Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2018

Ρωμανού του Μελωδού, Της αγίας και πανσέπτου γεννήσεως του κυρίου ημών Ιησού Χριστού


«… μετά λύχνου του άστρου εκζητούντες,….»

ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΝΣΕΠΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
      Προοίμιον

Η παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει,
και η γη το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει ΄
άγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσι,
μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσι ΄
δι’ ημάς γάρ εγεννήθη
παιδίον νέον, ο προ αιώνων θεός.
       Οίκοι
α΄
 Την Εδέμ Βηθλεέμ ήνοιξε, δεύτε ίδωμεν ΄
την τρυφήν εν κρυφή ηύραμεν, δεύτε λάβωμεν
τα του παραδείσου εντός του σπηλαίου ΄
εκεί εφάνη ρίζα απότιστος βλαστάνουσα άφεσιν,
εκεί ηυρέθη φρέαρ ανόρυκτον,
ού πιείν Δαϋίδ πρίν επεθύμησεν ΄
εκεί παρθένος τεκούσα βρέφος
την δίχαν έπαυσεν ευθύς την του Αδάμ και του Δαυϊδ ΄
διά τούτο προς τούτο επειχθώμεν, πού ετέχθη
παιδίον νέον, ο πρό αιώνων θεός.
Ακροστιχίδα: ΤΟΥ ΤΑΠΕΙΝΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ Ο ΥΜΝΟΣ

β΄
 Ο πατήρ της μητρός γνώμη υιός εγένετο ΄
ο σωτήρ των βρεφών βρέφος εν φάτνη έκειτο ΄
όν κατανοούσα φησίν η τεκούσα ΄
«Ειπέ μοι, τέκνον, πώς ενεσπάρης μοι ή πώς ενεφύης μοι;
ορώ σε, σπλάγχνον, και καταπλήττομαι,
ότι γαλουχώ και ού νενύμφευμαι ΄
και σε μέν βλέπω μετά σπαργάνων,
την παρθενίαν δε ακμήν εσφραγισμένην θεωρώ ΄
σύ γάρ ταύτην φυλάξας εγεννήθης ευδοκήσας
παιδίον νέον, ο πρό αιώνων θεός.

γ΄
Υψηλέ βασιλεύ, τι σοι και τοίς πτωχεύσασι;
ποιητά ουρανού, τι προς γηϊνους ήλυθας;
σπηλαίου ηράσθης ή φάτνη ετέρφης;
ιδού ούκ έστι τόπος τη δούλη σου εν τω καταλύματι ΄
ού λέγω τόπον, αλλ’ ουδέ σπήλαιον,
ότι και αυτό τούτο αλλότριον ΄
και τη μέν Σάρρα τεκούση βρέφος
εδόθη κλήρος γης πολύς, εμοί δε ούτε φωλεός ΄
εχρησάμην το άντρον, ό κατώκησας βουλήσει
παιδίον νέον, ο πρό αιώνων θεός».

δ΄
Τα τοιαύτα ρητά εν απορρήτω λέγουσα
και των αφανών γνώστην καθικετεύουσα
ακούει των  μάγων το βρέφος ζητούντων ΄
ευθύς δε τούτοις ΄ «Τίνες υπάρχετε;» η κόρη εβόησεν ΄
οι δε προς ταύτην ΄ «Σύ γάρ τις πέφυκας,
ότι τον τοιούτον απεκύησας;
τις ο πατήρ σου; Τις η τεκούσα;
Ότι απάτορος υιού εγένου μήτηρ και τροφός,
ού το άστρον ιδόντες συνήκαμεν ότι ώφθη
παιδίον νέον, ο πρό αιώνων θεός.
ε΄
Ακριβώς γάρ ημίν ο Βαλαάμ παρέθετο
των ρημάτων τον νούν ώνπερ προεμαντεύσατο,
ειπών ότι μέλλει αστήρ ανατέλλειν,
αστήρ σβεννύων πάντα μαντεύματα και τα οιωνίσματα ΄
αστήρ εκλύων παραβολάς σοφών
ρήσεις τε αυτών και τα αινίγματα ΄
αστήρ αστέρος του φαινομένου
υπερφαιδρότερος πολύ ως πάντων άστρων ποιητής,
περί ού προεγράφη εκ του Ιακώβ ανατέλλει
παιδίον νέον, ο πρό αιώνων θεός».
στ΄
Παραδόξων ρητών η Μαριάμ ως ήκουσε,
τώ εκ σπλάχνων αυτής κύψασα προσεκύνησε
και κλαίουσα είπε ΄ «Μεγάλα μοι τέκνον,
μεγάλα πάντα, όσα εποίησας μετά της πτωχείας μου ΄
ιδού γάρ μάγοι έξω ζητούσί σε
των ανατολών οι βασιλεύοντες ΄
το πρόσωπόν σου επιζητούσι
και λιτανεύουσιν ιδείν οι πλούσιοι του σου λαού ΄
ο λαός σου γάρ όντως εισίν ούτι εγνώσθης
παιδίον νέον, ο πρό αιώνων θεός.
ζ΄
Επειδή ούν λαός σός έστι, τέκνον, κέλευσον
υπό σκέπην την σήν γένωνται, ίνα ίδωσι
πενίαν πλουσίαν, πτωχείαν τιμίαν ΄
αυτόν σε δόξαν έχω και καύχημα ΄ διό ούκ αισχύνομαι ΄
αυτός εί χάρις και η ευπρέπεια
της σκηνής καμού νεύσον εισέλθωσιν ΄
ουδέν μοι μέλλει της ευτέλειας ΄
ως θησαυρόν σε γάρ κρατώ, όν βασιλείς ήλθον ιδείν
βασιλέων και μάγων εγνωκότων ότι ώφθης
παιδίον νέον, ο πρό αιώνων θεός».
η ΄
Ιησούς ο Χριστός όντως και ο θεός ημών
των φρενών αφανώς ήψατο της μητρός αυτού
«Εισάγαγε» λέγων «ούς ήγαγον λόγω ΄
εμός γάρ λόγος τούτοις επέλαμψε τοίς επιζητούσί με ΄
αστήρ μέν έστιν είς το φαινόμενον,
δύναμις δε τις προς το νοούμενον ΄
συνήλθε  μάγοις ως λειτουργών μοι
και έτι ίσταται πληρών την διακονίαν αυτού
και ακτίσι δεικνύων τον τόπον όπου ετέχθη
παιδίον νέον, ο πρό αιώνων θεός.
θ΄
Νύν ούν δέξαι, σεμνή, δέξαι τους δεξαμένους με ΄
εν αυτοίς γάρ ειμί ώσπερ εν ταις αγκάλαις σου ΄
και σού ούκ απέστην κακείνους συνήλθον».
η δε ανοίγει θύραν και δέχεται των μάγων το σύστημα ΄
ανοίγει θύραν η απαράνοικτος
πύλη, ήν Χριστός μόνος διώδευσεν ΄
ανοίγει θύραν η ανοιχθείσα
και μη κλαπείσα μηδαμώς τον της αγνείας θησαυρόν ΄
αυτή ήνοιξε θύραν, αφ’ ής εγεννήθη θύρα,
παιδίον νέον, ο πρό αιώνων θεός.
ι΄
Οι δε μάγοι ευθύς ώρμησαν είς τον θάλαμον
και ιδόντες Χριστόν έφριξαν, ότι είδοσαν
την τούτου μητέρα, τον ταύτης μνηστήρα ΄
και φόβω είπον ΄ «Ούτος υιός έστιν αγενεαλόγητος ΄
και πώς, παρθένε, τον μνηστευσάμενον
βλέπομεν ακμήν ένδον του οίκου σου;
ούκ έσχε μώμον η κύησίς σου;
μη η κατοίκησις ψεχθή συνόντος σοι του Ιωσήφ ΄
πλήθος έχεις φθονούντων, ερευνώντων που ετέχθη
παιδίον νέον, ο πρό αιώνων θεός».
ια΄
«Υπομνήσω υμάς», μάγοις Μαρία έφησε,
«τίνος χάριν κρατώ τον Ιωσήφ εν οίκω μου ΄
εις έλεγχον πάντων των καταλαλούντων ΄
αυτός γάρ λέξει άπερ ακήκοε περί του παιδίου μου ΄
υπνών γάρ είδεν άγγελον άγιον
λέγοντα αυτώ, πόθεν συνέλαβον ΄
πυρίνη θέα τον ακανθώδη
επληροφόρησε νυκτός περί των λυπούντων αυτόν ΄
δι’ αυτό σύνεστί μοι Ιωσήφ δηλών ως έστι
παιδίον νέον, ο πρό αιώνων θεός.
ιβ΄
Ρητορεύει σαφώς άπαντα άπερ ήκουσεν ΄
απαγγέλλει τρανώς όσα αυτός εώρακεν
έν τοις ουρανίοις και τοις επιγείοις
τα των ποιμένων, πώς συνανύμνησαν πηλίνοις οι πύρινοι ΄
υμών των μάγων, ότι προέδραμεν
άστρον φωταυγούν και οδηγούν υμάς ΄
διό αφέντες τα προρρηθέντα
εκδιηγήσασθε ημίν τα νύν γενόμενα υμίν ΄
πόθεν ήκατε, πώς δε συνήκατε ότι ώφθη
παιδίον νέον, ο πρό αιώνων θεός;»
ιγ΄
Ως δε ταύτα αυτοίς η φαεινή ελάλησεν,
οι της ανατολής λύχνοι προς ταύτην έφησαν ΄
«Μαθείν θέλεις, πόθεν ηλύθαμεν ώδε;
εκ γης Χαλδαίων, όθεν ού λέγουσι ΄ «θεός θεών κύριος»,
εκ Βαβυλώνος, όπου ούκ οίδασι
τις ο ποιητής τούτων ών σέβουσιν ΄
εκείθεν ήλθε και ήρεν ημάς
ο του παιδίου σου σπινθήρ εκ του πυρός του Περσικού ΄
πυρ παμφάγον λιπόντες πύρ δροσίζον θεωρούμεν
παιδίον νέον, τον πρό αιώνων θεόν.
ιδ΄
Ματαιότης εστί ματαιοτήτων άπαντα ΄
αλλ’ ουδείς εν ημίν ταύτα φρονών ευρίσκεται ΄
οι μέν γάρ πλανώσιν, οι δε και πλανώνται ΄
διό παρθένε, χάρις τω τόκω σου, δι’ ού ελυτρώθημεν
ού μόνον πλάνης, αλλά και θλίψεως
των χωρών πασών ώνπερ διήλθομεν,
εθνών ασήμων, γλωσσών αγνώστων,
περιερχόμενοι την γην και εξερευνώντες αυτήν
μετά λύχνου του άστρου εκζητούντες, πού ετέχθη
παιδίον νέον, ο πρό αιώνων θεός.
ιε΄
Αλλ’ ως έτι αυτόν τούτον τον λύχνον είχομεν,
την Ιερουσαλήμ πάσαν περιωδεύσαμεν
πληρούντες εικότως τα της προφητείας ΄
ηκούσαμεν γαρ, ότι ηπείλησε θεός ερευνάν αυτήν ΄
και μετά λύχνου περιηρχόμεθα
θέλοντες ευρείν μέγα δικαίωμα ΄
αλλ’ ούχ ευρέθη, ότι επήρθη
η κιβωτός αυτής μεθ’ ών συνείχε πρότερον καλών ΄
τα αρχαία παρήλθεν ανακαίνισε γάρ πάντα
παιδίον νέον, ο πρό αιώνων θεός».
ιστ΄
«Ναι», φησί, τοίς πιστοίς μάγοις Μαρία έφησε,
«την Ιερουσαλήμ πάσαν περιωδεύσατε,
την πόλιν εκείνην την προφητοκτόνον;
και πώς αλύπως ταύτην  διήλθατε την πάσι βασκαίνουσαν;
Ηρώδην πάλιν πώς διελάθετε
τον αντί θεσμών φόνους εμπνέοντα;»
οι δε προς ταύτην, φησί ΄ «Παρθένε,
ού διελάθομεν αυτόν, αλλ’ ενεπαίξαμεν αυτώ ΄
συνετύχομεν πάσιν ερωτώντες πού ετέχθη
παιδίον νέον, ο πρό αιώνων θεός».
ιζ΄
Ότε ταύτα αυτών η θεοτόκος ήκουσεν,
τότε είπεν αυτοίς ΄ «Τι υμάς επηρώτησεν
Ηρώδης ο άναξ και οι Φαρισαίοι;»
«Ηρώδης πρώτον, είτα ως έφησας οι πρώτοι του έθνους σου
τον χρόνον τούτου του φαινομένου νύν
άστρου παρ’ ημών εξηκριβώσαντο ΄
και επιγνόντες ως μη μαθόντες
ούκ επεθύμησαν ιδείν όν εξηρεύνησαν μαθείν,
ότι τοίς ερευνώσιν οφείλει θεωρηθήναι
παιδίον νέον, ο πρό αιώνων θεός.
ιη΄
Υπενόουν ημάς άφρονας οι ανόητοι
και ηρώτων, φησί ΄ «πόθεν και πότε ήκατε;
πώς μη φαινομένας ωδεύσατε τρίβους;»
ημείς δε τούτοις όπερ ηπίσταντο αντεπηρωτήσαμεν ΄
«υμείς το πάρος πώς διωδεύσατε
έρημον πολλήν ήνπερ διήλθετε;
ο οδηγήσας τους απ’ Αιγύπτου
αυτός ωδήγησε και νυν τους εκ Χαλδαίων προς αυτόν,
τότε στύλω πυρίνω, νυν δε άστρω τω δηλούντι
παιδίον νέον, τον πρό αιώνων θεόν.
ιθ΄
Ο αστήρ πανταχού ήν ημών προηγούμενος
ώς υμίν ο Μωσής ράβδον επιφερόμενος,
το φως περιλάμπων της θεογνωσίας ΄
υμάς το μάννα πάλαι  διέθρεψε, και πέτρα επότισεν ΄
ημάς ελπίς η τούτου ενέπλησε ΄
τη τούτου χαρά διατρεφόμενοι
ούκ εν Περσίδι αναποδίσαι
διά το άβατον οδόν οδεύειν έσχομεν εν νω
θεωρήσαι ποθούντες, προσκυνήσαι και δοξάσαι
παιδίον νέον, τον πρό αιώνων θεόν».
κ΄
Υπό των απλανών μάγων αυτά ελέγετο ΄
υπό δε της σεμνής πάντα επεσφραγίζετο
κυρούντες του βρέφους τα των αμφοτέρων,
της μέν ποιούντος μετά την κύησιν την μήτραν αμίαντον,
των δε δεικνύοντος μετά την έλευσιν
άμοχθον τον νούν ώσπερ τα βήματα ΄
ουδείς γάρ τούτων υπέστη κόπον,
ως ούκ εμόχθησεν ελθών ο Αμβακούμ προς Δανιήλ ΄
ο φανείς γάρ προφήταις ο αυτός εφάνη μάγοις,
παιδίον νέον, ο πρό αιώνων θεός.
κα΄
Μετά πάντα αυτών ταύτα τα διηγήματα
δώρα μάγοι χερσίν ήραν και προσεκύνησαν
τω δώρω των δώρων, τω μύρω των μύρων ΄
χρυσόν και σμύρναν είτα και λίβανον Χριστώ προσεκόμισαν
βοώντες ΄ «Δέξαι δώρημα τρίυλον,
ως των Σεραφίμ ύμνον τρισάγιον ΄
μη αποστρέψης ως τα του Κάϊν,
αλλ’ εναγκάλισαι αυτά ως την του Άβελ προσφοράν
διά της σε τεκούσης, δι’ ής ημίν εγεννήθης
παιδίον νέον, ο πρό αιώνων θεός».
κβ΄
Νέα νύν φαιδρά βλέπουσα η αμώμητος
μάγους δώρα χερσί φέροντας και προσπίπτοντας,
αστέρα δηλούντα, ποιμένας υμνούντας,
τον πάντων τούτων κτίστην και κύριον ικέτευε λέγουσα ΄
«Τριάδα δώρων, τέκνον, δεξάμενος
τρείς αιτήσεις δός τη γεννησάση σε ΄
υπέρ αέρων παρακαλώ σε
και υπέρ των καρπών της γης και των οικούντων εν αυτή ΄
διαλλάγηθι πάσι δι’ εμού, ότι ετέχθης
παιδίον νέον, ο πρό αιώνων θεός.
κγ΄
Ούχ απλώς γάρ είμι μήτηρ σου, σώτερ εύσπλαγχνε ΄
ούκ εική γαλουχώ τον χορηγόν του γάλακτος ΄
αλλά υπέρ πάντων εγώ δυσωπώ σε ΄
εποίησάς με όλου του γένους μου και στόμα και καύχημα ΄
εμέ γάρ έχει η οικουμένη σου
σκέπην κραταιάν; τείχος και στήριγμα ΄
εμέ ορώσιν οι εκβληθέντες
του παραδείσου της τρυφής, ότι επιστρέφω αυτούς
λαβείν αίσθησιν πάντων δι’ εμού της σε τεκούσης
παιδίον νέον, τον πρό αιώνων θεόν.
κδ΄
Σώσον κόσμον, σωτήρ΄ τούτου γάρ χάριν ήλυθας ΄
στήσον πάντα τά σά ΄ τούτου γάρ χάριν έλαμψας
εμοί και τοίς μάγοις και πάση τη κτίσει ΄
ιδού γάρ μάγοι, οίς ενεφάνισας το φως του προσώπου σου,
προσπίπτοντές σοι δώρα προσφέρουσι
χρήσιμα καλά λίαν ζητούμενα ΄
αυτών γάρ χρήζω, επειδή μέλλω
επί την Αίγυπτον μολείν και  φεύγειν σύν σοί διά σε,
οδηγέ μου, υιέ μου, ποιητά μου,  λυτρωτά μου,
παιδίον νέον, ο πρό αιώνων θεός».
--
       ΡΩΜΑΝΟΣ Ο ΜΕΛΩΔΟΣ
     ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΛΑΜΠΑΔΑΣ πού άναψε αυτός ο νεαρός διάκονος της Βηρυτού φτάνοντας μια μέρα στη Βασιλεύουσα μ’ ένα τυλιχτάρι κάτω από τη μασχάλη, για να κλειστεί σ’ ένα καμαράκι και να γράψει εκατοντάδες ποιήματα, δεν ομολογεί απλώς πίστη και αφοσίωση στην εκκλησία του Χριστού ΄ καίει και θρέφεται από μια παράδοση, που δεν είχε ίσως κανένα πλέον αντίκρισμα στον απέραντο ελληνόφωνο πληθυσμό –ηττημένη καθώς ήτανε από τον μονοθεϊσμό και τις νέες ανθρωπιστικές αξίες-, κρατιότανε όμως γερά, σαν τρόπος έκφραστικός, αγκιστρωμένη από τη γλώσσα, κι έτοιμη , μέσ’ απ’ αυτήν, να περάσει στο αντίπαλο στρατόπεδο για να κατισχύσει με τον ίδιο τρόπο ακριβώς που ο φορέας της είχε, ειρηνικά κι εκείνος, πετύχει να βρεθεί, από υποτελής, κυρίαρχος και ιδρυτής μιάς παντοδύναμης Αυτοκρατορίας. Οι μυστικές πνευματικές δυνάμεις, καθώς βλέπουμε, ακολουθούν κάποτε τη μοίρα των πολιτικών, ή το αντίστροφο ΄ που σημαίνει ότι, σ’ ένα βάθος απώτατο, και οι δυό τους βρίσκονται σε συνεχή συνάρτηση.
     Αν ο Μέγας Κωνσταντίνος ήταν αδύνατον να προβλέψει το αποτέλεσμα που θα μπορούσε να είχε η μετακίνησή του, πόσο μάλλον ο Ρωμανός. Λίγοι, ελάχιστοι ακόμη και σήμερα, έχουμε συνειδητοποιήσει ότι το χαρτί που του έδωσε κάποια νύχτα η Παναγία να καταβροχθίσει, όπως μας λένε τα Συναξάρια, τον έκανε άξιο να μεταμοσχεύσει από τον κορμό του αρχαίου στον κορμό του μεσαιωνικού ελληνισμού έναν ειδικό τρόπο του εκφράζεσθαι πού έφτασε σώος ως τις ημέρες μας. Είναι κάτι τόσο μεγάλο αυτό και-δυστυχώς-σε τόσο μικρό ποσοστό φανερωμένο, που η δυσκολία να το αποδείξεις το αφήνει να πάρει μοιραία το σχήμα της υπερβολής. Και πρώτα-πρώτα ο ίδιος ο Ρωμανός θα ‘χε λόγους να διαμαρτυρηθεί; Καμιά σχέση δεν ήθελε να ‘χει αυτός με τον αρχαίο κόσμο. Ούτε κάν Έλληνας δεν ήταν. Σύρος ή, κατά τον Maas, Εβραίος, έγραψε στην κοινή του καιρού του, μια μεταβατική φάση της ελληνικής, που-υπάρχουνε πολλά δείγματα-τη χειρίσθηκε με τους δισταγμούς και τα παραπατήματα ενός ξένου. Κάτι περίπου όπως «οι μεγάλοι μας σύγχρονοι ποιητές μας που δεν ήξεραν ελληνικά» όπως έλεγε ο Σεφέρης για τον Σολωμό, τον Κάλβο και τον Καβάφη, και πού ωστόσο-ίσως γι’ αυτό-αναπαρθενεύσανε, από έναν δρόμο απροσδόκητον ο καθένας τους, τον ποιητικό λόγο. Επειδή συμβαίνει κι αυτό καμιά φορά στην ποίηση: ο ανεξοικείωτος να συλλαμβάνει αποτελεσματικότερα τις δυνατότητες που παρέχει ένα τέντωμα της γλώσσας, και να τις αποτολμά, όταν ο άλλος ο βαθύς γνώστης, έχει λόγους ν’ αντιστέκεται.
     Αλλά και οι επιστήμονες φιλόλογοι, στην αδυναμία τους να δουν το έργο του Ρωμανού από την καθαρά ποιητική του πλευρά, θ’ απορρίπτανε μια θέση σαν αυτή, χωρίς συζήτηση. Για την αντίληψή τους, οι πηγές, η εξέλιξη του είδους, τα ιστορικά δεδομένα που πλαισιώνουν τη ζωή του υμνογράφου, μεταθέτουν το κέντρο του βάρους αλλού. Λυπούμαι. Είναι οι μόνοι που θα μπορούσαν ν’ απομονώσουν τις συντακτικές ή γλωσσικές ιδιοτυπίες του Ρωμανού και να μας δείξουν αν-και ως ποιο σημείο-στάθηκε τολμηρός ο ποιητής από άγνοια ή από ιδιοσυγκρασία. Μίλησαν περισσότερο για τους παράγοντες πού συντελέσανε στη διαμόρφωση του κοντακίου. Αλλά κι εκεί, μολονότι παραδέχομαι χωρίς αμφιβολία τις ανατολικές επιδράσεις και τον ρόλο τον ισχυρό που δεν μπορεί παρά να έπαιξε ο  Ευφραίμ ο Σύρος, καταλήγω σε απόψεις διαφορετικές. Δεν αποτελεί το κοντάκιο μια βαθμιαία μετάπτωση από τη ρητορική στη στιχουργία ούτε, πολύ περισσότερο, ένα νόθο είδος, όπως ζητά να μας πείσει ο Grosdidier de Matons. Είναι μια επινόηση προσωπική, Βγαίνει ολόκληρο από την ιδιοφυΐα ενός ποιητή πού όσο μεγαλύτερες δυσκολίες θέτει στον εαυτό του, και καταφέρνει να τις ξεπεράσει, τόσο πιο κοντά στον απώτερο στόχο του βρίσκεται. Αν και ιεροκήρυκας, ο Ρωμανός αγωνίζεται στο βάθος, κι αυτός λιγότερο για τις ιδέες που εκφράζει κα περισσότερο για τον τρόπο που τις εκφράζει. Κι απ’ αυτή την άποψη βρίσκω πώς ο «Λόγος στο Πάσχα» του Μελίτωνα Σάρδεων ελάχιστα τον βοήθησε. Αντίθετα, το «Παρθένιο» του Μεθοδίου, κι ας πραγματοποιήθηκε δυό αιώνες νωρίτερα, βρίσκεται από την άποψη της ευφωνιστικής και ρυθμικής ιδιοτυπίας (πού οι ειδικοί βιάστηκαν να τις αποκαλέσουν ανωμαλίες) πολύ κοντά του. Προμηνύει, από τότε κιόλας, ένα πνεύμα που έμελλε να ξαναφέρει στην ελληνική έκφραση το γνώριμο από τις εποχές της ακμής της ήθος.
       Άνωθεν, παρθένοι, βοής
       εγερσίνεκρος ήχος ήλθε νυμφίω λέγων
       πασσυδί υπαντάνειν λευκαίσιν εν στολαίς
       και λαμπάσι προς αντολάς ΄ έγρεσθε πρίν φθάση
       μολείν είσω θυρών άναξ.

       Αγνεύω σοι και λαμπάδες φαεσφόρους
       κρατούσα, νυμφίε, υπαντάνω σοι.
Ναι, από δω και πέρα τα φτερά που ανοίγουν οι στίχοι αυτοί, μας πάνε, περ’ από τις δογματικές θέσεις και τα θεολογικά «πιστεύω», στο βασίλειο της Ποίησης όπου όλες ο ιδέες είναι δεκτές, αρκεί να μετεωρίζονται.

Η ΕΙΚΟΝΑ ΠΟΥ είχα σχηματίσει για τον Ρωμανό από τις ανεύθυνες εκδόσεις, καθώς και-όχι λιγότερο, δυστυχώς- από την φιλολογική παρουσίαση του Πατμιακού Κώδικα, διαμιάς καθάρισε και μου αποκαλύφθηκε, σ’ όλη της τη σημασία, από την έκδοση των Maas-Trypanis. Σάμπως να έστρεφα μάταια τους φακούς στις διόπτρες μου και ξαφνικά να πέτυχα την μοναδική στιγμή ακρίβειας που γίνεται να προσφέρει το είδωλο σ’ όλη του τη διάρκεια. Τόσο πολύ, μπορεί να πει κανείς, βαρύνει ο συντελεστής των αρχιτεκτονικών γνωρισμάτων σε μια ποίηση όπως αυτή, όπου το νόημα γεννιέται μαζί και μεσ’ από το φραστικό σχήμα που μέλλει να πάρει. Επειδή για κάτι τέτοιο πρόκειται, κι ας μη συγχέουμε την έννοια της μορφής όπως τη συναντούμε εδώ και όπως την έχουμε διδαχθεί από τις ξένες Γραμματολογίες.
     Είναι άλλο εντελώς πράγμα οι τρείς-τέσσερις σταθεροί τύποι που χρησιμοποίησε η δυτική παράδοση επί αιώνες σαν απλά δοχεία, για να τα γεμίσει με το πιο ετερόκλητο υλικό, κι άλλο οι πρωτότυποι κάθε φορά μετρικοί νόμοι πού υποβάλλονται σ’ έναν Έλληνα ποιητή από την ίδια τη φύση των μηνυμάτων που σκοπεύει να μεταδώσει. Όταν μάλιστα τελικός προορισμός των μηνυμάτων αυτών είναι να ψαλούν κάποτε σ’ έναν δημόσιο χώρο, δεν υπάρχει αμφιβολία: η πειθάρχηση σε στιχουργικούς και συλλαβικούς κανόνες αποτελεί μια λειτουργικήν ανάγκη και όχι διόλου μιάν εκζήτηση αισθητική.
     Τώρα, εάν συμβαίνει καμιά φορά-όπως στην περίπτωση του Ρωμανού-, είτε από λάθος του αντιγραφέα είτε από μεταγενέστερη επανορθωτική ενός γλωσσικού τύπου επέμβασή του είτε ακόμη και από μια στιγμιαία-γιατί όχι;- του ποιητή αδυναμία, να σημειώνονται μικρές παρεκκλίσεις,  αυτό δεν αρκεί για ν’ αποτρέψει την αρχή, που επιβλητικά μας παρουσιάζεται, και σχεδόν μας εκπλήττει για την ακρίβειά της, στην οξφορδιανή τυπογραφική εμφάνιση των Cantica Genuina. Χωρίς να υπολογίσει κανείς ότι, πολύ πιθανόν, αυτά που εμείς, σήμερα, θεωρούμε παρεκκλίσεις ήτανε στο βάθος διαζευκτικές ευχέρειες, θεσπισμένες ίσα-ίσα από την προνοητικότητα του Ρωμανού, έτσι ώστε η φόρμα του ν’ αποκτήσει μεγαλύτερη ευκαμψία.
     Δεν ωφελεί σε τίποτε να παραθέσω εδώ πέρα και τους πενήντα οκτώ μοναδικούς και ανεπανάληπτους τονικούς συνδυασμούς και μαρτυρούν πόσο ήξερε και ήθελε να εκμεταλλεύεται ο ποιητής την ποικιλία μέσα στα δοσμένα από τον ίδιον αυστηρά πλαίσια των κοντακίων του. Η τομή, διπλή τις περισσότερες φορές, κάποτε και τριπλή σε κάθε στίχο, του επιτρέπει να «παίξει» ακόμη και σε κάθε κλάσμα στίχου με εξαιρετική δεξιοτεχνία. Αξιοπρόσεκτη εξάλλου είναι η δυσανάλογη συχνότητα των προπαροξυτόνων και οξυτόνων καταλήξεων σχετικά με τις παροξύτονες, φαινόμενο που θα εξακολουθήσει να χαρακτηρίζει ολόκληρη την υμνογραφική παραγωγή ως τις τελευταίες της εκδηλώσεις:…………………………
………………………………………………….
Οδυσσέας Ελύτης, Ρωμανός ο Μελωδός, περιοδικό Εκηβόλος τχ.15/Καλοκαίρι 1986, σ. 1503-1506.
--
Σημειώσεις:
      Αντιγράφω ένα μικρό μέρος του μελετήματος του νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, ολόκληρη η μελέτη του καταλαμβάνει τις σελίδες 1503 έως 1519 του περιοδικού, γραμμένο το 1975. Είναι τεχνικά, για μένα δύσκολο, να αντιγράψω τις γραφικές παραστάσεις που αναφέρονται στην τονική του ρυθμολογία. Το μεταφέρω σαν μικρή εισαγωγή, πριν πληκτρολογήσω τον Ύμνο του αγίου Ρωμανού του Μελωδού «ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΝΣΕΠΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ». Ο εξαίρετος αυτός Ύμνος, είναι το πρώτο Κοντάκιο του Ρωμανού του Μελωδού, του πρώτου τόμου, «ΥΜΝΟΙ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ Α΄», σ.14-33 (στην αριστερή σελίδα υπάρχει το πρωτότυπο κείμενο και στην δεξιά η μετάφραση, που δίνει την δυνατότητα στον αναγνώστη να αντιπαραβάλει την μετάφραση του Ανανία Κουστένη με το αρχαίο κείμενο), με το οποίο ανοίγει η αυλαία της παρουσίασης της ποίησής του, της τελευταίας από όσο μπορώ να γνωρίζω, τρίτομης έκδοσης του έργου του. Βλέπε εκδόσεις «ΑΡΜΟΣ» 2011, σε μετάφραση του αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη. Την επιμέλεια της τρίτομης αυτής έκδοσης είχαν ο Φώτιος Α. Δημητρακόπουλος καθηγητής Βυζαντινής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο Δημήτριος Δ. Τριανταφυλλόπουλος τ. Καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου, ο Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος Φιλόλογος επιμελητής εκδόσεων των Παπαδιαμάντη, Μωραϊτίδη, Πολυβίου και, Δήμητρα Π. Αγγελοπούλου Καθηγήτρια Φιλόλογος Μ. Ε. Δρ. Γλωσσολογίας.
Να υπενθυμίσουμε ότι η μετάφραση των Αίνων, αυτών των θαυμάσιων σε σύλληψη, ύφος, γλώσσα, θεματική περιγραφή, ποιητική επεξεργασία, ρυθμολογία, εικονοποιία, δάνειων ή πρωτογενών πολυσύλλαβων ή ολιγοσύλλαβων λέξεων, πολυσύνθετων ελληνικών διαμαντιών της ελληνικής γλώσσας, που συναπαρτίζουν το ιδιαίτερο προσωπικό του γλωσσάρι με το οποίο εκφράζει την πίστη του στον Χριστό, στην Παναγία και σε άλλα πρόσωπα του ιερού χριστιανικού δράματος, είτε αυτά προέρχονται από την Καινή Διαθήκη είτε από την Παλαιά, ελληνικών λέξεων της εποχής του (του έκτου αιώνα) που υιοθέτησε-«του ταπεινού Ρωμανού» όπως συνήθιζε να υπογράφει τις συνθέσεις των κοντακίων του-ο ποιητής, για να αρχιτεκτονήσει τους Ύμνους του, να σμιλέψει με σεβασμό και καθαρή πίστη πάνω σε ειλητάρια τους θρησκευτικούς εορταστικούς κύκλους της χριστιανικής εκκλησίας και παράδοσης, της παραμυθίας της πίστης, είχαν κυκλοφορήσει σε μια δίτομη έκδοση το 2000 από τις εκδόσεις «Μπούρα», σε μετάφραση του αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη. Το πλήρες έργο του μέγιστου των βυζαντινών υμνογράφων Ρωμανού του Μελωδού, του «Πίνδαρου της ρυθμικής ποίησης» όπως τον έχουν εύστοχα και δίκαια αποκαλέσει, το γνώρισαν στο ευρύ κοινό δύο ερευνητές και επιστήμονες, οι: Paul Maas and Constantine A. Trypanis,  εκδίδοντας τους δύο τόμους “Sancti Romani Melodi Cantica” 1963-1970, Oxford. Μια δυσεύρετη έκδοση ακόμα και την περίοδο της κυκλοφορίας της. Κάπως «λαθραία» στο ευρύ κοινό της θύραθεν παιδείας και ποίησης πέρασε και η έκδοση που πραγματοποίησε η Αποστολική Διακονία της Ελλάδος τα πρώτα χρόνια μετά την μεταπολίτευση (1974), των Κοντακίων, με άλλον μεταφραστή. Μια έκδοση που δεν κατόρθωσα να δω. 
Η τρίτομη αυτή, και τελευταία έκδοση, περιλαμβάνει τους:
ΥΜΝΟΙ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ Α΄,
ΥΜΝΟΙ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ Β΄,
ΥΜΝΟΙ ΣΕ ΑΛΛΑ ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ,
ΥΜΝΟΙ ΣΕ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ,
ΥΜΝΟΙ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΑ ΘΕΜΑΤΑ και,
ΥΜΝΟΙ ΣΕ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥΣ.
Συνολικά, έχουμε 59 ύμνους-κοντάκια του Ρωμανού του Μελωδού, που με επιμέλεια και σεβασμό, γνώση της σύγχρονης ελληνικής γλώσσας και των μυστικών της, μετέφρασε ο αρχιμανδρίτης Ανανίας Κουστένης, (ο τάχα και μεταφραστής), όπως σημειώνει ο ίδιος στο ευσύνοπτο δισέλιδο «Αντί προλόγου».
      Φίλος παλαιός από τον Πειραιά αρκετές δεκαετίες πριν, μου είχε προσφέρει σε φωτοτυπία την έκδοση Maas-Κωνσταντίνου Τρυπάνη. Από αυτήν την παλαιά έκδοση-όπως η μνήμη έχει συγκρατήσει περιείχε μόνο το αρχαίο κείμενο-πρωτοδιάβασα τον Ποιητή άγιο Ρωμανό τον Μελωδό, η μνήμη του εορτάζεται την 1 Οκτωβρίου όπως μας λένε τα συναξάρια. Μεταγενέστερα, σε συνάντηση μου με τον κυρό καθηγητή Νίκο Τωμαδάκη μου δώρισε «Τα Ποιήματά» του και την εργασία του, που αναφέρονταν στο βυζαντινό υμνογραφικό αηδόνι που λέγεται Ρωμανός ο Μελωδός, και που, το εύηχο κελαίδημά του, δεν άνοιξε δρόμους μόνο προς την ουράνια σοφία με τους κατανυκτικούς ΎΜΝΟΥΣ του, αλλά ακούγεται και θαυμάζεται μέχρι των ημερών μας εντός και εκτός εκκλησιαστικού περιβάλλοντος. Στα πρόσφατα χρόνια προμηθευτήκαμε την δίτομη έκδοση των εκδόσεων «Μπούρα» (1997), όπως και δύο ακόμα μεταφράσεις, μέρους του έργου του. Του Κύπριου ποιητή Κυριάκου Χαραλαμπίδη, «Τρείς Ύμνοι» εκδόσεις Άγρα 1997 και «Είς τα άγια νήπια» του ποιητή και μεταφραστή Γιάννη Δάλλα, βλέπε εκδόσεις Απόστροφος-Κέρκυρα 2003. Με τις εκδόσεις αυτές, έχουμε μια όσο γίνεται επαρκή εικόνα των Ύμνων που ύφανε ο ορθόδοξος ποιητής, ο εισηγητής του κοντακίου στον παγκόσμιο οικουμενικό λόγο. Αν προσθέσουμε επίσης και τις δοκιμιακές εργασίες που έχουν γραφτεί για το έργο του ή την παράδοση της Βυζαντινής Υμνογραφίας, βλέπε ενδεικτικά του νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη στο περιοδικό «Εκηβόλος» και κατόπιν στα μελετήματά του «Έν λευκώ» εκδόσεις Ίκαρος 1992, σ.33-, του δοκιμιογράφου από την Θεσσαλονίκη Γιώργου Δέλιου βλέπε βιβλίο του «ΕΠΙΛΟΓΗ»- Δοκίμια και μελέτες, σελίδα 106-, εκδόσεις Νέας Πορείας-Θεσσαλονίκη 1978, του συγγραφέα Γιάννη Μ. Χατζηφώτη, βλέπε βιβλίο του «Βυζάντιο και Ελληνικότητα στη Νεοελληνική Λογοτεχνία» εκδόσεις Κ. & Π. Σμπίλιας 2001, «Ακάθιστος Ύμνος και χαιρετισμοί προς τιμήν αγίων» σ. 9-, του καθηγητή Καριοφίλη Μητσάκη, βλέπε εργασία του «Η θρησκευτική ποίηση στο Βυζάντιο και ο Ρωμανός ο Μελωδός» περιοδικό «Το Περιοδικόν μας» Πειραιάς τχ.10-11/4,5,1959, σ.256-, του καθηγητή Νίκου Β. Τωμαδάκη, «Η Βυζαντινή Υμνογραφία και Ποίησις» Θεσσαλονίκη 1993, του Θεόδωρου Ξύδη, «Βυζαντινή Υμνογραφία» Αθήνα 1978, του Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα, «Εκλογή Ελληνικής Ορθοδόξου Υμνογραφίας» εκδόσεις Σωτήρ 1999, (πολλές επανεκδόσεις) και μια σειρά άλλων ορθόδοξων μελετητών που ασχολήθηκαν με την βυζαντινή υμνολογία και τους υμνογράφους της, εργασίες ελλήνων πατρολόγων όπως αυτές του Παναγιώτη Κ. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία» Θεσσαλονίκη 1992, και ακόμα δοκιμιογράφων και μελετητών του-εντός και εκτός του εκκλησιαστικού χώρου, που ασχολήθηκαν με την επίδραση του Ρωμανού του Μελωδού, και τα δάνεια πάμπολλα στοιχεία που συναντάμε στο ποιητικό έργο του Οδυσσέα Ελύτη, έχουμε μια σαφή και επαρκή σχετικά εικόνα, στον ελληνικό χώρο, τόσο για την πορεία και εξέλιξη της αρχαίας και βυζαντινής υμνογραφίας, όσο και για τον άγιο Ρωμανό τον Μελωδό, τον εισηγητή του Κοντακίου και τους εξαιρετικούς του Ύμνους.
     Στο βιβλίο του «Λογοτεχνικοί και φιλολογικοί όροι»-Βασική ορολογία και λέξεις-κλειδιά για την κατανόηση των κειμένων», βλέπε έκδοση της εφημερίδας «ΤΟ ΒΗΜΑ» 2013, ο Γεράσιμος Αν. Μαρκαντωνάτος στο λήμμα ΚΟΝΤΑΚΙΟ σ.198-, αναφέρει τα εξής:
Η εκκλησιαστική ποίηση αναπτύσσεται σε τρείς περιόδους: στην πρώτη (4ος-5ος αιώνας) παρουσιάζονται σύντομα υμνητικά άσματα, τα τροπάρια στη δεύτερη (6ος-7ος  αι.) εμφανίζονται τα λεγόμενα κοντάκια και στην Τρίτη (7ος-9ος  αι.) οι κανόνες. Το κοντάκιο ή ύμνος αποτελεί σύστημα τροπαρίων (18-30 ή περισσότερα) όπου το πρώτο είναι το «προοίμιο» ή «κουκούλιο» (λέγεται και πολλές φορές και «κοντάκιο») και ακολουθούν συνήθως 24 άλλα τροπάρια, οι οίκοι, τα τροπάρια αυτά προσαρμόζονται κατά το ρυθμό και το μέτρο προς τον πρώτο οίκο, που λέγεται ειρμός. Στο τέλος κάθε οίκου επαναλαμβάνεται αυτούσιο το λεγόμενο εφύμνιο ή ανακλώμενο. Υπάρχει και ακροστιχίδα που συνοδεύει τους οίκους σχηματίζοντας καμιά φορά ολόκληρη φράση. Το προοίμιο ενός κοντακίου διαφέρει κατά κανόνα ρυθμικά και μετρικά από τους οίκους του-είναι δηλαδή ιδιόμελο, ανάλογη διαφορά μπορεί να υπάρχει μεταξύ άρτιων και περιττών οίκων ενός κοντακίου. Το περιεχόμενο των κοντακίων αναφέρεται συνοπτικά στην υπόθεση της εορτής. Συνθέτης περίφημων κοντακίων είναι ο Ρωμανός ο Μελωδός, του οποίου τα κοντάκια έχουν επικολυρικό χαρακτήρα με ζωντανή διήγηση και χαρακτηριστικό διάλογο. Βλέπε και: κανόνας.
     Η λέξη κοντάκιο (υποκοριστικό του κόνταξ = κοντός) σημαίνει βασικά κυλινδρικό ξύλο, όπου γύρω του τυλιγόταν ο παπύρινος ρολός αρχαίου βιβλίου-το βυζαντινό ειλητάριο. (πβ. E. Thompson, Εγχειρίδιο Ελληνικής και Λατινικής Παλαιογραφίας, ελλην. Έκδ. σ.105)
-KRUMBACHER-ΣΩΤΗΡΙΑΔΗΣ, ό.π. τ. Β΄ σ.597. ΝΙΚΟΣ ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, Εισαγωγήν εις την Βυζαντινήν Φιλολογίαν, 2η έκδ. τ. Α΄ τχ. Α΄ Αθήνα 1956, σσ. 159  κ. εξ. The Oxford Dictionary of Byzantium  τ. 2, σ.1148.
Και επικουρικά επίσης, για την καλύτερη κατανόηση της ποίησης του Ρωμανού του Μελωδού, στο «Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων» των Γεράσιμου Αν. Μαρκαντωνάτου-Γιώργου Χρ. Σακελλαριάδη, εκδοτικός οίκος «ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ-ΠΑΙΔΕΙΑ» Θεσσαλονίκη (1979;) αναφέρονται τα εξής στο λήμμα «Ύμνος», σ.485-:
Ύμνος, ο στην αρχαία μελική ποίηση ο ύμνος είναι ένα από τα αρχαιότερα τραγούδια που ψέλνονταν προς τιμή κάποιου θεού. Τα τραγούδια αυτά, που ήταν φτιαγμένα σε δακτυλικό εξάμετρο, είχαν υπόθεση το μύθο του υμνούμενου θεού. Οι ύμνοι που ψάλλονταν με συνοδεία κιθάρας είτε κατά την τέλεση της καθιερωμένης θυσίας προς του θεούς είτε στις γιορτές, αποτελούσαν μέρος της λατρείας.
Αρχαιότατοι ποιητές ύμνων αναφέρονται ο Λύκιος Ωλήνας, ο Πάμφως, ο Ορφέας, ο Εύμολπος, ο Λίνος και ο Μουσαίος. Αργότερα το ποιητικό αυτό είδος καλλιεργήθηκε από μεγάλους ποιητές, όπως από τον Αλκαίο, το Στησίχορο, τον Ανακρέοντα και κυρίως από τον Πίνδαρο………
Και συνεχίζει το λήμμα παρακάτω:
     Από την εποχή της εμφάνισης της νέας θρησκείας του Χριστιανισμού οι χριστιανοί συνθέτουν ύμνους για να τμήσουν το θεό ή τους αγίους. Ανάλογα με την ώρα που ψέλνονταν, οι  αρχαιότεροι θρησκευτικοί ύμνοι διακρίνονταν σε εωθινούς, εσπερινούς, επιλύχνιους κ. ά. Ύμνους για λειτουργική χρήση άρχισαν να φτιάχνουν οι χριστιανοί από τον τρίτο μ. Χ. αιώνα. Τέτοιοι ύμνοι είναι ο εωθινός «Δόξα εν υψίστοις Θεώ», ο επιλύχνιος «Φως ιλαρόν», ο εσπερινός «Αινείτε, παίδες, Κύριον» κ. ά. Οι ύμνοι αυτοί είναι έργα άγνωστων ποιητών. Κατά τον τέταρτο αιώνα έχουμε τους ύμνους του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, που είναι πολύ επηρεασμένος από την κλασική φιλολογία, και του Συνέσιου, του επισκόπου Πτολεμαϊδας. Οι ύμνοι των ποιητών αυτών ποτέ δεν μπήκαν σε λειτουργική χρήση, γιατί ήταν γραμμένοι σε αρχαϊζουσα γλώσσα και σε αρχαία μέτρα. Παρόλο ότι οι ύμνοι τους δεν αντιπροσώπευαν τη λαϊκή ιδιοσυγκρασία της εποχής τους, διαπιστώνει κανείς σ’ αυτούς βαθιά εσωτερικότητα, πάθος και ψυχική καλλιέργεια.
     Η εκκλησιαστική υμνογραφία αρχίζει κυρίως με τους ύμνους του Ρωμανού του μελωδού (τέλη του πέμπτου και αρχές του έκτου αιώνα μ.Χ.) Οι ύμνοι αποτελούνται από μιά ή δυό ή σπάνια τρείς ισόστιχες και ομότονες στροφές, που χρησιμεύουν σαν εισαγωγή και ονομάζονται ειρμός. Ο ειρμός αυτός ακολουθείται από 10 ή 20 ή και περισσότερες ισόστιχες στροφές και στο τέλος κάθε στροφής επαναλαμβάνεται το αυτό εφύμνιο, που αποτελείται από ένα ή δύο σύντομους στίχους. Τα αρχικά γράμματα των στροφών σχηματίζουν συνήθως ακροστιχίδα που άλλοτε είναι τα 24 γράμματα του αλφαβήτου, άλλοτε δηλώνουν το όνομα του ποιητή και άλλοτε το όνομα του ποιητή και του αγίου, για τον οποίο είναι φτιαγμένος ο ύμνος. Η ακροστιχίδα είναι χρήσιμη για την πατρότητα του ύμνου και για την ακεραιότητα και τη σειρά των στροφών. Ο Μεθόδιος Πατάρων χρησιμοποίησε τα 24 γράμματα του αλφαβήτου για ακροστιχίδα στον ύμνο του «Παρθένιον». Λαμπρό παράδειγμα ακροστιχίδας είναι ο ακάθιστος Ύμνος. Το μέτρο των ύμνων δε βασίζεται πιά στην προσωδία, αλλά στον τόνο των λέξεων και στον αριθμό των συλλαβών. Η γλώσσα των ύμνων είναι η κοινή με πολλά δάνεια από την Αγία Γραφή και τα θέματά τους είναι τα ιερά πρόσωπα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και οι άγιοι της Εκκλησίας……..         
     Το μελέτημα του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, που μέρους του παραθέτω εδώ, μας ξεκαθαρίζει ορισμένα σκοτεινά σημεία και τεχνικές της θαυμαστής αυτής ποίησης, πού, κύριο σκοπό δεν έχει μόνο να τέρψει πνευματικά και ψυχικά τους χριστιανούς πιστούς ορθόδοξους αναγνώστες της αλλά, να μας τονίσει το βαθύ πιστεύω του ίδιου του διακόνου ποιητή. Στην επιθυμία του να υμνήσει με λέξεις και εικονικές παραστάσεις, σύντομους μικρούς διαλόγους, με τις γραπτές δυνάμεις της πίστης του, τον Θεό της πίστης του. Στην συγκεκριμένη περίπτωση τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό. Η ποίηση του Ρωμανού του Μελωδού εξετάζεται με τα μάτια ενός μεγάλου έλληνα ποιητή του Οδυσσέα Ελύτη, από την πλευρά της θύραθεν παιδείας, από την σκοπιά της ποίησης και της αισθητικής ευφροσύνης της, της γλώσσας της, της ρυθμολογία της, των τονισμών της, των λεκτικών επιλογών της και της χρήσης της, των παλαιότερων δάνειων στοιχείων της, με δυό λόγια, όλων εκείνων των μεθόδων και τεχνικών που χρησιμοποίησε ο Ποιητής Ρωμανός ο Μελωδός για να συνθέσει το δικό του δημιούργημα. Είναι περιττό νομίζω να υπενθυμίσουμε, το τι οφείλει ο Οδυσσέας Ελύτης στον Ρωμανό τον Μελωδό και την ορθόδοξη χριστιανική υμνολογία και άλλα ποιητικά δημοφιλή λειτουργικά της κείμενα μέσα στις ψυχές και τις συνειδήσεις των απλών πιστών ανθρώπων. Όπου ο ποιητικός εκκλησιαστικός λόγος, επωνύμων και ανωνύμων ποιητών έρχεται να συμπληρώσει ή να επεκτείνει τον αγιογραφικό, έτσι όπως και αυτός με την σειρά του προετοιμάζει τον ποιητικό όπως τον βλέπουμε στις χιλιάδες ορθόδοξες εκκλησίες που απεικονίζονται και εξελίσσονται σκηνές και δράσεις του Θείου Δράματος, σύμφωνα με τις παραδοσιακές αρχές του ιερομονάχου Διονυσίου του εκ Φουρνά των Αγράφων και υποδεικνύει στο βιβλίο του «Ερμηνεία της Ζωγραφικής». Αλλά και για να έρθουμε στα καθ’ ημάς στους τόμους «Εκφράσεις» του πεζογράφου και αγιογράφου κυρ Φώτη Κόντογλου. Από τα παλαιά χρόνια της χριστιανικής παράδοσης η εκκλησιαστική ρητορική μέσω της τέχνης είτε της ποίησης είτε της αγιογραφίας είτε της ξυλογλυπτικής, είτε της χειροτεχνίας, είτε του προφορικού λόγου (μοιρολόι) ίσως και μέσω της ναοδομίας εξιστορούσε περιστατικά που προέρχονταν είτε από την Παλαιά είτε από την Καινή Διαθήκη. Εικόνες και σκηνές που χωρίς να παρακάμπτουν το θρησκευτικό δόγμα, τόνιζαν και πρόβαλαν και τις μεταγενέστερες ανθρώπινες μέσα στον χρόνο αντιδράσεις και ιστορικές προσλήψεις. Οι οικείοι τόνοι και οι γνωστοί ρυθμοί του εκκλησιαστικού ποιητικού λόγου, έκαναν περισσότερο κατανοητό το υπέρλογο θεϊκό μυστήριο. Αυτό το μυστήριο ξένον. Οι υμνογραφικές συνθέσεις δεν είναι μάλλον παρά οι συλλογικές προσευχές των εκατομμυρίων ανθρώπων μέσα στην ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση και ιστορία. Είναι η εκφάνσεις μιάς εσωτερικής ανάγκης και πίστης των ανθρώπων να τεκμηριώσουν μέσω της τέχνης το πιστεύω τους και να επιβεβαιώσουν την ουράνια άχρονη καταγωγή τους και ελπιδοφορία τους. Οι αγιολογικές υμνωδίες έτσι όπως μας διασώθηκαν μέσω της χριστιανικής παράδοσης είναι εύλογο να προέρχονται είτε υφολογικά είτε λεκτικά είτε τεχνουργικά από της εθνική θρησκευτική παράδοση μια και στηρίχτηκαν σε παλαιότερες επιδράσεις και συνήθειες των ανθρώπων. Ο κατάλογος λέξεων των ύμνων του Ρωμανού που μας αντιγράφει στο δοκίμιό του ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, αυτό το πρόχειρο γλωσσάρι όπως ο ίδιος αναφέρει, λέξεις ελληνικές από όλα σχεδόν τα γράμματα της αλφαβήτου, Α-27, Β-7, Γ-6, Δ-7, Ε-24, Ζ-2, Η-5, Θ-9, Ι-1, Κ-14, Λ-5, Μ-9, Ν-9, Ξ-1, Ο-9, Π-26, Ρ-3, Σ-10, Τ-8, Υ-3, Φ-8, Χ-2, Ψ-1,  και Ω-1, δεν μας φανερώνουν μόνο τις γλωσσικές δάνειες επιδράσεις του Ρωμανού από αρχαίους ποιητές αλλά και τις επιρροές του Ελύτη από αυτόν. Για την παράθεση αυτή των λέξεων σημειώνει ο Ελύτης δες σ.1508 του μελετήματος:
«ΠΑΡΑΓΟΝΤΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ περισσότερο, συνιστά κατά την γνώμη μου και το άλλο σκέλος της ιδιοτυπίας του Ρωμανού: η γλώσσα του. Δεν είμαι προετοιμασμένος ν’ αντιμετωπίσω επιστημονικά το θέμα. Οι ειδικοί μιλούν για μια «κοινή» του έκτου αιώνα. Πιθανόν. Όμως, από ένα πρόχειρο γλωσσάριο που βάλθηκα να καταρτίζω χωρίς άλλες αξιώσεις, οδηγήθηκα σε δύο υποψίες που τις υποβάλλω για ν’ απαντήσουν όσοι έχουν αρμοδιότητα. Μήπως μερικές από τις λέξεις αυτές δεν υπήρχανε καθόλου στην κυκλοφορία και τις έπλασε-όπως είχε κάθε δικαίωμα- ο ίδιος ο ποιητής; Και η δεύτερη: Μήπως μερικές άλλες λέξεις τις άντλησε από παλαιότερα στρώματα ή τις χρησιμοποίησε, από άγνοια, παραφθαρμένες; Επειδή, στη σύνταξη, ανάλογες αυθαιρεσίες ή αδεξιότητες απαντούμε. Τις αφήνω χωρίς σχόλια, Δεν είναι στις προθέσεις μου να προχωρήσω προς αυτή την κατεύθυνση……».
Κοινά μονοπάτια δύο σημαντικών ποιητών σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Κοινά σημεία σύγκλισης στο πλησίασμα του φαινομένου του ποιητικού λόγου από δύο ποιητές. Ας δούμε ενδεικτικές μερικές από τις λέξεις που παραθέτει ο Ελύτης από τους ύμνους του Ρωμανού.
Αμάρτυρον, αμειδής, αναρότρευτος, αποτηγανίζομαι, αφριώσα, βοθρίσαι, βομβέουσιν, γεγαυρωμένοι, γλωσσοκόμω, δροσινά, δυσαύχενος, εγκυφεύεται, εμειλίχθη, επρίετο, ετεκτήναντο, εύγνωμον, ζεύγλης, ήγγρισεν, θεόλεκτος, θυμομαχών, ιμειρόμενοι, καμψάκης, κιχράς, καλοκύντης, λαλητός, λικμητήριον, μανικώς, μονιός, μοτώσω, μώμου, νέφεα, νυμφοστόλος, νωθροκάρδιον, ομβροτόκος, οροφώδη, οφιωδέστερος, παραμυθηθήναι, περιφειδόμενος, περκάζω, πρανέως, προεζωγράφησεν, προοπλέκεται, ρεπέτω, σκεδάσαι, στεφανίτης, σχίδακας, τρανολάλοι, τρίϋλον, υποσκιαγραφούσιν, φατέ, φυοτούμενον, χαούσθαι, ψεύστων, ωδίν.
Λέξεις πολυσύνθετες ή μη που σπονδυλώνουν το οικοδόμημα του Ρωμανού του Μελωδού και που όπως λέει ο Ελύτης δεν θυμίζουν μόνο Πίνδαρο αλλά και Ανδρέα Κάλβο. Γράφει: «τρείς κολόνες που συγκροτούν τις καμπύλες των αψίδων σε μιάν από τις προσόψεις του ενιαίου ελληνικού λόγου. Πίνδαρος, Ρωμανός ο Μελωδός, Ανδρέας Κάλβος.» σελίδα 1511.       
     Ο Οδυσσέας Ελύτης, από πολύ νωρίς μας υπέδειξε και ίσως τροποποίησε-κατά κάποιον τρόπο-την οπτική μας ερμηνεία, με την οποία αντιμετωπίζαμε το έργο του Ρωμανού του Μελωδού, πέρα από την σημασία και το κύρος που έχει το έργο του μέσα στις συνειδήσεις και τις ψυχές του θρησκευόμενου ελληνικού λαού. Τους εκκλησιαστικούς χώρους, σαν μια συνέχεια του ελληνικού λόγου, που ίσως να μην την είχαμε προσέξει όσο της άξιζε. Δηλαδή, σεβόμενος την βαθειά κα πηγαία πίστη του Ρωμανού του Μελωδού, αντιμετωπίζουμε πλέον το μεγάλο και θρησκευτικής ορθόδοξης καθαρά πνοής αυτό έργο, σαν έναν ακόμα κρίκο της ελληνικής ποιητικής παράδοσης που μας πάει κατευθείαν πίσω στον αρχαίο ποιητή τον Πίνδαρο και που όπως γράφει και πάλι ο Οδυσσέας Ελύτης, διαβάζοντας Ρωμανό τον Μελωδό, ο νους μας πεταρίζει στον ποιητή Ανδρέα Κάλβο. Και στα δικά μας σύγχρονα χρόνια θέλω να πιστεύω, στην μυσταγωγία της μουσικής του Μάνου Χατζιδάκι.
Αν εξαιρέσουμε το πασίγνωστο «Προοίμιον» του «Η παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει,…», τον Ακάθιστο Ύμνο, (αν δεχθούμε την θέση του Καριοφίλη Μητσάκη, ότι υμνογράφος του συγκλονιστικού αυτού ύμνου είναι ενδεχομένως ο Ρωμανός ο Μελωδός και όχι ο Πατριάρχης Σέργιος ή ο Γεώργιος Πισίδης, θέση που έμμεσα υποστηρίζει και ο Παναγιώτης Χρήστου), αυτό όμως είναι ένα άλλο κεφάλαιο στο φαινόμενο Μελωδός που επαφίεται στις έρευνες των ειδικών, ορισμένα άλλα κοντάκια που γνωρίζουμε όλοι μας από την παιδική μας ηλικία και έχουμε σιγοψάλλει χιλιάδες φορές, έχουμε σιγοψιθυρίσει άλλες τόσες, με ευσέβεια και αγαλλίαση, θεωρώ ότι οι Ύμνοι του αγίου Ρωμανού του Μελωδού, ενός ποιητικού αναστήματος τέτοιου βεληνεκούς, μπορούν να γίνουν κατανοητοί με την βοήθεια ενός ερμηνευτικού λεξικού. Το πρωτότυπο κείμενο είναι μάλλον σχετικά κατανοητό και, δεν έχει πολύ μεγάλες δυσκολίες στην ψυχική μας τέρψη και ερμηνεία. Στην κατανόησή του και την απόλαυσή του. όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Θεόδωρος Ξύδης, «Τα γενέθλια του Χριστού τα προεορτάζουν οι υμνογράφοι σαν να θέλουν να γεμίσουν με την ποίησή τους τη ζωή μας». Αφού, έστω και ελάχιστες φορές να έχουμε συμμετάσχει σε ιερές ακολουθίες της ορθόδοξης εκκλησίας, η μνήμη των αισθήσεών μας είναι τόσο έντονη και θερμή, που η μελωδία των στίχων, των τροπαρίων, των ύμνων, των κοντακίων, των ψαλμών, των στιχηρών, των δοξαστικών, τα μεγαλυνάρια, των κεκραγάριων κλπ., εμποτίζεται μέσα μας ανεξίτηλα. Στην προσπάθειά μας να αφουγκραστούμε με τις αισθήσεις μας αυτό το υπερφυές μυστήριο, τον Άναρχο Λόγο που σαρκώθηκε για τον άνθρωπο. Γιαυτό το ανθρώπινο ζώο με την υψηλή έμπνευση, που διαρκώς νηπιάζει μέσα στην ιστορία, με αμηχανία και απορία. Οι περισσότερες λέξεις που χρησιμοποιεί ο Ρωμανός ο Μελωδός, μας είναι τουλάχιστον ακουστικά γνωστές. Ανεξάρτητα αν είναι ουσιαστικά, επίθετα, μόρια, προθέσεις, αντωνυμίες, ορισμένοι λεκτικοί του κώδικες είναι κοινοί ακόμα και σήμερα αναγνωρίσιμοι, ακόμα και σήμερα που έχει μειωθεί το λεξιλόγιο της επικοινωνίας μας. Μπορεί να μας δυσκολεύουν μερικές μετοχές, ή οι παλαιές πτώσεις και κλίσεις της γραμματικής, όμως η γλωσσική ατμόσφαιρα των Ύμνων μας είναι οικεία, που με καλή πρόθεση και υπομονή από τον αναγνώστη τους, ξεπερνιούνται οι όποιες θεμιτές ερμηνευτικές δυσκολίες. Σημασία έχει να αισθάνεσαι, να νιώθεις, και όχι να επεξεργάζεσαι γλωσσικά με στείρο τρόπο το κείμενο. Αυτό που σημειώνω, δεν απαξιεί τους μεταφραστικούς μόχθους των κατά καιρούς ελάχιστων μεταφραστών του, ούτε μειώνω την πολύκοπη προσπάθειά τους, αντίθετα, οι δικές τους μεταφραστικές δοκιμές και γλωσσικές επιλογές επικουρικά μας βοηθούν στην ορθότερη κατανόηση των Ύμνων. Όπως αρκετό μεράκι και βαθειά προσήλωση και πίστη, και εμπιστοσύνη στο ίδιο το έργο χρειάζεται και η μετάφραση των έργων του Πλωτίνου. Το έργο του Ρωμανού του Μελωδού, αυτού του φωτισμένου μοναχού του έκτου μετά Χριστού αιώνα, έχει διττή ισχύ και σημασία. Σαν ένας λόγος έκφρασης της πίστης ενός πιστού προς τον Θεόν του, για τον ορθόδοξο άνθρωπο στον Ιησού Χριστό, και σαν υψηλή ποίηση που ανήκει στην παγκόσμια ποιητική παράδοση και κληρονομιά. Γιατί η ποίηση αυτή, φέρει μέσα της μια βαθειά οντολογία που ξεπερνά τα χρονικά όρια και τα ιερά σύμβολα που την κυοφόρησε και ανοίγετε στο πέλαγος του χρόνου και των βαθύτερων μυστικών της πανανθρώπινης ψυχής. Τις ψυχές των ανθρώπων που μέσα από κατανοήσιμα σε αυτές σύμβολα και εικόνες,  μουσικές λέξεις και γλωσσικές εκφράσεις, ψηλαφεί ο άνθρωπος το αναφές και άπειρο πρόσωπο του Θεού που λατρεύει.
     Απαράμιλλης μαγείας και θαυμασμού ποιητικοί στίχοι που είναι γεμάτη η παράδοση της ορθόδοξης εκκλησιαστικής παράδοσης, που συμπυκνώνουν κατά κάποιον τρόπο, την θεολογία θα μπορούσαμε να γράψουμε της χριστιανικής εκκλησίας μέσα στους αιώνες. Αυτά τα προεόρτια της πίστης των ανθρώπων του πηγαίου και βαθιού λυρισμού, του Ποιητικού λόγου, που γεννά, εικονογραφεί και κορυφώνει την τραγωδία της ζωής του ανθρώπινου όντος.
Το Υμνολογικό έργο του αγίου Ρωμανού του Μελωδού, αναβλύζει την αγάπη του προς τον σαρκωθέντα Θεό, αλλά και την απόφασή του, να κληροδοτήσει την αγάπη αυτή μέσα στους αιώνες. Η μετάφραση του αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη, είναι επίσης μια άλλη αγάπη τόσο προς το μεγαλείο αυτού του έργου όσο και προς εμάς τους σύγχρονους νεοέλληνες και νεοελληνίδες, μέσω της μετάφρασής του. Το έργο πλέον του Ρωμανού του Μελωδού, του Ποιητή, ταξιδεύει ούρια με το νέο καράβι της ιστορίας των καιρών μας. Και πάνω στο κατάστρωμά του, βρισκόμαστε όλοι εμείς που νιώθουμε και διαβάζουμε τα Κοντάκια.
Ένα μόνο ελάχιστο μεταφραστικό δείγμα:
Το Προοίμιον
Η Παναγία σήμερα στον κόσμο φέρνει ως άνθρωπο τον Άκτιστον Θεό,
και η γη το Σπήλαιο στον Απροσπέλαστο παρέχει ΄
άγγελοι με τους βοσκούς δοξολογούνε
και μάγοι έρχονται στο δρόμο με τ’ αστέρι ΄
αφού προς χάρη μας γεννήθηκε
Νέο Παιδί, ο Άχρονος Θεός.

Και το ιδ ΄
που θυμίζει λόγια του Εκκλησιαστή.

Ματαιότης ματαιοτήτων είναι όλα ΄
μά κανείς ανάμεσά μας δεν υπάρχει πού να το παραδέχεται ΄
γιατί άλλοι μεν πλανούν κι άλλοι είναι πλανεμένοι ΄
γι’ αυτό Παρθένε, ευχαριστούμε το Γιό Σου που μας ελευθέρωσε
όχι μονάχα απ’ την πλάνη, αλλά και από κάθε κακό
σ’ όλες τις χώρες που διατρέξαμε,
από έθνη βάρβαρα, από γλώσσες άγνωστες,
καθώς επερπατούσαμε στη γη και την εψάχναμε
έχοντας το άστρο για λυχνάρι και με λαχτάρα εζητούσαμε το πού
γεννήθηκε
Νέο παιδί, ο Άχρονος Θεός.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 15/12/2018,
μνήμη του αγίου Ελευθερίου.
Εσακουσόμεθα.                      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου