Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018

Η μαγεία του ΕΝ ΛΕΥΚΩ


Η μαγεία του «Εν λευκώ»
του Στρατή Πασχάλη
εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ 10 Ιανουαρίου 1993

     Ο δεύτερος τόμος των πεζών του Οδυσσέα Ελύτη δεσπόζει στις προσθήκες των βιβλιοπωλείων: μετά τα αυτοβιογραφικά «Ανοιχτά Χαρτιά», ο ποιητής περνά τώρα σε μια πιο ακριβολόγα προσέγγιση των θεμάτων του
     Εδώ και ένα μήνα δεσπόζει στις προσθήκες των βιβλιοπωλείων ο δεύτερος τόμος των πεζών του Οδυσσέα Ελύτη που κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Εν λευκώ» από τις εκδόσεις «Ίκαρος». Τα κείμενα αυτά, που παρουσιάζονται με την άψογη τυπογραφική φροντίδα του Γιάννη Χάρη, έχουν γραφεί τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Αν τα προγενέστερα «Ανοιχτά Χαρτιά» τα διέκρινε ένας αυτοβιογραφικός και μαχητικός χαρακτήρας, ιδιαίτερα ζωντανός και σπινθηροβόλος, τα δοκίμια τούτα είναι γραμμένα σε ωριμότερη περίοδο, άρα με αρτιότερη τεχνική, με ακόμη μεγαλύτερη ακρίβεια, αλλά με την ίδια πάντα στοχαστική και εκφραστική τόλμη.
     Ο Ελύτης σαν δοκιμιογράφος είναι αδικημένος από την κριτική. Τα πεζά του, σε γενικές γραμμές, παραμένουν ασχολίαστα και ο φιλολογικός περίγυρος μάλλον αμφισβητεί το συλλογιστικό ή κριτικό τους ενδιαφέρον, θεωρώντας τα δεξιοτεχνικές αναπτύξεις ύφους που μεταφέρουν την πρόζα την αίσθηση του ποιητικού λυρισμού του. Ωστόσο, ακόμα και αν αυτό το τελευταίο συμβαίνει, κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει το σπουδαίο δοκίμιό του για τον Κάλβο («Ανοιχτά Χαρτιά»), που μας αποκαλύπτει μια ξέχωρη του ποιητή των «Ωδών» πτυχή, αναδεικνύοντάς τον σε προάγγελο της ελληνικής ποιητικής νεωτερικότητας. Αλλά τα δοκίμια του Ελύτη δεν ακολουθούν την παράδοση του κλασικού δοκιμίου, δεν είναι ούτε στεγνές αποδεικτικές μελέτες ούτε τυπικά συγγράμματα αισθητικής θεωρίας. Είναι δοκίμια καθαρά ποιητικά, που ακόμα και αν βασίζονται στην ανάπτυξη ενός αισθητικού ή κριτικού επιχειρήματος, δίνουν μεγάλο βάρος τόσο στο εμπνευσμένο ύφος με το οποίο αναπτύσσεται αυτό το επιχείρημα όσο και στην πρωτότυπη σύνθεση αυτής της ανάπτυξης σε τέτοιο βαθμό ώστε ο στοχασμός να μεταδίδεται στον αναγνώστη μέσα από έναν συναρπαστικό κυματισμό του λόγου, σχεδόν συγκινησιακά, όπως και στην ποίηση ΄ αφού ρητορική και συλλογισμός έχουν συγχωνευτεί σ’ ένα μείγμα στυλιστικής γοητείας που γνωρίσματά της είναι η στιλπνότητα, ο μετεωρισμός και το σφρίγος. Σπάνια διαβάζεις μια γλώσσα που να δίνει τόσο πολύ την αίσθηση της τελειότητας (κάτι που με το «Εν λευκώ» φτάνει στο αποκορύφωμά του), μια γλώσσα που να βρίσκεται τόσο κοντά στη δημοτική και τόσο μακριά της. Αφού μέσα από κάποιες μοναδικές σε κομψότητα συντακτικές ανατροπές και μετρημένες δόσεις αδιόρατης καθαρολογίας πλάι σε εκφράσεις απόλυτα της καθομιλουμένης, ο λόγος αποκτά ευλυγισία, ποικιλία, λεπτότητα, χωρίς όμως να στερείται την απαραίτητη για το καλό ελληνικό γράψιμο αδρή επιγραμματικότητα.
     Απ’ αυτή λοιπόν την άποψη δεν είναι λάθος να βλέπεις τα δοκίμιά του αναπόσπαστα δεμένα με την ποίησή του. Δεν μπορείς όμως να αγνοήσεις και τη στοχαστική τους πλευρά. Πολλά από τα επιχειρήματα ή τις παρατηρήσεις του φανερώνουν οξυδέρκεια και δαιμόνιο στην περιοχή του αισθητικού στοχασμού. Γι’ αυτό κι εδώ έχει τη θέση της μια αναφορά σ’ ένα εξαιρετικά σημαντικό κείμενο από τον τόμο του «Εν λευκώ», στο δοκίμιο που αναφέρεται στην ποίηση του υμνογράφου Ρωμανού του Μελωδού όπου το στοχαστικό ύφος, η εξονυχιστική φιλολογική ψηλάφηση, η εκφραστική ακρίβεια και το πυκνό αλλ’ ωστόσο αβίαστο ύφος συνεργάζονται αρμονικά για να δώσουν ως αποτέλεσμα ένα γραπτό υψηλής περιωπής.
     Ο Ελύτης (από τους λίγους ευαίσθητους ερευνητές της βυζαντινής υμνογραφίας όπως φαίνεται κι από τον βυζαντινότροπο κλασικισμό του «Άξιον Εστί») ανιχνεύει πίσω από την «εκκλησιαστική σκοπιμότητα και τη δογματική ακαμψία» των CANTICA την κρυμμένη αρχαϊκότητα, τον ήχο του Πινδάρου, όπως θα διέκρινε κανείς πίσω από τα φρέσκα του Πανσέληνου το φάσμα της αρχαιοελληνικής κλασικότητας. Πηγαίνοντας σε μεγάλο βάθος μέσα στη γλώσσα του Ρωμανού, που μοιάζει ένα δυσεπίλυτο αίνιγμα, τολμά να υποστηρίζει τον πιθανώς έντεχνο χαρακτήρα της και να δείξει πώς μια ιδιοφυϊα πήρε ακόμα και όρους παλιότερων γλωσσικών στρωμάτων και αναπλάθοντας ή και παραφθείροντάς τους, με σίγουρο ένστικτο γλωσσικό, τους έκανε συστατικά μιας στο έπακρο υποβλητικής και μεγαλόπρεπης ποιητικής μαγείας. Δείγμα πως η ελληνική γλώσσα είναι ένα όργανο που αν το χειριστεί ένας μεγάλος ποιητής με μόνο γνώμονα το αισθητήριο, χωρίς ν’ ακολουθεί καμιά ασφαλή πεπατημένη, είτε στη λόγια παράδοση ανήκει είτε στη δημώδη, το αποτέλεσμα σχεδόν αγγίζει το φυσικό θαύμα.
     Στη συνέχεια ερευνά με μεγάλη εμβρίθεια τα στιχουργικά και μετρικά ευρήματα του Ρωμανού, ορισμένα απ’ αυτά εντελώς ιδιότυπα και πρωτοφανέρωτα, όσο και του Κάλβου, τοποθετώντας τον στην κατηγορία των ποιητών που και ο Έσδρας Πάουντ ονόμασε «εφευρέτες», γιατί αποκάλυψαν μέσα στη γλώσσα τους κάτι που αντιστοιχεί στις ανακαλύψεις των φυσικών επιστημών, κάτι που αν και μοιάζει εύρημα μορφής συνιστά μολαταύτα μια νέα αποτελεσματική μέθοδο συγκινησιακής φόρτισης του λόγου. (Ιδιαίτερα για όσους γράφουν σήμερα ελληνική ποίηση είναι σημαντικό να τονιστεί  εδώ παρενθετικά η εξής φράση του Ελύτη: «Είναι άλλο εντελώς πράγμα οι τρείς τέσσερις σταθμοί τύποι που χρησιμοποίησε η δυτικά παράδοση επί αιώνες σαν απλά δοχεία, για να τα γεμίσει με το πιο ετερόκλητο υλικό, και άλλο οι πρωτότυποι κάθε φορά μετρικοί νόμοι που υποβάλλονται σ’ έναν έλληνα  ποιητή από την ίδια τη φύση των μηνυμάτων που σκοπεύει να μεταδώσει». Δηλαδή, πιο απλά, οι νόμοι της φόρμας στην ελληνική ποιητική παράδοση ήταν πάντα χαλαροί και άφηναν άπειρα περιθώρια αυτοσχεδιασμού ώστε η ποιότητα του υλικού να καθορίζει και τη μορφή που ήθελε να πάρει ενώ στην ευρωπαϊκή παράδοση οι φόρμες ήταν έτοιμα κουτιά που θα μπορούσαν να γεμίσουν με το οποιοδήποτε περιεχόμενο.
Έτσι η δική μας παράδοση μοιάζει πιο κοντινή σε μια τρομερά προωθημένη αντίληψη για την τέχνη που η Ευρώπη για να τη γνωρίσει χρειάστηκε να περάσει μέσα από τη λαίλαπα του μοντερνισμού). Τέλος, ο Ελύτης διακρίνει την εξής ειδική συνθετική δομή στον Ρωμανό: το υλικό, όσο και αν το ποίημα είναι αφηγηματικό, συσπειρώνονται γύρω από πυρήνες λεκτικών συμπλεγμάτων, αποφθεγματικά κρυσταλλώματα, προεξοχές λόγου, ιδιαίτερα φορτισμένες και αρτιωμένες εκφραστικά, έτσι που να μπορούν να υπάρξουν ακόμα και αν ο αφηγηματικός ειρμός διαρραγεί κι απομείνουν θραύσματα ξεκομμένα. Ο,τι δηλαδή βλέπουμε και στα βυζαντινά μωσαϊκά όπου το επιμέρους συνιστά μια καθαρή ζωγραφική μονάδα έστω και αν υπηρετεί ένα γενικό εικαστικό σύνολο. Καταλήγοντας έτσι, αφού παρατηρεί το ανάλογο φαινόμενο στον Όμηρο και στον Πίνδαρο, στο συμπέρασμα ότι τα κείμενα ολόκληρης της ελληνικής ποιητικής παράδοσης δεν είναι επίπεδα ως προς την έκφραση αλλά «κυματούνται». Μ’ αυτό τον τρόπο η ποίηση του Ρωμανού, διαφωτισμένη από τον Ελύτη, μοιάζει να περιέχει ήδη τον Μαλαρμέ και τον Βαλερύ που είτε είδαν το ποίημα σαν μπουκέτο λουλουδιών, τα οποία ωστόσο θα μπορούσαν να υπάρξουν το καθένα από μόνο του, είτε μετέτρεψαν τη σελίδα, όπου είναι τυπωμένο ένα διάσπαρτο ποίημα, το “UN COUP DE DES”, σε έναστρο θόλο. Η ποίηση του Ρωμανού από τέτοιες δέσμες λεκτικών παρηχήσεων αρμοσμένων σ’ ένα στιχουργικό σχήμα που θυμίζει σύστημα αστρικό είναι πλασμένη, έστω κι αν ακολουθεί κάθε φορά μια λογικά και δογματικά θεσμοθετημένη εξιστόρηση ενός ιερού συμβάντος.
     Τέτοιες όμως ρηξικέλευθες προσεγγίσεις αναπτυγμένες με λεπτοδουλεμένο ύφος υπάρχουν πολλές στον τόμο του «Εν λευκώ». Κείμενα για τον Παπαδιαμάντη και τον Εμπειρίκο, κείμενα για τον Μότσαρτ, τον Καμύ, τον Ρεβερντύ, τον Μπέηκ, τον Πλωτίνο, κείμενα για τον χώρο του Αιγαίου κείμενα όπως εκείνο το ψυχρά τεχνικό «Σημειωματάριο ενός λυρικού» ή η «Μέθοδος του άρα» που μας αποκαλύπτει τον φανταστικό κόσμο της ποίησης πιο πραγματικό από τον κόσμο της πραγματικότητας, κείμενα για την αναλογία ζωγραφικής και ποίησης, αλλά κι ένα «ημερολόγιο» φτιαγμένο από ανακόλουθες χρονικά προσωπικές μνήμες που ο ποιητής τις συνδέει με την πειστικότητα του ρεαλισμού ενός κινηματογραφημένου ονείρου, κείμενα, κείμενα, κείμενα…
     Εμείς, κλείνοντας, ας περιοριστούμε σε μια διαπίστωση: Σπουδαίοι συγγραφείς δοκιμιακής κριτικής πρόζας υπήρξαν στη γλώσσα μας κυρίως οι μεγάλοι μας ποιητές. Έτσι, με τον τόμο του «Εν λευκώ», που συμπληρώνει το CORPUS των πεζών του Ελύτη, έρχεται τώρα να προστεθεί δίπλα στον ριζωμένο στη γη σολωμικό Διάλογο, δίπλα στη στοχαστική μέθη και τη χλιδή της πολυμάθειας του Παλαμά, δίπλα στην κριτική σοφία και την εκφραστική σύνεση του Σεφέρη, η ρητορική στιλπνότητα και η συλλογιστική τόλμη μιας από τις πιο ρωμαλέες και αστραποβόλες ιδιοσυγκρασίες που γνώρισαν ποτέ τα νεοελληνικά γράμματα.
ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ, εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ 10/1/1993.
*Ο κύριος Στρατής Πασχάλης είναι μεταφραστής και ποιητής
--
(το κείμενο συνοδεύεται με φωτογραφία του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη).
Σημείωση:
 Όρθρου Βαθέως
     Μεταφέροντας πληροφορίες και αντιγράφοντας κείμενα για τον μέγιστο των βυζαντινών εκκλησιαστικών ποιητών τον άγιο Ρωμανό τον Μελωδό, τον εισηγητή του Κοντακίου, αναζητούσα μια γέφυρα που θα μου έδινε την δυνατότητα να περάσω στον δεύτερο τόμο των δοκιμών του νομπελίστα μας ποιητή Οδυσσέα Ελύτη «Εν λευκώ» δες εκδόσεις «Ίκαρος» 1992, που συμπεριλαμβάνεται το κείμενό του, που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εκηβόλος». Ένιωθα κάπως άβολα, που τεχνικοί λόγοι με εμπόδιζαν να μεταφέρω ολόκληρο το μελέτημα του ποιητή στην ιστοσελίδα μου (δεν έχω την αναγκαία τεχνική κατάρτιση του υπολογιστή ή άλλου είδους ανθρώπινη υποστήριξη για τέτοιας υφής γραπτά, μακροσκελές κείμενο που είναι κουραστικό σωματικά στην αντιγραφή του, συχνές διακοπές ρεύματος στη περιοχή μας αυτήν την περίοδο-κάτι που μας κάνει να ξεπαγιάζουμε-ευγενέστατες υπάλληλοι του ΟΤΕ σου ανακοινώνουν τηλεφωνικώς ότι τα τηλέφωνά μας γίνονται πλέον ψηφιακά και πρέπει να αλλάξουμε το ‘ρούτερ’, που καθυστερεί τους χρόνους του Η/Υ, αλλά και η φωνακλάδικη βαβούρα και ο εορταστικός τζερτζελές που επιτείνουν την κούραση της εργασίας κλπ.). Όμως για να είμαι ειλικρινής,-κάτι μέσα μου με έκνιζε-καθώς άκουγα τα μικρά παιδιά, αυτές τις μικρές παρέες δύο ή τριών ή τεσσάρων μικρών αγοριών και κοριτσιών να λένε τα κάλαντα μέσα στον ηλεκτρικό ή σε άλλα μέσα μαζικής μεταφοράς που μετακινιόμουν στην δουλειά μου, να τα βλέπω από το παράθυρο των βαγονιών να τρέχουν γεμάτα ζωντάνια και χαρά από σπίτι σε σπίτι, με τα λαμπερά και δροσάτα προσωπάκια τους, ένιωθα λίγο παράξενα, κάπως μελαγχολούσα για αυτό το σύγχρονό πνεύμα των εορτών των Χριστουγέννων. Μιας και σκεπτόμουν καθώς άκουγα όλη αυτήν την πιτσιρικαρία με τα φωτισμένα κερατάκια πάνω στο κεφάλι τους, που ήσαν ντυμένα με την στολή του Santa Claus, με την κόκκινη ερμίνα και τα ψεύτικα άσπρα βαμβακερά γένια, να τιτιβίζουν, όχι τα παραδοσιακά κάλαντα-όπως τουλάχιστον εμείς οι παλαιότεροι τα είχαμε αποστηθίσει και τα απαγγέλαμε καθώς γυρνούσαμε από σπίτι σε σπίτι για να μαζέψουμε το μικρό χαρτζιλίκι μας, αλλά με το χαρούμενο και εύθυμο τραγούδι της πανέμορφης και καλής τραγουδίστριας Δέσποινας Βανδή. Με το γνωστό χριστουγεννιάτικο αγγλικό τραγούδι του αγγλοκύπριου καλού τραγουδιστή Τζώρτζ Μάικλ, που έφυγε από την ζωή σχετικά πρόσφατα σε νεαρή ηλικία, να ακούμε άλλους γνωστούς εορταστικούς αμερικάνικους ενόργανους ήχους και τραγούδια των ημερών. Ακορντεόν, φυσαρμόνικες, κιθάρες, ακόμα και μικρά παραδοσιακά τρίγωνα, να λένε τραγούδια αμερικάνικα,-άκουσα και ένα γερμανικό-και αναρωτιόμουν, αν ξεπεράστηκαν σαν εορταστική συνήθεια τα δικά μας ελληνικά κάλαντα. Αν τα νέα, νεαρά ελληνόπουλα τα μικρά πιτσιρίκια, έχουν ακούσει τα ελληνικά κάλαντα μέσα στο σπίτι τους, στα σχολεία που πηγαίνουν, ίσως ορισμένα από αυτά σε διάφορους ναούς της ενορίας τους, στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση ή και γιατί όχι, στο κινητό τους ή στο τάμπλετ τους. Προσπαθούσα να κατανοήσω πώς ενώ υπάρχει επιφανειακά σε δημόσιες εκδηλώσεις μας ένας αντιαμερικανισμός ημών των ελλήνων, στην καθημερινή μας ζωή και πρακτική ακολουθούμε έναν καθαρά αμερικάνικο τρόπο ζωής, εκδηλώσεις και συμπεριφορές, συνήθειες αμερικάνικες, και το κυριότερο, τα εορταστικά καταναλωτικά έθιμα των αγγλοσαξόνων. Οι δημόσιες εορταστικές συμπεριφορές μας είναι καθαρά αντιγραφές και πολλές φορές κακοχωνεμένες αμερικάνικες. Μιμητισμός των εκείνων κοινωνικών παραδόσεων και εθίμων. Και αναλογιζόμουν μέσα σε αυτόν τον εορταστικό καταναλωτικό κουρνιαχτό τι θέση μπορεί να έχει-αν έχει-ο λόγος ενός Σύρου ορθόδοξου ποιητή; Πόσο μπορεί να κοινωνήσει σήμερα τις καρδιές και τις συνειδήσεις ημών και υμών των νεοελλήνων; Τι νιώθουν όλα αυτά τα νέα ελληνόπουλα ακούγοντας ίσως βαριεστημένα τα ελληνικά κάλαντα, τα κοντάκια του Ρωμανού του Μελωδού, τον ποιητικό λόγο του Οδυσσέα Ελύτη, τον δοκιμιακό του λόγο όταν μας μιλά για τα νάματα της παράδοσης, την διαχρονικότητα της ελληνικότητας, τα ποιητικά και πνευματικά θεμέλια του έθνους μας. Τι αισθάνονται όμως και οι μεγαλύτεροι, που δικαίως διαμαρτύρονται για το πρόβλημα το Μακεδονικού-μια και δεν τους ρώτησε κανένας πολιτικός-έχουν διαβάσει καθόλου Ρωμανό τον Μελωδό; Έχουν σκύψει πάνω στα γραπτά του Οδυσσέα Ελύτη;-όχι όπως τον γνωρίζουν μέσω της μελοποίησης του μουσικοσυνθέτη μας Μίκη Θεοδωράκη-αναζήτησαν ποτέ στις προσθήκες των βιβλιοπωλείων μικροί ή μεγάλοι, αυριανοί έλληνες πολίτες και ψηφοφόροι να αγοράσουν τον δοκιμιακό λόγο του Ελύτη, του Γιώργου Σεφέρη, του Κωστή Παλαμά, του Άγγελου Σικελιανού, του Τάσου Λειβαδίτη, του Βασίλη Στεργιάδη, του Γιώργου Κοροπούλη, του Βύρωνα Λεοντάρη, του Νάσου Βαγενά, του Γιάννη Κοντού, και δεκάδων άλλων σύγχρονων ελλήνων ποιητών και ποιητριών, ή απλά ότι μάθαμε-μάθαμε στις σχολικές εφηβικές μας αίθουσες, στο δημοτικό, στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα; Ποια σχέση έχει ο σημερινός νέος έλληνας και ελληνίδα με τον ποιητικό λόγο; Και κατ’ επέκταση, με τον θεσπέσιο και μαγευτικό ποιητικό λόγο του Ρωμανού του Μελωδού; Τον συγκινούν οι ύμνοι αυτοί; Του ξυπνούν μνήμες; Τον ερεθίζουν δημιουργικά; Νοιώθει κάτι να κινεί τα σωθικά του ακούγοντας αυτά τα Κοντάκια; Ή απλώς είναι ένα πρόσκαιρο εορταστικό πέρασμα των ημερών των αργιών από τις σχολικές αίθουσες ή την εργασία τους; Άραγε, πόσοι θα διαθέσουν ένα μικρό ποσό να αγοράσουν ποιητικές συλλογές ελλήνων ποιητών ή εκκλησιαστικών αντίστοιχα αυτές τις μέρες; Να τις προσφέρουν ως δώρο από όσους ενδεχομένως διαβάζουν αυτήν την ιστοσελίδα.
Αναζητούσα λοιπόν μέσα σε αυτό το σύννεφο των εσωτερικών μου ερωτημάτων μια γέφυρα που θα ένωνε το δοκίμιο του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη για τον Ρωμανό τον Μελωδό που μέρος του δημοσίευσα  στην ιστοσελίδα πριν μερικές ημέρες, σαν προάγγελο των υπολοίπων κειμένων και πληροφοριών για τον Ρωμανό, με τον δεύτερο τόμο των μελετημάτων του «Εν λευκώ».
     Όταν κυκλοφόρησε ο ογκώδης δεύτερος τόμος με δημοσιευμένα και ανέκδοτα πεζά του Οδυσσέα Ελύτη-τα στοιχεία που μου δείχνουν την αγορά του γράφουν 10/12/1992, δραχμές 6.760, είχαν ήδη περάσει 18 χρόνια από την έκδοση του πρώτου τόμου του δοκιμιακού και αυτοβιογραφικού του λόγου, «ΑΝΟΙΧΤΑ ΧΑΡΤΙΑ», εκδόσεις «Αστερίας» 1974.  Και πάλι η αγορά του, Νοέμβριος του 1974, από το γνωστό βιβλιοχαρτοπωλείο Καλούδη στον Πειραιά, μου υπενθυμίζει ότι ο 516 σελίδων αυτός εξαιρετικός τόμος κόστιζε 400 δραχμές. (για την ιστορία των εκδόσεων). Το εξώφυλλο του πρώτου τόμου κοσμούσε σχέδιο του εικαστικού Γιάννη Μόραλη, το εξώφυλλο του δεύτερου τόμου σχεδιάστηκε από την ποιήτρια και σύντροφο του ποιητή Ιουλίτα Ηλιοπούλου, και η τυπογραφική επιμέλεια ήταν του Γιάννη Η. Χάρη. Ο δεύτερος αυτός τόμος, είναι κατά μερικές δεκάδες σελίδες μικρότερος από τον πρώτο, έχει 428 σελίδες. Όπως και ο πρώτος-που εκδόθηκε πριν ο ποιητής βραβευτεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, έτυχε ευμενούς, πλούσιας και ουσιαστικής κριτικής. Ο τόμος «Εν λευκώ» κυκλοφόρησε τέσσερα περίπου χρόνια, πριν την κοίμηση του ποιητή, 18 Μαρτίου 1996 και, έξι χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευση του κειμένου του για τον Ρωμανό στο περιοδικό.
Την έκδοση του «Εν λευκώ», δεξιώθηκαν με κείμενά τους σημαντικοί άνθρωποι των ελληνικών γραμμάτων, καθηγητές πανεπιστημίου, ποιητές, κριτικοί, μυθιστοριογράφοι, δημοσιογράφοι της εποχής. Μάλιστα, η έκδοση του Οδυσσέα Ελύτη, ευτύχησε να γίνει χρονικά παράλληλα με την έκδοση του τρίτου τόμου των Δοκιμών του άλλου μας νομπελίστα ποιητή του Γιώργου Σεφέρη, από τον ίδιο εκδοτικό οίκο. Βλέπε: Γιώργος Σεφέρης: «Δοκιμές τρίτος τόμος. Παραλειπόμενα (1932-1971)». Φιλολογική επιμέλεια: Δημήτρης Δασκαλόπουλος. Τυπογραφική επιμέλεια και σύνταξη ευρετηρίου: Κωστούλα Σκλαβενίτη. Εκδόσεις «Ίκαρος» 1992, σ.417. Η συγκυρία αυτή, της παράλληλης έκδοσης του δοκιμιακού λόγου του Γιώργου Σεφέρη και Οδυσσέα Ελύτη, πρόσφερε την δυνατότητα σε ορισμένους κριτικούς βλέπε πχ. Παντελής Μπουκάλας, εφημερίδα Η Καθημερινή Τρίτη 19 Ιανουαρίου 1993, σελίδα 10, κάτω από τον τίτλο «Ο Ελύτης και ο Σεφέρης ως κριτικοί» να συνεξετάσει την κυκλοφορία και των δύο τόμων. Αλλά και ο κριτικός (δυστυχώς δεν αντέγραψα το όνομά του αν ήταν ο Δαββέτας ή ο Φάϊς) στην εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος της 21 Μαρτίου του 1993, να μας μιλήσει και για τα δύο βιβλία στο κείμενό του «Παραλειπόμενα» του Γιώργου Σεφέρη και… «Εν Λευκώ» του Ο. Ελύτη. Δύο Νόμπελ που μπήκαν στις… βιτρίνες σε παράλληλη έκδοση. Υπάρχει και κάτι το ενδιαφέρον και πρωτότυπο μάλλον για την περίοδο εκείνη, στις σελίδες των εφημερίδων. Η έγκριτη εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ του εκδοτικού παραδοσιακού συγκροτήματος του κυρού Χρήστου Λαμπράκη, προβαίνει σε μια παράλληλη κριτική συνεξέταση των δύο εκδόσεων μιλώντας μας για «Πολυκριτική». Δες ΤΟ ΒΗΜΑ Κυριακή 7/3/1993. Γράφει η εφημερίδα:
Η ΛΕΞΗ «Πολυκριτική» ακούγεται κάπως φιλόδοξη. Γιατί όχι σκέτα νέτα Κριτική; Τι σημαίνει επιτέλους εκείνο το πρώτο συνθετικό της, όταν μάλιστα αποδεικνύεται στην πράξη (στο σημερινό λ.χ. ιδρυτικό παράδειγμα) το πολύ μάλλον λίγο;
Ας πούμε λοιπόν ταπεινότερα ότι η πολυκριτική αυτή θέλει να περάσει μόλις από τον ενικό στον πληθυντικό αριθμό: περισσότεροι του ενός όσοι κρίνουν ΄ περισσότερα του ενός τα βιβλία που κρίνονται ΄ ώστε να ευνοούνται στα δύο αυτά κρίσιμα επίπεδα ο διάλογος και η σύγκριση.
Το πολυκριτικό πάντως πρόγραμμα των «Νέων Εποχών» αποτελεί ούτως ή άλλως εξαίρεση: θα φιλοξενείται στο ένθετο τεύχος το πολύ μία φορά το δίμηνο ΄ θα επιμένει σε βιβλία (από τις περιοχές των Γραμμάτων, των Τεχνών και των Επιστημών του Ανθρώπου) με γενικότερη, ή και αμφιλεγόμενη, σημασία-προσδόκιμη ή απροσδόκητη. Προσδόκιμη στο βαθμό που οι συγγραφείς τους έχουν ήδη εξασφαλισμένο το δημόσιο κύρος ΄ απροσδόκητη, όταν πρόκειται για λιγότερο γνωστό, ή και άγνωστα, στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό ονόματα και κείμενα, που αξίζουν όμως την πολυκριτική προβολή.
Το εγκαίνιον της «Πολυκριτικής» γίνεται με δύο, παρ’ ολίγον δίδυμα βιβλία, που παρουσιάζουν μεταξύ τους έκτυπες ομοιότητες αλλά και ουσιώδεις διαφορές. Η σύστασή τους πραγματοποιείται με τρία συγκριτικά κείμενα του Νάσου Βαγενά, του Roderick Beaton και του Δ. Ν. Μαρωνίτη.
     Αυτή είναι η εισαγωγική σημείωση με την οποία η εφημερίδα μας εισαγάγει στο εύστοχο και έξυπνο αυτό «παιχνίδι» των κριτικών σημειωμάτων για την έκδοση του «ΕΝ ΛΕΥΚΩ». Ακολουθούν τα κείμενα του Νάσου Βαγενά με τίτλο «Η κεντρικότητα των επιμέρους» του Roderick Beaton με τίτλο «Λυρική και στοχαστική πεζογραφία» και του Δημήτρη Ν. Μαρωνίτη με τίτλο Δοκιμιακός λόγος «Εξ αποστάσεως και εξ επαφής».
     Αντίθετα, ο συγγραφέας και μυθιστοριογράφος και συνεργάτης κριτικός της εφημερίδας «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ» σε κριτική του της Τετάρτης 13/1/1993 σ.30, κρίνει μόνο το «Εν Λευκώ» δες «Το λευκό είναι αυτός που το βλέπει». Όπως φυσικά και ο ποιητής και μεταφραστής Στρατής Πασχάλης, που την κριτική του, μεταφέρω εδώ.
Για τον τόμο έχουν δημοσιευτεί και ορισμένες άλλες πληροφορίες, που θα τις αναφέρω όταν αντιγράψω στην ιστοσελίδα τις κριτικές θέσεις των άλλων κριτικών που δημοσιεύτηκαν.
      Η γέφυρα όμως που αναζητούσα ήταν το κείμενο του ποιητή Στρατή Πασχάλη. Ασφαλώς και το κριτικό και δημοσιογραφικό στέλεχος της εφημερίδας Η Καθημερινή, Παντελής Μπουκάλας έχει γράψει ποιήματα και μας έχει δώσει σπουδαίες μεταφράσεις, και ο Ευγένιος Αρανίτσης-σταθερός κριτικός της εφημερίδας «Ελευθεροτυπίας» έχει εκδόσει ποιητικές συλλογές, μυθιστόρημα, δοκίμια, και ο καθηγητής και ποιητής Νάσος Βαγενάς, παράλληλα με της πανεπιστημιακές του ασχολίες έχει κυκλοφορήσει αρκετές ποιητικές του συλλογές, όμως, τα κείμενά τους δεν ασχολούνται με τον Ρωμανό τον Μελωδό και την σχέση που είχε ο Οδυσσέας Ελύτης μαζί του.
Το κείμενο του Στρατή Πασχάλη μας φανερώνει μια τριπλή ματιά θα λέγαμε. Πρώτον έχουμε έναν βυζαντινό υμνογράφο με τον οποίο ασχολήθηκε ο νομπελίστας μας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης και δεύτερον έχουμε έναν πολύ νεότερο ηλικιακά του Ελύτη ποιητή που ενώ γράφει για την έκδοση του δεύτερου τόμου των δοκιμίων του Ελύτη αναφέρεται κυρίως στο πως είδε και αντιμετώπισε ο Ελύτης τον ποιητή Ρωμανό τον Μελωδό. Έχουμε δηλαδή-κατά την γνώμη μου-τρείς ποιητές από διαφορετικές γενιές και εποχές του ελληνισμού και της ποιητικής παράδοσης, να συνομιλούν μεταξύ τους. Γιαυτό κάνω λόγο για γέφυρα, προς τον δοκιμιακό λόγο του Ελύτη.
Εύστοχες οι παρατηρήσεις του ποιητή και μεταφραστή Στρατή Πασχάλη, εξετάζει ενδοποιητικά τον δοκιμιακό λόγο του Ελύτη. Τα λόγια του φανερώνουν την παιδεία και τον σεβασμό προς τον ποιητή. Ανιχνεύει τους κόμβους συνάντησης των ποιητικών φωνών μέσα στο πέρασμα των χρόνων της ελληνικής παράδοσης, αλλά και της ευρωπαϊκής όταν σημειώνει ότι: «… η ποίηση του Ρωμανού, διαφωτισμένη από τον Ελύτη, μοιάζει να περιέχει ήδη τον Μαλαρμέ και τον Βαλερύ….». Η ίδια η στοχαστική τόλμη που χαρακτηρίζει το βλέμμα του Οδυσσέα Ελύτη χαρακτηρίζει και τον κατά πολύ νεότερό του ποιητή Στρατή Πασχάλη.
     Με την συμπαράθεση αυτή ευελπιστώ ότι δεν αστόχησα στην επιθυμία μου να δείξω την συνομιλία μεταξύ τριών ελλήνων ποιητών από διαφορετικές χρονικές περιόδους και ποιητικές σχολές.
     Για τις υπόλοιπες κριτικές του «Εν λευκώ» σε επόμενο σημείωμα.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 25 Δεκεμβρίου 2018
Η Παρθένος Σήμερον…
                              


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου