Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2018

Μιά αντιστάρ μεγάλη ηθοποιός του ελληνικού κινηματογράφου


Μαίρη Χρονοπούλου, μια αντιστάρ ηθοποιός

     Υπήρχε ένα τραγουδάκι που λέγαμε παλαιότερα σαν είμασταν παιδιά όταν παίζαμε κρυφτό. «Τζένη Καρέζη Κώστας Κακαβάς, Αλίκη Βουγιουκλάκη βγες και τα φυλάς». Το τραγουδάκι αυτό, δεν θυμάμαι από πού είχε προέλθει ούτε πως είχε βρεθεί στα χείλη των μικρών παιδιών που το είχαν εντάξει στα καθημερινά τους παιχνίδια που έπαιζαν στις φτωχογειτονιές. Σίγουρα όμως, φανέρωνε με έναν απλοϊκό τρόπο, την «άμεση» σχέση «επαφής» και ψυχαγωγίας που είχαν οι ελληνικές οικογένειες και τα παιδιά τους με τα είδωλα τότε, του ελληνικού ασπρόμαυρου κινηματογράφου. Ηθοποιούς άντρες και γυναίκες που αγαπούσαν και πολλές φορές μιμούνταν στην καθημερινή τους ζωή. Μιμούνταν τα φερσίματά τους, αντέγραφαν το ντύσιμό τους, την κόμμωση τους, τον τρόπο που μιλούσαν, τις γκριμάτσες που έκαναν στην διάρκεια του ρόλου τους και προκαλούσαν γέλιο ή κλάμα αντίστοιχα. Τα ελληνικά αυτά δεκάδες είδωλα του ελληνικού παλαιού κινηματογράφου, ήσαν τα δικά μας μεσογειακά πρότυπα ζωής και συμπεριφοράς, αντίστοιχα με εκείνα του αμερικάνικου σινεμά. Οι περισσότεροι ρόλοι της παλαιάς ελληνικής οθόνης ήσαν όχι μόνο βγαλμένοι μέσα από την ελληνική ζωή, αλλά, αντιπροσώπευαν στα μάτια των ελλήνων θεατών και το ελληνικό κοινωνικό ήθος της εποχής. Άντρες ηθοποιοί, όπως ο Νίκος Ξανθόπουλος (το παιδί του λαού), ο Νίκος Κούρκουλος («όχι άλλο κάρβουνο» ο εξεγερμένος νέος ενάντια στην εργασιακή εκμετάλλευση), ο Σπύρος Καλογήρου, και ο Αρτέμης Μάτσας (οι σπιούνοι και οι κακοί του ελληνικού κινηματογράφου), ο Άλκης Γιαννακάς (ο σκληρός και εγωιστής εραστής και προικοθήρας), ο Βαγγέλης Βουλγαρίδης (ο υπερβολικά ευαίσθητος και ρομαντικός εραστής), ο Γιώργος Φούντας (ο λαϊκός ντόμπρος άντρας που θέλει την γυναίκα σούζα και καμάρι δίπλα του), ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ (ο πειραιώτης μόρτης και κορτάκιας), ο Κώστας Βουτσάς (το ερωτικό πειραχτήρι που φλέρταρε διαρκώς τα κορίτσια), ο Ντίνος Ηλιόπουλος (αυτό το αεικίνητο πάνω στην σκηνή πρόσωπο), ο Γιώργος Κωνσταντίνου (με την χαρακτηριστική σκηνή και ατάκα, του άφραγου φοιτητή που λιγουρεύεται να φάει ένα γλυκό μέσα στο καφενείο, ή την «παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω»), ο κωμικός Γιάννης Γκιωνάκης, (που όσες φορές και να δεις την περιβόητη σκηνή στην ταινία «Τα κίτρινα γάντια» δεν την χορταίνεις, «Θέλεις μια πορτοκαλάδα…») και μια σειρά από άλλους μεγάλους μας άντρες ηθοποιούς της εποχής, που σφράγισαν ψυχαγωγικά και θα τολμούσαμε να γράφαμε και «παιδευτικά» τους έλληνες και ελληνίδες της μετακατοχικής και μετεμφυλιακής περιόδου. Χωρίς να λησμονούμε χαρακτηριστικούς τύπους και ρόλους ηθοποιών των παλαιότερων γενεών της ελληνικής έβδομης τέχνης. Όπως είναι το αξεπέραστο δίδυμο του Μίμη Φωτόπουλου και του Νίκου Σταυρίδη, (κάτι τηρουμένων των αναλογιών με τους εγγλέζους ξεκαρδιστικούς Stan Laurel και Oliver Hardy) το κοντό λαϊκό μαγκάκι τον Νίκο Ρίζο και τον μουρντάρη  Λάμπρο Κωνσταντάρα. Τους Αριστοφανικούς εκπληκτικούς ηθοποιούς Βασίλη Αυλωνίτη και Διονύση Παπαγιαννόπουλο, τον Παντελή Ζερβό και τον Χριστόφορο Νέζερ, ή τον αρχοντάνθρωπο με λαϊκή φινέτσα πατέρα Ορέστη Μακρή και τον θεατρικό και πάντα αυστηρό Θεόδωρο Μορίδη. Ποιος δεν θυμάται την χαρακτηριστική φράση «κορίτσια ο Μπάρκουλης» που υποδήλωνε τους κρυφούς πόθους και στεναγμούς των απλών κοριτσιών με την εμφάνιση του πειραιώτη ηθοποιού στην μεγάλη οθόνη. Ποιος δεν έχει γελάσει με τον «βεβαίως-βεβαίως» και τις «πληροφορίες εντός» που ήταν καρφιτσωμένο στην πλάτη του. Αντρικά ελληνικά πρότυπα ήθους μιας ελλάδας που ακόμα τρέχει βασανιστικά να βρει τον δρόμο της όπως ο αεικίνητος Θανάσης Βέγγος.
Από την άλλη, δεν είχαμε μάλλον ποτέ στην ελληνική οθόνη μοιραίες γυναίκες, “fame fatale”. Είχαμε όμως γυναικείους μύθους. Ο αειθαλής μύθος της Αλίκης Βουγιουκλάκη (του ζωντανού ονείρου και κοριτσίστικης τσαχπινιάς και νεανικής φρεσκάδας), είχαμε τον σεβάσμιο μύθο της πολιτικοποιημένης τελευταίας ελληνίδας θεάς, της Μελίνας Μερκούρη. Είχαμε τον μύθο της μαυροφορεμένης πάντα, Μάρθας Βούρτση, που, όταν λέγαμε «Μάρθα Κλάψα» εννοούσαμε την Ελλάδα. Παρόμοια περίπου και η Άντζελα Ζήλια. Είχαμε την στρίγγλα «για σου κοκάλο», την αξέχαστη Τασώ Καβαδία, είχαμε την κερκυραϊκή υστερία της μπριόζας και πολλαπλά φανταχτερής και αυτοσχεδιαστικής Ρένας Βλαχοπούλου, που και μόνη η παρουσία της, προκαλούσε γέλιο. Το αποτύπωμα της βροντόφωνης και μοναχικής Σαπφώ Νοταρά «εδώ μέσα γίνονται σόδομα και γόμορα», η φιγούρα της μπεμπεδίστικης πανύψηλης Ταυγέτης. Λησμονούνται οι παρουσίες της Ζωής Λάσκαρης, αυτού του πανέμορφου και άβγαλτου ξανθού κοριτσιού, ξεχνιέται η πεντάμορφη χαρακτηριστική παρουσία της Μάρθας Καραγιάννη πάνω στην σκηνή με το αφράτο σώμα και την χορευτική χάρη, παραβλέπεται η σοβαρή και στιβαρή κορμοστασιά της Μάρως Κοντού, αυτής της αντάξιας παρτενέρ δεκάδων ελλήνων ηθοποιών. Δεν είναι χαρακτηριστική η μελαμψή ομορφάδα της Έλενας Ναθαναήλ, η αρχαία γυναικεία επιτομή ομορφιάς της Ειρήνης Παπά; Η μελαγχολική εμφάνιση της Αλεξάνδρας Λαδικού ΄και της Χριστίνας Σίλβα, (που την συγκρίναμε εμφανισιακά με την Σιμόν Σινιορέ), η ανεξάρτητη φινέτσα της Τζένης Καρέζη με το χαρακτηριστικό γραναζάκι της φωνής της που σε μάγευε, η ελληνίδα κλώσα μάννα Ελένη Ζαφειρίου; Είναι ασέβεια να μην αναγνωρίζεις και θαυμάζεις την φωνή και την παρουσία της Γεωργίας Βασιλειάδου.
Ποια αντρική ή γυναικεία μνήμη δεν έχει μέσα της συγκρατήσει την λεβέντικη κορμοστασιά, την φιδίσια λυγεράδα και τα μάγκικο ταμπεραμέντο της Μαίρης Χρονοπούλου; Όταν η φωνή της τραγουδά «του αγοριού απέναντι…» τόσο ο αντρικός όσο και ο γυναικείος πληθυσμός αναστενάζει. Όταν παίζει και χορεύει με το μπεγλέρι στο χέρι είναι σαν να στροβιλίζεσαι μαζί της στο πουθενά του κεφιού. Όταν αγκαλιάζει με πάθος και λαχτάρα τον ναύτη στην περιβόητη τσαρουχική σκηνή στριμωγμένη στον τοίχο, βλέπεις την απόγνωση του έρωτα να γίνεται πράξη, την δική της ανεμοζάλη. Είναι η κινηματογραφική μοίρα που την «εκδικείται» για ότι έκανε στον παρθένο από γυναικεία τερτίπια Φαίδωνα Γεωργίτση. Όταν ερμηνεύει τον κόντρα ρόλο της ηρωίδας του μυθιστορήματος «Τα παιδιά της χελιδόνας» του πειραιώτη συγγραφέα Διονύση Χαριτόπουλου, τότε διαισθάνεσαι το ταλέντο που κρύβει μέσα της αυτό το κορίτσι, αυτή η Γοργόνα των ελληνικών μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη. Τότε κατανοείς γιατί την επέλεξε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, την σκηνοθέτησε ο Κώστας Βρεττάκος, από πού προέρχεται η διαρκής και μεγάλη δημοφιλία της. Όταν τραγουδά το «είμαι γυναίκα του κεφιού…» είναι σαν να δίνει το έναυσμα της γυναικείας χειραφέτησης. Είναι η γυναίκα της πιάτσας που γυρεύει να κατακτήσει τα πάντα ή τίποτα. Η γυναίκα με το φλογερό ταμπεραμέντο που μπορεί και παίζει στις χάντρες της τα ερωτικά πάθη των αντρών. Το πέρασμά της από τα πολύχρωμα και φανταχτερά μιούζικαλ στον κινηματογράφο άλλων σοβαρότερων προδιαγραφών, μας φανερώνει το ταλέντο και την αστείρευτη ηθοποιία της. Μιας ηθοποιού που δεν φοβήθηκε να αναμετρηθεί με τον φακό, και ίσως ούτε και με τον εαυτό της. Ερμήνευσε ρόλους δύσκολους, απαιτητικούς,-πέρα από τους εύπεπτους του εμπορικού σινεμά, ακόμα και πέρα από την δική της φινέτσα και ιδιοσυγκρασία. Υποδύθηκε ρόλους βγαλμένους μέσα από την ζωή και όχι ιδανικούς. Ρόλους χειραφετημένης γυναικείας παρουσίας. Κώδικες ζωής που αντιπροσώπευαν πρόσωπα και χαρακτήρες ελλήνων μιας εποχής και μιας κοινωνικής ατμόσφαιρας μιας ελλάδας που δεν υπάρχει πια.
     Η εκπληκτική πηγαία ηθοποιία αυτών των ελλήνων και ελληνίδων ηθοποιών με το μαγευτικό τους ταλέντο, αυλάκωσαν τις μνήμες μας, σταμπάρισαν τις σκέψεις μας, ηλέκτρισαν τις συνειδήσεις μας. Έμειναν αλησμόνητες μέσα στο σεντούκι των αναμνήσεών μας. Είτε προέρχονταν από το θέατρο είτε από την μεγάλη οθόνη, δεν διέθεταν μόνο μεγάλη γκάμα αυτοσχεδιαστικής ικανότητας, σπιρτόζικης διάθεσης, αλλά και αστείρευτο πάθος για την τέχνη τους. Γιαυτό πιστεύω, ότι πολλές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου είναι ισάξιες με αυτές του ευρωπαϊκού και αμερικάνικου-και ας μην είχαν τα τεχνικά ή οικονομικά μέσα αυτών των ξένων παραγωγών-αλλά, και παρά την επικίνδυνη εισβολή της τηλεόρασης, με τους αλλόφρονες ρυθμούς της, δεν θα υπάρξει ηλιοβασίλεμα στην επαναπροβολή και παρουσίασή τους.
Γιατί υποδύομαι, σημαίνει ζω με έναν άλλο τρόπο την ζωή του διπλανού μου.
     Αντιγράφω από το περιοδικό ΤΟ ΚΡΑΞΙΜΟ, ένα καθαρά ομοφυλόφιλο περιοδικό που ίδρυσε και εξέδιδε η Πάολα, ο Παύλος Ρεβενιώτης, την συνέντευξη της ηθοποιού Μαίρης Χρονοπούλου, στο τεύχος 8 του Απριλίου του 1988 ή 1989 (;) σελίδες 6-10, που κόστιζε τότε 300 δραχμές. Το τεύχος δημοσιεύει επίσης ένα ενδιαφέρον άρθρο του Pascal Le Coq, για τον Χοντρό και Λιγνό και την κρυφή ομοφυλόφιλη παρουσία τους, με τίτλο «Το πιο αστείο ζευγάρι στην ιστορία του κινηματογράφου». Μια συνέντευξη με τον συγγραφέα Κώστα Ταχτσή, «Η ομοφυλοφιλία είναι το περίσσευμα της καρδιάς…», συνέντευξη με τον γάλλο καθηγητή Bernard Sergent με θέμα «Η Μυσταγωγική ομοφυλοφιλία στην αρχαία ελλάδα». Συνέντευξη με τον άγγλο σκηνοθέτη του «Τεντώστε τ’ αυτιά σας» και «Ωραίο μου πλυντήριο» Steven Frears. Ένα κοινωνιολογικό άρθρο του Φίλιππα Κυρίτση με τίτλο «Για την ιδεολογία του σκληρού άντρα και την έμπρακτη αμφισβήτηση». Το κείμενο «Επίσκεψη στη Νικαράγουα». Το κείμενο του συγγραφέα Γιάννη Παλαμιώτη «Μπάτσοι, μπασκίνες, ρούνες» και το κείμενο του σκηνοθέτη Αλέξη Μπίστικα «Το αγοράκι με τα σπίρτα». Υπάρχουν επίσης αρκετές ανταποκρίσεις από το εξωτερικό και αρκετές φωτογραφίες.
     Το περιοδικό που ίδρυσε και εξέδιδε η Πάολα, Το Κράξιμο, ήταν ένα καθαρά ομοφυλόφιλο λαϊκό περιοδικό της εποχής, που στην αρχή έβγαινε σε στυλ ροζ ολιγοσέλιδης εφημερίδας και κατόπιν σε σχήμα περιοδικού. Υπήρχαν συνεργασίες και συνεντεύξεις από διάφορους χώρους. Δυστυχώς η περιοδική και μη συνεπής-εξαιτίας οικονομικών δυσκολιών-έκδοσή του, δεν το καθιστούσε προσιτό εύκολα, στα περίπτερα. Κατόρθωσα και αγόρασα ορισμένα παλαιά του τεύχη όπου δημοσιεύονται μερικές θέλω να πιστεύω ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις ελλήνων και ξένων όπως αυτή της ηθοποιού Μαίρης Χρονοπούλου, του συγγραφέα Χρόνη Μίσσιου, του σκηνοθέτη Ανδρέα Βουτσινά, της ηθοποιού Σπεράντζας Βρανά, του μουσικού συγκροτήματος ΣΤΕΡΟ ΝΟΒΑ, του ιατρού καθηγητή Γ. Παπαευαγγέλου, του ποιητή και μεταφραστή Λουκά Θεοδωρακόπουλου κ. ά. στο περιοδικό δημοσίευαν κείμενά τους ο πειραιώτης συγγραφέας και σκηνοθέτης φιλόλογος Τάκης Σπετσιώτης, ο μυθιστοριογράφος Γιάννης Παλαμιώτης, ο συγγραφέας Ηλία Πετρόπουλος, ο σκηνοθέτης Αλέξης Μπίστικας, ο Κώστας Ταχτσής, και αρκετοί άλλοι. Υπάρχουν και πολλές ανταποκρίσεις από το εξωτερικό που μιλούν για θέματα σεξουαλικότητας και ομοφυλοφιλίας. Αρκετές φωτογραφίες και πάρα πολλά σχόλια του εκδότη για ζητήματα και προβλήματα της εποχής.
Το πρώτο φύλλο-σε στυλ ολιγοσέλιδης εφημερίδας-κυκλοφόρησε το Σεπτέμβριο του 1981 και κόστιζε 25 δραχμές. Το περιοδικό είχε μια συγκεκριμένη επαναστατική ταυτότητα, και εν μέρει, ακολουθούσε την έκδοση ομοφυλόφιλων περιθωριακών εντύπων της εποχής. Ολιγοσέλιδα έντυπα που εκδίδονταν ιδίοις αναλώμασι και εξέφραζαν τόσο τις θέσεις και τις απόψεις των εκδοτών και συνεργατών τους όσο και το γενικότερο πνεύμα αλλαγής που κυοφορούνταν εκείνη την περίοδο στην χώρα μας, μετά την ίδρυση του ΑΚΟΕ και του σοβαρού περιοδικού ΑΜΦΙ που εκδόθηκε συστηματικά για μερικά χρόνια, και άνοιξε δρόμους στην χειραφέτηση της ομοφυλόφιλης ευαισθησίας και διάθεσης. Τα λαθρόβια και συνήθως άτακτα αυτά στην κυκλοφορία τους περιοδικά, ομοφυλόφιλα, πολιτικά, γυναικείας απελευθέρωσης, αριστερίστικου περιεχομένου, αποκρυφιστικά, μουσικού περιεχομένου, φυλλάδια για τις εικαστικές τέχνες, για το θέατρο, τον κινηματογράφο, την οικολογία, συνήθως απευθύνονταν σε υποψιασμένους τότε, αναγνώστες, που προέρχονταν από τον πολιτικό χώρο της αριστεράς (όχι της κομμουνιστικής) ή των πιο αιρετικών της φωνών, που ήταν ανοιχτές και δοτικές σε τέτοιου είδους ζητήματα. Προβλήματα και θέματα που αφορούσαν κυρίως τους νέους εκείνων των γενεών, και που στον δυτικό κόσμο, είχαν τεθεί επί τάπητος μετά τις μεγάλες νεανικές, φοιτητικές και λαϊκές εξεγέρσεις που σημάδεψαν τον 20 αιώνα στο δεύτερο μισό του. Δεν είχαν μεγάλη κυκλοφορία όμως διαβάζονταν παραπλήσια με τα άλλα «επίσημα» και καθιερωμένα περιοδικά. Διαβάζονταν γιατί έθεταν για πρώτη φορά στην ελληνική κοινωνία ζητήματα προσωπικά και ιδιωτικά που ήταν σχεδόν άγνωστα ή δεν συζητούνταν. Γίνονταν κουβέντες γύρω από αυτά τα θέματα αλλά ποτέ στην ουσία τους και στο κέντρο τους. Έτσι, μια το περιβόητο σχέδιο Δοξιάδη της συντηρητικής παράταξης τότε που ήρθε προς ψήφιση στο ελληνικό κοινοβούλιο, μια η εκλογικά διαφαινόμενη πολιτική δημοκρατική αλλαγή, μια τα νέα ρεύματα που έρχονταν από την δύση και οι απόηχοι των διαφόρων πολιτικών και σεξουαλικών και άλλου είδους κινημάτων ενεργοποίησαν και τις ντόπιες προοδευτικές δυνάμεις στην έκδοση ή την κυκλοφορία εντύπων και βιβλίων που διαφώτιζαν το ελληνικό κοινό. Όπως γίνεται συνήθως μέσα στην ελληνική ιστορία, υπάρχουν μερικοί μπροστάρηδες, πρωτοπόροι και ριψοκίνδυνοι, οι οποίοι κάνουν την αρχή και οι υπόλοιποι ακολουθούν ασθμαίνοντας, μαζί με τις μεγάλες μάζες της κοινωνίας.
Αν εξαιρέσουμε τις αδιάφορες πλέον στις μέρες μας γυμνές φωτογραφίες αντρών, το περιοδικό αυτό που εξέδιδε η τραβεστί Πάολα, κόμισε μαζί με τα άλλα κάτι διαφορετικό στις ερωτικές και κοινωνικές αντιλήψεις των ελλήνων. Τον εκδότη τον θυμάμαι ως ένα ωραίο αγόρι στα γραφεία της οδού Ζαλόγγου, να διεξάγουμε συζητήσεις και να ανταλλάσσουμε απόψεις. Όπως και νάχει, τα ποικίλου περιεχομένου αυτά «περιθωριακά» έντυπα άφησαν τα ίχνη τους όπως και τα άλλα τα «επίσημα» μεγάλης κυκλοφορίας. Ήταν η ελληνική πολιτιστική άνοιξη των γενεών της μετά την μεταπολίτευση χρόνων, που ενώ άλλοι προετοίμαζαν τα πολιτικά τους κέρδη και κυβερνητικές εξαγορές, στα σημερινά σκληρά μνημονιακά χρόνια, ορισμένοι «ωραίοι τρελοί» εξακολουθούσαν να ονειρεύονται και να ελπίζουν σε κοινωνικές, σεξουαλικές, πολιτικές, θρησκευτικές ουτοπίες.
Συνέντευξη της Μαίρης Χρονοπούλου
Η Μαίρη Χρονοπούλου δεν υπήρξε ακριβώς σταρ. Το ξέρει και η ίδια και το λέει στη συνέντευξη που ακολουθεί. Για τον παλιό κινηματογράφο υπήρξε, πάντως, κάτι σπουδαίο και για την ίδια και για μας που τη βλέπαμε σχεδόν λατρευτικά. Πρωταγωνίστρια με προσωπική ακτινοβολία και ιδιαίτερα χαρίσματα. Ένα πρόσωπο που έσπαγε σε πολλά λακάκια, ένα αστραφτερό χαμόγελο που κι όταν ακόμα βρισκόταν στο φόρτε του, κάτι εκεί ανάμεσα στα φρύδια, κάποιες συσπάσεις, το χαλιναγωγούσαν. Επιπλέον, μια άνετη και με αρχοντικές καταβολές κίνηση, ένα κορμί ατέλειωτο, τσαχπινιά και σαγηνευτική φωνή. Αυτά και τόσα άλλα την ξεχώριζαν και φυσικά μερικά απ’ αυτά τα στοιχεία ήταν και τα «φετίχ» που γοήτευαν τους ομοφυλόφιλους. Λίγο έξω απ’ την Παιανία, όπου με κάλεσε για τη συνέντευξη, ζει σ’ ένα δίπατο σπίτι από πέτρα και ξύλο, περιτριγυρισμένο από μια τεράστια έκταση φυτεμένη ελιές και οπωροφόρα. Όπου νάναι περιμένει να λειτουργήσει κι η πισίνα της. Απλή, ευγενέστατη, όμορφη, με μια μάνα να περιφέρεται προστατευτικά ανάμεσά μας, ξεκίνησε η συνέντευξη σαν φιλική κουβέντα, χωρίς μαγνητόφωνο γιατί κάποιοι μας το βούτηξαν στο χωριό κι επαναλήφθηκε μετά από δυο μέρες με όλα τα μέσα.
Πάολα: Αυτοί που, έως ενός βαθμού, σε βοήθησαν στην καριέρα σου, όπως μου είπες ήδη πριν, ήταν ομοφυλόφιλοι…
Μαίρη Χρονοπούλου: Σχεδόν σε όλη την καριέρα μου… Συμβαίνει πολλοί σημαντικοί άνθρωποι στο χώρο μας και σε πολλούς χώρους άλλωστε να είναι ομοφυλόφιλοι. Ήμουνα τυχερή γιατί αγαπήθηκα από αξιόλογους καλλιτέχνες, σκηνοθέτες, ενδυματολόγους, αυτοί που μου φτιάξανε το image μου, ας πούμε, της εμφάνισής μου, του ντυσίματός μου… μακιγιέρ, κομμωτές, χορογράφοι. Όλοι αυτοί μ’ αγαπήσανε, στηρίχτηκα πάνω τους, είμαι ευγνώμων προς αυτούς και μπορώ να πω ότι βοηθήθηκα παρά πολύ από ομοφυλόφιλους ανθρώπους στη ζωή μου.
Π.: Πώς εξηγείς τη λατρεία που σου έχουνε οι ομοφυλόφιλοι;
Μ. Χ.: Είν’ αλήθεια ότι μ’ αγαπάνε. Πολλές ηθοποιούς τις θαυμάζουνε ή θάθελαν να είναι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν τους…
Π.: Όπως τη Μελίνα….
Μ.Χ.: Ναι, τη Μελίνα τη θαυμάζουνε. Εμένα πιστεύω ότι μ’ αγαπάνε βαθύτατα γιατί διαισθάνονται, μ’ εκείνη την ιδιαίτερη διαίσθηση που αποκτούν όλα τα διωκόμενα άτομα, ότι είμαι το λιγότερο ρατσιστικό άτομο πάνω στο θέμα το ερωτικό. Σιχαίνομαι την οποιαδήποτε μορφή καταπίεσης, το ρατσισμό αυτό ενάντια σ’ οποιονδήποτε τρόπο ερωτικής ζωής. Και με πιάνει αηδία για το στρουθοκαμηλισμό και την κοινωνική διπροσωπία, όταν γινόμαστε πολύ ευαίσθητοι στα θέματα της Αφρικής, λόγου χάρη, άχ τι τραβάνε οι καημένοι εκεί κάτω στη Νότια Αφρική! Άχ, τι καταπίεση οι μαύροι! –εκατό εκατομμύρια χιλιόμετρα μακριά!-και μέσα στον ίδιο μας τον τόπο, στην ίδια μας την οικογένεια καμιά φορά, είμαστε οι αισχρότεροι ρατσιστές. Ακόμα και ρατσιστές απ’ την ανάποδη: «εγώ αγαπάω τους ομοφυλόφιλους». Δεν αγαπάω ιδιαίτερα τους ομοφυλόφιλους, απλά δεν τους ξεχωρίζω απ’ τους υπόλοιπους ανθρώπους επειδή έχουν ένα ιδιαίτερο τρόπο ερωτικής ζωής. Υπάρχουν αντιπαθέστατοι ομοφυλόφιλοι, όπως υπάρχουν και αντιπαθέστατοι νορμάλ-σε εισαγωγικά-άνθρωποι. Δεν ξεχωρίζω τους ομοφυλόφιλους… Αν υπήρχε ένας τρόπος να καταγραφούν σε βίντεο οι ερωτικές φαντασιώσεις όλων μας, αντρών και γυναικών, «νορμάλ», και υπήρχαν γι’ αυτές αυστηρά σεξουαλικά δικαστήρια, ίσως είχαμε κάθε τρείς πόντους μια αγχόνη. Και δυσπιστώ και βαθύτατα προς όλους τους λεγόμενους ετεροφυλόφιλους, οι οποίοι έχουνε μίσος για τους ομοφυλόφιλους του δικού τους φύλου.
Π.: Πώς εξηγείς αυτό το μίσος;
Μ. Χ.: Κάπου έχουν απωθημένα, κάπου έχουνε βιώματα και τα κρύβουνε ή κάπου θα θέλανε να τα έχουν και δεν τολμήσανε, και μισούν αυτό που θα θέλανε. Ένας φυσιολογικός άνθρωπος δεν ασχολείται με το τι κάνει ο καθένας…
Π.: Έχεις παραδείγματα ανθρώπων του θεάτρου που η ομοφυλοφιλία εμπόδισε την καριέρα τους;
Μ. Χ.: Αν είχαν ταλέντο δεν τους εμπόδισε τίποτα. Αλλά ότι οπωσδήποτε θα τους πλήγωσε και εμπόδια θα συνάντησαν και τρικλοποδιές, σίγουρα.
Π.: Εγώ ξέρω την περίπτωση ενός θεατρικού συγγραφέα που σε συνέντευξή του είπε «γιατί βάζουνε τον Βολανάκη διευθυντή στο Κρατικό; Τι δουλειά έχουν οι αδελφές στα εθνικά θέατρα;»…
Μ.Χ.: Ο Βολανάκης είναι η μεγαλύτερη θεατρική μονάδα στον τομέα της σκηνοθεσία και της μετάφρασης αυτή τη στιγμή και συμβαίνει να είναι ένα εξαιρετικά ευαίσθητο και σημαντικό άτομο. Δεν ξέρω τον τρόπο της ερωτικής του ζωής, δεν με αφορά, μακάρι όμως να υπήρχαν πολλοί Βολανάκηδες κι ας ήταν όχι ομοφυλόφιλοι, αλλά κτηνοβάτες κι οτιδήποτε άλλο θέλεις. Θα ‘χε μεγαλύτερη προαγωγή η τέχνη, παρά με «νορμάλ» καρακίτσους, χωρίς ταλέντα, ευαισθησίες και φαντασία. Και που το συζητάμε το βρίσκω ενοχλητικό… Αν θέλεις, μια κραγμένη, γελοία αδελφή, αισθητικά με ενοχλεί, όπως θα μ’ ενοχλούσε και η αντίστοιχη γυναίκα που θα πέταγε τα στήθια έξω, θα σάλιωνε τα χείλια της και θα μιλούσε λάγνα ΄ όπως θα μ’ ενοχλούσε κι ένας πολύ «ματσό» αρσενικός που θα ‘πιανε διαρκώς τ’ γεννητικά του όργανα. Όπως θα μ’ ενοχλούσε να παίρνεται κανείς ή ν’ αφοδεύει δημόσια. Όλ’ αυτά φυσιολογικές λειτουργίες, αλλά προορίζονται για ιδιωτικούς χώρους. Η άποψή μου, λοιπόν, είναι καθαρά αισθητική.
Π.: Ποια ήταν η πιο σημαντική στιγμή της καριέρας σου στον κινηματογράφο;
Μ.Χ.: Ήτανε ο φετινός μου ρόλος στα «Παιδιά της Χελιδόνας». Δούλεψαν πολλοί άνθρωποι για να φτάσω εδώ που έφτασα. Πρώτα ο Γιάννης Δαλιανίδης, ο οποίος σε μια εποχή που κυριαρχούσαν οι φρέσκιες, μικρές μουρίτσες, με μυτάκια, χειλάκια και ναζάκια, κι εγώ ήμουνα «γκάγκα», από τα δεκατέσσερά μου, μια ντάμα γεννημένη… Λοιπόν ο Δαλιανίδης με πίστεψε και επέβαλε μια ντάμα ως πρωταγωνίστρια, αυτός κι ο συγχωρεμένος ο Φίνος-πολλοί από μας χρωστάμε την καριέρα μας σ’ αυτούς τους δύο-. Ο Γιάννης που μου δωσε την αυτοπεποίθηση, που με χτένιζε, μ’ έβαφε, μ’ έντυνε, μ’ αγαπούσε, με προστάτευε, με καθοδήγησε καλλιτεχνικά και μου ‘κανε την καριέρα μου τη λαμπερή, της πρωταγωνίστριας του ελληνικού κινηματογράφου. Ο ελληνικός  κινηματογράφος τώρα άλλαξε μορφή διαφοροποιήθηκε….
Π.: Θάθελες νάχε τις παλιές του δόξες;
Μ.Χ.: Αμέ, γιατί όχι; Εγώ δε σνομπάρω καθόλου τον παλιό κινηματογράφο, τον εκτιμώ βαθύτατα και πολλές ταινίες μου που τις βλέπω μέχρι σήμερα, θα τις έπαιζα πάλι το ίδιο. Κι είμαι πολύ περήφανη γι’ αυτές, όχι για όλες, όπως δεν είμαι περήφανη για όλες τις πράξεις μου σαν άτομο, όπως και για όλους τους θεατρικούς μου ρόλους…. Δεύτερο άτομο, ήταν ο Θόδωρος Αγγελόπουλος που με πήρε από κείνο το είδος του κινηματογράφου και με καναλιζάρισε στην καινούργια στροφή του.
Π.: Πώς εξηγείς που διάλεξε εσένα ο Αγγελόπουλος
Μ.Χ.: Κάπου με πίστευε και κάπου τον πήγα και σαν άνθρωπο. Έχουμε εξαιρετικές φιλικές σχέσεις, θα βαφτίσω και το ένα του παιδί μάλιστα. Ο Θόδωρος δεν κάνει χάρη ούτε στο θεό αν δεν έχεις ταλέντο και δεν του κάνεις για τη δουλειά του. Όσο και να με πιστεύει σαν ηθοποιό και ν’ μ’ αγαπάει σαν άνθρωπο, δε θα χαλάσει τη δομή του σεναρίου, για χατίρι κανενός, ούτε γράφει ρόλο για κανέναν ιδιαίτερα.
      Στη συνέχεια βρέθηκε ο ρόλος που μου έδωσε ο Κώστας Βρεττάκος στα «Παιδιά της Χελιδόνας». Κι αυτός χρειάστηκε να με πιστέψει γιατί η γυναίκα αυτή ήταν μεγαλύτερη και κυρίως είχε διαφορετικά βιώματα από μένα. Ήταν μια παλιά αντάρτισσα, από άλλη καταγωγή-θα μου πεις ότι ο ηθοποιός γι’ αυτό είναι-πάντως διέφερε πάρα πολύ από μένα. Δούλεψα σκληρά γι’ αυτόν τον ρόλο, άσπρισαν τα μαλλιά μου. Τον σκέφτηκα 8-10 μήνες, τον βασάνισα μέσα μου και δούλεψα πολύ και στο γύρισμα κι είμαι ευτυχισμένη για το αποτέλεσμα. Του άξιζαν του Βρεττάκου τα βραβεία γιατί απ’ όλους μας έβγαλε τον καλύτερο εαυτό.
Π.: Τελευταία, υποθέτω, ότι ο κόσμος σ’ έχει συνδέσει με την αριστερά. Η στάση σου απέναντι στην αριστερά ποια είναι;
Μ.Χ. Δεν θάθελα να κάνουμε συνέντευξη πολιτική, αλλά οπωσδήποτε σαν σκεπτόμενο άτομο πρέπει να ανήκω στον προοδευτικό χώρο. Για τη συγκεκριμένη παραδοσιακή αριστερά, τρέφω βαθύτατη εκτίμηση για τους ανθρώπους που αγωνίστηκαν, τους θαυμάζω. Με όλο το δικαίωμα που μου δίνει η σκέψη και η γνώση, διατηρώ το κριτικό μου πνεύμα πάνω στα λάθη τους που οδήγησαν στις ανωμαλίες των τελευταίων 40 ετών. Άλλωστε αυτό το δικαίωμα κριτικής το κρατάω για οποιονδήποτε κομματικό χώρο γιατί κι εκεί ακόμα που είμαι ενταγμένη δεν αισθάνομαι στρατευμένη. Από χαρακτήρα εγώ αποκλείεται να μεταβληθώ σε κομματόσκυλο οποιουδήποτε κόμματος. Τίποτα τέλειο δεν υπάρχει στο κάτω-κάτω. Αμφισβητούμε και τον εαυτό μας και την τέχνη μας, γι’ αυτό και προχωράει τη τέχνη. Ας μην ξεχνάμε ότι η αμφισβήτηση-όχι η μη ρεαλιστική-είναι τρόπος για να προχωρήσουν τα πράγματα προς το καλύτερο.
Π.: Αν σου προτείνανε να παίξεις σε κάποιο μικρό, άγνωστο θέατρο τι θάλεγες;
Μ.Χ.: Θα δεχόμουν ως τρελή. Έχω κάνει μια αναθεώρηση τα τελευταία χρόνια των θεατρικών μου πεπραγμένων. Λατρεύω την επιθεώρηση, την εκτιμώ και την πιστεύω, αλλά κάπου υπέκυψα στον Μαμωνά και νομίζω ότι έκαναν κακό στον καλλιτεχνικό μου εαυτό, όχι ότι μ’ έβλαψε ο συγκεκριμένος καλλιτεχνικός χώρος (ο ελαφρός, ο ψυχαγωγικός), εγώ δεν ήμουνα καλή και δημιουργική σ’ αυτό το χώρο. Εξαιτίας της αναθεώρησης αυτής, λοιπόν, έμεινα πολύν καιρό χωρίς δουλειά σκεπτόμενη το τι πρέπει να κάνω. Αυτή τη στιγμή με μεγάλη μου λαχτάρα θάπαιζα, σ’ ένα περιφερειακό θέατρο. Ας πούμε, με το Λευτέρη Βογιατζή θα δούλευα σαν παλαβή. Κι ας έκανα δέκα μήνες πρόβα κι ας έπαιρνα λίγα λεφτά… Στο Εθνικό πικράθηκα. Κάπου θεωρήθηκα άχρηστη. Εγώ η Κατερίνα Χέλμη… Και πήρανε την απάντησή τους. Η Χέλμη ατάκα φεύγοντας από το Εθνικό έκανε μια θεσπέσια Ιφιγένεια στο Ηρώδειο κι ατάκα εγώ πήρα το βραβείο ερμηνείας. Φοβάμαι ότι το Εθνικό θέλει μια ωραία βόμβα, ένα ξήλωμα όλων των δημοσιοϋπαλληλικών  ανθρώπων που δουλεύουν εκεί και τα βουτάνε από τις τσέπες μας, και ας κάνουν προσλήψεις απ’ την αρχή. Αλλά με άλλους ανθρώπους που έχουν σωστότερα κριτήρια και κυρίως πιο καλλιτεχνική ευαισθησία.
Π.: Οι σχέσεις σου με τον έρωτα ποιες είναι;
Μ.Χ.: Είναι ιδανικές. Αρνούμαι να τις φθηνύνω και να τις συμβιβάσω. Πιστεύω ότι ο έρωτας είναι το μεγαλύτερό μας καύσιμο. Αν είμαστε ερωτευμένοι κάνουμε καλύτερο θέατρο, κινηματογράφο, το σπίτι μας το χαιρόμαστε περισσότερο, στους φίλους και στην οικογένειά μας είμαστε πιο ευχάριστοι.
Π.: Τώρα είσαι ερωτευμένη;
Μ.Χ.: (μεγάλη παύση). Θα προτιμούσα νάμαι θεωρητική στο θέμα και όχι συγκεκριμένη. Χωρίς έρωτα είμαστε ευνουχισμένοι. Είμαστε σαν το τριφασικό ρεύμα που τούχει πέσει μία φάση, όπως το έζησες απόψε στο σπίτι μου. Έχουμε μεν ρεύμα, λειτουργούμε σαν άνθρωποι, τρώμε, δουλεύουμε, αλλά και οι τρείς φάσεις μας δουλεύουν σωστά μόνο όταν είμαστε ερωτευμένοι.
Π.: Στη ζωή σου τι σε δυσαρέστησε περισσότερο:
Μ.Χ.: Η προδοσία από τους φίλους. Η ζωή μας έχει ένα ξεκίνημα κι ένα τέλος που μοιραία είναι χωρίς έρωτα. Όταν είμαστε παιδιά, δηλαδή, κι όταν είμαστε γέροι. Ή ο άντρας μας μπορεί να πεθάνει, οπότε ο έρωτας μας εγκαταλείπει σίγουρα, οι γονείς μας φυσιολογικά φεύγουν, τα παιδιά άμα έχουν μεγαλώσει μας εγκαταλείπουν. Τελικά γερνάμε με τους φίλους μας. Επενδύω πολλά πάω στη φιλία. Σαν ερωτευμένη, αντιμετωπίζω τους φίλους και τις φίλες μου.
Π.: Πρέπει νάχεις πολλούς…
Μ.Χ.: Τον τελευταίο χρόνο είδα προδοσία από φίλες. Κι από φίλες μεγαλύτερες από μένα που θάπρεπε να κατασταλάξουν και νάχουν μεγαλύτερη ωριμότητα και ανθρωπιά. Αυτές οι φίλες θάβουν τον καλλιτεχνικό χώρο. Και φαίνεται ότι δεν επιτρέπεται να γερνάει κανείς σ’ αυτόν τον χώρο. Γι’ αυτό θέλω να φύγω από το θέατρο, για να μη γίνω μια κακιά, γριά θεατρίνα που θα τα βάζω με τις άλλες θεατρίνες.
Π.: Πώς θα το αντέξεις να φύγεις απ’ το θέατρο;
Μ.Χ.: Α, θα το αντέξω, τάχω καλά με τον εαυτό μου. Κάνω καλή παρέα με τον εαυτό μου, δεν κρεμιέμαι απ’ τη ματαιότητα της δόξας. Θάθελα ωσότου να γεράσω πολύ να κάνω κινηματογράφο, με τον οποίο έχω ερωτικές σχέσεις. Στο θέατρο οφείλουμε να παραμερίσουμε για ν’ αφήσουμε χώρο στους πιο νέους.
Π.: Τι επιπλέον σ’ ενοχλεί στους ανθρώπους;
Μ.Χ.: Με ενοχλεί η τσιγγουνιά. Της καρδιάς η τσιγγουνιά, η στέγνα των ανθρώπων, ο φόβος της παραδοχής των αισθημάτων τους. Αυτό με αηδιάζει. Ευτυχώς που υπάρχουν άνθρωποι που κρατάνε αυτό το κουράγιο. Μ’ ενοχλεί η ψευτιά και η απλυσιά. Αν με ρωτήσεις τι θαυμάζεις περισσότερο, ακριβώς τα αντίθετα αυτών που σου είπα. Θαυμάζω τους γενναιόδωρους ανθρώπους, τους ειλικρινείς και τους καθαρούς…. Εκεί που μετά την ερώτησή σου ακολούθησε η μεγάλη σιωπή, κράτα τη σιωπή και γράψε ένα ναι-να δείξω και γω κουράγιο-ναι, και πολύ.
Π.: Προτάσεις από τη τηλεόραση σούχουν κάνει;
Μ.Χ. Όχι, κάτι αξιόλογο. Φαίνεται ότι για κάτι αξιόλογο κανείς δε με χρειάστηκε ακόμα. Οπουδήποτε υπάρχουν καλές προϋποθέσεις για δουλειά θα την κάνω. Έχω κάνει όλων των ειδών τις δουλειές. Δούλεψα, εκτός από κρατικά θέατρα, σε θιάσους ρεπερτορίου, φαρσοκωμωδία, μπουλβάρ, μιούζικαλ, επιθεώρηση, δούλεψα σε ταβέρνα, σε κέντρα μπουζουκιών στον Καναδά.
Π.: Για τις όχι καλές κριτικές που πήρες στις «Εκκλησιάζουσες» τι λες;
Μ.Χ.: Πιστεύω ότι ήταν μια γενικότερη γραμμή χτυπήματος του Εθνικού Θεάτρου και του νέου σκηνοθέτη. Μπορεί να μην κάναμε την παράσταση των αιώνων, αλλά ήταν μια παράσταση από τις καλές το καλοκαιριού. Φοβάμαι πως οι κριτικοί αντέδρασαν το λιγότερο ανοργασμικά. Αυτή τους η λύσσα είχε ορμονική καταβολή.
Π.: Και την Βουγιουκλάκη δεν την κράξανε;
Μ.Χ.: Έπρεπε να επιτεθούν στην Βουγιουκλάκη.
Π.: Τον Λαζόπουλο γιατί δεν τον κράξανε; Πώς το εξηγείς;
Μ.Χ.: Δεν τον κράξανε καθόλου στις κριτικές;
Π.: Τον πήραν πιο αστεία…
Μ.Χ.: Μήπως και η παράσταση του Λαζόπουλου ήταν πιο αστείο; Ο Λαζόπουλος δεν βγήκε να διεκδικήσει έπαινο για την ερμηνεία του πάνω στη Λυσιστράτη. Έκανε μια παρωδία της Λυσιστράτης κι έτσι τον αντιμετωπίσανε. Αν ο Λαζόπουλος όμως βγει να παίξει ένα ρόλο αντρικό, να τον υπερασπιστεί σαν ήρωα πλέον, θα τον χτυπήσουν κι αυτόν σίγουρα γιατί είναι πολύ πετυχημένος.
Π.: Είχες ποτέ όνειρα να παίξεις μεγάλους ρόλους, Μήδεια ας πούμε;
Μ.Χ.: όχι, ειδικά τη Μήδεια, ποτέ. Θάθελα να παίξω Κλυταιμνήστρες, μ’ αρέσουν γιατί είναι οι πιο δικαιωμένες και οι πιο τίμιες ηρωίδες των αρχαίων τραγωδιών. Άμεσα πράγματα κι ειλικρινή. Η Μήδεια, με όλες αυτές τις φιοριτούρες περί της καταπιεσμένης γυναίκας… Δεν μπορώ να δεχτώ καμιά μάνα που σφάζει τα παιδάκια της. Είμαι έξω φρενών με τη Μήδεια!
Π.: Είδες τη γιαπωνέζικη Μήδεια στην τηλεόραση;
Μ.Χ.: Δε βλέπω τηλεόραση πια, δεν πιάνει άλλωστε 17 χιλιόμετρα απ’ την Ομόνοια. Μόνο βίντεο.
Π.: Πές μου για την καινούργια σου ζωή εδώ στο αγρόκτημα;
Μ.Χ.: Ζώντας εδώ αναθεώρησα όλο τον τρόπο ζωής και σκέψης, ύπνου, φαγητού… Είναι σπουδαίο να βγαίνεις και να πατάς το χώμα. Ζω απομακρυσμένη, έχω αποτοξινωθεί από ένα σωρό βλακείες…
Π.: Δεν ζηλεύεις λίγο την Αθήνα;
Μ.Χ.: Εγώ να ζηλέψω; Καλέ, να ζηλεύουν εμένα. Θα μπορούσα ν’ αγοράσω τρία σπίτια όπου ήθελα κι όμως από επιλογή τόκανα εδώ στην Παιανία. Όμως σούπα τάχω καλά με τον εαυτό μου κι έτσι μπορώ να τα έχω καλά και με τη φύση. Είμαι πολύ ευτυχισμένη. Το μόνο που μ’ ενοχλεί εδώ είναι οι κυνηγοί. Όλο αυτό το θέαμα των μαντράχαλων, 40-50 χρονών, που βάζουν μια στολή εκστρατείας με καμουφλάζ, σταυρωτά φυσεκλίκια, κασκέτα, μπότες, τρία τουφέκια, κάτι μεταξύ Αμερικανών στο Βιετνάμ και Τσε Γκεβάρα… Και στήνονται κατά δεκάδες εδώ για να βαρέσουν σπουργιτάκια, καρακάξες, κίσες… Υπάρχουν εποχές που δεν ακούγεται κελάιδημα πουλιών, κρύβονται. Σπορ είν’ αυτό; Να φάνε; Τι να φάνε; Σκοτώνουν για να σκοτώνουν. Τους βρίσκω αφόρητους μέχρι γελοίους.
Π.: Για την γυναικεία ομοφυλοφιλία τι έχεις να πεις;
Μ.Χ.: Τα ίδια που θάλεγα και για την αρσενική. Με τη διαφορά, βρίσκω ότι σαν φύλο η γυναίκα όλα τα παίρνει πιο σοβαρά, και το αίσθημα και τον έρωτα. Οι άντρες είναι πολύ πιο εύκολο να αντιμετωπίσουν την ερωτική διαδικασία επιδερμικά. Κι έτσι, οι άντρες ομοφυλόφιλοι έχουν περισσότερο χιούμορ. Σαρκάζουν, αυτοσαρκάζονται, έχουν μια γενικώς σκωπτική διάθεση, είναι χαριτωμένοι, προικισμένα άτομα. Οι γυναίκες το παίρνουν πιο «τραγικά» το πράγμα και μοιραία στερούνται των χαρισμάτων αυτών που έχουν τ’ αγόρια. Εγώ είμαι και..  αγοροθαυμάστρια, ακόμα κι όταν αυτά τ’ αγόρια δεν είναι και τόσο φανατικά.
Π.: Πώς αισθάνεσαι που σου ζήτησα συνέντευξη, εγώ μια πόρνη-τραβεστί για το «Κράξιμο»;
Μ.Χ.: Σου είπα, δεν είμαι ρατσίστρια. Εγώ δεν θα μπορούσα ποτέ να είμαι πόρνη, όχι από λόγους ηθικούς, απλώς δεν μπορώ, θα με πρόδιδε το στομάχι μου. Είναι καθαρά θέμα κεφιού. Σέβομαι και θαυμάζω το κουράγιο που μπορείς και το κάνεις και ακόμη περισσότερο που μπορείς και το λες. Το που είσαι τραβεστί δεν μ’ ενδιαφέρει, είναι δικό σου πρόβλημα, εσύ πως αισθάνεσαι. Εγώ σαν εικόνα, είδα ένα πολύ ωραίο αγοράκι, με το ξεβαμμένο μπλουτζίν του, τα παπούτσια του μπάσκετ, το πέτσινο, το μακρύ μαλλί… Μου θυμίζεις περισσότερο συγκροτηματάκια, νιου γουέιβ αγόρι, παρά τραβεστί. Να μου πεις μια μέρα που συχνάζεις να συναντηθούμε. Το περιοδικό σου μ’ αρέσει, έχει ένα σπάνιο πράγμα, έχει θάρρος. Είμαι πολύ περήφανη που έδωσα και σε άλλα περιοδικά συνέντευξη κι είμαι περήφανη που διάλεξαν εμένα. Ας μην ξεχνάμε, το να έχεις εμπιστοσύνη και συ σε μένα, που είσαι ένας άνθρωπος με νύχια και με δόντια προς τα έξω, θα πει πως κάπου με πιστεύεις, κάπου αυτά που ισχυρίστηκα πριν ότι διαθέτω, πράγματι τα διαθέτω. Αισθάνομαι, λοιπόν, εγώ περήφανη που μου ζήτησες συνέντευξη.
ΜΑΙΡΗ ΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΥ, περιοδικό ΤΟ ΚΡΑΞΙΜΟ.
--
     Σεμνός και ειλικρινής ο απαντητικός λόγος της ηθοποιού Μαίρης Χρονοπούλου, χωρίς στόμφο, δίχως έπαρση, δίχως ηθοποιία και πόζα σταρ. Ένας άνθρωπος πρωτίστως, αληθινός και ζεστός, ένας καλλιτέχνης σίγουρος για την δουλειά του, μια γυναίκα της διπλανής πόρτας με φιλάνθρωπα συναισθήματα. Αλλά και οι ερωτήσεις της Πάολα είναι μετρημένες, χωρίς συχνές παρεμβάσεις, δίχως να μένει μόνο στα ερωτικά, τα του οίκου της. Ακολουθεί τις απαντήσεις της πανέμορφης ηθοποιού και, ακούει και αυτή μαζί μας τις αλήθειες της. Την δική της άποψη για τους θεατρικούς κριτικούς, το Εθνικό Θέατρο, την φιλία, τον έρωτα, τους άντρες. Πηγαία και αυθεντική, έξυπνη, γνωρίζει να αποφεύγει τις κακοτοπιές, παραδείγματος χάριν για το ρόλο της στις Εκκλησιάζουσες.
Κινηματογραφική ηθοποιός η Μαίρη Χρονοπούλου, δεν φέρνεται αχάριστα απέναντι στα πρόσωπα που έφτιαξαν την εικόνα της, όπως άλλοι συνάδελφοί της. Γνωρίζει καλύτερα από όλους μας τι τους οφείλει, και πρωτίστως, τι οφείλουν πολλές γυναίκες ηθοποιοί στον Γιάννη Δαλιανίδη και στον Φίνο. Δυο κινηματογραφόφιλοι που έφτιαξαν την Σχολή του Ελληνικού Κινηματογράφου. Εμπορικός ναι, λαϊκός ναι, υπερβολικός ναι, σε πολλές του ταινίες, όμως ένας ελληνικός κινηματογράφος που μεγάλωσε αρκετές γενιές ελλήνων και ελληνίδων. Έδωσε «σάρκα και οστά» στα όνειρα χιλιάδων ελλήνων, πλημμύρισε με δάκρυα χαράς ελληνικά χαμόσπιτα. Η «συνοικία το όνειρο» που γύρισε ο Αλέκος Αλεξανδράκης, έγινε αν θέλετε συνοικία των πανέμορφων και φανταχτερών μιούζικαλ, της ξεγνοιασιάς των νέων της εποχής, της ελληνικής φρεσκάδας αγοριών και κοριτσιών, του αθώου ερωτικού ξυπνήματος μέσα στις ταινίες του Δαλιανίδη. Του φλερτ και των καλλίγραμμων ελληνίδων. Των ευαίσθητων και τρυφερών νεαρών, αυτών με την κρυφο-ομοφυλόφιλη διάθεση που ακολουθούσαν την μοίρα του πεπρωμένου τους. Ειδυλλιακός ο κόσμος αυτός σίγουρα, την ώρα που λειτουργούσαν στρατοδικεία, είχαμε πολικές εξορίες, αντιμετωπίζαμε κοινωνικές ιδεολογικές αναταραχές. Όμως, αν προσέξουμε καλύτερα, θα δούμε ένα έντονο πολιτικό κριτικό βλέμμα να κρύβεται πίσω από το όχι και τόσο αθώο και φωταγωγημένο βλέμμα του Δαλιανίδη. Μέσα από την αφέλεια και το ερωτικό ξύπνημα, γίνονταν μια κριτική στις οικογενειακές συνήθειες και τις πατρικές προκαταλήψεις, εξασκούνταν μια κριτική στα καλόπαιδα των πλούσιων οικογενειών που γλεντούσαν ερωτικά με τα όμορφα κοριτσόπουλα της εργατικής τάξης, πριν επιστρέψουν στις χλιδάτες οικίες τους. Στηλιτεύονταν αγκυλωτικές συνήθειες του παρελθόντος μέσα στην ίδια την οικογενειακή εστία. Πάθη αντρών και γυναικών που χαλούσαν γάμους και διέλυαν αγάπες, σχέσεις. Αλλά πάνω από όλα, παρήγαγαν ήθος ζωής σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο. Κοινωνική φιλανθρωπία και συντρέξιμο την ώρα της ανάγκης. Αντριλίκι και όχι σταριλίκι. Γυναικεία προκλητικότητα αλλά όχι πουτανιά. Τα κοινωνικά και τα  «ηθικά» διδάγματα των ταινιών αυτών, έγερναν πάντα με το μέρος του Καλού, της φτωχολογιάς. Υπήρχε μια εσωτερική κοινωνική κάθαρση, ένας διαχωρισμός των τάξεων. Και τα ινδάλματα, ήσαν πάντοτε από την από εδώ πλευρά της φτωχής πλειοψηφίας.
     Ο παλαιός ελληνικός εμπορικός κινηματογράφος, είναι η ιστορία της ελλάδας τα τελευταία εκατό χρόνια μέσα από τον κινηματογραφικό φακό. Έναν φακό που τον κρατούσαν μαζί όλοι οι συντελεστές του ανεξαιρέτως, που φωτίζοντας την κοινωνία φώτιζαν τον εαυτό τους.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 1 Δεκεμβρίου 2018
Πρώτη γραφή σήμερα, 
Ημέρα μνήμης των βασανισμένων κορμιών του έρωτα.                                    
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου