Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2019

Πειραιάς, Χριστούγεννα 2019


Η φιλία σύμφωνα με τον Βιτγκενστάϊν
του Ευγένιου Αρανίτση
εφημερίδα Κυριακάτικη «Ελευθεροτυπία»- Η Τέχνη της ζωής τεύχος 33/30-6-2002
Η φιλία σύμφωνα με τον Βιτγκενστάϊν
    « Ένας φίλος», είπε ο Βιτγκενστάιν, «είναι κάποιος με τον οποίο μπορείς να λες ανοησίες με τη σέσουλα». Εγώ, απεναντίας, πίστευα πάντα πως ένας φίλος είναι κάποιος με τον οποίο μπορείς να ανοίγεις συζητήσεις όχι απλώς σοβαρές αλλά κυριολεκτικά επικίνδυνες. Περιττό να υπογραμμίσω πόσο ευχάριστο είναι να εντοπίζει κανείς τα λάθη του Βιτγκενστάιν. Δεν συμβαίνει πλέον καθημερινά, πώς να το κάνουμε.
     Διότι, τι άλλο είναι η σοβαρή συζήτηση αν όχι κυκλοφορία νοημάτων συνδεδεμένων μ’ εκείνη την ψυχική ρίζα που η ύπαρξή της υποτίθεται ότι πρέπει, πάση θυσία, να αποσιωπηθεί; Εκκωφαντική μοιάζει όντως η σιωπή στο εγκαταλελειμμένο ρεπερτόριο των συνομιλιών που δεν γίνονται πια, δηλαδή εκείνων που το περιεχόμενό τους συμπίπτει με συναισθηματικά και συγκινησιακά διακυβεύματα. Στον κενό αλλά φορτισμένο τους αντίλαλο ασκούνται τώρα ως λάτρες της ευκολίας, κοροϊδεύοντας το υπονοούμενο μιας αγάπης περισσότερο απαιτητικής από την ανταλλαγή αστεϊσμών. Ότι αγάπη σημαίνει να επωμίζεσαι το φοβερό ρεαλισμό που επιβάλλουν οι διαπροσωπικές εκκρεμότητες το ξεχνούν.
      Φίλος θα ήταν, εντέλει, εκείνος που θα σου επέτρεπε να του πεις την αλήθεια, ανοιχτός στο να δεχτεί τη βοήθειά σου. Κατ’ ουσίαν, ο βαθμός φιλίας που συνδέει δύο πρόσωπα δεν διαφέρει από το βαθμό της άνεσης που διέπει τη μεταξύ τους ελευθερία λόγου. Ο Μπέκετ άφησε να εννοηθεί ότι η φιλία ίσως είναι η δυνατότητα να κάθεσαι απέναντι στον άλλο με τις ώρες δίχως να λέτε τίποτα. Αν θέλετε τη γνώμη μου, αυτή είναι όντως μια καλή φιλία για γάτες και σκύλους.
     Ότι το 99% των περιπτώσεων που χαρακτηρίζονται φιλίες εμφανίζονται σαν τέτοιες μόνον απατηλά διακρίνεται δια γυμνού οφθαλμού στην προσοχή που δαπανούν οι άνθρωποι ώστε να μη διαβούν κάποιο νοητό όριο ανάμεσα στο επιτρεπτό και το λογοκριμένο. Οφείλει κανείς να βρίσκεται αδιάκοπα σε εγρήγορση προκειμένου να μην ακουμπήσει το φράχτη της περιοχής που ο άλλος θεωρεί αυστηρά προσωπική, περιοχή απαγορευμένη στον επισκέπτη, ο οποίος, ακριβώς, θα σεβαστεί την απαγόρευση, νομίζοντας ότι έτσι τηρεί τους όρους της συμπάθειας, λες και αυτή είναι συμβόλαιο.
     Όλο το παραπάνω συνδυάζεται θαυμάσια με το μοντέρνο πνεύμα που απαιτεί από τον άνθρωπο να παραδίδεται σε προσομοιώσεις γεγονότων, κινούμενος σ’ έναν ιμάντα αυτόματων διεκπεραιώσεων. Άλλωστε, ότι οι πραγματικές φιλίες λιγοστεύουν μπορούμε να το συμπεράνουμε από την κατακόρυφη αύξηση του αριθμού των υποτιθέμενων φίλων, των χρηστικών τηλεφώνων που συσσωρεύονται στα καρνέ, των καταθλιπτικών συναναστροφών μεταξύ ατόμων που οι δεσμοί τους έχουν προσβληθεί από την αρρώστια του ποσοτικού.
     Αϋλες φιλίες, όπως ταιριάζει στον κοινωνικό κυβερνοχώρο, διάφανες και αβαρείς, πολλαπλασιαζόμενες όπως τα βακτηρίδια και, οπωσδήποτε, διαθέσιμες σε μια ξαφνική σβέση που δεν αφήνει πίσω της το παραμικρό λειτουργικό ίχνος, μόνο μια διάχυτη αντιπάθεια όλων προς όλους, η οποία έρχεται να εναρμονιστεί με την ψυχρότητα του καινούργιου συναινετικού πολιτισμού.
     Όμως και οι παλιές ισχυρές φιλίες παρακμάζουν συχνά, επειδή δοκιμάζονται στο μεταίχμιο αυτής της αντοχής στην εμβάθυνση, αυτής της μύησης στην ελευθερία που προϋποθέτει η αλληλοβοήθεια, και οι φίλοι παίρνουν διαφορετικούς δρόμους εφόσον δεν ανέχονται να μοιραστούν το απερίφραστο μήνυμα μιας ειλικρίνειας που θα τους ταλαιπωρούσε. Εν ολίγοις, η σημαντικότερη ανάμεσα στις αιτίες κατάρρευσης ή του σταδιακού εκφυλισμού των αυθεντικών φιλικών σχέσεων της μετεφηβικής φάσης πρέπει να αναζητηθεί στη διαφορά του ρυθμού με τον οποίο οι άνθρωποι κινούνται με κατεύθυνση την ωριμότητα.
   Η τελευταία, στο μυαλό αμέτρητων ανθρώπων, συμπίπτει με την ωρίμανση των μεθόδων με τις οποίες αυτοί υποδύονται τους εφήβους. Θα παραμείνουν τέτοιοι, πεισματικά, αιωνίως, και θα απομακρυνθούν, σιωπηρά ή βίαια, από όσους αποπειράθηκαν να τους βοηθήσουν ώστε να πάψουν να φυτοζωούν απομυζώντας φαντασιώσεις. Μάλιστα, η απομάκρυνση αυτή θα αφήσει μια γεύση μνησικακίας, κάτι ματαιωμένο θα περιφέρεται εσαεί στην ατμόσφαιρα και θα την επιβαρύνει με τη δυσοσμία του. Μπορεί κανείς να συγχωρέσει τα πάντα εκτός από το φανατισμό εκείνου που επιμένει να τον προειδοποιήσει ότι έχει μπει σε αδιέξοδο. Ο άνθρωπος δέχεται να διαπραγματευθεί οτιδήποτε πλην της άνεσης που προσφέρει η κώφωση.
     Οι φιλίες που αποσπάστηκαν από την πραγματική ζωή για το λόγο ότι ήταν φτιαγμένες από την εμπειρία του αναλλοίωτου, της αμετάκλητης εφηβείας, φιλίες προγραμματισμένες να είναι στάσιμες, επαναληπτικές, αιχμάλωτες των στερεοτύπων της ασφάλειας, αιωρούνται σαν κακές αναμνήσεις. Τις υποδέχεται το λευκό συναισθηματικό κλίμα του μεταμοντέρνου κόσμου, όπου όλα αποτελούν, ούτως ή άλλως, προσποίηση. Έξω απ’ αυτή τη φρενήρη ισοπέδωση των αιχμών της ζωτικότητας, κάποιοι συνειδητοποιούν ότι η μοναξιά, περιέργως, είναι μέγεθος εντελώς ανεξάρτητο από το πλήθος των ανθρώπων που συναναστρέφεσαι, για να μην πω αντιστρόφως ανάλογο. Ιδεώδης τόπος για να μελετήσεις τη μοναξιά είναι ο συνωστισμός.
ΟΣΟ ΜΠΟΡΕΙΣ
Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μήν την εξευτελίζεις
μές στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στές πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μήν την εξευτελίζεις πιαίνοντάς την,
Γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στών σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ως πού να γίνει σα μια ξένη φορτική.
     Κωνσταντίνος Καβάφης 
Ρομαντισμός και απομόνωση
του HERBERT MARCUSE, από το βιβλίο,  
«Μια συζήτηση με τον Herbert Marcuse. ΕΞΕΓΕΡΣΗ-ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΣ-ΜΟΝΑΞΙΑ». Εκδόσεις «Ρόμβος»-Αθήνα χ.χ. μετάφραση Μαρίας-Λουϊζας Κωνσταντινίδη, σελίδες 48, δραχμές 30
Ερώτηση:
Με λίγα λόγια: Ώστε είμαστε υποχρεωμένοι ν’ ανήκουμε στις ηγετικές κάστες. Αυτό το θλιβερό συμπέρασμα βγάλαμε κυνικά από τις δηλώσεις σας. Όλα τ’ άλλα είναι τυχοδιωκτισμός, καταδικασμένος λίγο ή πολύ σε αποτυχία. Θα μπορούσε κανείς φυσικά, σαν τόπο της προτίμησής του για περιπέτεια να διαλέξει το Παρίσι ή το Βερολίνο, και εκεί να ονειρεύεται και ν’ αναπολεί να γίνει Γκεβάρα.
Μαρκούζε:
Ο Γκεβάρα δεν είναι ισοδύναμο της περιπέτειας. Ήταν η σύζευξη της περιπέτειας με την επαναστατική πολιτική. Μια επανάσταση, που δεν κλείνει μέσα της κάτι από το δονικιχωτισμό, δεν αξίζει πεντάρα. Όλα τ’ άλλα είναι τάξη, συνδικάτο, σοσιαλδημοκρατία, κατεστημένο. Η περιπέτεια δρασκελίζει πάνω απ’ αυτά…
Ερώτηση:
Αυτό που εσείς ονομάζετε περιπέτεια, άλλοι τ’ ονομάζουν ρομαντισμό…
Μαρκούζε:
Άς το πούμε όπως θέλετε εσείς. Η περιπέτεια είναι το άλμα πάνω απ’ τα σύνορα μιας δεδομένης πραγματικότητας. Δεν θέλουν να συμπεριλάβουν την επανάσταση στα πλαίσια της παραδεδεγμένης πραγματικότητας. Πέστε εσείς όπως θέλετε αυτή την ιδιοτροπία τους. Τάση προς περιπέτεια, ρομαντισμό ή φαντασία. Είναι ένα στοιχείο «εκ των ούκ άνευ» κάθε επανάστασης.
Ερώτηση:
Αναμφισβήτητα. Αλλά η συγκεκριμένη ανάλυση της κατάστασης των χωρών, όπου η επανάσταση διενεργείται, ίσως κι αυτό να μην είναι ένα εντελώς περιφρονητέο στοιχείο. Αν θέλουμε η επανάσταση να νικήσει, κι όχι μονάχα να τη διατηρήσουμε σε κατάσταση ονείρου. Αλλά ακόμη μια ερώτηση: Την έλλειψη της απομόνωσης και ησυχίας, που κυριαρχεί στην σύγχρονη κοινωνία, την θεωρείτε σαν μια σκληρή καταπίεση, απ’ την οποία υποφέρουμε. Αυτό το κακό μέρος δεν συναντάται και στις κολεκτιβιστικές κοινωνίες;
Μαρκούζε:
Πρώτα απ’ όλα, η έννοια της κολλεκτιβιστικής κοινωνίας πρέπει ν’ αποκρουστεί. Υπάρχουν πολλών ειδών κολλεκτιβισμοί. Υπάρχει ένας, πού είναι θεμελιωμένος πάνω σε μια γνήσια ανθρώπινη αλληλεγγύη. Υπάρχει κι άλλος ένας που στηρίζεται σ’ ένα επιβεβλημένο στους ανθρώπους αυταρχικό καθεστώς. Η ανεξαρτησία, η σιωπή, η αναγκαία για τον άνθρωπο μοναξιά φθείρονται στην ελεύθερη κοινωνία ολόιδια όπως και σε μια κολλεκτιβιστική. Το αποφασιστικό ερώτημα είναι, αν τα επιβεβλημένα στο άτομο όρια αποβλέπουν προς το συμφέρον της εξουσίας και της επιρροής των μαζών ή αντίθετα προς όφελος της ανθρώπινης προόδου.
Ερώτηση:
Θα θέλαμε να μάθουμε ποιοι θόρυβοι είναι προοδευτικοί…
Κι αυτό, μονάχα για να τους υποστούμε μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη. Μας συγχωρείτε, για το αστείο που επιτρέψαμε στον εαυτό μας.
Μαρκούζε:
Δεν υπάρχει ελεύθερη κοινωνία χωρίς το γνώρισμα της ησυχίας, χωρίς να διαθέτει έναν εσωτερικό και εξωτερικό χώρο επιθυμητής μοναξιάς, μέσα στην οποία να αναπτύσσεται η ατομική ελευθερία. Όταν σε μιά, σοσιαλιστική κοινωνία δεν υπάρχει προσωπική ζωή κι ανεξαρτησία, ησυχία κι απομόνωση, τότε δεν είναι με κανέναν τρόπο σοσιαλιστική κοινωνία! Δεν είναι ακόμη…
Χέρμπερτ Μαρκούζε
Η ΠΟΛΙΣ
Είπες «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή’
κ’ είναι η καρδιά μου-σαν νεκρός-θαμένη.
Ο νούς μου ως πότε μές στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
πού τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα».

Καινούργιους τόπους δεν θα βρείς, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στές γειτονιές τές ίδιες θα γερνάς’
και μές στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή υα φθάνεις. Για τα αλλού-μη ελπίζεις-
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό,
Έτσι πού τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κόχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γή την χάλασες.
     Κωνσταντίνος Καβάφης
Σημειώσεις:
     Πειραιάς, Χριστούγεννα 2019. Η πόλη είναι στολισμένη χαρμόσυνα και εορταστικά. Πολύχρωμα στολίδια, μπάλες κάθε μεγέθους και γιρλάντες χριστουγεννιάτικες, μικρά έλατα κοσμούν την πόλη. Χο χο χο αγιοβασίληδες με την κόκκινη ερμίνα τους και την κάτασπρη γενειάδα τους στέκουν σε διάφορα σημεία της πόλης τρίβοντας τα χέρια τους, όχι μόνο από εορταστική απόλαυση αλλά και από την ελεγχόμενη παγωνιά. Η ηδονική πολυχρωμία του χώρου, η στιλπνότητα των μικρών και μεγάλων παιχνιδιών, η ποικιλία και η πολυμορφία τους, τα μεγέθη και οι ποιότητές τους, το αμπαλάρισμά τους ως απαραίτητα δώρα των εορτών, δημιουργούν μαγευτική ατμόσφαιρα σε αυτούς που περπατούν στους δρόμους της στολισμένης πόλης αυτές τις μέρες. Ιδιαίτερη είναι η χαρά για τα μικρά παιδιά, που κρατώντας σφιχτά από το χέρι τους γονείς τους, τις μαμάδες και τους πατεράδες τους, τους τραβούν με δύναμη, πείσμα και κλάματα μπροστά στις βιτρίνες των φωταγωγημένων και στολισμένων εμπορικών καταστημάτων. Του Πειραιά. Ελκυστικές εικόνες για μικρούς και μεγάλους. Μαγευτικό χριστουγεννιάτικο πειραιώτικο κλίμα ονειρικής αναπόλησης για τους μεγαλύτερους και φανταστικών πρωτόγνωρων εμπειριών και παραστάσεων για τους μικρούς μπόμπιρες που τσιρίζουν διαρκώς ζητώντας τα πάντα που βλέπουν γύρω τους. Από όλους. Απαιτώντας από τις μαμάδες τους να τους αγοράσουν δώρα-παιχνίδια για το σπίτι. Γλυκά και λιχουδιές που σου τρέχουν τα σάλια. Εικόνες ξεγνοιασιάς της Πόλης, υπαίθριου παιχνιδιού και χαράς, διασκέδασης και βόλτας, εργασιακής χαλάρωσης και δημόσιου πολιτικού και κοινωνικού κουτσομπολιού. Συνήθεις εικόνες εμπορικού οργασμού και ταχυφαγικής βουλιμίας. Μικρό εμπορίου στις κεντρικές πλατείες και μουσικών ακουσμάτων από μικρές φυσαρμόνικες και κιθάρες, που γρατζουνίζουν ρομαντικές των σύγχρονων δρόμων των πόλεων υπάρξεις, σε κεντρικά σημεία. Γεύσεων στο πόδι και ζαχαροπλαστικών αισθήσεων με σιρόπι που πωλούν με χαμόγελο κοριτσόπουλα με ταρανδοειδή κερατάκια να στολίζουν τον κόκκινο σκούφο τους. Μισοψημένα κάστανα και μικρά άψητα καλαμπόκια που περιμένουν τους λάτρεις του είδους πάνω στην φουφού του καστανά που ξεροσταλιάζει στην γωνία της οδού Σωτήρος και Καραϊσκου, λοξοκοιτώντας τον ποιητή Νικηφόρο Βρεττάκο. Ενώ κοντά στην προτομή του πειραιώτη μουσικού Μενέλαου Παλλάντιου, μελαχρινός κύριος, σιωπηλά, πουλά χριστουγεννιάτικα γκι πάνω σε μικρό πάγκο. Στην γωνία της λεωφόρου Ηρώων Πολυτεχνείου στέκεται προς πώληση μια μικρή ρομβία που παίζει παλαιά τραγούδια. Μουσικά ακούσματα παράξενα για τις νεότερες γενιές των πειραιωτών, που ακούμε πλέον μόνο στις παλαιές ελληνικές ταινίες. Στην αγίου Κωνσταντίνου κάποιος πλανόδιος πωλητής διαφημίζει το σαλέπι του. Ενώ το καμπαναριό της εκκλησίας συνοδεύει τους προσκυνητές της φάτνης που υπάρχει μπροστά της.  Σαλέπι από το ζεστό σαμοβάρι και κάστανα, πουλά και μπροστά στον ηλεκτρικό σταθμό, ένας άλλος λάτρης της παράδοσης. Ο τρίτος καστανάς που αναγνωρίζεις στέκεται όρθιος επί της Βασιλέως Γεωργίου γωνία με την Υψηλάντους, κοντά στην παλαιά τεχνική σχολή «Πυθαγόρας» του Μαρκοζάνη. Ζεστό εύγεστο σαλέπι για τις κρύες μέρες και το συνάχι, αναζητούν να πιούν και οι ελάχιστοι τολμηροί πειραιώτες χειμερινοί κολυμβητές, που διακρίνεις μέσα από τα παράθυρα του λεωφορείου της γραμμής 904, μόλις στρίψει από την γωνία της Σχολής Δοκίμων, και τους ζηλεύεις.  Τα καρουζέλ και το υπαίθριο λούνα παρκ  περιμένει τα παιδιά μπροστά από το Δημαρχείο να παίξουν. Αλογάκια και αυτοκινητάκια με μουσική υπόκρουση περιμένουν με ανοιχτές τις σχισμές τους τα ευρώ των μαμάδων και τους μικρούς κανακάρηδες. Ανθρώπινες ουρές περιμένουν έξω από τα ΑΤΜ των κλειστών τραπεζών να εισπράξουν το έκτακτο επίδομα που τους έταξαν οι κυβερνώντες.  Τα ηλεκτρικά αυτοκινητάκια κινούνται σαν σβούρες τρακάροντας το ένα το άλλο πάνω στην πίστα, στην πλατεία στο Πασαλιμάνι. Τα πιτσιρίκια φωνάζοντας κρατούν το τιμόνι με την συνοδεία των γονιών τους, που αυτοί, καθώς αναγνωρίζεις στα βλέμματά τους, το απολαμβάνουν περισσότερο από τα παιδιά τους. Ή μάλλον, ζητούσαν την αφορμή για να καθίσουν εκείνοι στο τιμόνι και να οδηγήσουν, να αισθανθούν έστω και για λίγο και εκείνοι παιδιά. Ένα απέραντο ανθρωποβούισμα φωνών, φιλικών ομιλιών ακούγεται όχι και τόσο χαμηλόφωνα, νεανικών και εφηβικών χειρονομιών που απλώνεται στην πλατεία, στην οδό Κανάρη. Στο λεγόμενο παζάρι, μπροστά στο παλαιό ζαχαροπλαστείο του Παπασπύρου. Σήμερα η μεγάλη του αίθουσα-κάτω από το νέο ιδιοκτησιακό της καθεστώς- είναι γεμάτη νεαρόκοσμο και όχι μόνο, που γεύονται τα μεγάλης ποικιλία γλυκά του καταστήματος, τους ζεστούς καφέδες, τις τυρόπιτες και τα ποτά, και το εύγεστο πάντα έδεσμα, γιαούρτι με φρούτα πασπαλισμένο με τρούφα σοκολάτα. Εκατοντάδες νέοι και νέες, μικροί και μεγάλοι, άντρες και γυναίκες, έλληνες και ξένοι, μοναχικά άτομα ή με τις οικογένειες τους κρατώντας ένα κινητό στο ένα τους χέρι και ένα ποτήρι φραπέ στο άλλο τιτιβίζουν ασύστολα στην παραλιακή Ακτή Μουτσοπούλου.  Περνούν μπροστά από την προτομή του πειραιώτη ποιητή Λάμπρου Πορφύρα που τους αγναντεύει μελαγχολικά, καθώς άγνωστοι! Έχουν βάψει το πρόσωπό του με μπογιές και διάφορα δήθεν της ελευθερίας σύμβολα. Λαχανιασμένες φωνές ατόμων που συνομιλούν στα κινητά τους με ποιος ξέρει ποιους, συνομηλίκους τους. Ψιθυριστές φωνές που νιώθεις πως ερωτοτροπούν ή κλείνουν τα ραντεβού τους άλλοτε χαρούμενες άλλοτε τσατισμένες. Φωνές που λένε τα οικογενειακά τους με στόμφο δίκιου, μυστικά των ελλήνων που σκορπιούνται με τον φλοίσβο στην πειραϊκή γη και θάλασσα. Άτομα κάθε ηλικίας που χαζολογώντας απολαμβάνουν τον ήλιο με δόντια που σκέπει την πόλη τις γιορτινές αυτές ημέρες. Σποραδικά και που, ακούς και χαμογελάς ευχάριστα, τα «γαλλικά» των οδηγών και βλέπεις να βγαίνουν από τα παράθυρα των αυτοκινήτων υψωμένες παλάμες σε σχήμα μούντζας προς άλλους οδηγούς αμαξιών, που κυκλοφορούν επί της Γρηγορίου Λαμπράκη, καθώς ανηφορίζουν προς την έξοδο της πόλης, προς το Φάληρο ή στρίβουν αριστερά την Βασιλέως Γεωργίου για να φτάσουν στο λιμάνι, προς τον άγιο Διονύση, και τους προσπερνούν παράνομα, κοψοχολιάζοντας τους άλλους οδηγούς, που συν γυναιξί και τέκνοις βγήκαν για τα ψώνια τους και την περατζάδα τους. Ακόμα και το φανάρι στην αρχή στο καλντερίμι, δεν σταματά τους φουριόζους για ψώνια καταναλωτές. Φοβούμενοι ίσως, ότι δεν θα προλάβουν να αγοράσουν αυτά που έχουν στο νου τους ή τους πρότεινε η τηλεόραση ή άκουσαν στο ραδιόφωνο. Αγοραστές και αγοραζόμενοι κάθε επιθυμίας. Αλλοδαπές μουσουλμάνες με παιδιά και καροτσάκια, τυλιγμένες με απαλό πράσινο χρώμα μαντήλι, γυρεύουν από τα μαγαζιά παγωτά και αναψυκτικά, ή, βγαίνουν με χάρτινες σακούλες γεμάτες πράγματα από τα εμπορικά της αρεσκείας τους. Εικόνα παράξενη για τα δικά μας ήθη, μουσουλμάνα να σέρνει καροτσάκι τυλιγμένη από πάνω έως κάτω από ένα μακρύ φόρεμα, με μόνη μία παραλληλόγραμμη χαραμάδα μπροστά στα μάτια να περπατά. Από το βάδισμα καταλάβαινες ότι ήταν γυναίκα. Πίσω της ακολουθούσε ο σύζυγός της! Ενώ, μαύρη καλλονή μαζί με το παιδάκι της, κατεβαίνει τα σκαλιά του παρεκκλησίου του Αγίου Νεκταρίου, κάτω από την Αγία Τριάδα, προφανώς για να καταθέσει τις ελπίδες της. Την άλλη πλευρά της πόλης, την σκοτεινή και την θλιμμένη, την συναντάς κάτω στον Πύργο, όπου, άστεγοι άντρες και γυναίκες, τυλιγμένοι σε μια κουβέρτα συζητούν. Λένε τα δικά τους, οι ξωμάχοι και οι απόκληροι όχι της ζωής, αλλά της δήθεν πολιτισμένης και ευνομούμενης ελληνικής πολιτείας της κρίσης και του εχθρικού και ανάλγητου πάντα ελληνικού κράτους. Οι άστεγοι, εορτάζουν με τον δικό τους τρόπο τα Χριστούγεννα, έξω από τους  βυζαντινούς ναούς, μακριά από τις φωταγωγημένες αίθουσες, ενώ το ελληνικό κράτος προετοιμάζεται να εορτάσει την απελευθέρωσή του. Λησμονώντας ότι ο ήρωάς του, ο Νικηταράς, αυτός και η οικογένειά του, ζητιάνευε στην πόλη του Πειραιά, για ένα κομμάτι ψωμί. Διακόσια χρόνια εθνικής ανεξαρτησίας με αστέγους στο δρόμο, είναι πάρα πολλά για να τα αντέξεις. Με ή χωρίς μνημόνια και εθνικές τυμπανοκρουσίες. Το πολύβουο πλήθος κρύβει μέσα του αρκετή θλίψη και ερημιά για να μπορεί να στεγάσει τους δίπλα μας ανθρώπους-συμπολίτες μας, που τραγουδά ο πειραιώτης στιχουργός «υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μονάχοι…». Πρόσωπα που δεν τους αντανακλά το φως της τηλεόρασης ούτε η σκιά τους καθρεπτίζεται στους τοίχους των βυζαντινών εκκλησιών. Το γιορτινό παραδοσιακό τραπέζι οφείλει να είναι πάντοτε φωτεινό.
     Η Πόλη, το θρησκευτικό και εορταστικό δωδεκαήμερο μετατρέπεται σε μια μεγάλη παγωμένη ή ηλιόλουστη ανθρωποχοάνη. Μια παιχνιδούπολη. Μια ξέφρενη των εορτών εμπορική φρενίτιδα καταλαμβάνει μικρούς και μεγάλους. Πιστούς της ορθόδοξης θρησκευτικής παράδοσης και αδιάφορους, χλιαρούς και αρνητές της χριστιανικής πίστης. Ημέρες υπέρμετρα καταναλωτικές, για το μεγάλο ανθρωπομάνι, ξοδεύουμε λες και ζούμε τις «τελευταίες ημέρες της Πομπηίας». Να προλάβουμε, να τα φάμε εμείς πριν μας τα φάνε οι άλλοι εξίσου πιστοί χριστιανοί με εμάς. Υπερήφανοι έλληνες. Κυριαρχούν στις ζωές μας οι κάθε είδους μικρές ή μεγάλες εμπορικές καταναλωτικές συνήθειες, οικονομικές σπατάλες. Το καταναλωτικό πνεύμα των ημερών προσομοιάζει στην αλόγιστη ξοδευτική του ευρεία του πρόθεση, των σύγχρονων ατόμων μάλλον, στις αρχέγονες κυνηγητικές ορμές του πρωτόγονου ανθρώπου, όταν γυμνός και φοβισμένος, αναμαλλιάρης και τρομαγμένος από τα φυσικά καιρικά φαινόμενα, βγαίνει από την σπηλιά του να κυνηγήσει, να βρει θηράματα άλλης ζωής του φυσικού περιβάλλοντος, να τα σκοτώσει και να τα μεταφέρει στην φωλιά του. Σαν τρόπαια νίκης τροφής και ισχύος επιβίωσης, του δίποδου ένθεου για πολλούς τροπαιοφόρου. Κατάκτηση των μεταφυσικών εχθρικών προς αυτόν σκοτεινών δυνάμεων. Η Φύση και ο Άνθρωπος και αναμεσό τους τι; Οι θρησκευτικές αργίες του δωδεκαημέρου είναι ημέρες εργασιακής χαλάρωσης, ανάπαυλας, κοντινών εκδρομών, περιδιάβασης στους δρόμους και την χιονισμένη ύπαιθρο. Σκι σε χιονοδρομικά κέντρα. Θρησκευτικού τουρισμού για να πιάσουμε το σταυρό. Σύντομων επισκέψεων στις προγονικές μας εστίες. Είτε θρησκεύεις και ακολουθείς την μυσταγωγία των εκκλησιαστικών τελετουργιών, μετέχεις των εκκλησιαστικών και θρησκευτικών δρώμενων της πίστης σου, χαίρεσαι και ευφραίνεσαι ακούγοντας τις ιερές ψαλμωδίες και τους χριστουγεννιάτικους ύμνους, τις ιερές ακολουθίες την νύχτα της αναπαράστασης της Γέννησης, είτε δεν πιστεύεις, ή είσαι αδιάφορος, προσαρμόζεις τις ατομικές σου συνήθειες και κοινωνικές συνήθειες της οικογένειάς σου, στο τσουναμικό καταναλωτικό πνεύμα που επικρατεί στις σύγχρονες αχανείς πολυπολιτισμικές δυτικές κοινωνίες στις μέρες μας. Οι παραδοσιακές των ελλήνων αυτές εορτές, έπαψαν να αντιπροσωπεύουν την βιωμένη αλήθεια του κύκλου ζωής των αγροτικών παλαιότερων κοινωνιών και μεγάλων πληθυσμιακών ανθρώπινων ομάδων, που έχτιζαν με αυτές το πλαίσιο της θρησκευτικής και εθνικής παράδοσής τους. Οι εορτές αυτές, οι κατά κάποιον τρόπο χειμερινές λιλιπούτειες διακοπές του εργαζόμενου ανθρώπου, αποτελούν πλέον μια παλιρροιακή τάση ατομικής ή ομαδικής διασκέδασης και καταναλωτικού ξοδέματος, στην μνημονική του επιθυμία να ανασύρει από το βάθος της συνείδησής του τις λανθάνουσες παιδικές του παραστάσεις, ιχνογραφημένες ατομικές αισθήσεις των παιδικών του χρόνων. Περιόδων, όταν ακόμα ο χρόνος της ζωής του ήταν αδιαμόρφωτος, ξέγνοιαστος, χαλαρός, ανέμελος, ανεύθυνος, και με εγωτικό το πρόσημο της αδιαμόρφωτης συνείδησής του, προς τα ερεθίσματα του εξωτερικού περιβάλλοντος και τους ανθρώπους του άμεσου ή έμμεσου χώρου που μεγάλωνε και αγωνίζονταν να τους αναγνωρίσει και να τους εντάξει στην υπό διαμόρφωση ατομική του πινακοθήκη. Οι παιδικές μνήμες των μεγαλύτερων-τις εορταστικές αυτές ημέρες- επανέρχονται στην επιφάνεια της μνήμης των μέσω όχι μιας ενεργούς συμμετοχής, συνειδητής πίστης και αποδοχής στις θρησκευτικές εξαγνιστικές ακολουθίες, ελπιδοφορίες και χαρές του ανθρώπινου βίου, λόγω της γέννησης του θεανθρώπου, σύμφωνα με την παράδοση πάντα. Συνειδητή μετοχή των ανθρώπων μέσα σ’ ένα εκκλησιαστικό κοινοτικό πλαίσιο αναφορών και δεικτών αλήθειας, αλλά μέσω μιας υπερβολικής τάσης και μανίας κατανάλωσης και εκδηλώσεων σπάταλης, επίδειξης πλουτισμού και οικονομικής ευμάρειας συμπεριφοράς, που πλημμυρίζει τις ζωές των σύγχρονων ανθρώπων, στην επιθυμία τους να επιβεβαιώσουν αυτό που η κοινωνία τους στερεί, το κράτος τους επιβουλεύεται και τα κέρδη των άλλων τους αρνούνται. Δηλαδή, στην άμεση κοινωνία με τον άλλον ουσιαστικά και αληθινά, σε μια κοινωνία σχέσεων που δεν στηρίζεται σε υλικά αγαθά και όμως τα παράγει εξαιτίας αυτής της ουσιαστικής σχέσης και εμπιστοσύνης με τον άλλον. Το ιστορικό της ορθόδοξης παράδοσης πνεύμα και οι μνήμες αλλοτινών ημερών έχει χαθεί ή έχει αλλοιωθεί δραματικά και αμετάκλητα. Ο σημερινός άνθρωπος, όποιες επιλογές και αν κάνει, οικειοθελώς αποφάσισε να μετατρέψει τον εαυτό του σε ένα ακόμα οικονομικό καταναλωτικό προϊόν, σε ένα χρηστικό εμπόρευμα στις αγορές του κόσμου. Μέσα σε μια πολύβουη φαντασμαγορική κοινωνία ξένη προς αυτόν, εχθρική, επίβουλη της ζωής του, και αποδοχής των πανάρχαιων επιλογών του. που κοινωνική καταξίωση σημαίνει μόνο, όταν ο άνθρωπος ξοδεύει και καταναλώνει στις αγορές του κόσμου. Ο σύγχρονος άνθρωπος επιβραβεύεται μόνο όταν παράγει και ταυτόχρονα καταναλώνει άμεσα το παραγόμενο προϊόν. Ο σύγχρονος έλληνας βλέπει την ζωή του και προσπαθεί να την βιώσει σαν ένα δυτικοευρωπαϊκό-αμερικάνικο του βίου του μιούζικαλ. Ένα υπερθέαμα σημάτων υλιστικής ζωής που μπορείς να μετέχεις σε αυτό, στο βαθμό και τον όγκο προϊόντων που καταναλώνεις διαρκώς. Η σύγχρονη ιστορική πορεία του ανθρώπου δεν είναι παρά ένας ανεμόμυλος κατανάλωσης. Το κέρδος είναι η νέα πίστη των ανθρώπων. Και τα προϊόντα της αγοράς, τα άλλης μορφής τάματα εξαγνισμού και μεταφυσικής σωτηρίας εκ μέρους των. Κάθε απόπειρα να αισθανθεί κανείς το μυστήριο της ενανθρώπισης σύμφωνα με την εκκλησιαστική κοινοτική ορθόδοξη παράδοση,-δεν έχει σημασία αν είναι αλήθεια ή μύθος αυτή η πανάρχαια του ανθρώπου μεταφυσική παραμυθία-είναι όχι μόνο μάταιη αλλά και εξωπραγματική. Ανάγεται στην σφαίρα των παλαιών μοντέλων ιστορικής ερμηνείας της φυσιογνωμίας των ελλήνων και των χαρακτηριστικών κωδίκων του ελληνισμού.
      Μέσα σε αυτά τα καινούργια σύγχρονα της ιστορίας μας μοντέρνα όρια της ελληνικής μας αυτογνωσίας και ψηλάφησης της εσωτερικής μας αυτοσυνειδησίας σαν λαός και σαν άτομα, μεταφέρω δύο διαφορετικά κείμενα, το πρώτο είναι του κριτικού και συγγραφέα, αρθρογράφου της απογευματινής εφημερίδας «Ελευθεροτυπίας» κυρίου Ευγένιου Αρανίτση, το οποίο μας μιλά για την μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου ακόμα και όταν βρίσκεται μεταξύ άλλων, και των ουσιωδών αρχών της αυθεντικής φιλίας και των σταθερών αξιών και αρχών της και την σημασία της στις ζωές των ανθρώπων. Θεωρώ ότι το κείμενο του Αρανίτση, είναι τόσο επίκαιρο ακόμα στις μέρες μας όσο θα είναι επίκαιρο και στο ιστορικό μέλλον, μια και αναγνωρίζουμε ότι πλέον δεν μπορεί να τιθασευτεί η παραχάραξη της αλήθειας των κοινωνικών σχέσεων, και των διαπροσωπικών αντίστοιχων. Ο Αρανίτσης θέτει σε ορθές συμπερασματικές βάσεις την έννοια και την χρησιμότητα της φιλίας μεταξύ των ανθρώπων. Δεν παίζει με το δίστιχο «φίλος έδωσε στον φίλο…» για να δικαιολογήσει την απώλειά της, ούτε την υμνεί θεωρητικά όπως έπραξε ο γάλλος φιλόσοφος Μοντένιος, ή μεταφυσικά όπως ο δικός μας φιλόσοφος Πλάτων. Ή ακόμα, την στερεώνουν πάνω σε θεμέλια ερωτικών προδιαγραφών όπως πράττουν ευρωπαίοι ποιητές, μιμούμενοι κατά κάποιον τρόπο την αρετή και τα αγαθά της φιλίας όπως ο αρχαίος έλληνας ποιητής ο Όμηρος, δηλώνοντας την σχέση ψυχής του Αχιλλέα με τον Πάτροκλο. Ή ακολουθεί την ιστορική πεπατημένη της εθιμικής παράδοσης των ζευγών της Πλουταρχικής ανάγνωσης και ερμηνείας των ιστορικών συμβάντων. Το βλέμμα του Ευγένιου Αρανίτση είναι σύγχρονο, εξετάζει το φαινόμενο και στην θετική του και στην αρνητική του διάσταση.
     Το ίδιο θεωρώ ότι πράττει και ο γερμανός φιλόσοφος Χέρμπερτ Μαρκούζε, ο οποίος μαθήτευσε κοντά στον Χούσσερλ και τον Μάρτιν Χάιντεγκερ. Και ο οποίος εγκατέλειψε την Γερμανία το 1932 και από το 1947 εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ όπου έκανε πανεπιστημιακή καριέρα. Αγωνιζόμενος πάντα υπέρ των ανθρώπινων δικαιωμάτων από την αριστερή πλευρά, αγωνιζόμενος υπέρ της εξάλειψης των φυλετικών διακρίσεων, στηλιτεύοντας την επικράτηση του σταλινισμού εις βάρος του μαρξισμού και για τις ιδέες του αυτές, κυνηγήθηκε. Ο Χέρμπερτ Μαρκούζε θεωρείται ο πνευματικός ηγέτης της εξέγερσης των νέων τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη. Είναι ο θεωρητικός της διαρκούς επανάστασης και εξέγερσης. Είναι ο φιλόσοφος που έγραψε «Τον μονοδιάστατο άνθρωπο», το 1967, μια μελέτη πάνω στην εξέλιξη της βιομηχανικής κοινωνίας. Το γνωστό μας «Έρως και πολιτισμός» δέκα χρόνια νωρίτερα, 1957, μια φιλοσοφική πραγματεία για την συμβολή του πατέρα της ψυχανάλυσης Σίγκμουντ Φρόυντ, την μελέτη της θεμελίωσης μιας θεωρίας για την ιστορική επιστήμη και η οντολογία του Χέγκελ το 1932, το δίτομο έργο του Πολιτισμός και Κοινωνία που κυκλοφόρησε το 1965 και πολλά άλλα. Στα ελληνικά έχουν εκδοθεί εδώ και χρόνια ορισμένοι από τους τίτλους των δεκάδων βιβλίων και μελετών του. Αν η μνήμη δεν με απατά, έχει επισκεφτεί και την χώρα μας στα μεταπολιτευτικά χρόνια.
     Ο λόγος του φιλόσοφου Χέρμπερτ Μαρκούζε είναι ρηξικέλευθος και αρκετά ανατρεπτικός για την εποχή του. Εποχή, που μαίνονταν ακόμα ο πόλεμος στο Βιετνάμ, βρίσκονταν σε ισχύ οι νόμοι για τις φυλετικές διακρίσεις, η δυτική αποικιοκρατία ήταν ακόμα επίκαιρη, ο πόλεμος στην Ινδοκίνα, η επανάσταση στην Κούβα ήταν ακόμα νωπή, η επεκτατική πολιτική και στρατιωτική κυριαρχία των Ηνωμένων Πολιτειών είχε κυριαρχήσει στο δυτικό ημισφαίριο και όχι μόνο, όπως παράλληλα, ο σταλινική εκδοχή του μαρξισμού είχε υπερισχύσει έναντι των σοσιαλιστικών πολιτικών αρχών και, είχαμε τις γνωστές του σοβιετικού κράτους εισβολές στην Ουγγαρία, την Τσεχοσλοβακία, και την ανατροπή νόμιμων και εκλεγμένων άλλων κυβερνήσεων σε άλλες χώρες στο όνομα της επικράτησης του σοβιετικού-σταλινικού μοντέλου διακυβέρνησης. Ο διπολισμός ήταν ακόμα σε ισχύ. Υπήρχαν τα δύο αντιμέτωπα και εχθρικά πολιτικά και στρατιωτικά μπλόκα μέχρι το 1989. Την κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου. Ο Μαρκούζε, παρά του ότι είναι Μαρξιστής και θεωρητικός της μαρξιστικής ιδεολογίας, δεν έπαυσε να στηλιτεύει με τα γραπτά του, τις φιλοσοφικές του πραγματείες, τις συνεντεύξεις τους, την προσωπική του στάση και συμμετοχή στα διάφορα κινήματα της ευρωπαϊκής και αμερικάνικης νεολαίας, όχι μόνο τα λάθη των καπιταλιστικών κοινωνιών αλλά και τις λανθασμένες πολιτικές επιλογές του τότε σοβιετικού μπλοκ και γραφειοκρατίας. Στάθηκε στην πλευρά των νέων, δικαιολογούσε την όποια μορφή νόμιμης ή μη νόμιμης αντίστασής τους, πριμοδότησε με τις ενέργειές του και τα λόγια του τις εξεγέρσεις τους. Όπως και ο γάλλος φιλόσοφος Ζαν Πωλ Σαρτρ, στάθηκε πάντα στα πολιτικά χαρακώματα, και πρόσφερε χέρι βοηθείας στην εξεγερμένη νεολαία της κουρασμένης από τους δύο μεγάλους πολέμους ευρώπη, και τα φανερά ή κρυφά φασιστικά καθεστώτα που κυριάρχησαν στην γηραιά ήπειρο από τον μεσοπόλεμο και δώθε. Μπορεί ο προηγούμενος αιώνας να ονομάστηκε από ορισμένους ιστορικούς ο Αιώνας του Ζαν Πωλ Σάρτρ, αυτού του πάπα του Υπαρξισμού, αλλά οι τολμηρές ιδέες και πολιτικές θέσεις που εξέφραζε ο κοινωνιολογικός και φιλοσοφικός λόγος και η ιδεολογία του Μαρκούζε διέπλασε αρκετές νεανικές συνειδήσεις των δεκαετιών 1950, 1960, 1970 στην προσπάθειά τους να ανατρέψουν το πολιτικό και κοινωνικό κατεστημένο της εποχής τους και των χωρών τους, που σίγουρα όπως μας λένε οι ιστορικοί της εποχής, η συμβολή του υπήρξε σημαντική και τεράστια. Θα λέγαμε στις μέρες μας, μετά το «τέλος» των πολιτικών Ιδεολογιών, αυτός ο γερμανός φιλόσοφος ο θεωρητικός των φοιτητικών εξεγέρσεων και μιας επανάστασης που, δεν θα στηρίζεται σε ένα χειραγωγημένο και εξαθλιωμένο «όχλο» αλλά σε ένα κομμάτι του λαού που θα διέθετε τα αναγκαία πολιτιστικά και της παιδείας εχέγγυα για να μπορεί να σταθεί αρωγός στην εργατική τάξη, που, συνήθως, δεν πολυσκοτίζεται και για διαρκείς επαναστάσεις, αποδεχόμενη συμφεροντολογικά και στυγνά πολιτικά καθεστώτα σαν μορφή διακυβέρνησης, και κάνοντας αρκετές υποχωρήσεις σε αξίες της και οράματά της. Επέλεξα τον λόγο του Μαρκούζε, γιατί οι απόψεις του για τον ρόλο της Εκκλησίας, της Καθολικής Εκκλησίας στην εποχή του, ας θυμηθούμε την Εκκλησία της Απελευθέρωσης που είχε αναπτυχθεί και κυριαρχήσει για μεγάλο διάστημα στην Νότιο Αμερική, και στο πόσο πολεμήθηκε από το παγκόσμιο δυτικό και ανατολικό συντηρητικό οικονομικό κατεστημένο, που κάνει τον Μαρκούζε όχι μόνο να πάρει το μέρος της Καθολικής Εκκλησίας αλλά να μας υπενθυμίσει και τα λόγια του Φιντέλ Κάστρο: «Ζούμε σ’ έναν παράξενο κόσμο, όπου οι Καθολικοί γίνονται ριζοσπάστες κι οι Κομμουνιστές αντιδραστικοί.». Κάτι που ασπάζονταν και ο μαρξιστής φιλόσοφος, όπου πρέσβευε ότι η ανθρώπινη εργασία μπορεί να μεταβληθεί σε ένα παιχνίδι ανεκτό από τον εργαζόμενο και ότι ακόμα και η κοινωνικά αναγκαία θα μπορεί να συμφωνεί με τις εσωτερικές ανάγκες και ροπές των ανθρώπων. Όπως γράφεται στην σελίδα 45 του βιβλίου. Ένα ανοιχτό ακόμα και σήμερα ζήτημα, που διανύουμε την πέμπτη τεχνολογική επανάσταση και το ανθρώπινο είδος εξακολουθεί να βρίσκεται κάτω από τα εργασιακά δεσμά και κάτω από εργασιακές συνθήκες που δεν τιμούν ούτε τις ανοιχτές καπιταλιστικές κοινωνίες της φιλελεύθερης οικονομίας ούτε τις όποιες εναπομείναντες σοσιαλιστικές. Το κείμενο «Ρομαντισμός και Μοναξιά» νομίζω ότι είναι πολιτικά και κοινωνικά ακόμα και σήμερα επίκαιρο. Γιατί δεν έχει να κάνει με την παραίτηση του ανθρώπου απέναντι στην καταπίεση των θεσμών μιας κοινωνίας ή στην αποδοχή των σκληρών νόμων της ενάντια στο εξεγερμένο κομμάτι της, αλλά, στην εσώτερη ανάγκη του ανθρώπου να διατηρήσει την ισορροπία του μέσα σε ένα πολύβουο και πολλών εκδοχών αλαλάζον πλήθος που παρασέρνει στο πέρασμά του κάθε υγιή σκεπτόμενη ανθρώπινη μονάδα. Κάθε ονειροπόλο όν, που χρειάζεται την μόνωση για να μπορεί να οργανώσει καλύτερα την σκέψη του και να κρατήσει τις αντιστάσεις του ώστε να μην παρασυρθεί από το ανώνυμο ποτάμι που αποκαλείται λαός και κουβαλά στο πέρασμά του κάθε είδους θετικά ή αρνητικά μεταλλεύματα. Λέει σε μια διάλεξή του σε Βερολινέζους φοιτητές «το τέλος της Ουτοπίας» 10/7/1967, και δημοσιεύεται σαν κατακλείδα του βιβλίου σελίδα 46:
«Απαντώντας στο ερώτημα που του υπέβαλαν, αν στον Τρίτο Κόσμο, ας πούμε, στο φαινόμενο Φάνον ή Γκεβάρα, βρίσκει σημεία ενδεικτικά για την πραγματοποίηση της καινούργιας Ανθρωπολογίας του είπε,:
«Δεν ετόλμησα ακόμα να πω κάτι τέτοιο. Αλλά μια κι εσείς ο ίδιος το αναφέρατε, εσείς που φαίνεται πώς κάτι ξέρετε απ’ αυτά, μπορώ ελεύθερα να εκφρασθώ: Πιστεύω πραγματικά, ότι σε μερικούς απελευθερωτικούς αγώνες του Τρίτου Κόσμου διαφαίνονται κιόλας οι θεμελιώδεις γραμμές της Νέας Ανθρωπολογίας. Τον Φάνον και τον Γκεβάρα δεν θα τους ανέφερα και τόσο, όσο μια είδηση, που διάβασα σ’ ένα άρθρο για το Βόρειο Βιετνάμ και μου έκανε τεράστια εντύπωση, μια και παραμένω αδιόρθωτος και συναισθηματικός ρομαντικός. Ήταν μια λεπτομερέστατη έρευνα που ανάμεσα στ’ άλλα έλεγε ότι τα παγκάκια στα πάρκα του Ανόι φτιάχνονται έτσι, που να χωράνε δύο και μόνο άτομα, ώστε να μην υπάρχει η τεχνική δυνατότητα στους ενοχλητικούς να καθίσουν δίπλα».
     Αυτή η πληροφορία που παραθέτει ο Μαρκούζε για τα παγκάκια στο Βόρειο Βιετνάμ της εποχής του, είναι η γέφυρα που κατά την γνώμη μου συνδέει το κείμενο του Μαρκούζε με εκείνο του Αρανίτση στην επιθυμία τους να επεξεργαστούν το φαινόμενο της Μοναξιάς, της Φιλίας, της Μόνωσης. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Βίτγκενστάιν κατέφυγε σε μια καλύβα στις Αυστριακές Άλπεις για να γράψει την δική του φιλοσοφική πραγματεία. Πόσο διαφορετική είναι η Ανθρωπολογία που ονειρεύτηκε ο Χέρμπερτ Μαρκούζε για τον Άνθρωπο, ή αυτό που αναφέρει ο Αρανίτσης από την σημερινή των χρόνων μας ανθρώπινη φυσιογνωμική ταυτότητα, πού όλοι-ιδιαίτερα οι νέοι και οι νέες-μιλούν δημόσια για τα πάντα. Τα εν οίκω εν δήμω.
     Σε άλλη ερώτηση ο Χέρμπερτ Μαρκούζε λέει τα εξής:
«ΕΡΩΤΗΣΗ:
Έχετε τη γνώμη ότι ο άνθρωπος μπορεί να πιστεύει στην ύπαρξη του θεού και παράλληλα να είναι ελεύθερος;
ΜΑΡΚΟΥΖΕ:
Η απελευθέρωση του ανθρώπου δεν εξαρτάται ούτε απ’ τον θεό, ούτε από την ανυπαρξία του θεού. Δεν ήταν η ιδέα του θεού που εμπόδισε την απελευθέρωση του ανθρώπου, αλλά η κακή χρήση της.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Και γιατί την εκμεταλλεύτηκαν;
ΜΑΡΚΟΥΖΕ:
Οι ηγετικές κάστες της κοινωνίας είχαν ανέκαθεν δεσμούς με τη Θρησκεία. Στην περίπτωση του Χριστιανισμού δεν ήταν έτσι απ’ την αρχή, ωστόσο όμως έγινε αρκετά νωρίς.»
     Ενδιαφέρων παρουσιάζουν και οι απόψεις τους για τον ρόλο των διανοουμένων.
«ΕΡΩΤΗΣΗ:
Και να που φτάσαμε στο πιο ευαίσθητο σημείο: Σας καταλογίσανε, όχι λίγες φορές, ότι θα θέλατε να ιδρύσετε μια πλατωνική δικτατορία των ελίτ. Διανοηθήκατε ποτέ κάτι τέτοιο;
ΜΑΡΚΟΥΖΕ:
Υπάρχει ένα πολύ ενδιαφέρον χωρίο σε κάποιο έργο του Τζόν Στιούαρτ Μίλλ, που σίγουρα δεν υπήρξε συνήγορος της Δικτατορίας. Λέει: Σε μια πολιτισμένη κοινωνία είναι πρέπον να κατέχουν οι μορφωμένοι πολιτικά προνόμια, ώστε να μπορούν να καταπολεμούν τα αισθήματα, τη συμπεριφορά και τις ιδεοληψίες των αμόρφωτων μαζών. Εγώ δεν είπα ότι πρέπει να ιδρυθεί μια πλατωνική δικτατορία, απλούστατα, γιατί δεν υπάρχει τέτοιος φιλόσοφος κατάλληλος. Αλλά δεν γνωρίζω πραγματικά, ποιο είναι χειρότερο: Η δικτατορία των πολιτικών, των μάνατζερ, και των στρατηγών, ή η δικτατορία των διανοουμένων.
Εγώ, πάντως θα προτιμούσα τη δικτατορία των διανοουμένων, εφόσον δεν υπάρχει η δυνατότητα μιάς γνήσιας ελεύθερης δημοκρατίας. Και δυστυχώς, προς το παρόν, η δυνατότητα αυτή δεν υπάρχει.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Ώστε, για τη διαπαιδαγώγηση των μαζών χρειάζεται μια δικτατορία των διανοουμένων σε πρώτη φάση, και κατόπιν στο απώτερο μέλλον, όταν οι άνθρωποι θα έχουν ήδη αλλάξει, θα ισχύσει η δημοκρατική ελευθερία. Δεν είναι έτσι;
ΜΑΡΚΟΥΖΕ:
Δεν θα είναι μια πραγματική δικτατορία. Οι διανοούμενοι θ’ αναλάβουν ένα ρόλο πιο υπεύθυνο, ναι. Κατά τη γνώμη μου, η αποστροφή του εργατικού κινήματος εναντίον των διανοουμένων στάθηκε θαρρώ μία από τις αιτίες της σημερινής αδράνειας του κινήματος.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Η σκέψη για μια τέτοια δικτατορία είναι λίγο ανησυχαστική, γιατί οι διανοούμενοι από τη φοβία που τους κατέχει μπρος σε διαπραγματεύσεις γίνονται συνήθως άτεγκτοι.
ΜΑΡΚΟΥΖΕ:
Συμβαίνει αυτό πραγματικά; Στην ιστορία έχουμε μονάχα ένα τέτοιο παράδειγμα σκληρού διανοούμενου, τον Ροβεσπιέρο.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Και ο Σεν-Ζιούστ,
ΜΑΡΚΟΥΖΕ:
Δεν επιτρέπεται, η σκληρότητα του Ροβεσπιέρου και του Σέν Ζιούστ να παραβληθεί με τη γραφειοκρατική σκληρότητα και τη βία ας πούμε ενός Άιχμαν. Ακόμη και με τη συνταγματική δραστηριότητα βίας στις σύγχρονες κοινωνίες. Η ναζιστική αγριότητα υπηρετούσε την τέχνη της διοικήσεως. Δεν ήταν διανοούμενοι. Στους διανοούμενους η σκληρότητα και η βία εφαρμόζεται πάντα πολύ πιο ίσα, συντομότερα, λιγότερο σκληρά. Ο Ροβεσπιέρος δεν εβασάνιζε. Τα βασανιστήρια δεν αποτέλεσαν το χαρακτηριστικό γνώρισμα της Γαλλικής Επανάστασης.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Γνωρίζετε τους διανοούμενους. Δεν αγγίζουν την πραγματικότητα, κι αν γίνει καμιά φορά αυτό, γίνεται ελαττωματικά. Φαντάζεστε την λειτουργία μιας κοινωνίας κάτω από την ηγεσία τους; Θα ξεκινούσαν π.χ. οι σιδηροδρομικοί συρμοί στην ώρα τους; Ή μήπως θα κατάφερναν να οργανώσουν την παραγωγή;
ΜΑΡΚΟΥΖΕ:
Αν υπολογίζετε πάνω στην υπάρχουσα πραγματικότητα, έχετε δίκιο. Αλλά οι διανοούμενοι δεν θέτουν στην ίδια μοίρα την πραγματικότητά τους με την υπάρχουσα πραγματικότητα. Από τη φαντασία και τη λογική του γνήσιου διανοουμένου έχουμε πολλά να ελπίζουμε. Εν πάση περιπτώσει, η περίφημη δικτατορία δεν υπήρξε ως τώρα ποτέ.»
     Ενδιαφέρουσες είναι ακόμα και σήμερα οι απόψεις του Χέρμπερτ Μαρκούζε για τον ευρωπαϊκό και αμερικάνικο πολιτισμό και για τον ρόλο της τέχνης.    
     Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κοινωνιολογικής ανθρωπολογίας εντάσσω και τα δύο κείμενα στην περιγραφή των εορταστικών ημερών στην πόλη μου τον Πειραιά. Που, αν σταθεί κανείς λιγάκι προσεκτικός και παρατηρήσει τις κοινωνικές και ατομικές αντιδράσεις των ανθρώπων-καταναλωτών, θα δει ίσως, μια βαθειά θλίψη μέσα στα μάτια τους. Η εμπορική καταναλωτική μαγγανεία στην οποία όλοι μας έχουμε παγιδευτεί, μας κάνει να χάνουμε το βαθύτερο νόημα της σημασίας των Χριστουγέννων είτε βρισκόμαστε μέσα στις εκκλησίες είτε εκτός των ναών. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.                  
     Το πρώτο λιμάνι της χώρας έχει φορέσει τα επίσημά του, για να εορτάσει την γέννηση του Χριστού και να αναμένει με πειραιώτικη δημοτική υπερηφάνεια τον ερχομό της νέας χρονιάς. Οι κεντρικοί λεωφόροι της πόλης του Πειραιά έχουν φωταγωγηθεί με πολύχρωμα λαμπιόνια. Μικρά αγγελάκια κρέμονται από τις κολώνες και κοσμούν τα μαγαζιά. Μπροστά στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, ο δήμαρχος της πόλης τοποθέτησε την ανάλογη επετειακή φάτνη και σιμά της, ένα ψηλό χριστουγεννιάτικο δέντρο. Οι πειραιώτες με καμάρι φωτογραφίζονται αυτοί και τα παιδιά τους ενώ, από τα μεγάφωνα της πλατείας Κοραή, ακούγονται χριστουγεννιάτικα κάλαντα ή χριστουγεννιάτικα τραγούδια, αμερικανών τραγουδιστών συνήθως, ή ακούγεται στην αγγλική ερμηνεία του το γνωστό μας «Ω, Έλατο, Ώ Έλατο…».
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 28 Δεκεμβρίου 2019.
ΥΓ.
Η διαφήμιση, που ένα κοριτσάκι προσφέρει ένα δώρο στον άγιο Βασίλη, νομίζω είναι αντιπροσωπευτική στο πως θα οφείλαμε να εορτάσουμε τα Χριστούγεννα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου