Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2018

Οδυσσέας Ελύτης Εν λευκώ και Γιώργος Σεφέρης Δοκιμές τρίτος τόμος-παραλειπόμενα 1932-1971


              Παράλληλες Θέσεις
     
Τρείς πανεπιστημιακοί δάσκαλοι κρίνουν τον δοκιμιακό λόγο του Οδυσσέα Ελύτη και του Γιώργου Σεφέρη

     Η έγκριτη ημερήσια πολιτική εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ του εκδοτικού παραδοσιακού συγκροτήματος του κυρού Χρήστου Λαμπράκη, με την ευκαιρία της έκδοσης των Δοκιμίων των δύο βραβευμένων με το Νόμπελ ελλήνων ποιητών, του Γιώργου Σεφέρη και του Οδυσσέα Ελύτη, προβαίνει σε μια παράλληλη κριτική συνεξέταση των δύο εκδόσεων μιλώντας μας για «Πολυκριτική». Βλέπε ΤΟ ΒΗΜΑ Κυριακή 7/3/1993. Η συνεξέταση αυτή, από τρείς διακεκριμένους και καταξιωμένους πανεπιστημιακούς που ανήκουν σε διαφορετική γενιά ο καθένας και με σημαντικές συγγραφικές παρακαταθήκες στο ενεργητικό τους, διεθνή δημοσιεύματα, μελέτες, εκδόσεις και επιμέλειες βιβλίων, από διαφορετικές επίσης πανεπιστημιακές σχολές προερχόμενοι της ελλάδος και του εξωτερικού, δίνει την δυνατότητα στο αναγνωστικό κοινό της εφημερίδας αλλά και στο ευρύτερο, όχι μόνο να διαβάσει τις τρείς αυτές «παραλλαγές πάνω σε δύο θέματα» (για να παραλλάξω και να τροποποιήσω έναν συνήθη μουσικό όρο) και να δει την ιδιαίτερη οπτική του καθενός, να σταθεί στο τι αναζητούν μέσα στα κείμενα αυτά, τι προσέχουν, σε τι στέκονται, ποιες αναγωγές κάνουν, τι γλώσσα χρησιμοποιούν, ποιο ίσως μοντέλο κριτικής εξέτασης ακολουθούν, αν διευρύνουν ή τροποποιούν παλαιότερες θέσεις τους για τους δύο ποιητές, ποιες είναι με δύο λόγια οι ατομικές ιδιαίτερες κρίσεις τους. Επίσης, με την συμπαρουσίαση αυτή, ο αναγνώστης συμπληρώνει δημιουργικά και εποικοδομητικά το πάζλ των κρίσεων του για τον πεζό και δοκιμιακό λόγο των δύο ποιητών. Να υπενθυμίσουμε ότι οι δύο από τους πανεπιστημιακούς βρίσκονται ακόμα εν ζωή και παράγουν δημιουργικό έργο, ο δε Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης έφυγε πριν μερικά χρόνια από κοντά μας. Και ακόμα ότι ο κυρός Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης-ο αντιστασιακός και πολιτικοποιημένος αυτός δάσκαλος- παρ’ ότι προέρχονταν από την Κλασική Φιλολογία, μας άφησε κριτικές και δοκίμια, μελέτες και παρουσιάσεις βιβλίων για πολύ νεότερους αλλά και παλαιότερους έλληνες λογοτέχνες, ποιητικά και πεζογραφικά έργα. Θα λέγαμε «σταθμούς» στην κατανόηση της ελληνικής λογοτεχνικής γραμματείας. Οι μελέτες του είναι γνωστές και έχουν εκδοθεί από τον εκδοτικό οίκο «Κέδρος» και όχι μόνο. Οι δημοσιεύσεις του και οι επιφυλλίδες του στο ΒΗΜΑ διαβάζονταν απνευστί. Ο δεύτερος και νεότερος ηλικιακά πανεπιστημιακός, ο Roderick Beaton, επίσης μας έχει δώσει μελέτες και δοκίμιά του για έλληνες λογοτέχνες και χαίρει εκτίμησης από το αναγνωστικό κοινό και τους λογοτεχνικούς κύκλους. Το 1996 από τον εκδοτικό οίκο «Νεφέλη» εκδόθηκε στα ελληνικά το βιβλίο του “AN INTRODUCTION TO MODERN GREEK LITERATURE”- «ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ» Ποίηση και Πεζογραφία, 1821-1992 σε μετάφραση των Ευαγγελία Ζούργου και Μαριάννα Σπανάκη. Η γενική αυτή θεώρηση της ελληνικής ποίησης και πεζογραφίας, που απευθύνονταν στο αγγλόφωνο κοινό, ήταν αφιερωμένη Εις μνήμην Σταύρου Ι. Παπασταύρου (1914-1979) Philip Sherrard (1922-1995) Γιώργου Σαββίδη (1929-1995).  Και, το 2003 από τις εκδόσεις «Ωκεανίδα» σε μετάφραση Μίκας Προβατά κυκλοφόρησε η ογκώδης Βιογραφία για τον Γιώργο Σεφέρη-Περιμένοντας τον Άγγελο, του Ρ. Μπήτον. Δοκίμιά του για τον ποιητή συναντά ο αναγνώστης και σε συλλογικές εργασίες όπως αυτή των εκδόσεων «Ερμής» 2000, για τα 100 χρόνια από την γέννηση του ποιητή, “University Studio Press” στον τόμο «Ο Σεφέρης ως αναγνώστης της Ευρωπαϊκής λογοτεχνίας» κλπ. Τέλος, ο ποιητής, κριτικός, επιμελητής εκδόσεων και πανεπιστημιακός Νάσος Βαγενάς, μας έχει δώσει μια εξαιρετική μελέτη-ορόσημο για τον Γιώργο Σεφέρη, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Κέδρος» το 1979 λίγα χρόνια μετά την εκδημία του ποιητή. Η κατατοπιστική και ερευνητική αυτή εργασία έχει τον εύστοχο και ποιητικό τίτλο: «Ο Ποιητής και ο Χορευτής» Μια εξέταση για την ποιητική και την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη. Στα μεταγενέστερα χρόνια, συναντάμε μελετήματά του σε διάφορους συλλογικούς τόμους για τον ποιητή καθώς και δημοσιεύματά του. Έχουμε δηλαδή, μια διαρκή συνομιλία του ποιητή της γενιάς του 1970 και κριτικού με το Σεφερικό έργο.
Στο μικρό αυτό εισαγωγικό σημείωμα πριν την αντιγραφή των κριτικών, ανέφερα μόνο μελέτες και βιβλία που γνωρίζω, δεν κατέγραψα όλα τα δημοσιεύματα των τριών πανεπιστημιακών για το Σεφερικό έργο ή του Ελύτη, που ασφαλώς υπάρχουν και έχουν αποδελτιωθεί από τους βιβλιογράφους των δύο ποιητών και των πανεπιστημιακών δασκάλων.      
Γράφει η εφημερίδα:
Η ΛΕΞΗ «Πολυκριτική» ακούγεται κάπως φιλόδοξη. Γιατί όχι σκέτα νέτα Κριτική; Τι σημαίνει επιτέλους εκείνο το πρώτο συνθετικό της, όταν μάλιστα αποδεικνύεται στην πράξη (στο σημερινό λ.χ. ιδρυτικό παράδειγμα) το πολύ μάλλον λίγο;
Ας πούμε λοιπόν ταπεινότερα ότι η πολυκριτική αυτή θέλει να περάσει μόλις από τον ενικό στον πληθυντικό αριθμό: περισσότεροι του ενός όσοι κρίνουν ΄ περισσότερα του ενός τα βιβλία που κρίνονται ΄ ώστε να ευνοούνται στα δύο αυτά κρίσιμα επίπεδα ο διάλογος και η σύγκριση.
Το πολυκριτικό πάντως πρόγραμμα των «Νέων Εποχών» αποτελεί ούτως ή άλλως εξαίρεση: θα φιλοξενείται στο ένθετο τεύχος το πολύ μία φορά το δίμηνο ΄ θα επιμένει σε βιβλία (από τις περιοχές των Γραμμάτων, των Τεχνών και των Επιστημών του Ανθρώπου) με γενικότερη, ή και αμφιλεγόμενη, σημασία-προσδόκιμη ή απροσδόκητη. Προσδόκιμη στο βαθμό που οι συγγραφείς τους έχουν ήδη εξασφαλισμένο το δημόσιο κύρος ΄ απροσδόκητη, όταν πρόκειται για λιγότερο γνωστό, ή και άγνωστα, στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό ονόματα και κείμενα, που αξίζουν όμως την πολυκριτική προβολή.
Το εγκαίνιον της «Πολυκριτικής» γίνεται με δύο, παρ’ ολίγον δίδυμα βιβλία, που παρουσιάζουν μεταξύ τους έκτυπες ομοιότητες αλλά και ουσιώδεις διαφορές. Η σύστασή τους πραγματοποιείται με τρία συγκριτικά κείμενα του Νάσου Βαγενά, του Roderick Beaton και του Δ. Ν. Μαρωνίτη.
     Αυτή είναι η εισαγωγική σημείωση με την οποία η εφημερίδα μας εισαγάγει στο εύστοχο και έξυπνο αυτό «παιχνίδι» των κριτικών σημειωμάτων για την έκδοση του «ΕΝ ΛΕΥΚΩ». Ακολουθούν τα κείμενα του Νάσου Βαγενά με τίτλο «Η κεντρικότητα των επιμέρους» του Roderick Beaton με τίτλο «Λυρική και στοχαστική πεζογραφία» και του Δημήτρη Ν. Μαρωνίτη με τίτλο Δοκιμιακός λόγος «Εξ αποστάσεως και εξ επαφής».
Η ΚΕΝΤΡΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ
Του Νάσου Βαγενά
Η ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΗ έκδοση του Εν λευκώ και του τρίτου τόμου των Δοκιμών θα μπορούσε να γίνει αφορμή για τη σύγκριση του συνολικού δοκιμιακού-κριτικού έργου του Ελύτη και του Σεφέρη, το κύριο σώμα του οποίου συντίθεται σε δύο τόμους για τον καθένα (το Εν λευκώ είναι, θα λέγαμε, ο δεύτερος τόμος των «δοκιμών» του Ελύτη ΄ ο πρώτος είναι τα Ανοιχτά χαρτιά). Ο τρίτος τόμος των σεφερικών Δοκιμών, όπως δηλώνει και ο υπότιτλός του («Παραλειπόμενα»), αποτελείται κυρίως από κείμενα δευτερεύοντα, τα οποία ο Σεφέρης δεν έκρινε σκόπιμο να περιλάβει στη δίτομη συλλογή των κριτικών του κειμένων.
     Μολονότι η ποιητική, και ως εκ τούτου και η κριτική, σκέψη των δύο ποιητών ξεκινά από μια κοινή-μοντερνιστική-αφετηρία κατεύθυνση προς τον ίδιο στόχο (από την επιθυμία υπέρβασης της ορθολογιστικής αίσθησης των πραγμάτων προς την αναζήτηση ενός λυτρωτικού θαύματος), ο τρόπος με τον οποίο φτάνει  ο καθένας στον σκοπό του διαφοροποιεί τις επιμέρους θέσεις τους. Η μόνιμη θητεία του Ελύτη σ’ ένα υπερρεαλιστικό ιδεώδες απαλλαγμένο από στοιχεία αταίριαστα με το δικό του όραμα της ποιητικής καθαρότητας, τον κάνει να δυσφορεί προς ό,τι θα μπορούσε  να εμποδίσει την άμεση πρόσβαση στο θαύμα, οδηγώντας τον σε μια κανονιστικής φύσεως (αρχαιο) ελληνοκεντρική (για την ακρίβεια, ιωνοκεντρική) στάση, εχθρική προς το δυτικό πνεύμα, την οποία ο νηφαλιότερος Σεφέρης δεν συμμερίζεται. Η ασυμφωνία των δύο δοκιμιογράφων οφείλεται, πιστεύω, στη διαφορά της ποιητικής τους ιδιοσυγκρασίας. Η δραματικότερη φύση του κάνει τον Σεφέρη να ενδιαφέρεται και για την πορεία προς τη λύτρωση όσο και για την λύτρωση, ενώ ο λυρικός κατά βάσιν Ελύτης επικεντρώνει την προσοχή του κυρίως στην τελική εμπειρία της. Η θεματική των δοκιμίων του είναι, έτσι, λιγότερο ευρεία από εκείνη του Σεφέρη, χωρίς ωστόσο να κερδίζει σε βάθος. Απεναντίας, θα έλεγε κανείς ότι το περιεχόμενο της προβληματικής του Σεφέρη είναι συνθετότερο, γιατί εδράζεται σε μια τραγικότερη αίσθηση του κόσμου. Αισθάνεται κανείς ότι στη συνύφανση των αντιθέσεων της καθημερινής πραγματικότητας, την οποία επιθυμούν να υπερβούν με τη λυτρωτική έλλαμψη («αγγελικό και μαύρο, φως») οι δύο ποιητές δεν βλέπουν την ίδια ποσότητα του μαύρου.
     Η διαφορά της ποιητικής ιδιοσυγκρασίας τους διαμορφώνει και την υφή του δοκιμιακού τους λόγου. Η κριτική γλώσσα του Ελύτη είναι συνήθως εξηρμένη, γεμάτη αντιπεζολογικούς τρόπους, κινείται συχνά στα όρια του ποιητικού λόγου. Είναι αυτή η ποιητικότητα που δίνει στα δοκίμιά του μιαν ιμπρεσιονιστική φυσιογνωμία. Χρησιμοποιώ αυτόν τον χαρακτηρισμό χωρίς καμία υποτιμητική διάθεση, γιατί πιστεύω ότι ο ιμπρεσιονισμός στις καλύτερες περιπτώσεις του, που είναι κυρίως οι περιπτώσεις ορισμένων ποιητών-κριτικών του είδους και του μεγέθους του Ελύτη, μπορεί να δώσει έξοχες κριτικές προσεγγίσεις. Κι αυτό, γιατί «οι περιπέτειες της ατομικής ψυχής ανάμεσα στα λογοτεχνικά έργα», τις οποίες απεικονίζει, ελέγχονται από μια βάση σταθερή, ποιητικά πολύ ρεαλιστικότερη απ’ ό,τι εκείνη των ποιητών κριτικών. Ο Ελύτης «αυτοβιογραφείται» ακόμα και στα πλέον αντικειμενικά δοκίμιά του (βλ., λ.χ., το θαυμάσιο «Ρωμανός ο Μελωδός»), τα οποία είναι πολύτιμα και για τούτο ΄ γιατί μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα και τον δικό του ποιητικό λόγο, περισσότερο απ’ όσο οι Δοκιμές μας  βοηθούν να καταλάβουμε καλύτερα την ποίηση του Σεφέρη.
     Ο κριτικός λόγος του Σεφέρη είναι αναλυτικός. Ο Σεφέρης δεν αισθάνεται την ανάγκη να χρησιμοποιήσει ποιητικές μεταφορές και εικόνες , παρά μόνο όταν είναι αδύνατον να επιτύχει με τα μέσα της αναλυτικής γλώσσας την ακρίβεια που επιδιώκει. Η αγάπη του για το συγκεκριμένο, από την οποία πηγάζει το ένα μέρος της κριτικής του οξύτητας, μας έχει εμποδίσει να δούμε πόσο θεωρητική είναι η κριτική του σκέψη. Γιατί το έτερο μέρος της οξύτητά του δεν προέρχεται μόνο από τη γερή γνώση της ιστορίας της λογοτεχνίας, αλλά και από τη μεγάλη αφαιρετική του ικανότητα, που του επιτρέπει να βλέπει το περιεχόμενο της λογοτεχνικότητας και τα ατομικά έργα μέσα από μιαν ευρεία προοπτική των συνόλων. Ακόμη: η συνομιλία του με τον Έλιοτ και τον Ρίτσαρντς, μας εμποδίζει να δούμε πόσο ζωντανή είναι και σήμερα η θεωρητική του σκέψη ΄ η οποία δεν περιορίζεται σε μιαν απόλυτη συμφωνία με τις θέσεις της αγγλοσαξωνικής Νέας Κριτικής, όπως πιστεύεται γενικά, αλλά περιέχει πυρήνες, ενίοτε και αναπτύξεις, που ξεπερνούν την εποχή του (οι απόψεις του για τη σχετική και συνεχώς μετακινούμενη βάση της ανθρώπινης αλήθειας συνοψίζουν-και υπερβαίνουν-την Αποδόμηση ΄ οι ιδέες του για τον ρόλο του αναγνώστη στη διαμόρφωση του νοήματος του λογοτεχνικού έργου συνθέτουν μια θεωρία συγγενική με τις πρόσφατες θεωρίες της πρόσληψης). Είναι η ιστορική του αίσθηση και η σοφή συλλειτουργία του κριτικού με τον θεωρητικό, που καθορίζουν το μέγεθος του δοκιμιογράφου Σεφέρη.
*Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
--
ΛΥΡΙΚΉ ΚΑΙ ΣΤΟΧΑΣΤΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Του Roderick Beaton
     ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ, λένε σήμερα, στρέφονται ολοένα προς την πεζογραφία. Στους δυο τόμους που μόλις κυκλοφόρησαν από τον «Ίκαρο» συγκεντρώνεται ένα πεζογραφικό υλικό που σε έκταση ήδη υπερβαίνει την παραγωγή των αντιστοίχων συγγραφέων στο είδος για το οποίο τιμήθηκαν με το βραβείο Νομπέλ, δηλαδή στην ποίηση. Ας είναι ΄ η πρόζα μακρηγορεί, ως εκ της φύσεώς της. Αλλά έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε με ποιόν τρόπο οι νομπελίστες μας ποιητές αντιμετωπίζουν αυτό το «άλλο» είδος του λόγου, και ποια είναι τα αποτελέσματα.
     Ο Σεφέρης ποτέ δεν υπήρξε ξένος προς την πεζογραφία. Ήδη από τα νεανικά του χρόνια καταπιάνεται με τη συγγραφή μυθιστορημάτων, πριν ακόμα εμφανισθεί το ποίημα Μυθιστόρημα. Ο Σεφέρης των τρίτομων Δοκιμών και του πολύτομου Μέρες είναι αριστοτέχνης της στοχαστικής πεζογραφίας, όπως και του ημερολογίου.
     Στα «Παραλειπόμενα» των Δοκιμών ο «δύσκολος» ποιητής εξηγείται σε πεζό λόγο. Και πολλές φορές φωτίζει σκοτεινές νύξεις και αναφορές της ποίησής του, καθώς και την κοσμοθεωρία που τη διέπει.
     Ιδιαίτερο ενδιαφέρον ανάμεσα στα «Παραλειπόμενα» αυτά, έχουν τα τρία κείμενα που δημοσιεύτηκαν παλαιότερα στα γαλλικά (και αναδημοσιεύονται εδώ στο πρωτότυπο και σε ελληνική μετάφραση). Απευθυνόμενος σε ξένους αναγνώστες και γράφοντας σε ξένη γλώσσα, ο Σεφέρης προσπαθεί να εξηγήσει την αντίληψή του για την ιστορική διάρκεια του ελληνισμού. Το 1941 εξόριστος στη Νότια Αφρική, ύστερα το 1944 σε διάλεξή του στο Κάιρο, και ακόμη μία φορά στη Στοκχόλμη, κατά την τελετή του Νομπέλ, προχωρεί σε μια διευκρίνιση, στην οποία, απ’ όσο ξέρω, δεν προέβη ποτέ απευθυνόμενος κατευθείαν σε ελληνόφωνο ακροατήριο. Οι χρονολογίες είναι εντυπωσιακές: τις δύο πρώτες φορές απευθύνεται στους συμμάχους κατά τον πόλεμο εναντίον του Χίτλερ και του φασισμού ΄ την τρίτη φορά σε ακροατήριο που αντιπροσώπευε το σύνολο της ανθρωπότητας. Και τονίζει: «Δε θα πω πως είμαστε από το ίδιο αίμα (με τους αρχαίους), γιατί αποστρέφομαι τις φυλετικές θεωρίες-αλλά κατοικούμε πάντα την ίδια χώρα και κοιτάμε τα ίδια βουνά που τελειώνουν στη θάλασσα (σ.370 πρβλ. και 57,93, 167 η έμφαση δική μου). Η διάρκεια αυτή, που βέβαια για τον Σεφέρη ήταν γεγονός και όχι θεωρία, είναι η διάρκεια της γλώσσας, του τοπίου, μιας αντίληψης του κόσμου ΄ όχι αναγκαστικά και του αίματος.
     Ο Ελύτης ως πεζογράφος χαρακτηρίζεται πιο δύσκολα. Μερικά μόνο από τα κείμενα που δημοσιεύονται ή αναδημοσιεύονται στο Εν λευκώ, θα μπορούσαν να καταταχθούν στη «στοχαστική πεζογραφία». Κάποτε το ύφος του πλησιάζει το αναλυτικό, όπως όταν γράφει για τον Ρωμανό τον Μελωδό ή για τους αγαπημένους του ζωγράφους. Πού και πού είναι και πληροφοριακό, όπως όταν μιλά για τον Εμπειρίκο. Όμως περισσότερο, και μάλιστα σε κείμενα που χρονολογούνται σχετικά πρόσφατα (παρ’ όλο που αρκετά κείμενα του τόμου είναι αχρονολόγητα), στρέφεται προς τον ιδιωτικό χώρο μιας κρυφής αυτοβιογραφίας. Πολλές φορές η πεζογραφία αυτή διέπεται από μια εσωτερική και λυρική σκέψη που, αντί να φωτίζει την ποίησή του, τη συνεχίζει.
      Η ποίηση του Ελύτη δεν είναι «δύσκολη» όπως η ποίηση του Σεφέρη. Τα πεζά του όμως είναι. Αυτό που από την αρχή κάνει εντύπωση στην ποίηση του Ελύτη είναι η εκφραστική ευχέρειά του ΄ μόνο στο πεζό φαίνεται να αγωνιά να δαμάσει ένα ατίθασο υλικό. Λίγα πεζά κείμενα του Ελύτη έχουν την διαύγεια της σκέψης και του λόγου που χαρακτηρίζουν το πεζογραφικό έργο του Σεφέρη. Αλλά παντού, διάσπαρτος στα πεζά του, μας ξαφνιάζει και μας γοητεύει ο καθαρός λυρισμός μεμονωμένων φράσεων, άσχετα από οποιοδήποτε επιχείρημα:
«Κάθε μεγάλη μουσική, στο βάθος, είναι μια καταφρόνεση του θανάτου» (σ. 256). «Ο εξοικειωμένος με τ’ άπιαστα δεν απορεί» (300). «… να πηδούν από τον ένα στον άλλον αιώνα και να περνούν βελονιές πάνω στο δέρμα του χρόνου» (344). «Θα ‘ναι αραιός ο αέρας εδώ» (364).  Δεν ξέρω πάντα τι θέλει να πει ΄ διαβάζω ποίηση.
     Ο Σεφέρης ακόμα και ως ποιητής μαθήτευσε στους μεγάλους της ελληνικής πεζογραφίας (βλ. σ.184 κεξ) ενώ ο Ελύτης, όταν γράφει σε πεζό, φαίνεται πάντα να δυσπιστεί στις δυνατότητες της διάνοιας στην οποία, έστω και άθελά του, επικαλείται γράφοντας στο είδος αυτό. Ο Σεφέρης, όπως εξομολογήθηκε σ’ ένα από τα πρώτα δοκίμιά του, έχει «μια συμπάθεια για τη διδαχή». Άρα, κάτι έχει να πει. Αντίθετα, για τον Ελύτη, τον αντίμαχο του «άρα» (σ.163 κεξ) η λειτουργία του λόγου είναι να δημιουργεί, και ο ποιητής αυτός δεν σκοτίζεται τόσο να εξηγηθεί, ούτε στην ποίηση ούτε στην πεζογραφία του. Για τον Ελύτη, οι λέξεις έχουν «τη δύναμη να γεννούν απαρχής τα πράγματα που κατονομάζουν» (σ.177).
*Ο καθηγητής Roderick Beaton κατέχει την έδρα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών «Κοραής» του Πανεπιστημίου του Λονδίνου.
--
Δοκιμιακός λόγος
Εξ αποστάσεως και εξ επαφής
Του Δημήτρη Ν. Μαρωνίτη
     ΟΙ ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΕΣ «Δοκιμές» (1932-1971) του Σεφέρη και τα «Εν Λευκώ» του Ελύτη δένονται μεταξύ τους τουλάχιστον με τρία νήματα: κυκλοφόρησαν σχεδόν συγχρόνως ΄ ανήκουν σε μείζονες ποιητές, της λεγόμενης γενιάς του ’30, τιμημένους με το βραβείο Νομπέλ ΄ αποτελούν συμπλήρωμα προηγουμένης δοκιμιακής παραγωγής. Τα δύο εξάλλου βιβλία και άλλως πώς διασταυρώνονται ΄ εμφανέστερα σ’ εκείνα τα σημεία τους που οι συγγραφείς τους αναφέρονται ο ένας στον άλλο, ή σε κοινά ονόματα και έργα της δικής μας και ξένης λογοτεχνίας.
     Πλάι σ’ αυτές τις εξωτερικές ομοιότητες υπάρχουν και κάποιες πρόδηλες εξωτερικές ανομοιότητες. Ως προς τον όγκο λ.χ., βαραίνει τη φορά αυτή περισσότερο η δοκιμιακή προσφορά του Ελύτη. Ως προς το χρονικό άνυσμα, οι παραλειπόμενες «Δοκιμές» του Σεφέρη διατρέχουν μεγαλύτερη απόσταση από τα «Εν Λευκώ» του Ελύτη. Τέλος ως προς το θεματολόγιο, στον τόμο του Σεφέρη περιέχονται και κείμενα, μικρότερης ή μεγαλύτερης έκτασης, που τα προκάλεσε η πολεμική και πολιτική επικαιρότητα, περιοχή στην οποία σπανίως, και συνήθως έμμεσα, αναφέρεται ο δοκιμιογράφος Ελύτης. Από εκεί και πέρα αρχίζουν, για να το πω έτσι, γενετικού τύπου διαφορές: οι δύο τόμοι δοκιμίων αποκλίνουν μεταξύ τους όσο περίπου και τα ποιήματα των δύο ποιητών. Στα μελετήματα του Ελύτη περισσεύει η λυρική διάθεση, ή και διάχυση, που κανοναρχεί και τον πεζό του λόγο, ώστε να μοιάζει συχνά λόγος ποιητικός. Αντίθετα στα κείμενα του Σεφέρη ο πεζός τρόπος κρατεί τον δικό του ελεγχόμενο και διακριτικό βηματισμό. Τούτο σημαίνει ότι οι δύο δοκιμιογράφοι υπακούουν σε διαφορετικές εντολές και ως προς την οικονομία του λόγου: στον Ελύτη η οικονομία είναι χαλαρότερη, δίνοντας, κάπου και κάποτε, την αίσθηση ότι σκοπίμως γίνεται ανοικονόμητη. Στον Σεφέρη προτείνεται ο μετρημένος και λιτός λόγος, ο οποίος σε ορισμένες περιπτώσεις φαίνεται να παίρνει ακόμη και τον δρόμο της υποχρεωτικής στέρησης.
     Προχωρώντας προσθέτω ότι τα δοκίμια του Ελύτη, αναλόγως και προς το θέμα τους, διαβάζονται, περισσότερο ή λιγότερο, ως προέκταση της ποίησής του, ως υπόμνημα Ποιητικής. Γενικότερα η περί ποιήσεως ιδεολογία (η οποία στα καλύτερα ποιήματα του Ελύτη λανθάνει, καθώς εσωτερικεύεται) εδώ κατά κανόνα εξέχει ή και αναλύεται. Γι’ αυτό ίσως δίνουν πολλά από τα «Εν Λευκώ» κείμενα την αίσθηση ότι στηρίζουν και εκφωνούν το ίδιο ποιητικό μανιφέστο ΄ υπερασπίζονται και ευαγγελίζονται την αμετακίνητη πίστη του ποιητή στις άρρηκτες σχέσεις φύσης και ποίησης, όπου η ιστορία δεν βρίσκει θέση να κατοικήσει, εκτός κι αν υποστεί την ποιητική της μεταμόρφωση.
     Ενώ ο δοκιμιακός λόγος του Σεφέρη στοχάζεται, αμέσως η εμμέσως, συνεχώς την ιστορία. Κατά το παράδειγμα του Καβάφη, με τον οποίο ο ποιητής του «Μυθιστορήματος» κάπως αργά συμφιλιώθηκε, ελέγχει τα δρώμενα και το λόγο της ιστορίας, γυρεύοντας το κρυφό της νόημα. Για να το πω αλλιώς: οι παραλειπόμενες «Δοκιμές» (εκεί μάλιστα που επιμένουν στην επικαιρότητα: πολεμική, πολιτική, γραμματολογική) δείχνουν καθαρά ότι ο συγγραφέας τους γνωρίζει πως ο λόγος της ποίησης (με την ευρύτερη σημασία λέξης) ταξιδεύει, θέλοντας μη θέλοντας, στο ταραγμένο πέλαγος της ιστορίας πάνω στη δική του σχεδία ΄ αναζητώντας σαν τον Οδυσσέα, την Ιθάκη, με την πρόγνωση όμως πως και εκεί τον περιμένει μια άλλη εσωτερική ταραχή. Γενικότερα: ο δοκιμιογράφος, όπως και ο ποιητής, Σεφέρης συγχρόνως δοκιμάζεται από την ιστορία και την δοκιμάζει γι’ αυτό και ο τρόπος του είναι δραματικός και στοχαστικός, ελάχιστα ή καθόλου αποκαλυπτικός. Επ’ αυτού θα επιμείνω.
      Και οι δύο ποιητές-δοκιμιογράφοι διδάσκουν, καθένας με τον τρόπο του. Και για να αποφύγω τις χοντρές παρεξηγήσεις, θυμίζω ότι: «διδάσκω» σημαίνει από όλα δείχνω από ποιόν, τι και πώς διδάχτηκα ο ίδιος-αλλιώς η διδασκαλία καταντά απωθητική επίδειξη. Σε τούτο το σημείο ο Σεφέρης και Ελύτης συμφωνούν ΄ από εκεί και πέρα όμως αλλάζουν διδακτικό δρόμο.
     Στον Ελύτη η διδαχή είναι κυρίως διδαχή της ποίησης, και θεωρείται προσωπική άσκηση και κατάκτηση-ιδιωτική οδό την ονομάζει ο ίδιος. Στον Σεφέρη ο διδακτικός τρόπος ξεπερνά την ποίηση και παραπέμπει σε μια πράξη συλλογική και δημόσια. Διαφορά που έχει να κάνει, όπως ήδη το υπαινίχθηκα, με τη διαφορετική στάση και κρατούν οι δύο ποιητές-δοκιμιογράφοι απέναντι στην ιστορία. Θα γίνω πιο συγκεκριμένος.
     Στον Ελύτη η διδακτική οδός ορίζεται ως αποκάλυψη και ανακάλυψη της ποίησης, της τέχνης γενικότερα. Πρόκειται επομένως για μέθοδο ποιητικής αγωγής, η οποία υπόσχεται την τελική σωτηρία ΄ την κάθαρση της καθημερινής ζωής από μίζερες ή υπερφίαλες φροντίδες, που σακατεύουν τις αισθήσεις και μαραίνουν τον νου. Γι’ αυτό και απορρίπτει ο Ελύτης εκείνη τη μερίδα των ποιητών και της ποίησης που μπλέκονται στο βιοτικό τους αδιέξοδο, ψυχολογικό ή και υπαρξιακό. Η δική του διδαχή παραγγέλλει ακριβώς έξοδο από έναν τέτοιον κλοιό προς την όαση της ποίησης, προς την πόα της ουτοπίας, όπου αναγνωρίζονται αμοιβαίως φύση και τέχνη, αισθήματα του ανθρώπου και νοήματα του κόσμου, ο έρωτας της σάρκας και του πνεύματος, ο θάνατος και η ανάσταση. Σ’ αυτόν τον κοσμολογικό γλόμπο (ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας) ηχεί και αντηχεί και η δοκιμιογραφική φωνή του Ελύτη, φτάνοντας στα αυτιά του ακροατή-αναγνώστη κάπου από μακριά, εξ αποστάσεως, όπως συμβαίνει εξάλλου με κάθε είδους αποκαλυπτικό λόγο.
     Στο Σεφέρη το πράγμα αλλάζει, ίσως και να αντιστρέφεται. Και εδώ ο διδακτικός τόνος παραλλάσσει (χαμηλώνει ή υψώνεται αναλόγως προς το θέμα, τον καιρό και την έκταση του κειμένου), η φωνή όμως της διδαχής ακούγεται δίχως αντήχηση, κοντινή και άμεση ΄ ο ακροατής-αναγνώστης δεν την προσλαμβάνει ως εντολή σωτηρίας, αλλά ως συνομιλία επαφής. Γενικότερα:  ο διδακτικός λόγος του Σεφέρη εκβάλλει στον γύρω χώρο και χρόνο, μετρημένος πάντα και συγκεκριμένος ΄ ομιλία, ομιλητής και συνομιλητής δεν χωρίζουν, συνέχονται με εμπράγματη συμπάθεια μεταξύ τους. Τούτο φαίνεται καθαρότερα στα μικρά και επίκαιρα κείμενα του τόμου (θα το έλεγα δίχως φόβο: πατριωτικά), συνταγμένα στα χρόνια της εξορίας και του πολέμου, εκεί κάτω στο Κάϊρο και στην Αλεξάνδρεια.
     Μ’ όλα ταύτα, οι δύο τόμοι δοκιμίων, με τις ομοιότητες κα τις διαφορές τους, συμπληρώνουν καλά ο ένας τον άλλο, και συμφέρει να διαβαστούν μαζί. Ύστερα διαλέγει καθένας εκείνον που του ταιριάζει καλύτερα, για άλλου είδους ανάγνωση.
*Ο κ. Δ. Ν. Μαρωνίτης είναι καθηγητής της Κλασσικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
--
Σημειώσεις:
     Αυτές είναι οι κριτικές από τρείς πανεπιστημιακούς δασκάλους της εποχής, πριν 25 χρόνια, για τους δύο τόμους με το δοκιμιακό λόγο που εκδόθηκαν την ίδια χρονική περίοδο-1992-από τον εκδοτικό οίκο «Ίκαρος» των δύο ποιητικών Νομπέλ και όχι μόνο. Το τότε πείραμα της συμπαρουσίασης της πολιτικής εφημερίδας ΤΟ ΒΗΜΑ 7 Μαρτίου 1993, από τρείς διαφορετικούς δοκιμιογράφους και συγγραφείς, που ο έγκυρος λόγος τους, η γνωστική τους επάρκεια, οι ρηξικέλευθες απόψεις τους, η επιστημονική τους μεθοδολογία, οι θέσεις και οι κρίσεις τους για τον ποιητικό λόγο και την ποιητικότητα αποτελούσαν εφαλτήρια ερευνών και ανάγνωσης κειμένων και βιβλίων για τους φιλαναγνώστες της περιόδου εκείνης στην χώρα μας. Όταν ακόμα, η ποίηση και ο ποιητικός λόγος είχε άλλη βαρύτητα στις συνειδήσεις των ανθρώπων ή τουλάχιστον, έτσι πιστεύανε όσοι ασχολούνταν μαζί του και φυσικά, το διάβασμα της ποίησης ήταν στην ημερήσια διάταξη της ζωής μας. Κάθε κριτική προσέγγιση όπως εύκολα αναγνωρίζουμε, έχει την δική της ταυτότητα και εκφράζει το ιδιαίτερο ύφος του γράφοντα. Διακρίνουμε σημεία σύγκλισης αλλά και απόκλισης των θέσεων των τριών πανεπιστημιακών, που έχουν αισίως θητεύσει τόσο στον ποιητικό και δοκιμιακό λόγο του Οδυσσέα Ελύτη όσο και εκείνο του Γιώργου Σεφέρη. Στην μικρή εισαγωγή, αναφέρω ορισμένες πληροφορίες, για εργασίες και δημοσιεύματα των παραπάνω κριτικών για το έργο των δύο ποιητών. Το παράδειγμα αυτό του ΒΗΜΑΤΟΣ αν δεν λαθεύω, γίνονταν για πρώτη φορά σε εφημερίδα, στα μετέπειτα χρόνια ή εκείνη πάνω κάτω την περίοδο, νομίζω επαναλήφθηκε σε λογοτεχνικά περιοδικά, όχι κατά ανάγκη από πανεπιστημιακούς δασκάλους, αλλά από άλλους ομότεχνους ποιητές ή κριτικούς λογοτεχνίας. Αμυδρά θυμίζει-κάτω από άλλες συγγραφικές και αναγνωστικές προδιαγραφές, το παλαιό πείραμα, το «Μυθιστόρημα των τεσσάρων». Να υπενθυμίσουμε ότι οι πληροφορίες για την ιδιότητα και την επαγγελματική σταδιοδρομία των οσάνω καθηγητών δεν υφίστανται σήμερα 2018. Και ακόμα, την τόλμη και την ευθυκρισία των τριών πανεπιστημιακών, να εκθέσουν τις σκέψεις και τις κρίσεις τους δίπλα σε ομότεχνούς τους, χωρίς να φοβηθούν να αναμετρηθούν τα κείμενά τους με άλλα κριτικά κείμενα.
«Μια ανθρωπότητα που δεν βρίσκει τον τρόπο να ξαναφτιάξει τον κόσμο γύρο της, βρίσκει τον τρόπο να γεράσει και πολύ γρήγορα μάλιστα», αυτά έγραφε προφητικά ο μύστης ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, στην «Μέθοδο του Αρα», και συμπεριλαμβάνεται στον τόμο «ΕΝ ΛΕΥΚΩ», συσσωματωμένο μαζί με άλλα κείμενά του, και φυσικά το «Ρωμανό το Μελωδό». Συλλογισμοί του ποιητή που δεν αφορούν μόνο το σύμπαν της τέχνης της ποιήσεως και της αισθητικής, της ποιητικής του αλλά, την ίδια την ζωή μας θέλω να πιστεύω ακόμα και σήμερα. Δοκίμια δύο ελλήνων ποιητών που διαμόρφωσαν την σύγχρονή μας ελληνικότητα.
Στην τροχιά της ζωής μας, ο λόγος τους είναι ο τροχονόμος του ήθους μας.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα 29 Δεκεμβρίου 2018
Πειραιάς 29/12/2018, δύο ημέρες πριν φύγει ο παλαιός χρόνος.
«Διάκονος ήταν και, καθώς φαίνεται, διάκονος έμεινε ως το τέλος της ζωής του ο Ρωμανός με τόσες πτυχές στην ιδιωτική του ζωή, όσες και στο φτωχό του ράσο. Είναι αυτό ένα μεγαλείο πού, ανεξάρτητα εντελώς από κάθε ηθική, χριστιανική ή άλλη, μας βοηθεί να βλέπουμε τους δημιουργούς μέσα στη μόνωσή τους και να τους παρακολουθούμε στον αγώνα τους για μια αφιλόκερδη αποτίμηση της ζωής και των αξιών που περικλείνει».  




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου