Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

ΑΓΙΟ ΒΑΣΙΛΗΣ Ο ΕΛΛΗΝΑΣ

ΑΓΙΟΣ  ΒΑΣΙΛΗΣ  Ο  ΕΛΛΗΝΑΣ


     Ιανουάριος ή Γενάρης ή Καλαντάρης, ο πρώτος μήνας του νέου έτους. Πήρε το όνομά του από τον Ιανό, τον Θεό των αρχαίων Ρωμαίων με τα δύο πρόσωπα σύμβολα. Της γαλήνης και της τρικυμίας, της ειρήνης και του πολέμου, της καταστροφής αλλά και της ευημερίας. Το 46 προ Χριστού με το Ιουλιανό ημερολόγιο καθιερώθηκε σαν πρώτος μήνας. Σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής ηπείρου άργησε να καθιερωθεί, λόγου χάρη στην Γερμανία καθιερώθηκε το 1579, στην Σκωτία και την Νορβηγία το 1600.
     Στην αρχαία Ελλάδα, με την παλαιά θρησκεία σαν αρχή του νέου έτους είχαν την 1 Μαρτίου, ή αργότερα την 1 Σεπτεμβρίου (κατά το εκκλησιαστική ημερολόγιο).
Με την πάροδο όμως του χρόνου, η πρώτη Ιανουαρίου είναι η καθ’ αυτή Πρωτοχρονιά, τουλάχιστον στον Δυτικό Κόσμο.
     Πρωτοχρονιά, ο μεγάλος σταθμός της ζωής του ανθρώπου μέσα στον χρόνο. Με τον ερχομό της νέας χρονιάς, κλείνει ο παλαιός κύκλος του χρόνου και ξαναρχίζει ανανεωμένη η καινούργια ζωή. Χωρίς να διακόψει την πορεία της μέσα στην απεραντοσύνη των αιώνων. Αυτήν την νύχτα ένα μεγάλο ελπιδοφόρο και γιομάτο ευχές άλμα συντελείται, σαν αστραπή το χθες γίνεται σήμερα, και ο προηγούμενος χρόνος με ότι συσσώρευσε στις ζωές των ανθρώπων, ετοιμάζεται να πάρει την θέση του μέσα στο βιωματικό μαυσωλείο της ιστορίας του ανθρωπίνου γένους. Τα πάντα νοερά και ανεπαίσθητα αλλάζουν, και ένα ακόμα κερί της ανθρώπινης εμπειρίας σβήνει. Ενώ από την άλλη, ο άνθρωπος σαν άλλος Άτλαντας σηκώνει ένα ακόμα κομμάτι του χρόνου στους ώμους του.
         Και αυτήν τη νύχτα ένας μοναχικός ταξιδευτής, καλόβολος, ασκητικός, συγκαταβατικός, με ιερό φρόνημα, μελαψός και ξερακιανός, με σαντάλια και με κλωνανθισμένο ραβδί στο χέρι και την ευλογία στα χείλη, ο Έλληνας Αγιοβασίλης, ξεκινάει από τα μέρη της Καισαρείας για να διδάξει, να φωτίσει, να φιλέψει αλλά και να φιλοξενηθεί-φιλευτεί με καλούδια από κάθε ελληνικό σπίτι.
-Αϊ Βασίλη μ’ πόθε έρχεσαι
και πόθεν κατεβαίνεις.
-Από τα ξένα έρχομαι
κι από την Καισαρεία…
      Ιεροφάντη, Ουρανοφάντορα και Σοφίας εραστή, τον αποκαλεί η Εκκλησία.
Κατά τον Συναξαριστή, ο Άγιος γεννήθηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας το 329/330 από πλούσιους και ονομαστούς γονείς, οι οποίοι τον έδωσαν να τον μεγαλώσει γνωστή τους φτωχή οικογένεια κοντά στον Πόντο. Τις πρώτες σπουδές του, τις έκανε στην Καισάρεια. Αργότερα ο πατέρας του τον έστειλε στο Βυζάντιο και από εκεί στην ξακουστή και δοξασμένη Αθήνα κοντά στον φημισμένο φιλόσοφο των Εθνικών Λιβάνιο, όπου σπούδασε Ρητορική, Φιλοσοφία, Γραμματική, Αστρονομία, Ιατρική.
      Την ίδια περίοδο, βρίσκεται και στην Αθήνα-πρωτεύουσα της φιλοσοφίας, της αισθητικής, του θεάτρου και της ρητορικής-ο μετέπειτα Ελληνολάτρης άτυχος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Ιουλιανός. Καθώς και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός ο Θεολόγος, άγιος και πατριάρχης μετέπειτα της Κωνσταντινουπόλεως με τον οποίον ο Βασίλειος συνδέθηκε με αδελφική φιλία. Τέσσερα χρόνια έμεινε ο Βασίλειος στην Αθήνα, κατόπιν ταξίδεψε στην Αίγυπτο, την Μεσοποταμία, την Συρία και την Παλαιστίνη. Επιστρέφοντας στον Πόντο, μοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και ασκήτεψε.
Το 370 εκλέγεται επίσκοπος Καισαρείας και κατά την διάρκεια της επισκοπικής του θητείας ιδρύει το μεγάλο του όνειρο την Βασιλειάδα.(πτωχοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία κ.λ.π.).
  Δεν σταμάτησε ποτέ να υπερασπίζεται τους φτωχούς, τους κατατρεγμένους και τους αδικημένους, και να μέμφεται και να καυτηριάζει τους πλούσιους και τους ισχυρούς της εποχής του, οι οποίοι ζούσαν μέσα στην χλιδή και την ασωτία.
Πέθανε πολύ νέος, μόλις 48 ετών.
       Ξερακιανός, μελαψός, μεσόγειος τύπος, όπως ηλιοψήθηκε και ποτίστηκε από την αρμύρα της θαλασσινής ταξιδιωτικής του ζωής, κρατά στο χέρι του σαν λόγιος-όπως ταιριάζει στην ελληνική παράδοση-χαρτί και καλαμάρι και φέρνει στους ανθρώπους τα συμβολικά του μηνύματα: την αγάπη, την καλοτυχία, την αδελφοσύνη, την ελεημοσύνη και την ιερατική του ευλογία. Βαστά ακόμα στο χέρι το ραβδί του, με τις θεϊκές θαυματουργικές ιδιότητες, όπως πιστεύει ο απλός λαός, που με αυτό σκορπάει και χαρίζει τα δώρα του στους ανθρώπους που επισκέπτεται. Για τους θαλασσινούς και ιδιαίτερα τους ναυτικούς, το ραβδί αυτό είναι κουπί, με το οποίο ευλογεί το καράβι τους για να είναι καλοτάξιδο όλη την χρονιά.
Ταξιδεύει συνέχεια, επισκέπτεται και κουβεντιάζει με τους γεωργούς τους βοσκούς τους διαφόρους ξωμάχους την πρώτη του μήνα, είναι καλοπόδαρος και φέρνει τύχη καλή και πολλά καλούδια στο σπίτι που θα επισκεφτεί και θα φιλοξενηθεί.
-Καλημέρα κυρ Βασίλη, ήφερες μας γερωσύνη;
-Κουκιά, ροβύθια, φασούλια, ριφάκια πρόβατα, νυφάδες και το βάρος σας σε μάλαμα.
     Στα διάφορα έθιμα του Αγίου, ανά την Ελληνική επικράτεια, ξεχωρίζουμε ψήγματα στοιχείων πρωτόγονου «προαισθητικού» και  δραματικού θεάτρου. Γιατί πάρα πολλές φορές, κάποιο παιδί ή και μεγάλος ακόμα, υποδύεται τον Αη Βασίλη. Όχι μόνο αλλάζοντας αμφίεση αλλά με ορισμένες στοιχειώδεις και «υπολανθάνουσες» μιμικές κινήσεις και αναπαραστάσεις, δρώντων προσώπων αρχαίου χορικού, με μικρές απλές και κοφτές διαλογικές συζητήσεις και φωνητικές μεταλλαγές, μιμούνται την ζωή του Αγίου και εκφράζουν τις επιθυμίες και τις σκέψεις του, ή τις φιλάνθρωπες επιλογές του.
     Ο Έλληνας Άη Βασίλης, δεν είναι ο εύρωστος Άγιος με τα ροδοκόκκινα μάγουλα και την κάτασπρη χιονισμένη γενειάδα, που φοράει αρχοντικά ρούχα, κόκκινη ερμίνα και γυαλισμένες μπότες ενός «καλοβολεμένου νοικοκύρη» που ξεκινάει από το Βόρειο ημισφαίριο με το έλκηθρο του που το σέρνουν τάρανδοι για να επισκεφτεί τον κόσμο. Σαν τον καλοθρεμμένο, χαρούμενο και κατακόκκινο Pere Noel, ή τον των Saint Nicolas των δυτικοευρωπαίων. Την μορφή αυτή του αγίου, την δανειστήκαμε από τον Βορρά-την ονομάσαμε Άη Βασίλη και την στήνουμε στα καταστήματα, στις πλατείες και στολίζουμε τα σπίτια ή τα μπαλκόνια μας-για να εξυπηρετεί τις δικές μας θρησκευτικές, ψυχολογικές και ιδιαίτερα εμπορικές και καταναλωτικές ανάγκες. Ασφαλώς όπως κάθε λαός, έτσι και εμείς χρειαζόμασταν ένα ιστορικό οικουμενικό σύμβολο που να εκφράζει την γιορτή και την περίοδο αυτή της αλλαγής του χρόνου. Ένα Ον που να «προσωποποιεί» τον καινούργιο χρόνο.
Αν δεν βρίσκαμε αυτό το πρότυπο, θα το δημιουργούσαμε από μόνοι μας για να ικανοποιήσει τις θρησκευτικές και κοινωνικές μας ανάγκες. Είναι μέσα στην ιδιοσυγκρασιακή φύση του Έλληνα, να θέλει πάντοτε να αναπαριστά και να μετέχει ενεργά και προσωπικά στο Θείο και τον αντίξοο αγώνα της Φύσης και της Ζωής.
     Χωρίς την άμεση συμμετοχή του στα γεγονότα της Ιστορίας και του Θρύλου ο Έλληνας άνθρωπος, δεν συλλαμβάνει το χώρο μέσα στον οποίο κινείται κάθε υπερβατικό στοιχείο και δρα με τους δικούς του κανόνες. Αν δεν πάσχει και δεν συμπάσχει μαζί του ο Άγιος ή ο Όσιος, ο Θεός ή ο αντίπαλός του ο Εωσφόρος, του είναι αδιάφοροι, τους προσπερνά χωρίς την ανάλογη βαρύνουσα σημασία για την ζωή του.
    Ούτε πάλι ο Έλληνας Άη Βασίλης είναι ένα ξωτικό ή ένας καλικάντζαρος που μπαίνει στα σπίτια κρυφά, από μυστικές κερκόπορτες ή παλαιότερα από τις καμινάδες.
Ο Έλληνας Άη Βασίλης, είναι άνθρωπος βγαλμένος μέσα από την ελληνική ιστορία και σκέψη, και έχει μπολιαστεί και επενδυθεί από την μαγιά της λαϊκής μας παράδοσης και μυθοπλασίας. Όπως και τόσοι άλλοι γνήσιοι «λαϊκοί» άγιοι, ή ήρωες, της ελληνικής ιστορίας και παράδοσης του ελληνικού πανθέου.
     Σαν βυζαντινός μεσουράνιος στρατοκόπος με σκούρο σκουφάκι, γένια και μαύρα μαλλιά, σφιχτά φρύδια και με σκαμμένο πρόσωπο από τα βάσανα και τις κακουχίες της ζωής, αλλά με βλέμμα γεμάτο καλοσύνη και ελπίδα, και μια ζεστή αγκαλιά μοιάζει ο Έλληνας Άη Βασίλης με βυζαντινό μοναχό που προέρχεται από τα βάθη ενός άλλου πιο αληθινού και καλοσυνάτου κόσμου. Μοιάζει αν είναι ορθή η παρομοίωση, με τον Πατροκοσμά τον Αιτωλό-το μεγάλο δέντρο-που γύρναγε στα χωριά και βοηθούσε τους ανθρώπους. Που έχει στο ζωνάρι του, το καλαμάρι του λόγιου με το οποίο διδάσκει τους αγράμματους και φτωχούς ανθρώπους.
     Κρατώντας με στιβαρό χέρι το ραβδί του, προχωράει θαρραλέα προς τα χαμόσπιτα των απλών και φτωχών ανθρώπων για να τους χαρίσει την ευλογία του και να φιλοξενηθεί από αυτούς. Οι χωριανοί τον περιμένουν με αγωνία και τον υποδέχονται με τιμές που του αξίζουν, και του στρώνουν το γιορτινό τραπέζι για να ξαποστάσει και να φιλευτεί.
      Σε πολλά χωριά της Ελλάδας, τοποθετούν το βράδυ της παραμονής πάνω στο τραπέζι κόλλυβα, κρασί και το πουγκί του οικοδεσπότη γιατί πιστεύουν πως θάρθει ο Άγιος να γευματίσει και να τους ευλογήσει. Τα παιδιά βάζουν κάτω από το προσκέφαλό τους μια κάλτσα για να βάλει ο Άγιος τα δώρα του, ή την κρεμούν πίσω από την πόρτα.
     Σε άλλα μέρη στρώνουν τραπέζι και τοποθετούν πάνω του τηγανίτες, ζυμωμένα γλυκά, κρασί και νερό, αμύγδαλα, φουντούκια και μέλι, έτσι ώστε να τα βρει ο Άγιος να τα φάει και να ευλογήσει το σπίτι να έχει καλή σοδειά και υγεία τα άτομα που το κατοικούν. Ακόμα χτενίζουν και περιποιούνται οι χωρικοί τα ζώα τους, και βάζουν την μερίδα του καθενός στο παχνί τους από την βασιλόπιτα, γιατί και τα ζώα έχουν το μερτικό τους από την πίτα που φτιάχνουν οι νοικοκυραίοι.
    Σε άλλα μέρη της Ελλάδος, στην Σκύρο παραδείγματος χάρη, οι παλαιοί μυλωνάδες ρίχνανε την Πρωτοχρονιά μέσα στην τρύπα του μύλου, σταφίδες, σύκα, καρύδια και άλλα τρόφιμα για να φιλέψουν το στοιχειό που βγαίνει κάτω από το ζουρειό του μύλου. Σε πολλά νησιά, οι βαρκάρηδες της νήσου, πάνε στη βάρκα ή το ψαροκάικο τους νερό, γλυκά, ρόδια και τους ρίχνουν χρήματα να την ασημώσουν. Ακόμα θα κόψουν την πίτα, κόβοντας και το μερίδιο της βάρκας.
       Τα έθιμα του Αγίου Βασιλείου είναι πάρα πολλά και ποικίλλουν από περιοχή σε περιοχή σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Από την αρχαιότητα και τα πρώτα βυζαντινά χρόνια, έως τις κομψές και γλαφυρές περιγραφές του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη και του ξαδέρφου του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
     Παρόλα αυτά όμως, προξενεί έκπληξη η περίπτωση αυτού του Έλληνα Άγιου. Αν και κατέχει μια εξέχουσα και σημαίνουσα θέση μέσα στην εκκλησιαστική ζωή και στην θρησκευτική γραμματεία(το συγγραφικό του έργο από όσο γνωρίζω μέσα στην ελληνική πατρολογία, αποτελείται από 10 τόμους, έχει εκδοθεί από τον εκδοτικό οίκο του Μερετάκη ΕΠΕ στην Θεσσαλονίκη), όσο και μέσα στην ορθόδοξη παράδοση, στην λαϊκή φαντασία και αντίληψη, είναι ένας ζεστός, μορφωμένος, ανθρώπινος και πολύ οικείος άγιος, καθόλου συναξαρικός και απόμακρος, ο οποίος ζει και περπατά ανάμεσά μας, ταξιδεύει σιμά μας σαν να μην έχει πεθάνει.
Ζη Βασίλειος και θανών εν Κυρίω. Ζη και παρ’ ημιν, ως λαλών εκ των βιβλίων, όπως ψέλνει ο ψαλμωδός του τροπαρίου.
    Ή που μας έρχεται από τα βάθη ενός άλλου κόσμου κάθε πρώτη του Γενάρη για να βάλλει σε κίνηση τον τροχό της καινούργιας χρονιάς.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα «Εξόρμηση» 31/12/1989.

ΠειραιάςΚυριακή,29 Δεκεμβρίου 2013.                                       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου