Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2019

Η Γέννηση του Χριστού στην βυζαντινή ποίηση


Τα της του Καινού Μυστηρίου Γεννήσεως λόγια
     Τα Χριστιανικά Επιγράμματα μεταφέρω εδώ στην αρχαία γλωσσική τους μορφή, χωρίς την εύλογη και αναγκαία για τον αναγνώστη νεοελληνική μετάφρασή τους. Το έπραξα αυτό σκοπίμως. Θέλησα να μην χαθεί η πρωτότυπη γλωσσική και υφολογική τους μαγεία και απόλαυση, η ακουστική τους ρυθμολογία, ώστε να μην μετατοπιστεί το ενδιαφέρον των όποιων αναγνωστών, στην αρτιότητα ή μη της νεοελληνικής τους απόδοσης. Εξάλλου, όλοι όσοι ασχολούνται και είναι λάτρεις της βυζαντινής ποίησης και υμνογραφίας και εκκλησιαστικής και θρησκευτικής γραμματείας, γνωρίζουν ότι αρκετές δεκαετίες τώρα, και σε άτακτα χρονικά διαστήματα, έχουν μεταφραστεί ή αποδοθεί από νεοέλληνες ποιητές και ποιήτριες, όχι μόνο τα εκκλησιαστικά επιγράμματα αλλά και μέλη επώνυμα της εκκλησιαστικής λυρικής ποίησης. Ας θυμηθούμε την μετάφραση του τροπαρίου της μοναχής Κασσιανής από τον ποιητή Κωστή Παλαμά, την εργασία του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη πάνω στον ποιητικό λόγο του Ρωμανού του Μελωδού, την μετάφραση των «εις τα άγια νήπια» επίσης του Ρωμανού από τον ποιητή και μεταφραστή, δοκιμιογράφο Γιάννη Δάλλα, τις μεταφραστικές εργασίες του καθηγητή και ποιητή Νικόλαου Τωμαδάκη ή την μετάφραση των Ψαλμών του Δαυίδ, από τον ποιητή Ανδρέα Κάλβο κλπ. Πρέσβευα η εστίαση των αναγνωστών των Επιγραμμάτων να μείνει στα ίδια τα ποιητικά κείμενα και την χαρά της συγκίνησης που νιώθουμε κατά την ανάγνωσή τους, όπως μας διασώθηκαν μέσα στον χρόνο, και ιδιαίτερα στο Πρώτο βιβλίο της Ελληνικής Παλατινής Ανθολογίας. Και όχι να αναλωθούμε σε αναμενόμενες μεταφραστικές συγκρίσεις και μεταφορές. Όπως επίσης δεν θέλησα να δώσω μια φιλολογική επέκταση στην αντιγραφή τους. Παραθέτω απειροελάχιστα γενικά πληροφοριακά στοιχεία που θεωρώ ότι μας είναι γνωστά και οικεία. Και πάνω από όλα αγαπητά, από τα παιδιόθεν ακούσματά τους. (λέξεις όπως: Σάλπιγγες, γαία, τρέμει, μήτρην, παρθενικήν κατέβης, ίχνος, ουρανός, φάτνη, μείζων, εργασίη, βρέφεος, άναξ, μάγοι, προφήτης, λαών, άνθρωπος, θεός,… είναι λέξεις που αναγνωρίζουμε ακόμα και σήμερα την χρήση τους και την σημασία τους στο σήμερα). Τα ιστορικά και θρησκευτικά συμπαρομαρτούντα ή εκκλησιαστικής δογματικής, ακριβολογίας πίστεως, και χριστιανικής αρχαιολογίας, ανήκουν σε άλλες αναγνωστικές παραμέτρους και επεξηγήσεις.
     Τα Χριστιανικά επώνυμα και ανώνυμα επιγράμματα είναι πάνω από 100. Για την ακρίβεια 123, όπως μας πληροφορούν οι ασχοληθέντες με αυτά. Επιγράμματα ευσεβούς περιεχομένου και θείας θεματολογίας, εκκλησιαστικών μαρτυριών και γεγονότων εκκλησιαστικής τέχνης, που συμπεριλαμβάνονται μέσα στο καθόλου corpus της εκκλησιαστικής λυρικής ποίησης και θρησκευτικής των κανόνων παράδοσης. Σε αυτά, του πρώτου βιβλίου, δεν συμπεριλαμβάνονται τα επιγράμματα της θύραθεν επιγραμματικής παράδοσης, αυτά της «μακεδονικής σχολής», τα της εκκλησιαστικής μελιδόνας που είναι ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός και τα ποιητικά του Έπη, ελάχιστα των εκκλησιαστικών κανονογράφων όπως είναι ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ή ο Ανδρέας Κρήτης του μεγάλου Κανόνος. Ξεχωριστή περίπτωση αποτελούν αυτά τα Εν Κυζίκω επιγράμματα, της παλατινής ανθολογίας, περίπου 29, που δεν ανήκουν φυσικά στην χριστιανική επιγραμματική γραμματεία, μια και η θεματογραφική σκηνογραφία τους αναφέρεται στον αρχαίων εθνικών ελλήνων θρησκευτικό πάνθεο. Ή ακόμα σκόρπια επιγράμματα που συνέθεσαν άλλοι θρησκευτικοί και εκκλησιαστικοί συγγραφείς και ποιητές, τα οποία είναι εντάσσονται αρμονικά και ισορροπημένα μέσα στο κυρίως σώμα της θρησκευτικής και εκκλησιαστικής ποίησης και υμνογραφίας, και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της λειτουργικής μας ορθόδοξης παράδοσης. Το πλείστο των χριστιανικών επιγραμμάτων είναι δίστιχα. Ακολουθούν την στιχουργική μορφή, την αρχαιοελληνική επιγραμματική παράδοση των εθνικών θρησκευτικά ελλήνων. Ας φέρουμε στο νου το επιτάφιο επίγραμμα του Σιμωνίδη: «Ώ ξείνε, αγγέλλειν Λακεδαιμονίους, ότι τήδε κείμεθα, τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι». Που οι παλαιότεροι διδασκόμασταν στα σχολικά μας χρόνια. Τα χριστιανικά επιγράμματα, που προέρχονται από την παλαιά των ελλήνων δεξαμενή ποιητική παράδοση, έχουν την αυτή κυρίως μορφή και στιχουργική ολοκλήρωση. Αν και βλέπουμε και βυζαντινά επιγράμματα- που έχουν ασφαλώς διαφορετική θεματολογία περιεχομένου και θρησκευτικού σκοπού και πρόθεση διδασκαλίας-,που δεν περιορίζονται στο δίστιχο πλαίσιο αλλά διευρύνουν τα όρια των στίχων τους. Έχουμε επιγράμματα που απλώνονται σε είκοσι ή ακόμα περισσότερους στίχους. Οι εξαιρέσεις αυτές ούτε λίγες είναι ούτε σπάνια απαντώνται. Έχουμε επίσης και μονόστιχης μορφής επιγράμματα του Κλαυδιανού: «Χριστέ, τεήν προϊαλλε χάριν καμάτοισιν εμείο». «Ο Χριστός και εμοίς επιτάρροθος έσσεται έργοις», κλπ.  
     Τα χριστιανικά επιγράμματα είναι επώνυμα και ανώνυμα κυρίως, τα αδέσποτα, που είναι και τα πολυπληθέστερα. Επώνυμα είναι πχ. του αλεξανδρινού επικού ποιητή του 5ου αιώνα, του Κλαυδιανού, όπου από το δωδεκάστιχο ποίημά του «Εις τον Σωτήρα» ερανίστηκα την τρίτη και την τέταρτη στροφή ως μότο στις σημειώσεις μου. Του Νείλου του Σχολαστικού, του Αγαθίου του Σχολαστικού από την Μύρινα της Μικράς Ασίας, του πατριάρχη Ιεροσολύμων Σωφρονίου, του Μένανδρου Προτικτόρος, του Ιγνατίου, του Μιχαήλ του χαρτοφύλακος,, του γεννημένου στην Βασιλεύουσα Χριστόφορου του Μυτιληναίου, και αυτό του Μανουήλ Φυλή της υστεροβυζαντινής περιόδου, ολοκληρώνουμε μάλλον την γενική εικόνα των εκκλησιαστικών αμιγώς ποιητών και της θύραθεν γραμματείας βυζαντινών επιγραμματοποιών, που μας άφησαν εξαιρετικές επικές και λυρικές ποιητικές και επιγραμματικές συνθέσεις. Συμπεριλαμβανομένων φυσικά και των δεκάδων αδέσποτων. Ονόματα επιφανών βυζαντινών επιγραμματοποιών που αν συμπεριλάβουμε σε αυτά και τον αλεξανδρινό δάσκαλο Παλλάδα, αποτελούν ένα όχι ευκαταφρόνητο ποιητικό υλικό της συνολικής-900-επιγραμμάτων ανθολογίας που συγκέντρωσε και εξέδωσε ο πρωτοπρεσβύτερος των ανακτόρων της Κωνσταντινούπολης Κωνσταντίνος Κεφαλάς, αλλά και αποτελούν υλικό της Πλανούδειας Ανθολογίας.
      Στο πρώτο βιβλίο της Παλατίνης Ανθολογίας, αναγνωρίζουμε επιγράμματα που φέρουν το όνομα του δημιουργού τους, όπως και επιγράμματα, που μας έχουν διασωθεί ανώνυμα ή εικάζουμε από το ύφος και την ατμόσφαιρά τους, ή τις γλωσσικές υιοθετήσεις τον ποιητή που τα έγραψε. Στοιχεία πληροφοριακά αντλούμε και από το περιεχόμενό τους. Τα πρόσωπα στα οποία αναφέρονται, την χρονική περίοδο που μας κάνουν λόγο, ή πληροφοριακά στοιχεία, όπως πχ. η ανέγερση ή ανοικοδόμηση ή εικονογράφηση ενός βυζαντινού ναού, τα εγκαίνια μιας εκκλησίας, η γεωγραφική τοποθεσία, τα ιστορικά της εποχής πρόσωπα και οι επαγγελματικές και διοικητικές τους ιδιότητες. Η θεματογραφία των επιγραμμάτων ποικίλη. Έχουμε τα επονομαζόμενα κοσμικά επιγράμματα, που εκφράζουν συνήθως συναισθήματα θλίψης, χαράς, αισιοδοξίας, αγάπης, στοχασμού, φιλοσοφικών ερωτημάτων για την ζωή και τον θάνατο, ικετήριες ευχές προς τους αγίους και αγίες, τον Χριστό, την Παναγία, τον Θεό, σε πρόσωπα της παλαιάς διαθήκης, όπως ο Μωυσής, ο Αβραάμ, ο Δαυίδ, η Σαμαρείτιδα, η Ραχήλ. Η εικονογραφία τους, δανείζεται θέματα και εικόνες τόσο από την Παλαιά όσο και την Καινή Διαθήκη. Έχουμε επιγράμματα που είναι αφιερωμένα στους τέσσερεις ευαγγελιστές. Σε Θεομητορικές εορτές, στην Υπαπαντή, στην Σταύρωση, στον Ευαγγελισμό, ακόμα και στην Βηθλεέμ. Στον Αδάμ, σε μοναχούς, δες Νείλο τον ασκητή, σε συζύγους βασιλέων, δες Ευδοκία σύζυγο του Θεοδοσίου, σε περιοχές δες Έφεσο, «Εις τον γάμον», ακόμα και «Εις σκήπτρον» ή «Εν τη μελέτη». Παρατηρούμε μια ευρύτητα θεμάτων που υπερβαίνει τα καθαρά εκκλησιολογικά πλαίσια και διευρύνεται σε πρόσωπα και καταστάσεις και κοινωνικές εκδηλώσεις που περιστρέφεται η ζωή των ανθρώπων και η θρησκευτική και κοινωνική τους ενασχόληση, εκδηλώσεις και συμπεριφορές. Το μέτρο των επιγραμμάτων εκτός από το κλασικό ελεγειακό δίστιχο, είναι συνήθως ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, παράλληλα με την χρήση του ιαμβικού τρίμετρου. Η φιλολογική αξία των χριστιανικών επιγραμμάτων αμφισβητείται από τους σχολιαστές τους, αν συγκριθούν με αυτά των αρχαίων εθνικών ελλήνων επιγραμματοποιών. Θεωρούνται μορφικά ή γλωσσικά ατημέλητα. Μια επιθυμία μίμησης των νεότερων χριστιανών προς τους παλαιότερους τους εθνικούς που δεν επιτυγχάνει πάντα τον ευκταίο στόχο της. Μας διαφεύγει όμως το γεγονός, ότι τα αρχαία των ελλήνων εθνικών επιγράμματα συνετέθησαν για αισθητική απόλαυση, για τέρψη του κόσμου και των χαρών της ζωής, για των ιστορικών επιταγών της πόλης-κράτος προς τους πολίτες. Ενώ τα χριστιανικά επιγράμματα γράφονται για να αναδείξουν την νέα πίστη των ανθρώπων, να υπομνηματίσουν στιγμές του χριστιανικού βίου, να εκφράσουν τα οντολογικά ερωτήματα και τους στοχασμούς των νέων πιστών, να δώσουν το ιστορικό στίγμα της νέας θρησκευτικής παράδοσης και πίστης. Πολλά χριστιανικά επιγράμματα μέσα στην απλότητά τους και την ανθρωπολογική αφέλειά τους αντιγράφουν δίνοντας διαφορετική σημασία τα επίθετα και τους προσδιορισμούς των αρχαίων θεών που έδιναν οι έλληνες. Τα Θεοτοκονύμια παραδείγματος χάριν, έχουν κοινά σημεία με τα επίθετα που κοσμούσαν την Αθηνά ή την Ήρα ή άλλες αρχαίες των ελλήνων γυναικείες θεότητες. Κάτι που μας φανερώνει ότι οι χριστιανοί ποιητές δεν φοβήθηκαν να δανειστούν στοιχεία της παλαιάς ποίησης και να τα μεταφέρουν στην νέα. Με τον τρόπο αυτόν, επιβιώνουν τα ριζικά στοιχεία της παλαιάς παράδοσης στην νέα. Ο ελληνικός κόσμος στην βαθύτερη και ουσιαστικότερη συνέχειά του.        
ΕΙΣ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ
-Σάλπιγγες, στεροπαί, γαία τρέμει’ αλλ’ επί μητρήν
παρθενικήν κατέβης άψοφον ίχνος έχων.
ΕΙΣ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ
-Ουρανός η φάτνη και ουρανού έπλετο μείζων’
ουρανός εργασίη τούδε πέλει βρέφεος.
ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΠΟΙΜΕΝΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΓΓΕΛΟΥΣ
-Είς χορός, έν μέλος ανθρώποισι και αγγελιώταις,
ούνεκεν άνθρωπος και θεός εν γέγονεν.
ΕΙΣ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ
-Ουρανός η φάτνη και ουρανού έπλετο μείζων,
ούνεκεν όνπερ έδεκτο άναξ πέλεν ουρανιώνων.
ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΜΑΓΟΥΣ
-Ουκέτι δώρ’ ανάγουσι μάγοι πυρί ηελίω τε’
ηέλιον  γάρ έτευξε τόδε βρέφος, ως πυρός αυγάς.
ΕΙΣ ΤΗΝ ΒΗΘΛΕΕΜ
-Δέχνυσο, Βηθλεέμ, όν προέειπε προφήτης εσθλός,
ίξεσθαι, λαών ηγούμενων εκ σού απάντων.
ΕΙΣ ΤΗΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ
-Παρθένος υιέα τίκτε’ μεθ’ παρθένος ήεν
ΕΙΣ ΤΗΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ ΒΑΣΤΑΖΟΥΣΑΝ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟΝ
-Αύτη τεκούσα παρθένος πάλιν μένει’
και μη θροηθής’ έστι γάρ το παιδίον
θεός θελήσας προσλαβέσθαι σαρκίον.
                               του Μιχαήλ Χαρτοφύλακος  
  
 «Χριστέ, θεορρήτοιο βίου φυσίζοε πηγή,
πατρός ασημάντοιο θεού πρωτόσπορε φωνή,..»
                      Κλαυδιανού, Είς τον Σωτήρα
Σχόλια ελαχίστου αντιγραφέως:
      «Θεοποιηθώμεν» εμείς οι άνθρωποι με την Γέννηση του Κυρίου, ψάλλει ο ιερός υμνωδός. Γενόμενος άνθρωπος ο Χριστός γίνεται Εικόνα Θεού το Ανθρώπινο γένος. Σύμφωνα με την παράδοση και τα ιερά κείμενα της χριστιανικής Εκκλησίας. Η «πρωτόσπορη φωνή» σαρκώθηκε εν γαστρί Παρθένου Μαρίας για να μετέχει η ανθρώπινη φύση της αιωνιότητας μέσα στην Ιστορία. Ο εν σαρκί Λόγος εν σπηλαίω εφάνη και έκτοτε, με ευγνωμοσύνη και δέος μυστηρίου μπορεί ο άνθρωπος να ψάλλει: «Εικών ειμί της αρρήτου δόξης σου…» στην πορεία του εκτός Σπηλαίου. Με περίλαμπρη ταπεινότητα υμνωδούν το «Μυστήριο ξένον» της του Χριστού γεννήσεως, του δευτέρου προσώπου της αγίας τριάδος οι απανταχού πιστοί χριστιανοί. Του Προσωπικού του καθενός πιστού Ιδεότυπου, της συγκεφαλαιωτικής βιωματικής τους ένωσης μαζί Του, κατά χάρη, σύμφωνα με την εμπειρική παράδοση της Εκκλησίας και τα Κείμενά της. Εν χορδές και οργάνοις συνοδευόμενες οι φωνές των πιστών ψάλλουν ικετευτηρίους ύμνους για τα μετέχοντα της θείας γέννησης πρόσωπα, τα φιλεύσπλαχνα ζώα που η αναπνοή τους ζεσταίνει τον εν ύδασι την γη κρεμάσας. Μορφοποιούν σε ζωγραφιές και σχέδια την Παρθένο Μαρία που η γαστέρα της γένηκε φάτνη που κυοφόρησε το μυστήριο Θαύμα, το «Παιδίον νέον». Εικόνες χαράς δείχνουν το άστρο που λάμπει στον μέλλοντα χρόνο μέσα στο Παρόν, οδηγώντας τους τρείς Μάγους, τον Βαλτάσαρ, τον Μελχιόρ και τον Κασπάρ. Συμπλέκοντας αρμονικά τον μύθο με την ιστορία που γεννούν την ανθρώπινη παραμυθία. Μελωδούν τα πριν και μετά την Φάτνη γεγονότα, συνθέτουν κοντάκια-όπως ο Ρωμανός ο Μελωδός- που εικονογραφούν το μυστήριο της γέννησης, που δεν κατανοείται, μόνο νιώθεται. Σήμερον Γεννάται Δοξάσατε, ψάλλουν οι λαμπροφορεμένοι πιστοί. Καταβασίες απορίας και έκστασης δοξαστικά λόγια. Εκφωνούν με ρητορική θρησκευτική δεινότητα στίχους και λειτουργικά μέλη, υφαίνουν λειτουργίες, εγκώμια προσωπικά και ανώνυμους αίνους, τάματα ζωής των πιστών, στην ατομική και συλλογική τους μαρτυρικής λατρείας αναβάσεις των ζωών τους. Χαράσσουν επιγράμματα πάνω σε ειλητάρια για να δηλώσουν την συντριβή τους μπροστά στο ανέκφραστο. Ενδύουν με της γλώσσας τα ενδύματα αυτό που τους υπερβαίνει, το αψηλάφητο μυστήριο ψηλαφούν με αγωνία και φόβο, δέος, και ταυτόχρονα τους επαναπαύει παρηγορητικά, ελπιδοφόρα. Υμνογραφούν με μουσικές συνθέσεις τα διαδραματιζόμενα της μελλοντικής ελπιδοφορίας του βίου τους ιστορικά συμβάντα. Προσαρτούν βιωματικά την ζωή τους στην εν Τάφω Ζωή Του. Αγραυλούντες ποιμένες ιχνογραφούνται πάνω σε ξύλα μυρτιάς με χρώματα ουράνιου τόξου ελπίδας. Άγγελοι σπαθοφόροι διασώζουν με τις ολύμπιες ασκητικές κορμοστασιές τους την «Δόξα εν υψίστοις Θεός…». Κίονες ναών και θολωτές καμάρες που ατενίζουν το πέλαγος του χρόνου, αφηγούνται ασκητικές προσευχές και αθλήματα βίου, πόνου. Διακοσμήσεις αετωμάτων ιερών που κρατούν στις μετώπες τους την ιστορία του ανθρώπου, εν τόπω και χρόνο. Πετροπελεκημένα μοναστήρια των ανθρώπινων λυγμών και  εκκλησιές νυφούλες του γαλανού ορίζοντα, που φυλάσσουν τα αιώνια και ανεξερεύνητα θεία μυστικά της ύπαρξης. Μνήμες πίστης και αυτοθυσίας που διατηρούνται σε στιχουργικές εικόνες των χριστιανικών επιγραμμάτων, που επιμηκύνουν μέσα στον μέλλοντα ανθρώπινο χρόνο της ιστορίας τις αρχέγονες πανάρχαιες εκδηλώσεις και δρώμενα πίστης και εμπιστοσύνης των αρχαίων θεών, που μεταλαμπαδεύτηκαν στους νέους της πίστης ορίζοντες. Προσφωνήσεις και παραινέσεις, οίκοι κοντακίων και στίχοι προσευχές που συνοψίζουν με απλότητα και χάρη, ποιητικό μεγαλείο, το Θαύμα. Μετρικά ιδιόμελα και μουσικά μέλη ισοσύλλαβα και ανισοσύλλαβα, ειρμοί και ανισομερή θεματικά εφύμνια που γράφονται για να δοξάσουν ότι ο πιστός νιώθει εντός του. Ακροστιχίδες θρησκευτικής διδασκαλίας που στέκονται μεταξύ ουρανού και γης, τιμητικές αποτυπώσεις βιωμένων εμπειριών.  Ορθοδοξίας θέλγητρα πολιτισμού και πνευματικού μεγαλείου που διασώζει η παράδοση της εκκλησιαστικής και λαϊκής ιστορίας, στην ελλαδική επικράτεια και τους απανταχού έλληνες. Καλλιτεχνικά θρησκευτικά μορφώματα εγκωμιαστικής μνήμης, για κάτι παράδοξο για την ανθρώπινη νόηση που πραγματοποιήθηκε στο παρελθόν και διατηρείται και Σήμερα ακόμα επίκαιρο, ακμαίο και φωτοφόρο. Σε μια καρποφόρα συνηγορία της απλότητας της πίστης διάρκεια.
     Εμμελές κήρυγμα αποκαλούν οι ιεροψάλτες τις ψαλμωδίες τους μέσα στους ιερούς ναούς και δεν έχουν άδικο. Το αυτώ θα υποστηρίζαμε και για την θρησκευτική και αγιογραφική, αρχιτεκτονική και ποιητική τέχνη. Η θρησκευτική και αντίστοιχα η εκκλησιαστική τέχνη δεν είναι παρά η διαρκής αγρυπνία της πίστης των ανθρώπων. Η Τέχνη εκφράζει την εγρήγορση της συνείδησής τους στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν ζωντανή την εικόνα της πίστης μέσα τους. Με εικόνες και ποιήματα, με αρχιτεκτονικά μνημεία και αγιογραφικές παραστάσεις, με μουσικούς ήχους και προσευχές ικετήριες, με ψαλμούς και χορούς κυκλωτικούς και δημοτικά θρησκευτικά άσματα, με της παράδοσης οινομαγειρέματα και Κάλαντα των Χριστουγέννων, ο έλλην άνθρωπος και τα λαϊκά δρώμενά του, οικοδομεί και εκδηλώνει την χαρά του μέσα στην φύση. Για τον Ποιητή των Όλων.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 26 Δεκεμβρίου 2019

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου