Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2018

ΤΟ ΛΕΥΚΟ ΕΊΝΑΙ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΤΟ ΒΛΕΠΕΙ


Το λευκό είναι αυτός που το βλέπει
Γράφει ο ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΑΡΑΝΙΤΣΗΣ
Εφημερίδα Ελευθεροτυπία Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 1993, σ.30/6
Οδυσσέας Ελύτης: Εν Λευκώ, εκδόσεις Ίκαρος, σελ.426

Σύμφωνα με το λεξικό, η φράση «εν λευκώ», σημαίνει «δίχως επιφυλάξεις ή εγγυήσεις». Οι εγγυήσεις εδώ είναι πράγματι πολύ αμφίβολες: τι μπορεί να βρει κανείς μέσα σ’ αυτό το βιβλίο; Συλλήψεις ενός οξυδερκή κριτικού νου; Εξομολογήσεις; Συνταγές προσωπικής αλχημείας; Αναμνήσεις; Όλ’ αυτά μαζί; Θεωρητικά, το «Εν Λευκώ» είναι μια συλλογή κειμένων που διατρέχουν, από θεματολογική άποψη, όλες τις έμμονες ιδέες του Ελύτη, και τέτοιες είναι ο χώρος του Αιγαίου, η μυστηριακή υφή και υπόσταση του ελληνικού φωτός, ο Παπαδιαμάντης, ο Ρωμανός ο Μελωδός, ο Εμπειρίκος, η ζωγραφική, οι υπερρεαλιστές, ο Παράδεισος, η σχέση ανάμεσα στις έννοιες και τις αισθήσεις, και, όπως πάντα, το θαύμα, ή το τραύμα αν προτιμάτε, της παιδικής ηλικίας. Όχι οποιοδήποτε τραύμα βέβαια, αλλά εκείνο που προκαλεί την ανθοφορία του εσωτερικού Νοήματος, μπροστά στην οποία παραμένουμε αμήχανοι. Εν λευκώ λοιπόν σημαίνει την κατάθεση μιας απορίας μάλλον παρά μιας βεβαιότητας, διότι ποια βεβαιότητα μπορεί να υπάρχει στους τρόπους με τους οποίους προσωποποιούνται τα τοπία των ελληνικών νησιών; Υπάρχει σε μια κορυφογραμμή, που ο Παπαδιαμάντης την αντίκρισε απ’ τη δική του νηφάλια σκοπιά, κάτι ανερμήνευτο, ένα νεύμα των πραγμάτων που συντάσσονται αρμονικά για χάρη του ανθρώπινου βλέμματος, η αίσθηση ενός φωτός συμπυκνωμένου σε απόλυτο βαθμό, μέχρι του σημείου να μετατρέπεται σε πρόσωπο. Αυτή η μεγαλοπρεπής ανάδυση του πλατωνικού αρχετύπου της ομορφιάς μέσα απ’ την ύλη, συνιστά παραδόξως μια κίνηση εξαιρετικά απλή, και θα αρκούσε, για να ανατραπεί, ένα μόνον φύσημα του ανέμου: το νόημα που προσέδωσε ο Ελύτης στον Παράδεισο, για τον οποίο μιλάει αδιάκοπα, είναι μια ακατέργαστη, αλλά διαρκώς παρούσα αίσθηση οικειότητας, η βαθύτερη ιθαγένεια του ανθρώπινου όντος σ’ αυτή τη γωνία της γης, όπου τείνει αυθόρμητα κανείς να κάνει το άυλο απτό, κι όπου η ψευδαίσθηση διατηρεί ένα συγκλονιστικό ρεαλισμό, καθώς ακούμε όντως τη Σαπφώ να τραγουδάει ακόμη σ’ εκείνο τον κήπο.
     Έτσι, το «Εν Λευκώ», ως σύνθεση, και παρότι συμφωνεί με τη λογική μιας ορισμένης βιβλιογραφίας, διατηρώντας αποσπάσματα του πεζού έργου συγκεντρωμένα υπό ενιαίον τίτλο, δεν παύει να είναι ένα είδους Βιβλίου, με την έννοια που έδιναν στη λέξη οι αλχημιστές. Υπάρχουν εδώ, για μια ακόμη φορά, κρυπτογραφημένα, εκείνα τα σύμβολα, οι στιγμιαίες αιωρήσεις και τα διαφανή σκιρτίσματα της «άλλης Ελλάδας», όπως συνηθίζει να ονομάζει ο Ελύτης αυτή τη χώρα της φαντασίας που παραμένει αόρατη ή γίνεται αυτόματα πραγματική και αντιληπτή ανάλογα με την καταλληλότητα του δέκτη. Το «Εν Λευκώ» είναι, συνολικά, ο καταστατικός χάρτης αυτής της καταλληλότητας.
     Τελικά το θέμα εδώ, εννοώ το κρυφό θέμα, επομένως το αληθινό, δεν είναι τόσο η ποίηση, όπως λογικά θα έσπευδε κανείς να υποθέσει, αλλά ο αναγνώστης της. Ο ίδιος ο Ελύτης εμφανίζεται πάντα σαν αναγνώστης παρά σαν ποιητής, κι εκείνο που τον ενδιαφέρει δεν είναι η μορφή του κειμένου αλλά η συναισθηματική και υπαρξιακή προίκα χάρη στην οποία ο άνθρωπος μπορεί να συλλάβει την ουσία, και μάλιστα μιαν ουσία πέραν της ορθολογιστικής διάκρισης Εικόνας-Περιεχομένου, μάλλον την ενέργεια εκείνη που συσπειρώνει ολόκληρο τον κόσμο μέσα στον άνθρωπο υπό μορφήν αισθήσεων. Όσο πιο σκόρπιες και στιγμιαίες είναι αυτές οι ναυαγισμένες αισθήσεις, τόσο πιο τελεσίδικος εμφανίζεται ο χαρακτήρας του αντικτύπου που προκαλούν. Ποίηση, για τον Ελύτη, είναι το πέραν της θέασης, η δόνηση μιας απόλυτα αρμονικής στιγμής στην απειροελάχιστη διάρκεια της οποίας ο κήπος καθρεπτίζεται μέσα μας. Έχω προσπαθήσει να γράψω αρκετές φορές γι’ αυτό το θέμα, αλλά ποτέ δεν είναι εύκολο να εξηγηθεί απόλυτα, αφού, καθώς ο Ελύτης το τόνισε κατ’ επανάλειψη και δίχως έπαρση άλλωστε, πρόκειται για μια ποιητική εμπειρία κι όχι για αισθητικό αποτέλεσμα, πόσο μάλλον για φιλολογική τάξη ενός ορισμένου είδους.
     Θα μπορούσαμε να το πούμε αλλιώς, κοιτάζοντας ένα απ’ τα κείμενα του τόμου, για παράδειγμα το «Η μαγεία του Παπαδιαμάντη»: Τι μαθαίνουμε απ’ τη μελέτη για το αντικείμενό της; Από μιαν άποψη, τίποτα; Δεν μπορεί κανείς να εξηγήσει γιατί ο συγγραφέας αυτός υπήρξε τόσο σημαντικός, ούτε καν ο Ελύτης. Εκείνο που προσπάθησε ο Ελύτης να μεταδώσει είναι η δική του εμπειρία απ’ αυτό το έργο, που σε πείσμα της γλωσσικής του παραδοξότητας, ή ίσως χάρη ακριβώς σ’ αυτήν, εξακολουθεί να διαρρέεται από εκπληκτικά ρεύματα συγκίνησης, γύρω από απλές μάταιες υποθέσεις στις οποίες, κατά το ρηθέν, «συμβαίνουν τα πάντα και τίποτα». Παραμένει φανερό ότι ένα κείμενο σαν το «Η μαγεία του Παπαδιαμάντη» δεν είναι δοκίμιο ανάπτυξης ιδεών, κι ούτε που τίθεται καν θέμα αν είναι ή όχι καλογραμμένο-μια ανησυχία περί την οποία δραστηριοποιούνται οι πάντες. Η «Μαγεία» είναι ένα πορτρέτο του Ελύτη, όχι του Παπαδιαμάντη: Στην πραγματικότητα, πρόκειται για την ψυχο-γεωγραφία του Παπαδιαμαντικού χώρου όπως αυτή διαμορφώνεται μέσα στον Ελύτη, χαράζοντας έναν ορίζοντα προσωπικής λογοτεχνικής εγρήγορσης. Υπ’ αυτήν την έννοια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το «Εν Λευκώ» δεν είναι παρά το ασχημάτιστο και πάντα εν εξελίξει πορτρέτο του αναγνώστη εκείνου που θ’ αντιληφθεί το νόημά του. Μιλώντας για τον εαυτό του ο Ελύτης, μιλάει τρόπον τινά για κείνο το αφηρημένο πρόσωπο που θα καταλάβει ότι δεν είναι ο ίδιος θεατής του κήπου αλλά ότι ο κήπος τον βλέπει.
     Τι βλέπει άραγε ο κήπος; Βλέπει το καθρέφτισμα του εαυτού του, και είναι αλήθεια ότι δεν θα υπήρχε ο κήπος ή η θάλασσα αν δεν περιείχαμε αυτά τα στοιχεία, αν δεν τον είχαμε ονειρευτεί. Ο άνθρωπος, στην ποίηση του Ελύτη, είναι αυτός ο καθρέφτης. Η περίφημη εκείνη ζυγαριά που φέρνει το χαμόγελο μιάς γυναίκας στο ίδιο ύψος με το θεϊκό νεύμα, ισορροπεί συχνά στο «Εν Λευκώ» πάνω σε μια σκόπιμη αφέλεια, πάνω στο στίγμα ενός βλέμματος παιδικά αθώου. Γι’ αυτό είναι κρίμα να ψάχνουμε για ακροβασίες ύφους και λογοτεχνικές τελειότητες σ’ ένα κείμενο που δίνει τη μάχη υπέρ του νοήματος και ενάντια στην μορφή. Διότι τέτοιες κρίσεις διαβάζω όπου κι αν κοιτάξω. Κατά τη γνώμη μου, το Λευκό είναι η απόλυτη ένταση του Μαύρου, και η χαρά του Ελύτη μελαγχολία. Η μελέτη της σχέσης του ελληνικού υπερρεαλισμού με την παράδοση έπεται.
ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΑΡΑΝΙΤΣΗΣ, εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 1993, σ.30/6. Στην σελίδα «Τέχνης Έργα».
--
Μυρίσαι το άριστον
Σημείωση:
Μεταφέρω την δεύτερη κριτική για το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη «Εν Λευκώ» από τον Ευγένιο Αρανίτση. Η πρώτη ήταν του νέου ποιητή και μεταφραστή Στρατή Πασχάλη. Δεν χρειάζεται να τονίσω ότι συμφωνώ με τις θέσεις που εκφράζει για τον Οδυσσέα Ελύτη ο συγγραφέας και κριτικός Ευγένιος Αρανίτσης. Και παρενθετικά μετά από τόσα χρόνια, τώρα που η παλαιά δημοκρατική εφημερίδα δεν κυκλοφορεί πλέον, μπορούμε να γράψουμε ότι πολλά κριτικά του κείμενα στην εποχή που δημοσιεύτηκαν, προκαλούσαν ποικίλες αντιδράσεις, δημιουργούσαν θετικές και αρνητικές αψιμαχίες μεταξύ των διανοουμένων, των ποιητών, των μυθιστοριογράφων. Όχι μόνο εκείνων που τύγχαναν τα βιβλία τους την προσοχή του. Θαύμαζα από παλιά το εύρος των σκέψεών του, τον φωτισμό της ματιάς του, με τον οποίο προσέγγιζε τα βιβλία και τα κείμενα που διάβαζε. παρακολουθούσα ανελλιπώς τα δημοσιεύματά του-νομίζω ότι δημοσίευε και στο παλαιό πολιτικό περιοδικό «Ο Σχολιαστής» αν δεν με απατά η μνήμη, αγόραζα τα βιβλία του από τις εκδόσεις «Ερατώ», Άκμων κλπ. (δες: «Το βιβλίο της παιδικής ηλικίας», «Το φετίχ», αλλά και η «ιστορία των ηδονών» -που ξεχώριζαν οι απόψεις του για τον ποιητή Νίκο Καρούζο, τον γερμανό ποιητή Φρ. Χέντερλιν, την ερωτική λογοτεχνία του Γκυγιώμ Απολλιναίρ, τον πεζογράφο Νάσο Θεοφίλου κ.ά.- διάβασα με προσοχή τον δοκιμιακό του τόμο «Το σύμπλεγμα του Κάϊν»-και στάθηκα στα δοκίμιά του για τον αργεντινό διηγηματογράφο και ποιητή Χόρχε Λουϊς Μπόρχες, τον ελβετό θεατρικό συγγραφέα Φρ. Ντύρενματ, αλλά και τα κείμενά του για τον Οδυσσέα Ελύτη, «Ο Ελύτης σαν ανθολόγος», «Οι ιδιορρυθμίες της κριτικής και η ποίηση του Ελύτη», «Μύθος και λογοτεχνία στην Μαρία Νεφέλη» κ.ά.),  με δυό λόγια, τον σεβόμουν και τον παρακολουθούσα σαν μια σύγχρονη των ημερών μου κριτική πέννα, των νεότερων γενεών. Έτσι διέσωσα αρκετές από τις κριτικές του. Όμως η εκτίμησή μου για τον Αρανίτση οφείλονταν και σε έναν άλλον λόγο, την σταθερή μάλλον ενασχόλησή του με τον ποιητή Οδυσσέα Ελύτη. Την άνοιξη του 1979 όταν ο ποιητής τιμάται με το δεύτερο ελληνικό νόμπελ λογοτεχνίας, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Άκμων» σε επιμέλεια της ποιήτριας Ρένας Χατζηδάκη στην σειρά Σύγχρονοι Έλληνες ποιητές 2 μια ανθολογία ποιημάτων του Οδυσσέα Ελύτη Εκλογή 1935-1977. Με κείμενα που διάλεξε ο ποιητής και οχτώ εικονιστικές συνθέσεις του ίδιου. Στην έκδοση αυτή ο γεννημένος στην Γιουγκοσλαβία κριτικός Ευγένιος Αρανίτσης γράφει ένα εξαιρετικό «ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ». Σημείωμα που συνεχίζει την οπτική του Ευγένιου Αρανίτση με την οποία βλέπει το έργο του νομπελίστα μας ποιητή. Όμως η έκπληξη, θα έρθει μερικά χρόνια αργότερα, όταν το Νοέμβριο του 1986 από τις εκδόσεις «ΙΚΑΡΟΣ» θα κυκλοφορήσει η σημαντική μελέτη του Ευγένιου Αρανίτση, που μάλλον όπως φαίνεται συγκεφαλαιώνει την ερμηνευτική και οπτική του ματιά για το έργο του Οδυσσέα Ελύτη. Το μεγάλου σχήματος βιβλίο που κυκλοφόρησε ονομάζεται Οδυσσέας Ελύτης ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΕ ΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ. Το κείμενο-ανάλυση ήταν του Ευγένιου Αρανίτση, την τυπογραφική επιμέλεια είχε ο Βασίλης Διοσκουρίδης (εκδότης του περιοδικού «Εκηβόλος») και, δημοσιεύονταν ένας Πρόλογος του βραβευμένου και διεθνώς αναγνωρισμένου έλληνα ποιητή. Οι 44 εικόνες-κολλάζ του ίδιου του ποιητή που κοσμούν το βιβλίο και βρίσκονται διάσπαρτες μέσα στον εκατοντασέλιδο αυτόν τόμο μας αποκαλύπτουν την αγαστή και γόνιμη συνεργασία του ποιητή με τον κριτικό του, την «σύμπλευση» θα τολμούσαμε να σημειώσουμε ίσως της οπτικής τους. Στην σελίδα 37 του βιβλίου γράφει ο Αρανίτσης μεταξύ των άλλων σημαντικών του καταθέσεων:
«Πραγματικά, η ποίηση, η σύγχρονη ποίηση, μοιάζει να βρίσκεται πιο κοντά στην ουσία του collage απ’ οποιαδήποτε άλλη τέχνη. Δεν είναι δύσκολο να δούμε γιατί. Η ποίηση αποτελεί μια φετιχιστική ενασχόληση, μια συγκομιδή από μικρά, εύθραυστα τίποτα που μια ορισμένη τους διάταξη δημιουργεί, σαν το maya των βουδιστών, τη μορφή ΄….. Η ποίηση γεννιέται με το θρυμμάτισμα ενός κλοιού από εμπόδια που προβάλλουν οι λέξεις σ’ εκείνον που επιχειρεί να τις υποτάξει, κάτι που μοιάζει με το άρπαγμα μιάς παρθενιάς.»…
Απόψεις του Αρανίτση που μας θυμίζουν παρόμοιους σχολιασμού του ποιητή. Όμως, και όποιος έτυχε να παρακολουθήσει εκθέσεις με κολλάζ του, θα διαπίστωσε με τι «ευτελή» υλικά οικοδομεί ο Οδυσσέας Ελύτης τις συνθέσεις του, σχηματίζει τον εικαστικό οραματισμό του, οργανώνει μέσα σε δέσμες ελληνικού φωτός και θάμβους τον κόσμο του. Το θαύμα των λέξεων του ποιητή γίνεται το αντίστοιχο των εικόνων των κολλάζ του. Εικόνες έρωτος και αισθησιασμού, αθώας και έκπληκτης ματιάς ακουμπισμένες μέσα σε φωτεινά ελληνικά τοπία, όπως τα τάματα των πιστών μπρος στα ιερά εικονίσματα. Θαμπωνόμαστε από την λαμπερή αίσθηση των χρωμάτων που φωτίσουν τις θεματικές  ενότητες ή δημιουργούν το πλαίσιό τους, έτσι όπως επέμεναν και τόνιζαν την σημασία του χρώματος μέσα στον πίνακα οι φοβιστές. Το παλαιό αυτό ευρωπαϊκό κίνημα των εικαστικών τεχνών. Γυμνά σώματα κοριτσιών που υπερίπτανται σαν άγγελοι φωτός ή θωπεύονται από αρχαγγελικά γαλήνια ιερά βλέμματα. Οστρακοειδή φτερά που φεγγίζουν πάνω στην γαλάζια αθωότητα της θάλασσας. Μικρά κάτασπρα ερημοκλήσια στη μέση του πουθενά του ελληνικού χρόνου που λειτουργούν την αίσθηση του ελληνικού τοπίου. Ψηφίδες αθωότητας μιας Ομορφιάς που μας έρχεται από το ιστορικό αρχαίο παρελθόν και συνεχίζει την ελληνική αριστοκρατικότητα στο μέλλον. Μυρωδιές χρωμάτων και σωμάτων που ενώνονται με εκείνες του θυμαριού της ελληνικής γης και του λιβανιού των ασβεστωμένων νησιώτικων αυλόγυρων.  Ο Ελύτης ύφανε ένα ποιητικό και εικαστικό σύμπαν όπου συνέδεσε αρμονικά και ισορροπημένα την πανάρχαια ελληνική παράδοση της αθωότητας του βλέμματος του έλληνα ανθρώπου, της στοχαστικής έκπληξης και πρώτης κάθε φορά ενατένισης των θαυμάτων της Φύσης, αυτό το εκ νέου κάθε φορά ξάφνιασμα και ξύπνημα των αισθήσεων, με την αγιότητα και μυστηριακή αινιγματικότητα της ελληνικής βυζαντινής ορθόδοξης παράδοσης πάνω σε έναν ελληνικό υπερρεαλιστικό καμβά. Το έργο του, όπως και εκείνο του Νίκου Εγγονόπουλου, είναι η ελληνική εκδοχή του σουρεαλισμού. Αυτή που δένει και αναδεικνύει την ελληνική παράδοση των ελλήνων και δεν τη  απαξιεί. Δεν την θεωρεί ντεμοντέ στους νέους μοντέρνους καιρούς που ανέτειλαν. Δεν την σνομπάρει σαν φολκλορική ενδυμασία περασμένων ιστορικών αιώνων συγγενή. Αυτή η προσωπική και κάθε φορά ιδιαίτερη αίσθηση του βλέμματος του ανθρώπου, του προσωπικού και μοναδικού πλησιάσματος της μαγείας του φυσικού κόσμου μέσω των αισθήσεων, της ατομικής επαναλαμβανόμενης ετερότητας μέσα στην περιπέτεια του Χρόνου που μεταποιείται σε Ιστορία, είναι που μας δίδαξε με το έργο του ο Ελύτης, Αυτό το «Μυρίσαι το άριστον» «Ως επί κλάδων αγκάλαις» που μας είπε Αυτός ο Ελληνοσύρος «μάγος» ο ποιητής άγιος Ρωμανός ο Μελωδός. Ένα διαρκές και επαναλαμβανόμενο πάνω στον τροχό του χρόνου χρωματικών παιχνιδισμάτων και λαμπερών σπινθήρων όπως διακρίνουμε στα κολλάζ του, παιδικών οραματικών εικόνων, που στήνουν γέφυρα μεταξύ του αρχαίου Ηράκλειτου και των βυζαντινών υμνογράφων,  λάμπουσες ελληνικές λέξεις που καταυγάζουν υπομονετικά και ταπεινά πάνω στην λευκή αθωότητα του ελληνικού τοπίου. Λέξεις που προέρχονται από όλο το ιστορικό φάσμα της γλωσσικής παράδοσης που υιοθετεί και μας μιλά διαρκώς ο Οδυσσέας Ελύτης. Ο ποιητής να θυμίσουμε, ότι έγραφε απευθείας και στην γαλλική και γερμανική γλώσσα όπως μας δείχνουν οι μαρτυρίες των κειμένων του τόμου «Εν Λεκώ».  Εν Λευκώ, αυτό το θαύμα της πρώτης αίσθησης του Κόσμου για το οποίο μας μίλησαν πρώτοι οι αρχαίοι έλληνες, επαναλαμβάνεται και συνεχίζει να μας μιλά ο Οδυσσέας Ελύτης. Αυτός ο οίστρος της ακολασίας της αθωότητας. Έχει δίκιο ο Ευγένιος Αρανίτσης, όταν με την σειρά του αναφέρεται στο δοκίμιο του ποιητή για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη από τον Ελύτη, όταν γράφει:
«Τελικά το θέμα εδώ, εννοώ το κρυφό θέμα, επομένως το αληθινό, δεν είναι τόσο η ποίηση, όπως λογικά θα έσπευδε κανείς να υποθέσει, αλλά ο αναγνώστης της. Ο ίδιος ο Ελύτης εμφανίζεται πάντα σαν αναγνώστης παρά σαν ποιητής, κι εκείνο που τον ενδιαφέρει δεν είναι η μορφή του κειμένου αλλά η συναισθηματική και υπαρξιακή προίκα χάρη στην οποία ο άνθρωπος μπορεί να συλλάβει την ουσία, και μάλιστα μιαν ουσία πέραν της ορθολογιστικής διάκρισης Εικόνας-Περιεχομένου, μάλλον την ενέργεια εκείνη που συσπειρώνει ολόκληρο τον κόσμο μέσα στον άνθρωπο υπό μορφήν αισθήσεων».
Οι υπογραμμίσεις των λέξεων με μαύρο χρώμα είναι του Ευγένιου Αρανίτση.
«Δυστυχώς, όσο πληθαίνουν οι σπουδασμένοι τόσο η αντίληψη αυτή χάνεται. Πρόκειται για μια χωρατιά της μάθησης, πού μας απαγορεύει να βλέπουμε την ζωή σαν αίνιγμα, χωρίς και να μας φέρνει αποδείξεις ότι δεν είναι. Συνταγμένοι διοπτροφόροι θεσμοθετούν στο όνομα της ρυτίδας και των ψηφιακών αριθμών, οι άθλιοι, τη στιγμή που εσύ κοιτάς πώς να υποκαταστήσεις, γράφοντας, το νοητό σώμα σου στο «τρέχον σώμα», ώστε ν’ αποφύγεις τα γηρατειά. Όμως, έτσι αποκτά η ζωή σου, ανάλογα με την ώρα ή την εποχή, το σχήμα του ρόμβου, τη μυρωδιά της λουίζας, τον τόνο της ώχρας του τοίχου, το ρυθμό ενός «τρίο» του Χάυντν, τον αέρα της ταχύτητας του αυτοκινήτου σου».
Γράφει ο Ποιητής στο κείμενό του «ΠΡΟΣΩ ΗΡΕΜΑ»,  σελίδες 413-414 του τόμου.
Και αυτό το άνοιγμα των αισθήσεων και το φτερούγισμα της φαντασίας του Ανθρώπου που του πρόσφεραν τα φτερά του υπερρεαλισμού, αυτό το «Μυστήριον ξένον» κατόρθωσε να σμιλέψει ο Οδυσσέας Ελύτης ευλογημένα, αρμονικά, με μέτρο, να αιχμαλωτίσει για εμάς, να μας το προσφέρει δωρεά, της μνήμης το πρώτο σκίρτημα αυτού του Κόσμου του Μικρού του Μέγα. Να μας κοινωνήσει με την αρχαιοελληνική κλασική παράδοση του μυστικού Φωτός που γίνεται Θαβώρειο, για να φωτίσει τα άρρητα θαύματα της Φύσης. Στρατεύεται από την από δω πλευρά της γλώσσας για να μας μιλήσει για της μυστηριακές λειτουργίες της αθωότητας που λάμπει μέσα στην όραση των σωμάτων, αυτής της «ηλιακής μεταφυσικής» για την οποία μας μιλά ο ποιητής, για να αναδειχτούν στην επιφάνεια της ανθρώπινης συνείδησης τα ένστικτα των θείων ενεργειών του.
Υπάρχει κάπου μέσα στο έργο του ένας στίχος του, που μας λέει: «πουλήθηκα για τη διαφάνεια». Και αυτήν την διαφάνεια των αισθήσεων και της σκέψης του βλέπουμε και στα δοκίμιά του, καθώς συνομιλεί μαζί μας φιλικά, απλά, συντροφικά, μας εκθέτει τους προβληματισμούς του προσεκτικά, διεισδυτικά, ευαίσθητα, για ποιητές, όπως ο Νικόλαος Κάλας και ο Νίκος Γκάτσος, για αγίους-ποιητές, όπως ο Ρωμανός ο Μελωδός,  για τον Ανδρέα Εμπειρίκο αλλά την γιαγιά μας την Σαπφώ, για συγγραφείς όπως ο κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, για μουσικούς όπως το κείμενό του «ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ, WOLFGANG AMADEUSMozart, και προλόγους σε καταλόγους εκθέσεων για εικαστικούς, όπως ο Γεράσιμος Στέρης και ο Δέρπατας, αλλά και προλόγους βιβλίων του, βλέπε «ΤΑ ΡΩ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ», «ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΜΙΑΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ», στον τόμο «Αιγαίο» των εκδόσεων «Μέλισσα», κείμενο γραμμένο για την διεθνή Έκθεση Βιβλίου στην Φραγκφούρτη που δεν πραγματοποιήθηκε, τον λόγο που εκφώνησε στην Στοκχόλμη με την βράβευσή του, κείμενά του δημοσιευμένα σε περιοδικά όπως «η λέξη», «ο χάρτης» η «Σπείρα», και πολλά ανέκδοτά του. Ορισμένα από τα κείμενά του, κυκλοφόρησαν αυτόνομα και σε βιβλία, όπως «Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ» (1979), «Η ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟ» (1977), «ΣΑΠΦΩ» (1984), «ΚΡΙΝΑΓΟΡΑΣ» (1987), «ΤΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΙΔΙΩΤΙΚΑ» (1983), «Η ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΟΔΟΣ» (1990) κλπ.  Αλλά και τα ανέκδοτά του, «ΤΑ ΕΠΙΤΥΜΒΙΑ», τα «ΜΙΚΡΑ ΕΨΙΛΟΝ», «Ο ΧΡΟΝΟΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ ΛΥΟΜΕΝΟΣ» κ.ά.
     Κλείνω το δεύτερο αυτό κριτικό σημείωμα για τον τόμο «ΕΝ ΛΕΥΚΩ» κορφολογώντας ορισμένα λόγια του από «ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΕΨΙΛΟΝ» που μας βυθίζουν μέσα στην ευφορία του βιολογικού και ποιητικού παρελθόντος της εμπειρίας της ελληνικής μας παράδοσης
ΔΟΛΩΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΘΕΝΑ
•Τίς πίκρες που ρίχνει ο χρόνος μέσα μου τις αφαιρεί από τα ποιήματά μου. Γέμισα ρυτίδες, για να μείνω λείος εκεί που κανείς δε θα με θυμάται.
•Ένα τριαντάφυλλο που γίνεται ποίηση μπορεί να σε συντρίψει πολύ περισσότερο από μια γροθιά που δε γίνεται ποίηση. Μυριάδες λόγια μαραίνονται στα κόκκινα βιβλία, όταν ένα απλό κοριτσάκι πυροβολεί.
•Καθώς φαίνεται, ακόμη και για ν’ ανατραπούν καθεστώτα-τι θρίαμβος-χρειάζεται η καλή ποιότητα.
•Πολλοί στην ποίηση, επειδή τυχαίνει να ‘ναι άσχημοι, διακηρύσσουν ότι ο Θεός έπλασε άσχημα τον κόσμο. Μερικοί φτάνουν και πιο πέρα: επειδή κινδύνεψαν κάποτε να πνιγούν, επιμένουν ότι η θάλασσα δεν είναι γαλάζια.
•Να υποβιβάζεις ένα ποίημα στο ουσιαστικό του νόημα δεν έχει κανένα νόημα.
•Παράξενο: στο όνομα του ανθρωπισμού, ανέκαθεν οι λαοί έκαναν δύο βήματα μπροστά και οι ποιητές δύο βήματα πίσω.
    Μην κοροϊδευόμαστε. Δε γίνεσαι χορτοφάγος τρώγοντας αρνάκια βαμμένα πράσινα.
•Στα χρόνια μας θαυμάζουν περισσότερο το διαμάντι που γίνεται άνθρακας παρά τον άνθρακα που γίνεται διαμάντι.
Το αίσθημα της αποτυχίας εξακολουθεί ν’ αποτελεί τον καλό αγωγό των συγκινήσεων μέσα σε μια πλειοψηφία που, θέλοντας και μη, κατέχεται απ’ αυτό το πλέγμα σ’ όλη της τη ζωή.
•Πολλά ψεύδη περιμένουν στη σειρά, για να καταλάβουν τη θέση της αλήθειας. Τουλάχιστον άς ψευδόμαστε σωστά.
• Μέσα στην θλίψη της απέραντης μετριότητας που μας πνίγει από παντού, παρηγοριέμαι ότι κάπου, σε κάποιο καμαράκι, κάποιοι πεισματάρηδες αγωνίζονται να εξουδετερώσουν τη φθορά. Με πλήρη επίγνωση ότι μια μέρα ο πλανήτης αυτός θα καταψυχθεί ή θ’ αναφλεγεί μαζί με τα επιτεύγματά τους.
     Άλλης λογής ήρωες, πού, αυτοί, θα βγάλουν ασπροπρόσωπη την ποτέ ανθρωπότητα.
Και μερικά ακόμα από αυτό το Ορατόριο αισθήσεων του Οδυσσέα Ελύτη:
•Σαν από πύργου δώμα δέσποινα η Σελήνη
•στο μεγαλόπετρο όραμα της γής του Πύρρου
•Rien, cette ecume vierge, vers
A ne designer que la coupe
•Though lovers be lost love shall not;
And death shall have no dominion.
• Το ηλίθιο τίποτα, έτσι, απότομα,
τρελαίνει την ψυχή….
• Την αστραψιάν αντάμωσα
πρίν βγεί απ’ το σύγνεφο.
• Υπάρχουν αρετές νεκρές και υπάρχουν ελαττώματα πού ήδη, από το άλλο τους άκρο, μυρίζουνε μέλλον. Ποιός κράτησε ποτέ του μια διάφανη πέτρα και δεν ένιωσε μέσα της τον ουρανό;
       Θα ‘θελα να φτιάξω έναν ουρανό
       να ‘χω τώρα που νύχτωσε ένα στερέωμα να κοιτάζω
       θα το ‘καμνα μεγάλο, γιομάτο άστρα με σχήματα παράξενα
       θα του ‘βαζα αντίς από ‘να, δυό φεγγάρια ανόμοια
       το ‘να μικρό σαν παιδί, τ’ άλλο μεγάλο σαν παράπονο.
--
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 26 Δεκεμβρίου 2018
ΥΓ.
 Και μια μικρή παράκληση. Εδώ και μια δεκαετία και βάλε, η περιοχή μας ταλαιπωρείται από συχνές διακοπές ρεύματος. Με καλές και δύσκολες καιρικές συνθήκες. Όπως και τις  ημέρες αυτές, παραμονή των Χριστουγέννων και ανήμερα. Όσοι θερμαίνονταν με ηλεκτρική σόμπα, τουρτουρίσαμε. Ούτε φως, ούτε θέρμανση, ούτε τηλεόραση ούτε Ηλεκτρονικός Υπολογιστής, ούτε ράδιο. Ξυλιάσαμε στην κυριολεξία. Μήπως λέω, μήπως είναι εύκολο, τώρα που μοιράζονται χρήματα και βγήκαμε από τα μνημόνια οι υπεύθυνοι εργαζόμενοι τεχνικοί της ΔΕΗ ή άλλοι αρμόδιοι της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού, να ενισχύσουν το Δίκτυο της συγκεκριμένης περιοχής; Να αλλάξουν φθαρμένα μάλλον και πολυχρησιμοποιημένα υλικά με καινούργια ώστε να μην κόβεται το ρεύμα κάθε λίγο και λιγάκι; Ερώτηση κάνω προς τους αρμοδίους της ΔΕΗ ή όποιους άλλους. Δεν φταίνε μόνο οι καιρικές συνθήκες. Αξίζει δεν νομίζετε αγαπητοί υπεύθυνοι μια προσπάθεια επιδιόρθωσης του συγκεκριμένου δικτύου της ΔΕΗ;
Εκτός αν αγαπητοί μου υπεύθυνοι, ήσαστε θιασώτες της «ΛΟΥΣΗΣ». Θυμάστε οι αρχαιολόγοι που ανακάλυψαν πριν μερικά χρόνια στους πάγους τον σκελετό της; Διατηρήθηκε ανέπαφη. Λέτε να έχουμε την ίδια τύχη;                      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου