Ελύτης «Δημόσιος» και «Ιδιωτικός»
Του Άρη
Μπερλή
Εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ- Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 1994,
σ.34-35
Πράγματι,
υπάρχει ένας «δημόσιος» και ένας «Ιδιωτικός» ποιητής Ελύτης, εξίσου διακριτικοί
και οι δύο τόσο στα ποιήματα όσο και στα δοκίμια. Αφενός ο ποιητής που
«ομοιώνεται» της πατρίδας του, ψάλλει τη διαφορά της, εξαιτείται την
αιθεροβάμονα και ανάδελφο στον κόσμο παρουσία της, ελέγχει και προκελεύει τους
ομόγλωσσους αδελφούς, ευαγγελίζεται τη σύνταξη μιας νέας πολιτείας. Αφετέρου ο
ποιητής που ονειρεύεται μόνος, σε «αυτοκρατορική απομόνωση», κόντρα στην
κοινωνία, μακριά από τη «λοιμική της πολιτείας», «τιμαριώτης του ουρανού», που
δεν ανήκει πουθενά, φίλος του απροσμέτρητου, μύστης των «σανσκριτικών του
σώματος».
Και οι
δύο πλευρές του έργου του είναι βαθύτατα ιδεολογικοποιημένες: προσδιορίζονται
από (και προβάλλουν) μία αδιάλλακτη θεωρία βίου, αντιλήψεις του κόσμου, τέχνης
και πολιτικής, που αποκλείει τον αναστοχαστικό έλεγχο, τις διορθωτικές
κινήσεις, τη συμπερίληψη του «άλλου», τη διαλυτική όσο και λυτρωτική αμφιβολία,
τον δισταγμό και την απορία, τη μεσότητα.
Η
αυτοκριτική θα περιοριστεί και θα εξαντληθεί στον αποκλεισμό των απρόβλεπτων
εκείνων στοιχείων που θα νόθευαν την καθαρότητα ή αθωότητα των προσωπικών,
διάλευκων επιλογών του.
Έτσι, ο
Ελύτης βρίσκεται στους αντίποδες της ειρωνείας και αποτελεί, στη νεοελληνική
ποίηση, το αντίπαλον δέος του Καβάφη. Είναι φανατικός, όπως ο ίδιος με
αξιοθαύμαστη παρρησία αρνείται και ταυτόχρονα καθομολογεί: «Μιλώ μ’ έναν
φανατισμό που δεν είναι παρά σωφροσύνη στον κύβο».
Αυτές οι
επάρσεις του Ελύτη είναι χαρακτηριστικές. Όπως και η τάση του να αιφνιδιάζει
συχνά τον αναγνώστη, που θεωρείται κατ’ αρχήν αφελής και ανυποψίαστος, όταν
ξαφνικά δημιουργείται ή αφήνεται να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι ο ποιητής
μεταβάλλει γνώμη και στάση, μετριάζεται και «εξανθρωπίζεται»: Μας προτρέπει να
μην τον πιστεύουμε, γιατί, «όσο γερνά τόσο λιγότερα καταλαβαίνει», και
συμπληρώνει τη φράση του εξηγώντας ότι «η πείρα του ξέμαθε τον
κόσμο»-επιβεβαιώνοντας δηλαδή και διά της πείρας την πρωταρχική σοφή αθωότητά
του.
Κλείνει
την τελευταία το συλλογή ορίζοντας τον θάνατο ως τον «ήλιο χωρίς
βασιλέματα»-τον Πρώτο εκείνο Ήλιο που ίδρωνε στης μαργαρίτας το αλωνάκι. (Αλλά
μας είχε προειδοποιήσει, στην αρχή της ποιητικής του σταδιοδρομίας, πώς από την
άλλη μεριά είναι ο ίδιος.).
Σκληρές
απόψεις
Και στις δύο του, λοιπόν, εκδοχές, τη δημόσια και
την ιδιωτική, ο Ελύτης εμφανίζεται με από κρυσταλλωμένες, σκληρές απόψεις, οι
οποίες, με ποιητικό είτε ρητορικό ένδυμα, με λυρική είτε δοκιμιακή εκφορά,
προβάλλονται ως κανόνες ζωής, ατομικής και συλλογικής. Για τον ίδιο τον ποιητή,
δημόσιο και ιδιωτικό δεν είναι αντιφατικά κατ’ ανάγκην.
Είναι
ασύμβατα στο επίπεδο μιας ήδη άθλιας πραγματικότητας, αλλά όχι σε μια
μελλοντική, ιδανική πολιτεία, όταν θα έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, και το
ιδιωτικό θα είναι ρυθμιστής του δημοσίου, το δημόσιο προβολή του ιδιωτικού: «Ω
να μπορούσανε», λέει, «και τα οργανωμένα κράτη να διαμορφώσουν μια ζωή με
νόμους σαν αυτούς που διέπουν το άτομο». Η ιδεατή πολιτεία, αυτή η Ελλάδα η
δεύτερη του επάνω κόσμου, είναι ένα άθροισμα ατομικών αισθαντικοτήτων μάλλον
παρά ένας σύνθετος, δυναμικός, και απρόβλεπτος στη λειτουργία του οργανισμός,
μια κοινωνία που θα ακολουθεί την ιδιωτική οδό και μέλημά της θα είναι η
νοηματοδότηση λεπτών συνειδησιακών διεργασιών-κοινωνία «αναγνωστών» και
αποκρυπτογράφων του θαύματος.
Ιδεολογικές
αναγνώσεις
Το έργο
του Ελύτη, ποιητικό και δοκιμιακό, είναι ευεπίφορο σε ιδεολογικές αναγνώσεις
και χρήσεις, τόσο κατά το δημόσιο όσο και κατά το ιδιωτικό περιεχόμενό του.
Βεβαίως, καμιά ανάγνωση κανενός έργου δεν είναι (και ίσως δεν θα ‘πρεπε να
είναι) άμοιρη ιδεολογίας, λευκή και απροκατάληπτη. Το ίδιο και τα έργα.
Η ρήση
του Ντυσάν ότι αυτό που κάνει τον πίνακα είναι αυτοί που τον κοιτάνε, καθ’
υπερβολήν μόνο είναι ορθή. Αληθεύει επίσης ότι το έργο είναι η πραγματωμένη
πρόθεση του καλλιτέχνη, ο οποίος μέχρι ενός βαθμού, ευθύνεται και για τον τρόπο
πρόσληψής του, αν όχι για τη χρήση του. Τα τελευταία κουαρτέτα του Μπετόβεν, βαθύτατα
αναστοχαστικά, δεν προσφέρονται σε ιδεολογικές/ πολιτικές αναγνώσεις και
χρήσεις με τον τρόπο που είναι διαθέσιμη, εκατόν εξήντα χρόνια τώρα, η «Ωδή της
Χαράς». Δεν είναι απαραίτητα κακή η ιδεολογική χρήση των έργων, αλλά θα πρέπει
να μην ξεχνάμε τους κινδύνους που συχνά συνεπάγεται και να μην αποσιωπούμε ή
αποποιούμεθα το μερίδιο της ευθύνης μας, ως χρηστών και ως παραγωγών.
Η
πρόσληψη του «ιδιωτικού» Ελύτη μπορεί κάλλιστα να κατασκευάσει τον θιασώτη μιας
ελυτικής αισθαντικότητας και να οδηγήσει σε μια παθητική, πολιτικά αδιάφορη,
εσωστρεφή βιοθεωρία, παρά το γεγονός ότι η ποίησή του, στις καλύτερες στιγμές
της (τις περισσότερες), τείνει να διαρρήξει το ιδιολατρικό της κέλυφος και να
υπάρξει ως φορέας ακραιφνώς λυρικών, και ως εκ τούτου απελευθερωτικών,
νοημάτων.
Εξίσου
επικίνδυνη θα ήταν η άκριτη και αφελής αποδοχή των πολιτικών του κατηγορημάτων,
τα οποία, μολονότι αποτελούν συχνά νομιμότατα (καθότι ποιητικά ολοκληρωμένα)
εγκώμια της διαφοράς, προσφέρονται σε αναγνώσεις που συντρέχουν έναν αυτιστικό
και φενακιστικό εθνογλωσσοκεντρισμό.
Άξια
ποίηση
Έπαρση και υπερφροσύνη, η αναγωγή της ατομικής
μοίρας σε συλλογική, η ανάληψη ιεροφαντικού ρόλου, ο οραματισμός μιας άλλης πραγματικότητας,
δεν είναι στοιχεία κατ’ ανάγκην ασυμβίβαστα με την καλή και άξια ποίηση, όπως και
πότε δεν αποτέλεσαν απαραίτητες προϋποθέσεις της. Τα στοιχεία αυτά δεν ήσαν ποτέ
ξένα στη νεοελληνική ποιητική παράδοση, και ο Ελύτης είναι ο απόγονος του Σικελιανού.
Ακόμη, οι προϋποθέσεις αυτές ευνόησαν πάντα την ανάδειξη των ποιητών ως εθνικών
βάρδων-κλήρος που δεν θα μπορούσε ποτέ να δοθεί στον Βιζυηνό, τον Καρυωτάκη ή και
τον Καβάφη.
Μεγάλη μια τέτοια τιμή, αλλά βαρύτατη η ευθύνη.
Άρης Μπερλής,
εφημερίδα Η Καθημερινή Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου
1994.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου