Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ-ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ  ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

                 «ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ»

εκδόσεις Δόμος 1992, σελίδες 262


      Δεν θα ήταν παράτολμο αν γράφαμε, ότι ο τεράστιος και επίπονος μόχθος του κυρίου Νίκου Τριανταφυλλόπουλου να αναστηλώσει εκ νέου και με άλλες επιστημονικές προδιαγραφές τον κυρ Αλέξανδρο, μοιάζει με εκείνον του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, που έφερε στο φως όχι μόνο το πεντάτομο έργο της «Φιλοκαλίας» των ιερών νηπτικών, αλλά και σημαντικά άλλα έργα συγγραφέων της Ορθόδοξης δογματικής συγγραφικής πατερικής παράδοσης. Ασφαλώς με μια ασφυκτική ματιά, ίσως και παρακινδυνευμένη ερμηνευτικά-αλλά αν συγκριθεί με τις άλλες εκδόσεις πχ. εκείνη του Βαλέτα, τότε πράγματι είναι ένας άθλος, χωρίς να σημαίνει ότι στην εποχή τους και οι άλλες εκδόσεις των «Απάντων» του παρά τις όποιες παραλήψεις τους δεν έκαναν γνωστό και αγαπητό τον Σκιαθίτη πεζογράφο.
      Η Αλληλογραφία του Παπαδιαμάντη δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1934 από τον Οκτάβιο Μερλιέ. Κατόπιν, συγχωνεύθηκε στα Άπαντα του συγγραφέα και συμπληρώθηκε στην έκδοση που επιμελήθηκε ο ερευνητής Γιώργος Βαλέτας, τόμος 5ος σελίδες 347-465, εκδόσεις Δημητράκος 1954.
Το 1981από τον εκδοτικό οίκο «Οδυσσέας» επανεκδίδεται η Αλληλογραφία με εισαγωγή και επιμέλεια του Εμμ. Ι. Μοσχονά, με έναν κατατοπιστικότατο πρόλογο και χρήσιμες πληροφορίες.
      Τον παρόντα τόμο ανοίγει ένας βραχύλογος πρόλογος του επιμελητή, ακολουθεί ο κύριος όγκος της Παπαδιαμαντικής αλληλογραφίας κατά χρονολογική σειρά, υπάρχουν φυσικά και ορισμένα κενά στις χρονολογίες.
Έχουμε γράμματα που έχουν αποστολέα ή παραλήπτη τον ίδιο τον συγγραφέα σελίδες 13-178 σύνολο γραμμάτων 240. Έπεται το επίμετρο σελίδες 181-222 με επιστολές συγγενών του Παπαδιαμάντη και γράμματα σχετικά με τον Παπαδιαμάντη. Και τέλος, ο καλαίσθητος αυτός τόμος ολοκληρώνεται με ένα σημείωμα του επιμελητή κυρίου Νίκου Τριανταφυλλόπουλου, με αρκετά υπομνήματα, τις απαραίτητες σημειώσεις ερανισμένες από τον Οκτάβιο Μερλιέ και, με τα αναλυτικότατα και αρκετά κατατοπιστικά ευρετήρια, με πίνακες προσώπων, τοπωνυμιών, έργων, εντύπων, εκπαιδευτηρίων και των 292 εν συνόλω γραμμάτων του.
      Η ιδιωτική αλληλογραφία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, δεν έχει σκοπό να ακολουθήσει τα εξομολογητικά ίχνη του ιερού Αυγουστίνου, ή του Ζαν Ζακ Ρουσσώ, ούτε θα ήθελε να επιχειρήσει όπως οι εξομολογήσεις του Γκαίτε ή του Τολστόι κ.λ.π., να αξιολογήσει την εικόνα μιας μεγαλοφυΐας, αλλά μάλλον να φωτίσει και να προσδιορίσει την μετέπειτα προσωπικότητα του μεγάλου μας διηγηματογράφου.
     Μέσα από τα απλά, εύληπτα συνοπτικά και πολύ ιδιωτικά αυτά γράμματα ο αναγνώστης ανακαλύπτει την στενά προσωπική και ανθρώπινη πλευρά του μεγάλου Σκιαθίτη.  Τις καθημερινές του πίκρες, τον βαθύ του πόνο για τα οικονομικά του αδιέξοδα, την αγωνία για το μέλλον του, τα εφηβικά του άγχη, τις στενοχώριες του για τον τραχύ βίο του, τα σημαντικά οικονομικά του προβλήματα που αντιμετωπίζει σαν ένας νέος νησιώτης που αναγκάζεται να μετακομίσει σε άλλο περιβάλλον, τα βιοποριστικά του αδιέξοδα, την έντονη εσωστρέφειά του, την μόνωσή του, την στωικότητά του, την αδιαφορία του μάλλον για τα κοινά, την θρησκευτική του φύση και τέλος, την τραγική κατά κάποιον τρόπο απάθειά του να φροντίσει τον εαυτό του. Και περιγραφές από το πέρασμά του από την πόλη του Πειραιά και το σχολείο, την Ιωννίδειο στο οποίο φοίτησε για μικρό χρονικό διάστημα.  Συναντάμε επίσης, όπως εύστοχα έχει επισημάνει ο καθηγητής και συγγραφέας Γιώργης Γιατρομανωλάκης, μικρούς αφηγηματικούς πυρήνες στις σύντομες περιγραφές των γραμμάτων του.
     Μελετώντας την αλληλογραφία του πάμφτωχου κυρ Αλέξανδρου, έρχεται στον νου μου αμυδρά ο ήρωας του μυθιστορήματος η «Πείνα» του Νορβηγού συγγραφέα Κνούτ Χάμσουν(1859-1952) και ιδιαίτερα στην κινηματογραφική του εκδοχή. Η μορφή του νησιώτη ιερέα πατέρα του δεσπόζει κατά κύριο λόγο και ακολουθεί με έμμεσο τρόπο η μορφή της μητέρας του. Οι αδερφές του σκιαγραφούνται από τα γράμματα που στέλνουν στον Κώστα Φαλτάϊτς. Ακολουθούν ακόμα η μορφή του αδερφού του Γεωργίου και αυτή του ερευνητή και συγγραφέα Γιάννη Βλαχογιάννη.
     Ο χρηστικός λόγος του πατέρα ιερέα, καθοδηγεί τον απαντητικό λακωνικό λόγο του υιού.
Ο έφηβος Παπαδιαμάντης απευθύνεται στον πατέρα του πάντα στον πληθυντικό, με την προσφώνηση «Σεβαστέ μοι πάτερ!» και με την επιφώνηση είτε «σας ασπάζομαι» είτε «σας ασπάζομαι την δεξιά υμών τε και της μητρός μου». Οι επιστολές συνήθως αναφέρονται σε υποθέσεις και περιστατικά της προσωπικής του ζωής, των καθημερινών του αδιεξόδων και πολύ λιγότερο σε δημόσια πρόσωπα, κατοίκους της ιδιαιτέρας του πατρίδας ή άλλα συμβάντα ή ιστορικά γεγονότα. Ίσως, για αυτό εκ πρώτης όψεως να μην κινούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Πέρα όμως από την θεματολογία τους και τις αιτίες για τις οποίες γράφτηκαν αυτές οι επιστολές, η χρησιμότητά τους έγκειται στο κατανυκτικό ενδιαφέρον του κυρ Αλέξανδρου για τα προβλήματα της ζωής και εκείνα της γλώσσας γενικότερα.
     Στις επιστολές, σημειώνει ο κριτικός και δημοσιογράφος Παντελής Μπουκάλας, «η γλώσσα του Παπαδιαμάντη σώζει το σκίρτημά της ακόμη κι όταν δεσμεύεται από την άλγεβρα της φτώχειας, και χωρίς να προβαίνει σε άλλα εδάφη, υπενθυμίζει ότι η καθαρεύουσα δεν υπήρξε εδώ εργαστηριακή κατασκευή ή τεχνοτροπικό τέχνασμα αλλά φυσική ανάσα».
Και συμπληρώνοντας την άποψη αυτή του κριτικού θα έθετα το ερώτημα, μήπως θα ωφελούσε την ελληνική φιλολογία και τα γράμματα γενικότερα μια σύγκριση ανάμεσα στην λειτουργία της γλώσσας στον Παπαδιαμάντη και σε εκείνη της γλώσσας που χρησιμοποιεί στα χρονογραφήματά του ο γεραρός ποιητής Κωστής Παλαμάς, σε αντιδιαστολή με την κάπως «άκομψη» και πολύ κουδουνιστή ερωτική γλώσσα του πολύτομου μυθιστορήματος «ο Μέγας Ανατολικός» του σημαντικού ασφαλώς ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου;
      Καθώς μελετούμε την αλληλογραφία προσεκτικά, υποψιαζόμαστε μια ποιητική πτυχή της Παπαδιαμαντικής γλώσσας. Μια λανθάνουσα ποιητική προοπτική που εμφωλεύει στους βραχύλογους διηγηματικούς πυρήνες μέσα στην αλληλογραφία, και, θα ολοκληρωθεί στο κατοπινό του έργο.
Παρατηρούμε την διαύγεια της γλώσσας, τα νοηματικά της παιχνιδίσματα, την εικονοπλαστική της διάσταση, την υφολογική της διάθεση, τον υπαινικτικό απαντητικό και χαμηλόφωνο χαρακτήρα της, την λεπτότητα και ευαισθησία του τόνου της, τις θρησκευτικές της αποχρώσεις, τον ρυθμό της ακόμα και όταν περιγράφονται πολύ «πεζά πράγματα» με μια ολιγόλογη ανιαρότητα, η γλώσσα του εικονογραφεί τα πάθη και τα λάθη της Ελληνικής ψυχής με όλες τις γενναιοδωρίες που κλείνει το σκίρτημά της. Είτε ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την καθαρεύουσα είτε την δημοτική ή διαφόρους ιδιωματισμούς.
   Ένας γλωσσικός κώδικας που μας αποκαλύπτει το εμπειρικό του περιεχόμενο και μας τονίζει την φιλοσοφία του. Αφού, εν αγνωσία η γνώσις τελειούται.
       Ο Παπαδιαμάντης, μη έχοντας γλωσσικές προκαταλήψεις ή ιδεολογικές αναστολές προσδίδει μια ρευστότητα στην έκφρασή του, αποφεύγοντας τους οξείς χαρακτηρισμούς ακόμα και όταν με διπλωματικό τρόπο δεν αποδέχεται τις προτροπές των πατρικών συμβουλών. Η διαλλακτικότητα, η μετριοπάθεια και μια κάποια έμφυτος δειλία ταιριάζουν στον χαρακτήρα του μάλλον παρά η ένταση, το νεύρο, η επαναστατική διάθεση.
Ο επιστολικός του λόγος δεν τείνει προς το λογοτεχνικό παιχνίδισμα όπως το βλέπουμε σε αρκετά γράμματα της ογκώδους αλληλογραφίας του Κωστή Παλαμά και ίσως σε ορισμένες επιστολικές στιγμές της τεράστιας αλληλογραφίας του Γιώργου Σεφέρη. Ο Παπαδιαμάντης αποφεύγει την εκλεπτυσμένη φιλολογική έκφραση της Σεφερικής αλληλογραφίας, είναι κάποιος πιο «πεζός» πιο «στενός»στα ενδιαφέροντά του. Δεν ακκίζεται σίγουρα ο λόγος του όλο έπαρση μάλλον και με κάποιο στόμφο, όπως ο επιστολικός ερωτικός λόγος του Άγγελου Σικελιανού (δες τα γράμματα στην Άννα). Ούτε προσομοιάζει προς την ιστορική μαρτυρία και αγωνιστική καταγραφή των επιστολών των Αγωνιστών του 1821. Πολύτιμες όχι μόνο ιστορικές μαρτυρίες γλωσσικού και εθνικού φρονήματος. Αλλά είναι ένας λόγος διαυγής, οικείος ακόμα και σήμερα, αρκετά παραινετικός, ικετήριος άλλοτε λόγω οικονομικών αναγκών, πολιορκούμενος από την ένστικτη του συγγραφέα διακριτικότητα και μια κάποια αθυμία.
     Ένας επιστολικός αλλά καρδιακός λόγος που προέρχεται από τα δυσβάστακτα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο μετανάστης μέσα στην ίδια του την χώρα διηγηματογράφος και την έλλειψη ψυχικής ή σωματικής ευεξίας. Αν και η «δραστικότητα» του γλωσσικού του οργάνου, των λέξεων δηλαδή που επιλέγει και χρησιμοποιεί, αντανακλά την λυρικότητα, την ευαισθησία και το εύρος των αισθήσεων του συγγραφέα.
        Το έντονο και διαρκές βιοποριστικό πρόβλημά του, η μέχρις εξαθλιώσεως οικονομική δυσπραγία του κυοφορούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις της γλωσσικής του διάθεσης. Τα φαρμάκια της ζωής, οι θλίψεις του βίου αλλά και η τρυφερότητα της επιστολικής έκφρασης δεν υπαγορεύονται από έναν διανοητικό σχεδιασμό μέσα στο μονήρες δωμάτιο του συγγραφέα, αλλά από τον ίδιο τον πολύμοχθο και πονεμένο βίο του και τις δεκάδες στερήσεις του. Η ίδια η ζωή του Παπαδιαμάντη δικαιώνει την γλωσσική της καταγραφή και όχι το αντίθετο. Οι συμφορές του βίου του δίδαξαν την αλήθεια του προγονικού αποφθέγματος  από πολύ νωρίς: «Των μεν ευτυχούντων πολλοί εισί οι φίλοι, των δυστυχούντων δ’ ουδείς».
      Με αρκετή επιφύλαξη και κάπως αστήρικτα θα σημειώναμε ότι το γλωσσικό ύφος των επιστολών του αποστόλου των χριστιανών Παύλου, του αποστόλου Πέτρου, του άλτερ έγκο του Ιησού Ιούδα, και το κείμενο των συνοπτικών, αφού λειανθεί και καθαρθεί μέσα από την δημοτική ποίηση και άλλα κείμενα της παράδοσης, καθώς και τα Συναξαρικά μαρτυρολόγια, ίσως βρίσκει την τελείωσή του στο γλωσσικό ιδίωμα του Παπαδιαμαντικού έργου. Πέρα από την μονομέρεια ή την θεματική στενότητα του έργου του ή τις άλλες μη σύγχρονές μας πια διηγηματικές ή διδακτικές του ξεπερασμένες προτάσεις.
     Ο Παπαδιαμαντικός λόγος δεν είναι μια πολυφωνική ορχήστρα έντονων και πολυποίκιλων χρωματικών τόνων, με παιανική διάθεση, όπως είναι ο ηρωικός λόγος του Κρητικού συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη, αυτού του «κασκαντέρ» της ελληνικής γλώσσας. Ο λόγος του Νίκου Καζαντζάκη μοιάζει μάλλον πολλές φορές σαν την λερναία ύδρα, που παρόλο το προφητικό μεγαλείο του δημιουργού, δεν κατάφερνε πάντα μάλλον να τιθασεύσει. Αλλά είναι ένα πρελούδιο που ρέπει προς την υποβολή και την αποσιώπηση όπως ταιριάζει στις ταπεινόφρονες και αφάτου φιλανθρωπίας ψυχές των απλών ανθρώπων. Ούτε πάλι δεσμεύεται από «αγκυλωτικές» θρησκευτικές απόψεις τόσο απόλυτες και σκληρές όπως συμβαίνει μάλλον με πολλά κείμενα του Φώτη Κόντογλου.  Ο Παπαδιαμάντης είναι παρόλες τις παραξενιές του και τις συγγραφικές κουτοπονηριές του(έκοβε τα κείμενα που μετέφραζε ή τα χριστιανικοποιούσε), είναι ένας μάλλον κατ’ εξοχήν εκκλησιαστικός άνθρωπος.
     Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, στέκει οιστρηλατημένος από έρωτα για τα απλά και ταπεινά προβλήματα των καθημερινών ανθρώπων, τις δεκάδες αντιξοότητές τους, τα μικρά ή μεγάλα πάθη τους, τις χιλιάδες του βίου τους κουτοπονηριές και μπαμπεσιές, τους σωματικούς τους ρύπους, τον σπίλο της ψυχής τους. Είναι ο κόσμος της νησιώτικης κοινωνίας ενός κάπως απομακρυσμένου από το κέντρο νησιού αλλά και ο κόσμος της Ελληνικής επαρχίας την εποχή εκείνη.
Η ευτλήμων ματιά του σαν δροσερό αεράκι παρηγορητικά νοτίζει τις καρδιές των ηρώων του κάτω από ένα γκρίζο και μουντό ουρανό. Τον ουρανό της πτωχής πλην τιμίας Ελλάς και της απεριόριστης φτώχεια της, μιζέρια της και των χιλιάδων προλήψεών της.
Δεν ασχολείται τόσο με τα μεγάλα ιστορικά ή πολιτικά γεγονότα, δεν σκιαγραφεί μόνο ανεμοκαύκαλους πολιτικούς της εποχής του και άλλους δημόσιους παράγοντες, δεν διακατέχεται από έναν ευδιάκριτο-σε άλλους συγγραφείς-μεγαλοϊδεατισμό χριστιανικών αποχρώσεων δες ενδεικτικά τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο. Στέκει κάπως αδιάφορος και απόμακρος-παρότι παπαδοπαίδι ο ίδιος και μαθητής των σκληροπυρηνικών και συντηρητικών κολλυβάδων-από τα υψηλά πρόσωπα της διοικούσης εκκλησίας, αλλά και η εκκλησία της εποχής του και οι διάφοροι ταγοί της τον αγνόησαν πανηγυρικά όσο ζούσε και αυτόν και τα προβλήματά του. (το ίδιο συνέβη και με τις αδερφές του που μετά τον θάνατό του πένονταν και εκλιπαρούσαν για οικονομική βοήθεια, αν και αργότερα οι εκδότες των έργων του κέρδισαν πολλά από τον τεράστιο μόχθο του).
Ο ίδιος προτιμά τις ολονύκτιες ακολουθίες στα μικρά εκκλησάκια, του αγίου Ελισαίου και αλλού καθώς και την συναναστροφή των απλοϊκών ανθρώπων των ανθρώπων του καθημερινού μόχθου και της βιοπάλης.
   Και ας σημειώσουμε ότι την περίοδο που αλληλογραφεί ο κυρ Αλέξανδρος με τον πατέρα του συμβαίνουν τα εξής σημαδιακά ιστορικά γεγονότα: 1870 έχουμε την σφαγή στο Δήλεσι, το Πατριαρχείο κηρύσσει του Βούλγαρους σχηματικούς, 1873 χρονιά των περιβόητων Λαυρεωτικών, 1877 Ρωσοτουρκικός πόλεμος, 1878 συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, 1881 προσάρτηση μέρους της Θεσσαλίας και της Ηπείρου.
    Ο Άγιος των Ελληνικών γραμμάτων όπως συνηθίζεται να τον αποκαλούν μένει μάλλον απαθής στα γεγονότα όχι μόνο της προσωπικής του μοίρας αλλά και της μοίρας της πατρίδας του αλλά, και της εποχής του. Η Ιστορία για τον Παπαδιαμάντη είναι μάλλον «στατική». Τον ενδιαφέρει περισσότερο οι σχέσεις που αναπτύσσουν οι άνθρωποι μεταξύ τους, η κοινωνική τους οργάνωση, ο φανερός ή λανθάνον ερωτισμός τους, οι θρησκευτικές και κοινωνικές τους προλήψεις και προκαταλήψεις, οι εσωτερικές τους ψυχικές διχοστασίες και άλλες αναστολές παρά τα όποια κλέη τους ή μεγάλα ιστορικά ανδραγαθήματά τους. Η βαθειά και ουσιαστική του πίστη είναι εκείνη που προσδιορίζει την ματιά του, τα πάντα προσπαθεί να τα συγκλίνει προς μια εκκλησιαστική ερμηνεία των διαφόρων φαινομένων, είναι η κρησάρα της συγγραφικής του ματιάς, είτε γράφει ο ίδιος είτε μεταφράζει.
Βλέπουμε επίσης, ότι δεν τον διακρίνει κανενός είδους φιλολογική αδολεσχία ακόμα και όταν αλληλογραφεί με τον φίλο και συγγραφέα Γιάννη Βλαχογιάννη, ώστε να γνωρίζουμε τις πνευματικές του αναζητήσεις ή άλλες ανησυχίες, ή τους διάφορους προβληματισμούς του πάνω σε  προβλήματα που αφορούν την Τέχνη, την Ιστορία ή ακόμα άλλου είδους ενδιαφέροντα που σίγουρα έχει ένας νέος της ηλικίας του Παπαδιαμάντη όσο κλειστός και μαζεμένος κοινωνικά και θρησκευτικά και αν είναι.
Εξαίρεση αποτελεί μόνο η αναφορά του στην για βιοποριστικούς λόγους μετάφραση της Ιστορίας του Άγγλου Φίνλευ. (ας μην μας διαφεύγει ότι ο Παπαδιαμάντης ήταν αυτοδίδακτος και στις ξένες γλώσσες). Δεν υπομνηματίζει απόψεις άλλων ομοτέχνων του, δεν σχολιάζει πράξεις φιλικών του προσώπων, δεν θίγει θέσεις τους ή κρίσεις του άμεσου συγγενικού του περιβάλλοντος. Περισσότερο αφουγκράζεται τους εσωτερικούς ψίθυρους της καρδιάς των ταλαιπωρημένων και επιδευών ανθρώπων, αυτών που συνάντησε στο διάβα της ζωής του και εξακολουθούν να κυκλοφορούν σιμά του, αναγνωρίζει και συμπονά σε κάθε του βήμα. Ορισμένες φορές αν δεν κάνω λάθος χρησιμοποιεί παραβολές για να φρονηματίσει και να διορθώσει τα κακώς κείμενα της κοινωνίας και να φωτίσει τις εσωτερικές αντιφάσεις της ψυχής των ανθρώπων.
Συνήθως αγωνίζεται να ανιχνεύσει την χαμένη ενότητα του ανθρώπου, να τον βοηθήσει να επανεύρει τα απολεσθέντα ζώπυρα της θείας και ανθρώπινης αιώνιας αλήθειας μέσα του. Ψάχνει για την αντιστοιχία ανάμεσα στην αθωότητα της ψυχής και την σκληρή αλήθεια της φύσης με έναν τρόπο πολλές φορές τόσο «παγανιστικά» ερωτικό, με ένα βλέμμα τόσο πλήρες αισθησιασμού που ξαφνιάζει για την δική του ιδιοσυγκρασία και στάση ζωής ενός κοσμοκαλόγερου. Ίσως, ότι δεν ζει ο ίδιος το ζουν οι ήρωές του, το ζει η γραφή του.
    Ο Παπαδιαμάντης σαν εκκλησιαστικός άνθρωπος κατανοεί σωστά τη ρήση: «πάντες οι παραπορευόμενοι την οδόν επιστρέψατε και ίδετε, ει εστιν άλγος κατά το άλγος μου».
    Έτσι ο λόγος του παράγει ένα ευαγγελικό ήθος που αυγάζει την σύντομη ζωή μας, ανεξάρτητα αν πιστεύουμε στις θρησκευτικές του αξίες ή εκκλησιαστικές του επιταγές. Ο Λειμώνας των ψυχών ημών και υμών είναι κοινός. Η γραφή του είναι ένα ορθόδοξο λουτρό παλιγγενεσίας. Δεν ηθικολογεί, δεν κατακρίνει, δεν μαστιγώνει ανελέητα τους έχοντας δεκάδες πάθη άτομα, όσο βαριά και αν είναι τα εγκλήματά τους (παράδειγμα η γνωστή Φόνισσα) αλλά με την πονεμένη και συμπαθούσα ματιά του εικονογραφεί την κοινή ευόλισθη φύση των ανθρώπων.
Των αιώνιων τρομαγμένων και φοβισμένων υπάρξεων, των περιστασιακά καλών και περιπτωσιακά κακών.
Δεν διακατέχεται από την ψυχοκτόνο διάκριση ιερού και ανίερου, όσιου και βέβηλου, ηθικού και ανήθικου.
«Ακόμα και οι πιο αποϊερωμένες πτυχές της ανθρώπινης συμπεριφοράς λειτουργούν στην ενιαία καθολική αντιφωνία αγάπης και ελευθερίας, θεϊκής μανικής φιλανθρωπίας και ανθρωπίνης συγγνωστής ανεπάρκειας», σημειώνει ο καθηγητής και ορθόδοξος φιλόσοφος και στοχαστής Χρήστος Γιανναράς.
   Μέσα από τις επιστολές του, ο σύντροφος του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκυ και του Μαξίμ Γκόργκι παρά του Ονόρε ντε Μπαλζάκ ή του Καρόλου Ντίκενς, μας φανερώνεται σαν μάλλον ένα μονήρες άτομο, ντροπαλό, συνεσταλμένο, κάπως άβολα στεκούμενο μέσα στο νέο του περιβάλλον που στέκει με αθώα αμηχανία μπροστά στις μηχανορραφίες των ανθρώπων πιστών τε και μη, με τις στέρεες ηθικές καταβολές σαφέστατης Ορθόδοξης εμπειρίας.
Γιαυτό και ίσως να ισχύει για το άτομό του το «ος αμαρτίαν ουκ εποίησεν ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού».
      Ο Παπαδιαμάντης είναι ο κοσμοκαλόγερος νέος που από πολύ νωρίς ένιωσε την ματαιότητα του κόσμου τούτου, το ψεύτικο δίλημμα της ζωής. Είναι ο παρ’ ολίγον άγιος που μάλλον από ξένες προς τον ίδιο συγκυρίες έχασε το μοναστικό μονοπάτι,-όπως έπραξε στα στερνά του ο ξάδερφος του συγγραφέας Αλέξανδρος Μωραϊτίδης επίσης Σκιαθίτης-το μονοπάτι που θα τον οδηγούσε μακριά από την τύρβη του κόσμου τούτου και τον απατηλό αιώνα τον απατεώνα. Από ιδιοσυγκρασία Βυζαντινός νοσταλγός μιας άλλης πνευματικότητας, γνήσιος απόγονος των Κολλυβάδων χωρίς όμως την δική τους στενομυαλιά και φανατισμό, μετέτρεψε το μικρό του δωμάτιο σε κελί, και σκήτη το μικρό του σπίτι.
Χωρίς να κομπορρημονεί για την «πεφωτισμένη θρησκευτικότητά του» ή την αληθινή ευλάβειά του.
Ο συναξαρικός μάλλον τρόπος ζωής του, δεν είναι ένας τρόπος τυπικής εθιμικής ευσέβειας, ούτε νιώθει «αντιπαραγωγικός» μέσα στο ανερχόμενο αστικό περιβάλλον που με θανάσιμη αγωνία προσπαθεί να ενταχθεί σαν ισότιμο μέλος στο ευρύτερο Ευρωπαϊκό.
Ο Παπαδιαμάντης δεν ανιχνεύει την πολιτισμική του ταυτότητα από την κοινωνική κοσμικότητα της εποχής του ή τις αστικές εκκολαπτόμενες συνήθειες της ευσεβίστικης και τυπολατρικής εκκλησιαστικής του ηγεσίας. Δεν αποστρέφεται τον κόσμο, όπως πράττει ο γνωστός ήρωας του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ «Τίτος Ανδρόνικος» γιατί μισεί τον κόσμο. Αλλά, τον ερμηνεύει διαφορετικά με άλλες πολιτισμικές σταθερές. «Αρνείται» την ιστορική πορεία του κόσμου προσπαθώντας να ανακαλύψει την άλλη πορεία του την εσωτερική που του υπαγορεύει το έντονο και προσδιοριστικό και βιωματικό του συναίσθημα. Απέχει από τον κόσμο για να διασωθεί το ήθος του όπως εκείνος τουλάχιστον το βίωσε, το ένιωθε και το εννοούσε.
Γιαυτό και άλλοτε μας φαίνεται σαν ένας ερωτικός «ασκητικός» παγανιστής λάτρης της φύσης και του κόσμου, και άλλοτε σαν ένας ορθόδοξος ασκητής που φλερτάρει με τον έρωτα της φύσης των υπάρξεων και της αληθινής του ζωογόνας πίστης.
     Σχεδόν αθόρυβα, σεμνά και ταπεινά με λίγο κρασάκι για συντροφιά στην διάρκεια του βίου του, και παρέα τους διάφορους ψαλτάδες της εποχής του, βιώνει έναν εκκλησιαστικό τρόπο ζωής και αυτό περιγράφει σε διάφορα διηγήματά του, όσο και στις κατά καιρούς συμβουλές που δίνει μέσα στα γράμματά του αλλά και στον αδερφό του.
     Γιαυτό και εκείνο που ενδιαφέρει τους αναγνώστες των επιστολών και του έργου του, δεν είναι μόνο το θεματικό τους μέρος που εξετάζει και τον απασχολεί, αλλά η αθώα και ερωτική ματιά της ψυχής του, η καθαρότητα του βλέμματός του και σίγουρα ο τρόπος και η φιλοσοφία με την οποία ερμηνεύει και προσεγγίζει τον κόσμο, τους ανθρώπους και τα προβλήματά τους.
«Η λάμψη του δεν είναι απαύγασμα μιας ψυχής χριστιανικής με την συμβατική έννοια. Είναι η προβολή ενός εσωτερικού κόσμου απείραγου από τις μικρότητες αλλά γεμάτου καθάριον έρωτα», γράφει στο μελέτημά του για τον Παπαδιαμάντη ο μύστης ποιητής Οδυσσέας Ελύτης.
     Η έλλειψη κατανόησης από το άμεσό του περιβάλλον, η μάλλον δυναστική σχέση με τον πατέρα του, οι διάφορες απρόβλεπτες ή μη ατυχίες του βίου του, τα όχι και τόσο φευγαλέα χτυπήματα της μοίρας, τα οικονομικά του αδιέξοδα, δίδαξαν στον κυρ Αλέξανδρο την αληθινή αξία της ζωής.
      Μιας ζωής που μοιράζεται απλόχερα χωρίς ιδιοτέλεια, χωρίς δόλο, χωρίς εγωισμό, χωρίς την ριζωμένη επιφύλαξη του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης.
Ανεξάρτητα από το ποιο ψυχικό ή σωματικό καταφύγιο επιλέγει ο καθένας μας.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση, περιοδικό
Κ.Λ.Π. τεύχος 3/Δεκέμβριος 1993, σελίδα 37.

Και για όσους ακόμα ενδιαφέρονται για τον επιστολογράφο Παπαδιαμάντη οι εξής ενδεικτικά κριτικές;
 • Γιώργης Γιατρομανωλάκης,
«Αλληλογραφία Παπαδιαμάντη: το λανθάνον διήγημα», εφημερίδα Το Βήμα, 18/7/1993 σελ. 45
• Μαρ. Θεοδοσοπούλου,
«Επιστολιμαία μαρτυρία-Το αθορύβητον της ψυχής»
εφημερίδα Η Εποχή, Κυριακή 12/9/1993
• Βασίλης Κ. Καλαμαράς,
«Υπεσχέθην εις τον κ. Πάγκαλον…»
εφημερίδα Ελευθεροτυπία 28/2/1993
• Παντελής Μπουκάλας,
«Πότε νηστικός και πότε χορτάτος»…
Ο βίος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη όπως παραστατικά ιστορείται στην αλληλογραφία του
εφημερίδα Η Καθημερινή 15/6/1993
• Κώστας Σταματίου,
-Σεβαστέ μοι πάτερ,
-Υιέ μου Αλέξανδρε!
«Ξαναδιάβασμα της αλληλογραφίας του Παπαδιαμάντη»
Εφημερίδα Τα Νέα 18/4/1981
(για την έκδοση του Μοσχονά)
•Μισέλ Φάϊς,
Το επιστολογραφικό έργο του Παπαδιαμάντη σε επιμέλεια Τριανταφυλλόπουλου
«Η άλγεβρα της στέρησης»
εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος 5/9/1993
• Νίκος Φωκάς,
«Μια ερημία γεμάτη από πληθυσμόν ανθρώπινο»
Περιοδικό Αντί, τεύχος 529/6-8-1993
• Ανωνύμως
Παπαδιαμάντης ο των ημερών επίκαιρος
εφημερίδα Το Βήμα 25/12/1992
• Β. Στ. :επιμέλεια
Προδημοσίευση
«Πότε νηστικός και πότε χορτάτος»
Απλά και σύντομα γράμματα-σπαράγματα ζωής-συνθέτουν την Αλληλογραφία του Αλ. Παπαδιαμάντη, που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες, με επιμέλεια του Νίκου Δ. Τριανταφυλλόπουλου.
εφημερίδα Η Καθημερινή Κυριακή 23/2/1992 σελ. 13,14
• Θανάσης Παπαθανασόπουλος,
Περιοδικό Νέα Εστία τεύχος 1583/15-6-1993

Πειραιάς, Τετάρτη, 18 Δεκεμβρίου 2013

                                                                                               

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου