Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2019

Η ελληνική πολιτική και το ελληνικό πολιτικό κράτος


Η παρδαλή Ελλάδα
Του Γιώργου Βέλτσου
Εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», Σάββατο 11 Μαρτίου 1989, σελ. 34
     «Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα. Και τον καιρό εκείνο έμενε στην πολιτεία που λέγονταν: Παρδαλή Γελάδα»
                    Φρειδερίκος Νίτσε

     Απαντώ στα πέντε «αδικαιολόγητα ερωτήματα» που έθετε την περασμένη εβδομάδα για μια αισθητική επιλογή της πολιτικής μας στάσης, προσθέτοντας ακόμα ένα, ανθρωπολογικού τύπου τη φορά αυτή.
     Είναι το εξής: εάν το γούστο σκοπεύει στο «νοητικό» και  όχι στην εμπειρία (το «αισθητό»), πως μπορεί να υπάρξει αισθητική κρίση σε μια Ελλάδα παρδαλή, που όλοι-και κυρίως οι κριτές και οι διανοητές της-είναι εμπειρογνώμονες.
     Ακόμη περισσότερο: εάν με την αισθητική κρίση οδηγούμαι και σε μια κρίση πρακτική (πολιτική ή ηθική) και αν επιπλέον δέχομαι το δυσεύρετο «ωραίο» ως σύμβολο του «αγαθού», με τι τρόπο θα επιτελέσω αυτή τη συμβολική μεταβίβαση, όταν ο εγχώριος παροιμιώδης και παροιμιακός εμπειρισμός  και εμπειριοκρατισμός, μου επιβάλλει την αίσθηση του «πράγματος» ως προσδιορισμός του συναισθήματός μου και όχι τη διανοητική αναγωγή στην παράστασή του;
     Για όλα αυτά τα απολύτως αναγκαία ερωτήματα προστρέχει σε μια επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται ανάμεσα στην τρίτη καντιανή «Κριτική» και τον Νίτσε. Και αυτή την επιχειρηματολογία προτείνω στη θεωρητική συζήτηση για την Αριστερά. Μπορούμε άραγε να σκεφτούμε το γούστο  ως κριτήριο διαφοροποίησής μας από τον τρέχοντα πολιτικό και πρακτικό λόγο;
     Μήπως οι εμπειριοκράτες θα πρέπει να δεχθούν μια κριτική ικανότητα, «πέρα από κάθε έννοια» (Καντ) άλλα και πέρα από τη διάκριση αλήθειας και ψεύδους: κυριολεκτικά, «πέραν του καλού και του κακού»;
     Πεπεισμένος για το ότι το κριτηριολογικό μου παιχνίδι δεν έχει ανάγκη εμπειρικών θεμελιώσεων και επιπλέον ξέροντας ότι οι αποφάνσεις μου χαρακτηρίζουν τον τρόπο με τον οποίο κρίνω, χαρακτηρίζοντας συγχρόνως-όπως θα ήθελε ο Βιτγκενστάιν-την ίδια την κριτική πράξη, υποστηρίζω απαρακώλυτος τα ακόλουθα:
•Η πολιτική, χωρίς αναστοχασμό του ίδιου της του αντικειμένου, είναι ένας ακόμα εργαλειακός καταναγκασμός.
•Επιβάλλεται μια συνθετική-θεωρητική κρίση για την πολιτική, που θα είναι συγχρόνως και γενεαλογία της πλαστότητας κάθε ορθολογικής πρακτικής λύσης.
•Αυτή η συνθετική κρίση είναι κυρίως αισθητική. Στην ουσία δεν νομολογεί πάνω στο «αντικείμενο», αλλά στον εαυτό της.
•Αυτό πάλι σημαίνει πως όποιος κρίνει την πολιτική αλλά και κάθε πρακτικό τρόπο, από αισθητική σκοπιά, δεν μπορεί παρά να αντιτίθεται στον πρώτο συσσωρευτή του πρακτικού Λόγου: Το Κράτος, το «πιο κρύο απ’ όλα τα κρύα τέρατα», το Κράτος που «εφευρέθηκε για τους περιττούς».
     «ΚΡΑΤΟΣ», αξίζει να αντιγράψω τον Νίτσε, «ονομάζω τον τόπο που όλοι είναι δηλητηριοπότες, καλοί και κακοί.
Κράτος είναι όπου όλοι χάνουν τον εαυτό τους, καλοί και κακοί.
Κράτος είναι όπου η βαθμιαία αυτοκτονία όλων αποκαλείται «ζωή» (…).
Εκεί που τελειώνει το Κράτος, από εκεί μόνον αρχίζει ο άνθρωπος που δεν είναι περιττός».
•Είμαστε, άραγε, εμείς, οι κάτοικοι της Παρδαλής Γελάδας, εκεί που αρχίζει ή εκεί που τελειώνει το Κράτος; Και χρειάζεται να είμαστε πολιτικοί για να είμαστε περιττοί;
ΥΓ.
Για τις «απεριόριστες γενικεύσεις» που «θολώνουν συχνά ή και παραμορφώνουν τα πραγματικά δεδομένα» και των οποίων τους «τίτλους» δίνει σε πρόσφατη επιφυλλίδα του ο Δημήτρης Μαρωνίτης, όπως για παράδειγμα, «ο χλευασμός του Πλάτωνα» ή-εκ μέρους πάντοτε του Κορνήλιου Καστοριάδη-ο «εξωραϊσμός και η αποθέωση της ελληνικής πόλης», ας μου επιτραπεί η αναφορά μου στα κείμενα, τα περισσότερα προ πολλού μεταφρασμένα στα ελληνικά.
•(α) «Η αρχαία ελληνική δημοκρατία…» εκδόσεις Ύψιλον, σελ.11 όπου ο Καστοριάδης τονίζει ότι «Η αρχαία Ελλάδα δεν είναι πρότυπο, ούτε μοντέλο προς μίμηση, όπως άλλωστε δεν μπορεί να είναι κανένα ιστορικό έργο σε οιονδήποτε τομέα».
•(β) «Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας» εκδ. Ράππα, σελ. 257 και 278 καθώς και τα «Αποσπάσματα» από το υπό έκδοσιν έργο του για το φαντασιακό στοιχείο (περ. «Τομές» τ.8), όπου ο Πλάτων και Αριστοτέλης, τόσο στην περίπτωση της «χώρας» στον «Τίμαιο» όσο και της «φαντασίας» στο «Περί Ψυχής» συνιστούν την αφετηρία του θεωρητικού του προβληματισμού.
--
Σημείωση:
«Η παρδαλή Ελλάδα» του ομότιμου καθηγητή της κοινωνιολογίας και ποιητή, δημοσιεύτηκε στην απογευματινή εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» στην στήλη που διατηρούσε με τίτλο «Προ-γραφές» στην υπόλοιπη σελίδα ο συγγραφέας Μιχάλης Φακίνος, ο οποίος δημοσίευε τα κείμενα-σχόλιά του στο «Σαββατοκύριακο…» το Σάββατο της 11/3/1989. Ο Μιχάλης Φακίνος δημοσιεύει το κείμενο «Μπερδευτήκαμε ακούγοντας τους μίμους…».
      «Όχι, δεν είμαστε εμείς αυτοί… Είναι οι μίμοι που μπήκαν στην πόλη, ντυμένοι με τα καθημερινά μας ενδύματα… εμείς είμαστε οι άλλοι. Εμείς είμαστε αυτοί που αρνηθήκαμε το καθημερινό μας πρόσωπο για εφήμερο προσωπείο ενός Ζορό, ενός Σούπερμαν, μιας Σταχτοπούτας, ενός ωραίου ήρωα και στροβιλιζόμαστε στους ρυθμούς της Λατινικής Αμερικής μέσα σ’ ένα σύννεφο από σερπαντίνες κομφετί…. Όχι, δεν είμαστε εμείς αυτοί… Εμείς είμαστε άτομα αλανιάρικα και περιπετειώδη, ταξιδεύουμε σε χώρες εξωτικές, αναζητάμε το έρωτα μέσα σε μια σάμπα, πολεμάμε μετά ο ένας τον άλλον πετώντας σοκολάτες, εμείς είμαστε ένας λαός διψασμένος για διασκέδαση, που μπορούμε να τα δώσουμε όλα για μια βραδιά κεφιού. Μπορούμε να χορέψουμε με άνεση και χάρη πάνω στους σωρούς σκουπιδιών, μέσα στη λάσπη και το διοξείδιο του αζώτου, μπορούμε, έτσι ξαφνικά, σε μια στιγμιαία έκρηξη κεφιού, να μεταβάλουμε ένα εργοστάσιο σε αίθουσα χορού και με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ν’ αλλάξουμε αμέσως τα ρούχα μας κι από καταναλωτές να μεταβληθούμε σε ρακοσυλλέκτες….»
      Τα ολοσέλιδα συνήθως κείμενα του μυθιστοριογράφου Μιχάλη Φακίνου, ήταν ενδιαφέροντα σύγχρονα σχόλια στην κοινωνική και πολιτική επικαιρότητα της εποχής του. Της ταραγμένης πολιτικά και σκανδαλολογούσας δεκαετίας, χρονιά του ειδικού δικαστηρίου και της πρωινής ολοήμερης τηλεόρασης. Δεικτικοί ή ειρωνικοί σχολιασμοί που είχαν να κάνουν με τις ελληνικές διαχρονικές κοινωνικές και πολιτικές μας παθογένειες, από έναν καταξιωμένο συγγραφέα. Αναφέρονταν-όπως το παρόν κείμενο-στις ατομικές καταναλωτικές συνήθειες της ελληνικής κοινωνίας, την συλλογική μας οικονομική κραιπάλη και διαφθορά άμεσα ή έμμεσα. Για πρόσωπα κυβερνητικά και στελέχη που βρίσκονταν στην πολιτική και κοινωνική σκηνή την χρονιά εκείνη, με πρόσημο αρνητικό. Τον εύκολο και με όποιον επιτεύξιμο τρόπο πλουτισμό των νεοελλήνων. Τις πλείστες φορές χωρίς μόχθο ή νόμιμη μέθοδο. Πού άκουγαν από τις δημοσιογραφικές φωνές των ραδιοφώνων ότι «το  νέφος της αιθαλομίχλης πάνω από το λεκανοπέδιο σήμερα είναι ακίνδυνο», και, όπως διαφήμιζε γνωστός υπουργός της εποχής, μπορούμε να σπεύσουν οι κάτοικοι του λεκανοπεδίου να προμηθευτούνε την νέα σοδειά των αυτοκινήτων. Ήταν η χρονιά του μεγαλοτραπεζίτη κύριου Γιώργου Κοσκωτά, με τα γνωστά πάμπερς, την τράπεζα Κρήτης και την αγορά παραδοσιακών συντηρητικών εφημερίδων (Μεσημβρινή- Καθημερινή) και έκδοση της εφημερίδας «24ώρες» και περιοδικών. Ή χρηματοδότηση άλλων, όπως το γνωστό μας «Το Τέταρτο». Τα κείμενα του συγγραφέα στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», στηλίτευαν την φτηνιάρικη διασκέδαση των νεοελλήνων νεόπλουτων, των παιδιών «του λαού», που αφηνιασμένα έτρεχαν να αγοράσουν κάθε έντυπο που διαφήμιζε τον εύκολο πλουτισμό, την μεγάλη ζωή, τα εξωτικά ταξίδια και την αγορά κερδοφόρων μετοχών. Των άσκοπα περιφερόμενων γκλαμουράτων υπάρξεων κριτικών και τεχνοκριτικών με ένα ουίσκι στο χέρι, φουλάρι στο λαιμό ή πολύχρωμο μαντίλι δεμένο σε στυλ γραβάτας, μιλώντας για υψηλή τέχνη και ποιότητα δημοκρατίας και φιλελεύθερης πολιτικής. Καλλιτέχνες με κρατική βούλα και επιδότηση, που μιλούσαν επί παντός κοινωνικού επιστητού, και φωτογραφίζονταν με νάζι και την ανάλογη πόζα για τις ιλουστρασιόν σελίδες των περιοδικών. Ας μην αναφέρουμε ονόματα, ή όπως διατυμπάνιζε στέλεχος της εποχής ο κύριος Γιάννης Ματζουράνης: «μη λες σε παρακαλώ ονόματα». Δημοσιογραφικά κείμενα που μιλούσαν με στρωτή γλώσσα και νηφάλιο ύφος, για την εμπορική μανία που είχε πιάσει τους νεοέλληνες. Την επιθυμία τους για εύκολο πλουτισμό. Τον επίπλαστο πλουτισμό μας των δεκαετιών αυτών,-όπως έδειξαν οι κατοπινές συνθήκες- που άλλαξε την κοινωνική παραδοσιακή ταυτότητα των ελλήνων, τις προσωπικές τους ατομικές και οικογενειακές συνήθειες, τα όνειρα των εργασιακών τους επιλογών. (το βόλεμα και το ρουσφέτι). Τις διασκεδαστικές τους προτιμήσεις, τις τηλεοπτικές τους ψυχαγωγίες, (οι ελληνίδες γιαγιάδες έπαιρναν από το χέρι τις μικρές εγγονές τους για να πάνε να δούνε από κοντά την ηθοποιό που υποδύονταν την «Πάολα»-«Παολίνα», έναν (διπλό ρόλο) στο μεξικάνικο δακρύβρεχτο σήριαλ της εποχής). Τις φανταχτερές εκδηλώσεις διασκέδασής τους. Κυβερνητικών στελεχών της εποχής, που παρακολουθούσαν τους πάντες και το διατυμπάνιζαν, αυτό, με στόμφο δημοκρατικής συμπεριφοράς. Και «μας καλούσαν να πάμε να κάψουμε κτίρια εφημερίδων και δημοσιογράφους» Όπως αναγράφεται στο κείμενο που υπογράφεται από τον Μιχάλη Φακίνο. Τον ανεκδιήγητο κύριο Τόμπρα. Αστέρες της κυβερνητικής και εν γένει πολιτικής σκηνής του τέλους της δεκαετίας του 1980. Των ελλήνων και ελληνίδων, και (νέων γιάπηδων) που συνήθιζαν να μετατρέπουν ένα μουσικό εθνικό εμβατήριο στις νυχτερινές τους διασκεδάσεις, στα σκυλάδικα που κατά κόρον διασκέδαζαν, σε τσιφτετέλι και οριεντάλ χορούς πάνω στα τραπέζια και τις μπάρες. Και τέλειωναν τις βραδιές διασκέδασής τους, (στα γνωστά «πολιτιστικά κέντρα» της εποχής, σύμφωνα με την γνωστή ρήση του υπουργού εργασίας Ευάγγελου Γιαννόπουλου) με την ανάκρουση του εθνικού ύμνου, παρέα με καλλίγραμμες υπάρξεις προερχόμενες από το τότε ανατολικό μπλοκ. Που τις έραιναν με γαρδένιες και άλλα λουλούδια, που ήταν η χαρά των λουλουδούδων. Των σύγχρονων ελληνίδων «Βιολετέρων», και έπιναν σαμπάνια από τις γόβες τους. Εποχές και συλλογικές συμπεριφορές που προετοίμασαν την σημερινή μας πτώχευση, και την ειρηνική εισβολή κατατρεγμένων από τους πολέμους και οικονομικών αδιεξόδων ξένων.
     «Η παρδαλή Ελλάδα» από την άλλη, νομίζω ότι είναι ένας σχολιασμός, (ένα κριτικό ανατρεπτικό της καθιερωμένης πολιτικής λογικής στην κοινοβουλευτική Ελλάδα, παιχνίδι)-με τον τρόπο του Γιώργου Βέλτσου, την ιδιαίτερη γλώσσα του και το ακόμα πιο προσωπικό ύφος του-της ελληνικής πραγματικότητας, που ισχύει ακόμα και σήμερα τριάντα χρόνια μετά. Παιχνίδι θέσεών του και κριτηρίων του που στηρίζεται σε Καντιανές και Νιτσεϊκές αρχές και αξιώματα. Ημών των μνημονιακών ελλήνων και ελληνίδων, που ζούμε μακάριοι και αδιάφοροι, κυνικά και συμφεροντολογικά σκεπτόμενοι και ενεργώντας, μέσα σε ένα ροζ ανθρωπισμού συννεφάκι δικαιωμάτων, και ευρωπαϊκού οικονομικού ουμανισμού, ξοδεύοντας αφειδώς το όποιο εισόδημά μας σε πανάκριβες τηλεφωνικές συσκευές, σε λαμπερά τάμπλετ, σε ακριβά και εβδομαδιαίως αναβαθμιζόμενα προγράμματα ομιλίας. Σε περιόδους σημερινές, που μιλούν τα κινητά μόνα τους. Απλά, οι κάτοχοι, πληρώνουν στους παρόχους τα οικονομικά που τους χρεώνουν έξοδα. Η πολιτική στην χώρα μας, όπως την οραματίζονταν ο Γιώργος Βέλτσος, δεν επεκράτησε ποτέ. Ούτε η κοινοβουλευτική δημοκρατία ούτε η ανανεωτική αριστερά τουλάχιστον, απόχτησαν ποτέ την φωτεινή και δημοκρατική εικόνα όπως θα ήθελε ο πεπαιδευμένος και πάντα ενήμερος για τα κοινά Γιώργος Βέλτσος. Και φυσικά, όπως την οραματίστηκαν οι μεγάλοι φιλόσοφοι της Δύσης. Την Πολιτική δεν την εφαρμόζουν ή την στηρίζουν με τις ενέργειές τους και τις αποφάσεις τους μόνο οι Πολιτικοί, αλλά και το Εκλογικό Σώμα. Η αμαύρωση της εικόνας της Πολιτικής δεν προέρχεται μόνο από τους Πολιτικούς αλλά και από τους Ψηφοφόρους. (Κάτι, που παραβλέπουν οι θεωρητικοί στοχαστές και φιλόσοφοι που ασχολούνται με τις δομές και τις λειτουργίες του Κράτους). Είναι και εκείνο συνυπεύθυνο για τα πολιτικά και κοινωνικά συμβάντα της χώρας μας. Τα λάθη. Όλοι εμείς δηλαδή, που επικροτήσαμε και εξακολουθούμε να επικροτούμε τις κάθε μορφής κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές ανομίες μας. Του λόγου το αληθές, το επιβεβαιώνουν ακόμα και στις μέρες μας, οι δημόσιες συμπεριφορές και πρακτικές μας. Αντιδράσεις μας.
Παρόλε, παρόλε, παρόλε. Δηλαδή, ανέξοδες πολιτικές και κοινωνικές μεγαλαυχίες και περισπούδαστες ανακοινώσεις πριν τα γκαλά της δημόσιας φιλανθρωπίας μας.
     Ο Γιώργος Βέλτσος, κατά κύριο λόγο, απευθύνονταν σε ένα μορφωμένο και ενημερωμένο πάνω σε φιλοσοφικά και κοινωνιολογικά ζητήματα κοινό. Πολλές φορές, δημοσίευσε κείμενα που έθεταν ερωτήματα για να δώσει ο ίδιος σε μεταγενέστερα άρθρα του την απάντηση. Ή ορμώμενος από τα σχόλια ή τα λόγια ενός άλλου διανοούμενου ή συγγραφέα της εποχής του, έγραφε το κείμενο στηριζόμενο ή εμπνευσμένο από την κρίση ή γνώμη του άλλου, έπαιρνε θέση, και έδινε την δική του απάντηση ή εκδοχή της όποιας λύσης. Ήταν ειλικρινής και αυθεντικός. Τολμηρός και εγωτικά ριψοκίνδυνος. Ήταν ένα αγαπημένο παιδί των μίντια και το χαίρονταν, το απολάμβανε δεόντως και υιοθετούσε τον ρόλο. Ήταν πάντοτε ΙΝ.
Στα κείμενά του, στα άρθρα και δημοσιεύματά του, συνήθιζε με επιτυχία γραφής να μας υπενθυμίζει ρήσεις και αποφθέγματα φιλοσόφων, στοχαστών, σύγχρονων μοντέρνων κοινωνιολογικών φωνών. Δεκάδες φωνές από τα ακόμη περισσότερα διαβάσματά του και μελέτες του. Με ιδιαίτερη προτίμηση στην μοντέρνα γαλλική φιλοσοφική σκέψη και διανόηση. Αυτήν που προέρχονταν από τα χρόνια της επανάστασης του Μάη του 1968 και όχι μόνο. Αλλά και στον Φρειδερίκο Νίτσε, όπως στο παρόν άρθρο. Στον Ζακ Ντεριντά κλπ. Εμπλουτίζει τα κείμενά του με αποσπάσματα σύγχρονων, μοντέρνων και μεταμοντέρνων φιλοσόφων και παλαιότερων ευρωπαίων στοχαστών. Ήταν πάντα ενήμερος στο τι λέγονταν, τι συζητήσεις γίνονταν, τι βιβλία εκδίδονταν στην γαλλική σκηνή φιλοσοφίας. Πρότεινε βιβλία, ξεχώριζε ονόματα, δήλωνε τις αναγνωστικές του προτιμήσεις του. Συνιστούσε φιλοσοφικές πραγματείες που κυκλοφόρησαν, συμμετείχε σε διαμάχες διανοουμένων και συγγραφέων για θεωρητικά ζητήματα ή ζητήματα γλώσσας. Ακόμα και όταν διαισθάνονταν την αγνωσία του αναγνωστικού κοινού, ακόμα και αν γνώριζε ή του επεσήμαναν, ότι το αναγνωστικό του κοινό, δεν είχε ιδέα από αυτά ή μάλλον δεν ενδιαφερόντουσαν για αυτά που έγραφε, εκείνος τροπαιοφόρος της γνώσης και της πρωσικής του γραφής εξακολουθούσε να δίνει την δική του μάχη. Με τον εμπλουτισμό των κειμένων του, με λόγια και κρίσεις ευρωπαίων συγγραφέων, τα δημοσιεύματά του, δεν αποκτούσαν μια άλλη βαρύτητα μόνο, μια και τα ίδια τα δημοσιεύματά του είχαν την ιδιαίτερή τους βαρύτητα και γνωστική σημασία, κόμιζαν την προσωπική αλήθεια της σκέψης του με αφοπλιστική ειλικρίνεια, αλλά γνώριζαν σε ένα μάλλον «παθητικοποιημένο» και ραχάτ «απολιτικ» ελληνικό κοινό, τις απόψεις και τις θέσεις σημαντικών στοχαστών. Ήταν μάλλον σαν τα minima moralia της ατομικής του πορείας, οι ρήσεις αυτές των ευρωπαίων στοχαστών που συνόδευαν τα κείμενά του και εδραίωναν τις ανεμόσκαλες της σκέψεις του. Αρκετές φορές τα άρθρα του ήταν κατά κάποιον τρόπο «περίκλειστα. Δυσνόητα, σκοτεινά, μη προσβάσημα στο ευρύ αναγνωστικό κοινό. Είχαν την ταυτότητά τους. Ο λόγος του ξεχώριζε σε σχέση με άλλων διανοουμένων της εποχής του, το προσωπικό του ύφος ποτέ δεν παρέπαιε. Είχε βάρος και ποιότητα. Αυθεντικότητα. Φημολογούνταν ότι δεν τον καταλάβαινε κανείς αναγνώστης, ότι μιλούσε μόνος του και έδινε την απάντηση πάλι μόνος του, στα δημοσιεύματά του. Όμως δεν έμεναν αδιάφορα, έστω και ατύπως ή ιεροκρυφίως ασχολίαστα. Αυτή η ατομική της προσωπικότητάς του ενδοσυνομιλία, του Γιώργου Βέλτσου με τα ίδια του τα κείμενα, (τα διαρκώς αναδιαπραγματευόμενα και αλληλοσυμπληρούμενα των θεμάτων του) τον δημοσιευμένο λόγο του, την ιδιαίτερη σκέψη του και ανάλυση των καταστάσεων, ή προσώπων φίλων ή γνωστών του, ήταν κάτι το ξεχωριστό στην εποχή τους. Δεν προέρχονταν από την πένα συγγραφέων χαρτογιακάδων, που ήσαν πάμπολλοι. Μέσα και πέριξ των δημοσιογραφικών γραφείων. Είχε κατορθώσει να είναι μια απαραίτητη παρουσία και μόνο με την υπογραφή του ονόματός του. Όπως και νάχει, υπήρξε ένας διανοούμενος- ηθοποιός-γραφιάς, ο οποίος έγραφε, ερμήνευε και σκηνοθετούσε την παρουσία και τα κείμενά του μόνος του. Καλλιεργούσε την αναγνωστική ατμόσφαιρα του κοινού του. Μόνο που, παρ’ ότι μάλλον δεν έδινε και τόση σημασία! ποιοι τον διάβαζαν, αν τον διάβαζαν, και το βαθμό που σχολίαζαν τα κείμενά του οι αναγνώστες των εντύπων, δεν περνούσε απαρατήρητος. Οικοδομούσε το «διαφημιστικό» παρόν του. Το στίγμα της ευφυΐας του. Κάτι πρωτότυπο και ίσως πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δημοσιογραφικά δεδομένα. Αξιόλογο πάντως και με γέφυρες αναγνωστικών προεκτάσεων στο μέλλον. Είναι από τους σύγχρονους Έλληνες, που δεν μπορείς να του ευχηθείς να είναι ο εαυτός του, γιατί το είχε επάξια κατορθώσει επί τη εμφανίσει του. Στα κοινά του Δήμου και της συγγραφικής δημιουργίας.
     Κάθε σύγκριση ή παρομοίωση με το γούστο και την αισθητική του σημερινού πολιτικού λόγου, εν έτει 2019 θεωρείται υποβολιμαία της σημερινής μνημονιακής κοινοβουλευτικής μας δημοκρατίας.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 13 Δεκεμβρίου 2019   

ΥΓ. Ίσως, γράφω ίσως, ο νέος σε ηλικία μητροπολίτης της κεντρικής ελλάδας, από τον Πειραιά, με το πάντα μειλίχιο αρχονταρίκικο λόγο του, οφείλει να μην εκφράζει τόσο κάθετες θέσεις για το μεταναστευτικό, και τους έλληνες και αλλοδαπούς φορολογούμενους κατοίκους, που διαφοροποιούνται από τις επίσημες θέσεις των πολιτικών, ή εκφράζουν τις όποιες φοβίες και ενστάσεις τους. Ευελπιστώντας, μάλλον, να συγκεντρώσει ψήφους για τον επερχόμενο αρχιεπισκοπικό θώκο, και πολιτική υποστήριξη. Ίσως.
Η παλαιά γνωστή ταινία "Δεσποινίς ετών 39" είναι
αρκετά χαρακτηριστική, για το πιά διάλεξε ο Στέφανος

Στρατηγός-ο τρελάρας από την νότιο αμερική- Ο ΞΕΝΟΣ και 

πια ήταν η μοίρα των δύο αδερφών.        


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου