ΣΟΝΙΑ
ΖΑΧΑΡΑΤΟΥ
ΤΑ
ΝΕΡΑ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ
Εκδόσεις Τόπος 2012, σελίδες 128, διαστάσεις 12Χ19,5
Επίβλεψη: Γιάννης Καραχάλιος
Διόρθωση: Βούλα Θεοδωρίδου
Εξώφυλλο: ΜΟΤΙΒΟ Α.Ε.
«Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησης επέστρεφε και παίρνε με…
Κ.
Π. Καβάφης
Με τους
στίχους αυτούς του Αλεξανδρινού ποιητή αρχίζει την αφήγησή της η δημοσιογράφος
και συγγραφέας κυρία Σόνια Ζαχαράτου. Είναι το πρώτο έργο της που έπεσε στα
χέρια μου, αγόρασα και διάβασα απνευστί. Πραγματικά συγκλονίστηκα από τον
τρόπο, το ύφος και την τεχνική της γραφής που χρησιμοποίησε για να μας
μεταφέρει ένα τόσο ιδιαίτερο και προσωπικό σαρωτικό μέσα στον χρόνο βαθύ
ερωτικό αίσθημα. Αυτό το ισχυρό ερωτικό πάθος που μας έρχεται από την
αρχαιότητα, διανύει τον ιστορικό χρόνο και φτάνει μέχρι των ημερών μας και,
ενώνει την ζωή με τον θάνατο, την ιστορικότητα των στιγμών του συμβάντος με την
αθανασία μέσα στα μονοπάτια της τέχνης. Μεθυστικός ο λόγος της συγγραφέως, σε
αγγίζει από την πρώτη σελίδα του βιβλίου, δεν θέλεις να το τελειώσεις. Δεν σε
αφήνει να το τελειώσεις. Είναι ένα αφήγημα που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του
αναγνώστη, κεντρίζει την ευαισθησία του, κουρντίζει τις χορδές της φαντασίας
του. Ονειρώδη εξομολόγηση, αφήγηση στρωτή και πλούσια σε παντώς είδους
ερεθισμούς. Λέξεις απλές, καθημερινής χρήσης που κουβαλούν πάνω τους μεγάλο
φορτίο ευαισθησίας, ονείρου, έρωτα. Προτάσεις που σε μαγνητίζουν με το λυρισμό
τους, εικόνες αισθητικής αρτιότητας που δεσπόζουν, φράσεις που κινούνται στα
όρια του αποφθέγματος και της γονιμοποιούς εννοιολογικής πληρότητας. Ένα κλίμα
αφηγηματικής ευφορίας διαπνέει το έργο αυτό, που συνενώνει το ερωτικό ειδύλλιο
με την σκηνοθεσία της ιστορίας, με τον θρύλο του μέσα στην τέχνη. Της
ανθρώπινης τέχνης, που είναι ο μόνος χώρος που δεν γερνάει ο άνθρωπος, δεν
ψευδίζουν τα συναισθήματά του, όπως και στα όνειρα. Ο έρωτας του Αντίνοου και
του φιλέλληνα αυτοκράτορα Αδριανού μας αποκαλύπτει το τέλος μιας εποχής και την
αρχή μιας νέας μέσα στην ιστορία.
Ο Αντίνοος είναι ο έσχατος Θεός της εθνικής εποχής
των ελλήνων, είναι ο τελευταίος του ελληνορωμαϊκού πανθέου. Πριν η Αισθητική
γίνει ασκητική και ο Έρωτας νηστεία.
Το βιβλίο, «Τα νερά στα μάτια σου» εκδόσεις
«ΤΟΠΟΣ» 2012, της δημοσιογράφου και συγγραφέως κυρίας Σόνιας Ζαχαράτου, είναι
ένα εξαιρετικό και καλογραμμένο «αισθησιακό αφήγημα». Είναι μια βαθειά και συνταρακτική
ερωτική εξομολόγηση, που δεν αυθαιρετεί, ούτε σκανδαλίζει, δεν λογοκρίνει την
ερωτική επιθυμία, δεν αμαυρώνει την αλήθεια του πόθου, δεν μειώνει την ελπίδα
(παρά την έκβαση και το τραγικό τέλος) η οποία στηρίζεται σε αρχαίες πηγές και
ιστορικά γεγονότα. Το εκπληκτικό αυτό αφήγημα, που πλεονάζει εποικοδομητικά ο
λυρισμός και φτερουγίζει διαρκώς το ερωτικό όνειρο, είναι η εξομολόγησης ζωής
και πρώτου και μοναδικού έρωτα του Αντίνοου από την Βιθυνία, για τον προστάτη
και μοναδικό ερωμένο του αυτοκράτορα Αδριανό. Πάνω από εκατόν πενήντα γλυπτά
και εκατοντάδες σφραγιδόλιθοι που φέρουν την μορφή και το πρόσωπο του
πολυπόθητου νέου μας διασώθηκαν και βρίσκονται σε μεγάλα Μουσεία που μας
υπενθυμίζουν το θαύμα του έρωτα, την μαγεία της αγάπης, το όνειρο του πόθου.
Την διάβαση από το όνειρο του έρωτα στο ίδιο το γεγονός και την αλήθεια του. Το
πέρασμα από το τρελό πάθος στην βίωση της αγάπης. Όπου η υπεροχή της αγάπης
αναιρεί έστω και για λίγο, το πένθος της ανέραστης ζωής. Ο νέος θυμάται και
εξομολογείται με βαθειά συγκίνηση, με έρωτος λόγια, με παθιασμένες εκφράσεις,
με ισορροπημένη λαγνεία, με ενθουσιασμό, χαροποιό διάθεση, χωρίς υπολογισμό,
δίχως υστεροβουλία, μακριά από ψευτοηθικούς ενδοιασμούς. Ο έρωτας των δύο
προσώπων, είναι γυμνός, δεν δεσμεύεται από το κυβερνητικό αξίωμα που έχει ο
μεσήλικας αυτοκράτορας, δεν υπόκειται σε περιορισμούς από την συζυγική σχέση
του αυτοκράτορα, διατηρεί αμείωτη την αναμεταξύ τους φλόγα. Τίποτα το περιττό,
τίποτα το μεμπτό, τίποτα το ανίερο δεν υπάρχει σε αυτήν την σχέση εμπιστοσύνης
και αγάπης που διατηρήθηκε μέσα στο χρόνο. Μέσα από τα λόγια μνήμης του νεαρού
ακόλουθου, περνά η ιστορία της ζωής και της εξουσίας του ρωμαίου αυτοκράτορα.
Ενός αυτοκράτορα, ποιητή, ενός ρωμαίου κυβερνήτη φιλότεχνου, ενός imperator που αψήφησε τις δεσμεύσεις του αξιώματός του και
παραδόθηκε στον έρωτα ευτυχής. Η σχέση αυτή, που προέρχεται από έναν άλλο
ιστορικό χρόνο και μια εποχή με άλλες κοινωνικές συνήθειες και πρότυπα, δεν
μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν θρησκευτικό καταναγκασμό γιατί είναι τόσο
κρυστάλλινη και αθώα. Δεν μπορεί να ερμηνευτεί με λογικά επιχειρήματα γιατί
κινείται σε μια βιωμένη πραγματικότητα που οι περισσότεροι από εμάς θα θέλαμε
να βιώσουμε. Τίποτα το ψευδές δεν μας περιγράφεται, τίποτα το ανήθικο, τίποτα
το ευτελές. Όλη η εξομολόγηση βρίσκεται κάτω από το πέπλο της αρετής, την
διέπει η αρετή ακόμα και όταν αρχίζει να μπολιάζεται με το μικρόβιο της
ζήλειας, της αμφιβολίας, των διαφόρων ερωτημάτων. Η μνήμη η ερωτική του όμορφου
νέου, σαρώνει τα πάντα στο αφηγηματικό πέρασμά της όχι γιατί υπερισχύει του
γεγονότος, αλλά γιατί είναι η ίδια το γεγονός αυτό. Είναι η θέληση της
προσέγγισης. Είναι το πλησίασμα σε θείες καταστάσεις. Σε καταστάσεις που μόνο
στους θεούς επιτρέπεται να ζήσουν. Το άγνωστο της εμπειρίας γίνεται έγχρονο μέσα
στον ιστορικό χρόνο, αποκτά υπόσταση, γίνεται παράδειγμα, μίμηση για το μετά.
Είναι η εικόνα του «είναι» της ζωής που ελάχιστοι κατορθώνουν να βιώσουν στο
διάβα τους, ανεξάρτητα από το φύλο. Ο έρωτας του Αδριανού προς το Αντίνοο είναι
μια πολιτική όχι υπέρβαση αλλά πράξη. Είναι η αμφισβήτηση του θανάτου με
μοναδική ασπίδα προστασίας του ανθρώπινου όντος την επιθυμία να ερωτευτεί, να
βγει έξω από το εγώ του, να κοινωνήσει με τα συναισθήματα του άλλου, να
εδραιώσει το αίσθημα της συλλογικότητά του. Τα πάντα είναι πνευματικά και
ταυτόχρονα τόσο γήινα, όλα είναι ουράνια και συνάμα χθόνια. Η Σόνια Ζαχαράτου
κτίζει έναν χρυσελεφάντινο πύργο του έρωτα μεταξύ δύο προσώπων. Αν λησμονήσουμε
έστω και για λίγο τα φύλα των δύο εραστών, η ονειρική αυτή ιστορία μπορεί να
σταθεί για οποιοδήποτε πρόσωπο που έζησε ή που βίωσε παρόμοιες καταστάσεις. Η
Ζαχαράτου, δεν στοχεύει μόνο στην αλήθεια του γεγονότος αλλά στον μύθο του γύρω
από αυτό. Κάτι που επιτυγχάνει με μεγάλη συγγραφική μαεστρία και αφηγηματική
άνεση. Το ιστορικό υλικό γίνεται εικόνες εν κινήσει, γίνεται αναψηλάφηση
στιγμών αγάπης για να εδραιωθεί ο στόχος του μέσα στην ροή του χρόνου, γίνεται,
αν δεν είναι υπερβολή συμπεριφορά γραφής. Η αλήθεια του ερωτικού συμβάντος
εγκολπώνεται την αλήθεια του ύφους της γραφής για να κερδίσει επάξια την
αναγνωστική αθανασία. Η πραγματικότητα του παλαιού συμβάντος είναι ισχυρότερη
από την όποια μέθοδο της μυθοπλασίας. Και
αυτό, κατορθώνει να το φέρει σε πέρας η κυρία Σόνια Ζαχαράτου. Η χρήση
των ιστορικών πληροφοριών και η διαχείρησή τους από την συγγραφέα γίνεται με
τρόπο καταπληκτικό, εξαίσιο, θα τολμούσα να έγραφα «Γιουρσεναρικό». Ο
αφηγηματικός ερωτικός λόγος δεν εντυπωσιάζει μόνο με το βάθος και την ένταση
του λυρισμού του αλλά, και με την νοηματική του πύκνωση, την ποσότητα
ρομαντικών στοιχείων που ενώ ξεχειλίζουν δεν κουράζουν, αντίθετα μάλιστα. Η
γραφή της διαθέτει ευλυγισία αλλά και βαρύτητα, ευχρησία μέσα στην απλότητά
του. Με έντονα πειστικό τρόπο και ελεγχόμενες δόσεις μελαγχολικής διάθεσης η
Ζαχαράτου μας εισαγάγει στην ερωτική ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής, ενός άλλου
χρόνου. Η λήθη, απουσιάζει από το έργο αυτό γιατί κυριαρχεί η αθανασία, η
αθανασία του ανθρώπινου αυτού γεγονότος και η αθανασία της καλλιτεχνικής του
αποτύπωσης. Οι δύο ήρωες είναι οι προνομιούχοι της ιστορίας, αλλά για να
κερδίσουν αυτό το προνόμιο μέσα στον χρόνο, έπρεπε να γευτούν πρώτα την
απληστία της αγάπης που τους ένωσε. Ο έφηβος Αντίνοος, αρχίζει να αναγνωρίζει
τον εαυτό του, να αγαπά τον εαυτό του όταν αισθάνεται ότι αγαπά πραγματικά τον
Αδριανό, όταν νιώθει ότι είναι αληθινά ερωτευμένος μαζί του, όταν ερωτεύεται το
σώμα του Αδριανού αναγνωρίζει και την ερωτικότητα του δικού του σώματος. Η
πεζογράφος το διαπραγματεύεται αυτό πολύ έξυπνα και σοφά, με γυναικεία
διαίσθηση και τόλμη. Εξαιρετικές εικόνες που μας ταξιδεύουν σε χώρες, σε τοπία,
σε θρησκευτικές συνήθειες, σε αρχαιολογικούς χώρους, σε αισθήσεις, σε ερωτικά
στιγμιότυπα, σε ερωτικές ιδιωτικές στιγμές, σε σωματικές φαντασιώσεις που
εκπληρώθηκαν, σε χειρονομίες πάνω στο σώμα του έρωτος πάνω στο σώμα της
ερωτικής γραφής. Βαθειά συναισθήματα, σωματικές περιπέτειες, ερωτικές
περιπτύξεις, βλέμματα σαγηνευτικά, λατρευτικά πλησιάσματα πόθου, εξύψωση του
εραστή, συνειδητή άφεση στα παιχνίδια του έρωτος του ερώμενου. Η αφηγηματική
γλώσσα αυτοπολλαπλασιάζει τους συμβολισμούς της όχι για να γίνει περισσότερη
αρεστή στον αναγνώστη, τον σημερινό αναγνώστη, αλλά για νε επαληθεύσει η ίδια
την σκοπιμότητά της μέσω της σκοπιμότητας αποδοχής του ίδιου του ιστορικού
γεγονότος. Το ερωτικό αυτό ειδύλλιο είναι θα γράφαμε η ιστορική γλυπτική του,
είναι η γλυπτική της αφήγησης προικισμένη με όνειρο, φαντασία, ευαισθησία,
επιθυμία για ζωή, δύναμη δημιουργίας. Ο έρωτας των δύο προσώπων από μόνος του
είναι ένα φωτεινό σύμπαν. Και αυτό το φως του που μας διασώθηκε μέσα στο χρόνο,
αυτή του η θεϊκή φωτεινότητα και θερμότητα πέτυχε να μας μεταδώσει με
συγγραφική ευστοχία η δημοσιογράφος και συγγραφέας Σόνια Ζαχαράτου. Η
σεξουαλική μύηση του αρχαίου Αντίνοου στην αυθεντική ζωή και το όνειρο, έγινε
μέσω της αφήγησής της η δική μας αναγνωστική μύηση στην ερωτική γραφή.
Αγοράστε και διαβάστε αυτό το καλογραμμένο και θεσπέσιο αφήγημα.
Αυτήν την αρχαία νεανική ερωτική εξομολόγηση, που στο βάθος της είναι και η
δική μας των νεανικών χρόνων.
Μερικά αποσπάσματα από
το βιβλίο:
«… κι ανησυχώ για το τι μπορεί να συμβαίνει εκεί κάτω. Ο αέρας με
αναστατώνει. Ο αέρας φέρνει κλαγγές και φωνές από τα χωριά αλλά και από πεδία
μάχης Ο αέρας ζωντανεύει στρατιωτικές διαταγές και δυσοσμία σαπισμένης σάρκας
και ξαναγυρίζω τρωτός και ανυπεράσπιστος στη φρίκη. Στη φρίκη που πάνω της
σκαλώνω πάντα απορημένος, αιώνες τώρα. Γιατί με πόνο και θάνατο και φωτιά να
γράφεται η ιστορία, αντί μόνο με πένα και χαρτί και ζωγραφιές και γνώση;
«Γιατί; Γιατί; Γιατί; Αδριανέ;» σε ρωτούσα.
«Τι να σου απαντήσω…. Πώς να εδραιώσουμε τα σύνορα, πώς να
αποκρούσουμε τους εχθρούς, πώς να βάλουμε σε τάξη τους λαούς, να θρέψουμε τόσα
πλήθη, να κρατήσουμε την εξουσία…»
«Σώπα, Αδριανέ! Στο
σύντομο βίο μου και στα ερωτήματά μου γι’ αυτό το μεγάλο κακό και το μεγάλο
πόνο απάντηση λογική ποτέ δεν μου έδωσες!
Ποτέ από κανένα σας δεν πήρα!» σελίδες 57-58
--
Άνοιξη ήταν και πάλι’
αλλιώτικη από την προηγούμενη. Είχε φτάσει ειρηνική, γαλήνια, χαρούμενη, με
γιορτές και σχέδια για ταξίδια αναψυχής στα μεγάλα σκιερά δάση του βορρά, που
μου θύμιζαν εκείνα της πατρίδας μου.
Άνοιξη ήταν’ πιο
φωτεινή κι ευωδιαστή από κάθε προηγούμενη, άνοιξη που δεν ξέρω πιο πολύ να
περιγράψω, άνοιξη ολοκαίνουργια.
Άνοιξη ήταν’ όταν
έφτασε στην άκρη των δαχτύλων μου το πρώτο, το ένα, το πρώτο ένα ολοκαίνουργιο,
το πρώτο ένα αλλιώτικο από κάθε προηγούμενο, το πρώτο ένα ευωδιαστό
διαφορετικό, το πρώτο ένα δειλό μου άγγιγμα σ’ εσένα’ όταν πια δεν γινόταν
άλλο, δεν ήθελα άλλο, δεν μπορούσα άλλο, όχι άλλο πλέον ν’ αντιστέκομαι σ’
εμένα.
Εσύ, το εκκωφαντικό
εκείνο βράδυ, ήσουν τυλιγμένος στα χρώματα που έχει η γη μετά την καταιγίδα.
Εγώ δεν θυμάμαι πια του
χιτώνα μου το χρώμα, όμως αγαπούσα πάντα τα λευκά τα διάφανα κι ίσως έτσι ήμουν
ντυμένος, στα λευκά και διάφανα. Ίσως φορούσα και τα σανδάλια από δέρμα ελαφιού
που μου είχες χαρίσει, και διπλή κορδέλα από μετάξι στα μαλλιά που την έδενα
συχνά, όπως και στο δεξί καρπό μου. ‘Ένα περιδέραιο είχα κρεμασμένο στο λαιμό
με το πρόσωπο το δικό σου σκαλισμένο σε νεφρίτη, όπως κι εσύ στο δικό σου λαιμό
φορούσες πάνω σε λαζουλίτη σκαλισμένο το δικό μου πρόσωπο.
Το βράδυ εκείνο το
ανοιξιάτικο, παίζοντας αμήχανα με το περιδέραιό μου, σου ζήτησα, με χέρια και
φωνή που έτρεμαν από συγκίνηση και με καρδιά φοβισμένη, να με αφήσεις ν’ απλωθώ
στο σώμα σου για ν’ απελευθερωθώ από το δικό μου, να συστραφώ σαν έλικας γύρω
σου για να πετάξω την ύλη που με κράταγε στη γη δεμένο.
Δεν γινόταν με λόγια
καθημερινά να στο εξηγήσω.
Κόμπιαζα και
μπερδευόμουν, γι’ αυτό και βάλθηκα να σου διαβάσω ένα πάπυρο με γραφή γύρω από
τον έρωτα και την φιλία, που με φροντίδα φύλαγα κάτω από το κλινοσκέπασμά μου.
Δεν ξέρω αν από την
αγωνία μου έβγαινε η φωνή μου, δεν ξέρω αν έφτανε ως τ’ αυτιά σου, αν άκουγες
τι σου έλεγα, αν καταλάβαινες τον ψίθυρό μου. Φεν ξέρω αν σου διέφευγαν και
πάλι, όπως παλιά, λέξεις της ντοπιολαλιάς μου, που ξαφνικά επέστρεφαν από μόνες
τους και ξαναζωντάνευαν στη γλώσσα μου.
Εσύ, ανάλαφρα
ακουμπισμένος στο ανάκλιντρο, με κοίταζες ερευνητικά…. Σελίδες 58-59
--
Έκτισες μια πόλη
ολόκληρη, Αδριανέ, που της έδωσες το όνομά μου. Κι όλα αυτά τα αποφάσισες καθώς
κάποια ημέρα σου είπα πόσο μου άρεσε η έρημος, αυτός ο ροδοχρωματισμένος από
τον ήλιο τόπος.
Μια πόλη είχαμε πλέον
στεφανωμένη από τον έρωτά μας, μια πόλη ορκισμένη δική μας, μα πάνω απ’ όλα
είχα ολοδικό μου εσένα.
Και φούσκωνε το στήθος
μου από ευτυχία, γιατί εγώ… πώς να το πω… Πως αξιώθηκα έναν τέτοιον έρωτα, δεν
ξέρω… Δεν ξέρω τι ήταν αυτό το τόσο δυνατό που σφράγισε, ζεματώντας με, τα
σωθικά μου…
Τι σημασία έχει ποιος ήσουν εσύ και ποιος ήμουν εγώ κι αν στην
πατρίδα μου ήσουν εσύ ο κατακτητής κι εγώ ο κατακτημένος; Μήπως και κατακτητής
που ήσουν, δεν σε κατέκτησα κι εγώ σε αυτή τη μονομαχία της αγάπης; Σελίδες
69-70
--
Τα νερά των ματιών σου που τρικυμισμένα κι αυτά ξεχείλιζαν στο
πρόσωπό σου,
το μαγικό περίβλημα της μουδιασμένης σκέψης μου,
ο ακραίος κίνδυνος,
το εφικτό και το ανέφικτο,
το δυνατό και το αδύνατο,
το λίγο πρίν την καταστροφή,
το αύριο που μπορεί και να μην υπήρχε,
το μόλις ένα τίποτα πριν από το θάνατο,
το πριν από το τελευταίο δευτερόλεπτο
το πριν το τίποτα,
το πριν το τέλος,
το τώρα, το τίποτα, το τώρα, το τέλος,
το φοβερό σαν θαλασσινή μαινάδα τώρα,
ποτέ, μα ποτέ, μα ποτέ αυτό το φρικτό τώρα να μην ξημέρωνε… σελίδα
50
--
Γιατί σε αγαπούσα στέρεα
και γέμιζα δύναμη και γιγάντωνα κι ευφραινόμουν και μεθούσα από ευτυχία, σαν
από γλυκόπιοτο κρασί, μόλις σε αντίκριζα. Σε λάτρευα όπως μόνο τους θεούς μας.
Σε προσκυνούσα μυστικά και σ’ έπαιρνα στο κατόπι και ρούφαγα αχόρταγα τον αέρα
που είχες ευωδιάσει με τη δική σου ανάσα. Έπιανα ευλαβικά στα χέρια μου ό,τι
εσύ είχες προηγουμένως αγγίξει και το έφερνα στα χείλη, θαρρώντας ότι φιλούσα
εσένα.
Άκουγα σαν μελωδία τον ήχο που άφηνε στο διάβα σου το θρόισμα των
ρούχων σου, εύθραυστη ολομέταξη μελωδία που ακούω ακόμα…
Ήταν για χρόνια πολλά,
ήταν για πάντα, που κάθε μόριό σου το αποθέωνα. Σαν να είχα μπει στο σώμα σου
κι εκεί να κυκλοφορούσα.
Το σώμα σου, που ήταν
άγρια χαρά, κραυγή, απεραντοσύνη, ξεχείλισμα ζωής κι ελευθερίας.
Και κραύγαζα κι εγώ,
όσο πιο δυνατά μπορούσα… σελίδα 44
--
Ατίθασες κραυγές βγάζω
και τώρα μέσα στο ποτάμι που και που, Αδριανέ! Όταν από κοντά μου περνούν μικρά
φορτηγά πλοία και οι μηχανές τους θορυβούν εκκωφαντικά κι απομακρύνονται τρομαγμένα
τα βατράχια και οι λιβελούλες, εγώ φωνάζω για να ελευθερωθώ, φωνάζω και
ξαναφωνάζω το όνομά σου, αμέσως μετά και το δικό μου, δένω τα δύο μαζί σε ιαχή
ερωτική που καλπάζει στο νερό, κάνοντας τα πλοία να λαθεύουν στη ρότα τους…
Φωνάζω και ξαναφωνάζω,
γιατί αγαπούν και οι νεκροί, Αδριανέ! Αγαπούν και πονούν που δεν μπορούν παρά
μόνο σα σκιές σε όνειρα να επιστρέφουν και ν’ αγγίζουν…
Πίστεψέ με, πίστεψέ με!
Αγαπούν και οι νεκροί, Αδρανέ!
Μα, όλο εσένα
σκεπτόμενος και μαζί σου ταξιδεύοντας ο νους, χάνω το νήμα των χρωμάτων, που ξετυλίγονται
διαρκώς γύρω μου και διπλώνουν το σώμα μου έπειτα από τη φαντασμαγορία της
ημέρας, μέσα στο αδιάφανο και το σκοτεινό, κι ένα γίνομαι με το νυχτερινό
τοπίο. Απολαμβάνω τότε το μακρύ ταξίδι μου στο σύμπαν, αφού εσύ, μόλις έφυγα
από τη ζωή, σε πρωτογέννητο αστέρι έδωσες το όνομά μου. Κι έρχομαι
ευγνωμονώντας σε, όπου κι αν βρίσκεσαι, και, σαν αστέρι πια, φυλώ τους ύπνους
σου από τους εφιάλτες.
«Αντίνοε! Πού είσαι;»
«Εδώ είμαι’ σε προσέχω… μη φοβάσαι…» σ.45-46
Όπως αναγράφεται στο
αυτί του βιβλίου η δημοσιογράφος και συγγραφέας Σόνια Ζαχαράτου εργάζεται στην
Αθήνα και έχει εκδώσει: Ο εχθρός μου, εκδ. Μπαρτζουλιάνος 2012. Ρόδινη
Στάχτη-Μαρία Θηρεσία Καρλότα, εκδ. Εξάντας 2011. Τρείς νύχτες του Αυγούστου
(και μία ημέρα) εκδ. Ελληνικά Γράμματα 2009. Πανσέληνος παρά κάτι, εκδ. Αστάρτη
1989.
Συλλογική έκδοση Μάρμαρα του Παρθενώνα-Ιστορία μιας κλοπής ή η
κλοπή της Ιστορίας, (2ο βραβείο για την ελληνική γλώσσα από την Asociacion Cultural Hellenica “Nostos” για το διήγημα «Το πένθος της σελήνης») 2011.
Κλείνοντας κάνω μια σκέψη. Αν αυτό το αφήγημα είχε μεταφραστεί
στην αγγλική γλώσσα δεν θα είχε ίσως την τύχη και την καταξίωση της μεταφοράς
του στην μεγάλη οθόνη από το αμερικάνικο κινηματογραφικό περιβάλλον που είχε το
μυθιστόρημα του Andre Aciman, Call me by your Name?
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 24 Ιουνίου 2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου