THE HAPPY PRINCE
Κινηματογράφος «ΑΦΑΙΑ» 2/3/1998- Cine «ΖΕΑ» 2/12/2018
Τι κοινό
μπορεί να έχουν δύο διαφορετικές κινηματογραφικές αίθουσες πέρα από την
παρέλευση μιας εικοσαετίας, θα μπορούσε να αναλογιστεί ένας φανατικός
κινηματογραφόφιλος. Εκτός από την διεύθυνση, ο πρώτος βρίσκεται στην οδό
Δημοσθένους 94, ο δεύτερος στην οδό Χαριλάου Τρικούπη 39 στον Πειραιά, και, το
πέρασμα των χρόνων και των συνηθειών ενός ατόμου, που εξακολουθεί να στέκεται
μαγεμένος μπροστά στην κινηματογραφική οθόνη. Μέσα σε μια σκοτεινή αίθουσα, που
μοιάζει με την κατάδυση στα αινιγματικά και πολλές φορές αλλόκοτα ερέβη του
ανθρώπινου ασυνείδητου, και που, το φως του κινηματογραφικού φακού, ζωντανεύει
για δύο περίπου ώρες τις απόκρυφες φαντασιώσεις του, τα πλέον παράξενα ίσως για
τους άλλους ανεκπλήρωτα όνειρά του, τις μύχιες επιθυμίες του, τα σχέδια της
ζωής του που δεν κατόρθωσε ακόμα να εκπληρώσει. Την επαλήθευση ίσως, του παραμυθιού της ίδιας του
της ζωής. Αυτής που βλέπει να εξελίσσεται πάνω στην λευκή οθόνη με τα μάτια και
τις ζωές των άλλων, τις κινήσεις και τις σωματικές στάσεις των πρωταγωνιστών.
Την φωνή τους, που για λίγο, γίνεται και η δική του φωνή μέσα στην αλυσίδα των
γεγονότων των κρίκων του χρόνου. Των κινηματογραφικών συντελεστών και
πρωταγωνιστών, αυτών των εν δυνάμει εκπροσώπων των δικών του φιλοδοξιών και
προθέσεων. Των ρόλων που υποδύονται άτυπα «εξουσιοδοτημένοι» και σίγουρα παρά
την δική μας θέληση αλλά πάντα με ανοχή.
Ο κόσμος του κινηματογράφου, έχει μια διαφορετική
παράδοξη πλείστες φορές ηθική και αισθητική που διαφέρει από αυτή των
καθημερινών ανθρώπων. Μια επαναστατική στάση, που καταργεί τα δικά μας
στερεότυπα και αξιακές αναφορές. Ο κινηματογραφικός φακός όσο πιστός και αν
είναι στην μεταφορά του, καταργεί με το τελικό του αποτέλεσμα, το εμπορικό αν
θέλετε προϊόν που πουλάει, την επιφανειακή ηθική των ανθρώπων, ή αντανακλά τις
προθέσεις τους, που συνήθως ζώντας και δραστηριοποιούμενοι μέσα σε ένα
ασφυκτικό συνήθως κοινωνικό περιβάλλον παραβλέπονται ή αποκρύπτονται. Ο
κινηματογραφικός φακός ακόμα και στις μη ευτυχέστερες στιγμές του, αυτή την
κατεστημένη αισθητική ή ηθική συμπεριφορά και συνήθειες των ανθρώπων προβάλλει
και αναδεικνύει μέσα στην ιστορία του. Ψυχαγωγεί από την μία, παιδαγωγεί από
την άλλη.
Γιατί τα
γράφω αυτά, εύλογα θα ρωτήσει κάποιος φαν του σινεμά. Το κοινό που έχουν αυτές
οι δύο κινηματογραφικές αίθουσες, αρχές της άνοιξης η μία και αρχές του χειμώνα
η άλλη, είναι η προβολή δύο ταινιών που βιογραφούν την ζωή και τους
ομοφυλόφιλους έρωτες,-την κινηματογραφική βιογραφία-ενός από τους
σημαντικότερους ιρλανδούς συγγραφείς του 20ου αιώνα, της βικτωριανής
αγγλικής εποχής και πουριτανικής ηθικής, του γνωστού OSCAR WILDE (1854-1900). Δύο αυτοβιογραφικά
κινηματογραφικά δράματα, που εξιστορούν το καθένα από την σκοπιά του, στιγμές
του βίου, των έργων, και των κοινωνικών συμπεριφορών και εκδηλώσεων, του πλέον
διάσημου μύθου της σύγχρονης παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η ζωή του, με τα θετικά
και τα αρνητικά της, ο θυελλώδης ερωτάς του, οι εκκεντρικότητές του, οι
δημόσιες δηλώσεις του, τα ταξίδια του, η δίκη του μεταφέρθηκαν στην οθόνη άλλες
δύο φορές. Η μία αφορά, αν θυμάμαι σωστά ήταν η περιβόητη «Δίκη» του και
καταδίκη του σε καταναγκαστικά έργα (βλέπε τον ηθοποιό Πήτερ Φιντς που τον
υποδύθηκε) για την ερωτική του σχέση με τον νεαρό λόρδο Άλφρεντ Ντάγκλας, και η
δεύτερη, πάλι με την ίδια θεματολογία, (την ζωή του) το ερωτικό πάθος του, για
τον υπερφίαλο και ανόητο πανέμορφο νεαρό, τον Μπόζι του. Μια ερωτική σχέση που
κατέστρεψε την οικογενειακή του εστία και τον ίδιο. (βλέπε Ρόμπερτ Μόρλεϊ). Τόσο
η πρώτη ταινία του 1997 WILDE
πού
σκηνοθέτησε ο Μπράϊαν Γκίλμπερτ σε σενάριο Τζούλιαν Μίτσελ με τον εξαίρετο
ηθοποιό Στίβεν Φράϊ, (στον ρόλο του Ουάϊλντ) και τους Τζουντ Λο, Τζένιφερ Έλ,
Τζέμα Τζόουνς και την πανέμορφη, δυναμική και αντισυμβατική μέχρι και στις
μέρες μας ηθοποιό τροτσκίστρια Βανέσα Ρεντγκρέιβ, όσο και η δεύτερη του 2018, η
The
Happy
Prince
που υποδύθηκε ο επίσης εξαίρετος ηθοποιός Rupert Everett, ο οποίος έγραψε το
σενάριο και σκηνοθέτησε και την ταινία, με συμπρωταγωνιστές τους, Colin Firth, Colin Morgan, Edwin Thomas, Emily Warson, προσπάθησαν να μας δείξουν πτυχές
της ζωής του, του προσωπικού του δράματος, να φωτίσουν λεπτομέρειες του βίου
του αντλώντας τις πηγές τους είτε από τις μετά τον θάνατο του Όσκαρ Ουάϊλντ
κατοπινές βιογραφίες του δες πχ. αυτή του Ρίτσαρντ Έλμαν, αλλά και από άλλο
ανεκδοτολογικό πληροφοριακό υλικό, που άλλες φορές τεκμηριωνόταν μέσα στην
αφηγηματική εξέλιξη των γεγονότων και άλλες έμενε στο πεδίο του υποκειμενισμού
του εκάστοτε μελετητή του συγγραφέα. Του ποιητή, θεατρικού συγγραφέα,
μυθιστοριογράφου ταλαντούχου αυτού πολύμορφου εκκεντρικού και δανδή
διανοούμενου που πέθανε νεότατος, (μόλις 46 ετών) από μηνιγγίτιδα (κακή ιατρική
διάγνωση), στην χαραυγή του προηγούμενου αιώνα. Ο υποφαινόμενος θυμάται ακόμα μια ταινία που
προβλήθηκε στην δημόσια τηλεόραση στην ΕΡΤ-3 «Το πορτρέτο του Όσκαρ Ουάϊλντ» σε
σκηνοθεσία Χένρι Χέρμπερτ, όπως κάποια τυχαία σημείωση πάνω σε ένα βιβλίο μου
υπενθυμίζει.
Αξίζει, νομίζω, να αναφέρουμε συμπληρωματικά, ότι
την χρονιά προβολής που εμφανίστηκαν στις κινηματογραφικές αίθουσες οι ως άνω
ταινίες για τον Oscar
Wilde,
(είχε επισκεφτεί και την Ελλάδα, υπάρχει η σχετική φωτογραφία με την
φουστανέλα), προβάλλονταν στους κινηματογράφους πρώτον η κομεντί, ξεκαρδιστική αμερικάνικη
κωμωδία “In
& Out”
του Φράνκ Όζ, όπου μέσα από μια σειρά απρόοπτων γεγονότων μη αναμενόμενων
αποκαλύψεων ο Κέβιν Κλάιν, ένας ομοφυλόφιλος καθηγητής αγγλικών σε γυμνάσιο του
Γκρίνλιφ της Ιντιάνα, πέρα από ορισμένες χαριτωμένες και ανάλαφρες σωματικές
του κινήσεις και χειρονομίες, και την υπερβολική του αγάπη για την αμερικανίδα
ηθοποιό και τραγουδίστρια Μπάρμπαρα Στρέιζαντ,-αυτό το «ασχημόπαπο» όπως την
έχουν αποκαλέσει-μια δυναμική
προσωπικότητα και πολύ καλή τραγουδίστρια και ηθοποιό, που υπήρξε η λατρεμένη
όχι μόνο του gay
αντρικού
και γυναικείου πληθυσμού, έχει κρατήσει στο σκοτάδι την ομοφυλοφιλία του, έως
ότου, ένας πρώην μαθητής του, ο Ματ Ντίλον, ένας σταρ του Χόλλυγουντ, που
αποφοίτησε από το γυμνάσιο που δίδασκε ο Κλάιν, με αδέξιο και ίσως πονηρό
τρόπο, αποκαλύπτει την ομοφυλοφιλία του πρώην αγαπημένου τους καθηγητή. Μετά
την αναπάντεχη αποκάλυψη-και μάλιστα όταν ο καθηγητής προετοιμάζεται για τον
γάμο του-ακολουθούν πολλά σπαρταριστικά και ευτράπελα γεγονότα, που καθιστούν
μεν την ξέφρενων ρυθμών αυτή ομοφυλόφιλη κωμωδία ευχάριστη και διασκεδαστική,
δεν θίγει όμως σε βάθος, αλλά στέκεται στην επιφάνεια του ερωτικού αυτού
ζητήματος. Η φάρσα δεν αναδεικνύει τα χρόνια προβλήματα των gay και
την αντιμετώπισή τους από την κοινωνία. Πέρα από το happy end έργου,
και της αποδοχής του καθηγητή με την προσωπική του ερωτική ιδιαιτερότητα από
την κοινότητα της πόλης που διδάσκει και τις αποκαλύψεις των υπολοίπων ατόμων
που τους δόθηκε η ευκαιρία να εκφράσουν τα δικά τους προβλήματα και αδιέξοδα.
Την κατανόηση δηλαδή, ότι η ζωή των ανθρώπων έχει τις ίδιες ανάγκες και
αδιέξοδα ανεξάρτητα των προσωπικών ερωτικών επιλογών των ανθρώπων.
Η χαριτωμένη και ανάλαφρη αυτή «οικογενειακή»
κωμωδία, που στέκεται κάπως στην επιφάνεια του προβλήματος-ξεκαρδιστική η σκηνή
που ο Κλάϊν προσπαθεί να μιμηθεί την μάτσο αντρική συμπεριφορά του Τζων Γουέην,
ακολουθώντας τις χορευτικές οδηγίες από μια κασέτα-δεν είχε το πολιτικό βάθος
που είχε η ταινία “Milk”
μια ταινία που κινούνται σε πολλαπλά επίπεδα, ούτε και η μεταγενέστερη, η
νεανική αγγλική σοβαρή το “Pride”.
Μια ακτιβιστική και πολιτική καθαρά ταινία που μας δείχνει τον δύσκολο αγώνα
μιας ομάδας χειραφετημένων gay
νέων
παιδιών, μιας συνειδητοποιημένης και δυναμικής σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο
παρέας, που αποφασίζει να βοηθήσει έμπρακτα-οικονομικά, διεξάγοντας έρανο- τους
απεργούς ανθρακωρύχους στην μεγάλη τους και πολύμηνη απεργία την περίοδο της
ακμής του νεοφιλελευθερισμού της πρωθυπουργού Μάργκαρετ Θάτσερ στο αγγλικό
βασίλειο. Μια εξαιρετικά πανέμορφη ταινία που δεν αναπλάθει τα πραγματικά
γεγονότα με τρόπο «ακαδημαϊκό», εξ απαλών ονύχων, αλλά θίγει σε βάθος το
πρόβλημα της αποδοχής και της συνειδητοποίησης της σεξουαλικότητας των ανθρώπων
αμφοτέρων των πλευρών. Είτε ανήκουν στην ομοφυλόφιλη κοινότητα είτε στην
ετεροφυλόφιλη, είτε είναι άντρες είτε είναι γυναίκες. Η ανάπλαση της ιστορικής
και πολιτικής αλήθειας πραγματοποιείται με όρους ρεαλιστικούς και σύγχρονους,
και όχι μέσα από μια μυθοπλασία εξιδανικευμένων περιστατικών κα αναφορών. Το
ίδιο θα υποστηρίζαμε και για την ταινία «Φιλαδέλφεια» και τον νομικό πολιτισμό
που θίγει.
Η ταινία
OSCAR
WILDE,
του Μπράϊαν Γκίλμπερτ, χωρίς να έχουμε την αναγκαία κινηματογραφική
εκπαιδευτική κατάρτιση, παρά μόνο την προσωπική κινηματογραφική εμπειρία και τα
σκόρπια διαβάσματα για την έβδομη τέχνη, θα λέγαμε παρότι μας άρεσε δεν
εκπλήρωσε μάλλον τον σκοπό της όσο θα όφειλε. Εξαιρετικές ερμηνείες, υπέροχα
πλάνα, ωραία φωτογραφία, αυθεντικά σκηνικά και ενδυμασίες, ωραία μουσική και
σκηνοθεσία, και φυσικά πολύ καλή η ερμηνεία του Στίβεν Φράι, ένας ηθοποιός και
συγγραφέας που του πηγαίνει «γάντι» όπως συνηθίζεται να λέμε ο ρόλος, του
άγγλου ευφυολόγου και σαρκαστή της πουριτανικής ηθικής και συμπεριφοράς των
συμπατριωτών του Όσκαρ Ουάϊλντ, αλλά, έλειπε κατά την γνώμη μου η εμβάθυνση του
όλου ζητήματος και των κοινωνικών αναστολών και κοινωνικού ταρτουφισμού των
εγγλέζων στο τέλος σχεδόν της περιβόητης βικτωριανής περιόδου. Μιας κοινωνίας,
που ενώ ανέδειξε και δόξασε στην αρχή τον άγγλο συγγραφέα και ποιητή, και τον
ανέβασε πάνω σε ένα βάθρο, και τον απολάμβανε τις δεικτικές κριτικές προς το
πρόσωπό της μέσα στα θεατρικά του έργα, δέχονταν το ελεύθερο πνεύμα του και την
ελευθεροστομία του, μετά την περιβόητη Δίκη του, τον καταδίκασε και τον έστειλε
στα κάτεργα για ένα χρονικό διάστημα, και τον κατέστρεψε σε προσωπικό και
καλλιτεχνικό επίπεδο για πολλές δεκαετίες. Έως ότου, με την αλλαγή των
κοινωνικών και εθιμικών συνθηκών μετά τους δύο παγκόσμιους πολέμους στην γηρεά
και αποικιοκρατική ήπειρο, αποφασίσει, να εξιλεωθεί απέναντι στον ίδιο και το
έργο του, να επανασχεδιάσει τον μύθο του και να τον εντάξει στους επίσημους
καταλόγους της αγγλικής λογοτεχνικής παράδοσης. Ο τάφος του βρίσκεται στο
κοιμητήριο του Πιέρ Λασέζ στο Παρίσι στην Γαλλία όπου πέρασε τα τελευταία
δύσκολα χρόνια της ζωής του άφραγκος και εξαθλιωμένος, αλλά η στάχτη του έχει
εναποτεθεί στο Poets’
Corner
στο
Αββαείο του Γουέστ μίνιστερ το 1995. Η βικτωριανή εποχή δεν του στράγγιξε κάθε
ικμάδα του πνεύματός του αλλά και τους χυμούς της ίδιας της ζωής του. Τον
αποδυνάμωσε από κάθε της ζωής εφόδια, τον ευτέλισε και τον διαπόμπευσε, τον
οδήγησε στον βιολογικό του θάνατο. Τον λησμόνησε, διέγραψε το έργο του για ένα
διάστημα, έως ότου, απεφάσισε ξανά, να τον επανεντάξει στον γαλαξιά της
πολιτιστικής της αθανασίας και αναγνώρισης. Του έδωσε έστω και καθυστερημένα,
με την πάροδο δεκαετιών, τον σεβασμό που του όφειλε και την δημοσιότητα που του
άξιζε. Ανεβάζοντας ξανά και ξανά πολλά του θεατρικά έργα στις θεατρικές σκηνές,
επανεκδίδοντας τα έργα του, γυρίζοντας ταινίες για την ζωή του και φιλμ
βασιζόμενα στις συγγραφικές και θεατρικές του δημιουργίες. Αναγνωρίστηκε η
κλασική του παιδεία και μόρφωση, το ταλέντο του και η ευφυΐα του. Η ωραία αυτή
ταινία για την ζωή του Όσκαρ Ουάϊλντ, του 1997, δυστυχώς στάθηκε και πάλι σε
διάφορα σκανδαλοθηρικές στιγμές του Ουάϊλντ, όπως και αυτή του 2018, και δεν
φώτισε όσο της άξιζε την διαδρομή του. Και οι δύο σύγχρονές μας ταινίες
στάθηκαν στα ευφυολογήματά του για να «καλύψουν» τα ενδιάμεσα κενά της
αφήγησης. Ο Στίβεν Φράϊ ήταν εκπληκτικός σαν Ουάϊλντ όπως και ο Ρούπερτ Έβερτ,
αλλά δεν έδωσαν την ψυχή του Ουαλδικού δράματος. Στάθηκαν στις αντιδράσεις και
τις αναφορές άλλων πηγών που αμαυρώνουν την προσωπικότητά του. Ασφαλώς, ο
σκηνοθέτης που τον γνωρίζαμε από την ταινία του «Τομ και Βιβ» σκιαγράφησε την
ζωή του κρατώντας αποστάσεις από το προσωπικό του δράμα, αλλά, η αφηγηματική
του ματιά, δεν ξεπέρασε τα εσκαμμένα της κοινωνικής τότε ηθικής αντιμετώπισης,
μετέφερε το δράμα, στην ίδια την σίγουρα αυτοκαταστροφική συμπεριφορά του
Ουάϊλντ. Το σενάριο της ταινίας-έτσι όπως το ξαναβλέπω σε c.d. που δόθηκε από ημερήσια
εφημερίδα-είναι σφιχτό, δεν κάνει κοιλιά και βοηθά στην ερμηνεία των ρόλων. Η
φωτογραφία του Μάρτιν Φούμπρερ είναι εξαιρετική θυμίζει σε πλάνα της ταινίας,
πίνακες ζωγράφων της εποχής. Η δε ευτραφή και κάπως πλαδαρή κορμοστασιά του
καλού ηθοποιού Στίβεν Φράι, οι θλιμμένες σε στιγμές της ταινίας εκφράσεις του
προσώπου του και του βλέμματός του, ξεφεύγουν από μια κλισέ σχηματοποίηση της
αναπαράστασης αυτής της ιερής και ταυτόχρονα κολασμένης μεγαλοφυϊας, που
λέγεται Όσκαρ Ουάϊλντ και όχι Χόλαντ, όπως αναγκάστηκε η οικογένεια του μετά
από το σκάνδαλο να αλλάξει το επίθετό της.
Η φετινή
ταινία The
Happy
Prince
του
σεναριογράφου, σκηνοθέτη και ηθοποιού που υποδύεται τον ρόλο, Ρούπερτ Εβερετ,
εξιστορεί τις τελευταίες σχεδόν μέρες του πιο διάσημου συγγραφέα της εποχής του
και την διαμονή του σε ένα Παριζιάνικο ξενοδοχείο που ενοικίαζε μετά την
αποφυλάκισή του. Φτωχός, εξαθλιωμένος, με διαλυμένη οικογένεια, μακριά από τα
δυό του παιδιά, παραγκωνισμένος από το φιλικό και καλλιτεχνικό του παλαιό
περιβάλλον, εξαίρεση ένα δύο καλοί πιστοί και αφοσιωμένοι του φίλοι, ζει με το
ψευδώνυμο που είχε όταν βρίσκονταν στην φυλακή, Σεμπάστιαν Μέλμοθ. Ο σκηνοθέτης
παρουσιάζει έναν Ουάϊλντ εντελώς εξαθλιωμένο, που δεν θυμίζει τίποτε από τον
παλαιό εκκεντρικό και δανδή, ένα άτομο παρακμιακό, αφημένο στην ελεημοσύνη
μερικών πιστών του παλαιών συντρόφων και φίλων, διαλυμένο εσωτερικά πρόσωπο,
που έχει αφεθεί στην μοίρα του, πίνοντας και κρατώντας αναμμένη ακόμα την
ερωτική φλόγα μέσα του για τον νεαρό εραστή του. Σε κάποια ρήση του, ο Ουάϊλντ
είπε ότι ενώ ο πατέρας μου με πήγε στην Οξφόρδη, η αγγλική κοινωνία με οδήγησε
στην φυλακή», όπως η μνήμη μου έχει συγκρατήσει. Όμως υπάρχουν άτομα όπως έχει
γράψει ο έλληνας ποιητής Κώστας Καρυωτάκης, που γεννιούνται με την κακιά ώρα
μέσα τους. Και ένα τέτοιο πρόσωπο υπήρξε ο Όσκαρ Ουάϊλντ. Το άστρο του και η
λάμψη του κράτησε μια περίπου δεκαπενταετία, κατόπιν έσβησε και επανήλθε ξανά
αρκετά χρόνια μετά την βιολογική του απώλεια.
Ο Έβερτ, δυστυχώ κατά την γνώμη μου, δεν φώτισε την
ταραγμένη πορεία αυτού του αυτοκαταστροφικού ατόμου. Τα διάφορα φλας μπακ και
οι παλαιές αναπολήσεις του δεν ολοκλήρωσαν το πορτραίτο του Ευτυχισμένου
πρίγκιπα . Ο τίτλος της ταινίας βασίζεται σε ένα θαυμάσιο και καταπληκτικό
παραμύθι από αυτά τα εξαίσια που έγραψε ο ποιητής Ουάϊλντ για μικρά αλλά και
μεγάλα παιδιά. Ούτε πάλι, ορισμένα από τα ευφυολογήματά του, τα αυτοσαρκαστικά,
εξιλεώνουν την παρουσία την παρακμιακή παρουσία του συγγραφέα που κινείται
μεταξύ ενός αρρωστημένου ερωτικού πάθους για τον «Μπόζι» του, και το αψέντι.
Υπάρχουν σκηνές, σε χαμαιτυπεία της εποχής, που θυμίζουν drag sow. Ο Ρούπερτ Έβερεττ μας παρουσιάζει
έναν εκχυδαϊσμένο και λάγνο Ουάίλντ, ο οποίος άγεται και φέρεται μέσα σε ένα
περιβάλλον περιθωριακών τύπων, όπου τον οδηγεί ο μεγάλος του έρωτας, για να
καλύψει τις δικές του σεξουαλικές ανάγκες. Η προσπάθειά του να επανασυνδεθεί με
την σύζυγό του Κονστάνς και τα δύο του παιδιά, αποτυγχάνει εξαιτίας
αρρωστημένου πάθους του για τον Άλφρεντ Ντάγκλας, που πίστευε ότι τώρα που
βγήκε από την φυλακή θα μπορούσαν να ξαναζήσουν ευτυχισμένες στιγμές του
παρελθόντος τους. Ιδιαίτερα μετά τον θάνατο του πατέρα του Μπόζι, που προκάλεσε
την δίκη και καταδίκη του.
Ο σκηνοθέτης, έστησε το πορτραίτο των τελευταίων
ημερών του συγγραφέα, μέσα σε ένα αρρωστημένο περιβάλλον, σε ένα κλίμα φτηνών
απολαύσεων, ερωτικών συνευρέσεων επι χρήμασί για την ικανοποίηση του Άλφρεντ
Ντάγκλας, ο οποίος ακόμα και στις στιγμές της πτώσης του και τις εξαθλίωσής
του, δεν έπαυε να τον απομυζά οικονομικά, και να τον παρασέρνει σε καταστάσεις
αδιέξοδες και καταστροφικές. Ο θάνατος με πολλές μορφές, είναι παρόν μέσα σε
όλο αυτό το κλίμα των τελευταίων ημερών του συγγραφέα. Η ευτυχία που δεν θα
επανέλθει παρά τις προσδοκίες του, έχει μετατραπεί σε ένα αργόσυρτο ντεκαντάνς
βάδισμα του Ουάϊλντ. Ακόμα και όταν οι δύο πιστοί και αγαπημένοι του φίλοι που
του συμπαραστέκονται τον συμβουλεύουν να πάψει να βλέπει τον νεαρό δανδή και
καιροσκόπο που επιδρά αρνητικά επάνω του, αυτός αρνείται, οδηγούμενος ίσως από
μια ενδόμυχη συναίσθηση στην καταστροφή. Η μοίρα των ανθρώπων παίζει πολλά και
σκοτεινά παιχνίδια που πολλές φορές, ούτε να τα ερμηνεύσουμε μπορούμε, ούτε να
τα σταματήσουμε. Όπως και νάχει, η απομυθοποίηση του Oscar Wilde στην ταινία του σκηνοθέτη και
σεναριογράφου Rupert
Everett
που υποδύθηκε και τον ομώνυμο ρόλο είναι τελειωτική. Παρά την παρέλευση τόσων
δεκαετιών, την διέλευση του νέου αιώνα-μετά τον θάνατό του το 1900, στην αρχή
ενός νέου αιώνα και στο κλείσιμο του παλαιού, μάλλον δεν γνωρίζουμε αρκετά καλά
το τοπίο των πληροφοριών μέσα στο οποίο έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του
ο άγγλος ποιητής και συγγραφέας. Υπάρχουν πολλές ανεκδοτολογικές αναφορές, που
περισσότερο εκφράζουν τα πρόσωπα που ήταν κοντά του παρά τον ίδιο. Η αλληλογραφία,
του δυστυχώς, λόγο του σκανδάλου καταστράφηκε από τους παραλήπτες, μας έμειναν
ελάχιστες επιστολές προς τον αγαπημένο του Μπόζι, αυτό το μοιραίο άτομο της
ζωής του. Όπως και οι μαρτυρίες του παλαιού ερωμένου του και στενού του φίλου,
που του στάθηκε μέχρι τελευταία στιγμή, παρακάμπτοντας τις τρέλες και
παραξενιές του. Η σκηνή πάνω στον τάφο του ποιητή κατά την στιγμή της ταφής
του, με τον Μπόζι και τον πιστό του φίλο, είναι από τις κάκιστες για έναν
συγγραφέα του διαμετρήματος του Ουάϊλντ. Ο τσακωμός για το ποιος θα μείνει στην
ιστορία σαν σύντροφος του ποιητή είναι νομίζω μια αδερφίστικη αντιμετώπιση που
δεν ταιριάζει στον αφοσιωμένο και γεμάτο καλοσύνη και ζεστασιά Ρόμπυ Ρος, τον
υποδύεται ο Edwin
Thomas,
ο οποίος όχι μόνο κρατά άσβηστο τον έρωτά του για τον Ουάϊλντ,-παρά την άσχημη
πολλές φορές συμπεριφορά εκείνου-αλλά φαίνεται και ωριμότερός του, καθώς
προσπαθεί συνεχώς να τον αποτρέψει να βλέπει τον Μπόζι, να ακούσει τις
συμβουλές της γυναίκας του, και να τον αποτρέψει από την καταστροφή. Δηλαδή, από
τον ίδιο του τον εαυτό.
Η ταινία ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ ΟΣΚΑΡ, είναι ένας οξύμωρος
τίτλος, κάθε άλλο έχει σχέση με την σκιαγράφηση του πορτραίτου του συγγραφέα,
έστω και αν βασίζεται σε ένα παιδικό παραμύθι που έγραψε και αναφέρεται στην
ανιδιοτελή θυσία και αγάπη. Ο σκηνοθέτης, αποκαθηλώνει από κάθε σημείο του
χαρακτήρα του που θα μπορούσε να μας τον καταστήσει συμπαθή και ελκυστικό. Οι
τελευταίες του ενέργειες και συμπεριφορές τον κάνουν απωθητικό στα μάτια των
θεατών, παρά την τραγικότητα της φυσιογνωμίας του, παρά την μεταμέλειά του όπως
μας φανερώνεται στο γνωστό του ποίημα «Η Μπαλάντα της φυλακής του Ρήντινγκ» και
κυρίως, στο πέμπτο ευαγγέλιο όπως το έχουν αποκαλέσει «Εκ Βαθέων» το γνωστό De Profoundis. Η κάθαρση και η
εξιλέωση της κοινωνίας στο πρόσωπό του, δεν επέρχεται με αυτήν την ταινία.
Τα στερνά τιμούν τα πρώτα λέει μια παλαιά ελληνική
παροιμία, και αυτό, δεν φαίνεται στην παρούσα ταινία.
Ευτύχημα
αποτελεί, την ίδια περίοδο που προβάλλεται η ως άνω ταινία, για να κλείσω την
προηγούμενη αναφορά μου, η προβολή μιας ενδιαφέρουσας gay movies, μια γερμανοεβραϊκής παραγωγής αν
δεν κάνω λάθος, της Cakemaker, μιας τρυφερής και
ευαίσθητης ταινίας, που δείχνει όχι μόνο την αγάπη και τρυφερότητα ενός
ισραηλινού με έναν γερμανό, αλλά και στο πως αντιστρέφονται αρμονικά οι ρόλοι,
και μετά τον θάνατο του ισραηλινού εραστή από ατύχημα, ο γερμανός ζαχαροπλάστης
τυχαίος σύντροφός του αναζητά την οικογένειά του, γνωρίζει την γυναίκα του και
ζητά από εκείνη να εργαστεί σαν υπάλληλος στο μαγαζί τους για να γνωρίσει το περιβάλλον
και την ατμόσφαιρα που ζούσε ο πεθαμένος πια σύντροφός του. Χωρίς να αποκαλύψει
το μυστικό του έρωτά του ούτε στην μητέρα του ισραηλίτη εραστή του που
διαισθάνθηκε τις σχέσεις τους. Και μετά από μια τυχαία αποκάλυψη της γυναίκας
του εβραίου αμφιφυλόφιλου εραστή του, εκείνη τον διώχνει από το μαγαζί και του
ζητά να εγκαταλείψει και την χώρα της. Όμως, υπάρχει κάτι τρυφερό και ευαίσθητο
σε αυτήν την ταινία, η γυναίκα του εραστή του, τον ερωτεύεται, όπως και εκείνος
και φεύγει να τον αναζητήσει στην Γερμανία πλέον όπου είναι το μαγαζί του. Πολύ
ωραία ταινία, διακριτική και τρυφερή, με καλές ερμηνείες και πλάνα. Ο φακός εστιάζεται
στα συναισθήματα που αναπτύσσονται μεταξύ της συζύγου που αντιλαμβάνεται τον βαθύ
έρωτα του εραστή του άντρα της προς αυτόν και την επιθυμία της να σταθεί δίπλα του.
Μια ταινία, που μαζί με την ερωτικά μυητική περσινή Call me by your name είναι
μικρές κινηματογραφικές ανάσες ευαισθησίας μπροστά στην πλημμυρίδα της βίας και
των ξέφρενων ρυθμών του αμερικάνικου και ευρωπαίκού κινηματογράφου, που στροβιλίζονται
γύρω από εμπόρους και διακινητές ναρκωτικών και γκανγκστερικές συμμορίες.
Συμπληρωματικά να αναφέρω ότι στο διαδίκτυο, ερευνώντας,
παρακολούθησα μια γαλλική ταινία που διαδραματίζεται την περίοδο της γερμανικής
κατοχής στην Γαλλία. Την Un
Amour
a
taire
Christian
Faure
ή
A
love to Hide, μια ταινία του 2005, εξαιρετικής ανθρωπιάς
που δείχνει όλη την βαρβαρότητα των ναζιστικών στρατευμάτων στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως
τόσο απέναντι των εβραίων όσο και απέναντι των ομοφυλόφιλων. Σκηνές του θυμίζουν
το θεατρικό έργο «ΜΠΕΝΤ» που είχαμε δει παλαιά στο θέατρο με το δίδυμο Πέτρο Φυσσούν
και Γιάννη Φέρτη. Είναι η ιστορία δύο γάλλων αδερφών που αγαπούν την ίδια κοπέλα,
την αναμεταξύ τους ζήλεια, τον έρωτα του ενός αδερφού και προς την κοπέλα αλλά και
προς έναν γάλλο αντιστασιακό- διατηρούν σχέση αρκετά χρόνια-την οικογενειακή επιχείρηση
της οικογένειας που είναι φίλοι της κυβέρνησης του στρατηγού Πεταίν, την παραβατική
συμπεριφορά του άλλου αδερφού (του ετεροφυλόφιλου), τις σχέσεις του με γάλλους μαυραγορίτες,
τις αντιστασιακές τους πράξεις και τέλος, τον αφανισμό τους με διαφορετικό τρόπο
ο καθένας, αφήνοντας πίσω τους όμως ένα παιδί που έκαναν με την διωκόμενη εβραιοπούλα.
Η οποία μετά την απελευθέρωση, δημιούργησε την οικογένειά της εξακολουθώντας όμως
όπως η ίδια στο τέλος του έργου λέει. «ότι δεν μπορείτε να μου απαγορεύσετε να θυμάμαι»
καθώς πηγαίνει με τα εγγόνια της να αποθέσει ένα μπουκέτο λουλούδια στο κοινό μνήμα
των εκτελεσθέντων ομοφυλόφιλων και άλλων γάλλων πολιτών κατά την διάρκεια του πολέμου.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 9/12/2018
Πολιτισμός και Ιστορία σημαίνει Μνήμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου