράμματα των αντιπάλων της χριστιανικής πίστης, που θα παρακινήσουν ένα άτομο να πιστέψει ή να μην πιστέψει. Είναι η προσωπική ανάγκη και βούληση του καθενός και της κάθε μίας. Είναι η επιλογή οικεία βουλήσει. Τα άλλα, είναι για να γεμίζουν τις βιβλιοθήκες της εκκλησιαστικής και της θύραθεν παιδείας μας. Και για να έχουν κάτι να πουν οι από άμβωνος ιερείς και οι προπαγανδιστές των εθνικών μεγαλείων. Θέλω να πω ότι, η θερμή και ζωογόνα και ελπιδοφόρα πάχνη του ιστορικού Μύθου που έχει καλύψει εδώ και αιώνες τα πραγματικά γεγονότα της ανθρώπινης ιστορίας και των προσώπων που την διαμόρφωσαν και την πήγαν δυό βήματα μπροστά για την καλυτέρευση των ανθρώπων, είναι δυνατότερη και αποτελεσματικότερη και από το ίδιο το ιστορικό γεγονός, και δραστικότερη στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Η παραμυθία ζωής των ανθρώπων όπου γης, δηλαδή όλων μας, δεν προέρχεται από πολιτικές ντιρεκτίβες ή κοινωνιολόγους γραφείων, αλλά από πρόσωπα που θα γράφαμε, «δεν σου γεμίζουν το μάτι» άτομα της ιστορίας που δεν είχαν μορφωτικές περγαμηνές, δεν ανήκαν στην ελίτ της κοινωνίας, δεν φορούσαν χρυσοποίκιλτα θρησκευτικά άμφια και κράδαιναν «πηδάλια» ηθικής συμπεριφοράς των ζωών των ανθρώπων, αλλά απλοί ξυλουργοί, καθημερινοί ψαράδες, άνθρωποι του μόχθου και της βιοπάλης, πόρνες, τελώνες, χαμίνια της ζωής και των δρόμων, που βαθιά μέσα τους αισθάνονταν τον αιώνιο πόνου των ανθρώπων σαν δικό τους, των αδιεξόδων τους, των δυσκολιών τους. Τι πίστευαν, και σε τι; Προσωπικά δεν με ενδιαφέρει, σημασία έχει η ίδια η πίστη που τροφοδότησε και εξακολουθεί να τροφοδοτεί τον καθημερινό τους αγώνα. Η πίστη δισεκατομμυρίων ανθρώπων στο πρόσωπο του Χριστού, η απιστία των άλλων, η επαμφοτερίζουσα στάση των τρίτων κλπ. Το δίλημμα είναι ανοιχτό καθώς και το ερώτημα. Τα πάντα είναι αλήθεια ζωής εν πνεύματι θυσίας και ελέους. Τα άτομα μέσα στην ιστορία που θυσιάστηκαν για τους άλλους, για την ανθρωπότητα, δεν έκαναν εξαιρέσεις και συμβιβασμούς. Η αλήθεια προέρχεται από το βαθμό προαίρεσης του καθενός. Και αυτός ο βαθμός αληθείας δεν μπορεί να παραγνωρίσει την αυτοθυσιαστική πρόθεση του Ιησού. Τι σημασία έχει αν είχε επιλέχθηκε από έναν Θεό ή από την Ιστορία; Το ίδιο το γεγονός της προσφοράς του απαιτεί τον σεβασμό μας.
      Οι γενικόλογες και φλύαρες αυτές σκέψεις ήρθαν στον νου μου καθώς μετέφερα την κριτική του κυρού Σάββα Αγουρίδη στην ιστοσελίδα μου, επικροτώντας τις απόψεις του σχετικά με το μυθιστόρημα του πορτογάλου συγγραφέα Ζοζέ Σαραμάγκου. Πολλά μυθιστορήματα έχουν γραφτεί τον προηγούμενο αιώνα που έχουν σαν θέμα τους το πρόσωπο του Ιησού και την διδασκαλία του. Από τον δικό μας Νίκο Καζαντζάκη μέχρι τον αμερικανό Γκορ Βιντάλ ο δρόμος είναι γεμάτος με μυθιστορηματικές καταθέσεις που επιδιώκουν να ερμηνεύσουν το φαινόμενο της εμφάνισης του χριστιανισμού και της επικράτησής του και διάδοσής του. Ανάλογα με τις απόψεις των μυθιστοριογράφων και οι ερμηνείες που δίδονται. Τα μυθιστορήματα αποτελούν συνέχεια των προσωπικών θέσεων των συγγραφέων. Η μυθοπλασία όμως, δεν μπορεί να ερμηνεύσει ένα πανανθρώπινο και διαχρονικό φαινόμενο μέσα στον ιστορικό χρόνο. Αν είναι ένα ανοιχτό ακόμα ερώτημα για ιστορικούς, ερευνητές και καθηγητές πανεπιστημίου, εκκλησιαστικούς μελετητές κλπ. πόσο μάλλον για έναν μυθιστοριογράφο. Σε αυτό το σημείο θεωρώ ότι έκανε λάθος εκτίμηση ο Ζοζέ Σαραμάγκου όταν αποφάσισε να γράψει το ογκώδες αυτό και σε σημεία του περισσότερο αντιφατικό και μάλλον λιγότερο αιρετικό μυθιστόρημά του.
      Ο Σαραμάγκο υπερτονίζει πράγματα που δεν στέκουν από ιστορικής μάλλον πλευράς και παραγνωρίζει άλλα που όφειλε να τονίσει. Το αντιδογματικό φυσικά αυτό μυθιστόρημα, δεν δικαιολογεί πάντοτε ούτε τα ευφυή ευρήματά του, ούτε την ανατρεπτικότητα του σχεδιασμού της πλοκής του, ούτε την οικοδόμηση νέων χαρακτήρων πέρα από αυτών που μας παρουσιάζουν τα ιστορικά Ευαγγέλια. Ήρωες υπαρκτοί ή ανύπαρκτοι που το δίλημμά τους είναι ισχυρότερο από την θέλησή τους. Είναι ενδιαφέρων πάντως ο λεπτομερειακός σχεδιασμός της διήγησης, τα απίθανα ευρήματα που ξεφεύγουν από την γραμμική αφήγηση της θρησκευτικής ιστορίας, οι δεκάδες ανατροπές εκεί που δεν το περιμένεις και προκαλούν ενδιαφέρουσες εκπλήξεις στον αναγνώστη. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αριστοτεχνικά έντεχνη πλοκή των επιμέρους ιστοριών της αφήγησης. Οι αποφάσεις των γνωστών μας προσώπων-της ιερής οικογένειας-που δεν ακολουθούν την αναμενόμενη από εμάς γνωστή θρησκευτική επιλογή. Τα ερωτήματα που θέτει και το μεταίχμιο πολλών επιλογών των συνειδήσεων των ηρώων. Ανατρεπτικό στην σύλληψή του το μυθιστόρημα του πορτογάλου συγγραφέα διαθέτει περισσότερη μυθιστορηματική αληθοφάνεια παρά ίσως ιστορική αλήθεια και σίγουρα αναχαράσσει αν θα μπορούσα να γράψω, την θρησκευτική παράδοση εξιστόρησης της ιστορίας μιας φτωχής οικογένειας από την Ιουδαία που στάθηκε φωτεινός φανός για τις συνειδήσεις και τις ψυχές εκατομμυρίων ανθρώπων.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 26/6/2018                 
                                   
     


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου