43 ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ
mon amour taciturnne
et toujours menace!
Ερωτικός
Εγγονόπουλος
Η απόφαση ήταν τολμηρή αλλά η Λένα Εγγονοπούλου δεν
δίστασε καθόλου. Έφερε στο φως τα πιο ιδιωτικά τους γράμματα.
Μικέλα
Χαρτουλάρη: Ρεπορτάζ,
Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 11 Δεκεμβρίου 1993
«Νομίζω
ότι και ο Εγγονόπουλος θα ήθελε να εκδοθούν αυτά τα γράμματα κι ας είναι
κομμάτι της ιδιωτικής μας ζωής. Διότι ήταν άνθρωπος ελεύθερος και αυθεντικός,
που δεν κρυβόταν. Κι έπειτα, ό,τι δικό
του δεν ενέκρινε , ό,τι δεν ήθελε να μείνει πίσω του, το κατέστρεφε. Δεν άφηνε
εκκρεμότητες κι αυτό το θεωρώ δείγμα μεγάλης υπευθυνότητας».
Είναι η
Λένα Εγγονοπούλου, η γυναίκα του υπερρεαλιστή ζωγράφου και ποιητή Νίκου
Εγγονόπουλου που οκτώ χρόνια μετά το θάνατό του τόλμησε να εκδώσει 49 ερωτικές
επιστολές που της είχε στείλει ο σύντροφός της λίγο πριν και λίγο μετά τον γάμο
τους, το 1960. Το βιβλίο κυκλοφόρησε χθες από τον ΙΚΑΡΟ, με τίτλο «… Και σ’
αγαπώ παράφορα» από το ποίημά του για κείνην «Περί ύψους». Η φιλολογική
επιμέλεια είναι του Δημήτρη Δασκαλόπουλου, ο οποίος σημειώνει ότι το ενδιαφέρον
των επιστολών είναι κυρίως «ψυχογραφικό για τον συνήθως λιγομίλητο και κλειστό
Εγγονόπουλο, καθώς μας παρέχουν πολλές πληροφορίες για τον άνθρωπο και τον
καλλιτέχνη, για τα ενδιαφέροντά του και τις προτιμήσεις του, για τη γενικότερη
παιδεία και τις σχέσεις του με το περιβάλλον και την εποχή του».
Είναι για
παράδειγμα χαρακτηριστική, κάτω από αυτό το τρυφερό «Λενούλα λατρεία μου»,
δίπλα στο «φιλώ τα πόδια σου», η πικρία που εκφράζει στις 11/8/59 για τους
παλιανθρώπους του Πολυτεχνείου «όταν η Σύγκλητός τους απέρριψε την αίτησή μου
προαγωγής, γιατί η πρόταση του Συλλόγου δεν ήτανε λέει διατυπωμένη καλά, δεν
μνημόνευε δημοσίευση επιστημονικής εργασίας σχετικής με την έδρα! Και να
πρωτοστατεί κι ο Γιαννάκης φίλους που σου τους έχω! Και γνωρίζεις καλά τι
εννοούν με επιστημονική εργασία: τίποτα αρθράκια σε κουρελοπεριοδικά, σαν αυτά
που γράφω μια ντουζίνα τη βδομάδα. Το αγνοούσανε! Χάλασα τον κόσμο, και τελικά
μου στείλανε τον Βασιλείου, να με κατευνάσει με τα φαναριώτικα. Είχα μεγάλη
όρεξη να τον σκυλοβρίσω και αυτόν, αλλά μου θύμιζε εσένα, με τους
παραπειστικούς του δίσκους μουσικής και τις αδερφάδες. «Μα θα διορθωθεί», μου
επαναλάμβανε, «θα διορθωθεί». Ναι, σε έξι, εφτά, δέκα μήνες, τρέχα γύρευε. Τους
απαράτησα. Αλλά αισθανόμουνα τόσο μειωμένος, όπως το αισθάνομαι και τώρα».
«Σκέφτηκα
ότι αυτά τα γράμματα θα βοηθήσουν στη διαμόρφωση μιας πιο ολοκληρωμένης άποψης
για την προσωπικότητά του», λέει στα «ΝΕΑ» η Λένα Εγγονοπούλου, εξηγώντας γιατί
αποφάσισε την έκδοση. «Διότι δεν έχει ακόμα μελετηθεί όπως θα του έπρεπε. Ίσως
γιατί ήταν πολύ πρωτοποριακός. Τώρα μόνον άρχισαν οι νεώτεροι να τον μελετούν.
Όπως η Ρένα Ταμάρου («Ν.Ε.. Επίσκεψη τόπων και προσώπων» εκδ. ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΑ).
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο, πίσω από την απόφασή μου. Ήθελα να είμαι εγώ που θα
έχω την πρωτοβουλία της έκδοσης και θα την σχεδιάσω όπως νομίζω. Όχι κάποιοι
τρίτοι». Είναι και εδώ χαρακτηριστικό ότι το βιβλίο συνοδεύεται από 15
έγχρωμους πίνακες, άγνωστους στο κοινό, διότι δεν έχουν εκτεθεί και οι οποίοι,
όχι τυχαία, ανήκουν στον κύκλο των «Ερωτικών ζευγαριών».
«Νομίζω
τελικά ότι αυτή η έκδοση μεταφέρει ένα μήνυμα: «Εκφράστε ελεύθερα τα
συναισθήματά σας. Ανοίξτε» καταλήγει η Λένα Εγγονοπούλου.
Ρεπορτάζ: Μικέλα Χαρτουλάρη, εφημερίδα Τα Νέα
11/12/1993.
--
ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ο μεγάλος αδικημένος
Κυκλοφορεί σε λίγες εβδομάδες η αλληλογραφία του
ποιητή και ζωγράφου με τη σύζυγό του Λένα
Του ΔΗΜΗΤΡΗ
ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ
Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ 10 Οκτωβρίου 1993
«Σα να μην έφτανε
πως η ζωή
είν’ τόσο σύντομη
είν’ τόσο λίγη
μας
τηνέ κάμουνε
τόσο συχνά
και δίχως λόγο
κι οδυνηρή».
Η πρώτη αυτή στροφή ενός ποιήματος του Νίκου
Εγγονόπουλου (που είναι αφιερωμένο στον Βιτσέντζο Κορνάρο) θα μπορούσε ίσως να
θεωρηθεί αυτοβιογραφική. Ο ζωγράφος και ποιητής, ένας από τους μείζονες της
γενιάς του 1930, δεν στερήθηκε, βεβαίως, την εκτίμηση των ομοτέχνων του και των
κριτικών. Υπήρξε όμως επί χρόνια στόχος (και προσωπικών ακόμη) επιθέσεων
εξαιτίας της συνδέσεώς του με τον υπερρεαλισμό, ενώ το ευρύ κοινό δεν πλησίασε
όσο θα έπρεπε το έργο του. Έτσι, είναι ευτύχημα το ότι η νέα εκδοτική χρονιά θα
δώσει άλλη μια ευκαιρία στους αναγνώστες να προσεγγίσουν τον Εγγονόπουλο, αφού
θα κυκλοφορήσει από τον Ίκαρο η αλληλογραφία του ποιητή του «Μπολιβάρ» (αλλά
και του «Ατλαντικού») με τη σύζυγό του Λένα.
Η έκδοση
αυτή, που επιμελήθηκε φιλολογικά ο Δ. Δασκαλόπουλος, τιτλοφορείται «… και σ’
αγαπώ παράφορα», παραπέμποντας στην
τελευταία πρόταση του γνωστού πεζού ποιήματος «Περί ύψους» (το οποίο περιλαμβάνεται στη συλλογή «Έν Ανθηρώ Έλληνι Λόγω» του 1957).
Παρουσιάζονται 43 επιστολές του Εγγονόπουλου προς τη σύζυγό του που εκτείνονται
χρονολογικά από το 1959 ως το 1967. Τα
γράμματα αυτά δίνουν μια ενδιαφέρουσα εικόνα τόσο της εποχής όσο και της
προσωπικής ζωής, της καθημερινότητας του ποιητή, απαρτίζοντας, όπως λέει η κ.
Λένα Εγγονοπούλου, «ένα γοητευτικό
βιβλίο». Αξιοσημείωτον είναι ότι η έκδοση θα πλαισιώνεται από 15 έγχρωμους
πίνακες του Εγγονόπουλου )λάδια και
υδατογραφίες), που απεικονίζουν ερωτικά ζευγάρια και δεν έχουν ως τώρα
συμπεριληφθεί σε βιβλία του.
Έναυσμα
για την επιστολογραφία υπήρξε η αναχώρηση της Λένας Εγγονοπούλου σε ταξίδι, «που ήταν ήδη προγραμματισμένο», λίγο
μετά τη γνωριμία της, το 1959, με τον ποιητή. Όπως λέει χαρακτηριστικά η ίδια,
ο Εγγονόπουλος αλληλογραφούσε πάντα μαζί της με αφορμή κάποια μετακίνηση: «Όταν ένας από τους δυο μας έλειπε σε ταξίδι».
Ακόμα και η διακοπή της αλληλογραφίας το 1967 οφείλεται στο ότι «από τότε δεν
ξαναζήσαμε χωριστά, εξ ου και δεν ετέθη θέμα γραμμάτων». Η κ. Εγγονοπούλου
απεφάσισε να προχωρήσει στη δημοσιοποίηση των προσωπικών αυτών επιστολών,
πιστεύοντας ότι και η ιδιωτική πλευρά των ανθρώπων, αυτή «η άλλη περιοχή»,
είναι εξεχόντως σημαντική, ενώ, σε ότι αφορά τους καλλιτέχνες, «συμβάλλει και στην καλύτερη κατανόησης του
έργου τους». Εν τούτοις, ειδικά στην περίπτωση του Εγγονόπουλου, υπήρχε
ένας πρόσθετος λόγος για να γίνουν τα ιδιωτικά δημόσια: «Ο ίδιος ο ποιητής ήταν ένας άνθρωπος που δεν έκρυψε ποτέ τίποτε ΄
αντιθέτως, σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, ζητούσε να είναι αυθεντικός και
ελεύθερος και αυτό συνεβούλευε και τους άλλους». Έτσι, η δημοσίευση των
επιστολών του φαίνεται να είναι σύμφωνη με τις αρχές και το πνεύμα του, ενώ «θα εμπλουτίσει και την εικόνα του»
(προς όφελος αναγνωστών και μελετητών).
Η ανθρώπινη διάσταση των επιστολών παρουσιάζει
ενδιαφέρον, δεδομένης και της ξεχωριστής προσωπικότητας του Εγγονόπουλου. «Δεν
ήταν εύκολος στις γνωριμίες», γράφει γι’ αυτόν ο Οδυσσέας Ελύτης στα «Ανοιχτά
Χαρτιά».
«Στις
δέκα περιπτώσεις, τις εννέα ήταν βέβαιο πως θα σε προγγίξει. Και όχι διόλου
μειώνοντας την ευγένεια, που του ήταν έμφυτη, αλλ’ αυξάνοντας απεναντίας το
σαρκασμό. Κρατήθηκε μέσα σε μιαν αδιάλειπτη φτώχεια, με την αξιοπρέπεια
αληθινού πρίγκηπα. Τους επαίνους τους απόστεργε όσο και τις λοιδορίες. Κοκκινοπρόσωπος,
με φωτεινά μάτια και φωνή εξαιρετικά υποβλητική, φορούσε μόνιμα ένα λεπτό χρυσό
αλυσιδάκι στο λαιμό κι ένα χοντρό χρυσό δαχτυλίδι στο δείκτη του δεξιού χεριού,
που ήταν αδύνατον να μην το παρατηρήσεις, είτε όταν σου μιλούσε-οπόταν συνόδευε
την ομιλία του με μεγάλες ιερατικές χειρονομίες-είτε όταν σώπαινε και
ακινητούσε με τεντωμένο δάχτυλο, ίδια καθώς στις φιγούρες που ζωγράφιζε και που
ακολουθούσαν, στα πιο πολλά σημεία τους, τα βυζαντινά πρότυπα. Κανείς δεν
γνώριζε όσο αυτός τη γαλλική ποίηση».
Η αλήθεια είναι ότι ο δυσπρόσιτος χαρακτήρας του
Εγγονόπουλου θα πρέπει να οφειλόταν στον άδικο διασυρμό που υπέστη με αφορμή
την έκδοση το 1938 της πρώτης του ποιητικής συλλογής «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν» που έφερε εμφανή ίχνη επιρροών από το
κίνημα του υπερρεαλισμού. «Μη έχοντας την
κοινωνική κάλυψη που διέθετε ο Εμπειρίκος (και όλες τις αναστολές που τη
συνοδεύουν)», σημειώνει ο κριτικός Αλέξανδρος Αργυρίου, «ο Εγγονόπουλος
έμεινε ανυπεράσπιστος στις επιθέσεις». Ο
ίδιος ο ποιητής έγραψε πως το «το δημιουργηθέν σκάνδαλο κι’ η επακολουθήσασα
εναντίον (του) κατακραυγή» τον «έθιξαν βαθύτατα». «Η βίαιη κακομεταχείρησις σαν υποδοχή μιας γνήσιας προσφοράς είναι, το
λιγότερο, σκληρά άδικη. Περιοδικά, εφημερίδες, le premier chien coiffe venu, παρωδούσαν και αναδημοσίευαν,
κοροϊδευτικά, τα ποιήματά μου. Μια δε εφημερίδα, από τις μεγάλες, δεν θυμούμαι
τώρα πιά, αυθαδέστατα, ποδοπατώντας κάθε ιδέα πνευματικής, τέλος πάντων,
ιδιοκτησίας, αναδημοσίευσε, σε μια ή δύο συνέχειες…. ολόκληρο το βιβλίο».
Η πικρία
του Εγγονόπουλου φαίνεται ότι δεν απαλύνθηκε ούτε από το Κρατικό Βραβείο
Ποίησης που έλαβε δις (το 1958 και το 1979) ούτε από την αναγνώριση που κέρδισε
η ζωγραφική του(εκπροσώπηση της Ελλάδας στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1954,
Χρυσούς Σταυρός του Γεωργίου του Α΄ το 1966, αναδρομική έκθεση στην Εθνική
Πινακοθήκη το 1983) ούτε από την εκλογή του ως καθηγητού στο ΕΜΠ. Μάλιστα, ως
ενός σημείου, ο μύθος που περιέβαλλε τον, «δύσκολο» ως άνθρωπο, ποιητή και ο
απόηχος της κατακραυγής που είχε αντιμετωπίσει, απέσπασαν δυστυχώς την προσοχή
από το έργο του. Το τελευταίο (συγκεντρωμένο πλέον στους δύο τόμους των «Ποιημάτων» που συμπληρώνει η «Κοιλάδα με τους Ροδώνες») διακρίνεται
από τη συνδυαστική γοητεία του υπερρεαλισμού και τον εκλεκτικισμό του
δημιουργού του που, ομολογημένα, αντλεί από το σύνολο της ελληνικής γλώσσας.
Από το 1985, όταν πέθανε ο Εγγονόπουλος, η ποίησή
του δεν έχει πάψει να απασχολεί τους μελετητές (ενδεικτικά μπορεί να αναφερθεί
η μονογραφία της Ρένας Ζάμαρου «Ο
ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος; Επίσκεψη τόπων και προσώπων», που κυκλοφόρησε φέτος
το καλοκαίρι από τις εκδόσεις Καρδαμίτσα), αν και ο όγκος της σχετικής
βιβλιογραφίας υπολείπεται εκείνης που είναι αφιερωμένη σε άλλους ποιητές του
1930. Άς ελπίσουμε ότι η έκδοση των επιστολών του θα αποτελέσει το έναυσμα για περισσότερες κριτικές μελέτες
(«αφού», όπως λέει η κ. Λένα Εγγονοπούλου, «κάθε
γενιά προσεγγίζει με τη σειρά της τους ποιητές»), αλλά, κυρίως για να έλθει
πιο κοντά στα ποιήματά του το ευρύτερο κοινό.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 10/10/1993
--
Οι δύο Εγγονόπουλοι
γράφει ο Ευγένιος
Αρανίτσης
Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 1993,
σ.26/2.
ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ: «…. και σ’ αγαπώ παράφορα»,
γράμματα στη Λένα Εγγονοπούλου, 1959-1967, με 15 έγχρωμους πίνακες. Φιλολογική
επιμέλεια Δημήτρη Δασκαλόπουλου. Ίκαρος. Σελ. 154.
Τι
διηγούνται οι ερωτικές επιστολές των συγγραφέων; Έναν έρωτα, θα έλεγε κανείς.
Στην πραγματικότητα, το κρυφό, το αληθινό θέμα αυτών των κειμένων είναι ο
χωρισμός ΄ δεν είναι η φαντασίωση της συνάντησης που κινητοποιεί το γράψιμο,
όσο η αβεβαιότητα της απόστασης ΄ δεν είναι ο πόθος το ελατήριο της ευφράδειας
που κυριεύει εκείνον ο οποίος περιμένει, αλλά η αγωνία της απομάκρυνσης του
ενός από τον άλλο, την οποία αυτός ο πόθος καθιστά αφόρητη. Ο επιστολογράφος
περιγράφει μια απουσία, μια τραγική εκκρεμότητα των περιστάσεων ΄ κατά βάθος, η
ακλόνητη εμμονή του δεν αφορά το αντικείμενο της αγάπης (όπως, ας πούμε,
κάποιου που ψιθυρίζει ερωτόλογα ενώ κρατά το σώμα του άλλου στην αγκαλιά του),
αλλά τον εαυτό του ως αντικείμενο επιθυμίας που της στερούν την ικανοποίηση. Το
ύφος ενός τέτοιου κειμένου, η συνθήκη που πρέπει να εκπληρώνει είναι η
υπερβολή: γραμμένη στο χαρτί, η αμοιβαία στέρηση που νιώθουν δυο ερωτευμένοι
όταν βρίσκονται μακριά ο ένας από τον άλλο γίνεται μια λογοτεχνία τη μεγέθυνση
έξω από κάθε ρεαλιστικό μέτρο, η μεταξύ τους γεωγραφική απόσταση μοιάζει
ξαφνικά αβυσσαλέα, η στιγμή της επιθυμητής συνάντησης είναι η ηλεκτρισμένη από
το βάσανο μιας επ’ άπειρον αναβολής, η γλώσσα μετατρέπεται σ’ ένα κύμα από
εντάσεις, τα επίθετα περνούν στον υπερθετικό βαθμό και το γράψιμο συμπυκνώνεται
σε μια κατάσταση επίκλησης ή, πιο σωστά, προσευχής.
Κοιτάζοντας το ζήτημα απ’ αυτή την τελευταία άποψη, μπορούμε να δούμε
τώρα το ψυχογραφικό πλεονέκτημα ενός τέτοιου είδους ιδιωτικής γραφής, που τα
αποκαλυπτήριά της γίνονται εκ παραδόσεως, μετά το θάνατο του συγγραφέα (γιατί η
ερωτική επιστολή είναι μια πράξη «παιδική», υπερβολικά φορτωμένη με τα λάφυρα
μιας μορφής παρορμητικής, άρα αντι-λογοτεχνικής) και το οποίο (πλεονέκτημα)
είναι το αναπάντεχο ίχνος μιας ζωής και μιας ύπαρξης ολότελα διαφορετικής από
κείνη που αναδύεται μέσα από το ποιητικό έργο, το τόσο αυστηρά εναρμονισμένο με
τις αρχές της πνευματικής στράτευσης. Ο ερωτικός επιστολογράφος στέκεται
απέναντι στην ίδια υποχρέωση μ’ εκείνη του ποιητή (και οι δυο διαπραγματεύονται
το ανεκπλήρωτο), όμως εάν ο δεύτερος ασκεί μια τέχνη κυνηγώντας ένα βαθύτερο
νόημα, ο πρώτος ασκεί μια πειθώ υποστηρίζοντας ένα συναισθηματικό συμφέρον, και
τούτη η προοπτική (του να γράψει απλοϊκά, να γίνει μελοδραματικός, να
ικετεύσει), που είναι ταυτόχρονα απειλητική και επιθυμητή και τελικά
αναπόφευκτη, καταλήγει σ’ ένα κείμενο αρκετά ασυνήθιστο για τα μέτρα της κρίσης
του αναγνώστη ώστε ν’ αποκαλύψει έναν ολότελα διαφορετικό άνθρωπο. Ως προς αυτή
τη διχασμένη εντύπωση, ο Εγγονόπουλος είναι ο πιο χαρακτηριστικός ερωτικός επιστολογράφος που θα μπορούσε κανείς να
διαβάσει.
Γιατί; Διότι
ο άνθρωπος αυτός, που όσο περνούν τα χρόνια μοιάζει όλο και περισσότερο
ενδιαφέρων, υπήρξε στ’ αλήθεια ο μελωδός μιας παράδοξης μοναξιάς του Λόγου,
κάποιος που το έργο του δεν δέχεται τον αντίκτυπο καμιάς συναισθηματικής
ενάργειας (μετά βίας συνειδητοποιούμε τη νοσταλγία μιας μυθικής Ελλάδας). Ο
κατ’ εξοχήν μονομανής ανάμεσα στους νεότερους ποιητές, ο πιο στεγνός και
ερμητικός, ο πιο απόρθητος απέναντι στις γλυκύτητες του νοήματος, τέλος ο πιο
εξωφρενικός σε υπερρεαλιστικές συλλήψεις που έμοιαζαν μάλλον να πηγάζουν από
την ειρωνική επεξεργασία ενός πηγαίου υλικού παρά απ’ οποιαδήποτε συνειδητή
στάση επικοινωνίας με τον κόσμο, εν ολίγοις αυτός που εγκατέλειψε την ίδια του
την χίμαιρα στο πνευματικό σκάνδαλο και στον τυχαίο καλπασμό της μορφής προς τα
άκρα, μεταμορφώνεται ξαφνικά σε κάποιον που γράφει τα ακόλουθα:
«Μα, φυσικά, η μόνη ευτυχία είναι η ζωή κοντά
Σου. Κοντά στα μαλλάκια σου, στα μάτια σου, στο φως των ματιών σου, στα χείλια
σου, στο σώμα σου, στα γόνατά σου, στα
πόδια σου τα λατρευτά που φιλάω με τα χείλη τα πιο θερμά, τα πιο πικραμένα, τα
πιο ζηλιάρικα, τα πιο ευλαβικά. Σε λατρεύω». Και:
«…
τι ευτυχία, ζω και θα ζήσω μόνο για σένα, κοντά στο φώς σου, στη χάρη σου στην
ομορφιά και στη δικαιοσύνη σου (μ’ αυτό το απρόσμενο ουσιαστικό, τη
«δικαιοσύνη» παρεμβάλλεται ξαφνικά στον οίστρο του ερωτευμένου ο συγγραφέας, κι
αμέσως εξαφανίζεται). Και να μην έχεις τον παραμικρό φόβο πως θα σ’ ενοχλήσω:
το ξέρεις πως είμουνα και θα είμαι ευτυχής και μόνο με τα ίχνη των βημάτων σου.
Σε λατρεύω τόσο, λατρεία μου, αγνό, φωτεινό μου κορίτσι…».
Ένα
τέτοιο ξέσπασμα συγκίνησης δεν είναι άραγε αρκετό για ν’ αναπροσαρμόσει ο
αναγνώστης τις εντυπώσεις του; (Υπάρχει κάτι το λογοτεχνικά διεγερτικό σ’ αυτήν
την αναπροσαρμογή, υπάρχει μια νύξη ηδονής στη διάψευση των όσων πιστεύαμε).
Γενικά μιλώντας, κάθε αναγνώστης είναι ταυτόχρονα ένας μη συνειδητός βιογράφος
των συγγραφέων που διαβάζει, και όλοι διατηρούμε για τον Εγγονόπουλο την
εικόνα ενός απομονωμένου ανθρώπου αρκετά
απρόθυμου να πλησιάσει τους άλλους και αρκετά μεθοδικά ώστε να διοχετεύει τον
ποιητικό και τον εικαστικό παραλογισμό του σε μια ασυνήθιστη αλλά τόσο δημοφιλή
αισθητική τάξη. Τώρα διαβάζει κανείς το κείμενο ενός άλλου ανθρώπου, παράφορα
ερωτευμένου, ανοιχτού στον πιο αυθόρμητο λυρισμό και ζωντανού όσο κι ένας
έφηβος. Αυτό που δικαιολογεί επομένως την έκδοση ενός τέτοιου βιβλίου (που δεν
έχει καμιά ιδιαίτερη λογοτεχνική ή ιστορική αξία) είναι η παροχή της
δυνατότητας να το διαβάσουμε και εν συνεχεία να ξαναδιαβάσουμε τα ποιήματα μ’
εκείνη τη ματιά που ανιχνεύει το αληθινό, το βιολογικό σώμα, πίσω από τις
λέξεις. Δεν είναι πολύ αλλά δεν είναι και λίγο.
Κατά τα
άλλα, έρχεται στο νου του καθενός το αιώνιο ερώτημα: Θα συμφωνούσε ο
Εγγονόπουλος στο να εκδοθούν αυτές οι επιστολές; Εδώ το πράγμα χρειάζεται
συζήτηση.
ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΑΡΑΝΙΤΣΗΣ, εφημερίδα Ελευθεροτυπία Τετάρτη
22/12/1993, σ.26
--
«…. Και σ’ αγαπώ παράφορα»
43 επιστολές του ζωγράφου στη γυναίκα του, λάδια και
υδατογραφίες με ερωτικά ζευγάρια έρχονται στο φως μέσα από ένα βιβλίο
Του Βασίλη Κ.
Καλαμαρά,
εφημερίδα ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ 31 Οκτωβρίου 1993, σ. Ι
Όσοι
γνώρισαν το Νίκο Εγγονόπουλο από κοντά δεν μπορούν να ξεχάσουν τη συμπεριφορά
του: την ελευθεροφροσύνη του χαρακτήρα του και την ντομπροσύνη του. Αυτό ήταν το δημόσιο πρόσωπο του ενός από
τους Διόσκουρους του ελληνικού υπερρεαλισμού. Ο άλλος ήταν ο Ανδρέας Εμπειρίκος.
Πώς να
μιλήσεις με λίγες λέξεις για ένα πολύπλευρο έργο, για το οποίο έχουν γραφτεί
τόσα πολλά και απομένουν να γραφτούν ακόμη περισσότερα; Γιατί με το ζωγράφο και
ποιητή Εγγονόπουλο δεν φθάνουν λίγες αράδες. Εκεί που λες ότι τον έχω πιάσει,
τον έχω κάνει δικό μου, την άλλη στιγμή σου ξεφεύγει. Να που όμως τώρα μας
δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσουμε τις προσωπικές στιγμές του. Προσοχή! Μην
εμπλακούμε σε σκανδαλοθηρικές ματιές. Αν δούμε έτσι την αλληλογραφία προς τη
γυναίκα του Λένα, θα έχουμε αφαιρέσει το κυριότερο χάρισμά της. Τον
αυθορμητισμό. Ο αυθορμητισμός δεν σηκώνει ματιές από την κλειδαρότρυπα, γιατί
χάνεται η ουσία του και μετατρέπεται σε περιγραφική «πορνογραφία» του
επαρχιωτισμού μας.
Παντιέρες
ανεμίστε! Ο Νικόλαος Εγγονόπουλος έρχεται με τη αλληλογραφία «…. και σ’ αγαπώ
παράφορα…. 1959-1967» (Ίκαρος»), τίτλος δανεισμένος από το πεζόμορφο ποίημά του
«Περί ύψους», όπου με αλληγορικό τρόπο ο ζωγράφος της υπομονής αναφέρεται στη
σχέση του με τη Λένα Εγγονοπούλου. Σαράντα τρεις επιστολές σταλμένες από τον
ποιητή-ζωγράφο από το 1959 ως το 1967. Λάδια και υδατογραφίες με ερωτικά
ζευγάρια θα τις συνοδεύουν και θα είναι η πρώτη φορά που βγαίνουν εκτός του
οίκου της οικογένειας.
Οι είκοσι
πρώτες γράφονται το καλοκαίρι του 1959, πριν από το γάμο τους, και οι
υπόλοιπες, σε ένα διάστημα δέκα περίπου ετών, με πολλές διακοπές. Αν
συντάσσονται εν μέσω θέρους είναι γιατί ο βιοπορισμός καλεί τον Εγγονόπουλο να
εργάζεται είτε στην Αθήνα είτε στη Θεσσαλονίκη. Σκηνογραφεί ασταμάτητα, κυρίως
για το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, και συνεργάζεται με το Σωκράτη
Καραντινό.
Έχουν
ενδιαφέρον αυτές οι επιστολές, οι οποίες είναι μόνο από τη μια πλευρά; Ο λόγος
στον επιμελητή Δημήτρη Δασκαλόπουλο: «Το ενδιαφέρον για τον υποψιασμένο ή
ανυποψίαστο αναγνώστη δεν είναι πνευματικό ή ποιητικό. Είναι ψυχογραφικό.
Δείχνουν ένα ερωτικό πάθος. Οι επιστολές δεν έχουν διαφορά ύψους, αλλά τόνου.
Προς τις τελευταίες, ο τόνος πέφτει, αλλά ο άνθρωπος είναι ο ίδιος».
Ο
Εγγονόπουλος μιλάει ελάχιστα για ποίηση. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι η
ζωγραφική. Συνηθίζει, όταν αναφέρεται στον εαυτό του, να χαρακτηρίζει τη ζωή
του ανάπηρη, σακάτικη, και να σχολιάζει συνέχεια ότι ο κόσμος δεν καταλαβαίνει
από τέχνη. Αντιμετωπίζει πολύ σοβαρά και υπεύθυνα την τέχνη, είτε τη δική του ή
των άλλων. Αισθάνεται μια διάσταση με τον κόσμο: «Δεν συμβιβάστηκε ποτέ-είχε
εμπιστοσύνη στον εαυτό του-και δεν είχε άνεση οικονομική, για ν’ αγοράσει ακόμη
και χρώματα. Δεν είχε από την αρχή την αναγνώριση. Είχε δύσκολα χρόνια. Μετά τη
μεταπολίτευση ήρθε η αποδοχή», λέει ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος.
Ευτυχώς ο
ποιητής των εικόνων και ο ζωγράφος του λόγου σώθηκε στους δύσκολους καιρούς,
επιβίωσε, κρατήθηκε με το κεφάλι ψηλά: Μπολιβάρ!, αναφωνούσε μέσα στην Κατοχή.
Και χάθηκε μέσα στις «Κοιλάδες με τους ροδώνες», αργότερα όταν ύψωσε ένα ρόδο
ενάντια στο θάνατο, ενάντια στη θλίψη της ιστορίας και η φωνή του δεν σώθηκε
ακόμη.
ΒΑΣΙΛΗΣ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ, εφημερίδα ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ
31/10/1993, σ. Ι.
--
JUST
IN
LOVE
ΛΕΝΑ ΚΑΙ ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ
…. ΚΑΙ Σ’ ΑΓΑΠΩ ΠΑΡΑΦΟΡΑ
Του Δημήτρη
Χουλιαράκη,
Περιοδικό Elle νούμερο 65/Φλεβάρης
1994, σ.96-
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΟΥΣ, ΓΟΝΙΜΟΣ ΚΑΙ ΠΛΗΘΩΡΙΚΟΣ, ΤΟΥΣ
ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕ ΚΟΣΜΟΥΣ ΜΑΓΙΚΟΥΣ ΣΤΑ ΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ, ΤΟΣΟ
ΑΠΟΛΥΤΟΣ, ΤΟΣΟ ΕΝΤΟΝΟΣ, ΤΟΣΟ ΒΑΘΥΣ, ΠΟΥ ΤΙΠΟΤΕ ΞΕΝΟ ΔΕ ΧΩΡΟΥΣΕ ΑΝΑΜΕΣΑ ΤΟΥΣ,
ΕΤΣΙ ΜΑΣ ΦΑΝΕΡΩΝΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΛΕΝΑ, ΠΟΥ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΚΑΡΟΣ.
Άνοιξη
του 1956. Ο ήλιος λούζει την Αθήνα χαρίζοντας στην ατμόσφαιρα μιαν αισθησιακή
διαύγεια. Σε κάποιον σκιερό διάδρομο του Πολυτεχνείου, ένας ώριμος άνδρας
πλησιάζει μια κοπέλα και της ακουμπά απαλά το χέρι. «Δεσποινίς Τσιόκου, σας έχω
γράψει ένα ποίημα», λέει. Το όνομά του Νίκος Εγγονόπουλος, δόκιμος πλέον
ποιητής και καταξιωμένος σουρεαλιστής ζωγράφος, που έχει κατορθώσει, μαζί με
τον ομοϊδεάτη του Ανδρέα Εμπειρίκο, να μυήσουν την πρωτεύουσα στον
υπερρεαλισμό, πληρώνοντας ωστόσο γι’ αυτό ένα όχι ευκαταφρόνητο προσωπικό
τίμημα. Εκείνη είναι η Ελένη Τσιόκου, κόρη χημικού και πολιτευτή της Πρέβεζας.
Τον γνωρίζει κιόλας από το Μετσόβιο, όπου ο Εγγονόπουλος διδάσκει Ιστορία της Τέχνης στους αρχιτέκτονες, ενώ η
ίδια, νέα μαχητική και ευσυνείδητη μαθηματικός, κατέχει μια θέση επιμελήτριας
στην έδρα του Ν. Κριτικού. Διαβάζω το «Περί ύψους», θυμάται. Δεν καταλαβαίνω
πολλά, εκτός από το ότι, στο φινάλε, γίνεται λόγος για παράφορη αγάπη. Εκείνη
τη χρονιά παίρνω υποτροφία για μεταπτυχιακές σπουδές και πηγαίνω για ένα χρόνο
στο Πανεπιστήμιο Columbia
της Νέας Υόρκης. Όταν επιστρέφω ο Εγγονόπουλος έχει δημοσιεύσει αυτό το ποίημα
στη συλλογή του «Εν Ανθηρώ Έλληνι Λόγω».
«Μάζευε
τα λεφτά των προσκυνηταρίων μας και σκόρπαε, με τ’ άγια λευκά σου χέρια, το
καλό παντού. Όμως κράτα ένα μέρος, να συγκεντρώσουμε, κι εμείς, λίγο-λίγο ένα
ποσό, για ν’ ανεγείρουμε μιαν εκκλησία αφιερωμένη στην Βασίλισσα που είχε τ’
όνομά σου. Εκεί μέσα, σ’ αυτήν την εκκλησία θε να σε παντρευτώ. Γιατί είσαι
ωραία, έχεις την πιο ευγενική κι υπερήφανη ψυχή, και σ’ αγαπώ παράφορα».
«ΕΙΣΑΙ
ΤΟ ΜΟΝΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ!»
Η Λένα
γυρίζει από την Αμερική και αρχίζει να κάνει παρέα μ’ ένα ζευγάρι αρχιτεκτόνων,
τη Μαίρη και τον Θαλή Αργυρόπουλο. Βλέπονταν πολύ συχνά στο σπίτι τους, όπου
έρχονταν ακόμη ο καθηγητής Πολεοδομίας Αντώνης Κριεζής και η αρχιτέκτων Σούλα
Τζάκου. Και βέβαια ο Νίκος Εγγονόπουλος, που είναι η «ψυχή» της παρέας. Κάτω
απ’ αυτές τις συνθήκες-θυμάται η Εγγονοπούλου-ο Νίκος μου εκδηλώνει τον έρωτά
του και μου ζητά αμέσως να παντρευτούμε, ενώ δηλώνει και στην παρέα: «Εγώ θέλω να πάρω ένα κορίτσι, να απομονωθώ
και να μην ξαναμιλήσω σε κανέναν!». Ήταν πάντα έτσι, απόλυτος. Οι φίλοι
μας, όπως κι εγώ φυσικά, μέναμε άναυδοι όταν τον ακούγαμε. Δε το πιστεύαμε ενώ
ήταν αλήθεια. Αρχίζουμε να βγαίνουμε μόνοι. Ο Εγγονόπουλος, εκείνη την εποχή,
ήταν οικονομικά ο πιο στερημένος άνθρωπος που γνώριζα. Κι όμως, μου ‘στελνε δύο
φορές την ημέρα λουλούδια: πρωί και απόγευμα. Όπως έμαθα εκ των υστέρων είχε
πουλήσει ένα-δύο έργα του για να έχει κάποια άνεση. Έτσι μπορούσε τα βράδια και
με πήγαινε στα «Παπάκια» και στου «Ζαφείρη».
Το
καλοκαίρι φτάνει πια ο καιρός των αποφάσεων και η Λένα, ζαλισμένη και μαγεμένη
από την προσωπικότητα του ποιητή, φεύγει στην Ιταλία και την Ισπανία για να
σκεφτεί ώριμα τι θα κάνει. Αλληλογραφούν πυκνά κι εκείνος το μόνο που της
ζητάει είναι να τον θυμάται. Λενούλα, λατρεία μου, της γράφει στις 11
Σεπτεμβρίου 1959. Σ’ αγαπώ τόσο πολύ, αγάπη μου. Με τι βαθιά χαρά, με πόση
συγκίνηση πήρα σήμερα το γράμμα σου με το εσώκλειστο μικρό δωράκι της Casa Del Greco.
Πώς να σ’ ευχαριστήσω για την τόση σου καλοσύνη να με θυμάσαι; Σε
λατρεύω μ’ όλη μου την ψυχή και σ’ ευγνωμονώ. Είσαι η Ευτυχία μου η ανέλπιστη,
η μόνη Ζωή που είχα, το πιο υπέροχό μου Ταξίδι, ο Ουρανός, το Φως μου. Σ’ αγαπώ
παράφορα, Λένα, και κάθε μέρα που περνά σ’ αγαπώ και πιο πολύ, και πιο φλογερά,
και πιο οδυνηρά.
«ΦΙΛΩ
ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΣΟΥ ΓΟΝΑΤΑ…»
Το πάθος του τον κατακαίει. Όλο του το είναι
πάλλεται για κείνην. Στο ξαναλέω, όλη μου η ζωή, κι ό,τι έκαμα στην περιοχή της
τέχνης, έδειχναν την πορεία μου προς ΕΣΕΝΑ, τον πόθο μου, την ανυπομονησία μου,
τις ελπίδες , τις απελπισίες μου, τη λύσσα μου. Κάθε ποίημα,
ό,τι ζωγράφισα, είτανε για σένα. Γι’ αυτά και μόνο άξιζε η ζωή μου. Και
τώρα, τι ευτυχία, ζω και θα ζήσω μόνο για σένα, κοντά στο φως σου, στη χάρη
σου, στην ομορφιά και στη δικαιοσύνη σου. Και να μην έχεις τον παραμικρό φόβο
πως θα σ’ ενοχλήσω. Το ξέρεις πως είμουνα και θα είμαι ευτυχής και με τα ίχνη
μόνο των βημάτων σου, της γράφει. Και αλλού: Μα φυσικά, η μόνη ευτυχία είναι η
ζωή κοντά Σου. Κοντά στα μαλλάκια σου, στα μάτια σου, στο φως των ματιών σου,
στα χείλια σου, στο σώμα σου, στα γόνατά σου, στα πόδια σου τα λατρευτά που φιλάω
με τα χείλη τα πιο θερμά, τα πιο πικραμένα, τα πιο ζηλιάρικα, τα πιο ευλαβικά.
Η Λένα επιστρέφει έτοιμη για όλα. Λέει το «ναι» και
περνάνε βέρες. Για την ώρα κανείς άλλος δεν το ξέρει. Μα το Νοέμβριο του 1959,
όταν εμφανίζονται σα ζευγάρι σε μια δεξίωση στο Πολυτεχνείο, οι πιο πολλοί
σοκάρονται και αντιδρούν. Δεν μπορούν να φανταστούν πως μια «ευυπόληπτη» αστή
σαν την Ελένη Τσιόκου μπορεί να πάρει κάποιον που λίγα χρόνια πριν η Βραδυνή
δημοσίευε τα πρωτοποριακά του ποιήματα σε συνέχειες «προς τέρψιν των αναγνωστών
της», συνοδεύοντάς τα με χλευαστικά και κακεντρεχή σχόλια του τύπου
«Εγγονόπουλε», πάψε να βασανίζεσαι και να μας βασανίζεις!», κάποιον που
προκαλεί την τρέχουσα ηθική με το να επιμένει να ανήκει στην παράδοξη ομάδα των
σουρεαλιστών. Παρ’ όλα τα ευτελή και συχνά χυδαία σχόλια του-άλλωστε πάντα
συντηρητικού, ηλίθιου, ανεπίδεκτου και μοχθηρού-περίγυρου, ο γάμος τους έγινε
το Μάρτιο του 1960 στον Αϊ-Δημήτρη τον Λουμπαδιάρη σε στενό οικογενειακό κύκλο
και το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στο σπίτι της οδού Αναγνωστοπούλου. Προηγήθηκαν
τέσσερεις μέρες «του μέλιτος» στη Χαλκίδα και το καλοκαίρι ταξίδεψαν στη
Βενετία, το Μόναχο και τη Βιέννη.
«ΠΟΤΕ
ΑΡΚΕΤΑ!»
Δεν είχαν «κοινωνική» ζωή. Ήταν ολότελα
απορροφημένοι ο ένας απ’ τον άλλον. Και βίωναν τον έρωτά τους συνεχώς. Απόλυτον
και βαθύ. Ετοιμαζόμασταν κάποτε να βγούμε, θυμάται η Λένα. Μπαίνει στο μπάνιο
για να δει τη γραβάτα του στον καθρέφτη κι εγώ κατευθύνομαι προς το μπαλκόνι.
Μου κάνει τότε μια τρομαχτική σκηνή ζηλοτυπίας. Τα χάνω . Μου φωνάζει ότι τον
άφησα. Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω. Αργότερα αντιλήφθηκα ότι πειράχτηκε
επειδή αποσπάστηκε για ορισμένα δευτερόλεπτα η προσοχή μου απ’ αυτόν. Όλα εν
εξάρσει στον Εγγονόπουλο: ποιήματα, ζωγραφική, ζωή. Καθημερινά μου φανέρωνε
κόσμους εκπληκτικούς, καινούργιες πνευματικές εμπειρίες. Και ζούσαμε, ζούσαμε
έντονα, συνέχεια μαζί, σε όλα τα επίπεδα. Είχαμε παραδοθεί ολοκληρωτικά ο ένας
στον άλλον. Χωρίς τους φόβους των μετρίων ανθρώπων. Την ευτυχία τους θα την
ολοκληρώσει ένα χρόνο αργότερα, η γέννηση της κόρης τους, Ερριέττης. Κι έτσι θα
ζήσουν μέχρι το θάνατο του ποιητή, στις 31 Οκτωβρίου 1985 από ανακοπή καρδιάς.
Κάθε μέρα-θυμάται η Λένα-τον θαύμαζα όλο και πιο πολύ και με γοήτευε και με
συγκινούσε πιο έντονα. Όταν δε του το εξέφραζε εκείνος απαντούσε. «Ποτέ αρκετά!».
Τραβήχτηκα μόνος, για να βρεθώ πολύ κοντά σου, πολύ μακριά σου, και σκεφτόμουνα
πως εσύ είσαι η ίο όμορφή μου θάλασσα, η πιο όμορφή μου ακτή, το πιο όμορφό μου
καλοκαίρι, η μόνη μου θάλασσα, η μόνη μου ακτή, το μόνο μου καλοκαίρι. Ζηλεύω
τα πέδιλα του Κάπρι, που κρατούν τα πιο ωραία, τα πιο γλυκά πόδια του κόσμου.
Λένα, Λένα…
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ, περιοδικό Elle νούμερο 65/Φλεβάρης 1994, σ.96-
--
Χηροποίητα
κι’ αχυροποίητα
Νίκος Εγγονόπουλος, «…. και σ’ αγαπώ παράφορα».
Γράμματα στη Λένα, 1959-1967. Φιλολογική επιμέλεια: Δημήτρης Δασκαλόπουλος. Με
δεκαπέντε έγχρωμους πίνακες. Ίκαρος 1993, σελ. 157.
Του Γιώργου
Π. Σαββίδη,
εφημερίδα «Τα Νέα» 11 Ιανουαρίου 1994.
Σε
πρακτικό εγχειρίδιο για φιλολόγους, που φιλοδοξούσα να συντάξω, βασικό κεφάλαιο
θα αφορούσε τις χήρες των συγγραφέων, ασχέτως αν ήσαν γυναίκες ή άντρες,
σύζυγοι, γκόμενες-οι, αδέλφια, τέκνα ή βαφτιστήρια. Χρειάστηκε-ήταν η δουλειά
μου-να κάμω κάμποσες τέτοιες γνωριμίες, και συχνά διαπίστωσα την εγωκεντρική
τους κρυψίνοια είτε και την ανίδεη αρπακτικότητά τους. Σπεύδω να κατονομάσω δύο
απόλυτες εξαιρέσεις: την χήρα του κληρονόμου του Καβάφη, Κυβέλη Αλ. Σεγκοπούλου
και την Αντιγόνη Χατζηανδρέου- Τσίρκα.
Στις
εξαιρέσεις ως τώρα πως ανήκε η καθ. Λένα Τσιώκου-Εγγονόπουλου. Αναμφισβήτητα η
οικογενειακή ευτυχία που ο ζωγράφος-ποιητής εγνώρισε στα τελευταία 15 χρόνια
της ζωής του, καθώς και κατά το πλείστον η συλλογή «Στην Κοιλάδα με τους
Ροδώνες» (1978). Και στην ίδια χρωστάμε το πολύτιμο βιογραφικό απομνημόνευμα
«Ποτέ αρκετά!» (1988). Γι’ αυτό με παραξενεύει η εκ πρώτης όψεως ματαιόδοξη
απόφασή της να εκδώσει σε παρδαλό τόμο 23 ερωτικές επιστολές του Ν. Ε., της
προγαμιαίας περιόδου 1959, και άλλες 20, πιο γλυκόξινες, των ετών 1962-67. Όλες
με αποκλειστικά ιδιωτικό προορισμό, σε βαθμό που διαβάζοντάς τε να νιώθω σαν
αδιάκριτος, βαριεστημένος ωτακουστής. Η έκδοση έγινε με την επαγγελματικά φιλολογική επιμέλεια του
Δημήτρη Δασκαλόπουλου.
Θεωρώ πως δεν πρέπει να χρεωθεί σε αυτόν η επιλογή
των 15 εγχρώμων πινάκων, από τους οποίους μόνον οι 6 ανήκουν στα χρόνια
1960-82, χωρίς να περιλαμβάνουν κανένα δείγμα (μακέτα) της σκηνογραφικής
εργασίας του Ν. Ε. εκείνης της εποχής-και ας γίνεται συχνή αναφορά σε αυτόν τον
μόχθο (βλ. σ.σ. 119, 123-4,
127,131,136).
Η
μεταθανάτια έκδοση ερωτικών επιστολών διασήμων ποιητών μας δεν είναι καινούργιο
φρούτο. Εν αρχή ην ο γραφομανής και ερωτόληπτος Παλαμάς. Αρχίζοντας δειλά από
το 1949 (Θάλειας Κεσίσογλου-Αγγελίδου, «Κάποια μιλήματα του Παλαμά στην ψυχή
μου», προχωρώντας κρίσιμα στα 255 «Γράμματα στη Ραχήλ [= Ελενίτσα Κορτζά]»
(1960), περνάμε σε μια προσωρινή επιλογή επιστολών προς τη Λιλή Ιακωβίδου («Η
Έξοδος», 1964), και με τις ευλογίες πλέον του ιδρύματος Παλαμά απογειωνόμαστε
με τα 113 «Γράμματα στη Λιλή Ζηρίνη» (1986), τα 109 «Γράμματα στη Στέλλα
Διαλέτη» (1991)-και έχει ο Θεός…
Σημειωτέον ότι τούτες οι αλληλογραφίες, που κλιμακώνονται χρονολογικά
από το 1920 ως το 1938, αφεύκτως επικαλύπτονται συναμεταξύ τους. Πώς έβγαζε
άκρη ο μακαρίτης, η ψυχούλα του το ξέρει, άσε πια η κυρία Παλαμά.
Όσο
μπορώ να προβλέψω, το αλληλοσυνέρισμα των χηρών και η μπανιστηρική διάθεση των
αναγνωστών ανοίγει στάδιο δόξης λαμπρόν για φιλολόγους και εκδότες. Και
θυμούμαι μια προφητική γελοιογραφία του Κώστα Μητρόπουλου («Ο Ταχυδρόμος»,
18-3-61), που έδειχνε ένα συνεσταλμένο γεροντάκι να λέει στον επιμελητή των
«Γραμμάτων στη Ραχήλ»: «Μήπως σας ενδιαφέρουν κάτι γράμματα του Καβάφη;»…
ΓΙΩΡΓΟΣ Π. ΣΑΒΒΙΔΗΣ, εφημερίδα «Τα Νέα» 11/1/1994
--
Σημειώσεις:
Το βιβλίο του ζωγράφου και ποιητή Νίκου
Εγγονόπουλου, «…. Και σ’ αγαπάω παράφορα»
ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΛΕΝΑ, 1959- 1967, του πιο αυθεντικού υπερρεαλιστή μέσα στο πλήθος
των ελλήνων ποιητών, των ακολουθούντων το σουρεαλιστικό όραμα τον προηγούμενο
αιώνα, των ελλήνων ανθρώπων της τέχνης που μεταλαμπάδευσαν στην χώρα μας το
επαναστατικό για την εποχή του κίνημα, ένα πνευματικό και κοινωνικό κίνημα που
φιλοδόξησε να ξεπεράσει κάθε ανθρώπινο όριο και κοινωνική αντοχή, εκδόθηκε το
1993 από τις εκδόσεις «ΙΚΑΡΟΣ». Την
φιλολογική επιμέλεια είχε ο συγγραφέας και βιβλιογράφος Δημήτρης Δασκαλόπουλος.
Η έκδοση συμπληρωνόταν με δεκαπέντε έγχρωμους πίνακες του ζωγράφου ποιητή, η δε
προμετωπίδα ήταν και πάλι του εικαστικού και ποιητή από το έργο του «Αρραβών»,
που φιλοτέχνησε το 1959. (Αυγοτέμπορα σε ξύλο, 25Χ30 εκ.). Η καλαίσθητη αυτή έκδοση περιλαμβάνει τον
ΠΡΟΛΟΓΟ του επιμελητή Δημήτρη Δασκαλόπουλου, Πίνακες Επιστολών, Οι Επιστολές,
Κατάλογος Έγχρωμων Πινάκων, και Ευρετήριο Κυρίων Ονομάτων. Οι σελίδες του είναι
158 και εκδόθηκε σε 2000 αντίτυπα το Νοέμβρη του 1993 όπως αναγράφεται στον
κολοφώνα του. Την δε τυπογραφική επιμέλεια είχε η Κωστούλα Σκλαβενίτη, το δε
εξώφυλλο ήταν της Ξανθίππης Μίχα Μπανιά.
Έχω
γράψει και άλλοτε τις απόψεις μου για τις προσωπικές επιστολές των συγγραφέων
προς τις συζύγους τους. Θεωρώ ότι, σε καιρούς της κλειδαρότρυπας και των
σκανδάλων είναι καλό μερικά πράγματα, ορισμένες ιδιωτικές και προσωπικές
συζητήσεις, να παραμένουν στον ιδιωτικό χώρο. Δεν χρειάζεται να τις
κοινοποιούν οι συγγραφείς στον δημόσιο. Γιαυτό και αρνιόμουν να αποκαλύψω
γράμματα άλλων που αφορούσαν πολύ προσωπικές τους στιγμές, όχι κατ’ ανάγκη
ερωτικές ή σεξουαλικές. Τα μυστικά είναι μυστικά δεν είναι έργα τέχνης ούτε
συμβάλλουν στον καλύτερο φωτισμό της προσωπικότητας ενός συγγραφέα ή ενός
καλλιτέχνη. Άλλο η πολιτική στάση ή η ιδεολογία του δημιουργού και άλλο οι
ιδιαίτερές του σχέσεις με την ή τον σύντροφό του, τον σύζυγό του ή την γυναίκα
του, τον εραστή ή την ερωμένη του κλπ. Αλλά αυτή είναι μια προσωπική άποψη που
κρατώ εδώ και χρόνια. Ας χαθούν και μερικά συγγραφικά ή καλλιτεχνικά τεκμήρια συγγραφέων
και καλλιτεχνών, δεν τρέχει και τίποτε. Το έργο τους το ίδιο, αν είναι να
μείνει στον χρόνο, θα μείνει. Αν κερδίσει τις καρδιές και τις συνειδήσεις των
αναγνωστών, έχει καλώς. Δεν χρειάζονται επικουρικές πληροφορίες της
κλειδαρότρυπας και της κρεβατοκάμαρας. Εξάλλου, η παλαιά εγκυκλοπαίδεια της
λογοτεχνίας του Χάρη Πάτση, αναφέρει τα ονόματα χιλιάδων ελλήνων και ελληνίδων συγγραφέων, κάπου 5 με 6
χιλιάδες, πόσοι και πόσες από αυτούς μνημονεύονται σήμερα και διαβάζονται; Γιαυτό σημειώνω, άλλο να διαβάζεις τις
επιστολές του ζωγράφου Βαν Γκονγκ στον αδερφό του, που είναι συγκλονιστικές σε
προσωπικό επίπεδο, αναγνωρίζεις το ψυχικό δράμα ενός ανθρώπου πρωτίστως και
έπειτα του ζωγράφου, και άλλο τα Γράμματα του ποιητή Κωστή Παλαμά σε διάφορες γυναικείες
υπάρξεις, στα γεράματά του. Είναι τέτοιο το εύρος της ποιητικής μεγαλοσύνης του
Κωστή Παλαμά, και οι διδαχές του δοκιμιακού του λόγου, που δεν χάνει ο
αναγνώστης και πολλά αν δεν διαβάσει τι έγραφε στη Ραχήλ. Άλλο να διαβάσεις τα
γράμματα του Ζαν Πωλ Σάρτρ στην σύντροφό του Σιμόν ντε Μποβουάρ και άλλο αυτά
του Πωλ Ελυάρ. Οι επιστολές του Όσκαρ Ουάϊλντ στον αγαπημένο του Μπόζι, δεν μας
φανερώνουν την ομοφυλόφιλη σχέση τους μόνο-αυτό είναι το πρώτο επίπεδο, αλλά την
ψυχοσύνθεση ενός μεγάλου συγγραφέα και στο πως αφέθηκε στα πάθη του και
καταστράφηκε. Οι επιστολές του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, έχουν ιδιαίτερο
ενδιαφέρον γιατί έχουμε να κάνουμε με έναν συγγραφέα που έζησε τόσο ασκητικά,
που ακόμα και σήμερα εκπλήσσεσαι. Οι επιστολές του εθνικού μας ποιητή
Διονυσίου Σολωμού μας φανερώνουν το δράμα μιας οικογένειας, ενός νέου, παρά τα
αδιέξοδα ενός ποιητή. Για να μείνω σε ενδεικτικά παραδείγματα επιστολογραφίας.
Για να μην αναφερθούμε και στον μεγάλο αλεξανδρινό με τα πολλά προσωπεία και
τις ερωτικές του επιλογές. Άλλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ερωτικές νεανικές
επιστολές του Γέρου της Δημοκρατίας προς την πρώτη του γυναίκα, (την Σοφία
Μινέϊκο) που βλέπουμε την εξέλιξη της προσωπικότητας ενός σημαντικού έλληνα
πολιτικού του προηγούμενου αιώνα, και άλλο,οι πολλές επιστολές του νομπελίστα μας
ποιητή Γιώργου Σεφέρη. Πολλές επιστολές
επίσης, που συνήθιζαν να στέλνουν διάφοροι μέσα στην ιστορία μοναχοί (κατόπιν
άγιοι) σε πιστούς, είναι τόσο ανιαρές και αδιάφορες, σε σχέση με το ηρωικό και μεγάλο
θυσιαστικό τους έργο και μαρτύριο για την πίστη τους και την ορθοδοξία. Αλλά
και πολλές επιστολές που μας κληροδότησαν κομμουνιστές αγωνιστές, σήμερα πια,
δεν παρουσιάζουν το ίδιο θερμό ενδιαφέρον όπως στην εποχή της δημοσίευσής τους. Για να επανέλθουμε, όμως, το παράδειγμα του ποιητή Άγγελου Σικελιανού, μας
δηλώνει μάλλον το δίκιο της θέσεώς μου. Τα γράμματά του στην Άννα Σικελιανού
που εκδόθηκαν πριν χρόνια, διακρίνονται για το πομπώδες ύφος του ποιητή, τη βροντώδη
φωνή του, την μεγαλοστομία του, τον περίτεχνο μάλλον αυτοθαυμασμό του, έναν
«κούφιο» αγαπητικό λόγο, που είναι σαν ο ποιητής να απευθύνεται στον εαυτό του
και μόνον σε αυτόν και η ηχώ των λεγομένων του να περιλαμβάνει και την
αγαπημένη του γυναίκα. Αν δεν παρερμηνεύω, τον ερωτικό επιστολικό του λόγο. Σε
αυτό το πλαίσιο, θα μπορούσαμε μάλλον, να εντάξουμε τα γράμματα του εικαστικού
και ζωγράφου Νίκου Εγγονόπουλου, ενός μεσήλικα άντρα, που ερωτεύεται μια
νεότερή του. Ο λόγος του είναι κάπως ανασφαλής και περίκλειστος, για να μην
εκφράσω άλλη βαρύτερη λέξη, για έναν ποιητή και ζωγράφο από τους πλέον
σταθερούς και αγαπημένους μου. Ο ζωγράφος κάνει σαν να έβλεπε γυναίκα για πρώτη
φορά, ενώ είχε βγει από πρώτο γάμο. Η ερωτολογία του πλεονάζει, αναιρώντας σε
σημεία της το ίδιο το ερωτικό πάθος. Την αλήθεια της έκφρασης των συναισθημάτων
του. Ορισμένες λέξεις του που τις
επαναλαμβάνει, χαριεντίζονται με σεμνότητα, σε άλλες διακρίνουμε έναν θα
αποκαλούσαμε «φετιχισμό», σε άλλες μια τάση αυτοεκμηδένισης και φοβερής
ανασφάλειας. Οι επιστολές αυτές αξίζουν την προσοχή μας, για την γλώσσα που
χρησιμοποιεί, αυτήν την ελληνική Εγγονοπούλεια γλώσσα την εμπλουτισμένη κυρίως με γαλλικές φράσεις,
λέξεις, προτάσεις αλλά και ισπανικές και από άλλες γλώσσες, ξένες λέξεις που
δένουν θαυμάσια με το γλωσσικό ιδίωμα που χρησιμοποιεί και δίνουν την αλήθεια
των σκέψεών του. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πληροφορίες για ξένους συγγραφείς,
για έλληνες καλλιτέχνες, για συνεργάτες που συνεργάστηκε μαζί τους εκείνη την
περίοδο, με δυό λόγια, εκείνες τις στιγμές που αναπλάθει την ατμόσφαιρα μιας
εποχής της δεκαετίας του 1960. Αλλά, και οι ίντριγκες που γίνονταν στο χώρο των
πνευματικών ανθρώπων ή ανθρώπων του κατεστημένου, βλέπε Πολυτεχνείο. Που του
στάθηκαν εμπόδιο στην επαγγελματική του ανέλιξη. Πολλές φορές ο λόγος του είναι
πατρικός, κάπως προστατευτικός, ή και ζηλιάρικος (λογικό εξαιτίας της διαφοράς
ηλικίας). Τα ερωτικά του λόγια από ένα σημείο και έπειτα, είναι μάλλον ανιαρά, επαναλαμβανόμενα. Και ίσως λέγονται για να λέγονται, ίσως για να καλύψουν τις
ανασφάλειες του ίδιου του ζωγράφου. Ίσως.
Ο ποιητικός
του λόγος και η ζωγραφική του Νίκου Εγγονόπουλου είναι που οφείλουμε να
θαυμάσουμε και να εξακολουθούμε να διαβάζουμε ακόμα και στις μέρες μας, που
επικρατεί μια ισοπέδωση των πάντων. Οι ποιητικές και εικαστικές του
δημιουργίες, είναι αθάνατα επιτεύγματα της ελληνικής γραμματείας και της
ιστορίας της τέχνης.
Toute ma force
vibrante de poete je te la donne!
Δημοσιεύονται 43
Επιστολές προς την λατρεμένη του σύντροφο. Τη Λένα Τσιόκου, τη «Λενούλα, τη
λατρεία μου», όπως την προσφωνεί στις περισσότερες επιστολές του. 23 της
στέλνει το 1959. Τέσσερεις το 1962 και τέσσερεις το 1963. Δέκα το 1964 και δύο,
τρία χρόνια αργότερα, το 1967. Αν τις δούμε εποχικά, έχουμε 2 τον Φλεβάρη, 2
τον Μάϊο, 15 τον Ιούλιο, 12 τον Αύγουστο, 6 τον Σεπτέμβρη και 4 τον Δεκέμβρη.
Οι περισσότερες στέλνονται από τον ζωγράφο από την Αθήνα, άλλες από την Θεσσαλονίκη
ή την Καβάλα, που ο ποιητής βρίσκονταν για επαγγελματικούς λόγους. Εκείνη την
περίοδο συνεργάζονταν ως σκηνογράφος με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, (επί
Σωκράτη Καραντινού), και, έχουμε και πέντε επιστολές που στέλνει ο Εγγονόπουλος
στην αγαπημένη του Λένα (την δεύτερη σύζυγό του και κατά πολύ νεότερη του) από
την πόλη της Καβάλας. Οι επιστολές στέλνονται είτε σε μέρη της Ελλάδας
(Πρέβεζα) που βρίσκονταν η αγαπημένη του σύζυγος ή στο εξωτερικό, (Κάπρι,
Φλωρεντία, Βαρκελώνη, Μαδρίτη, Λονδίνο). Η πρώτη αποστέλλεται στις 24 Ιουλίου
του 1959 και η τελευταία αποστέλλεται στις 15 Φεβρουαρίου του 1967, λίγους
μήνες πριν το ξέσπασμα της δικτατορίας στην χώρα μας. Το ερωτευμένο ζευγάρι θα
παντρευτεί στις 15 Μαρτίου του 1960. Πράγμα που σημαίνει, ότι αρκετές επιστολές
23 τον αριθμό, είναι προγαμιαίες. Ενώ οι μετά τον γάμο τους είναι 18.
"Σ’ αγαπώ οδυνηρά".
Οι
επιστολές αυτές, οι ερωτικές του ζωγράφου και ποιητή Νίκου Εγγονόπουλου, δεν θα
μπορούσαν να δημοσιευτούν αν δεν υπήρχε η φιλολογική επιμέλεια και φροντίδα του
κυρίου Δημήτρη Δασκαλόπουλου, ο οποίος με τις υποστηρικτικές του υποσημειώσεις,
τις μεταφράσεις των ξένων λέξεων και προτάσεων που χρησιμοποιεί ο ποιητής (ας
μην λησμονούμε ότι ο Εγγονόπουλος ήταν δίγλωσσος, μιλούσε τα γαλλικά ισάξια με
τα ελληνικά), τις διευκρινήσεις που μας δίνει για τα πρόσωπα που αναφέρει ο
Εγγονόπουλος, τέλος, η σύνταξη του ευρετηρίου, καθιστούν τις επιστολές
προσβάσιμες στο πλατύ κοινό και διαβάζονται με περισσότερη άνεση. Η εμπειρία
του και η σοβαρότητα με την οποία αντιμετώπισε το ιδιαίτερο και πολύ προσωπικό
αυτό υλικό, πρόσφεραν τις αναγκαίες εκδοτικές συνθήκες για να δοθούν στην
δημοσιότητα.
Ας κλείσουμε με τον ερωτικό λόγο του ίδιου του
εικαστικού και ποιητή, Νίκου Εγγονόπουλου, από επιστολή της 11 Αυγούστου 1959,
σελίδα 46:
«Πρέπει να στο αποκαλύψω πώς από πολύν καιρό το έχω
πάρει απόφαση ότι εγώ δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα από τους ανθρώπους. Αρκούμαι
στο να τους προσφέρω τα μόνα πράγματα που μπορώ: την αγάπη μου και τη ζωγραφική
μου. Γι’ αυτό άλλωστε ζωγραφίζω, πιστεύοντας πως έτσι εκτελώ έναν «κοινωνικό»
προορισμό, έναν προορισμό ενεργό. Άλλωστε με διασκεδάζει κιόλας και μου
επιτρέπει, όσο είναι δυνατό, να είμαι ολιγότερο ενοχλητικός. (Το κατάφερα
τάχα;)…..» .
Μεταφέρω
εδώ στην ιστοσελίδα μου ορισμένες από τις κριτικές φωνές και τα κείμενά τους, που
δεξιώθηκαν στην εποχή τους την έκδοση αυτή.
Στις κριτικές αυτές, δεν συμπεριέλαβα το κείμενο της Μάρη Θεοδοσοπούλου,
«Καλή μου…» Λόγος, ιδιωτικός, αποκαλυπτικός, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η
ΕΠΟΧΗ Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 1994, γιατί θέλω να την δημοσιεύσω ξεχωριστά.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 8 Δεκεμβρίου 2018
ΥΓ. Ας μου επιτρέψουν οι αναγνώστες της ποίησης του
Νίκου Εγγονόπουλου και οι λάτρεις της ζωγραφικής του, να αφιερώσω τα κείμενα αυτά,
στην νέα κοπέλα, την Ελένη, φοιτήτρια στην Ρόδο, που δολοφονήθηκε τόσο αποτρόπαια και άγρια
από δύο νέους σε ηλικία, «άντρακλες». Έναν ημεδαπό και έναν αλλοδαπό. Σε ένα κοριτσόπουλο, που δεν θα ακούσει ποτέ πια να τις εκμυστηρεύονται ερωτικά λόγια. Καμία συγχώρεση
σε τέτοιου είδους εγκλήματα εναντίον γυναικών. Και μάλιστα, ενός κοριτσιού της ίδιας
περίπου ηλικίας με τους δολοφόνους της. Περίμενα οι γυναίκες να κατέβουν σε μια
ειρηνική διαδήλωση, οι φοιτήτριες και οι μαθήτριες να φορέσουν ένα μαύρο περιβραχιόνιο
στο σχολείο τους. Περίμενα οι αριστερές οργανώσεις και τα γυναικεία κινήματα, να
κατέβουν σε μια ειρηνική διαμαρτυρία, στον άδικο χαμό της. Περίμενα από τους ιερείς,
να ζητήσουν την άμεση τιμωρία αυτών των δολοφόνων. Αλλά φευ. Θα χαλάσουμε την εορταστική
ατμόσφαιρα των ημερών; Ας με πούνε φασίστα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η θανατική ποινή
θα έπρεπε να είναι σε ισχύ. Αλλά σε ποιους να απευθυνθείς, σε αυτούς που καίνε και
μουτζουρώνουν τις ιερές εικόνες και τα σύμβολα της πίστης των ανθρώπων; Και δεν
τρέχει τίποτε; (άς γίνονταν σε μουσουλμανική χώρα αυτά και θα σας έλεγα εγώ τι θα
γινόταν). Γιορτάστε αδέρφια μου αδιάφοροι και κυνικοί νεοέλληνες. Αυτή η κοινωνία
μας αξίζει. Η κοπέλα έφυγε τζάμπα, και με αυτόν τον φρικτό τρόπο.
Μες στου Αιγαίου τα νερά, εδώ και χρόνια δεν φτερουγίζουν Άγγελοι πια.
Μες στου Αιγαίου τα νερά, εδώ και χρόνια δεν φτερουγίζουν Άγγελοι πια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου