ΕΝΑ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΔΥΟ ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Ζοζέ
Σαραμάγκου, Περί θανάτου,
Μετάφραση από τα πορτογαλικά: Αθηνά Ψυλλιά, εκδόσεις
Καστανιώτη 2007
Ποιος
δεν θυμάται τον αρχαίο μύθο της Σίβυλλας και τον λόγο της «Αποθανείν θέλω», την όμορφη κοπέλα που ερωτεύτηκε ο Θεός Απόλλων
και εκείνη άμυαλη και επηρμένη εκμεταλλευόμενη τον έρωτά του Θεού για αυτήν,
του ζητούσε φορτικά να την κάνει αθάνατη. Να της προσφέρει την ιδιότητα που
έχουν μόνο οι Θεοί. Και παρά τις παρακλήσεις του Απόλλωνα-που γνώριζε ότι μόνον
οι Θεοί είναι Αθάνατοι, αυτή επέμενε. Στο τέλος ο Θεός υπέκυψε, της έκανε το
χατίρι, την έκανε αθάνατη. Όμως, όπως ο μύθος δηλοί, πολύ σοφά, την συναντάμε
μετά από χρόνια-σε μεγάλη ηλικία- να τριγυρνά στις παραλίες, γριά, μισότρελη, τυφλή, χωρίς ακοή,
με μεγάλα νύχια και μπλεγμένα κάτασπρα μαλλιά, σώμα γυρτό, κουρασμένο, όλο
ζάρες και πληγές, με χαμένα τα λογικά της,
ξένη ανάμεσα σε ξένους, να φωνάζει σπαρακτικά «Αποθανείν θέλω». Γιατί ο εραστής
Θεός Φοίβος Απόλλωνας μπορεί να της πρόσφερε την Αθανασία, αλλά δεν σταμάτησε
τον χρόνο να κυλά εις βάρος της. Η άμυαλη γυναίκα ήταν μεν αθάνατη αλλά
γερνούσε, μεγάλωνε συνεχώς με ότι αυτό συνεπάγεται στην ροή του χρόνου. Ο
Μύθος, είναι χαρακτηριστικός για αυτούς που απερίσκεπτα επιθυμούν την φυσική
αιωνιότητα.
Μια αιωνιότητα
της Ζωής ενός έμβιου όντος θα ήταν τόσο άχαρη και κουραστική, απεχθής και
γεμάτη αρρώστιες, πάσης φύσεως και βαθμού σωματικές και ψυχικές ταλαιπωρίες όσα
βάσανα αφήνει πίσω του ο ξαφνικός και απρόσμενος Θάνατος. Ζωή χωρίς Θάνατο δεν
υπάρχει και ο Θάνατος προϋποθέτει το φαινόμενο της Ζωής. Είναι μια συνεχής
αλυσίδα του θαυμαστού, αινιγματικού αυτού τυχαίου και απρόβλεπτου παιχνιδιού
της Φύσης μέσα στο Σύμπαν. Ένα παιχνίδι που εμείς είμαστε τα πρόσκαιρα πιόνια
του Χρόνου. Τα πάντα που γεννήθηκαν οφείλουν και να πεθάνουν. Μόνο που,
πεθαίνοντας, παρασέρνουν μαζί τους και τον ίδιο τον Θάνατο. Ο Θάνατος δηλαδή,
είναι η ίδια η απώλεια και του ίδιου του Θανάτου. Αν χαθεί η Ζωή, ο Θάνατος δεν
έχει αιτία ύπαρξης. Η Ζωή τροφοδοτεί τον Θάνατο και όχι το αντίθετο. Το
παιχνίδι αυτό της Φύσης συνεχίζεται από πάντα με ή χωρίς το ανθρώπινο είδος.
Μεταφέροντας στην ιστοσελίδα μου την κριτική του κυρού καθηγητή
Πανεπιστημίου των Αθηνών Σάββα Αγουρίδη, διαβάζω ξανά ορισμένα από τα
μυθιστορήματα του πορτογάλου συγγραφέα Ζοζέ Σαραμάγκου βραβευμένου με το ΝΟΜΠΕΛ
λογοτεχνίας το 1998.
Σε αυτό
το σημείωμα, μεταφέρω τις κριτικές δύο αναγνωρισμένων γυναικείων φωνών στον
χώρο του βιβλίου και της κριτικής που τα δημοσιεύματά τους σε εφημερίδες και
περιοδικά προκαλούν το ενδιαφέρον των βιβλιόφιλων και όχι μόνο. Της Μάρης Θεοδοσοπούλου και της Τιτίκας Δημητρούλια που δημοσιεύθηκαν
στις εφημερίδες που συνεργάζονταν στα Κυριακάτικα φύλλα τους την χρονιά που
εκδόθηκε το μυθιστόρημα. Της Δημητρούλια στις 4 Νοεμβρίου 2007 στην εφημερίδα
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» με τίτλο «Υμνώντας τη ζωή
μέσα από τον θάνατο» σελίδα 10 και, της Θεοδοσοπούλου στις 4 Νοεμβρίου 2007
στην εφημερίδα «Η ΕΠΟΧΗ» σελίδα 27 με τίτλο «Η
Ατραπός και ο τσελίστας». Χρησιμοποιώ τα ονόματα κατά αλφαβητική σειρά των
επιθέτων των έγκριτων κριτικών καθώς και την ορθογραφία των κειμένων. Αντιγράφω
τις δύο κριτικές σαν ένα ενδεικτικό μοντέλο κριτικής από δύο γυναικείες φωνές
την συγκεκριμένη χρονιά για το ίδιο έργο. Ώστε, οι όποιοι σημερινοί
ενδιαφερόμενοι να έχουν μια εικόνα του λόγου, της σκέψης και των ενδιαφερόντων
των παλαιότερων κριτικών πάνω σε θέματα εκδόσεων και κυκλοφορίας του βιβλίου.
Και να γνωρίζουν, ενδεικτικά έστω, στο πως υποδέχθηκαν το μυθιστόρημα του
πορτογάλου μυθιστοριογράφου. Πληροφοριακά αναφέρω ότι η Μάρη Θεοδοσοπούλου σε
ένα πρόχειρο ξεσκόνισμα στο αρχείο μου,
βρήκα ότι έχει γράψει και άλλο για τον Σαραμάγκου κείμενο, την χρονιά που
βραβεύτηκε με το ΝΟΜΠΕΛ στην εφημερίδα που συνεργάζονταν. Το άρθρο δημοσιεύτηκε
στην εφημερίδα «Η ΕΠΟΧΗ» της Κυριακής 11 Οκτωβρίου 1998, σελίδα 29, με τίτλο «Ζοζέ Σαραμάγκου: Ο φετινός νομπελίστας
λογοτεχνίας» Ένας ανατροπέας της ιστορίας με ρίζες στην ιβηρική παράδοση.
Δίπλα στην κριτική της Θεοδοσοπούλου για τον πορτογάλο πεζογράφο στην στήλη της
«Στάσεις»-Περίπτερα, η κριτικός παρουσιάζει το περιοδικό «Σύναψις» τεύχος 5/
Καλοκαίρι 2007. Και, στην πίσω σελίδα, την 9, που δημοσιεύεται η κριτική της
Τιτίκας Δημητρούλια στην εφημερίδα « Η Καθημερινή», η δημοσιογράφος Όλγα Σέλλα
συνομιλεί με τον πολυδιαβασμένο νέο έλληνα πεζογράφο Βαγγέλη Ραπτόπουλο με
τίτλο «Η αυτοαπέχθεια περισσεύει γύρω». Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος μιλάει για την
οικογένεια του 2007. Επιπροσθέτως, καταγράφω ελάχιστες πληροφορίες
δημοσιευμένες σε εφημερίδες για τον Ζοζέ Σαραμάγκου.
Υμνώντας
τη ζωή μέσα από τον θάνατο
Το
τελευταίο βιβλίο του Ζοζέ Σαραμάγκου που διαβάζεται σαν παραμύθι χαρακτηρίζεται
από το ανατρεπτικό χιούμορ του συγγραφέα
Ο θάνατος
όταν αποφασίζει να ντυθεί τις σάρκες του και να μην είναι πια σκελετός με το
σάβανο που αποφασίζει, χωρίς αφέντη και προϊστάμενο, για τις ζωές των ανθρώπων
σε μια χώρα, είναι γυναίκα, πανέμορφη, γύρω στα τριάντα έξι. Ο θάνατος, η
θάνατος μάλλον, είναι περιφερειακή, απασχολείται σε μια χώρα μόνο και η
δικαιοδοσία της αφορά μόνο το ανθρώπινο είδος, δεν έχει καμία εξουσία στα ζώα ή
τα φυτά. Εξού και υπογράφει τις επιστολές της ως «θάνατος», με πεζό το πρώτο
γράμμα, από σεβασμό προς τον Θάνατο με κεφαλαία, που είναι η απόλυτη καταστροφή
κάθε ζωής, του σύμπαντος. Η θάνατος, λοιπόν, ενός βασιλείου αποφασίζει κάποια
στιγμή να αναστείλει τις δραστηριότητές της. Την πρώτη μέρα του νέου χρόνου,
στο βασίλειο αυτό, οι άνθρωποι σταματούν να πεθαίνουν. Όλοι συνεχίζουν να ζουν
σε όσο άσχημη κατάσταση και αν βρίσκονται, νεκροί-ζωντανοί, και κανείς δεν
μπορεί, για κανένα λόγο, να πεθάνει. Η χώρα βυθίζεται σε ένα χάος χωρίς
προηγούμενο. Τα νοσοκομεία, τα γηροκομεία, οι ασφαλιστικές εταιρείες, τα
γραφεία τελετών, μεταξύ άλλων, βρίσκονται σε αδιέξοδο.
Η Εκκλησία
Η καρέ, η
καθολική αποστολική ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δηλαδή, θεωρεί ότι η εξέλιξη αυτή,
μετά βεβαιότητος δαιμονική, μπορεί να την οδηγήσει στο χείλος της καταστροφής:
χωρίς θάνατο, δεν υπάρχει ανάσταση, και χωρίς ανάσταση δεν υπάρχει θρησκεία. Το
μέλλον διαγράφεται δυσοίωνο, με τους νέους να υπηρετούν αιωνόβιους γέροντες και
ασθενείς που μάλλον βρίσκονται στην πλευρά του θανάτου. Οι άνθρωποι αρχίζουν να
πηγαίνουν τους ετοιμοθάνατους στις όμορες χώρες, όπου η δική τους θάνατος
συνεχίζει κανονικά και με το νόμο τη δουλειά της. Πολύ σύντομα το έργο αυτό,
της μεταφοράς, ταφής στις γειτονικές χώρες, και στη συνέχεια στην ίδια την
χώρα, το αναλαμβάνει η μαφφία, με δύο φφ για να ξεχωρίζει από την κλασική. Η
ίδια που θα συντονίσει τις εργασίες όταν η θάνατος, με μωβ επιστολή,
ανακοινώνει ότι επανέρχεται δριμύτερη, αφού έδωσε στους ανθρώπους μια μικρή
γεύση για την κόλαση που θα ήταν η αιώνια ζωή. Διότι με το μαζικό θάνατο όλων
των νεκροζώντανων ενός εξαμήνου, το χάος κυριαρχεί και πάλι, από την ανάποδη.
Η
θάνατος, πολύ ευαίσθητη όσον αφορά τη δημόσια εικόνα της, αποφασίζει να
προειδοποιεί τον κάθε μελλοθάνατο μία εβδομάδα πριν, ώστε να έχει χρόνο να ρυθμίζει τις εκκρεμότητές του και να
αποχαιρετά τους οικείους του. Κι εκεί την πατάει. Μπερδεύει τις καρτέλες και
ένας μοναχικός βιολοντσελίστας σαράντα εννιά ετών δεν πεθαίνει στην ώρα του. Η
θάνατος πρέπει οπωσδήποτε να διορθώσει το λάθος. Ενσαρκώνεται και παρακολουθεί
τη ζωή του τυχερού. Με απρόβλεπτες συνέπειες, για τον βιολοντσελίστα, την ίδια,
τη ζωή εν γένει.
Ανατρεπτικό βλέμμα
Την
ευφάνταστη αυτή ιστορία, με τις δύο αντικριστές ιστορίες και την
σύνθεση-κορύφωση της ενσάρκωσης του θανάτου, μας την αφηγείται ένας μεγάλος
συγγραφέας, ο Πορτογάλος νομπελίστας Ζοζέ Σαραμάγκου (1922-).
Γιος ακτημόνων, με σπουδές μηχανικού αυτοκινήτων,
στη διάρκεια των οποίων, ως εκ θαύματος, ήρθε σε επαφή με τη λογοτεχνία,
συγγραφέας που άργησε να βρει τον δρόμο του (μετά από ένα πρώτο νεανικό βιβλίο, απείχε τριάντα χρόνια από τη
λογοτεχνική σκηνή), ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας και
μεταφραστής, ο Σαραμάγκου τιμήθηκε το 1998 με το Νόμπελ για την αιρετική του
ματιά στον κόσμο, ειρωνική, σουρεαλιστική, τρυφερή και γλυκόπικρη. Ο Σαραμάγκου
προσεγγίζει σε όλο του το έργο τα πιο σημαντικά ζητήματα της ανθρωπότητας και
της ανθρωπινότητας, με τρόπο όμως ανατρεπτικό, διαβάζει την ιστορία από
αναπάντεχες οπτικές γωνίες (όπως στο «Ευαγγέλιο κατά του Ιησού» που
απαγορεύτηκε στη χώρα του και τον ανάγκασε να μετοικήσει στη γειτονική
Ισπανία).
Το «Περί
θανάτου» αναπόφευκτα θυμίζει σε όσους γνωρίζουν το έργο του, ένα μεγάλο κομμάτι
του οποίου είχε μεταφραστεί στα ελληνικά, το «Περί τυφλότητας», το μυθιστόρημα
που ανέλυε τις συνέπειες μιας γενικευμένης τύφλωσης του πληθυσμού. Το «Περί
θανάτου», όμως, πάει ένα βήμα παραπέρα. Μέσα από ένα παστίς ρητορικών που
προκαλεί διαρκώς το μειδίαμα του αναγνώστη, με τον ιδιαίτερο σουρεαλιστικών
καταβολών οίστρο του συγγραφέα που αντανακλάται και στον τρόπο με τον οποίο
χρησιμοποιεί τα πεζά και τα κεφάλαια, σημαίνει τους διαλόγους, οργανώνει τις
προτάσεις και τις παραγράφους, δεν εξετάζει απλώς από κάθε σκοπιά το ζήτημα της
θνητότητας. Αλλά κηρύσσει τη νίκη του ανθρώπου επί του θανάτου, μέσα από τα πιο
ανθρώπινα αισθήματα, τις πιο ανθρώπινες πτυχές
της ζωής.
Παρωδώντας τη λειτουργία του κράτους, της Εκκλησίας, των θεσμών, με
συνεχείς παρεκβάσεις που ξεχειλώνουν την αφήγηση για να φαίνονται οι ραφές της,
την ίδια στιγμή που ενισχύουν την αφηγηματολογική της δυναμική, με ανάλαφρα
αυτοαναφορικά και μετά αφηγηματολογικά σχόλια, ο Σαραμάγκου συνθέτει έναν ύμνο
στη ζωή, στην καθημερινότητα, στο πιο απλό και το πιο σύνθετο του ανθρώπου, στο
άνοιγμα του στον Άλλον, που αποτελεί τη σωτηρία του.
Ένα
εξαιρετικό βιβλίο, που προσεγγίζει με χιούμορ και βαθιά ανθρωπιά τη ζωή μέσα
από το θάνατο και διαβάζεται σαν παραμύθι.
Τιτίκα
Δημητρούλια, εφημερίδα «Η Καθημερινή» Κυριακή 4
Νοεμβρίου 2007, σ. 10.
--
Η
Ατραπός και ο τσελίστας
Έκ πρώτης
όψεως, το γεγονός πως ο Ζοζέ Σαραμάγκου ή και Σαραμάγκο, συμπληρώνοντας τα 83,
στις 16 Νοεμβρίου 2005, γράφει τις παραμονές των γενεθλίων του ένα μυθιστόρημα
περί θανάτου, θα μπορούσε να εκληφθεί ως στάση πεισιθάνατη. Όμως η ανάγνωση του
βιβλίου δείχνει πως η διάθεσή του πόρρω απέχει της παραίτησης ή ακόμη και της
τάσης για μια απαισιόδοξη θεώρηση του θέματος. Εν μέρει, την λανθασμένη εντύπωση
δημιουργεί η ελληνική απόδοση του τίτλου, με την δοκιμιακή της χροιά,
ακολουθώντας την απόδοση των τίτλων των δύο προηγουμένων μυθιστορημάτων του
Σαραμάγκο, το «Περί τυφλότητος» του 1997 και το «Περί φωτίσεως» του 2004.
Ωστόσο και οι τρείς πρωτότυποι τίτλοι παραμένουν μυθιστορηματικού τύπου, αν και
τα δύο παλαιότερα ευθυγραμμίζονται, δηλώνοντας την φύση του μυθοπλαστικού
εγχειρήματος’ «Ζοφερή δοκιμή (ή και πρόβα) στην τυφλότητα» και «Ζοφερή δοκιμή
στην φώτιση». Εξ ου και Άγγλοι, Γάλλοι, προτίμησαν τους μονολεκτικούς
«Τυφλότητα» και «Φώτιση». Στους ελληνικούς τίτλους, η πρόθεση περί, που συνήθως
εισάγει τίτλους συγγραμμάτων, φαίνεται κάπως αταίριαστη. Πόσω μάλλον, στο
πρόσφατο μυθιστόρημα, όπου ο πρωτότυπος τίτλος δείχνει παιγνιώδης, καθώς
αναφέρεται σε «κενό θανάτου», όπως θα λέγαμε, κενό εξουσίας, ή, παραπλήσια, σε
«διάλειμμα θανάτου», που, σε ελεύθερη απόδοση, θα μπορούσε να καταλήξει και
«όταν ο θάνατος πάει διακοπές». Προσώρας, οι μεταφράσεις στην αγγλική και την
γαλλική ετοιμάζονται, οπότε μένει ζητούμενο πως θα αποδοθεί ο τίτλος. Όπως κι
αν έχει, ο Σαραμάγκο είναι αμιγώς μυθοπλάστης, έστω, τα πρώτα χρόνια και
ποιητής, παραμένοντας πάντως δια βίου μακράν της δοκιμιογραφίας.
Μέσω των
τίτλων οδηγούμαστε στο μυθοπλαστικό μοντέλο, που εισήγαγε προς δεκαετίας ο
πορτογάλος συγγραφέας και στο οποίο επανέρχεται τα τελευταία χρόνια, αφού
αποδείχθηκε τυχερό, φέρνοντάς του το Νόμπελ του 1998, αλλά και βολικό, όπως
κάθε βολικό σχήμα που συμβάλλει στο ταχύτερο στήσιμο της μυθιστορίας. Και στα
τρία μυθιστορήματα ακολουθεί το ίδιο μυθοπλαστικό, τρόπον τινά, πατρόν,
αναποδογυρίζοντας την πραγματικότητα και δημιουργώντας μια εγγενώς αδύνατη
κατάσταση, που, όμως, προβάλλει αληθοφανής, καθώς παρουσιάζεται σαν
πειραματισμός σε μια ουτοπική προέκταση του παρόντος. Ως γνωστόν, στις ημέρες
μας, σύσσωμη η αβανγκάρντ της επιστήμης και της τεχνολογίας καταβάλλει
πείσμονες προσπάθειες για την παράταση του προσδόκιμου ορίου επιβίωσης. Ει
δυνατόν, όχι μόνο να στείλουν τον Χάροντα σε διακοπές αλλά και να τον
ξαποστείλουν στον Άδη, ώστε το ανθρώπινο είδος να μείνει δια παντός στο επίγειο
παράδεισό του. Πόσο παραδεισένια θα είναι μια επίγεια κοινότητα υπεραιωνόβιων,
εξεικονίζει ο Σαραμάγκο στην πρόσφατη αλληγορική του διήγηση, που θα μπορούσε
να εκληφθεί και ως παραβολή, καθώς δεν στερείται ηθικού διδάγματος. Πάντως,
παρά την πληθωρική φαντασία του, περιορίζεται σε μια ουτοπία ζόμπυ, αφού οι
άνθρωποι στο μυθιστόρημα και ασθενούν και γερνούν μόνο που δεν αποθνήσκουν.
Κατά τον
μύθο, σε μια ηπειρωτική χώρα, σφηνωμένη ανάμεσα σε τρία κράτη, με πληθυσμό γύρω
στα δέκα εκατομμύρια και μια πρωτεύουσα δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με το
μέγεθος της χώρας, που απολαμβάνει τα καλά της βασιλευομένης δημοκρατίας, με
μια βασιλική οικογένεια που έχει αρκεστεί σε ρόλο διακοσμητικό, καθώς και μιας
κραταιάς Καθολικής Εκκλησίας, έρχεται μια πρωτοχρονιά χωρίς ούτε έναν θανόντα,
αντί της συνήθους εκατόμβης λόγω και της εορταστικής κραιπάλης, ακολουθούμενη
από ένα πολύμηνο κενό θανάτου. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου δίνεται μια
πανοραμική εικόνα της πρωτοφανούς κατάστασης που δημιουργείται, με σαφείς και
διαρκείς νύξεις στα κακώς κείμενα της σήμερον, τονίζοντας την τέχνη των ΜΜΕ στη
διόγκωση και την παραμόρφωση της είδησης αλλά και το στερεότυπο των
κυβερνητικών αντιδράσεων, είτε πρόκειται για λοιμούς και καταποντισμούς είτε
για ανάσταση ετοιμοθάνατων, καθώς και πόσο ικανή αποδεικνύεται μια υπουργική
διάνοια σε ασκήσεις πολιτικού ρεαλισμού. Σε διαδοχικά κεφάλαια, ο Σαραμάγκο
διασκεδάζει περιγράφοντας τις κινήσεις πανικού των θιγομένων επαγγελματικών συντεχνιών
αλλά και τους ευφάνταστους τρόπους που επινοούν για τη σωτηρία τους, ορμώμενος
πάντοτε από τις τρέχουσες καταστάσεις. Λ. χ., οι εργολάβοι κηδειών,
εκμεταλλευόμενοι την κίνηση για την προστασία των δικαιωμάτων των ζώων, ζητούν
να γίνει υποχρεωτική η κήδευση και ταφή τους, ώστε να μην μείνουν παντελώς
άνεργοι, δεδομένου ότι στην μυθοπλαστική ουτοπία τα υπόλοιπα έμβια όντα, πλην
του ανθρώπου, εξακολουθούν τον κανονικό κύκλο της ζωής. Αν και πλέον
επινοητικοί αποδεικνύονται, όπως και θα αναμενόταν, οι ασφαλιστές, που
προτείνουν συμβόλαια ζωής με όριο τα ογδόντα έτη, αφού, έτσι κι αλλιώς, ήδη από
σήμερα που ο θάνατος δεν έχει αργίες, πέραν αυτής της ηλικίας θεωρείται κάποιος
κοινωνικά νεκρός.
Μια
κάποια λύση στη συσσώρευση ετοιμοθάνατων θα τη δώσει η σοφία των γερόντων,
προτείνοντας την μεταφορά τους πέραν των συνόρων, μια και στις γειτονικές
χώρες, πάντοτε κατά την μυθοπλασία, ο θάνατος καλά κρατεί. Όμως, όπως κατά
κανόνα συμβαίνει, τις καλές ιδέες τις εκμεταλλεύονται οι δόλιοι, στην
προκειμένη περίπτωση, μια εγκληματική οργάνωση, με την οποία δεν θα διστάσει να
συνεργαστεί η κρατική μηχανή, προκειμένου να προλάβει επαναστατικές κινήσεις
που πάντοτε κυοφορούν οι έκρυθμες καταστάσεις. Προς συμπλήρωση της εικόνας,
παρατίθενται συζητήσεις φιλοσόφων και θεολόγων, όπου ο συγγραφέας αρκείται στη
διακωμώδηση χωρίς στοχαστικές εμβαθύνσεις, σαρκάζοντας μια Εκκλησία που
καταποντίζεται χωρίς νεκρούς και Δευτέρα Παρουσία. Εδώ, ο συγγραφέας καταλήγει
σχεδόν βλάσφημος, όπως μόνο ένας σκεπτικιστής αριστερός μπορεί να γίνει.
Ολιγοσέλιδο, τουλάχιστον για τα καθ’ ημάς μέτρα και σταθμά, το
μυθιστόρημα, απλώνεται σε 220 σελίδες και δέκα κεφάλαια. Η περιγραφή της
κατάστασης που επικρατεί στην χώρα κατά το κενό θανάτου καλύπτει τα οκτώ πρώτα
κεφάλαια, ενώ το χρονικό διάλειμμα των θανάτων κρατά επτά μήνες. Μόνο που ο
δαίμων του Τυπογραφείου έβαλε την ουρά του, αναγράφοντας έξι μήνες, οπότε και
προκαλείται σύγχυση στο λογαριασμό των ετοιμοθάνατων, τον οποίο κάνει ο
Χάροντας, όταν επιστρέφει για να τους πάρει εν μια νυκτί. Για δέκα εκατομμύρια
ψυχές, με ετήσιο ποσοστό θνησιμότητας 10%, βγαίνουν 62. 577, μόνο αν πρόκειται
για επτάμηνη διακοπή, όπως άλλωστε και διορθώνεται στις επόμενες σελίδες. Στα
υπόλοιπα επτά κεφάλαια, πρωταγωνιστεί ο Χάροντας με το δρεπάνι του, μαυροφορεμένος
και κουκουλοφόρος, αλλά όχι καβαλάρης, όπως τον θέλει η δική μας λαϊκή
παράδοση.
Θηλυκού
γένους ο θάνατος στις λατινογενείς γλώσσες, δίνει την ιδέα για μια γοητευτική
ηρωίδα, που, ελληνιστί, ακούει στο όνομα η Θάνατος, αν και η γλώσσα μας διαθέτει
και το θηλυκό του θανάτου, την θανή. Το δεύτερο μέρος του βιβλίου εξελίσσεται
σε ροζ παραμύθι, ιδιαίτερα γοητευτικό, καθώς ο συγγραφέας εμπλέκει σε αυτό και
τα μυστήρια όντα της ελληνικής μυθολογίας. Κατά την παραμυθική διήγηση του
Σαραμάγκο, σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, όπως γίνεται στα παλαιά μυθιστορήματα,
δεν υπάρχει ένας θάνατος αλλά μια πυραμίδα θανάτων για τα διάφορα είδη πανίδας
και χλωρίδας, όπου στην κορυφή βρίσκεται ο θάνατος του σύμπαντος. Εν τέλει, ένα
γραφειοκρατικό σύστημα κι αυτό, με την Θάνατο μια ρομαντική υπάλληλο, που δεν
θα διστάσει να παρακούσει τους κανόνες όταν θα βρεθεί ένας θνητός να της
αντισταθεί. Κι αυτός δεν θα μπορούσε παρά να είναι ένας καλλιτέχνης και δη,
θεράπων της πιο αρχέγονης τέχνης, της μουσικής. Δεν την σαγηνεύει παίζοντας σουραύλι,
όπως η Νυφίτσα στον «Μικρό Εγιόλφ» του Ίψεν ή ο Σουραυλής στο παπαδιαμάντιο
«Μοιρολόγι της φώκιας», αλλά βιολοντσέλο. Και η κατάληξη του μυθιστορήματος
αυτονόητη όσο και ιδιοφυής, τον θάνατο μόνο ο έρωτας μπορεί να κατανικήσει,
έστω στα παραμύθια.
Όμως
λογοτεχνία είναι η γλώσσα και ο Σαραμάγκο είναι ένας συγγραφέας με ύφος,
ποιητικό και σκωπτικό. Αυτός ο Σαραμάγκο μένει να τον απολαμβάνει η επικράτεια
της πορτογαλικής. Από μια μετάφραση αναμένεται νοηματική καθαρότητα, ώστε να
κερδίσει ο αναγνώστης το θέμα, καθώς και απόδοση της μορφής του μυθιστορήματος.
Παρά την ειδίκευση της μεταφράστριας στον Σαραμάγκο κατά την τελευταία
δεκαετία, διέλαθαν ασαφείς εκφράσεις και στρυφνά χωρία, ακόμη, πιστεύουμε,
ατυχείς λεκτικές επιλογές. Τέλος, θα ήταν χρήσιμες κάποιες υποσελίδιες
σημειώσεις, βοηθητικές για τον έλληνα αναγνώστη. Παρεμπιπτόντως, το λατινικό
πάρκα αντιστοιχεί στη μοίρα και όχι συγκεκριμένα σε μια εξ αυτών, την Ατραπό.
Ακόμη, όταν ο αφηγητής προτείνει τη χρήση ακρωνυμίου στην περίπτωση της
Καθολικής, Αποστολικής και Ρωμαϊκής Εκκλησίας, θα υποθέταμε πως θέλει, για
ακόμη μια φορά, να ειρωνευτεί την Εκκλησία, καθώς, στη γλώσσα του, το
αρκτικόλεξο καταλήγει σε κάρι, τουτέστιν καρύκευμα της σάλτσας, ή, στην
περίπτωση της Καθολικής Εκκλησίας, της ζωής του πιστού.
Μάρη
Θεοδοσοπούλου, εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ Κυριακή 4 Νοεμβρίου
2007, σ.27-28
--
Αυτές
είναι οι δύο γυναικείες φωνές που από την αναγνωστική τους σκοπιά εξετάζουν και
αναλύουν το μυθιστόρημα «Περί θανάτου» του πορτογάλου συγγραφέα Ζοζέ
Σαραμάγκου. Όπως εύκολα αναγνωρίζουμε, κάθε κείμενο έχει την δική του ταυτότητα
και ύφος. Και οι δύο θηλυκές φωνές της βιβλιοκριτικής μεταφέρουν μέσα στο
σεντούκι της παιδείας και των ενδιαφερόντων τους τα εχέγγυα των κειμένων που
υπογράφουν, γνωρίζοντάς μας ταυτόχρονα και τις μυθιστορηματικές προτιμήσεις
τους και τις τεχνικές γραφής τους στην ανάλυση και εξέταση ενός
μυθιστορηματικού έργου. Γνώση και εμπειρία, ορθή οργάνωση της κριτικής τους
κατάθεσης και σαφήνεια λόγου είναι που ξεχωρίζουν και στις δύο απόψεις για το
έργο. Η κάθε κριτική φωνή έχει τον ιδιαίτερο χρωματισμό της, τον δικό της τρόπο
να μας καταστήσει γνωστό και ενδιαφέρον το θέμα του βιβλίου. Το τι διαπραγματεύεται
ο συγγραφέας, το πώς επεξεργάζεται το θέμα του, τον χειρισμό της γλώσσας, το
ατομικό του ύφος, την αιτία και το σκοπό της γραφής, τα δάνεια στοιχεία και τον
εμπλουτισμό της ύλης από άλλες τέχνες ή επιστημονικά πεδία. Πως διαχειρίζεται ο
κάθε συγγραφέας το περιεχόμενο και το υλικό που έχει στα χέρια του. Και όπως
όλοι και όλες που ασχολούνται με τη κριτική γνωρίζουν, το βιβλίο που εξετάζουν,
είναι ένας ακόμα λόγος για να εκθέσουν τις δικές τους απόψεις και σκέψεις. Να
μας γνωστοποιήσουν και τις δικές τους θεωρίες σχετικά με την τεχνική της
αφήγησης και την δομή του μυθιστορήματος στην προκειμένη περίπτωση. Κάπου είχα
διαβάσει ότι «ο κριτικός είναι ένας αποτυχημένος πεζογράφος ή ποιητής», όπως η
μνήμη έχει συγκρατήσει. Είναι θα λέγαμε ένας εν δυνάμει συγγραφέας, ο κάθε κριτικός,
για να μην είμαστε απόλυτοι και τόσο αρνητικά αφοριστικοί με την παραπάνω
φράση. Ο λόγος της Τιτίκας Δημητρούλια είναι μάλλον πιο βατός, στέκεται αμιγώς
στην θεματολογία του, μας την περιγράφει και την συγκρίνει, και πολύ ορθά, με
άλλα πεζογραφήματα του πορτογάλου συγγραφέα-σαν συνέχεια ανατροφοδότησης ενός κύκλου
του μυθιστορηματικού υλικού. Με κατάληξη, η κριτικός να υμνεί το φαινόμενο της
Ζωής σε βάρος του φαινομένου του Θανάτου. Έχει μάλλον περισσότερες χαραμάδες
αισιοδοξίας, ακόμα και από τον σκωπτικό και αιρετικό λόγο του ίδιου του
πορτογάλου συγγραφέα. Η Μάρη Θεοδοσοπούλου από την άλλη, κάνει εύστοχους
συσχετισμούς τόσο με τον Νορβηγό Ερρίκο Ίψεν όσο και με τον δικό μας κυρ
Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Μεγάλα ονόματα στο χώρο της τέχνης, καταξιωμένα και
αγαπητά στο αναγνωστικό και όχι μόνο κοινό.
Αν έχει
παρακολουθήσει κανείς τις βιβλιοκριτικές και παρουσιάσεις βιβλίων και
περιοδικών της Θεοδοσοπούλου, θα διαπιστώσει στατιστικά, ότι η κριτικός
καταπιάστηκε περισσότερο με την πεζογραφία παρά με τον ποιητικό λόγο, και
μάλλον λιγότερο με τον δοκιμιακό, ημερολογιακό κλπ. Η αγάπη και η προτίμησή της
είναι εμφανής. Κάτι, που της προσφέρει μεγάλη άνεση και ευχέρεια στο να μας
γνωστοποιήσει τις προσωπικές της θέσεις, να μας κάνει να προσέξουμε και το δικό
της κοίταγμα και πλησίασμα ενός πεζού έργου, να μας στρέψει το ενδιαφέρον στα
έξω λογοτεχνικά στοιχεία που εισαγάγει στα κείμενά της, τις ιστορικές αναφορές
που μας παρέχει με αφορμή την εξέταση ενός έργου, την ένταξή του μέσα στον
χρόνο συγγραφής του και κυκλοφορίας του καθώς, και άλλες χρηστικές πληροφορίες
που μας δίνει στα πάντα με συγκεκριμένη ταυτότητα κείμενά της. Η Μάρη διαβάζει
ένα μυθιστόρημα από πολλές πλευρές και αυτό, προκαλεί το ενδιαφέρον των
αναγνωστών των κειμένων της, και επηρέασε έως έναν βαθμό και άλλες κριτικές
φωνές. Εμπλουτίζει τα κείμενά της με πλήθος στοιχείων και ιστορικών αναφορών
χωρίς να χάνει τον κεντρικό της στόχο. Η σφαιρικότητα της ματιάς της
επανατοποθετεί με άμεσο ή έμμεσο τρόπο ή διευρύνει τα πλαίσιο μέσα στο οποίο
κινείται το έργο. Αυτό δεν το πράττει τυχαία, πιστεύει ότι με αυτήν την μέθοδο
πλησιάσματος ενός έργου, το έργο αποκτά άλλη εγκυρότητα. Ο λόγος της εμπλουτίζει
κατά κάποιον τρόπο την σκέψη του συγγραφέα, συνεχίζει και εκτός βιβλίου τις
ιδέες του, εντάσσοντας το προϊόν της συγγραφικής παραγωγής θα σημειώναμε ενός
ποιητή ή ενός πεζογράφου μέσα στο ιστορικό κάδρο της συνέχειας και της σειράς
της ελληνικής ή παγκόσμιας-αναλόγως-γραμματείας. Οι βιβλιοκριτικές της
συγχωρεμένης πλέον Μάρης Θεοδοσοπούλου, αποτελούν από μόνες τους, αυτό το
περίσσευμα λόγου της αμιγούς κριτικής, της καθαρής κριτικής θα έλεγαν οι
αυστηροί κριτές, ένα άλλο συγγραφικό γεγονός αφήγησης της λογοτεχνίας. Είναι
από τις λίγες αν όχι τις ελάχιστες φορές που η γυναικεία λογοτεχνική φλυαρία
προκαλεί θετική έκπληξη, ευχαρίστηση και προτροπή για μια νέα εμβάθυνση των
λογοτεχνικών πραγμάτων. Ο κριτικός λόγος χωρίς να αυτονομείται από τον κυρίαρχο
σκοπό του και στόχο του γίνεται ένα άλλου είδους ισότιμο με τον κατατεθειμένο
λόγο, λογοτέχνημα. Είναι μια εξαίρεση μέσα στην κλασική και την μοντέρνα
κριτική των ελληνικών καιρών μας.
Εκτός
από τα παραπάνω στοιχεία που ανέφερα για τον πορτογάλο βραβευμένο με Nobel κομμουνιστή ποιητή,
μυθιστοριογράφο και μεταφραστή Jose
Saramago,
συμπατριώτη και ομότεχνο του ποιητή Fernando Pessoa, ενδεικτικά αναφέρω και τα κάτωθι:
•Βίκτωρ Ιβάνοβιτς, Ο Jose Saramago και οι καταβολές του.
περιοδικό Αντί τχ. 671/23-10-1998, σ.48-
•Μαριάνα Τζιαντζή, Τα κόκκινα Νόμπελ και το
«αριστερόν άλας». Πίσω από την ταμπέλα της «ενοχής» και της
«πολυσυλλεκτικότητας», εφημερίδα ΠΡΙΝ Κυριακή 18/10/1998, σ.18. (με αφορμή την
βράβευση μιλά για τον θεσμό του νόμπελ από καθαρά μαρξιστική δογματική σκοπιά)
•Μισέλ Φάϊς, Ο Νομπελίστας αφηγητής της Ιβηρικής,
εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος, Κυριακή 25/10/1998, σ.14
•Ανταίος Χρυσοστομίδης, Μια έκθεση, ένα Νόμπελ, μια
συζήτηση, εφημερίδα Κυριακάτικη Αυγή 18/10/1998
•Μαρίας Παπαδήμα, ΖΟΖΕ ΣΑΡΑΜΑΓΚΟΥ Το Νόμπελ της
Πορτογαλίας, περιοδικό Νέμεcις
τχ. 14/11,1998, σ.118-
•Κατερίνα Σχινά, Ζοζέ Σαραμάγκου, ο συμπάσχων…,
εφημερίδα Η Καθημερινή 11/10/1998
•Κωστής Παπαγιώργης, Νόμπελ και πάλι, εφημερίδα
Επενδυτής Σάββατο 24/10/1998, σ.79
•Δημοσθένης Κούρτοβικ, Τακτά και άτακτα, εφημερίδα
Τα Νέα 20/10/1998, σ.34
•Γιώργος Αγγελόπουλος, Κασσάνδρας εγκώμιον,
εφημερίδα Τα Νέα 22/9/2008
•Αλίκη Τσιλιχρήστου, Και Νόμπελ… διαπλοκής, εφημερίδα
Ελευθεροτυπία 9/10/1999
•Βίκη Τσιώρου, Τα πορτογαλικά ενηλικιώθηκαν!,
εφημερίδα Ελευθεροτυπία 31/8/1999, σ.34
•Ξ. Μ., Γνωστό και σε Έλληνες το έργο του Χοσέ
Σαραμάγκο, εφημερίδα Η Ναυτεμπορική 11/10/1998
• Όλγα Σέλλα, Ένας έξοχος παραμυθάς της Ιβηρικής,
εφημερίδα Η Καθημερινή 9/10/1998
• της Πάρης Σπίνου, Ευτυχώς που υπήρξε και το
Νόμπελ, εφημερίδα Ελευθεροτυπία Δευτέρα 12/10/1998
•Μιχάλης Μήτσου, Μια πνευματική στάση, εφημερίδα Τα
Νέα 10/10/1998,
•Μιχάλης Μήτσου, Η κάπα από το Αλεντέζου, εφημερίδα
Τα Νέα 3/11/1998
•Νίκος Βατόπουλος, Το Νόμπελ άργησε έναν αιώνα!,
εφημερίδα Η Καθημερινή 9/10/1998
•Νίκος Μπακουνάκης, Η «απόβαση» του Νόμπελ στην
Πορτογαλία, εφημερίδα Το Βήμα 11/10/1998, σ.60
•Χάρης Παπαγεωργίου, Ο «κλειδαράς» που έγινε
συγγραφέας, εφημερίδα Το Βήμα 11/10/1998, σ.60
•Μαίρη Παπαγιαννίδου, Οι ελληνικές μεταφράσεις των
έργων του, εφημερίδα Το Βήμα 11/10/1998, σ.61
• Όλγα Σέλλα, Οι ελληνικές εκδόσεις των έργων του Σαραμάγκου,
εφημερίδα Η Καθημερινή 9/10/1998
• Αμαλία Νεγρεπόντη, Αγωνιστής με όραμα, εφημερίδα Τα
Νέα 9/10/1998
• IMRE
KARACS,
Σουηδική Ακαδημία, Οι έριδες των «αθανάτων», εφημερίδα Το Βήμα-The Independent 11/10/1998,
σ.61
• Ν. Χατζηαντωνίου: επιμέλεια, Σε Πορτογάλο για
πρώτη φορά το Νόμπελ Λογοτεχνίας, εφημερίδα Ελευθεροτυπία 9/10/1998
•Ανωνύμως, Ζ. Σαραμάγκου: «Ο νεοφιλελευθερισμός
είναι ο νέος ολοκληρωτισμός», εφημερίδα Η Αυγή 17/12/2000
•Ανωνύμως, Βραβεύτηκε ο ανατρεπτικός λόγος ενός
αυτοδίδακτου…, εφημερίδα Η Αυγή Παρασκευή 9/10/1998, σ.17
• Ανωνύμως, Λογοτεχνική Άνοιξη για τη Πορτογαλία,
εφημερίδα Η Καθημειρινή 18/10/1998
• Ανωνύμως, «Φοβάμαι τη λήθη» εφημερίδα Τα Νέα
18/8/1999
•Ανωνύμως, Νομπελ Λογοτεχνίας στον Πορτογάλο
συγγραφέα SARAMAGO,
εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος 11/10/1998
• Ανωνύμως, Ζοζέ Σαραμάγκο, Νόμπελ Λογοτεχνίας,
εφημερίδα Επενδυτής 10/10/1998
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
ΤΟΥ
•εφημερίδα Τα Νέα 13/10/1998, Το κενό της
διασημότητας
• εφημερίδα Κυριακάτικη 1/11/1998, από το Θανάση
Γιαλκέση. Ζ. Ζ. Δικαίωμα στην αμαρτία
• περιοδικό Έψιλον τχ. 398/22-11-1998, του Θανάση
Τσίτσα. Ζ. Σ. «Η επιτυχία δεν απέχει από την ηλιθιότητα» σ. 59-
• εφημερίδα Η Καθημερινή 10/12/2000, του Jose Garcia EL PAIS, Ζ. Σ. «Φθάσαμε στο τέλος ενός
πολιτισμού»
• εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ της Κυριακής 17/12/2000, Φτάσαμε
στο τέλος του πολιτισμού. Μετάφραση; Μαρία Καβίδα “El Pais”, 19,11,2000.
• εφημερίδα Το Βήμα 18/10/1998, Χάρης Παπαγεωργίου.
Ζ. Σ. Να αλλάξουμε τον κόσμο
• εφημερίδα Ελευθεροτυπία 9/10/1998, της Πάρης
Σπίνου. Ζ. Σ. «Πείτε μου τι να κάνω τα χρήματα»
• εφημερίδα Ελευθεροτυπία 4/12/2000, της Βίκης
Τσιώρου. Ζ. Σ. Εγκαταλείψαμε το χρέος μας για σκέψη και δράση
• εφημερίδα Ελευθεροτυπία 4/5/2004, της Βίκης
Τσιώρου. Ζ.Σ. Λευκή ψήφος: Μια βόμβα για το δημοκρατικό σύστημα…
• εφημερίδα Το Βήμα 2/4/2000 του Gerard Dr Cortanze, Jose Saramago, «Η Αριστερά έχασε και
τις ιδέες της»
• εφημερίδα Τα Βήμα 28/3/1999, του Θανάση Λάλα. Ζ.
Σ. Βλέπω τους σημερινούς Πορτογάλους και απορώ.. Γι’ αυτούς αγωνιστήκαμε;
ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΕΣ
•Μανώλης Πιμπλής, Τα Νέα 18/4/2001, προδημοσίευση «Η
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΓΝΩΣΤΗΣ ΝΗΣΟΥ»
•Κώστας Σάρρος, Έψιλον τχ. 808/8-10-2006, Εκλογικές ανταρσίες.
«Περί φωτίσεως»
•Κατερίνα Ι. Ανέστη, Επενδυτής 17/10/1998, «Παραμυθάς»
με Νόμπελ.
•Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Κυριακάτικη 1/11/1998, Η γλώσσα
της παρωδίας. «η Ιστορία της Πολιορκίας της Λισαβόνας»
• Ανωνύμως, Ελευθεροτυπία Δευτέρα 23/8/1999, Αναζητώντας
ένα όραμα. «όλα τα ονόματα»
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα 28/6/2018
Πειραιάς 28/6/2018
ΥΓ.
Ότι ο εν ενεργεία πολιτικός εκείνος που δεν παραιτήθηκε από το υπουργείο του, σαν
καθ’ ύλην αρμόδιος, όταν αιχμαλωτίστηκαν οι δύο έλληνες στρατιώτες και κρατούνται
ακόμα στις τούρκικες φυλακές, θα εξυμνούσε ως τον καλύτερο πρωθυπουργό μετά την
μεταπολίτευση τον σημερινό πρωθυπουργό, τι να πει κανείς. Το τέλος της Πολιτικής
δια χειρός πρωθυπουργού, συγκυβερνήτη και προέδρου της ελληνικής δημοκρατίας.
Κωνσταντίνος Καραμανλής ο πρεσβύτερος, Κωνσταντίνος Τσάτσος
πρόεδρος της ελληνικής δημοκρατίας, Γεώργιος Ράλλης, Ανδρέας Γ. Παπανδρέου, Ξενοφών
Ζολώτας, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, Κωστής Στεφανόπουλος πρόεδρος της ελληνικής δημοκρατίας,
Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Κώστας Σημίτης, Κάρολος Παπούλιας πρόεδρος της ελληνικής
δημοκρατίας, Κώστας Καραμανλής, Γιώργος Α. Παπανδρέου, Αντώνης Σαμαράς. Τόσοι πρωθυπουργοί
και πολιτικοί ανάξιοι στην χώρα μας και δεν το γνωρίζαμε; Κρίμα καπετάνιε. Κρίμα
φορολογούμενοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου