Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2018

Γιάννης Ρίτσος Η Τριβή με το καθημερινό


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ: Η ΤΡΙΒΗ ΜΕ ΤΟ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟ
Του Δημήτρη Ν. Μαρωνίτη
Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ 1Αυγούστου 1981

Μίλησα τον προηγούμενο μήνα για ευτέλεια στην ποίηση του Ρίτσου με κίνδυνο να παρεξηγηθώ, Εννοούσα κυρίως ότι η ποίησή του καθιερώνει οτιδήποτε κοινό και ασήμαντο τρίβεται με την καθημερινότητά μας, δίχως να διεκδικεί υψηλή αγοραστική αξία στην ποίηση και στη γλώσσα. Ένας ενδεικτικός κατάλογος από αυτά τα ευτελή σύνεργα της καθημερινότητας θα διαλύσει, υποθέτω, κάθε παρεξήγηση και θα βοηθήσει να καταλάβουμε τι εννοώ όταν μιλάω για την τιμή της πέτρας που αντιστέκεται στην τιμή του χρυσού:
        Μικρές κάμαρες και λιγνές καμπάνες ΄
       κλονισμένες σκάλες και παστρικές κουζίνες ΄
       γλόμποι και τσαντήρια εξορίας ΄
       ξεχασμένα φαρμακεία,
       φτιάρια και γκασμάδες ΄
       βρώμικες κάλτσες και πλυμένα παντελόνια ΄
       κριθαρένιο ψωμί,
       τρώγλες λυγμού και μπλούζες εργατών ΄
       τραγιάσκες και κουβάρια ολόμαυρα ΄
       αγορές συνοικίας και σακάκια ΄
       κατσαρίδες και μπαούλα της νύχτας ΄
       βρακιά,
       παπούτσια,
       καροτσάκια παιδιών και γκαζόζες ΄
       αμπέχωνα,
       παγούρια,
       ιδρωμένες στάμνες και σανιδένια παραπήγματα ΄
       μπαμπάκια κι αποφάγια ΄
       λαδοφάναρα και κοινοί διάδρομοι ΄
       η φανέλα του αρώστου και γραμμένοι αριθμοί σε βρώμικα τζάμια ΄
       σπασμένες καρέκλες και ξεδοντιασμένα ούλα ΄
       σπίρτα,
       φιτίλια,
       κουμπότρυπες και μπούτια αγοριών ΄
       μαυρισμένα δάχτυλα και πολλά τσιγάρα ΄
       μυγοφτυσμένες κορνίζες και στρίποδα κρεβατιού ΄
       κουβάδες και κλειδιά ΄
       άπλυτες καραβάνες και πλυμένες σκάφες ΄
       καθρεφτάκι της τσέπης και ψαλιδισμένο μουστάκι ΄
       το αθλητικό φανελάκι του εκτελεσμένου ΄
       η απλή και οικεία χειρονομία της γυναίκας που διορθώνει τη γραβάτα του άντρα ΄
       χέρια που ρόζιασαν από το πολύ σφίξιμο παλάμη με παλάμη ΄
       οι σκοτωμένοι που λιάζονται ανάσκελα στον ήλιο.
       Ο κατάλογος αυτός θα μπορούσε να συνεχιστεί επί ώρες, σχεδόν επ’ άπειρον, γιατί όλα αυτά τα σύνεργα της καθημερινής ευτέλειας κάνουν ήδη την πρώτη δειλή τους εμφάνιση στα «Τρακτέρ» και τις «Πυραμίδες», πληθαίνουν ύστερα στον «Επιτάφιο» και στο «Εμβατήριο του Ωκεανού», και από τη «Δοκιμασία» και πέρα σαρώνουν πιά την ποίηση και τα ποιήματα του Ρίτσου.
       Τι κάνει ο ποιητής με τον μικρόκοσμο του αυτόν, το λέει ένα ποίημα από τις «Μαρτυρίες Β΄» με τον τίτλο «Περίπου»:
«Παράταιρα πράγματα παίρνει
 στα χέρια του-μια πέτρα,
ένα σπασμένο κεραμίδι, δύο κα-
μένα σπίρτα,
το σκουριασμένο καρφί στον απέ-
ναντι τοίχο,
το φύλλο που μπήκε απ’ το πα-
ράθυρο, τις στάλες
που πέφτουν από τις ποτισμένες
γλάστρες, τ’ άχυρο εκείνο
πού ‘φερε χτές ο αέρας στα μαλ-
λιά σου,-τα παίρνει,
κι εκεί στην αυλή του χτίζει πε-
ρίπου ένα δέντρο.
Σ’ αυτό το «περίπου» κάθεται η
ποίηση. Την βλέπεις;»
Στον κόσμο, λοιπόν, της καθημερινής αυτής ευτέλειας κάθεται η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου: είναι ο πηλός και ο χυλός της.
Σε ποια σχέση βρίσκονται αυτά τα σύνεργα της καθημερινής έγνοιας με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τις ομολογημένες επαναστατικές ιδέες, οι οποίες διεκδικούν στην ποίηση του Ρίτσου (όπως και στην πολιτική του πίστη) μια απόλυτη σχεδόν τιμή, το ομολογεί ένα άλλο ποίημα, ακριβέστερα κάποιοι σημαδιακοί στοίχοι από τη μεγάλη σύνθεση «Γέφυρα», γραμμένοι τον Ιούνιο του 1959:
       «Δεν μας εξευτελίζουν οι μικρές
       ανάγκες μας ΄
       αυτές μας σώζουν μάλιστα ΄ μας
       δίνουν
       ένα έδαφος πάλι να πατήσουμε,
       να μείνουμε όρθιοι, να δουλέψουμε,
       κι η γνώση κι η αποδοχή τους
       είναι η νέα αδελφοσύνη μας,
       είναι η αρχή της βαθιάς ελευθε-
       ρίας μας,
       είναι η άγια εκείνη ειλικρίνεια,
       η πρώτη και η ύστατη του αν-
       θρώπου, τόσο που κάποτε
       μπορείς να κλάψεις από τρυφε-
       ρότητα
       γι’ αυτή σου την ομολογία, γι’
       αυτή σου την ταπεινοσύνη.»
--
     Δεν είμαι ο πρώτος που παρατηρώ ότι το έδαφος πάνω στο οποίο πατά η ποίηση του Ρίτσου είναι τελικά αυτός ο μικρόκοσμος της εργατικής και μικροαστικής μιζέριας και ψυχαγωγίας. Εκείνο όμως πού θέλω να προτείνω είναι: Κάποτε-και σύντομα-ο μικρόκοσμος αυτός να μελετηθεί προσεχτικά και να εκτιμηθεί ακριβέστερα μέσα στο γενικότερο σύστημα της ποιητικής οικονομίας του Ρίτσου, για την οποία μίλησα στο πρώτο μέρος αυτής της εισήγησης.
     Αισθάνομαι, και το λέω ως υπόθεση εργασίας, ότι τρείς είναι οι διαδοχικές πηγές που τροφοδοτούν και ποτίζουν αυτή την καθημερινότητα στην ποίηση του Ρίτσου:
        (α) Ο καταγωγικός ομφαλός της Μονεμβάσιας.
       (β) Η συνοικιακή Αθήνα και το αποκλεισμένο περιβάλλον του σανατορίου.
       (γ) Οι κλειστοί τόποι της εξορίας.
       Πάντως πλάι και παράλληλα με κάποιες ιδέες που μόνιμα κυβερνούν την ποίηση του Ρίτσου-κάποτε μάλιστα με το στανιό- κυλά αυτός ο ταπεινός ποταμός πραγμάτων, τοπογραφικών σημείων, χειρονομιών, στάσεων και κινήσεων του απλού ανθρώπου. Θα έλεγα ότι ο μικρόκοσμος αυτός συνθέτει τις νέες πρώτες ύλες μιας ποίησής που αποστρέφεται την πολυτέλεια και δεν αυτονομεί τα πολύτιμα μέταλλα.
     Υπάρχει πάντα ένα κρίσιμο πρόβλημα: τι εννοεί ο καθένας μας όταν μιλάει για το λαό; Αυτό που είναι και κάνει ο απλός κόσμος στην καθημερινή του ζωή, ή τα λόγια του και τα συνθήματά του, με τα οποία ντύνει τις πολιτικές ελπίδες του και τις πολιτικές του διαψεύσεις; Τα πρώτα παραμένουν σχεδόν πάντοτε δικά του και τον χαρακτηρίζουν ΄ τα δεύτερα συνήθως του τα δανείζουμε εμείς με τη διδασκαλία και την καθοδήγηση. Αν ο Ρίτσος είναι εντέλει ποιητής λαϊκός και θα μείνει ως ποιητής του λαού στη νεοελληνική ποίηση, το χρωστά κατά τη γνώμη μου σ’ αυτή την ποιητική καθιέρωση που πέτυχε για τα σύνεργα του καθημερινού μας βίου. Κάτι που ασφαλώς δεν ισχύει στην περίπτωση του Σεφέρη ή του Ελύτη. Οπωσδήποτε, αν οι πολιτικές ιδέες είναι το δοσμένο διδακτικό αντικείμενο στην ποίηση του Ρίτσου, ο καθημερινός μικρόκοσμός του είναι θα έλεγα το άδηλο, συμπαθητικό υποκείμενο των ποιημάτων του ‘ αυτό δηλαδή που ο ποιητής εμπειρικά συμπαθεί, συμπάσχει και τείνει να ταυτιστεί μαζί του.
     Ότι δεν προδίδει ολότελα τις προθέσεις του Ρίτσου το δείχνουν, πιστεύω ένα ποίημα του 1956-57 με τον καθαρό τίτλο «Αναγκαία Εξήγηση». Μ’ αυτούς τους στίχους θα ήθελα να κλείσω αυτή τη σύσταση:
       «Είναι ορισμένοι στίχοι-κάποτε
       (ολόκληρα ποιήματα-
       που μήτε εγώ δεν ξέρω τι σημαίνουν.
       (Αυτό που δεν ξέρω
       ακόμη με κρατάει. Κι εσύ έχεις δίκιο
       (να ρωτάς. Μη με ρωτάς.
       Δεν ξέρω σου λέω.
       Δυό παράλληλα φώτα
       απ’ το ίδιο κέντρο. Ο ήχος του νερού
       που πέφτει, το χειμώνα, απ’ το ξε-
       (χειλισμένο λούκι,
       ή ο ήχος μιας σταγόνας, καθώς
       (πέφτει
       από ΄να τριαντάφυλλο στον ποτισμέ-
       (νο κήπο
       αργά αργά ένα ανοιξιάτικο από-
       (βραδο
       σαν το λυγμό ενός πουλιού. Δεν ξέ-
       (ρω τι
       σημαίνει αυτός ο ήχος΄ ωστόσο εγώ
       (τον παραδέχομαι.
       Το άλλο που ξέρω σ’ τα εξηγώ. Δεν
       (το αμελώ.
       Όμως κι αυτά προσθέτουν στη ζωή
       (μας. Κοιτούσα,
       όπως κοιμότανε, το γόνατό της να
       (γωνιάζει το σεντόνι-
       δεν ήταν μόνο ο έρωτας. Αυτή η
       (γωνία
       ήταν η κορυφογραμμή της τρυφερό-
       (τητας, και το άρωμα
       του σεντονιού, της πάστρας, και της
       (άνοιξης συμπλήρωναν
       εκείνο το ανεξήγητο που ζήτησα, ά-
       σκοπα και πάλι να σ’ το εξηγήσω».
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ, εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ 1/8/1981.
--
Σημείωση: Μεταφέρω στην ιστοσελίδα μου την επιφυλλίδα του κυρού καθηγητή και συγγραφέα Δημήτρη Ν. Μαρωνίτη, για την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου και ιδιαίτερα, για την «ευτέλεια στην ποίηση του Ρίτσου», για «την τιμή της πέτρας που αντιστέκεται στην τιμή του χρυσού». Όλοι όσοι ασχολούνται με την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, και έχουν διαβάσει τα κείμενα του κυρού καθηγητή Δημήτρη Ν. Μαρωνίτη, γνωρίζουν ότι οι επιφυλλίδες αυτές, τα κείμενα αυτά, έχουν μεταφερθεί (κάπως παραλλαγμένα ή σωστότερα χτενισμένα) στα βιβλία που εξέδωσε κατόπιν. Ποιος ο λόγος της αναδημοσίευσής τους όταν έχω αγοράσει τις μελέτες του Δημήτρη Ν. Μαρωνίτη και τις έχω διαβάσει; Ο σκοπός είναι-παρότι δεν έχω την πρώτη επιφυλλίδα του στην εφημερίδα που αναφέρεται-να προσεγγίσω τον πρώιμο Γιάννη Ρίτσο, μέσα από τα μάτια μελετητών του, την εποχή που δημοσίευσαν τα σχόλιά τους. Τον χρόνο που δημοσιεύτηκαν, τι επίδραση είχαν στην σκέψη και στην έρευνα των μεταγενέστερων μελετητών της ποίησης του ποιητή, και γιατί όχι, το πώς υποδέχτηκε τις θέσεις αυτές ο ίδιος ο ποιητής. Αν υπήρχαν συγγραφικές ζυμώσεις θετικές ή αρνητικές αντιδράσεις για τις θέσεις που εκφράζει ο Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης. Και αναφέρομαι στην πρώτη τους εμφάνιση, και όχι στις κατοπινές μεταφορές των κειμένων αυτών μέσα σε αυτόνομους τόμους ή σύμμεικτα. Και επίσης, εφόσον διαπιστώνουμε, αν διαπιστώνουμε, διαφορές, να εξετάσουμε τι αλλαγές επέφερε στις θέσεις του (δεν εννοώ τις ορθογραφικές ή τυπογραφικές), αν τις συμπλήρωσε σε κατοπινές εργασίες του, αν τις απάλειψε ή αν άφησε όπως έχει τις πρώτες δημοσιεύσεις του κατά την μεταφορά τους σε βιβλίο. Γράφω πράγματα μάλλον γνωστά στους παροικούντες στην λογοτεχνική Ιερουσαλήμ, αλλά ίσως άγνωστα, σε άτομα που βλέπουν αυτήν την ιστοσελίδα από διάφορα μέρη του Κόσμου-εντελώς άγνωστα σ’ εμένα-και που δεν γνωρίζω καν αν είναι Έλληνες ή Ξένοι που αγαπούν την ελληνική ποίηση και λογοτεχνία και ενδιαφέρονται για τον ελληνικό πολιτισμό και τα ελληνικά γράμματα. Όπως και νάχει, οφείλουμε όσοι ακόμα ασχολούνται με τον ποιητικό λόγο και την λογοτεχνία, να διαβάζουμε αργά και σταθερά το ογκώδες ποιητικό έργο του Γιάννη Ρίτσου, το πολύτομο αυτό θησαυροφυλάκιο λέξεων, ιδεών, εικόνων, χρωμάτων, οσμών, αφών, εικονογραφήσεις σωμάτων ή μελών τους, προσώπων και βλεμμάτων, πολιτικών παρακαταθηκών, μουσικών όρων, στοχασμών, φιλοσοφικών σκέψεων, θρησκευτικής πίστης, δάνειων λέξεων ή ιδεών από άλλους ομοτέχνους του, τεχνικών του ποιητικού λόγου ξένων και ελλήνων δημιουργών. Πάμπολλων ερωτικών εικόνων, λαϊκής φιλοσοφίας, υμνολογίες σε πολιτικά πρόσωπα και αγωνιστές της αριστεράς, σε παλαιούς του συναγωνιστές και συντρόφους. Θεμάτων από κύκλους της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, μεγάλες ιστορικές στιγμές του τόπου μας ή μικρολεπτομέρειες λησμονημένες, υμνητικών συμβάντων από ιστορικά περιστατικά του κόσμο και του ήθους της Ρωμιοσύνης. Πατριωτικών εξάρσεων, αγωνιστικών προτροπών, και ιδεολογικών θουρίων. Γλωσσικών δανείων από τον έντεχνο και λαϊκό και δημοτικό ποιητικό λόγο. Αυτόν τον Μικρόκοσμο τον Μέγα της ποίησής του, που σαν μυρμήγκι ο ποιητής μάζεψε είτε από τους τόπους της διαμονής του είτε από τους τόπους εξορίας του ανά την Ελλάδα, που δεν ήταν και λίγοι, είτε από τα διαβάσματά του, τα ακούσματά του και τις συζητήσεις του με απλούς ανθρώπους. Καθώς και τα μελετήματα και τα βιβλία που γράφτηκαν και εξακολουθούν να γράφονται για το έργο του. Όπως το πρόσφατο μελέτημα που εκδόθηκε «ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, Πρώιμα ποιήματα και πεζά» εισαγωγική μελέτη-έκδοση κειμένων Γιώργος Ανδρειωμένος, εκδόσεις Κέδρος 2018, τιμή 22 ευρώ.
     Το έργο του Γιάννη Ρίτσου είναι το ποιητικό σύμπαν της Ρωμιοσύνης, αντίστοιχα, όπως είναι το πεζογραφικό του κυρ Φώτη Κόντογλου, εν μέρει  του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, του Εμμανουήλ Ροΐδη, και ορισμένων άλλων πεζογράφων των παλαιότερων γενεών. Ο Ρίτσος κατόρθωσε να συμπεριλάβει μέσα στο έργο του σχεδόν τα πάντα του καθημερινού Ελληνισμού. Ενός Ελληνισμού των απλών ανθρώπων, τις κουβέντες και τις πρακτικές τους, τις δοξασίες τους και τα κοινωνικά τους οράματα, τις παραδοσιακές τους αξίες και τα θρησκευτικά τους πιστεύω, τις συμπεριφορές τους και τα ιδεώδη τους, την αγωνιστική του πάντα ετοιμότητα, την φιλοπατρία τους. Στο έργο του, υπάρχει η αρχαία-εθνική Ελλάδα και η νεότερη, η Ορθόδοξη. Οι λαογραφικές καταθέσεις του Γιάννη Ρίτσου μέσα στο έργο του, είναι πάμπολλες και μάλλον ασχολίαστες ακόμα. Οι εικόνες του για μέρη της Ελλάδας, τόπους ιστορικούς ποτισμένους με το αίμα των ελλήνων, παρθένες τοποθεσίες ελληνικών χώρων, δεν έχουν ακόμα νομίζω μελετηθεί. Αυτό το μεγάλο εύρος της ποιητικής του τοπιογραφίας. Εικαστικές περιγραφές ελληνικών τόπων που σε μαγεύουν. Ελπίζω να μην είναι άστοχο αν σημειώναμε, ότι το έργο του, είναι ένας ποιητικός «τσελεμεντές» χρήσιμος και πολύτιμος σε κάθε ελληνική οικογένεια. Έχει τέτοιο εύρος η ματιά του που σε εκπλήσσει, τέτοιο άνοιγμα η βεντάλια των απλών περιγραφών του που σε αφήνει άφωνο, έχουν τόση καθαρότητα η πολυχρωμία των εικόνων του που νομίζεις ότι έγιναν από χέρι λαϊκού ζωγράφου. Υπάρχουν εικόνες και παραστάσεις στα ποιήματά του που νομίζεις ότι ζωγραφίστηκαν από χέρι ναΐφ καλλιτέχνη. Όπως και άλλες φορές έχω γράψει, θαυμάζεις αυτό το άτομο που παρά τα προσωπικά του προβλήματα υγείας από παιδί, παρά τις διαρκείς φυλακίσεις και εξορίες του, παρά τις επαναλαμβανόμενες διώξεις του, παρά τις ιδιαίτερες ιδεολογικές εμμονές του να προσκολληθεί σε ένα και μόνο πολιτικό χώρο-που και αυτός ο χώρος στα παλαιότερα χρόνια τον διέγραψε και τον αρνήθηκε-παρά τα βάσανα τα πολλαπλά που αντιμετώπισε στον βίο του, κατόρθωσε και έγραψε αυτόν τον Ποιητικό Ωκεανό. Και δεν μιλώ μόνο για το μέγιστο πλήθος των αναφορών του και των μικρολεπτομέρειών του, αυτό το συγγραφικό του ζουζούνισμα, μιλώ και από τεχνικής πλευράς. Όταν ακόμα δεν υπήρχαν γραφομηχανές, Ηλεκτρονικοί Υπολογιστές για να διευκολύνουν την γραφή και την διόρθωση των γραφομένων ενός συγγραφέα. Με μολυβάκι ή στυλό γίνονταν η δουλειά, αλλά μεράκι και αγάπη, ταλέντο και επιμονή και υπομονή. Αν σκεφτεί κανείς τον τεράστιο όγκο των ποιημάτων των λέξεων που μας κληροδότησε, σίγουρα θα του έρθει ίλιγγος. Το έργο του, είναι ένας άθλος. Όπως αντίστοιχα, και αυτός του μεγάλου μας παραμυθά του κρητικού Νίκου Καζαντζάκη. Το έπος του «Οδύσσεια» τα ερμηνεύει όλα. Μόνο άνθρωποι αφιερωμένοι ψυχή τε και σώματι στην Τέχνη θα μπορούσαν να αντέξουν τέτοιον συγγραφικό μόχθο. Άνθρωποι που είναι αφοσιωμένοι στο πατριωτικό τους καθήκον, το αγωνιστικό για την αλλαγή της κοινωνίας, για έναν κόσμο καλύτερο και δικαιότερο. Είναι η παρακαταθήκη του Σολωμικού Χρέους. Ακόμα και αν γράφονταν οι ποιητικές του συνθέσεις, οι μεγάλες του ποιητικές μονάδες, με ωράριο και διαλείμματα, δεν παύει να είναι ένας άθλος. Μια κάθαρση της ψυχής, μια αντοχή των χιλιάδων βασάνων μέσω της ποίησης.  Είναι άλλο να γράφεις δώδεκα περίπου τόμους καθισμένος στο γραφείο ή το σαλόνι σου, έχοντας άτομα να σε εξυπηρετούν, μιλώ για το έργο «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Γάλλου Μαρσέλ Προυστ, άλλο να συνθέτεις το «Κάντο Χενεράλε» όπως ο Χιλιανός ποιητής Πάμπλο Νερούδα,-αυτό το έπος της νοτίου αμερικής- και άλλο να βρίσκεσαι συνεχώς διωκόμενος, φυλακισμένος, εξόριστος, κυνηγημένος. Η απόσταση είναι μεγάλη όπως και οι ανθρώπινες αντοχές. Το ίδιο ισχύει και για το μικρότερο σε έκταση έργο του Τάσου Λειβαδίτη και άλλων ελλήνων ποιητών που βρέθηκαν μέσα στην δίνη του εμφύλιου σπαραγμού, της κατοχής, των μετέπειτα δικτατορικών πολιτικών περιόδων της πατρίδας μας. Ο μόχθος διαφέρει και έχει την ξεχωριστή του σημασία και ιδιαιτερότητα.
     Τα ερωτήματα που θέτει ο κυρός καθηγητής Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης είναι  και καίρια και χρήσιμα στην έρευνα του ποιητικού έργου του Γιάννη Ρίτσου. Ίσως στις μέρες μας, που η ηλεκτρονική τεχνολογία έχει αναπτυχθεί, είναι κατορθωτή η διαμερισματοποίησή  αυτού του τόσο ογκώδους και πολύστικτου ποιητικού έργου. Και δεν εννοώ μόνο κατά χρονολογικές περιόδους, κατά θεματικές ενότητες, κατά ιδεολογικές σχηματοποιήσεις, αλλά όπως μας το επισημαίνει ο Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, ένας από τους μελετητές του έργου του. Μελετητές που φώτισαν σχεδόν όλες τις κρυφές πλευρές του ιδεολογικού του και φιλοσοφικού του φάσματος. Δεν τον άφησαν μόνο πάνω στο σταυρό της κομμουνιστικής ιδεολογίας του που ακολουθούσε για να δοξασθεί από ένα μέρος του ελληνισμού, αλλά έδειξαν το άπλωμα της σκέψης του, το πανόραμα των στοχασμών και των ιδεών του, την τόλμη του να αναμετρηθεί με το ίδια του τα πιστεύω, τα πολιτικά του φαντάσματα. Αξίζει να μνημονεύσουμε το μελέτημα του Παντελή Πρεβελάκη για το έργο του. Ενός από τους πρώτους μελετητές του έργου του, που απεγκλώβισαν την ερμηνευτική μας ματιά από την κομματική ματιά και σκοπιμότητα της εποχής του και μας το άνοιξαν στο πέλαγος του κόσμου του Ελληνισμού, των απλών ελλήνων και ελληνίδων.  Μελέτες σύγχρονων ερευνητών, που μας φωτίζουν τον Ελληνικό μικρόκοσμο της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου από τις πρώτες μέρες που φάνηκε στα ελληνικά γράμματα μέχρι την στιγμή που έφυγε από κοντά μας. Υπήρξε ένας ρωμαλέος Έλληνας που βρίσκονταν πάντα στην πρώτη γραμμή των αγώνων. Οι ποικιλία των χρωμάτων που εικονογραφεί, η πανίδα και η χλωρίδα, το χώμα που κοχλάζει από ζωή επειδή είναι ποτισμένο με το αίμα χιλιάδων ελλήνων αγωνιστών, οι περιγραφές του γεωφυσικού χώρος της ελλάδας είναι εκπληκτικές.  Τα ερημωμένα σπίτια και τα αραχνιασμένα αρχοντικά που με αρχιτεκτονική συνέπεια καταγράφει, και, ότι αυτά κρύβουν ακόμα μέσα τους. Η ακτινογραφία των σχέσεων και των συμπεριφορών των καθημερινών ανθρώπων που πλημμυρίζει τις συνθέσεις του, τα χιλιάδες μικροαντικείμενα τα περιττά για άλλους ποιητές, αυτά που άλλοι απαξιούν ως άχρηστα, που οικοδομούν το δικό του ελληνικό αρχοντικό της ποίησής του. Τα περιττά πράγματα που γίνονται απαραίτητα στην ποιητική τους χρήση και κατάχρηση. Που η λειτουργικότητά τους μέσα στις ποιητικές συνθέσεις οργανώνουν το ποιητικό όραμα. Αυτές οι μικρολεπτομέρειες του καθημερινού βίου που μας διαφεύγουν τα κοινωνικά παρεπόμενα του βίου, συνηθισμένοι να κοιτάμε ψηλά. Οι εκ νέου διαπραγμάτευση παλαιών αρχαίων μύθων και αξιών κάτω από σύγχρονη ματιά. Τα ερωτικά του πλησιάσματα και βλέμματα, σε αντρικά και γυναικεία σώματα, οι ψηλαφίσεις των σωμάτων και η υμνολογική τους διάσταση από την πένα του. Τα ζώα, τα έντομα, τα ζουζούνια, τον άλλον παράλληλο μικρόκοσμο της φύσης και της ζωής που λειτουργεί και αναπνέει μέσα στο ποιητικό του σύμπαν. Όχι με τουριστική διάθεση, όχι από φολκλορική ή εθνική σκοπιμότητα, όχι από επιβεβλημένες πολιτικές και ιδεολογικές επιταγές ενός κοινωνικού οραματισμού, αλλά σαν το ίδιο το πανάρχαιο πληγωμένο Σώμα του Ελληνισμού. Της κοινής μας πατρίδας. Της πανάρχαιας Εστίας που όλους τους περιλαμβάνει, γιατί όλους μας μπορεί να μας δοξάσει αλλά και να μας εξορίσει.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 10 Δεκεμβρίου 2018
ΥΓ. Θα ήθελα να θυμίσω, για όσους δεν άκουσαν την είδηση, ότι δύο ηλικιωμένα άτομα-αντρόγυνο- βρέθηκαν μόνα τους νεκρά μέσα στην οικία τους, και δεν βρέθηκαν συγγενείς ή φίλοι ή άλλοι παράγοντες της κοινωνίας ή του δήμου, να τους συμπαρασταθούν ή να τους κηδέψουν. Κατά τα άλλα, ασχολούμαστε με πόσους ντενεκέδες κρητικού λαδιού θα πάρει ο κύριος Σταύρος Θεοδωράκης, για να ψηφίσει ή όχι. Η είδηση του γεγονότος από την δημόσια τηλεόραση. Μην φάτε πολλά μελομακάρονα και κουραμπιέδες θα σκάσετε.
Η Γέννηση, δεν θάρθει για πολλούς συνέλληνες. Οι μεγάλοι θρησκευτικοί και ανθρωπιστικοί μύθοι του πολιτισμού μας, δεν είναι παρά στρας λαμπερά των χλιδάτων εμπορικών καταστημάτων και πολύχρωμα λαμπιόνια πάνω στο μοναχικό και βασανιστικό υφαντό της ζωής μας. Η κοπέλα-φοιτήτρια στην Ρόδο και οι δύο μοναχικοί ηλικιωμένοι είναι οι Μάγοι που δεν θάρθουν φέτος.                                   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου