Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2018

Και σ' αγαπώ παράφορα


Λόγος, ιδιωτικός, αποκαλυπτικός
Καλή μου…
Μάρη Θεοδοσοπούλου
Εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 1994
Ex Libris 188
Νίκος Εγγονόπουλος,
«… και σ’ αγαπώ παράφορα»
Φιλολογική Επιμέλεια: Δημήτρης Δασκαλόπουλος
Εκδόσεις Ίκαρος 1994
     Τα προσωπικά γραπτά ενός καλλιτέχνη προσελκύουν το ευρύτερο κοινό. Ας μην βιαστούμε να αποδώσουμε απλή περιέργεια ΄ το ανίερο κοίταγμα από την κλειδαρότρυπα, που αγωνιά να συλλάβει την ιδιωτική στιγμή. Σύνδρομο επωνυμίας ή μήπως πρόκειται για κάτι περισσότερο γνήσιο: τη συγκίνηση που προσφέρει η προσέγγιση στον δημιουργό και η αίσθηση οικειότητας από τις εκμυστηρεύσεις ενός σημαντικού ανθρώπου. Τα “ecrits intimes”, όπως τα αποκαλούν οι Γάλλοι, τονίζοντας τον μύχιο χαρακτήρα της γραφής-αποτελούν, σήμερα πια, κομμάτι της λογοτεχνίας, σημαντικό και ιδιαίτερα ανθηρό.
     Κατά πόσο η δημοσίευσή τους απαιτεί τη σύμφωνη γνώμη του εκλιπόντος συγγραφέα τους, παραμένει ανοιχτό ερώτημα. Δεν αποκλείεται μελλοντικά οι καινοφανείς, διαχειριστικού τύπου, ενώσεις πνευματικών δημιουργών να διευθετήσουν οριστικά το θέμα, θεσμοθετώντας μια υπεύθυνη δήλωση για μεταθανάτιο χρήση. Στο ενδιάμεσο, η ομοφωνία κυρίως των φιλολόγων με το αναγνωστικό κοινό, προσπερνά ανενδοίαστα τη δεοντολογία, τόσο που η εύρεση και δημοσίευση να αποτελούν μείζον λογοτεχνικό γεγονός, άξιο ιδιαιτέρων ανακοινώσεων. Ακόμη κι όταν το αφρόντιστο της γραφής ή το νοηματικό περιεχόμενο σαφώς δηλώνουν έναν διαφορετικό προορισμό, όπως λ.χ. στα καθ’ ημάς, η αλληλογραφία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ή κάποιες από τις ημερολογιακές σημειώσεις του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη.
     Το μότο, “Certes, l’ artiste desire s’ elever,… mais l’ home doit rester  obscure. PAUL CEZANNE”, ανήκει στο ποίημα «Περί ύψους», που γράφει ο Ν. Εγγονόπουλος, την άνοιξη του 1956. Ένα ποίημα που φαίνεται πως χρησίμευσε ως ερωτική εξομολόγηση προς τη συνάδελφό του μαθηματικό, την τότε δεσποινίδα Ελένη Τσιόκου. Παρόλο, που ελάχιστα τη γνωρίζει, σαν γνήσιος υπερρεαλιστής, που υιοθετεί την υπερβολή και ως στάση ζωής, καλπάζει με τους στίχους: «… Αυτή η ιστορία του Ιταλού είναι και η ιστορία η δικιά μας, Ελένη… Μάζεψε τα λεφτά των προσκυνηταρίων μας και σκόρπισε, με τ’ άγια λευκά σου χέρια, το καλό παντού. Όμως κράτα ένα μέρος να συγκεντρώσουμε κι εμείς, λίγο-λίγο ένα ποσό για ν’ ανεγείρουμε μιαν εκκλησία, αφιερωμένη στη Βασίλισσα που είχε τ’ όνομά σου. Εκεί μέσα, σ’ αυτήν την εκκλησία θε να σε παντρευτώ…». Δεν πειράζει αν ποτέ δεν ανέγειρε την εκκλησία και χρειάστηκε τρία χρόνια αργότερα να καταφεύγουν στο Λουμπαδιάρη.
     Λοιπόν, τι συμβαίνει; «Η σύζυγος που γρηγορεί» για την τύχη του «πυροτεχνουργού» της, παρέβη την εντολή και επέτρεψε στα «σκυλιά», γι’ άλλη μια φορά, να τον «κατασπαράξουν αλύπητα»; Με τίτλο την κατακλείδα φράση αυτού ακριβώς του ποιήματος, «… και σ’ αγαπώ παράφορα», σε μια αισθητική έκδοση, κυκλοφορούν οι επιστολές του Ν. Εγγονόπουλου στην εκλεκτή του. Κι αν ένα ιδιωτικό γραπτό μας δείχνει γυμνό τον δημιουργό σε αυτήν την περίπτωση αναδύεται μια «αγνή ψυχή», ακριβώς όπως του έλεγε πως έχει η μητέρα του.
     Θα λέγαμε πως «η σύζυγος γρηγορεί» και φροντίζει την έκδοση. Επιλέγει τις συγκεκριμένες επιστολές και τις συνοδεύει, καθόλου τυχαία, με δεκαπέντε ερωτικούς πίνακες, έστω και αν χρονικά, προηγούνται ή έπονται. Όλοι εικονίζουν τη διαχρονική μεταμόρφωση του ερωτικού ζευγαριού: προμετωπίδα το «Αρραβών», 1959, όταν η Λένα Τσιόκου ταξιδεύει στη μεσογειακή Ευρώπη για να σκεφτεί το ερωτικό παιχνίδι που αρχίζει να σοβαρεύει και εκείνος γράφει τις 23 πρώτες επιστολές από την Αθήνα. Ως εξώφυλλο, επιλέγεται το «Αισθηματικό βαλς» ίσως θέλοντας να υποβάλλει την ιδέα, πως η σχέση τους υπήρξε ακριβώς αυτό- ο ρομαντικότερος των χορευτικών συμβολισμών. Και τελευταίος ο πίνακας «Έρως και ψυχή» του 1982, που αλλού φέρεται και με τον τίτλο «Έρωτας και ποίηση». Ταυτόσημοι ή εκ παραδρομής;
     Θεωρούμε δείγματα σεμνότητας, την παράληψη των απαντητικών επιστολών κι ακόμη την απουσία κάποιων πινάκων, όπως “Homme createur, femme inspiratrice”, 1985 ή «Μεσογειακή μούσα», 1965, που μάλλον ανήκουν στο πνεύμα των γραμμάτων. Τελικά, αδιάκοπα μεμψιμοιρούμε για τις «χήρες» των σημαντικών. Κι όμως η μακροχρόνια επιβίωση στον ίσκιο, συχνά δυσάρεστα φωτεινό, που αφήνει ένας απών, μπορεί να ζητά αντοχή. Ιδιαίτερα, μέσα σε ένα τόσο εγωτικό συνάφι, που μόνο στο είδος της νεκρολογίας διαπρέπει. Άλλωστε, κάποιες απέδειξαν έμπρακτα το βάσανο, αναχωρώντας οικειοθελώς στο κλείσιμο της δεκαετίας-Κοραλία Θεοτοκά, Μαρία Σινοπούλου. Αναμφίβολα, αξιέπαινες όσες σιωπούν, ωστόσο, μήπως οι επαινετικοί λόγοι ανήκουν περισσότερο σ’ αυτές που προχωρούν σε «τολμηρές» εκδόσεις. Λαμπρό παράδειγμα, «Ο Μέγας Ανατολικός» και ο έπαινος προς την τολμητία σχεδόν ανύπαρκτος.
      Υπάρχουν κάποιες ερωτικές αλληλογραφίες-και ίσως αυτές να είναι και οι πιο ενδιαφέρουσες-μέσα από τις οποίες προβάλλει ένα διαφορετικό πρόσωπο από το γνώριμο του γράφοντα. Κατ’ εξοχήν παράδειγμα, τα γράμματα στον Κάστορα του Ζαν-Πωλ Σαρτρ, που στάθηκαν αφορμή για τις πρώτες κατ’ ευθείαν βολές ενάντια στο μύθο του. Ένα άλλο πρόσωπο δείχνει  και ο Γιώργος Σεφέρης στις επιστολές προς τη Μαρώ, παράδοξα συγγενικό με αυτό του Εγγονόπουλου και ας χωρίζουν τόσα τους δύο, σχεδόν συνομήλικους, ποιητές.
     Ανάμεσα στις δύο αλληλογραφίες, υπάρχει το διάστημα μιας εικοσαετίας, με όσες αλλαγές μπορεί να φέρει ο χρόνος και στον γράφοντα και στον κοινωνικό του περίγυρο. Αυτό, όμως, που φαίνεται τελικά να βαραίνει καθοριστικά, είναι ο έρωτας ΄ η κατ’ εξοχήν δοκιμασία της ψυχής που δίνει ανάγλυφο τον χαρακτήρα. Και οι δύο, τον καιρό των επιστολών, βρίσκονται στη φάση της λατρείας ΄ έχοντας διανύσει μια τριετή γνωριμία που βαθαίνει την επιθυμία, υφίστανται έναν υποχρεωτικό χωρισμό, για να ακολουθήσει η γαμήλια εξομάλυνση της αναταραχής.
     Πριν τις πρώτες επιστολές, καλοκαίρι 1959, τον Δεκέμβριο του 1958, ο Ν. Εγγονόπουλος έχει τιμηθεί με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποιήσεως. Όμοια η περίοδος από τα τέλη του 1962 μέχρι το καλοκαίρι του 1967, όταν γράφονται οι υπόλοιπες είκοσι επιστολές είναι καλλιτεχνικά ευτυχής, αφού γνωρίζει επιτέλους κάποια καταξίωση. Ωστόσο, μέσα στα γράμματά του, φαίνεται μάλλον αβέβαιος, σχεδόν δειλός, ιδιαίτερα αμήχανος στις όποιες κοινωνικότητες.
     Ένας μύθος φαίνεται να περιβάλλει τον Ν. Εγγονόπουλο, όπως αμυνόμενος στην κατακραυγή, σιωπά καταλήγοντας εσωστρεφής. «Αληθινός πρίγκιπας», σύμφωνα με τον Οδυσσέα Ελύτη, κατά άλλους, «μια ιδιοσυγκρασία παράξενη και απρόσιτη». Άραγε, επιτρέπεται να φανταστούμε στον Μπολιβάρ, καθώς ροβόλαγε τα βουνά κι έτρεμαν τ’ άστρα, να προβάλλει και ο Άρης Βελουχιώτης. Πάντως, λίγοι μνημονεύουν ποιος πρώτος έριξε στα λογοτεχνικά μας ύδατα, τη λέξη «εμφύλιος σπαραγμός»-ήταν στο «Ποίηση 1948».
     Οι επιστολές έρχονται για να δώσουν μια ανθρώπινη διάσταση και μάλιστα, ιδιαίτερα ελκυστική. Αυτός με την τόση «τόλμη και καλλιτεχνική ειλικρίνεια», βλέπει τον εαυτό του σαν «έναν άνθρωπο άκρως και αυστηρά απόλυτο», ακόμη «τυπικό έως σχολαστικό», να συνθλίβεται μέσα στο κατεστημένο, είτε πρόκειται για τους συναδέλφους του στο Μετσόβιο Ίδρυμα, που πολύ αργά, μόλις το 1967 θα τον αποδεχθούν ισότιμο ανάμεσά τους, είτε για τους «νοήμονες λογίους»-την κατά Ελύτη «πνευματική αλητεία»-ή ακόμη, για το «πλήθος των ραγιάδων» που επιμένουν να δείχνονται «στραβοί ή κακόπιστοι».
     Στα γράμματα λίγο ξενίζει η σταθερή υποτίμηση του εαυτού του, σε αντίθεση με το βάθρο, όπου έχει τοποθετήσει σε μια έξαρση ιδανισμού, την αγαπημένη του. Κι ακόμη, ένα άλλο σημείο που, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, φαίνεται παράδοξο: Ο υπερρεαλισμός, καθώς μάλιστα διαλογίσθηκε επίμονα με τον φροϋδισμό, παρέμεινε συνώνυμος μιας ορισμένης απελευθέρωσης των ηθών. Αρκεί η ανάγνωση των συζητήσεων περί σεξουαλικότητας, ανάμεσα στους Γάλλους υπερρεαλιστές στο Μεσοπόλεμο, που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα στο Παρίσι.
     Ακόμη, εκείνο το χαριτωμένο που αποδίδεται στον Ανδρέα Εμπειρίκο, όταν επισκέπτονταν, μέσα στην Κατοχή, το «υγρό ισόγειο» ατελιέ στην Κυψέλη. «… Χτυπούσε μια φορά και απομακρυνόταν από τακτ. Ο Εγγονόπουλος έβγαινε εν τω μεταξύ και τον φώναζε». Κι εκείνος απομακρυνθείς ήδη, απαντούσε με στεντόρεια φωνή: «Δεν επέμεινα, διότι δεν ήθελα να σας ενοχλήσω μήπως εσυνουσιάζεσθο…». Κι όμως στις επιστολές, όλη αυτή η ελευθεριότητα μόλις που φθάνει μέχρι το ποδοφίλημα της καλής του ή έναν σχεδόν εφηβικό φετιχισμό προς όσα εκείνη έχει αγγίξει.
     Τραγούδι λατρείας σε υψηλούς τόνους, όπου ακόμη κι όταν, με την πάροδο των χρόνων και τη συμβίωση, καταλαγιάζει, διατηρεί τις ζεστές του αποχρώσεις. «Πλειοδότης της κάθε υπερβολής» ο Ν. Εγγονόπουλος; Σ’ αυτήν την περίπτωση, μάλλον πλούσιος στον ερωτισμό του, με όποιον τρόπο κι αν τον εξωτερίκευσε. Εικαστικά, ποιητικά ή ακόμη, δι’ αλληλογραφίας, όταν το πάθος «μάνιαζε» μέσα του.
Μάρη Θεοδοσοπούλου, εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ Κυριακή 13/2/1994.
--
Νομίζω ότι το κείμενο της Μάρης Θεοδοσοπούλου, έχει την δική του κριτική αυτοτέλεια. Η οπτική της, κατά κάποιον τρόπο, διαφέρει από τις άλλες κριτικές που δημοσίευσα. Είναι το γυναικείο βλέμμα της που δεν φοβάται ακόμα και να αναφερθεί στην ελευθεροστομία των ποιητών. Στο σινάφι τους και τα προβλήματα μεταξύ τους. Η συσχέτιση με την αλληλογραφία του Γιώργου Σεφέρη, δεν είναι αυθαίρετη, μόνο που ο Σεφέρης, μας έχει κληροδοτήσει μεγαλύτερο όγκο επιστολών που αφορούν περισσότερο τα πολιτικά και ιστορικά συμβάντα της εποχής του, παρά τις ιδιαίτερες προσωπικές του σχέσεις. Τα δε πολύτομα Ημερολόγιά, οι Ημέρες του, αλλά και τα Πολιτικά του, είναι ένα πανόραμα ιστορικών στιγμών και πληροφοριών, πολιτικών δεδομένων της Ελλάδας. Ο γαλλοτραφής ζωγράφος και ποιητής, ευτυχώς, παρά τις οικονομικές του δυσχέρειες, δεν βίωσε τον ξεριζωμό της φυλής του όπως ο μικρασιάτης Σεφέρης. Ένας ξεριζωμός, που παρά την μετέπειτα αναγνώρισή του και επαγγελματική του σταδιοδρομία, η θλιμμένη του ματιά διακρίνεται τόσο στα ποιήματά του όσο και στα άλλα του αυτοβιογραφικά κείμενα.
Οι κριτικές της Μάρης Θεοδοσοπούλου, πάντοτε διαβάζονταν με ιδιαίτερη προσοχή. Η Θεοδοσοπούλου, εμπλούτιζε τα κείμενά της με πληροφορίες ή στοιχεία και πέρα από τον καθαρό λογοτεχνικό χώρο, έδινε ένα εύρος στα κείμενά της χωρίς να απομακρύνεται από τον αρχικό πυρήνα του βιβλίου. Κοίταζε όμως και θα γράφαμε και την «περιφέρεια» του θέματος και της έκδοσης. Οι κριτικές της, μας δείχνουν και το εύρος της παιδείας της καθώς και την διαδρομή της σκέψης της. Χωρίς να είναι περίτεχνος ο λόγος της έθετε το εξεταζόμενο θέμα μέσα σε ένα πλαίσιο αναφορών ευρύτερου ενδιαφέροντος και σημασιών. Γνώριζε τον συγγραφέα και από άλλα του έργα, συμπλήρωνε το λόγο της με καταθέσεις από προηγούμενες πληροφορίες ή το συσχέτιζε με άλλες συγγενικές του φωνές. Μπορεί η «αδυναμία» της να ήταν τα μεγάλα σε όγκο και σύνθετα πολυσέλιδα έργα, δεν έπαυε όμως να την ενδιαφέρει και το διήγημα ή η νουβέλα. Μεγάλη της αγάπη ο κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Ο λόγος της, δεν ήταν ξηρός, παγωμένος, κάπως αποστεωμένος όπως ορισμένων κριτικών που προέρχονται από τον καθηγητικό χώρο. Κριτικές άρτιες, αλλά τόσο παγερές και ψυχρές, που πραγματικά σου θυμίζουν «ιατρικές συνταγές» όπως τόσο άδικα και ίσως αστόχαστα έλεγε ο Κωστής Παλαμάς για την ποίηση του αλεξανδρινού στην εποχή τους. Αν τον συσχετίσουμε με άλλες γυναικείες φωνές της κριτικής θα διαπιστώσουμε την ιδιαιτερότητα της κριτικής της ανάλυσης. Ο λόγος της αφοριστικός ορισμένες φορές, αλλά όχι καταγγελτικός σε σημείο που να γονατίζει τόσο τον συγγραφέα όσο και το έργο, ώστε να τον αποτρέπει από  μια μελλοντική συγγραφική κατάθεση. Επιλεκτική, μέσα στο πλαίσιο των δημοσιογραφικών της επαγγελματικών δραστηριοτήτων, αλλά με συνεχώς εμπλουτιζόμενα από τα διαβάσματά της ενδιαφέροντα. Η γλώσσα της απλή και εύληπτη χωρίς κόχες αριστερής νομιμοφροσύνης. Κρατήθηκε μακριά από την γυναικεία αισθηματολογία και ίσως, και από τις μεροληψίες της εποχής της. Αθόρυβη και διακριτική, στάθηκε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας της εποχής της, παρά τις γνωριμίες της, και, είτε δημοσίευε στην αριστερής ιδεολογίας ΕΠΟΧΗ είτε στο κυριακάτικο ΒΗΜΑ, είτε στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ είτε σε λογοτεχνικά περιοδικά είτε επιμελούνταν εκδόσεις παλαιότερων ποιητών γράφοντας προλόγους της έκδοσης, στάθηκε πάντα συνεπής με τα δικά της αξιολογικά και πνευματικά κριτήρια.
Η Μάρη Θεοδοσοπούλου, έφυγε νωρίς, δεν άφησε κριτική σχολή πίσω της, άλλωστε, δεν ήταν αυτός ο κεντρικός στόχος της ζωής της, μας άφησε όμως έναν τρόπο κοιτάγματος και έρευνας λογοτεχνικών έργων της ελληνικής παράδοσης αλλά και του σύγχρονου μοντέρνου λόγου, που μπορούν να σπονδυλώσουν την καταγραφή μιας πεζογραφικής κυρίως, ιστορικής γραμματείας. Αν εξετάσουμε συνολικά τις κριτικές της και τα έργα που μας μίλησε, και αν προσέξουμε τι επισημαίνει σε κάθε της κριτική και που παραπέμπει, και αν προσθέσουμε και τις κρίσεις της για τα λογοτεχνικά και ξένα περιοδικά που παρουσίαζε, τότε ίσως, μπορούμε να κάνουμε λόγο για μια «συνοπτική» ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας. Είναι αν δεν κάνω λάθος, όπως οι κριτικές του Απόστολου Σαχίνη, που το πολύτομο έργο του είναι βάση για την πεζογραφική μας ιστορία.
Στις μέρες μας, που τα περισσότερα λογοτεχνικά περιοδικά έχουν κλείσει, εξαιτίας της πτώχευσης της χώρας μας, και των τριών μνημονίων-μπορεί να υπάρχουν ορισμένα στο διαδίκτυο-μπορούμε από απόσταση, μια και ήδη έχει παρέλθει μια τεσαρακονταπενταετία σχεδόν από την πολιτική μεταπολίτευση του 1974, μπορούμε πλέον με περισσότερα εχέγγυα και γνώσεις, να μιλήσουμε για την συνεισφορά των ελλήνων και ελληνίδων κριτικών στην ανάπτυξη και την διάδοση του ποιητικού και πεζογραφικού λόγου στην χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην έκδοση μελετών ή συγγραφή πανεπιστημιακών εργασιών για τις ανάγκες της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αλλά, για τον τρόπο πρόσληψης ελλήνων και ελληνίδων νέων συγγραφέων και των έργων τους από το μεγάλο αναγνωστικό κοινό μέσω των κριτικών και των δημοσιευμάτων σε εφημερίδες και περιοδικά. Πολλοί από τους κριτικούς άντρες ή γυναίκες, υπήρξαν και οι ίδιοι συγγραφείς ή ποιητές, αυτό όμως, δεν τους εμπόδισε στο να ασχοληθούν με τον συγγραφικό μόχθο των άλλων. Π.χ. βλέπε την πεζογράφο Νατάσα Κεσμέτη, την ποιήτρια Φαίδρα Ζαμπαθά-Παγουλάτου, την μεταφράστρια και ποιήτρια Λύντια Στεφάνου, την  ποιήτρια Ελένη Χωρεάνθη, την δοκιμιογράφο Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, την ποιήτρια Νανά Ησαϊα, την Μαρία Τσάτσου, την ποιήτρια Δήμητρα Παυλάκου, την Βερονίκη Δαλακούρα, η την αμιγώς κριτική φωνή της εκπαιδευτικού Ανθούλας Δανιήλ ή της Αγαθής Γεωργιάδου, αλλά και της Ελισάβετ Κοτζιά. Και μια πλειάδα άλλων παλαιότερων γενεών αλλά και πολύ νεότερων γυναικείων φωνών, που ασχολήθηκαν με τον κριτικό λόγο, ή βάδισαν πάνω στα κριτικά χνάρια του Άλκη Θρύλου, της Ρίτας Μπούμη-Παππά, της Νόρας Αναγνωστάκη. Οι στατιστικές των τελευταίων δεκαετιών στα λογοτεχνικά μας πράγματα, μας δείχνουν τον μεγάλο πληθυσμιακό αριθμό γυναικών δοκιμιογράφων και κριτικών. Που έφεραν έναν άλλο αέρα και πνοή στον κριτικό και δοκιμιακό λόγο. Γυναικείων κριτικών φωνών που μαζί με τον υπέρτερό τους πληθυσμιακά αντρικό, οικοδόμησαν την πολύτομη και διαρκή, και ανοιχτή ιστορία της ελληνικής γραμματείας. Μέσα σε αυτό το πάνθεον των σύγχρονών μας κριτικών φωνών εντάσσεται και η δυναμική και με ταυτότητα φωνή της Μάρης Θεοδοσοπούλου.
Ας ευχηθούμε, εκδοτικός οίκος να εκδώσει τις σκόρπιες κριτικές της ώστε να έχουμε μια συλλογική εικόνα των ενδιαφερόντων της και των διαβασμάτων της. Ποιους συγγραφείς επεσήμανε, ποιους αγνόησε, ποια έργα σχολίασε και ποια την άφησαν αδιάφορη. Και είναι καιρός, να γραφεί η γυναικεία δοκιμιακή και κριτική περιπέτεια στην χώρα μας. Ας υπάρξει ένα ανθολόγιο γυναικείας κριτικής λογοτεχνικής σκέψης, ή ένα τρίτομο έργο, όπως αυτό του παλαιού Γιάννη Γουδέλη.
Το ερώτημα της ποιήτριας Άντειας Φραντζή παραμένει ανοιχτό. Υπάρχει γυναικεία γραφή;
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα 8/12/2018
Πειραιάς, 8 Δεκεμβρίου 2018
ΥΓ. Σφουγγαράδες όλης της Ελλάδος ανησυχείτε, αποκτήσατε νέο μέλος. Τον πετίτ κολοτούμπο Άλέξη. Οφείλουμε συγχαρητήρια σε αυτόν τον Καλύμνιο που είχε την φαεινή ιδέα να τον κάνει επίτιμο Καλύμνιο. Να τον κρατήσετε εκεί, μην τον στέλνετε πίσω έχει πολλά εκλογικά μποφόρ.
Στην Κάλυμνο αδελφές μου επαναστάτριες, στην Κάλυμνο, με το σύμφωνο συμβίωσης στο χέρι.             

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου