Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2019

Η Σειρήνα της ερήμου του Μένη Κουμανταρέα


Μεταθανάτιος Κουμανταρέας
Της Μάρυ Θεοδοσοπούλου
Εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ 6 Δεκεμβρίου 2015, σ.27
Μένης Κουμανταρέας,
«Η σειρήνα της ερήμου»,
εκδόσεις Πατάκη Νοέμβριος 2015

     Σαν σήμερα, του Αγίου Νικολάου, πριν ένα χρόνο, σχολίαζαν οι εφημερίδες «το τραγικό τέλος του Μένη Κουμανταρέα». Είχε αποχωρήσει βιαίως περί την 11η μ.μ. της Παρασκευής, 5 Δεκ. 2014. Ο Τύπος, ενδιαμέσως, μάλλον λησμόνησε την εν λόγω υπόθεση, για την οποία τόσος θόρυβος είχε γίνει. «Οι δίκες στην Ελλάδα αργούν, τρενάρουν», όπως σχολιάζει ένας από τους ήρωες του καινούργιου βιβλίου του. Κυκλοφόρησε αρχές Νοεμ. 2015 και παρουσιάστηκε στις 12 του ιδίου μηνός. Πέρυσι, στις 10 Νοεμ. 2014, είχε παρουσιαστεί το μυθιστόρημά του, «Ο θησαυρός του χρόνου», τυπωμένο Οκτ., εκείνο σε 6000 αντίτυπα. Ενώ, στις 3 Δεκ. 2014, έγινε η παρουσίαση της πρώτης, από τις αλληλογραφίες του, που εκδιδόταν, της «Νεανικής αλληλογραφίας 1954-1960», με τον Βασίλη Βασιλικό. Στις παρουσιάσεις και των δύο βιβλίων, ο Κουμανταρέας ήταν ανάμεσα στους ομιλητές. Στη δεύτερη, αναφέρθηκε σε αποθανόντες και ζώντες φίλους, για παρελθοντικές καταστάσεις, μερικές ήδη γνωστές από ψιθυριστές, σε εκδοχές, λιγότερο ή περισσότερο, παραλλαγμένες. Οι παρόντες δεν σκανδαλίστηκαν, γιατί ήταν ο στενός κύκλος των αποκαλούμενων πνευματικών ανθρώπων. Έτσι κι αλλιώς, οι διανοούμενοι αρέσκονται να εμφανίζονται ως άνθρωποι με ανοιχτό μυαλό. Κάποιοι από αυτούς, ωστόσο, παραξενεύτηκαν. Τι ώθησε τον Κουμανταρέα να ξανοιχτεί σε προσωπικές ιστορίες; Διαίσθηση, ήταν η εκ των υστέρων απάντηση. Παρομοίως, για το προηγούμενο μυθιστόρημά του, που σχολιάστηκε ουσιαστικά μετά τον θάνατό του, οι βιβλιοπαρουσιαστές, πολλά μυθοπλαστικά συμβάντα και πρόσωπα, τα εξέλαβαν αμιγώς αυτοβιογραφικά, αποδίδοντας την αποκάλυψή τους σε διαίσθηση επικειμένου κινδύνου.
     «Δεν ζητούσα τίποτε περισσότερο από το να προσπαθώ να ζω σύμφωνα με ό,τι πιο αληθινό ήθελε να βγει από μέσα μου» Γράφει ο Χέρμαν Έσσε, στον πρόλογο του αυτοβιογραφικού «Ντέμιαν», το πρώτο βιβλίο, που μετέφρασε ο Κουμανταρέας. Η μετάφραση κυκλοφόρησε το 1961, ένα χρόνο πριν το θάνατο του Έσσε, που συνέπεσε με το πεζογραφικό ξεκίνημα του μεταφραστή. Το 1962, εκδόθηκε η πρώτη συλλογή διηγημάτων του, «Τα μηχανάκια». Εξαρχής, αποτέλεσε αναμφισβήτητο γεγονός ότι «ο Κουμανταρέας είχε το χάρισμα του αφηγητή», αποφαίνονται οι γραμματολόγοι. Στα 54 έτη, που έδωσε το συγγραφικό παρών, του φετινού συμπεριλαμβανομένου, μετρούσε 24 βιβλία. Ας μην κάνουμε, όμως, το λάθος, να αποκαλέσουμε το καινούργιο βιβλίο «το κύκνειο άσμα» του, όπως αναγράφεται στο οπισθόφυλλο και όπως ορισμένοι βιβλιοπαρουσιαστές είχαν χαιρετήσει το  προηγούμενο. Διόλου απίθανο, να υπάρξει τουλάχιστον ένα ακόμη. Το 25ο, που, αν εκδοθεί εντός του επόμενου έτους, η συγγραφική παρουσία του Κουμανταρέα θα στρογγυλέψει στα 55 χρόνια. Αυτό θα έχει πρόδηλο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, αφού θα προκύψει κατόπιν συρραφής σημειώσεων από ημερολόγια και όνειρα. Στο καινούργιο βιβλίο, η αφήγηση ενσωματώνει πολλές ενύπνιες σκηνές, ερωτικής έκστασης και αγωνιώδους καταδίωξης. Στην συστηματική καταγραφή ονείρων, τον είχε παροτρύνει φίλη του ψυχαναλύτρια, οπότε, πιθανώς να υπάρχουν πρακτικά συνεδρίων. Όλα αυτά θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, προκλητικό, μακράν, όμως, του σκανδαλοθηρικού, δίπλα σε εκείνο «Το φοβερό βήμα» του Κώστα Ταχτσή.
     Στην πλειάδα των μεταπολεμικών λογοτεχνών, ο Κουμανταρέας, ίσως να είχε τον πλέον μυθιστορηματικό βίο. Μπορεί ο Ταχτσής να βρίσκεται πλησιέστερα στην εικόνα του «καταραμένου συγγραφέα», αλλά σε εκείνον απουσιάζει ο δυϊσμός, τύπου «Δόκτωρ Τζέκιλ-Μίστερ Χάυντ». Δηλαδή, το δίπολο, καλλιεργημένος αστός-καταραμένος συγγραφέας». Στο καινούργιο βιβλίο, ο Κουμανταρέας έχει δώσει μορφικά ικανοποιητική λύση στον αντικατοπτρισμό ανάμεσα σε αυτές τις δυο περσόνες. Ο μύθος, ωστόσο, μένει σαν ένα μετέωρο βήμα μπροστά σε όσα, ακόμη σήμερα, αποτελούν σκάνδαλο. Πιθανώς, φοβήθηκε την ολοκλήρωσή του, ή, και απλώς, δεν του προέκυψε, έτσι όπως μοιραζόταν ανάμεσα στα δύο μυθιστορήματα. Όπως και να έχει, «το φοβερό βήμα» του Κουμανταρέα δεν προέκυψε ακόμη. Ίσως, να υπερβαίνει σε σελίδες εκείνο του Ταχτσή, που πλησιάζει τις 400.
     Ανάλογα με το βάθος χρόνου των σωζόμενων ημερολογίων του, το αυτοβιογραφικό βιβλίο του θα είχε το πρόσθετο ενδιαφέρον της αφηγηματικής απεικόνισης μιας συγγραφικής παρέας. Προσώρας, μένει στα λογοτεχνικά απόκρυφα ο βίος και η πολιτεία της παρέας «του γαλακτοπωλείου της Ομόνοιας». Άλλοι έφυγαν νωρίς από την επάρατο και άλλοι βιαίως, άλλοι αμέλησαν τα απομνημονεύματά τους και άλλων απωλέσθησαν ή και λανθάνουν. Τελευταία, άρχισαν να ασθενούν και κάποιοι νεότεροί τους, που τους αγάπησαν και θα μπορούσαν να φροντίσουν τα κατάλοιπά τους. Για παρόμοιες συνθετικές αναδιφήσεις, οι κληρονόμοι είναι ανεπαρκείς. Πάντως, «τις νυχτερινές του περιδιαβάσεις στην πλατεία της Ομόνοιας», τον, άλλοτε ποτέ, «ομφαλό της Αθήνας», ο Κουμανταρέας τις έχει αφηγηθεί σε παλαιότερο κείμενό του, δημοσιευμένο το 1979.
     «Ξέρω, ότι οι ψυχές των δικών μου υπάρχουν κάπου, σαν ένα νεφέλωμα, το οποίο είναι μία παρακαταθήκη. Και νομίζω το πράγμα που πρέπει να έχουμε πάρα πολύ ισχυρό στη ζωή είναι η μνήμη, γιατί αυτό κρατάει όλο τον κόσμο ζωντανό…» Αυτά έλεγε χρόνια πριν σε έναν μικρότερο εκείνης της παρέας. Τότε, που, για να γράψεις ακόμη μία βιβλιοπαρουσίαση, χρειαζόταν μνήμη. Πριν την εξοβελίσει η μνήμη του υπολογιστή, όπου πατάς ένα κουμπί και ό,τι βγαίνει, εσύ το γράφεις. «Προτού μας σαρώσουν οι άνεμοι της τρίτης χιλιετίας», για να δανειστούμε ένα δικό του μότο. Είναι από τη δεύτερη συναγωγή κειμένων του, «Η μέρα για τα γραπτά κι η νύχτα για το σώμα», που είχε τυπωθεί, Μάρ. 1999, στον προηγούμενο εκδότη του. Στο καινούργιο μυθιστόρημα, αναφέρεται ένα εκδοτικό δίπολο: ο «Πρεβεζάνος» και ο «Παραγιός». Δηλαδή, όπως επεξηγεί ο ήρωάς του, «ο σοβαρός εκδοτικός οίκος και ο άλλος, που εκδίδει όλες αυτές τις ζαβλακωμένες που νομίζουν ότι είναι συγγραφείς». Στην ονομασία του δευτέρου, η ακουστική παρήχηση δείχνει προς συγκεκριμένη κατεύθυνση, καθώς ο συχνά καυστικός σχολιασμός της τρέχουσας επικαιρότητας υποφώσκει εντέχνως σε ολόκληρο το βιβλίο. Σε αντίθεση, η ονομασία του πρώτου εκδοτικού οίκου αποδίδεται στην αγάπη προς τον Καρυωτάκη του εκδότη, ο οποίος και εμπλέκεται στη μυθοπλασία. Να θυμίσουμε πως η τελευταία συγκεντρωτική έκδοση Καρυωτάκη είναι του «Πατάκη». Όσο για το Κουμανταρέα, τα 24 βιβλία του παρουσιάστηκαν σε πρώτη έκδοση από πέντε εκδότες. Τα 17 στον Κέδρο, ενώ τα τρία τελευταία πήραν θέση δίπλα στα άπαντα Καρυωτάκη.
      Προέχει, όμως, ο σχολιασμός του καινούργιου βιβλίου, το οποίο ο συγγραφέας δεν χαρακτηρίζει μυθιστόρημα. Πιθανώς, γιατί δεν έγινε το τελικό φινίρισμα. Δεν αποκλείεται, όμως, να ήθελε να καλλιεργήσει αίσθηση αυτοβιογραφίας «στις σωστές δόσεις», όπως τονίζει ο ήρωάς του, επίδοξος συγγραφέας. Άλλωστε, ούτε το προηγούμενο φέρει τον χαρακτηρισμό μυθιστόρημα. Βεβαίως, το καθηλώνει στην πραγματικότητα το εξώφυλλο, που ο ίδιος είχε υιοθετήσει και το οποίο τον εικονίζει μαζί με την σύζυγό του, Λιλή, δια χειρός της ανιψιάς της. Αντιγόνης Πασίδη. Παρεμπιπτόντως, μένει η απορία, κατά πόσο θα άρεσε στην Λιλή Κουμανταρέα η εμπλοκή της στη μυθοπλασία, όταν, μάλιστα, δηλώνεται ευθέως με το εξώφυλλο. Όσο για το καινούργιο βιβλίο, αυτό βρέθηκε, επιπροσθέτως, και ατιτλοφόρητο. «Σειρήνα της ερήμου», αποκαλεί ο ήρωας «την πιο καλλίφωνη και ωραία» από «τις γυναίκες-οπτασίες», τις «τσίτσιδες» στους αντικατοπτρισμούς της ερήμου, κάπου στη Βόρεια Αφρική. Μέχρι την τελευταία σελίδα του μυθιστορήματος, που γράφει ο επίδοξος συγγραφέας, ήρωάς του, εκείνος αναζητάει τον τίτλο. Το υπογράφει με ψευδώνυμο, που προκύπτει από τον αναγραμματισμό του Μένης Κουμανταρέας, ενώ ακούει «Ντον Τζιοβάνι». Πιθανόν, το ίδιο να άκουγε και ο Κουμανταρέας, αναζητώντας έναν ακόμη εύστοχο και παραπλανητικό τίτλο.
     Από μία άποψη, ο συγκεκριμένος είναι παραπλανητικός. Η λέξη σειρήνα εμφανίζεται συχνά σε τίτλο μυθιστορήματος, που είναι, σχεδόν πάντοτε, ένα ερωτικό ρομάντσο. Για να ακριβολογούμε, από «τα ροζ ρομάντσα» των εκδόσεων «Παραγιός», που αναφέρονται σε ετεροφυλόφιλους έρωτες. Εδώ, όμως, ο έρωτας είναι ομοφυλόφιλος, απογέρνοντας, όπως και στο προηγούμενο βιβλίο, προς «την παιδοφιλία», κατά τα λεγόμενα του ίδιου πάντοτε ήρωα. Δεν πρόκειται για «γκέι ζευγάρια», όπως «τα δυο εγγλεζάκια», που συμμετέχουν στην αποστολή της αφρικανικής ερήμου, αλλά για τον έρωτα μεσήλικων προς εφήβους. Καθώς, μάλιστα, τοποθετείται στα χρόνια της πολυπολιτισμικής Αθήνας, αυτοί είναι οι μελαψοί. Ένας μαύρος Άδωνις, σε αντιστοιχία με τη μαύρη Αφροδίτη, αναδύεται από τις αισθησιακές περιγραφές των μυών και μόνο του αγοριού. Αυτές, όμως, εξαντλούνται στο κάλλος του σώματος, ενώ η αφήγηση αναδιπλώνεται ως προς την ηλικία. Δεν πρόκειται περί εφήβου, απλώς, ο νεαρός μικρόδειχνε. Αντιθέτως, οι περιγραφές από κρυφοκοιτάγματα στα απόκρυφα σημεία της «Σειρήνας της ερήμου» διαποτίζονται από γνήσιο ερωτισμό, που σπανίζει στην γηγενή πεζογραφία, σοβαρή ή ροζ.
     Από το 1982, με το μυθιστόρημα, «Ο ωραίος λοχαγός», εμφανίζεται στην πεζογραφία του Κουμανταρέα η ομοφυλοφιλία. Μάλιστα, είκοσι χρόνια αργότερα, στο «Νώε», συνταιριάζεται, όπως και στο πρόσφατο, η αναζήτηση της σεξουαλικής ταυτότητας με εκείνη της συγγραφικής. Μόνο που εκεί, τα φανταστικά στοιχεία του μύθου περιορίζουν την σεξουαλική αναζήτηση. Αντιθέτως, το πρόσφατο μυθιστόρημα εμπλουτίζεται με έναν επίκαιρο σχολιασμό γύρω από τα ερωτικά, όπου και συνομιλεί με πεζά νεότερων. Θεματικά πλησιέστερο είναι το τελευταίο βιβλίο του Χρήστου Βούπουρα, «7 θυμοί». Στα δύο βιβλία, η παραπλήσια περιγραφή της μουσουλμανικής ηθικής, όπου τονίζεται το στενό οικογενειακό δέσιμο, αλλά και η ροπή του νεαρού στην κλοπή πολύτιμου αντικειμένου από τον προστάτη του, που τον φιλοξενεί, αποκτά υπόσταση μαρτυρίας για αυτήν την ομάδα νεόκοπων μεταναστών.
     Σε αντίθεση με τον μελαγχολικό τόνο του προηγούμενου βιβλίου, αυτό διαθέτει ιλαρό χαρακτήρα, αποτελώντας εξαίρεση στα βιβλία του Κουμανταρέα, από όπου, κατά κανόνα, λείπουν οι ανάλαφρες νότες. Σε αυτό, συμβάλλουν οι αναφορές ονομάτων υπαρκτών προσώπων. Παράδειγμα, δευτεραγωνιστής ήρωας, ονόματι «Νιάρχος, το αεικίνητο». Επίσης, ιδιαίτερα επιτυχημένα είναι τα γελοιογραφικά πορτρέτα του Εβραίου εκδότη Αβραάμ και του μπον βιβέρ Θανάση Θανασούλη, που το κεφάλι του θυμίζει Ίψεν, αλλά, λόγω ονόματος, γέρνει και προς Θανάση Βέγγο. Στις δέλτους του ελληνικού κινηματογράφου, έμεινε το alter ego του Βέγγου, ο πολυτεχνίτης ήρωας, που άκουγε στο όνομα Θανάσης Θανασούλας, πρωταγωνιστής κωμικής σειράς ταινιών, που εξακολουθούν να προβάλλονται. Εύστοχες είναι οι παρατηρήσεις του Κουμανταρέα για την σημερινή Αθήνα, «λίκνο θεών και δική του κούνια», αλλά και οι σκέψεις του γύρω από «το μεγάλο κύμα νεολατρείας» ή «τα γύναια», έτσι που επιδεικνύονται. Όπως σχολιάζει ο αφηγητής, «δεν είναι παράξενο, ύστερα από ένα τέτοιο θέαμα, που οι άντρες γίνονται αρσενοκοίτες». Η στοχαστική του διάθεση διοχετεύεται σε ατάκες και ζωηρές στιχομυθίες. Αλλά και  παρατηρήσεις, όπως εκείνη για τις σχολές δημιουργικής γραφής, που «και μόνο ο χαρακτηρισμός δημιουργική προδίδει τον φιλολογικό ερασιτεχνισμό».
     Στον γρήγορο ρυθμό του βιβλίου, συμβάλλει η μορφή: 26 κεφάλαια μοιρασμένα σε δύο αφηγητές, εναλλάξ, μονά ο ένας, ζυγά ο άλλος. Alter ego ο ένας του άλλου, αμφότεροι του συγγραφέα. «Και οι δυο είχαν ξεκινήσει να γίνουν συγγραφείς. «Ο ένας κατέληξε «χαρτοπόντικας, το πρωί σε εκδοτικό οίκο και το απόγευμα σε εφημερίδα». Ο άλλος, «διερμηνέας στην έρημο» μεταξύ Άγγλων και ντόπιων, “free lance σε εφημερίδα και ραδιόφωνο», είχε την πολυτέλεια να χαζεύει. Ο πρώτος αγωνιά να ακολουθήσει τον δεύτερο στο πεδίο της συγγραφής, τελικά, όμως, το σασπένς κορυφώνεται με το κυνηγητό τους σε γνωστά στέκια της Αθήνας, στο δίπολο: Κολωνάκι-Φωκίωνος Νέγρη.
     Σε αντίθεση με το βιβλίο, το «εισαγωγικό σημείωμα» της Αλεξάνδρας Τράντα, επίσης ανιψιάς της Λιλής Κουμανταρέα, με τον πένθιμο τόνο του, προδιαθέτει, αντίστοιχα, τον αναγνώστη. Αν το «σημείωμα» κρινόταν αναγκαίο ως «χρονικό» της έκδοσης, θα μπορούσε να πάρει επιλογική θέση. Όπως και να έχει, και μόνο το τέταρτο κεφάλαιο, με την αφρικανική ανεμοθύελλα, τους «κοκκινόκωλους» Άγγλους και τις σειρήνες της ερήμου, δίνει σαφή αίσθηση του καλού αφηγητή, που βρισκόταν σε μεγάλη φόρμα, πέρυσι τέτοιο καιρό.
 Μ. Θεοδοσοπούλου, εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ 6 Δεκεμβρίου 2015, σ. 27.
Ελάχιστα:
Μεταφέρω την βιβλιοκριτική της Μ. Θεοδοσοπούλου για το βιβλίο του Μένη Κουμανταρέα (Αθήνα 4/1/1931-Αθήνα 5/12/2014) «Η ΣΕΙΡΗΝΑ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ» εκδόσεις «Πατάκη» στην σειρά «Σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία», Πεζογραφία-372. Αθήνα Νοέμβριος 2015. Στην μνήμη του, πέντε χρόνια μετά την απώλειά του. Στις 14 Δεκεμβρίου 2014, στην ιστοσελίδα μου, μετέφερα ένα μικρό μέρος πληροφοριών για τον μυθιστοριογράφο Κουμανταρέα που γνώριζα.
 Οι κριτικές της Μ. Θεοδοσοπούλου, στην εφημερίδα «Εποχή», «Το Βήμα», «Ελευθεροτυπία» και σε άλλα έντυπα, προσέχονταν και διαβάζονταν πάντα με ενδιαφέρον από τους αναγνώστες της ελληνικής λογοτεχνίας και κριτικούς. Το ανθρώπινο «σινάφι» θα λέγαμε της παραγωγής και κυκλοφορίας των βιβλίων. Συνήθως οι κριτικές της ήταν μακροσκελής, ολοσέλιδες. Καταλάμβαναν όλη την σελίδα της εφημερίδας,-όπως και η παρούσα, που συμπληρώνεται με ένα σκίτσο του συγγραφέα μέσα σε μιά ωοειδή φωτογραφία-που ήταν μόνιμος και σταθερός συνεργάτης της. Η Θεοδοσοπούλου, κυρίως, δημοσίευε κριτικές για πεζογραφήματα και διηγήματα παλαιότερων και σύγχρονων συγγραφέων, παρά ποιητικές συλλογές. Παρουσίαζε παράλληλα σε ξεχωριστό πλαίσιο και νέους τίτλους κυκλοφορίας περιοδικών, τα περιεχόμενά τους και τους συνεργάτες τους. Η κριτικός που έχει και αυτή σε σχετικά μικρή ηλικία, δεν εξέταζε τον συγγραφέα και το βιβλίο του αυτόνομα, δηλαδή, μόνο το συγκεκριμένο πεζό έργο που «μόλις κυκλοφόρησε». Η κριτική ματιά της άγγιζε τόσο τα προηγηθέντα έργα του συγγραφέα,-κάτι που διευρύνει την βιβλιοκριτική οπτική της-όσο και με παράλληλα έργα συνομηλίκων του συγγραφέα που είχαν εκδοθεί. Με την «μέθοδό της» αυτή, οικοδομούσε μια άτυπη κατά κάποιον τρόπο μικρή «ιστορία» των λογοτεχνικών γραμμάτων, της συνέχειας της ελληνικής πεζογραφίας τα τελευταία χρόνια. Πολλές φορές, συνέκρινε παλαιότερους πεζογράφους ή διηγηματογράφους με νεότερες, της εποχής της συγγραφικές φωνές. Έτσι είχαμε ένα ιστόγραμμα της ελληνικής συγγραφικής παραγωγής και εξέλιξης. Κάτι παρόμοιο, πράττει και με το μεταθανάτιο έργο του Μένη Κουμανταρέα, «Η σειρήνα της ερήμου», σελίδες 230, τιμή 12,30 ευρώ. Το βιβλίο αυτό-που όπως γράφει η ανιψιά του συγγραφέα κυρία Αλεξάνδρα Τράντα στο Εισαγωγικό της σημείωμα, σελίδες 9-11, είναι το τελευταίο μυθιστόρημα του συγγραφέα που το δούλευε παράλληλα με το άλλο του προηγηθέν μυθιστόρημα «Ο Θησαυρός του χρόνου».
Το κύκνειο αυτό βιβλίο του Μένη Κουμανταρέα είναι ένα βιβλίο μέσα σε ένα άλλο βιβλίο. Έχουμε δηλαδή (στον χώρο της πεζογραφίας) την τεχνική που χρησιμοποιούν αρκετοί ζωγράφοι, παρατηρούμε να ζωγραφίζουν έναν πίνακα μέσα σε έναν άλλον. Έχουμε μπροστά μας ένα ταμπλό, έναν ζωγραφικό πίνακα σε εξέλιξη, και μέσα στο βάθος της προοπτικής του πίνακα ένα άλλο ταμπλό με ένα τελειωμένο έργο, σαν ένα συμπληρωματικό στοιχείο αναφοράς της συνολικής σύνθεσης. Το ίδιο βλέπουμε να συμβαίνει και με την παρούσα ιστορία του Κουμανταρέα. Ο συγγραφέας μας αφηγείται μια ιστορία μέσα σε μια άλλη ιστορία. Μια αφηγηματική πόρτα μας ανοίγει αρμονικά μια άλλη αφήγηση παράλληλη και συμπληρωματική της πρώτης. Τα αφηγηματικά επεισόδια της κύριας ιστορίας μπλέκονται-χωρίς να συγχέονται-με μια δεύτερη-άλλη ιστορία. Το βιβλίο συναπαρτίζεται από 26 κεφάλαια. Μικρής συνήθως έκτασης. Κεφάλαια που μπορούν να διαβαστούν το καθένα ξεχωριστά και να αποτελέσουν τον πυρήνα ενός άλλου διηγήματος ή την πρώτη μαγιά έστω και εν σπέρματι ενός άλλου έργου, μιας άλλης νουβέλας πέρα από την παρούσα. Τον πρωταρχικό σχεδιασμό της σύνθεσης. Τα κεφάλαια είναι κρίκοι ενός άξονα γραφής που λάμπουν και αυτόνομα. Έχουν την δική τους ατομική στιλπνάδα. Είναι μια σειρά επεισοδίων από αφηγηματικά φωτεινά λαμπιόνια πάνω σε μια αυτοβιογραφική σκηνή. Οι περιγραφές του Μένη Κουμανταρέα είναι εκπληκτικές όπως πάντα. Ο Κουμανταρέας υπήρξε ένας «αστείρευτος» μέχρι τέλους στυλίστας της μυθιστορηματικής γραφής. Ακόμα και όταν επαναλαμβάνεται, ακόμα και όταν ο λόγος του πλέει, η ματιά του βυθίζεται σε εικόνες που περισσότερο ταιριάζουν σε ένα φρέσκο παρά σε διηγηματικά ή σε εξέλιξη μυθιστορηματικά στιγμιότυπα, οι γρατζουνιές του λόγου του γίνονται με τέτοιον τρόπο ώστε να μην κουράζουν τον αναγνώστη. Να μην γδέρνουν την αναγνωστική υπομονή του. Ο Κουμανταρέας, είχε αίσθηση του αφηγηματικού χρόνου, των περιορισμών του, των ορίων που όφειλε να κρατήσει στην πλοκή, και αυτήν την αίσθηση διατήρησε σχεδόν σε όλα του τα έργα, τα δημοσιεύματα, τις συνθέσεις. Τα οποία δεν ήσαν και λίγα σε παραγωγή, μέσα στον βιολογικό προσωπικό του χρόνο γραφής αν εξεταστούν. Το ύφος του είναι καθαρό, δεν έχει υψώματα σπάνιου ενδιαφέροντος ή χαράδρες αναγνωστικής ανίας. Καθαρή και στρωτή είναι και η γλώσσα που χρησιμοποιεί. Μια καθημερινή ομιλίας γλώσσα, που δεν υποκύπτει στις επιτρεπτές της προφορικής μας ομιλίας ακρότητες και κανόνες που μεταξύ μας επιτρέπουμε. Είναι μια γλώσσα ομαλή, που ρέει ακόμα και μέσα στις μικρολεπτομερειακές της αναδιπλώσεις, νοηματικές της φαντασιώσεις, της προσωπικής του θύμησης θαύματα και παλμούς επινοήσεων. Μια γραφή χωρίς μεγάλες αναστατώσεις που θα μας προκαλούσαν ένα είδος «σοκ» από τα θέματα που μας περιγράφει ή υπονοεί ή αφήνει να φανταστούμε. Ένα σκάνδαλο εξ αίφνης, που θα ήθελε να προκαλέσει ο συγγραφέας του «Τρίτου στεφανιού». Χωρίς να χάνει τον έλεγχο της γραφής και του ύφους του, ο Μένης Κουμανταρέας μας εικονογραφεί ζητήματα των ιδιαίτερών του προσωπικών ερωτικών επιλογών και εμπειριών. Συννεφιασμένες και ξάστερες στιγμές του βίου των ανθρώπων και άμεσα ή έμμεσα και της δικής του. Καψαλισμένα στιγμιότυπα βίου, καψαλισμένα κατοπινά ενθυμήματα. Ο αφηγηματικός του φακός δεν είναι ασφαλώς τόσο προκλητικός-για τους «φαιά φορούντες» που θα έλεγε ο Αλεξανδρινός ποιητής, όπως είναι ο ατομικός φακός του πεζογράφου Κώστα Ταχτσή. Που ορισμένες φορές διαισθάνεσαι ότι προκαλεί για να προκαλεί. Ούτε όμως έχει αυτό το ενοχικό θρησκευτικό στοιχείο περιγραφής ερωτικών επιλογών που έχει ο λόγος του Γιώργου Ιωάννου. Αυτό το σαράκι της αμαρτίας που του ροκανίζει την συνείδηση και τον κάνει συνεχώς να αναζητά εξιλέωση μέσα σε θρησκευτικής ατμόσφαιρας περιβάλλοντα. Εκεί, που όπως λέει ο ποιητής ευλόγησαν χρόνους πολλούς την αμαρτία και την είπαν αρετή. Εδώ που το Σώμα τρικλίζοντας ανεβαίνει τον γολγοθά του για να εξαγιαστεί στην συνείδηση των άλλων, θυσιαζόμενο. Ούτε αφήνεται πάλι, με μιας μορφής «υπεροψία» στα ερωτικά λιβάδια του συγγραφικού λόγου ενός Αύγουστου Κορτώ. ‘Η, κάτω από μια διαφορετική ερωτική θεματολογία και σεξουαλική επιλογή, συναντάμε στις πεζογραφικές περιγραφές του συγγραφέα Βαγγέλη Ραπτόπουλου. Και, ακόμα, σε εκείνες των πρώτων νεανικών διηγηματικών εικονογραφιών του Πέτρου Τατσόπουλου. Φέρνει όμως στο νου παλαιά διαβάσματα, όπως το βιβλίο «Τα καμάκια» και άλλα βιβλία της πρώτης συγγραφικής περιόδου του Βασίλη Βασιλικού. Και κάτι από την ατμόσφαιρα των πεζών του Βαγγέλη Κολωνά. Οι ερωτικές επιλογές και εμπειρίες συνάντησης που εγγράφονται στις σελίδες των βιβλίων του Κουμανταρέα, ή ατμόσφαιρά τους και το κοινωνικό κλίμα μέσα στο οποίο κινούνται τα «διψασμένα» κορμιά άπληστα για κέρδος και επίδειξη αντριλίκι, πλέκονται με τις αφηγηματικές εμφανίσεις τους μέσα στο έργο και προσδιορίζουν την ποιότητα της γραφής καθώς και τον επανασχεδιασμό της ανάμνησής τους μέσα στο σκιόφως του κλειστού βιβλίου πριν την ανάγνωσή του.  
     Ο αφηγηματικός λόγος του συγγραφέα Μένη Κουμανταρέα, θα γράφαμε αν δεν κάνω λάθος, ότι προσπαθεί ή κρατά τα κοινωνικά προσχήματα. Το σαβουάρ βιβρ της συγγραφικής πράξης. Της αφήγησης του χώρου που συμβαίνουν αυτά τα παράξενα ή αιρετικά για τους πολλούς ερωτικά συμβάντα. Για τους καθωσπρέπει οικογενειάρχες στους οποίους απευθύνεται ο λόγος του και τα βιβλία του, και όχι σε ένα συγκεκριμένο κοινό, σε μια μειονότητα ανθρώπων με τις ιδιαίτερες επιλογές τους, τις εκλεκτικές τους νυχτερινές προτιμήσεις, τους μετέχοντας στους κινδύνους και τα ατομικά ρίσκα της ερωτικής τους περιπέτειας. Τα άτομα εκείνα που συναναστρέφονται ερωτικά και σεξουαλικά, νεανικές ηλικίες, δεν έχει σημασία αν είναι ή προέρχονται από τα ερωτικά πεδία που κινούνται οι κάθε είδους και εμπορικής σκοπιμότητας Λολίτες ή από τους επί χρήμασι λειμώνες των Τάτζιο. Αυτά τα αιώνια Παιδιά της Ζωής των στιγμιαίων ηδονών και της πρόσκαιρης απόλαυσης, των νυχτερινών περιπλανήσεων, της ψευδαίσθησης της απολεσθείσας νεότητάς σου που σου προσφέρουν, όπως τα περιέγραψε ο ιταλός ποιητής και σκηνοθέτης Πιέρ Πάολο Παζολίνι. Νεαρά είδωλα με αρχέγονες ερωτικές καταβολές και πρωτόγονα ένστικτα εκδήλωσης ενδιαφέροντος. Που το Σώμα τους είναι ιερό στο βαθμό που δεν προκαλεί στην επιφάνεια τις δικές τους ενοχές και το κοσμούν με κάθε είδους τάματα για να προσφέρει την κρυφή ηδονή του, χωρίς να διασαλευτεί η έλλογη κοινωνική τάξη και πρόδηλη ηθική τους καθαρότητα. Το στίγμα της φυσικής τους προθετικότητας και παραδοσιακής τους συνήθειας που αναιρείται-έστω για μικρό χρονικό διάστημα-για τις ανάγκες της ατομικής τους επιβίωσης. Ερωτικές συλλογιστικές επαναλαμβανόμενων αναθεωρήσεων στάσεων ζωής και εν ήδη νεανικού παιχνιδιού και στόχου που δεν καταλήγει στην κοινωνική αίρεση από την βουλιμική πλεονεξία του σώματος και των ηδονών του Άλλου, του εκμαυλιστή κατά τα κοινά περί ερώτων πρότυπα των ανθρώπων, που καιροφυλαχτεί αποπλανώντας να μετουσιώσει την ορθόδοξη κανονικότητα της ερωτικής φύσης του άλλου, του νεότερου. Νεαρά άτομα, που συνήθως, πάντοτε υποκρύπτουν-στο πλησίασμά τους- κάτι υπαρξιακά σκοτεινό, ρυτιδωμένο ψυχικά, στον αντεστραμμένο ερωτικό σου καθρέφτη που πάνω του προβάλλεται το είδωλό σου, η δική σου έστω και για μερικές στιγμές νεότητα. Το άνθος της δικής σου φύσης και ανθηρότητας που ο χρόνος, μεταβάλλει διαρκώς επί τα χείρω. Μια συνηγορούσα σωματική ζωώδη αίσθηση πλησιάσματος μιας μάχης με τον ατομικό της ζωής σου βιωμένο χρόνο, ένας διάστικτος από ψυχικά έλκη χρόνος κανονικής ζωής, μέσα σε κυματοειδής συγκινήσεις και ευαισθησίας πλησιάσματα, ένας ποθητός χείμαρρος αβεβαιοτήτων σωματικών περιπτύξεων και στοργής. Ένας λαχταριστός διονυσιασμό της νιότης που δεν μπορεί να κρυφτεί, και που δεν συνειδητοποιείται από το ίδιο το ερωτικό νεανικό υποκείμενο. Μια σπάταλη, εμπορική καταναλωτική φρεσκάδα της νεανικής ηλικίας. Της νιότης που πάντα παρέρχεται με δόξα και τιμή και πάντα ποθείτε με δάκρυα και πολλά επαναλαμβανόμενα προβλήματα και ενοχές. Τις βιωματικές λόγχες της ατομικής τους περιπλάνησης, που τους κεντρίζουν ερωτικά τις στιγμές απόλαυσης, αλλά κυρίως, που τους αφήνουν βαθιές πληγές στον χρόνο. Η αναζήτηση της αιώνιας νεότητας, και της παιδαγωγίας της, κάτι που μας παραπέμπει όχι στον Τόμας Μαν και σε άλλους γερμανούς συγγραφείς, αλλά στους αρχαίους έλληνες και στα Πλατωνικά ερωτικά και φιλοσοφικά ιδεώδη, αισθητικής, που τόσο τραγικά προσπάθησε να αναβιώσει ο ιρλανδός συγγραφέας και ποιητής Όσκαρ Ουάϊλντ.
     Από το βιβλίο αυτό του Μένη Κουμανταρέα, δεν λείπουν τα απρόοπτα και οι εκπλήξεις, ο εξωτισμός, οι εναλλαγές των συναισθημάτων και των εικόνων μέσα στην ροή του χρόνου. Το λεπτό ραφινάτο χιούμορ του, αυτή η εκλεπτυσμένη του ειρωνεία, η σπιρτάδα της κριτικής του ματιάς, οι μορφές που περιγράφει των ηρώων του με ρεαλισμό και σε σημεία κυνικά δοσμένες, σαρκώνουν την αιτία και τον λόγο ύπαρξης τόσο του παρόντος βιβλίου όσο και την δομή άλλων του έργων. Ορισμένες σελίδες των 26 κεφαλαίων του βιβλίου, θα μπορούσαν να αποτελέσουν το προσχέδιο ενός ημερολογίου. Ενός ημερολογίου εγκοσμίων γεγονότων της ζωής του που συνέβησαν με την θέλησή του και χωρίς μεταμέλεια. Η λειτουργία της γραφής και η αρτιότητά της μέχρι να αποκτήσει την τέλεια μορφή της για να δοθεί στην κρίση του χρόνου, δεν αλλάζει ή αλλοιώνει στο ελάχιστο τα γεγονότα που συνέβησαν και διαδραματίστηκαν στο πρόσφατο παρελθόν του ερωτικού του βίου. Το Σώμα και οι ανάγκες του, είναι η γέφυρα με το σήμερα και το “conversio” της μετέπειτα αφηγηματικής του «εξομολόγησης». Και ίσως δεν είναι τυχαίο ότι ο συγγραφέας Μένης Κουμανταρέας, επιλέγει να κλείσει το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του υπογράφοντας με ένα ψευδώνυμο αναγραμματισμού του ονόματός του και του επιθέτου του. Σηνέμ Σαέρανταμουκ. Που είναι ένα ακόμα παιχνίδι των λέξεων που αρέσκεται και απολαμβάνει ο συγγραφέας, και κατά κάποιον τρόπο χιουμοριστικά μας προκαλεί εμάς τους αναγνώστες του, που μείναμε άγευστοι των ηδονικών εμπειριών της ζωής και των πληγών της που εκείνος τόλμησε να ζήσει γιαυτό και έχει την δυνατότητα να γράφει. 
     Η Θεοδοσοπούλου κάνει λόγο για την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα με το βιβλίο του «Τα μηχανάκια». Η πρώτη αυτή συλλογή του Μένη Κουμανταρέα εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο του Γεωργίου Φέξη στην Αθήνα το 1962. Η Μακέττα  της κουβερτούρας που καλύπτει τα δεμένα εξώφυλλα είναι του Λεωνίδα Χρηστάκη. Ένα βιβλίο 134 σελίδων που περιέχει τα εξής διηγήματα: «ΤΑ ΜΗΧΑΝΑΚΙΑ», «ΤΟ ΛΟΥΤΡΟ», «ΠΑΡΑΜΥΘΙ» και το «ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ ΛΟΚΡΙΔΟΣ».  Η δε πρώτη του μετάφραση του έργου του γερμανού συγγραφέα Έρμαν Έσσε, και του μυθιστορήματος «ΝΤΕΜΙΑΝ» Χρονικό της εφηβείας του Έμιλ Σίνκλαιρ, κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1961 από τις εκδόσεις «ΓΑΛΑΞΙΑ» της Βιβλιοθήκης Ελλήνων και Ξένων Συγγραφέων, στον αριθμό 27. Ο Ντέμιαν το καταπληκτικό αυτό έργο του γερμανού συγγραφέα, παρότι εκδόθηκε στα 1919 μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο-τον μεγάλο πόλεμο της ανθρωπότητας, εξακολούθησε ακόμα και στις γενιές της δικές μας να είναι ένα ευαγγέλιο των νιάτων μας. Ο Έσσε είναι ένας στυλίστας της γραφής, ένας ποιητής μυθιστοριογράφος και διαπραγματεύεται θέματα θρησκευτικής υφής και φιλοσοφίας. Η μετάφραση του στα ελληνικά από τον Μένη Κουμανταρέα, δείχνει ίσως τις πρώτες καταβολές του ύφους της γραφής του.
Όσον αφορά το έργο «7 Θυμοί» είναι του σκηνοθέτη και συγγραφέα Χρήστου Βούπουρα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εστία.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 8 Δεκεμβρίου 2019
Καθώς ο μουσικός ήχος για παγκόσμια ειρήνη ακούγεται από την φωνή του χρόνου του Τζων Λένον.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου