ΜΑΡΙΑ
ΣΕΡΒΑΚΗ
Ο
ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ
Εκδόσεις ΕΚΑΤΗ- Χ. Κ. Νικολάκης, Αθήνα 2013, σελίδες
32, διαστάσεις 14Χ21, τιμή 8,52 ευρώ. Διορθώσεις Ευαγγελία-Ελισάβετ Βουτσινού.
Επιμέλεια Έκδοσης Κωστής Νικολάκης. Εξώφυλλο: Μανώλης Μανουσάκης, ακρυλικό σε
ξύλο, 100χ 140 εκ. (1995).
ΕΠΙΜΕΤΡΟ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ
Στις 27 Νοεμβρίου, πριν λίγες μέρες, έγραψα και
δημοσίευσα στην ιστοσελίδα μου Λογοτεχνικά Πάρεργα, ένα κείμενο για την
γνωριμία μου με την ποιήτρια Μαρία Σερβάκη και τον ποιητικό της λόγο. Γνώριζα
ότι είχε εκδοθεί από τις εκδόσεις «ΕΚΑΤΗ», το 2013, η τελευταία της ποιητική
συλλογή «Ο ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ» με το εξαιρετικό Επίμετρο που συνοδεύει την έκδοση από
τον ποιητή και δοκιμιογράφο Γιώργο Μαρκόπουλο. Τον αειθαλή Γιώργο Μαρκόπουλο,
που πάντα μας εκπλήσσει με τις κριτικές και δοκιμιακές του καταθέσεις. Το
Επίμετρό του, με συγκίνησε και μου άρεσε. Και για να είμαι ειλικρινής, δεν
θέλησα να το δημοσιεύσω στο κείμενο της 27 Νοεμβρίου για την Σερβάκη, γιατί
ήθελα να δοκιμάσω τις δικές μου κριτικές δυνάμεις καθώς ξαναδιάβαζα την ποίησή
της. Ήθελα να καταγράψω την δική μου εντύπωση από τις συναντήσεις μου με την
ποιήτρια αλλά και την ποίησή της. Αν αυτή μου η θέση έχει κάποια αξία στην
διατήρηση της μνήμης της και του έργου της. Κάτω από αυτό το πρίσμα, δεν
κατέγραψα στην Ποιητική Εργογραφία της, τις δύο ακόμα ιδιωτικές της εκδόσεις,
δηλαδή, την ποιητική συλλογή της GROTESCO, 2004 και Τα Τραλαλά, 2010. Δύο ποιητικές
συλλογές που κυκλοφόρησαν εκτός εμπορίου και δεν τις γνώριζα. Διαβάζοντας την
τελευταία της ποιητική συλλογή Ο ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ, επιβεβαίωσα για ακόμα μία φορά, στο
πόσο τυχερός στάθηκα που γνώρισα από κοντά την φιλόξενη αυτή γατομάνα, την
γλυκύτατη και ευγενέστατη Μαρία Σερβάκη, αλλά, και στο ότι γνώρισα την ποίησή
της και προσπάθησα να την κατανοήσω όσο γίνεται καλύτερα. Και φυσικά, να ζηλέψω
το επίμετρο του ποιητή Μαρκόπουλου για τα εύστοχα και καίρια λόγια που έγραψε
για τον λόγο της. Εύστοχες παρατηρήσεις, ένα βαθύ συνολικό κοίταγμα του έργου
της, και της συγκεκριμένης συλλογής.
Ο ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ θα γράφαμε, είναι μάλλον η
«επιτομή» της σύνολης ποιητικής της διαδρομής. Έχει τα κομβικά εκείνα στοιχεία-
τους ποιητικούς πυρήνες-που αποτελούν την ζύμη των μέχρι τώρα ποιητικών της
συλλογών. Η μοναξιά και η ερημιά του ανθρώπινου όντος, η συνομιλία με τους
νεκρούς, η μεταξύ ζωντανών και κεκοιμημένων άρρηκτη αυτή σχέση. Η κοινή τους
φωνή μπροστά στην απόγνωση του ανθρωπίνου όντος, στα υπαρξιακά του αδιέξοδα. Η
πάντα παρούσα παρουσία του θανάτου. Το κραυγαλέο του πρόσωπο. Η απώλεια, η
διάψευση, το εσωτερικό κενό που το πληρεί η ποιητική φωνή. Η θεώρηση των
εμπειριών του βίου της, του χρόνου που χάθηκε, του χώρου που ερημώθηκε. Η
ακεραίωση της ζωής μέσα στην μνήμη, στα σκοτεινά και φωτεινά λαγούμια της. Ο
νηφάλιος στοχασμός της και το απτό της ύφος. Η φύση και ο χώρος, το περιβάλλον
μέσα στο οποίο δρούμε και κατοικούμε στενάζουμε και ανασταίνουμε τις ελπίδες μας,
είναι η κορνίζα μέσα στην οποία η ποιήτρια πάντα σχεδόν θέτει τον ποιητικό της
λόγο, την εξομολόγησή της. Το πλαίσιο που ανθεί ο πόνος και η θλίψη της. Η
ολοκλήρωση των οραμάτων της, η θεώρηση του κόσμου της, των ονείρων της, του
βλέμματός της. Ο γυναικείος της αισθησιασμός και τρυφερότητα, η κατάπτωσή της
ακόμα και η απόρριψή της από τον Άλλον. Η ισχύς της πτώσης αυτής, με όχημα την
μνήμη, μεταφέρεται μέσα στις μικρές της λέξεις, τους μιας γραμμής στίχους της.
Της μιας αναπνοής εκ των υστέρων αφήγηση. Στις απογυμνωμένες από κάθε περιττό
στολισμό, ιδιαίτερες αυτές λέξεις της, που είναι μικροί σπινθήρες ευαισθησίας,
ονείρου, υπερβολικής ορισμένες φορές έντονης πείνας για ζωή, για έρωτα, για
συντροφική σχέση, για επαφή αλλά και ασκητισμό.
Στους
μικρούς και σύντομους αυτούς στίχους της, στους σχεδόν επιγραμματικούς, στους
στίχους που συγκεφαλαιώνουν μια φιλοσοφία ζωής, ένα χαμηλόφωνο ερώτημα για τον
έρωτα που χάθηκε, μια γυναικεία αγωνία για την χαμένη προσδοκία της ομορφιάς,
δεν μετέχουν μόνο οι ζωντανοί ή οι προαπελθόντες πρόγονοι, αλλά και ο χώρος, η
φύση. Ο αναπνοή του κόσμου συστενάζει μαζί με την φωνή της ποιήτριας, διατηρούν
κοινή μνήμη, κοινές καταβολές επιβίωσης και λησμοσύνης. Υπάρχει ένα κοινό
αλληλένδετο γαϊτανάκι επικοινωνίας του ανθρώπινου όντος με τον χώρο που
συμβιεί, δραστηριοποιείται, μετέχει του φυσικού κύκλου της φύσης, αντιδρά στις
αστοχίες και τα λάθη των ανθρώπων, στις παραλείψεις τους στην αδιαφορία τους. Ο
ποιητικός λόγος της Μαρίας Σερβάκη φέρνει στην σκέψη μου μια φράση του Μπαρούχ
Σπινόζα, που υποστήριζε πάντα ότι δεν αναζητούσε το “verum” αλλά το “optimum”. Η φράση αυτή, όπως
την έχω καταγράψει σε σημείωση στο περιθώριο ανάγνωσης, λέει πάνω κάτω τα εξής:
“omnia praeclara tam difficilia quam rara sum”.
Που σε μια ελεύθερη απόδοση λέει το εξής: Οτιδήποτε, κάθε τι που είναι ωραίο,
σημαντικό, είναι τόσο δύσκολο, τόσο ακατόρθωτο να το κατακτήσει κανείς, να το
αποκτήσει. Ενώ ταυτόχρονα, είναι και τόσο σπάνιο. Αυτήν την σπανιότητα, την
ουσιαστικότητα είναι που αναζήτησε η ποιήτρια Μαρία Σερβάκη και το πέτυχε. Θα
τολμούσαμε να σημειώσουμε το εξάντλησε μέσα στον ποιητικό της λόγο. Και αυτό,
δεν είναι υπερβολή. Μια τρικυμισμένη ψυχή που κατορθώνει στο πέρασμα του χρόνου
να μετουσιώσει την στέρηση σε πλήρωση, δεν μπορεί, επιβάλλεται να κατακτήσει το
ουσιαστικό, το καίριο, ίσως ακόμα και για μας τους πολλούς, το σπάνιο. Γιαυτό και ο ερωτικός της λόγος, δεν κρύβει δεν έχει κανένα αίσθημα φθόνου,
ετεροχρονισμένης ζήλειας απέναντι στον Άλλο που χάθηκε πριν καλά-καλά
εξαντλήσει το μυστήριο της παρουσίας του. Ολοκληρώσει τον κοινό τους-στο
παρελθόν (;) προορισμό σχέσης, συμβίωσης, φωτίσει τις εκλάμψεις του έρωτα στον
κοινό τους χώρο. Αντίθετα εκείνη, μέσα από της μνήμης τα όποια συντρίμμια, διατηρεί την φωτεινότητα της μνήμης μέσα στον χρόνο. Μετατρέπει την απώλεια του
έρωτα σε θερμότητα μνήμης και λέξεων. Θησαυρίζει την ποίησή της με μεταλλεύματα
εμπειριών της που δεν οξειδώνονται. Δεν σκουριάζουν από γυναικεία τερτίπια και
ατελέσφορους εγωισμούς. Η απώλεια παραχωρεί την θέση της στην καθαρότητα των
στιγμών της μνήμης, στην νηφάλια αναπόληση του χθες, μέσα σε ένα περιβάλλον
σίγουρα ειδυλλιακό, σίγουρα νεανικών συμβόλων αλλά, δεν βιώνεται πιά ως
κατακρημνισμένη αίσθηση μα σαν ώθηση σε μια συνεχή συμμετοχή σε μια φυσική
«ευδαιμονία» που μέσα της εξακολουθεί να ζει, να ονειρεύεται και να ευελπιστεί
σε ένα καλύτερο και δικαιότερο σήμερα η ποιήτρια Μαρία Σερβάκη.
Μεταφέρω
το ΕΠΙΜΕΤΡΟ του ποιητή Γιώργου
Μαρκόπουλου, 29-30 σελίδες που κλείνει αρμονικά την έκδοση του ΟΔΟΙΠΟΡΟΥ.
«Η Μαρία Σερβάκη, από την πρώτη της συλλογή
κιόλας «Περιπέτεια» (1956). Επεβλήθη στην ποίησή μας με έναν λόγο χειμαρρώδη, ο
οποίος υπηρετούσε με θαυμαστή ρώμη συναισθήματα που τα χαρακτήριζε άλλοτε μια
διάθεση μεταφυσικής λύπης, άλλοτε μια ερωτική χαμηλότονη ένταση, άλλοτε μια
κρυφά υποβόσκουσα πίστη στην δυνατή ομορφιά της φύσης και, άλλοτε, μια πικρή
γεύση, προερχόμενη από την θέα ενός κόσμου-μιας πολιτείας ακριβέστερα-γεμάτης
ερείπια, συντρίμμια αλλά και νεκρούς-παιδιά όλοι τους μιας ύπουλα και
ποικιλότροπης κρεουργημένης γενιάς.
Όλα αυτά τα στοιχεία εξακολουθούν να
αποτελούν τα συστατικά και της τρίτης συλλογής της υπό τον τίτλο «Ενδυτροβανάρ»
(1972)-γραμμένης όμως το 1958 όπως η ίδια επισημαίνει στην πρώτη σελίδα του
βιβλίου, άρα δεύτερης στην ουσία-με την μόνη διαφορά ότι εδώ ο έρωτας ολοκάθαρα
«χλωρός» πλέον και ακραίος μέσα στην επίσης χλωρή, ακμαία και αιθέρια ομορφιά
της γης, της ζωής και του σύμπαντος, αναλαμβάνει τον κυρίαρχο ρόλο, ενώ οι εικόνες
της πιο τολμηρές, φτάνουν έως εμάς όλο και ευρηματικότερες, όλο και πιο
εκλεκτές.
Αντίθετα, η γραφή της Μαρίας Σερβάκη πήρε
μιαν άλλη τροπή, στις επόμενες συλλογές υπό τον τίτλο «Μυστράς» (1971) και «Ο
άλλος κήπος» (1984) όπου το άτμητο-συνθετικό ποίημα παραμένοντας πάντοτε, παρά
ταύτα, μακροσκελές, παίρνει πλέον μια μορφή θεατρική, με διαλόγους και
μονολόγους, τους οποίους χαρακτηρίζει μια μοναξιά εκπεφρασμένη μέσα από στίχους
μιας εξαιρετικά μαγικής και μαγευτικής ηρεμίας και μια λιτότητα έξοχη, στην
κυριολεξία.
Από το χρονικό σημείο αυτό και μετά, η
Μαρία Σερβάκη αρχίζει να φωτοτυπεί πλέον τις κάθε φορά καινούργιες της συλλογές
και, απλώς, να τις εμπιστεύεται μόνο σε ελάχιστους φίλους-όλες σπουδαίες
πάντως, συλλογές, αφού ευτύχησα να είμαι και εγώ ένας από τους εμπίστους της-
ώσπου τώρα πια, αποφασίζει να εμφανιστεί και πάλι δημοσίως με τον «Οδοιπόρο»
μια συλλογή, η οποία πιστεύω ότι είναι ίσως η καλύτερή της, αφού ο χρόνος πλέον
έχει πατινάρει αθόρυβα και αργά-αργά την παλαιά υπέρλαμπρη στίλβη των στίχων,
αφήνοντας να φανεί μόνη της η ακριβή εκείνη όσο και υπέροχη, λόγω της
διαβρωτικής από την αγωνία και την λύπη, λάμψη της ψυχής, ενώ το ποίημα
εμφανίζεται όλο και πιο «σφιχτό», πιο συγκροτημένο, απολύτως ελεγχόμενο, και ο
λόγος όλο και πιο λυγμικός και, κυρίως, όλο και πιο συγκεκριμένος. Και μια και
ανέφερα την λέξη «συγκεκριμένος», θέλω να σημειώσω ότι πράγματι, όλα εδώ
εμφανίζονται τελείως ορατά και απτά. Και ποια είναι αυτά τα «όλα»; Η αγωνία του
θανάτου, οπωσδήποτε, ο τρόμος της μοναξιάς, αλλά και ο φόβος-ο τρομερός
φόβος-από το πέρασμα του χρόνου με όλα όσα συνεπάγεται αυτό. Όσο για τους
αγαπημένους νεκρούς της, αυτή για χάρη τους σε ολόκληρη τη συλλογή-την συλλογή
αυτή στην οποία δεν υπάρχει ούτε ένας στίχος χωρίς την αξία ή την ιδιαίτερη βαρύτητά
του- μεταμορφώνεται σε μια μοναχή σε άδεια, ερημική εκκλησία μοναστηριού, όπου
κάθε απόγευμα μαζεύει τα κεράκια-τις ζωές τους-όταν τελειώνουν στο μανουάλι και
τα κρατάει-ταγμένη πάντα-γερά στη μνήμη, στην ποδιά και στην καρδιά της.».
-Ο θάνατος δεν είναι παρά ένα υπερβόρειο χαμόγελο
Είπε
Κι έγινε νύχτα.
-Πού πάνε; Πού πήγαν όλοι αυτοί;
Μυρίζει πτώμα ο θεός
-Γύρισε πάλι κοντά μου η μητέρα μου η νύχτα, φώναξε
-Είχαν κι όλας σαλπάρει οι σύντροφοι μέσα στις
στάχτες
και
τους οιωνούς
-Στην χώρα αυτή που δεν είναι πια πατρίδα μας.
Αιώνες αιώνες
Πριν; Μετά;
-Άνθρωποι θάβουν ανθρώπους
Στροβιλίζονται στροβιλίζονται οι δερβίσηδες λυγμοί
-Υποσημείωση 1
Κείνα τα χρόνια ποια χρόνια; πότε; που; υπήρχε μια Αθήνα…
την
άνοιξη μύριζε γαζία και χαμομήλι
Υποσημείωση 2
Κληθήκαμε να υπάρξουμε χωρίς επιταφίους χωρίς
ρετσίνα
χωρίς τραγούδι στη γη αυτή
Του Νίκου Καρούζου εκεί όπου παντοκρατορεί.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 3 Δεκεμβρίου 2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου