Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2018

Ο Ρωμανός εγκάθειρκτος του σώματος


Ο Ρωμανός εγκάθειρκτος του σώματος
Του Γιάννη Δάλλα

     Ο Ρωμανός είναι ολόκληρος μια καθαρή γραμμή, η λαλιά μιάς φυλής. Σε μιά οικουμένη, πού η περίσκεψη έβριθε, αυτός έφερε τη δωρεά του λαγαρού ενστίκτου. Αυθάδης και λαμπερός, όπως όλες των πολιτισμών οι πρωϊμότητες. Και όπως εκείνες απερίφραστος και συγκεκριμένος. Του θυμικού του θηράματα χειροπιαστά, χειροποίητα, είναι οι οίστροι του, σαν κλουβιά πού μέσα τους κλωσσούνται ολοζώντανες εμπειρίες.
      Στής μεσαιωνικής ράτσας μας το κατώφλι καμπανοκρουσία εωθινή, μεταλλικά γελάσματα, ρυθμικών νεαρών ενορχήστρωση. Από εκεί πάνω συναγέλαζε κάθε μέρα σε ένα του βλέμμα προπατορικά και αγιολογικά πάθη, σεισμούς και θεομηνίες, όλα νωπά, επίκαιρα, γενομένα όχι χτές, αλλά δίπλα μας, σήμερα. Την ιδέα την πιο απογειωμένη και ασώματη, που ανακάλεσε ποτέ η μεταφυσική αγωνία μας, αυτός την προσγείωνε, την ενσάρκωνε, μπορούσε να τη χωρέσει ακέραιη στο σώμα του πλησίον του. Ο Αδάμ, ο Βεελζεβούλ, ο Γαβριήλ, ο Ηρώδης, ο Λάζαρος είναι οπωσδήποτε για τους συγχρόνους του γνωστά πρόσωπα της Αυλής, ή των μεγάλων δρόμων του Βυζαντίου. Εκείνος ο κουροπαλάτης εξ άλλου, αυτό ο έπαρχος, ο άλλος ο ασκητής, πιο πέρα η πόρνη, ο πρωτονοτάριος ή ο τεχνίτης δεν είναι παρά ο Αβραάμ, ο Ιώβ, η Μαγδαληνή, ο Θωμάς, ο Ιωάννης, ο τελώνης. Πρέπει οπωσδήποτε να είχε μια συνείδηση που να προκαλούσε αμόχθητα τη διάθλαση, ακαριαία τη διαπίδυση. Ο έξω κόσμος ελεύθερα να περνοδιαβαίνει μές στη χορεία των ιδεών του, επί τέλους οι εκπρόσωποι οι πνευματικοί και οι καιρικοί να γίνονται ένα, τα πρόσωπα του μύθου και της αγοράς αδιάσπαστα. Για τα υπερβολικά μιλά με την πιο εφήμερη γλώσσα της αγοράς του καιρού του:
       Το του Χριστού ιατρείον     βλέπω ανεωγμένον,
κράζει με την πρόσφατη πείρα των χρόνων της Ευδοκίας που γέμισε περιθαλπτήρια τη Βασιλεύουσα. Η του Χριστού πώλησις κραυγάζει με το ύφος των τοκογλύφων και των εμπόρων του Κερατίου Κόλπου. Κτείνει με ο Βηθλεεμίτης ωρύεται με την ενοχή ενός αποστάτη ή αιρετικού, άς πούμε του Ιουλιανού, του Αρείου, ή του Νεστορίου.
     Η ανθρωπολογία η πιο αποπνευματωμένη γίνεται τώρα ζεστή ανθρωπολογία. Φίλτρα οικεία σημαίνονται και στα υπερφυσικότερα δρώμενα, καρδιά ετοιμοξέσπαστη, κανθοί δακρύβρεκτοι. Ο πατέρας πατριαρχικός:
       έξωθεν οργίλος,     έσωθεν φιλάνθρωπος,
και η μητέρα του καιρού του, Σάρρα ή Παναγία, με χέρι στοργής επί του πενιχρού βρέφους:
       Σύ μου φάος,            σύ αυγή
       εμών βλεφάρων ΄     σε, ώσπερ άστρον,
       βλέπουσα λαμπρύνομαι,     ώ τέκνον μου.
Οικογενειακή συγκέντρωση, αγάπη (με την πρωτοχριστιανική έννοια) του θεού και των πλασμάτων του είναι η ποίησή του. Ανθρώπους και κτήνη σώσης Κύριε, ομολογεί και η γλώσσα της εποχής. Ένα βήμα πιο πέρα, και ο νούς του παραλογίζεται τρυφερά ή άγρια, σπέρνει τη θεότητα στους αγρούς, μές στα πιο ταπεινά φύτρα:
       Σύ της εμής κοιλίας      καρπός ώριμος ώφθης,
       σύ βότρυς περκάζων     ακμάσας εις αμπέλου,
       ού σβέσει σε πατήρ,      ού τέμνει σε.
ή, ασυγκράτητος, την ενσωματώνει και την ασκεί μές στις πρώτες κινητικές μορφές του ενόργανου κόσμου:
       Νημάτων και δικτύων     τότε πλακέντων
       τώ νεβρώ της παρθένου      η παγίς συντέτριπτο
       και ο νεβρός ερρύετο,         κατασχίζει τα δίκτυα,
       σύν τη μητρί δε φεύγει,      ως άμωμον δορκάδιον,
       είς Αίγυπτον, ως έφη          Μιχαίας ποτέ.
Χλωρίδα και πανίδα θεοτική, θαλλερή πρασιά πού κάποτε γίνεται ζούγκλα αγριμική, ζωολογικός κήπος συνόργανος, χαρίεις και ατίθασος, είναι η θεολογία του Ρωμανού. Αφού κατέβασε τη θεότητα και όλη η χορεία των αγγέλων και των μαρτύρων ως τα μέτρα της ανθρωπιάς μας, τη σκόρπισε στα πρώτα φύτρα, στους αρχικούς μυώνες μιάς ζωής φυσικής και πρωτόγονης, στη διάσταση ενός αναβαπτισμένου παγανισμού.
     Είναι η πρώτη νίκη, της φαντασίας του αυτή. Έμελλε τώρα να περάσει και μια άλλη δοκιμασία, και αυτήν αθλοφόρα. Σε μια εποχή πού στεφανώνεται η έτοιμη, η κατακτημένη, η τελειωμένη πίστη, αυτός προβάλλει ακόμη ατελής, αγωνιζόμενος. Δεν μπορεί να στερεωθεί στα πόδια του, κλονίζεται από ηθική αγωνία. Έν μέσω των πεντακοσίων χιλιάδων μακάριων συμπολιτών του (τόσους θα αριθμούσε η κοσμόπολις, που κατοικούσε), αυτός είναι ίσως ο μόνος, που αισθάνεται σαν σκεύος της αμαρτίας. Τριγυρισμένος από παγίδες, κάθε στιγμή κατασπαράζεται από την ενοχή:
       Των εμών βλέπω πταισμάτων     υπέρ αριθμόν ψάμμου το πλήθος.
Στον κοιτώνα του, ολονύκτιος, άθυρμα του μαύρου στοιχείου, ταράζεται από ανεξιχνίαστους τρόμους:
       Νύξ τη νυκτί αναγγέλλει     γνώσιν ζοφοφόρον.
Έχει την υποψία, πώς τον παραμονεύει από παντού, σε κάθε βήμα ο ληστής ο αρχέκακος:
       Υπνούντά με ραθυμία     ο πονηρός επαγρυπνών εσυλαγώγησε.
Μές στους ανύποπτους καιρούς κλαυθμός μοναχικός, κεραία απεγνωσμένη:
       Αεί κρυπτώς μαστιγούμαι,     το συνειδός καταδικάζει με.
Μια τελευταία προσπάθεια να προλάβει, επίκληση απελπισμένη προς τα έσω:
       Ψυχή μου, ψυχή μου,     ανάστα, τι καθεύδεις;
       το τέλος εγγίζει               και μέλλεις θορυβείσθαι.
Επί τέλους ποιος του έδωσε το δικαίωμα να ταράζει έτσι σαδιστικά τη σάρκα του, και ό,τι φυλακίζει η σάρκα μέσα της; Ποιος του επέτρεψε να κάνει το κορμί του σταυρική διασταύρωση; Να μιλά με την παραφορά και την ιδεοληψία του ταγμένου, του εκπεπτωκότος, του πειραζομένου, του εσταυρωμένου; Η ουράνια βασιλεία έγινε, ευτυχώς ή δυστυχώς, αν και πρόωρα, κοσμοβασιλεία ολόγυρά του, και αυτός που τολμά ατιμώρητα να κατοικείται από πνευματικές αγωνίες, ηθικές ενοχές, συμπλέγματα των πρώτων διωγμών; Όπως η ψυχή του, κατακερματισμένες είναι και οι λέξεις του, διάλογος πανικόβλητος, λυμένα λόγια προς τα άνω: Ο φρικτός σου θρόνος λοιπόν ευπρεπίζεται αναφωνεί περίτρομος, το τάλαντόν σου πραγματεύομαι υπόσχεται περιδεής, προτού λυθήναι το θέατρον ικετεύει σπαρακτικά, το χειρόγραφον μου σχίσον εγκαταλείπεται τέλος απεγνωσμένα. Απομένει τώρα, έσχατη και τρομερή ενώπιόν του η Κρίσις. Και αυτήν την αντιμετωπίζει σαν θεομηνία, καταστροφή, πού από ώρα σε ώρα θα ξεσπάσει επάνω μας:
       Η Κρίσις έρχεται     επαπειλούσά με.
Ο Ρωμανός έτσι, αφού πρώτα έκανε την υπερβατικότητα βατή, υπόθεση του ενόργανου κόσμου, καθήρεσε τώρα, με την πνευματικήν αγωνία του, τη στατικήν αντίληψη της πίστης. Κοσμοθεώρημα, πού δεν το ασπάστηκε άβουλα, δεν το υπέστη, αλλ’ ενεργητικά πολέμησε και δίνοντας και παίρνοντας πληγές το κατάκτησε. Και ούτε έμεινε στις κλειστές, έτοιμες καταστάσεις, αλλά έσκυψε μετά πόνου στα προβλήματα των συνειδήσεων, στης ψυχής τις συλλήψεις τις δύσκολες, στους φοβερούς της τόκου. Το σώμα και η ψυχή του έγινε σταυροδρόμι της αμαρτίας, Κρανίου τόπος του ηθικού ζητήματος. Εκεί μέσα, στη λάσπη της δοκιμασίας του, είναι έτοιμος να δεχτεί το θάμβος. Καθαρμένος, γίνεται άξιος να πλησιάσει το θαύμα. Και το θαύμα ο Ρωμανός το αντιμετωπίζει εξ ίσου σαν άλκιμη πράξη, σαν άθλημα:
       Αθλητικώς διέδραμες     υπό δέκα θηρών
       ανθρωπομόρφων, άγιε,   την οδοιπορίαν
       ποιούμενος πάσαν          και φθάσας ένθα
       ήν το μαρτύριον              τους θήρας ηρέθισας
       οδούσι τούτων                καταβρωθήναί σε.
Ο Άγιος Φραγκίσκος με τα ζώα του, η Ιωάννα της Λωραίνης επάνω στην πυρά, εν γένει η δυτική αντίληψη εδώ δεν υπάρχει. Ακόμη και ο Δάντης είναι μακρυά με τα τρία χωρισμένα, αλληλοδιάδοχα, εξελικτικά στάδια της θεοδικίας του, ενώ εδώ συνυπάρχει, στην ίδια στιγμή και στην ίδια πράξη, πάντα μέσω του κολασμού η κάθαρση συνάμα και η λύτρωση. Είναι ο τραγικός υπέρμαχος του σώματος. Το σώμα γι’ αυτόν είναι μια προβλήτα δυσμάχητη, που αντιστέκεται στη φουσκοθαλασσιά του θείου, στα έργα της θεομηνίας, σε κάθε επιβολή της πιο απρόοπτης θεουργίας. Παντού και πάντα η πλημμυρίδα και η άμπωτη: το πνεύμα που κατακλύζει το σώμα, το σώμα που ορθώνεται μές στις υγρές γλώσσες του πνεύματος. Και από αυτήν τη διαλεκτική πλουτίζεται η διάνοια του Ρωμανού σε φοβερές αλήθειες, βαθαίνει η ψυχή του σε εμπειρίες, μεστώνει το ήθος του σε πάθος. Ένα πάθος με πολύ βεληνεκές, με των αρχαίων, των μεσαιωνικών και των νέων Ελλήνων τριδιάστατη σημασία. Ο οργανισμός του όλος ανασκευάστηκε, και εκεί μες στην ύλη, με υλικά σύμβολα αγωνίζεται να μεταπέσει σε ενέργεια παραδείσια:
       Σιτός ειμί θεού        και σπουδάζω λοιπόν
       αλησθήναι δεινότατα       όπως τω δεσπότη
       έντιμος άρτος                   όλος γενήσομαι.
Αυτή την κρίσιμη ώρα, του Ρωμανού η πράξη ύπνωττε, γιατί τα μέλη τα σκέπαζε το σχήμα του κληρικού. Η σκέψη αδρανούσε παράλυτη, γιατί πλεόναζε μέσα του ο σφυγμός του ενστίκτου. Και έμεινε ευτυχώς ανοιχτός, κανάλι και φλέβα ζωής, ο λάρυγγας. Και τότε της ψυχής του η περιπέτεια έγινε διά μαγείας ποίηση. Οντολογική κραυγή, δίψα βιολογική, δικαιολογία μιας τροχιάς γήινης να υπάρξει οπωσδήποτε και μετά τη συντέλεια. Να εξαγοράσει έτσι την εξιλέωση, να επιδείξει, αν χρειαστεί, εκεί πάνω τους ύμνους του, πειστήρια αδιάβλητα πώς έδρασε κι αυτός επί γης:
       Υπό των ηδονών        δεινώς κλειδωνιζόμενος
       τον ύμνον προσφέρω σοι,    όν έξ απόρων
       χειλέων έπλεξα.
Στον 5ον και τον 6ον αιώνα ο μεσαιωνικός πολιτισμός μας περνούσε μια δύσκολη εφηβεία. Και ο Ρωμανός τη δυσκολία της την έκανε προσιτή, εύλογη. Το negative της αυτοπροσωπογραφίας του βέβαια δεν μας ξεφεύγει. Τον αναποδογυρίζομε από την άλλη πλευρά και βλέπομε ακόμη και τώρα πάνω στην ποίησή του στίγματα μεγάλα και ευδιάκριτα.
     Είχε, όπως και κάθε σύγχρονός του, μια ψυχική κληρονομιά ανώμαλη. Και ένα καθεστώς του πνεύματος, πού οικοδομούσε από το τέλος προς την αρχή, αντίστροφα. Κάτω στα έγκατά του επιζούσε πάντα, σαν κακή μνήμη του φυλετικού υποσυνείδητου, ο πανικός της πρώτης κατακόμβης, η τρωγλοδίαιτη ψυχή, η πίστη-νυχτερίδα. Και αυτός έκανε τη σκιά μεσημβρία, την κατακόμβη θριαμβικούς τρούλους, τη μειονεξία έξαφνη ύβρι κατά των αλλοδόξων. Και όμως αυτός ο δεδηλωμένος ορθόδοξος μαυλίζεται ακόμη από τις απωθημένες μνήμες. Διανυκτερεύει εκεί κάτω, και τους πιο αυθεντικούς οραματισμούς του, τους αντλεί κατευθείαν από τις απαγορευμένες πηγές, πού είναι τα απόκρυφα Ευαγγέλια του Ιακώβ και του Νικοδήμου, η δαιμονολογία των Συναξαριστών, οι τοιχογραφίες της ελληνιστικής Συρίας. Εξ άλλου, για να επισημάνουμε και την αντίθετη πνευματική παράδοση, υπήρχε πίσω του η τριανδρία του Βασιλείου, του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου της Νύσσης, υπήρχε δηλαδή η επίσημη Κατήχησις, χειραφετημένη από τη φιλοσόφηση της Αρχαιότητας. Και αυτός, επιμένοντας να μείνει της Απολογίας διάκονος (που σημαίνει απερίφραστος, πειστικός, επίκαιρος οίστρος), αντέταξε την έμπνοη πεποίθηση ενός εξ αρχής νέου Αλφαβήτου ιδεών:
       Τι φυσώσι και βομβεύουσιν      οι Έλληνες;
Και όμως, λέγοντάς το, αυτός ο πεισματικός μισέλλην εγκολπωνόταν ήδη όλη τη φωνασκία και τα τεχνάσματα της αρχαίας ρητορικής. Αρχίζει πάντα με την σωστή, δική του βαθειά αναπνοή:
       Τον αετόν γύπες      επί τα όρη εζήτουν
       ην δ’ εκείνος εν αποκρύφω     σκέπων και θάλπων
       ταίς αυτού πτέρυξιν       την νοσσιάν,
και αμέσως μετά διολισθαίνει στην πιο σχολαστική σοφιστική:
       την νοσσιάν, ήν έκτισε    χειρί ιδίω πρότερον,
       κάν άρτι τούτον τέτοκε   παρθένος, μήτηρ άνανδρος.
Σε αυτή την περίπτωση ένα τείχος μας χωρίζει από την καρδιά του Ρωμανού. Την τελευταία στιγμή ένα τείχος από λέξεις νεκρές, φράχτης από ρικνά σύμβολα, διάφραγμα συνειρμών. Αρχαιοπρεπής πεζοπορία των φράσεων, επιστρατευμένα όλα τα παλαιά οξυδωμένα σχήματα του Ελληνισμού, σφηνωμένα εμπόδια στην ποιητική διάθεση, στην έξοχη αυθεντικότητα. Και οι αλληγορίες οι χριστολογικές, παρεμβλημένες συνήθως σαν άχαρα Δόν-Κιχωτικά σκιάχτρα: τα κέρατα του Κριού, πού γίνονται σταυρός, η παρθενική κοιλιά που λιπαίνει το ξύλον της Γνώσεως. Συχνά πλεονάζει ο λογικός ειρμός, η σοφιστική και οι ατέλειωτες θεολογικές συζητήσεις, με μία λέξη ο μεσαιωνικός Διαφωτισμός, ο 4ος αιώνας. Δεν ξέρεις που σταματά ο Λιβάνιος και που αρχίζει η πραγματική «δείνωσις», πού εκπνέει το γράμμα της Γραφής και έρχεται η ελεύθερη ώρα της μυθοποιϊας, πού βωβαίνονται επί τέλους οι Πατέρες της Νίκαιας και της Εφέσου για να αντηχήσει ο ύμνος. Μαθητεία ασυνείδητη και ενσυνείδητη, και τον γέμισε τρωτά μέρη, κατά μήκος του ποιητικού σώματός του οχληρά λέπια. Και όμως, ήρθε η στιγμή πού αυτή η μαθητεία ενίσχυσε τη φωνή του να εκφρασθεί, την εμπνοή του να πάρει μιάν εφαρμοσμένη φορά. Και υποτάζοντας εφεξής την παιδεία τους στην προσωπική του προίκα έκανε ποίηση. Ποίηση καινοφανή που το ήθος της είδαμε, μέλλει τώρα να δούμε το ύφος και το διάγραμμά της.
     Από τους Προφήτες, τον Εκκλησιαστή, τους Παραινετικούς της Βίβλου σφυρηλατήθηκε και ο δικός του θυμικός τόνος, και μαζί μια οικεία διάθεση. Μόνον από εκεί είχε πάρει κάτι από την ιδεομανία της ποιητικής εποπτείας, την εμμονή της σκυθρωπής προσλαλιάς. Και πήρε και την τέχνη της εξαίφνης εισαγωγής, πού πότε είναι κραυγή προς τα άνω, πότε κάλεσμα προς τον πλησίον, πότε συστροφή και παραίνεση προς εαυτόν. Δανείστηκε τη δύναμη των αναδιπλώσεων, τις απρόοπτες αναδρομές, τα σκεπτικά επιμύθια, τα βαρύγδουπα ομοιοτέλευτα, πού είναι ηχηρές κατακλείδες, σφραγίσματα. Και άντλησε ακόμη από κεί την υπερήφανη ταπεινοφροσύνη, την πολυφωνία του φίλτρου προς τα κατοικίδια και ορεσίβια ζώα, προς τα οποία ταυτίζονται οι ποικίλες μορφές της θεότητος. Και τέλος τη λεπτή γεύση της ματαιότητος, ό,τι γενικά διαδηλώνει το ύφος του πατριαρχικού, νομαδικού, ποιμενικού πολιτισμού του παλαιού Ισραήλ. Κατά το «ρήμα» των πρώτων τρομερών εκείνων ανδρών αρχίζει κάποτε με πλάγια κεκραγάρια:
       Υψόθεν επέβλεψεν     ο επιβλέπων
       αβύσσους Θεός,
ή χάνεται και εκείνος ολόσωμος μές στη διακριτική ή οργιαστική πανίδα της θεότητος:
       Ιχνεύσασα η αλώπηξ     τον μέγα σκύμνον
       διεγείρει κατ’ αυτού      τους κακούς κύνας
       έσωθεν και έξωθεν        Βηθλεέμ περιτρέχοντας
       και ζητούντας το θήραμα,
πέφτει ξάφνου σε συλλογή για τη ματαιότητα των εγκοσμίων:
       Παρήλθεν ο πλούτος,     ως αράχνη και σκιά
       και ως εξανθών         χόρτος επί δώματος ΄
       ως ναύς δε διέδραμεν      εν των βυθώ ΄
       ίχνος ουκ έστιν ευρείν,
και τελειώνει συχνά με την αποστροφή των κλητών της Βίβλου:
       Δυνάσται λαών     ετασθώσι     δυνατώς,
       ή
       Υιοί λοιμοί και πονηροί      οι ιερείς του λαού σου.
Η θυμική του κράση του επέβαλε την υψηλή αυταπάτη των προφητών, και εβάπτισε σ’ εκείνους τη φωνή του, κρατώντας την, εννοείται, πάντα προσωπική. Τώρα, για να την εκφράσει, να την υλοποιήσει, έπρεπε πρώτα να συλλέξει θέματα και μετά να βρεθεί ο μίτος να τα οικοδομήσει. Και για τα θέματα ενήργησε η χάρις της ματιάς, η γραφική καρδιά του. Τα αναζήτησε, τα βόσκησε ένα-ένα στις πιο ζεστές φωλιές, στις πρώτες πηγές: στα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, στα Ευαγγέλια, στα Συναξάρια. Και εδώ από τις πιο γνωστές, τις πιο κοινές υποθέσεις αντήστραψε μια απροσδόκητη εκδοχή, μια ευφάνταστη ποικιλία. Στους χειρισμούς και στην πλοκή αφήνει την περιγραφή και χάνεται σε λυρικές παρεκβάσεις, παραιτεί την αφήγηση και πιάνει την ψυχολογία, προβαίνει σε μια αναπαράσταση, φτάνει στα παραμεθόρια της θεατρικότητας. Προβάλλει στους ανύποπτους ήρωες διλήμματα ηθικά, προσφέρει σε αυτούς τους αφελείς στρατευμένους την απρόοπτη ευχέρεια για ελεύθερη βούληση, ανά πάσαν στιγμή τους επαπειλεί τους πτωχούς με την τιμωρία της Κρίσεως, τους σαγηνεύει με το δέλεαρ του Παραδείσου. Έρχονται στην επιφάνεια με εικονοπλασία γλαφυρή ήρωες αφανείς, όπως ο Ιωσήφ, ο Πέτρος, οι Ανάργυροι, ο ασκητής, ο μοναχός, ο στασιαστής, ο πυροπαθής, ο θαλασσοπόρος, εικονικές παραστάσεις της συνειδήσεως στο πιο δριμύ της γίγνεσθαι, προσωποποιήσεις του Πειρασμού και του Άδη, ρεαλιστικοί διάλογοι του Άδη και του Θανάτου.:
       Νικητά Θάνατε,      ακαταγώνιστε,
       άκουσον     Άδου     του φίλου σου.
     Τα θέματά του είναι τώρα πανέτοιμα, σκεύη εξοπλισμένη, φορτισμένη μάλιστα με διάθεση αισθητική, με έντονη, καθορισμένη ροπή ύφους. Από των Ελλήνων την ποικίλη τέχνη δανείστηκε τέλος τους τρόπους της οικοδομής του υλικού, την ορθοέπεια της φωνής του. Και δεν χρειάστηκε-απαίδευτος ήταν άλλωστε-να αναδράμει στην Αρχαιότητα, γιατί την Αρχαιότητα, συγγνωστά ή ανεπίγνωστα, και όταν ακόμη την πολεμούσε, το Βυζάντιον εσαεί, λεκτικά τουλάχιστον, την αναμηρύκαζε. Στις Οικουμενικές Συνόδους και στους άμβωνες ο αρχαίος λόγος είχε επιβάλλει τα αναπτύγματα της δικής του πλοκής. Και η ποίησή του δείχνει καθαρά τα ξένα οικοδομικά μέλη, προδίδει συχνά την αρχαία πατρότητά της, φωνάζει πώς είναι λόγος ελληνικός. Οι ύμνοι του, έρχεται στιγμή, πού δεν είναι παρά ποιητικά δοκίμια. Δεν είναι, το εννοείς, αγωγές, αλλά διαγωγές συνειδήσεων, διατριβές ηθικής. Όπως στους πατρογονικούς διθυράμβους, στις ωδές, προπαντός στους πανηγυρικούς, συμβουλευτικούς, επιτάφιους λόγους, διακρίνουμε και εδώ, αναλόγως με το θέμα, αναφορά στους προπάτορες και στην πολιτεία, που στους κόλπους της αναπτύχθηκε ο θρησκευτικός ήρωας ή αντιήρωας, δηλαδή ο μάρτυρας, αφήγηση των ταπεινών περιστατικών τα ζωής του, εξύμνηση των μαρτυρικών άθλων του, παραινέσεις και διδάγματα, ακόμη όλα τα αλάθητα μιας αποδεικτικής τεχνικής. Φαίνεται, πώς αυτή είναι ανέκαθεν η φύσις του ύμνου και έτσι περίπου την ενστερνίστηκε ο Πίνδαρος, εδώθε ο Κάλβος. Προσθέστε ακόμη το κρηπίδωμα και τις αντηρίδες, που είναι ο αντίλαλος από τη στιχομυθία και τα χορικά των δραμάτων και αργότερα την πείρα των μίμων και θα έχετε συνοψισμένη την Αρχαιότητα, όπως ίσως δεν κατόρθωσε να την αναβιώσει η πειθώ και η ευγλωττία του Χρυσοστόμου.
Ενήργησε τώρα αποφασιστικά σε αυτή την πολύτιμη αναβίωση ο μόχθος του νου, όπως εκεί η γραφική καρδιά και πιο πάνω η θυμική κράση. Και όλα μαζί συνεκβολή μαθητείας επί ταυτώ, για να έχομε επί τέλους, τεκμήρια έμπνοα, αυτές τις ποιητικές πραγματείες της θεογνωσίας.
     Ο Ρωμανός όμως ταλανίστηκε, ώσπου να επιπλεύσει υπεράνω όλης αυτής της διαδικασίας. Μακριά από την καλλιέπεια των Ελλήνων και την ευθυγραμμισμένη, δογματική πίστη της Γραφής, σε μια εποχή πού τα είχε αποθεώσει και τα δυό, αυτός τα είδε απλώς σαν υποτακτικά μέσα. Τώρα οι ύμνοι του επικρέμανται, σταλακτίτες, παγωμένοι ξάφνου κάπου μεταξύ ρεαλισμού και αλληγορίας, φυσικής και μεταφυσικής: μπαλάντες και θρόμβοι παλαιού αίματος σε αρτηρίες καινούριες, έμβρυα μεγάλα χωλών δραμάτων και λόγων. Και αυτός επάνω τους, ποιητικός κηδεμόνας των Μέσω ημερών μας, ο πιο αποδεσμευμένος, ο πιο προσωπικός, πιο μοντέρνος. Στο σκιερόν Βυζάντιον (ο χαρακτηρισμός είναι του Μητσάκη) μια ρομφαία φωτός. Στην κλεψύδρα των παλαιών ημερών ένας χείμαρρος από οιστρηλατημένα, αυθόρμητα, άτακτα λόγια:
       Νεαρόν ήττημα     του αρχαίου ημίν
       πτώματος     λήθην  εποίησε.
     Ο Ρωμανός επαγγελματικά δεν πρόκοψε. Διάκονος είχε έρθει από την εκκλησία της Αναστάσεως της Βηρυττού. Και διάκονος λέγεται πώς έζησε μισόν αιώνα στην Κωνσταντινούπολη. Σε μια κοσμοπολιτεία, πού σκόρπιζε αφειδώς τιμές και αξιώματα συχνά κα στους πιο απίθανους, αυτός εσχολίαζε άγνωστος. Ας θυμηθούμε τον Ντοστογιέφσκυ, και κάμποσους αιώνες εγγύτερά μας τριγύριζε ανώνυμος στις ίδιες πόλεις, που η Ευρώπη επευφημούσε το Ναπολέοντα, το Βάγκνερ, το Νίτσε. Ο Ρωμανός είδε και αυτός τρείς βασιλείς (του Αναστασίου, του Ιουστίνου, του Ιουστινιανού), θρησκομαχίες και πολέμους, επαναστάσεις λαών και σεισμούς της γης. Παγκόσμια ονόματα, κοσμικές δόξες, πρόσωπα της ημέρας ολόγυρά του: ο Βελισσάριος, ο Τριβωνιανός, ο Ανθέμιος, η Θεοδώρα με τις πατρικίες της. Και αυτός περνούσε τους ίδιους δρόμους άγνωστος, διασταυρωνόταν ίσως μαζί τους ο άδοξος. Την ώρα που ο ένας έσερνε στους βασιλικούς δρόμους το άρμα του Γελιμέρου, ο άλλος έκτιζε την Αγία Σοφία, ο τρίτος οργάνωνε τη νομοθεσία του Βυζαντίου, κανένας σε αυτή τη μεσαιωνική πρωτεύουσα της Οικουμένης δεν ήξερε, πώς κάπου ετοίμαζε και εκείνος αθόρυβα τους δικούς του στιχηρούς θριάμβους, τους δικούς του έμμετρους ναούς σοφίας, τα ποιητικά κριτήρια εδώ κάτω μιάς άλλης δικαιοσύνης.
     Στο κελλί της Θεοτόκου εν τοις Κύροις αποσκεπασμένος, απόμερος μακροημέρευε. Έργα της νύκτας, που ετάζει νεφρούς και καρδίας, τα ποιήματά του. Και, για να μη μείνει στην αιώνια μνήμη εν καιρώ μοναχός με τους μοναχούς και ψαλμωδός με τους καντηλανάφτες πού μαζύ των εμόναζε, έκρυβε στις ακροστιχίδες των ύμνων του την ελάχιστη μνεία: Του ταπεινού Ρωμανού. Ο ταπεινός υπερυψούται τώρα στη συνείδησή μας. Γιατί ήταν ο ίδιος μια συνείδηση προικισμένη και συνάμα αενάως διαδραματιζομένη στη σφαίρα του πιο επίκαιρου επιστητού. Και πάντα παλεύοντας εδώθε από την εξαϋλωση, ένα σκεύος. Έτσι στάθηκε εν μέσω του καιρού του, σαν διάνοια μοναχικός: πομπός ενεργητικός, διαλεκτική άγρια μεταξύ των πιο υψηλών ιδεών και των φορέων τους, των ανθρώπων. Και σαν καρδιά κοινόχρηστος: στίβος και σκηνή, όπου μέσα του παραμένει πάντα ανοιχτή η αυλαία του αιώνιου αλλά και καθημερινού θείου δράματος. Και ενώ αυτός εκύρτωνε από δυσχερή και δυσχείρωτη συνάμα σοφία, αυτός σφηνώθηκε εκεί ανάμεσα στα πένθιμα εμβόλια (έτσι θα το έλεγε ο Κάλβος): όχι κρέπι, αλλά μπόλι ζωής. Φρέσκος, δροσερός ήχος, λαλιά νεόκοπη, κρωγμός και κλάμα ζωντανού στήθους. Οι σκέψεις του κι αυτές φωνήεντα, ακόμη και το όραμά του επιφώνημα. Είναι η εφηβεία, η ψυχολογική στιγμή του μεσαιωνικού μας Ελληνισμού. Και χρειάστηκε να περάσει πολύς χειμάζων αιώνας, για να καρποφορήσει η άλλη, η ώριμη, πνευματική στιγμή του μεσαιωνικού μας Ελληνισμού. Αυτήν πιά ευδόκησε τώρα να την κατορθώσει, ολόκληρη μες στη μυστική φώτιση, ένας άλλος, μεγάλος άγνωστος, πού το όνομά του θα πρέπει κάποτε σοβαρά να απασχολήσει και την ποίηση. Μετά του Ρωμανού την αγωνία η χάρις του Συμεών του Νέου, του Θεολόγου. Αυτός εγκάθειρκτος, εκείνος πρό πολλού απόδημος του σώματος.
     Του Ρωμανού ο κόσμος παρέμεινε εγκόσμιος, «πειραζόμενος», τραγικός. Ο Συμεών ήρθε να τον αποθεώσει:
       Μοναχός όστις αμιγής εστι κόσμω
       και αενάως ομιλών θεώ μόνον.
       Βλέπων βλέπεται, φιλών φιλείται
       και γίνεται φώς λαμπόμενος αρρήτως.
       Δοξαζόμενος δοκεί πλέον πτωχεύειν
       και προσοικειούμενος ως ξένος πέλει.
       Ώ ξένον πάντη θαύματος και αφράστου,
       διά πλούτον άπειρον υπάρχω πένης
       και μηδέν έχειν δοκώ, πολύ κατέχων,
       και λέγω διψώ διά πλήθος υδάτων.
Έρχονται τώρα, ας τους φαντασθούμε εναλλάξ, ή μάλλον αντικρυστά, δυό στάσεις, δυό χωριστές αλληλοσυμπληρωματικές συνειδήσεις, πρό του φρικτού θρόνου της Κρίσεως. Ο Ρωμανός στο κάτω πάτωμα, εδαφιαίος, ολόσωμος, γαντζωμένος επάνω στη σάρκα του (γαιώδες αλώνι δοκιμασίας) αγωνιστικός και αγωνιώδης, τρομερός και μολαταύτα περίτρομος:
       Όταν έλθης ο θεός    επί γης μετά δόξης
       ποταμοί δε του πυρός     πρό του βήματος έλκη
       και βίβλοι διανοίγωνται     και τα κρυπτά δημοσιεύωνται,
       τότε ρύσαί με     εκ του πυρός του ασβέστου.
Και ο Συμεών επάνω υπερίπταται όλος ψυχή, δορυφόρος των άνω δυνάμεων:
       Η δε απαυγή της δόξης σου της θείας
       φώς απλούν ημίν, φως γλυκύ καθοράται,
       φως πνευματικόν βλεπόμενον μακρόθεν,
       φώς εντός ημών ευρισκόμενον αίφνης,
       φώς ως ύδωρ βρύον, ως πύρ τε φλέγον
       της ήσπερ πάντων καθάψεται καρδίας.
Ο 10ος αιώνας έτσι συμπλήρωσε τον 6ον και ένας κύκλος πολιτισμού ολοκληρώθηκε και έκλεισε. Η μεσαιωνική μας ψυχή από το πάθος τέλος πέρασε και ετελειώθη στην έκσταση. Δέν μπορούμε να ξέομε σε τι μακραίωνους κλιβάνους χαμηλά, υπόγεια έβραζε, ώσπου να γίνει η ευζωϊα ευθανασία, η Αρχαιότης Μεσαίωνας. Πάντως εκείνη η προβλήτα του σώματος ήρθε η στιγμή, που κατακυριεύτηκε ολοσχερώς απ’ τους κυματισμούς του πνεύματος.
--
Από ΡΩΜΑΝΟΥ ΤΟΥ ΜΕΛΩΔΟΥ, Είς τα άγια νήπια.
ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΜΕΤΡΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΔΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΡΙΑΝΤΑΟΧΤΩ ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΜΑΤΑ ΜΕ ΜΟΛΥΒΙ ΤΟΥ ΑΓΓ. ΓΕΡΑΚΑΡΗ
Εκδόσεις Α’ πόστροφος ΚΕΡΚΥΡΑ, Χριστούγεννα 1999, σ. 49-60
Σχεδιασμός-επιμέλεια έκδοσης: Σπ. Μαρτίνος   

Σημείωση:
Η καλαίσθητη και ψυχοφελής αυτή έκδοση που μας έρχεται από τα Επτάνησα, του ποιητή και μεταφραστή Γιάννη Δάλλα, περιλαμβάνει έναν μονοσέλιδο πρόλογο με τίτλο ΛΗΚΥΘΟΣ, λήμμα από το «Αγιολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας» υπό του Σωφρονίου Ευστρατιάδου για τον Ρωμανό τον Μελωδό, το κυρίως θέμα ΡΩΜΑΝΟΥ ΤΟΥ ΜΕΛΩΔΟΥ Είς τα άγια νήπια ΚΕΙΜΕΝΟ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ και το ΕΠΙΜΕΤΡΟ. Παρότι η τιμή του βιβλίου είναι μικρή 11, 45 ευρώ, ο πλούτος του είναι μεγάλος. Ο Γιάννης Δάλλας, που μας έχει επίσης εκπλήξει με τις ωραίες εισαγωγές του ελλήνων σύγχρονων ποιητών, δες Κώστα Βάρναλη αλλά και με τις εξίσου ωραίες μεταφράσεις του αρχαίων ελλήνων ποιητών βλέπε ΧΟΡΙΚΟΛΥΡΙΚΟΙ κλπ., μας δίνει μία ακόμα μεταφραστική του κατάθεση, συγκεκριμένων ύμνων του Ρωμανού, αυτό το «γαιώδες αλώνι δοκιμασίας» όπως τον αποκαλεί, που έχουν σαν θέματα τους «Τα άγια νήπια». Μια και όπως αναφέρει στην εισαγωγή του:
«Μεγάλωσα σ’ εποχές παιδοκτονίας…
Τότε που ο βιολογικός κορμός του ανθρώπου αποθρασυμένος θέριζε ο ίδιος τους βλαστούς του ψάχνοντας να βρεί την προπατορική μας ρίζα. Πόσα και πόσα βρέφη αντί του ενός θυσιασμένα…. Μαθητής είδα τα βρέφη των εβραίων πεταμένα σαν πακέτα στα καμιόνια από τους Γερμανούς στην Άρτα ΄ τους τριακόσιους δεκαοχτώ αδικοσκοτωμένους και τα νήπια λογχισμένα στη σφαγή των Ιταλών του διπλανού Κομμένου. Είδα και τα φυγαδευμένα τέκνα του δικού μας εμφυλίου και ύστερα άλλους παραλογισμούς επάνω απ’ το κεφάλι μας: τις εκτραχηλισμένες μάνες του Σαράγεβου γυρεύοντας στα ερείπια τους γιούς τους μές στα ανάστατα Βαλκάνια. Τόσοι και τόσοι αμνοί σφαγιασμένοι και το όραμα της ενανθρωπίσεως του Λόγου και του ανθρωπισμού να βουλιάζει στο αίμα. Έτσι ως τις μέρες μας ο φαύλος κύκλος να αναστρέφεται. Βλέπω και τις Παλαιστίνιες μάνες με τα βρέφη τους κυνηγημένα τώρα από χριστιανούς κι εβραίους.
Σ’ αυτά τα βρέφη τα σφαγιασμένα αφιερώνεται η μετάφραση».
    Τα λόγια που έβαλε μέσα στην ποιητική και μεταφραστική του Λήκυθο ο Γιάννης Δάλλας, είναι ιερές στάχτες ζωής ανωνύμων ανθρώπων-εκατομμυρίων ανθρώπινων σωμάτων και ψυχών που δεν πρόλαβαν να ζήσουν, να ενηλικιωθούν και να χαρούν τον ήλιο της ζωής και την πνοή της φύσης. Ιερές στάχτες που έρχεται ο μεταγενέστερος ποιητικός λόγος να μυρώσει με εύοσμο μύρο. Να σκορπίσει πάνω τους όλες τις ευωδίες των ανθών της γλώσσας. Σε αυτές τις ιερές των νηπίων στάχτες, ας μα επιτραπεί να προσθέσουμε και τις σημερινές των ημερών μας στάχτες των ζωών των παιδιών της Συρίας, της Λιβύης, του Λιβάνου, του Ισραήλ, του Ιράκ, της μέσης ανατολής και της άπω ανατολής, μα και ο λόγος του Υμνωδού Ρωμανού, μυρώνει όλο τα νήπια, πέρα από φυλή και θρησκεία. Ο Γιάννης Δάλλας, συνεχίζει με έναν άλλο σύγχρονο τρόπο την ενασχόληση των ελλήνων ποιητών με τα αρχαία εκκλησιαστικά και βυζαντινά κείμενα. Όπως έπραξε ο Κώστας Φρίλιγγος με την μετάφραση του «ΙΩΒ», όπως έπραξε ο Ανδρέας Κάλβος με την μετάφραση των «Ψαλμών» του Δαυίδ, όπως έπραξε ο ποιητής Βρασίδας Καραλής με την μετάφραση του Μιχαήλ Ψελλού, η ποιήτρια Αλόη Σιδέρη με την Άννα Κομνηνή, ο ποιητής Νικόλαος Β, Τωμαδάκης με την μετάφραση των Κοντακίων του Ρωμανού, ο νομπελίστας μας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης με το μελέτημά του για τον βυζαντινό υμνογράφο. Νεοελληνικές φωνές, δημιουργοί του σήμερα, που είναι η γέφυρα του νέου ελληνισμού με τον μεσαιωνικό.
Το κείμενο αυτό του ποιητή και δοκιμιογράφου Γιάννη Δάλλα, θεωρώ ότι είναι το καλύτερο, αναλυτικότερο, αρτιότερο μελέτημα που έχει γραφεί στις μέρες μας, μια σε βάθος ανάλυση και ύψος νοημάτων των Ύμνων του Ρωμανού του Μελωδού. Αν ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης αναλύει το έργο του Ρωμανού του Μελωδού κυρίως από την αισθητική της γλώσσας του, των λεκτικών του πετραδιών, των δάνειων λέξεών του, την τεχνική των κοντακίων του, την ποιητική του φιλοσοφία, το αισθητικό του όραμα, ο ποιητής Γιάννης Δάλλας είκοσι πέντε σχεδόν χρόνια μετά, σαν άλλος χρυσοθήρας ανασκάπτει το έδαφος και το υπέδαφος του Ρωμανού σε τέτοιο βαθμό και τέτοιο βάθος, που αναδύονται στην αναγνωστική μας επιφάνεια όλο το αδαμάντινο στολίδι των ύμνων, της πίστης του Ρωμανού, κοσκινισμένο και επεξεργασμένο. Είναι εκπληκτικές οι παρατηρήσεις του, οι επισημάνσεις του, οι λίγες ενστάσεις του, «επιτέλους ποιος του έδωσε το δικαίωμα να ταράζει έτσι σαδιστικά τη σάρκα του, και ό,τι φυλακίζει η σάρκα μέσα της; Ποιος του επέτρεψε να κάνει το κορμί του σταυρική δισταύρωση;» δεν δέχονται αμφισβήτηση ακόμα και από τους πλέον κατηρτισμένους θεολόγους, τους ακραιφνείς δογματικούς της πίστης του Ρωμανού. Είναι κάτι σπάνιο στην σύγχρονη ελληνική γραμματεία ένας σύγχρονος ποιητής και μεταφραστής να έχει προβεί σε τέτοιου είδους και ποιότητας ανάλυση και επεξήγηση του έργου ενός εκκλησιαστικού ποιητή, υμνωδού της Βυζαντινής εποχής και πολιτισμού. Συνήθως οι ποιητές μας εξετάζουν τα έργα των αρχαίων ελλήνων ποιητών και τραγικών, «αποφεύγουν» να θέσουν επί των τύπων των ήλων την γραφίδα της σκέψης τους.
     Μια βρύση που στάζει είναι η ζωή μας, νερό εμπλουτισμένο από τα πνευματικά πετρώματα και ποιητικά μέταλλα της παράδοσης. Ένα κοχλάζον υπέδαφος προαιώνιου βίου, που κατά διαστήματα ξερνά φωτιά και πυρακτωμένη θεϊκή λάβα από τα περασμένα, υγρασία και μούχλα της Ποίησης που αρδεύει το χρόνο του Θεού Λόγου και αναπαρθενεύει το μικρό και τυχαίο διάστημα της ζωής μας.
«χαρίεις και ατίθασος, είναι η θεολογία του Ρωμανού» μας λέει ο ποιητής Γιάννης Δάλλας, όπως η ζωή του ανθρώπου, όπως η πίστη του ανθρώπου, όπως η σωματική του απιστία. Γιαυτό μας είναι απαραίτητος και σήμερα ο λόγος της ποίησης του διακόνου από την Συρία, του Κοντακιοφόρου αγίου, γιατί μεταφέρει στη ροή του αρχαία ρήματα της ευαισθησίας μας.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 24 Δεκεμβρίου 2018
ΥΓ. Και επειδή πιστεύω ότι η Ποίηση καλλιεργεί την Πολιτική συνείδηση των ανθρώπων, γράφω ότι το σημερινό πολιτικό σύστημα της Ελλάδας, φέρνει στο νου μια εικόνα από τις περιπέτειες του μοναχικού καουμπόη Λούκυ Λουκ. Όταν ο αγαπημένος αυτός υπερήφανος και αδέκαστος ήρωας κυνηγάει τους αδερφούς πιστολάδες και ληστές Ντάλτον για να τους οδηγήσει στην φυλακή, ή άλλους ληστές, καβάλα πάνω στην Ντόλυ του με μοναδική συνοδεία τον πανέξυπνο Ρα Τα Πλαν το θρυλικό σκύλο του, πίσω του ακολουθεί ασθμαίνοντας μία μαύρη νεκροφόρα με τον νεκροθάφτη, που περιμένει με αγωνία να σκοτωθούν οι Ντάλτον για να τους θάψει και να έχει και εκείνος και το γραφείο τελετών που διατηρεί δουλειά. Έτσι μοιάζει και το σημερινό ελληνικό πολιτικό σύστημα, αναμένει πτώματα ψηφοφόρων για να το επανεκλέξει.      
             

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου