Παρασκευή 8 Ιουνίου 2018

Ο Γιάννης Ρίτσος και το αίτημα της μνήμης


Ο Γιάννης Ρίτσος και το αίτημα της μνήμης

The corpse you planted last year in your garden
has it begun to sprout?
Will it bloom this year?
                                Tomas Stern Eliot

      Διαβάζοντας το κείμενο του καθηγητή Μιχάλη Γ. Μερακλή για τον σημαίνοντα και σταθερό ρόλο που διαδραματίζει μέσα στην καθόλου ποιητική δημιουργία του ποιητή Γιάννη Ρίτσου ο βιωμένος ιστορικός χρόνος όπως τον έζησε και τον βίωσε δραματικά ο ίδιος σαν ενεργό πολιτικά άτομα και σαν ποιητής, και εν γένει, οι χιλιάδες ανώνυμοι έλληνες και ελληνίδες που αγωνίστηκαν, βασανίστηκαν, εξορίστηκαν, φυλακίστηκαν, σκοτώθηκαν, πρόσφεραν την ζωή τους με αυταπάρνηση, θυσιάστηκαν με ανιδιοτέλεια για την πατρίδα τους, (από το προοδευτικό μετερίζι) για έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο σε μια περίοδο της ελληνικής πολιτικής ιστορίας τον προηγούμενο αιώνα στην χώρα μας, ήρθε στη σκέψη το απόσπασμα του άγγλου ποιητή Τόμας Στερν Έλιοτ από το γνωστό έργο του «Έρημη Χώρα» (West Land). Οι στίχοι: «Κείνο το λείψανο που φύτεψες στον κήπο σου τον άλλο χρόνο/άρχισε να βλασταίνει;/Πές μου θ’ ανθίσει εφέτο;» όπως τους μεταφράζει ο νομπελίστας μας ποιητής Γιώργος Σεφέρης.
Τα μνημονικά αυτά λείψανα που κομίζει μέσα στο έργο του και που συνεχώς μας τα υπενθυμίζει ο ποιητής της Ρωμιοσύνης, είναι οι θυσιασθέντες νεκροί, οι σκοτωμένοι αγωνιστές του καλού αγώνα, οι «νεκροί άνθη της αύριον» που μας λέει ένας άλλος ποιητής ο Οδυσσέας Ελύτης. Είναι οι σταθερές εικόνες μνήμης που επαναλαμβάνονται διαχρονικά σε όλες τις γραπτές παραδόσεις των ανθρώπων, σε ανώνυμα δημοτικά τραγούδια και στον έντεχνο ποιητικό λόγο, στην εκκλησιαστική και μυστική ποίηση των ανθρώπων και στην θύραθεν ποιητική τους δημιουργία, σε ευαγγελικές περικοπές και σε νομπελίστες ποιητές. Οι συγγενείς νεκροί των ανθρώπων επώνυμοι και ανώνυμοι, σύντροφοι και συναγωνιστές, ομοϊδεάτες και συμπατριώτες είναι ο εν υπνώσει ζωντανός σπόρος που αναμένει μέσα στο χώμα, μέσω της ανθρώπινης μνήμης των μεταγενέστερων να καρπίσει. Αν δεν φυτευτεί βαθειά μέσα στα χώματα της ανθρώπινης ιστορίας ο σπόρος των νεκρών που έπεσαν θυσιαζόμενοι, δεν μπορεί να ανθίσει ξανά. Οι πρόγονοι νεκροί μας είναι το σπέρμα που σαλεύει στην σκοτεινή μήτρα του χρόνου. Και πάλι ο Ελύτης γράφει: «Σάλεψε σαν το σπέρμα/σε μήτρα σκοτεινή/Το φοβερό της μνήμης/έντομο μες στη γη…». Η λήθη των ανθρώπων επιφέρει την φοβερή «οργή των νεκρών να φοβάστε….». Αυτό επιχειρεί σταθερά να μας υπενθυμίσει και να μας διδάξει ποιητικά ο Γιάννης Ρίτσος, να διασώσει μέσα στη μνήμη μας, σε εμάς όλους τους μεταγενέστερους, τους άκαπνους, τους νεκρούς, τους σκοτωμένους, τους θυσιασθέντες για έναν κοινό σκοπό, για ένα όραμα σε ένα ελεύθερο και δικαιότερο αύριο, προπάτορές μας. Σαν άλλη ποιητική «αλογόμυγα» συνεχώς μας κεντρίζει μας υπενθυμίζει ότι δεν πρέπει να τους ξεχνάμε, να τους λησμονούμε. Ευλαβικά, συγκαταβατικά με σεβασμό τιμά τους δικούς του «αγίους» όπως μέσα στην οικογενειακή τους εστία οι πιστοί ανάβουν το καντήλι των προγόνων της παράδοσής τους στο ατομικό τους εικονοστάσι. Ένα μεγάλο σκηνικό μνήμης της πρόσφατης σχετικά ελληνικής ιστορίας και των αγώνων της εικονογραφεί μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος. Μικρά και μεγάλα επεισόδια, καταλυτικά και σημαντικά γεγονότα, ασήμαντες-για εμάς-μικρολεπτομέρειες και ατομικά συμβάντα, ηρωικές στιγμές και ένδοξες θανατηφόρες ήττες, προσωπικά ήθη ανώνυμων και επώνυμων ελλήνων συναγωνιστών του, ιστορικά και μυθολογικά μοτίβα προερχόμενα από την αρχαία παράδοση και ιστορία, ηρωικές φυσιογνωμίες και πολιτικά πρόσωπα, όλα αυτά και πολλά άλλα, σπονδυλώνουν το πανοραμικό έργο του, αποτελούν λειτουργικά μέρη ενός οργανικού συνόλου ενός εγκωμιαστικού μοιρολογιού, ενός ελπιδοφόρου και επαναστατικού θρηνητικού ποιητικού «κωμού», που, διασώζεται μέσα στο χρόνο μέσω της μνήμης. Της δικής μας του καθενός ξεχωριστά και όλων μαζί συλλογικής μνήμης. Ένα πένθιμο συνεχές εμβατήριο προσκλητήριο των δικών μας νεκρών, όχι γενικά και αόριστα, όχι άταχτα και ασυλλόγιστα, αλλά συγκεκριμένα, προσδιορισμένα, επώνυμα, ιστορικά, πολιτικά, αγωνιστικά, και πάνω από όλα φιλάνθρωπα, με προοδευτική ταυτότητα όπου γης. Ο Ρίτσος προσωποποιεί κατά κάποιον τρόπο θα γράφαμε για εμάς την μνήμη των τεθνεώτων μέσα στο έργο του, μην παραβλέποντας να μας υπενθυμίζει και την δική μας υποχρέωση για συμμετοχή σε αυτό το προσκλητήριο πεσόντων. Η ατομική ιστορία του καθενός από τους νεκρούς παίρνει ισάξια την θέση της δίπλα σε μυθικά πρόσωπα, παρότι ίσως αυτό να μας φαίνεται τολμηρό, ίσως ασυμβίβαστο, όμως δεν είναι. Στο πανοραμικό θεματικό μοτίβο που αρχιτεκτονεί ο Ποιητής όλοι, ασήμαντοι και ένδοξοι, φημισμένοι και καθημερινοί αγωνιστές, ένδοξα πρόσωπα και χαροκαμένες ανώνυμες μανάδες έχουν την αξία και σημασία τους μέσα στο ιστορικό σκηνικό. Όλοι λάμπουν κάτω από το φως του ατομικού του καθενός και κάθε μιας αγώνα και θυσία, θάνατο. Είναι ο σωματικός τους θάνατος που θα γίνει σπόρος περιμένοντας ξανά με το πλήρωμα του χρόνου να καρπίσει στη νέα γη, να ανθίσει στους νέους πανανθρώπινους καιρούς, οικουμενικούς ορίζοντες. Είναι η θυσιασμένη ζωή τους που πρέπει να γίνει «ως χνούς εις γήν κατελθών…» που γράφει ο Ρωμανός ο Μελωδός για να μπορεί να θρέψει εμάς που δεν γευτήκαμε θάνατο, δεν ζήσαμε πολεμικές κακουχίες, δεν πεινάσαμε, δεν βιώσαμε την βία και την καταστροφική πολεμική μανία των «χοιρογρυλλίων».
     Ο ποιητικός κόσμος του Γιάννη Ρίτσου είναι ένα καρπερό περιβόλι μνήμης και υπενθύμισης των νεκρών μας, των δικών μας προγόνων και των αγώνων τους, χωρίς μίσος όμως για τους ψευδομένους, χωρίς διάθεση να τραφούν από το μίσος της εκδίκησης, χωρίς ίχνος διατήρησης των διχαστικών ιστορικών λαθών του παρελθόντος. Ο Ρίτσος, απλά μας παρακαλεί κατά κάποιον τρόπο να μην ξεχάσουμε τους νεκρούς μας, να μην τους λησμονήσουμε, να τους διατηρήσουμε μέσα στην μνήμη μας ζωντανούς, να τους έχουμε συμπαραστάτες στους αγώνες της ζωής μας. Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος θα γράφαμε αν δεν είναι λάθος, ότι «οπτικοποιεί» σε μια σειρά ποιητικών του εικόνων και συνθέσεων τον αγώνα και την θυσία τους και μας τους περιγράφει σαν να βρίσκονται ακόμα εν ζωή, γιατί είναι ζωντανά τα πρόσωπα του Ρίτσου, αναπνέουν δίπλα μας, ζητούν την φωτιά μας να ανάψουν το τσιγάρο τους, περιμένουν να τους φιλέψουμε στο τραπέζι το κοινό που κάθονται δίπλα μας, μας παρηγορούν πίνοντας καφέ μαζί μας, γεύονται τις λιχουδιές που γευόμαστε και εμείς. Κάνουν σπονδές στην Μοίρα πίνοντας από το ίδιο ποτήρι κρασί που πίνουμε και εμείς. Είναι δίπλα μας με έναν άλλον τρόπο μέσω της μνήμης μας. Τα θραύσματα του σύγχρονου βίου μας επανασυγκολλούνται με την δική τους μνημονική παρουσία και υπενθύμιση. Μας μεταδίδουν την δική τους πραγματικότητα, την δική τους αγωνία για εμάς, για τους ανθρώπους, για τους πνευματικούς κληρονόμους της παράδοσης που αφήνουν πίσω τους, για τον κόσμο ολάκερο. Στο έργο του, αναγνωρίζουμε αυτήν την συστοιχία κεκοιμημένων και ζωντανών σε τέτοιο βαθμό που μας εκπλήσσει. Όλα είναι σχεδιασμένα με τέτοιον τρόπο που να χωρούν όλοι χωρίς εξαίρεση, χωρίς αστερίσκους, χωρίς πισωγυρίσματα. Κοινή η ιστορική συνείδηση. Κοινή η μνήμη του συλλογικού αισθήματος ελευθερίας και αγώνων.
       Ας δούμε τι μας λέει ο λόγος του καθηγητή Μιχάλη Γ. Μερακλή για τον φίλο και συναγωνιστή του ποιητή της Ρωμιοσύνης.                   

του Μιχάλη Μερακλή,

Το κείμενο που ακολουθεί είναι το τελευταίο μιας σειράς που άκουσε ο Ρίτσος να διαβάζω σε εκδηλώσεις, που οργάνωναν διάφοροι φορείς για να τον τιμήσουν. Και θα έλεγα τώρα, εκ των υστέρων, πως το κείμενό μου αυτό αποκτά μια πρόσθετη σημασία, καθώς αναφέρεται τελικά στο καθήκον που προέλαβε σταθερά ο Ρίτσος, να θυμόμαστε τους νεκρούς μας. Τους νεκρούς του Αγώνα. Ένας από τους μεγάλους νεκρούς είναι τώρα και εκείνος. Και το χρέος της μνήμης του, (στις 11 του Νοέμβρη συμπληρώνονται τρία χρόνια από το θάνατό του) είναι επιτακτικό για κάθε προοδευτικό και ευαίσθητο άνθρωπο.
Αγαπητοί φίλοι,
     Δοκίμασα αρκετές φορές ως τώρα τη χαρά να μιλήσω για τον Γιάννη Ρίτσο. Σε ανοιχτούς και σε κλειστούς χώρους. Σε πλατείες και σε αίθουσες διαλέξεων. Εύκολα μοιράζονται έτσι οι παρουσιάσεις του έργου του Ρίτσου, γιατί είναι, το έργο αυτό, σαν μια πλούσια και πολύμορφη μουσική, μουσική για ορχήστρα συμφωνική και μουσική δωματίου.
      Ένας μελετητής ή και ένας αναγνώστης του έχει πολλές ευκαιρίες να κατανοήσει το πράγμα αυτό. Σήμερα θα σταθώ σε μια απ’ αυτές, εξετάζοντας, τουλάχιστον από μια άποψη, τη λειτουργία του χρόνου.
     Στην ποίηση του Ρίτσου υπάρχουν, όπως θα έλεγε ένας φιλόλογος με τη γραμματική του, ισότιμα όλοι οι χρόνοι που εκφράζουν τη ρηματική σημασία, υπάρχουν όλοι οι τύποι εκφοράς του τρισδιάστατου χρόνου: Υπάρχει ισότιμα το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Αυτή η απλή παρατήρηση μας δίνει ωστόσο τη δυνατότητα να σκεφτούμε κάπως βαθύτερα, όπως είπα, για την καθολικότητα και την οικουμενικότητα του έργου του Ρίτσου, όπως εκφράζεται και μέσα από τη διάσταση του χρόνου.
     Ως ένας πολιτικοποιημένος ποιητής, ως ένα δρων πρόσωπο στην πολιτική ζωή και την ιδεολογική κίνηση του καιρού του, εύλογο είναι να εκφράζεται ο Ρίτσος με τον παρόντα, τον ενεστώτα χρόνο, για τον παρόν. Και ως οπαδός του κατεξοχήν ίσως αισιόδοξου πολιτικοφιλοσοφικού συστήματος, που βάθρο του έχει την πίστη στη σταθερή εξέλιξη του ανθρώπου και της ανθρώπινης κοινωνίας, με απώτατο στόχο και υπέρτατο «τέλος» την εξάλειψη της κοινωνικής αδικίας, εύλογο είναι, επίσης, να μιλάει με το μέλλοντα χρόνο, για το μέλλον. Δίνω μερικά δείγματα τέτοιας μελλοντικής ποίησης:
«Κι η πέτρα όπου κάθισαν κάτου
απ’ τις ελιές το απομεσή-
μερο άντικρυ στη θάλασσα
αύριο θα γίνει ασβέστης στο
καμίνι
μεθαύριο θ’ ασβεστώσουμε τα
σπίτια μας και το πεζούλι
της Αγιά-Σωτήρας
αντιμεθαύριο θα φυτέψουμε το
σπόρο εκεί που αποκοιμήθη-
θηκαν
κι ένα μπουμπούκι της ροδιάς
θα σκάσει πρώτο γέλιο του
μωρού στο κόρφο της λια-
κάδας.
Κι ύστερα πια θα κάτσουμε στην
πέτρα να διαβάσουμε όλη
την καρδιά τους
σα να διαβάζουμε πρώτη φορά
την ιστορία του κόσμου».
Κι άλλο ένα:
«Θα λιώσουμε μια μέρα τις
οβίδες
να φτιάξουμε σφυριά κι αλέτρια
και μπαλκόνια και φτερά
κι ένα άγαλμα Άφτερης Χαράς
στη στάση, εκεί, των λεωφο-
ρείων, στη φτωχογειτονιά
μας
στη γειτονιά μας που θα μερ-
μηγκιάζει απ’ τα γιαπιά
κάτου απ’ τ’ ασίγαστο χωνί
του χεροδύναμου μεγάφωνου
των συνδικάτων
που όλο θα λέει, θα λέει στα-
ράτα και με νούμερα
για τις τεράστιες καταχτήσεις
των λαών
στο πλάνο της ανοικοδόμησης
και θ’ απαγγέλλει ποιήματα
των νέων προλετάριων ποιητών
για το χαρούμενο έρωτα
για τους υδατοφράχτες
και για τον εξηλεκτρισμό του
κόσμου».
Κι ένας στίχος ακόμα:
«Ναι, θα τον ρίξουμε μια μέρα
ανάσκελα τον πόνο».
      Ο χρόνος, λοιπόν, που είναι ο πιο προβληματικός, ή πάντως μας κάνει να ρωτάμε, γιατί υπάρχει ισότιμα με τους άλλους, είναι ο χρόνος του παρελθόντος, γιατί στρέφει τα μάτια του ο ποιητής τόσο πολύ, τόσο συχνά, τόσο επίμονα στο παρελθόν; Τι μπορεί να βλέπει στο παρελθόν, τι μπορεί να θέλει από το παρελθόν ένας προοδευτικός ποιητής; Θα το πώς αμέσως, βλέπει στο παρελθόν, κατεξοχήν, τους νεκρούς του αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη’ τους νεκρούς, πρώτα και κύρια, που έπεσαν αυτοπροαίρετα, αυτούς που ο θάνατός του είταν το αναπότρεπτο αποτέλεσμα, η αναπόφευκτη συνέπεια μιας μεγάλης και δύσκολης απόφασης που πήραν σε δύσκολους και σκληρούς καιρούς. Και βλέπει ακόμα, ο ποιητής, στο παρελθόν, όλους εκείνους τους νεκρούς, που έπεσαν θύματα της κοινωνικής αδικίας, γιατί βρέθηκαν από τη μεριά των αδικημένων, των αδύνατων και των ανίσχυρων κατά την αυθαίρετη, δεσποτική, μισανθρωπική, εκμεταλλευτική διαίρεση του κόσμου.
     Δίνω πάλι μερικά παραδείγματα:
«Σε κείνα κει τα δέντρα είχαν
δέσει το σκοινί-
τρείς μέρες και τρείς νύχτες
έμειναν κει πέρα πέντε αν-
θρωποι
έτσι καβάλα στο γρήγορο άνεμο
δίχως να φεύγουν».
Κι άλλο ένα:
«Ζολιό, η Μαρία είχε μάθει
όπως και εμείς πως ο ουρανός
αρχίζει απ’ το ψωμί,
γι’ αυτό, λίγο προτού πεθάνει,
έδεσε τα χοντρά της χέρια στην
καρδιά της
κοίταξε απ’ τη μεριά που βγαίνει
ο ήλιος
κι είπε:
«αν είναι να χορτάσει ο κόσμος
το ψωμάκι
έτσι που δεν το χόρτασα ποτές
μου εγώ
ας πάω κι εγώ-
μονάχα να χορτάσει ο κόσμος
το ψωμάκι».
     Συχνά οι νεκροί του παρελθόντος μνημόνευσαν ήδη, μέσα στο παρελθόν, και μέσα από την πράξη του θανάτου τους, το μέλλον’ είναι μια δραματική σύνδεση του παρελθόντος με το μέλλον, σφραγισμένη με το αίμα των σκοτωμένων’ μια χαροκαμένη λαϊκή μάνα λέει, με το στόμα του ποιητή:
«Άχ, γιόκα μου, δεν σ’ έβλεπε το
σπίτι όλη μέρα (…)
φοβόμανε γιε μου και καμά-
ρωνα σαν τον πόνο και τη
χαρά της γέννας
και κάθε μέρα μες στο φόβο
μου σα να σε γένναα πάλι
και συ με τα συντρόφια σου να
λέτε και να λέτε,
να μη σώνουνται τα λόγια σας
αχ «θα ΄ρθει, μάνα, η μάνα μας
η λευτεριά», έτσι μου
΄λεγες,
αχ «θα ‘ρθει» κάθε που σε μά-
λωνα έλεγες-«.
     Υπάρχει ακόμα η σχέση αυτή των δύο χρόνων, αντιστραμμένη, με τη μνήμη του ο ποιητής σώζοντας, ζωντανεύοντας τους νεκρούς, μας τους παρουσιάζει, μας τους προβάλλει στο μέλλον, πιο ζωντανούς από τους ζωντανούς, πιο σίγουρα μελλοντικούς από το αβέβαιο, ως προς τη συνέπειά τους, ως προς το τι θα πράξουν, μέλλον των ζωντανών:
«Πού να ‘σαι, αγόρι μας, πού να
‘σαι, που σε πήγαν;
Όπου και να ‘σαι θα σε βρώ-
όπου και να ‘σαι,
ανάμεσα σ’ όλους τους θανά-
τους θα σε φέρω πίσω
κάτω απ’ την πλάκα του φεγγα-
ριού θα βρω τα χέρια σου
κόκαλο κόκαλο θα δέσω το
κορμί σου
γιέ μου με χώμα και νερό, γιέ
μου με το αίμα μου
όμορφο και καλόν ως είσουν θα
σε πλάσω-πιο όμορφο
δεν το μπορεί μήτε ο θεός μήτε
και το τραγούδι.
Μια πέτρινη καμπάνα, μόνος
μου, στους ώμους μου θα σ’
ανεβάσω,
σκύβοντας ως τη γη το μέτωπο
θα σ’ ανεβάσω μες στον κό-
σμο
μόνος στους σιδερένιους
ώμους μου θα σε σηκώσω
καμπάνα να σε στήσω να σημαί-
νεις την αθανασία, καμπάνα
μου,
φεγγάρι να σε στήσω πάνου από
τη θλίψη μας, φεγγάρι μου,
ήλιο μεγάλο να σε στήσω ολο-
μεσίς στο θάνατο, ήλιε
μου…»
     «Θα ‘ναι δύσκολο να ξεχάσουμε», έγραφε ο Ρίτσος στη «Ρωμιοσύνη» συνθεμένη στα χρόνια 1945-1947. Σήμερα έχει γίνει αντίθετα για πολλούς, και για πολλούς λόγους, δύσκολο το να θυμούνται. Η δυσκολία αυτής της μνήμης υποβαλλόταν και επιβαλλόταν, κανονικά, από την επομένη του πολέμου, όταν σβήνονταν επιμελώς όλα τα συνθήματα της Κατοχής και της Αντίστασης όταν εξαφανίζονταν επιμελώς όλα τα ίχνη της θυσίας. Από ποιους; Από εκείνους που είχαν κατορθώσει να κάνουν άλλη μια φορά κράτος και εξουσία και εκπαίδευση και πνευματική ζωή την αδικία τους. Κανένας δεν έπρεπε να δει, να τιμήσει, να αναπολήσει τους νεκρούς, κανένα πρόγραμμα διδασκαλίας και κανένα σύγγραμμα και καμιά εικόνα δεν έπρεπε να μιλήσει γι’ αυτούς,-είταν μια τεράστια, σκληρή και άγρια εκστρατεία λήθης, που κράτησε χρόνια. Η από έξω επιβαλλόμενη αυτή αναγκαστική απαλλοτρίωση των νεκρών, η δυσκολία να θυμόμαστε τους νεκρούς είχε αρχίσει, ενώ, ακόμα για πολλά χρόνια ακόμα, έπεφταν νέοι νεκροί. Κι έπρεπε όλοι να λησμονηθούν, και αυτοί που είχαν πεθάνει και αυτοί που είταν να πεθάνουν-ένα πανίσχυρο τρομοκρατικό καθεστώς επέβαλλε στους πολίτες να λησμονούν τους νεκρούς, που ακόμα πεθαίνουν, ήθελε να τους σκοτώσει δύο φορές και σωματικά, και μέσα στη μνήμη και τη σκέψη των επιζώντων. Ο ποιητής αντιστάθηκε σ’ αυτή την επιχείρηση της λήθης, τάχθηκε εναντίον της λήθης, διακήρυξε την ανάγκη της μνήμης των νεκρών:
«Τους νεκρούς τους στοιβάζαν
οι υπηρέτες στο μεγάλο
υπόγειο. Ύστερα
ανάβαν φώτα στα άλλα πατώμα-
τα-κρύσταλλα, τζάμια,
σκαλοπάτια,
πηλήκια, ομιλίες, χειρονομίες,
παράσημα.
Εμείς
δε βλέπαμε άλλο απ’ τους νε-
κρούς. Μ’ αυτούς μιλού-
σαμε μόνο. Τα μεσάνυχτα
μαζί με τη γυναίκα του θυρωρού
τους ανεβάζαμε πάνω στην
ταράτσα
με τον μεγάλο μυστικό ανελκυ-
στήρα του χειρουργείου.
Από
κει
φαίνονταν πέρα οι ρυθμικές
δονήσεις απ’ τους γυάλι-
νους πνεύμονες της πολι-
τείας».
Οι δυσκολίες πολλαπλασιάστηκαν με τον καιρό. Στη βούληση εκείνων που επέβαλλαν τη λήθη προστέθηκε η βούλης του καιρού, που φέρνει τη λησμονιά. Τότε, στην εποχή της βίας, ο ποιητής έκανε έκκληση για μνήμη:
Θυμηθείτε (…)
«Οι νεκροί κοιμούνται κάτου απ’
τα βήματά μας.
-Όταν εσύ κι εγώ αγρυπνάμε
δεν κοιμούνται».
Αλλά ξέρει ο ποιητής πως υπάρχουν και σήμερα δυσκολίες για την απόφαση της μνήμης’ μάλιστα, καθώς είπα, πολλαπλασιασμένες. Έτσι δεν έπαψε, ουσιαστικά, να απευθύνει την ίδια έκκληση. Στο τέλος του τελευταίου τόμου της εννεάτομης μυθιστορηματικής σειράς του «Εικονοστάσιο ανωνύμων αγίων» διαβάζουμε:
«Αύριο, αύριο, αύριο». Στη μέση της κάμαρας η μεγάλη πράσινη λεκάνη της εξορίας-τέλειος κύκλος». Χρονολογία συγγραφής του κειμένου: 23.11.1985. Αυτός ο τέλειος κύκλος μπορεί να είναι και ο χρόνος του Γιάννη Ρίτσου. Αυτή η σύμπτωση και η στερνή αλληλουχία και αλληλοϋπαρξη και αλληλοϋποστήριξη των τριών διαστάσεων του χρόνου. Το παρελθόν της εξορίας, το παρόν της συγγραφής, το αύριο του οράματος, γίνονται ένα, κάτι ενιαίο και αδιάσπαστο, μέσα στο οποίο υπάρχουμε. Ο Ρίτσος επιμένει, πως δίχως το παρελθόν μας δεν θα ξέρουμε καν πως είμαστε εμείς. Θα είμαστε χωρίς ταυτότητα. Ο προοδευτικός αυτός ποιητής συντηρεί το παρελθόν του και το παρελθόν μας μ’ ένα τρόπο, ο οποίος πρέπει να γίνει σε εμάς μάθημα. Ένα από το μεγάλο μάθημα που πρέπει να μάθει ο σημερινός άνθρωπος, και κατεξοχήν ο προοδευτικός άνθρωπος, είναι η μνήμη του παρελθόντος.
      Για την οποία θέλω κάτι ακόμα να σημειώσω, σε σχέση με το Γιάννη Ρίτσο. Μας καλεί σε μια μνήμη και αλλιώς δύσκολη, ο ποιητής θέλει να είμαστε, συγχρόνως, μνήμονες και αμνησίκακοι, θέλει να θυμόμαστε τους νεκρούς, τους αγώνες και τις αγωνίες τους, απαλλαγμένοι, εμείς, από το μίσος εκείνο, που τους σκότωσε. Οι νεκροί που τιμάει ο ποιητής δεν σκοτώθηκαν γιατί μίσησαν τους απέναντί τους, παρά γιατί αντιστάθηκαν στο μίσος εκείνων. Το έργο του είναι διάσπαρτο από αυτή τη μνήμη, αναθυμάται τον πόνο, αλλά ξεχνάει το μίσος για τον πόνο. Αυτή η βαθύτερη αθωότητα και αγιότητα που εγκατοικεί στη μνήμη του ποιητή εξηγεί και την παρουσία ενός άλλου είδους μνήμης, που επίσης κυριαρχεί στην ποίησή του’ είναι η μνήμη της παιδικής ηλικίας, για την οποία θα έπρεπε να γίνει ξεχωριστός λόγος. Εδώ θα τελειώσω με μερικούς στίχους από τον «Ορέστη», ένα αριστουργηματικό έργο συνθετικό, γραμμένο στη δεκαετία του 1960 (πριν από τη δικτατορία), που ανήκει σε μια σειρά έργων, αφορμημένων από τα ερεθίσματα ενός τρίτου είδους μνήμης,-θα την έλεγα, αυτή, μυθολογική. Ο κόσμος του αρχαίου ελληνικού μύθου έχει εμπνεύσει το Ρίτσο την παρόρμηση να εκφράσει, με τα πρόσωπα και τα σύμβολα του, και σε συνδυασμό με καθέκαστα από το τρισδιάστατο φάσμα του χρόνου, ορισμένες θεμελιώδεις ιδέες του και αξίες. Ο Ορέστης του Ρίτσου είναι ένα δραματικό πρόσωπο το οποίο, κι αν εκτέλεσε τελικά το χρέος που του υπαγορεύθηκε και το αναγνώρισε ως χρέος και ο ίδιος, πέρασε ωστόσο από τη μεγάλη δοκιμασία της διχασμένης συνείδησής του, γιατί το χρέος τούτο θα εκπληρωνόταν με την απώλεια της ζωής ενός ανθρώπου, έστω και δολοφόνου. Ο Ρίτσος που θυμάται το μύθο για να μελετήσει, μέσα και από αυτόν, το πεπρωμένο του ανθρώπου, αγαπάει τον Ορέστη, δεν είναι με την Ηλέκτρα, που δεν θα σταθεί ικανή να δοκιμάσει τον ταλανισμό του αδελφού της. Αυτόν τον τελευταίο θα τον δούμε να λέει:
«Θεότυφλη, φυλακισμένη στην
τυφλότητά της. Μα πώς γί-
νεται
να ζει μια ζωή μονάχα απ’ την
αντίθεσή της σε μιαν άλλη,
μονάχα απ’ το μίσος για μιάν
άλλη, κι όχι από την αγάπη
της δικής της ζωής, χωρίς μια
θέση δική της; Και τι θέ-
λουν;
Τι θέλουν από μένα; «Εκδίκηση,
εκδίκηση», φωνάζουν.
Ας την πράξουν λοιπόν μοναχοί
τους, μια κι η εκδίκηση τους
τρέφει».
     Η μνήμη του μύθου, η μνήμη της παιδικής ηλικίας, η μνήμη των αγωνιστών,-αυτή προπάντων-υπάρχουν και επιτελούν, μέσα στην ποίησή του Γιάννη Ρίτσου, μιαν εξανθρωπιστική λειτουργία. Ένα από τα μεγάλα μηνύματα ή διδάγματα, ή μία από τις επώδυνες κραυγές που αφήνει η μεγάλη αυτή ποίηση είναι, ότι η λήθη φθείρει την ανθρωπιά μας’ ότι, στο βαθμό που λησμονάμε, απανθρωπιζόμαστε. Η ποίηση του Ρίτσου μας εμποδίζει να λησμονάμε. Είναι εμπόδιο λησμονιάς.
Μιχάλης Γ. Μερακλής, εφημερίδα «ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» 7 Νοεμβρίου 1993, σ.33.

Σημείωση:
Θεωρώ ότι το κείμενο του καθηγητή Μιχάλη Γ. Μερακλή για το «αίτημα της μνήμης» στην ποίηση του ποιητή της Ρωμιοσύνης μας δείχνει το βάθος και το εύρος της διάστασης μέσα στον χρόνο και στον χώρο που έχει το έργο του Γιάννη Ρίτσου. Η εξακολουθητική λειτουργία της μνήμης μέσα στην καθόλου ποιητική του δημιουργία είναι έντονη και διαρκώς παρούσα. Η λειτουργία της μνήμης μέσα στην ποίηση του Ρίτσου έχει διπλή στόχευση. Από την μία υπάρχει το προσωπικό επίπεδο, όπου ο ποιητής μας εξιστορεί τις δικές του ατομικές βασανιστικές περιπέτειες και ταλαιπωρίες ζωής και των οικείων του, και από την άλλη, σε συλλογικό επίπεδο, όπου ο ποιητής θυμάται και μας αφηγείται τις ένδοξες και αιματοβαμμένες ταλαιπωρίες και βάσανα των συντρόφων ομοϊδεατών του και κατ’ επέκταση και των ελλήνων, στον διπλό αγώνα τους ενάντια στον ντόπιο και τον ξένο δυνάστη στην επιθυμία τους για ανεξαρτησία, κοινωνική δικαιοσύνη, πολιτική ελευθερία και δημοκρατία. Το «Θυμήσου Σώμα» του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη συναντά το «Μνήμη του Λαού μου σε λένε…» του Οδυσσέα Ελύτη στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου. Ενσωματώνεται το αυστηρά προσωπικό με το πλέριο συλλογικό, σε ένα πανανθρώπινο και φιλάνθρωπο οραματισμό μέσα στον χρόνο και σε συγκεκριμένο τόπο. Η  Όπου η ποιητική φωνή του Γιάννη Ρίτσου φωτίζει και εξιστορεί τις περιπέτειες του ελληνισμού, του έλληνα ανθρώπου μέσα στο ιστορικό του διάβα. Και η ανθρωπιστική διάσταση του έργου του, χαράσσει τον σταυρό του παρελθόντος με αυτόν του παρόντος.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα 8 Ιουνίου 2018
Πειραιάς, 8/6/2018

ΥΓ. Το σύνολο ποιητικό έργο του Γιάννη Ρίτσου, είναι το πλέον τρανταχτό παράδειγμα, ένα ακόμα παράδειγμα μέσα στην ελληνική γραμματεία-για εκείνους που πιστεύουν ότι οι αριστεροί δημιουργοί δεν αγαπούν και δεν σέβονται την πατρίδα τους. Οι ποιητές αυτού του πολιτικού χαρακώματος μας έμαθαν να αγαπάμε την χώρα μας. Όπως φυσικά και οι άλλοι δημιουργοί, που ανήκαν στην αντίπαλη πολιτική παράταξη. Η αξιοποίηση των θετικών αξιών και από τις δύο πλευρές του αγώνα, ποτίζει διαχρονικά αυτό το δέντρο-κυπαρίσσι που λέγεται Ελλάδα.
Γιατί όπως μας λέει και ένας άλλος της ελληνικής παράδοσης εκκλησιαστικός ποιητής ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής:
«Όλος γαρ ο νοητός κόσμος, όλω τω αισθητώ μυστικώς τοις συμβολικοίς είδεσι τυπούμενος, φαίνεται τοις οράν δυναμένοις’ και όλως όλω τω νοητώ ο αισθητός γνωστικώς κατά νούν, τοις λόγοις απλούμενος ενυπάρχων εστίν…».                       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου