Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

ΚΩΣΤΑΣ  ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ


Ο μελαγχολικός  πιερότος


     Ο Κώστας Γ. Καρυωτάκης, γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 30 Οκτωβρίου του 1896, από εύπορη οικογένεια.
Χρονιά θανάτου του διηγηματογράφου Γεωργίου Βιζυηνού, του ποιητή και μεταφραστή Ιάκωβου Πολυλά, του Γάλλου ποιητή, μέντορα και συντρόφου του Αρθούρου Ρεμπώ, Πωλ Βερλαίν, και του Έλληνα πρωθυπουργού Χαρίλαου Τρικούπη.
Χρονιά επίσης, που διοργανώνονται στην Ελλάδα οι Α΄ Ολυμπιακοί Αγώνες.
     Ήταν δευτερότοκο παιδί του νομομηχανικού Γεωργίου Καρυωτάκη που καταγόταν από τη Συκιά της Κορινθίας και της Αικατερίνης Σκάγιαννη από την Τρίπολη. Η οικογένεια είχε ακόμα μια μεγαλύτερη κόρη και ένα μικρότερο αδερφό.
Στα 1912, χρονιά των Βαλκανικών πολέμων, γράφει τους πρώτους του στίχους και αρχίζει την συνεργασία του με τα αθηναϊκά περιοδικά "Νουμά", "Τον Παιδικό Αστέρα", το λαϊκό περιοδικό «Ελλάς», τον «Παρνασσό» κ. ά. λ. Στον "Παιδικό Αστέρα", θα δημοσιεύσει το ποίημά του "το πρώτο χελιδόνι" στις 20/4/1913.
Στα 1919, χρονιά που ο Ελληνικός στρατός αποβιβάζονταν στην Σμύρνη, και ο ποιητής και αγωνιστής της Αριστεράς Κώστας Βάρναλης εκδίδει τον «Προσκυνητή»του, ο Κώστας Καρυωτάκης αρχίζει την συνεργασία του με το γνωστό περιοδικό προπύργιο των δημοτικιστών λογοτεχνών τον «Νουμά», και κυκλοφορεί το έργο του «Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων» και μαζί με τον Άγη Λεβέντη, το σατιρικό περιοδικό «Η Γάμπα».
Στα 1921 εκδίδει την ποιητική του συλλογή τα «Νηπενθή».
Στα 1927 δημοσιεύει τους «Ιδανικούς Αυτόχειρες» και κυκλοφορεί την ποιητική συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες».
Στα 1928 χρονιά του θανάτου του, δημοσιεύει το δημοσιοϋπαλληλικό του «μανιφέστο» με τίτλο «Ανάγκη Χρηστότητος». Στις 21 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς, αφού προσπάθησε ανεπιτυχώς να πνιγεί στην θάλασσα, αυτοκτονεί με πιστόλι.
Το αίμα της καρδιάς του, κοκκίνισε τις συνειδήσεις της γενιάς του.
     Ο Κώστας Καρυωτάκης, είναι ο κυριότερος εκπρόσωπος του κινήματος του Ελληνικού Συμβολισμού, που με την ριζοσπαστική-κοινωνική σάτιρά του, όχι μόνο απεγκλωβίστηκε από το πνεύμα και την ατμόσφαιρα των ποιητών της εποχής του, αλλά μπόλιασε με το έργο του, ως ένα βαθμό, τους μεταγενέστερους δημιουργούς. Από τον Γιώργο Σεφέρη και τον Γιάννη Ρίτσο έως τους ποιητές της γενιάς του 1970, οι επιρροές του πάνω τους είναι σημαντικές.
Για πολλούς ποιητές, υπήρξε το πρώτο σκαλί, που θέλησαν να μιμηθούν ή να αναπλάσουν στην εποχή τους την ατμόσφαιρα του μεσοπολέμου. Αδιάφορους δεν άφησε τους κατοπινούς συγγραφείς και η θυελλώδη σχέση του μικρού το δέμας ποιητή, με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη με το άδοξο επίσης τέλος της. Ακόμα και η προσωπική τραγωδία του λεπτοκαμωμένου μελαγχολικού πιερότου, ερμηνεύτηκε, σαν τραγωδία ολόκληρης της γενιάς του μεσοπολέμου, "Επιτέλους είταν η γενιά μου που αυτοκτονούσε γιατί της έλειπε η πίστη κ' η δύναμη ή ο Καρυωτάκης και μόνον αυτός...", σημειώνει ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, δες "Τα Πρόσωπα και τα Κείμενα" τόμος Ε΄. Και ο ποιητής και κριτικός Τέλλος Άγρας, δες περιοδικό Νέα Εστία 1928, γράφει: "Για να κυρώση λοιπόν το έργο του, δεν έμενε να έρθη παρά ο θάνατος. Η αυτοκτονία του έδωσε το πιο υπέροχο χρίσμα για την εποχή μας που θεατρίζεται μελοδραματικά και φιλολογεί, μα και για όλες τις εποχές ακόμα το χρίσμα του αληθινού"...
Μιας γενιάς-όπως η δική του-που σημαδεύτηκε σκληρά από την ήττα της Μικρασιατικής εκστρατείας και καταστροφής (1922), και τον επακόλουθο ξεριζωμό των Ελλήνων από τις προγονικές τους εστίες, πανάρχαια ιστορικά χώματα, έστω και αν δεν ανήκαν μέσα στα όρια της κρατικής Ελληνικής επικράτειας. Αλλά, και τις στρατιωτικές δικτατορίες του Θεόδωρου Πάγκαλου και Γεωργίου Κονδύλη, και  ακόμα, από τις πολύ συχνές πολιτειακές μεταβολές.
Μιας πρόωρα κουρασμένης γενιάς, η οποία δεν κατόρθωσε ή δεν θέλησε ίσως, να αντικρίσει κατάματα την ιστορική πραγματικότητα της εποχής της-έως τότε-ώστε να αντιδράσει εντονότερα και πιο ρηξικέλευθα στην κοινωνική και πολιτική σήψη, αλλά, «περιορίστηκε» στον δικό της ιδιωτικό χώρο, την ατομική της μικρο ιστορία, στα ιδιωτικά της αδιέξοδα, στις δαιδαλώδεις όνειρο περιπλανήσεις της, και αυτά ιχνογράφησε με ρομαντική ευσυνειδησία, έντονη συναισθηματικότητα και άκρατο ρομαντισμό, και κάπως αδέξια επιμονή ορισμένες φορές.
     Ο Σαγγάριος δεν παρέσυρε στα νερά του, μόνο την Μεγάλη Ιδέα των Ελλήνων πολιτικών, και ενός Έθνους, καταρρακωμένου και ταπεινωμένου, αλλά και τα οράματα των πνευματικών ηγετών του των ποιητών.
   Ο παππούς μας ο Όμηρος, το 1922, έχασε τελεσίδικα και αμετάκλητα την πατρίδα του. Το ιστορικό όραμα του Ελληνικού παρελθόντος χάθηκε οριστικά στο αιματοβαμμένο Αιγαίο της πολιτικής πετρελαϊκής νέας πραγματικότητας.
    Ο ιστορικός μύθος παραχώρησε την θέση του στην πολιτική ιστορία.
Η πρόσκαιρη Νίκη του Ελευθερίου Βενιζέλου-ενός αστού και μεγαλοιδεάτη πολιτικού-υπήρξε Άπτερος.
Πλέον, για την Ελληνική ιστορική επικράτεια πέραν του Αιγαίου, «απέσβετο και λάλον ύδωρ».
      Ούτε ο ποιητής και κριτικός Μήτσος Παπανικολάου,(που και αυτός χάθηκε άδοξα), ούτε ο ποιητής Τάκης Παπατσώνης, (ένας από τους πρώτους μοντερνιστές ποιητές) ούτε ο αυτόχειρας ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης, ούτε φυσικά, ο ποιητής και κριτικός Κλέων Παράσχος, για να σταθούμε σε ορισμένους από τους συμβολιστές ποιητές της γενιάς του αντικομφορμιστή Τριπολιτσιώτη ποιητή, ευτύχησαν να δουν τα ποιητικά τους ίχνη να χαράσσουν τόσο έντονα τις συνειδήσεις των μεταγενέστερων δημιουργών, όσο αυτός, ο τόσο άδικα και άδοξα μοιραίος αυτόχειρας.
     Το μεγάλο δράμα αυτής της χώρας-της πατρίδας μας-ίσως είναι ότι, οι πλέον σημαντικοί ή μάλλον πολλοί δημιουργοί της, χάνονται εντελώς άδοξα και άδικα, χωρίς να το αξίζουν. Η Ελλάδα, είναι ένας τόπος καταραμένος για πολλούς ελεύθερους και ανεξάρτητους δημιουργούς. Της προσφέρουν την πνευματική τους ικμάδα και παραγωγή, της προσφέρουν το αίμα της ζωής τους για να την κάνουν μεγάλη και δοξασμένη στα πέρατα της οικουμένης, και εκείνη, τους ανταποδίδει χολή και πίκρα. Είναι από παλιά μια μητριά-πατρίδα. Όπως πολύ εύστοχα μας είπε ο συγγραφέας Δημήτρης Δημητριάδης, στο κείμενό του "Πεθαίνω σαν χώρα". Μια χώρα που σκοτώνει όχι τους προφήτες της, αλλά τους ποιητές και ήρωες της.
     Ακόμα και σήμερα, μας πνίγει ο δραματικός τόνος της φωνής του όταν καταγγέλλει στο έργο του, την κοινωνική αδικία που έγινε σε βάρος του, τις εργασιακές του διώξεις και ταλαιπωρίες. Μας θλίβει και μας αγανακτεί η ατομική του εργασιακή και συνδικαλιστική περιπέτεια, από τους διάφορους καρεκλοκένταυρους του δημοσίου της εποχής του, αλλά ταυτόχρονα, μας ικανοποιεί το ακτινοβόλο ήθος του, το αγωνιστικό του φρόνημα, η εργασιακή του επαναστατικότητα, η στέρεα ποιότητα και αυθεντικότητα του εξεγερμένου αυτού μοναχικού αγριμιού, που βάδισε στην εποχή του, έρημο, υπερήφανο, μοναχικό, "γλείφοντας" με την ποιητική του φωνή, τις προσωπικές του πληγές, σατιρίζοντας τες ταυτόχρονα, με αυτό το "ζιζανιάρικο" μελαγχολικό του ύφος., το χαρμολυπικό και ανατρεπτικό ταυτόχρονα, το πέρα και πάνω από την εποχή του και τους απολίτιστους συντοπίτες του.
     Η καυστική σατιρική του διάθεση, ο ειρωνικός του σχολιασμός, το περιπαικτικό του ύφος, το ποιητικό του μειδίαμα, ο έντονος αυτοσαρκασμός του, η δραματική διακωμώδηση της εποχής του, η πολιτική του σάτιρα, ο κοινωνικός του σαρκασμός, η λεπτή παρωδία του για πνευματικά πρόσωπα της εποχής του, και ο πικρός και θλιμμένος όχι όμως «παγωμένος» μηδενισμός, είναι μερικά από τα στοιχεία που διακρίνουμε στις ποιητικές του καταθέσεις, και ίσως και στις μεταφραστικές δοκιμές του.
     Ένα πολυσήμαντο ποιητικό έργο, που το τραγικό του όραμα στέκει «ενίοτε» αμήχανο ανάμεσα στην ιδέα του θανάτου και την κοινωνική κριτική. Όπως πάλι, η εποχή του και η πατρίδα του, στέκουν υπόλογες απέναντι στην αυτοκτονία του.
     Ο Καρυωτάκης, ως άτομο πολιτικοποιημένο και εργασιακά συνειδητοποιημένο, αλλά και το έργο του, παρεξηγήθηκαν στην εποχή του, και μεταγενέστερα, κατακρίθηκε, τόσο από άτομα του άμεσου περιβάλλοντός του, όσο και από αρκετούς μελετητές της αριστερής διανόησης,(ως παρακμιακός) αλλά και από την αστική διανόηση, όπως ο συγγραφέας Θράσος Καστανάκης και ορισμένους άλλους. Αντίθετα, ο Κλέων Παράσχος θα σημειώσεις στο έργο του "Δέκα Έλληνες Λυρικοί", ότι "Κανείς δεν μας εκπροσώπησε τόσο πολύ σε ότι πιο βαθύ, χαρακτηριστικότερο, ουσιαστικότερο έχουμε, όσο ο Καρυωτάκης".
      Ο Ιδανικός αυτόχειρας της Ποίησης, είναι από τους ελάχιστους της πλειάδας των Μουσών της Τέχνης, που, ξεκινώντας από πολυστρωματικές πηγές, θα συλλάβει αργά αλλά έγκαιρα, τις πολύπλευρες διαστάσεις του κοινωνικού μέσα στο ανθρώπινο τοπίο, και είναι ο Καρυωτάκης που θα εκφραστεί ταυτόχρονα και ισοδύναμα, σε δύο κλίμακες, δραματικά και σατιρικά (Ελεγεία και Σάτιρες) σημειώνει ο ιστορικός της λογοτεχνίας Αλέξανδρος Αργυρίου.
      Ο αμήχανος «μοιρολάτρης» είναι από τους ελάχιστους ποιητές του μεσοπολέμου που κατάλαβε έντονα και γρήγορα ότι το πρόβλημα-από τότε-της Ελληνικής διοικητικής μηχανής, είναι το πέρασμα όλων των πραγματικοτήτων μέσα από το φίλτρο των εκάστοτε κυβερνητικών κομματικών πεποιθήσεων. Δηλαδή, η έντονη και καταστροφική κομματοκρατία, αυτή η διαχρονική και πολυκομματική παθογένεια του Ελληνικού κρατικού μορφώματος.
Ο Καρυωτάκης συνειδητοποίησε μέσα από την ενεργό συνδικαλιστική του δράση και αγωνιστική του διαδρομή, με το οξύ πολιτικό του κριτήριο, ότι στην Ελλάδα, η βασική ισχύς της εκάστοτε πλειοψηφούσας κομματικής κυβερνητικής εξουσίας, βρίσκονταν στις ενέργειες εκείνες που ξέφευγαν από την συνταγματική νομιμότητα. Ενέργειες που προέρχονταν, από την εξωκοινοβουλευτική δράση ανάξιων και ιδιοτελών πολιτικών εκπροσώπων, την άγρια και διαρκή ρουσφετολογία της κρατικής μηχανής, την αναξιοκρατική στελέχωση του έμψυχου δυναμικού της, την οικονομική εξαθλίωση των κρατικών λειτουργών της, καθώς επίσης, και της συντεχνιακής της πολιτικής. Δυστυχώς μέχρι τις μέρες μας η αναξιοκρατία, η ρουσφετολογία, η έλλειψη σωστής αξιολόγησης του δημόσιου δυναμικού, οι ημέτεροι και οι κομματικά κολλητοί, τα πολυστρωματικά λαδώματα των δημόσιων στελεχών, και άλλα πολλά, είναι η καταστροφή και η πανάκεια σε αυτή την αδιάφορη για κάθε τι αληθινό χώρα. Είναι η ελληνική παθογένεια η θεραπεύουσα πάσαν Κυβερνητική ή Αντιπολιτευτική αμηχανία και αβελτηρία. Ας μην μας διαφεύγει ότι, ο Κώστας Καρυωτάκης, διετέλεσε Γενικός Γραμματέας της Συνομοσπονδίας Δημοσίων Υπαλλήλων Ελλάδας, γνώριζε λοιπόν τα προβλήματα και από μέσα και από πρώτο χέρι.
Ο πολιτικός του προβληματισμός και κριτική, δεν φαίνεται μόνο μέσα στο ποιητικό του έργο όπως είναι: η «Δελφική Εορτή», το «Δημόσιοι υπάλληλοι» και άλλες του ποιητικές καταθέσεις, αλλά και από το τόσο επίκαιρο έως τις μέρες μας κοινωνικό του μανιφέστο «Ανάγκη Χρηστότητος» όπου η πολιτική του συνείδηση, ο κοινωνικός του προβληματισμός, η διορατικότητά του όσον αφορά τα προβλήματα και τα εσωτερικά θέματα του κλάδου των υπαλλήλων, αλλά, και το οξύ πρόβλημα της εγκατάστασης και αποκατάστασης των προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής, ξετυλίγονται με σαφήνεια, ακρίβεια, η ορθή πολιτική του σκέψη συνεπικουρούμενη από το προσωπικό του ήθος και στάση ζωής σε προσωπικό επίπεδο,(ενός τραυματισμένου απ΄την μοίρα ατόμου, πάσχοντας από "ιδιαίτερες ασθένειες"), καταγγέλλει ευθαρσώς την τότε διεφθαρμένη κρατική εξουσία, κάτι που είχε ως συνέπεια, την δυσμενή εργασιακή μετάθεσή του, από καρεκλοκένταυρους δημοσίους παράγοντες του καιρού του, (Κύρκος), πρώτα στην Πάτρα και κατόπιν στην Πρέβεζα όπου και έδωσε τέλος στην ζωή του. ΄Η μάλλον, πρόσφερε την ζωή του ως μάρτυρα στα χέρια των διωκτών του. Μια πράξη τραγική και πολιτικά ενεργή για ανάξιους πολιτικάντηδες της εποχής του και της δικής μας, που, παρεμπιπτόντως, δεν τιμωρήθηκε  κανείς, δεν διώχθηκε κανείς δημόσιος παράγοντας, για αυτήν την αυτοκτονία. Στην χώρα αυτή ακόμα και σήμερα, είμαστε δέσμιοι και υπόδουλοι μιας μεγάλης μερίδας ανάξιων πνευματικά και ηθικά Ελλήνων που έχουν στελεχώσει την δημόσια μηχανή και οι οποίοι ποδηγετούν κάθε προσπάθεια εξέλιξης ή εκσυγχρονισμού της Ελληνικής κοινωνίας και ζωής, και καταστρέφουν εσωτερικά και τις χιλιάδες δημοσιουπαλληλικές ανθρώπινες εργασιακές δυνάμεις που μοχθούν και προσφέρουν τίμια τον εργασιακό τους μόχθο.
    Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης με την αυτοκτονία του κέρδισε το στοίχημα με τον Χρόνο, χάνοντας την μάχη με τον Θάνατο.
Ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος, γράφει ότι ο Καρυωτάκης, είναι ο πρώτος Έλληνας που εισάγει το στοιχείο της εργασίας και μάλιστα της αλλοτριωμένης εργασίας μέσα στην ποίηση, σαν ένα από εκείνα τα στοιχεία που καθορίζουν και τον ψυχισμό των ανθρώπων. Όπως θα το διατύπωνε επιστημονικά και ερευνητικά, πολύ αργότερα, ο κοινωνιολόγος Ντήτερ Ντουμ, στο βιβλίο του «Το άγχος στον Καπιταλισμό».
Η καπιταλιστική κοινωνία, ή αν θέλετε, η ανοιχτή κοινωνία όπως μας μίλησε ο Κάρλ Πόπερ, είναι αναγκαστικά μια αυταρχική κοινωνία, μια κοινωνία στην οποία οι ανθρώπινες σχέσεις κανονίζονται από κατεστημένες σχέσεις εξουσίας.
      Η πολιτική του σάτιρα συγγενεύει με την σάτιρα του Κώστα Βάρναλη, μόνο που ενώ, στον Κώστα Βάρναλη, έχουμε μια μη αστική συμβολική μορφή που εμφανίζεται πότε με το πρόσωπο του Μώμου, αυτό της Αριστεράς, του Σωκράτη κ.λ.π., στον Καρυωτάκη η πολιτική σάτιρα έχει άμεση μορφή και περιγράφει, διακωμωδεί, ειρωνεύεται το αστικό περιβάλλον και τους ανθρώπους του, τα δε πρόσωπά της είναι αποσυμβολοποιημένα, είναι πρόσωπα της σύγχρονης ιστορικής και πνευματικής πραγματικότητας, όπως η ποιήτρια Κλεαρέτη Δίπλα Μαλάμου, όπως ο Μιχαλιός, όπως ο κύριος Μαλακάσης, ή το εθνικό σύμβολο της Αμερικής, το άγαλμα της Ελευθερίας, η αγχόνη του Παγκάλου, τοπωνύμια πόλεων ή πρόσωπα του αρχαίου μύθου και άλλα.
"Σπάνια ένας ποιητής μπόρεσε να γίνει σε τέτοιο υψηλό βαθμό, ο ευαίσθητος και συγκεντρωτικός δέκτης των εσωτερικών αγωνιών των ηθικών καταθλίψεων μιας νεότητας, που όσο διψούσε για δράση, τόσο πιο επώδυνα παραδιδόταν στ' όνειρο. Η αυτοκτονία του επιβεβαίωσε το απαισιόδοξο έργο και σύγχρονα πλούτισε μ' ένα βάρος αντιστρόφως ανάλογο προς το μικρό του όγκο" σημειώνει σχετικά, ο κριτικός Γιάννης Χατζίνης στο έργο του "Ελληνικά Κείμενα". 
Η κοινωνική κριτική του Καρυωτάκη φαίνεται και από το λεπτό και σπινθηροβόλο στη διατύπωση περίγραμμα που υιοθετεί, επίσης, οι χαρακτήρες που υπονοούνται, περιγράφονται με όρους τόσο των ελαττωμάτων τους όσο και της προηγηθείσης κοινωνικής ή πολιτικής τους δράσης.  Αν και η Καρυωτακική παρωδία, ενώ υποδηλώνει έμμεσα τα πρόσωπα που στηλιτεύει και ξεχωρίζει, ορισμένες φορές για την γενικότητα των απόψεων που περιέχει, σπάνια καταφεύγει στον λίβελο, στην τελειωτική εξόντωση του σατιριζομένου προσώπου. Η βαθιά ειρωνεία του και η σαρκαστική κομψότητα της κριτικής του επιχειρηματολογίας, ανακαλούν στην μνήμη, ορισμένες στιγμές του συγγραφέα Ανδρέα Λασκαράτου.
Και, παρόλο που η θέση του Κώστα Καρυωτάκη είναι έντονα καυστική, ποτέ δεν γίνεται απροσδόκητη ή υπερβολική.
Ποτέ δεν υπερβαίνει τους χαρακτήρες που σατιρίζει, η ακρότητα των περιγραφόμενων καταστάσεων, οφείλεται περισσότερο στα ίδια τα γεγονότα τα ιστορικά συμβάντα, παρά στην σατιρική πρόθεση του ποιητή. Γιαυτό και μέσα στην αγανάκτησή μας για τις συμπεριφορές των σατιριζόμενων προσώπων, πάντα κρατάμε μια συγκαταβατική στάση απέναντί τους, κατανοώντας την οικεία αυτή πλευρά του ίδιου μας του εαυτού, της δικής μας ταυτότητας.
    Η σατιρική γλώσσα του Καρυωτάκη, παρότι στιγματίζει ή δείχνει, δεν συντρίβει τελειωτικά, δεν εκμηδενίζει χωρίς μια κάποια συμπάθεια την σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης προσωπικότητας, αφήνει μια χαραμάδα ανθρωπιάς. Περισσότερο λυπόμαστε για την κατάντια τους, παρά χαιρόμαστε εκδικητικά για τον σατιρισμό τους.
      Η γλώσσα του Καρυωτάκη είναι θα γράφαμε επιθετικά αρμονική, όπου οι εσωτερικές συγκρούσεις προοιωνίζουν την αλήθεια της περιγραφής όχι ως αποπροσανατολιστικό τέχνασμα, αλλά ως απλή έκθεση των γεγονότων, και μάλιστα, όσο γίνεται «πιο αθώα» δηλαδή για τον περιγραφόμενο χαρακτήρα, ο οποίος είναι θέση και όχι φύση κακός.
Έτσι δεν αντιδρούμε με ανευλαβή αγαλλίαση ή εχθρική στάση αλλά σκεπτικισμό, θυμοσοφία και κάποια δόση ερωτηματικής αποδοχής.
      Η ποίηση και τα πεζά του αυτόχειρα της Πρέβεζας είναι ένας διαρκής συγκινησιακός συγκλονισμός. Ακόμα και στους πιο σκληρούς σαρκασμούς του, ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης, δεν σαρκάζει παρά τον δικό του τον θάνατο, την δική του την ζωή, την συνείδησή που παλεύει να νικήσει σαν γνήσιος δημιουργός μέσα από την μετρημένη και ήρεμη δημιουργική του πνοή.
      Ο Καρυωτάκης όπως γράφει και πάλι ο ποιητής και κριτικός Τέλλος Άγρας, «μας έδωσε το απόσταγμα της σιωπηλής του φιλοσοφίας επάνω στην ζωή, καμωμένης από τον ολοένα πυκνούμενο ίσκιο του θανάτου».
    Ενός ίσκιου όμως τόσο λαμπερού όπως είναι ο ίσκιος του ήλιου της ζωής.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα,
«Η Φωνή του Πειραιώς», Παρασκευή 1/11/ 1996, σελίδες 5,7.
Πειραιάς,  Παρασκευή 20/12/2013.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου