Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

Η ΚΑΜΠΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Η  ΚΑΜΠΙΑ  ΤΗΣ  ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

     Θα φύγω είπε η μητέρα. Δεν αντέχω άλλο εδώ μέσα. Αυτό το σπίτι με πνίγει με συνθλίβει. Έχω μετατραπεί σε μια φθαρμένη και άχρηστη κρεμάστρα, που δεν την χρειάζεται κανείς. Οι ιδέες στέρεψαν. Τα αισθήματα έλιωσαν.
Η πίστη παραμορφώθηκε.  Μια άβυσσος το σώμα μου που φωσφορίζουν μέσα της οι παλιές αγάπες σαν πυγολαμπίδες. Σαν πολύχρωμα λαμπιόνια αναβοσβήνουν οι παλιές αγάπες θυμίζοντας τις αρετές του σώματος πριν αυτό γίνει μνήμα.
Παλιό ημερολόγιο η σάρκα μου που λησμόνησαν να γεμίσουν τις σελίδες του με αγάπη.
     Θέλω να φύγω. Δεν αντέχω να αντικρίζω συνεχώς πάνω στους κιτρινισμένους από τους πόθους μου τοίχους την τυραννισμένη σκιά μου. Τα μαλλιά μου άσπρισαν από τους πολλούς έρωτες. Το σπίτι γέμισε πεινασμένα του έρωτα τσακάλια. Η ζωή μου εντοιχίστηκε για να ευτυχίσουν οι άλλοι. Το κορμί μου μαράθηκε από την αγωνία της προσφοράς. Άγρια κύματα απελπισίας ηχούν την νύχτα πάνω στους βράχους των πόθων μου. Τα χείλη μου δείκτες ρολογιού που μετρούν τις ηδονές του κόσμου. Πόσο άσπλαχνο είναι αυτό το σώμα του κόσμου δίπλα μου. Μυστοδόχος οίκος η καρδιά μου για κάθε πονεμένο. Πατρίδα χωρίς σύνορα για κάθε ξενιτεμένο η αγκαλιά μου. Το σαγηνευτικό χαμόγελο της λαγνείας με δίδαξε τι σημαίνει ζωή. Ποτέ δεν λησμόνησα την ερημιά του άλλου κορμιού. Ποτέ μου δεν ξέχασα πως περπατώ πάνω σε κολασμένους κρίνους. Άγριες πεταλούδες τα φιλιά των ωραίων εραστών μου άγριες.
     Θέλω να φύγω από αυτό το σπίτι. Θέλω να κατέβω στον Άδη να μαζέψω κόκκινα και κίτρινα τριαντάφυλλα. Να κλαδέψω τα μπουμπούκια τους καθώς η ανοιξιάτικη βροχή χαράσσει το καινούργιο ρυάκι του έρωτα πάνω στο σώμα μου. Πάντα μου άρεσαν τα τριαντάφυλλα. Λατρεύω το άλικο τους χρώμα λατρεύω την απαλότητα των φύλλων τους την αριστοκρατική τους παρουσία. Λατρεύω το κρυμμένο πένθος τους. Το κόκκινο του πάθους και το κίτρινο του θανάτου. Τα τριαντάφυλλα είναι ο καθρέπτης της ψυχικής μας διάθεσης. Είναι το παγωμένο σώμα του έρωτα που πενθεί αιωνίως για τα αγκάθια του άλλου.
    Θυμάμαι όταν παντρεύτηκα η εκκλησία ήταν στολισμένη με τριαντάφυλλα. Εγώ ντυμένη το λευκό μου σάβανο του γάμου έμοιαζα με μικρό παρεκκλήσι εγκαταλελειμμένο μέσα σε ένα ωκεανό κόκκινων και κίτρινων συναισθημάτων. Έκτοτε κανείς δεν με λειτούργησε όπως εγώ είχα ονειρευτεί. Έκτοτε πάντα σιμά μου έβρισκα ένα πληγωμένο αηδόνι να τιτιβίζει την μελαγχολία μου. Ένα σκιάχτρο κάρφωναν πάντα οι εραστές μου μπροστά στην ιερή του έρωτά μου για αυτούς πόρτα, ένα σκιάχτρο που δεν άφηνε κανέναν να με αγαπήσει.
Όσοι με πλησίαζαν ήθελαν μόνο να εισβάλουν μέσα μου και να καταθέσουν την άγονη ήβη τους. Ούτε καν τα παπούτσια τους δεν σκούπιζαν μπρος στο χαλάκι του πόθου μου για αυτούς. Ούτε ένας δεν προσκύνησε με ευλάβεια το ιερό μου. Ούτε ένας δεν παρατήρησε τα δακρυσμένα μάτια των αγίων ζωγραφισμένα πάνω στο λυγρό κορμί μου. Πονεμένα πάντοτε γεμάτα απορία και έκσταση. Το σώμα βάρυνε από τα πολλά αγγίγματα. Η σκιά μου ξέχασε να επιστρέψει στο κονάκι του μπουμπουκιασμένου έρωτά μου. Οι τυχαίοι και μοιραίοι προσκυνητές της ηδονής κρατώντας τον οβολό του στιγμιαίου πόθου τους περνούσαν και έφευγαν χωρίς να λειτουργηθούν από το πάθος της μοναξιάς μου. Όλοι ζητούσαν την φρίκη της ευτυχίας μου, όταν έκλεινα τα μάτια και τους προέτρεπα να με αγγίξουν όπου ήθελαν. Να με φιλήσουν στους πιο κρυφούς μου πόθους. Η αγκαλιά μου τότε μετατρέπονταν σε μια απέραντη αμμουδιά που ζητούσε να γαληνέψει την φουρτουνιασμένη αγάπη των αγαλμάτων. Πάνω στα λευκά γυμνά μου πόδια έλιωναν οι μαύρες λαμπάδες της προσφοράς των άγνωστων εραστών μου. Ποτέ δεν ρωτούσα το όνομά τους. Δεν ήθελα να ξέρω. Προτιμούσα την ανωνυμία έκανε πιο υποφερτή την απόγνωσή μου. Ξεχνούσα ακόμα και το δικό μου όνομα όταν έμπηγαν τα βέλη της μοναξιάς τους στο μικρό ατίθασο κουφάρι των επιθυμιών μου. Έτσι ξυπνούσε ο έρωτάς μου για αυτούς μέσα από κάτι τόσο μικρό και ασήμαντο, κάτι που μόνο η ανωνυμία μπορούσε να κρατήσει ζωντανό.
Για αυτούς δεν ήμουν παρά μια πηγή ηδονής που ξεδιψούσαν την αχαλίνωτη φαντασία τους. Που ξεχνούσαν έστω και για λίγο τον δικό τους τον θάνατο καθώς περιδιάβαινα με λύσσα πάνω στο κουρασμένο κορμί μου. Τα χέρια μου ξύπναγαν τα άγρια ένστικτά τους χωρίς να ρωτήσουν το γιατί. Εκείνοι άναβαν τους πυρσούς της ηδονής τους από την ιερή και άσβεστη φλόγα που έκαιγε στα σωθικά μου, άναβαν το λιβάνι των επιθυμιών τους στην άγνωστη θεότητα που κρατούσαν μέσα στα μπράτσα τους που έσφιγγαν μέσα στις σαν δαγκάνες μηρούς τους. Και όταν η ζωή πατιόταν κάτω στο κρύο πάτωμα της θλίψης ντυνόντουσαν και έφευγαν. Δεν κοιτούσαν ποτέ πίσω τους. Παρέα έρχονταν οι τύψεις παρέα με τις δικές μου μεταμέλειες. Ηδονή που κρατούσε όσο ένα τσιγάρο. Έρωτας που άξιζε όσο ένα μπουκάλι μπύρα.
   Όταν όμως έμενα μόνη, κατάμονη η εκκλησία μου φωτίζονταν από ένα ιλαρό και σπλαχνικό φως που εκπορεύονταν από τα καρφιά εκείνου που αγάπησε και δεν αγαπήθηκε.
     Α! Εκείνος, ο ωραίος ωραίου κορυφαίος χορού, έμενε πάντα σιωπηλός. Αυτή είναι η καταραμένη αρετή του.
Μια ελεήμων γαλήνη πλημμύριζε το χώρο μέσα μου όσες φορές ο αστεροστεφανωμένος κατέβαινε από τον σταυρό της άνοιξης και έρχονταν να σταθεί πλάι μου. Τότε τα κοράκια κρύβονταν μέσα στα άσπρα σύννεφα, και οι κουρούνες πετούσαν για να χτίσουν τις φωλιές τους πάνω στις μικρές άσπιλες αρμπαρόριζες. Εκείνος έμενε σιωπηλός. Άλλωστε ο Θεός και ο Θάνατος είναι πάντοτε σιωπηλοί. Μόνο ο Έρωτας έχει λαλιά γιαυτό κράζει και κροταλεί τα φτερά του. Με απέραντη τρυφερότητα με κοίταζε στα μάτια και ήταν σαν να μου ψιθύριζε «σε νιώθω στέκομαι δίπλα σου ακολούθα το βαρύ πεπρωμένο σου μην λιγοψυχήσεις μόνο, φύλαξε λίγη αγάπη και για μένα την έχω ανάγκη. Αγάπησε με να μην χαθούμε και οι δύο στην λήθη της αδιαφορίας».
     Τότε από τις εικόνες των αγίων ακούγονταν ένα ακατανόητο μουρμουρητό σαν να ερχόταν από τα βάθη του χρόνου από τις πιο απόκρημνες χαράδρες της αβύσσου. Μια παράξενη προσευχή σαν τραγούδι λάγνας σειρήνας. Άλλοτε πάλι γουργούριζαν όπως τα περιστέρια από αγαλλίαση πάνω στους τρούλους του έρωτα περιμένοντας να φύγουν οι βέβηλοι και να μείνουμε πάλι μόνοι.
Εγώ, αυτοί και εκείνος μέσα στην συμπαντική μελαγχολία του δωματίου.
     Όταν επιτέλους έφευγαν οι ξένοι, οι άγιοι κατέβαιναν από τις εικόνες τους ασπάζονταν ο ένας τον άλλον με έπαιρναν από το χέρι και αρχίζαμε έναν ξέφρενο χορό. Τον χορό των ξενιτεμένων. Σαν αυτόν που χορεύουν οι άσωτοι όταν επιστρέφουν στους δικούς τους.
Και όταν λιγώνονταν από τον χορό έπαυαν τα ιερά ανακραυγάσματα με ευλογούσαν ο καθένας τους ξεχωριστά και όλοι μαζί και επέστρεφαν στις εικόνες τους.
Και γω, πνιγμένη στους λυγμούς της χαράς έμενα πάλι μόνη και πένθιμη μαζεύοντας τα σκόρπια κουρέλια της ερημιάς μου, περιμένοντας την έλευση ποιανού; Ούτε που θυμάμαι πια, ίσως να μην έχει και σημασία.
     Γιαυτό θέλω να φύγω, να ταξιδέψω να μυρίσω την Άνοιξη, να περπατήσω μέσα στο αδιάφορο πλήθος των ενοχών μου, να αφουγκραστώ τους ψίθυρους της μνήμης, να ενωθώ με την μάνα γη την παγωμένη σκόνη των προγόνων μου. Να βαδίσω πάνω στα ίχνη της ερημιάς μου όπως η άνοιξη πάνω στα λουλούδια. Να ξανασυναντήσω τους σκελετούς της ομορφιάς που αγάπησα. Να ενωθώ με την παγωμένη ομίχλη μέχρι να χαθεί η πανσέληνος από τα μάτια των νέων ερωτευμένων. Να ενωθώ με τον πληγωμένο έρωτα των νέων εραστών της ορχιδέας.
     Τα παιδιά μου δεν με ένιωσαν. Όμως δεν έχω παράπονο. Έδειξαν πάντα μια διακριτικότητα και ένα κρυφό σεβασμό για τις πράξεις μου. Για το πώς και σε ποιους διέθεσα το κορμί μου. Σεβόντουσαν τις επιθυμίες μου γιατί γνώριζαν που όφειλαν την ζωή τους.
      Θέλω να βγω έξω από αυτό το δωμάτιο να ερμηνεύσω ξανά τα παιδικά μου όνειρα. Ν ψηλαφίσω τις πρώτες εφηβικές επιθυμίες μου. Εκεί ανάμεσα στα σκοτεινά θρανία της μοναξιάς μου, κάτω στα υπόγεια της άγνωστης τότε σάρκας μου, εκεί που σπάραζε το κορμί μου από την προσευχή του άλλου καθώς φιλούσε τα χείλη μου.
       Δεν αντέχω άλλο αυτό το σπίτι. Αλειτούργητο πολλά χρόνια τώρα όπως η ψυχή μου. Με στοιχειώνει σαν τα φιλιά των παλαιών εραστών μου, σαν το χάδι του πρώτου μου έρωτα που δεν ήξερα τι να το κάνω. Με στοιχειώνει αυτό το σπίτι από παλιά, θέλει να με μεταμορφώσει σε μια μαύρη δηλητηριώδη αράχνη.  Φοβάμαι τις αράχνες πάντοτε τις φοβόμουν. Νομίζω ότι θα τυλίξουν με τον αόρατο ιστό τους το σύμπαν ολάκερο και θα το καταπιούν.
      Το σύμπαν ένα ερωτικό κορμί στην αγκαλιά του Θεού, που άγγελοι αργυραμοιβοί του φωτός ή και του σκότους πλαγιάζουν μαζί του.
Το κορμί μου ένας συμπαντικός ανθισμένος τάφος. Μια ρωγμή ελέους πάντα ζητούσα για να μπορέσω μέσα από αυτήν να αναπνεύσω.
      Τα αρθριτικά δεν λένε να μου περάσουν.
Αυτές οι απότομες αλλαγές του καιρού με σακατεύουν. Ούτε στο μπαλκόνι μπορώ να βγω να μαζέψω το δεντρολίβανο και τον δυόσμο που έχω στις γλάστρες, να μυρίσω τον βασιλικό το κεράκι, το γιασεμί μου αυτό που το ζηλεύει όλη η γειτονιά και είναι η αιτία που μου μιλάνε.
  Από τότε που έχασα τον συγχωρεμένο τον άντρα μου το σπίτι απόχτησε υγρασία και γω μούχλιασα εδώ μέσα. Όμως δεν είμαι πια νέα δεν την αντέχω. Τα κόκαλά μου τρίζουν όπως το κρεβάτι των ερωτευμένων όμως εγώ είμαι μόνη και έρημη ξαπλωμένη πάνω στα μαύρα σεντόνια μου. Έρημη όπως το στοιχειωμένο αυτό σπίτι. Αυτό και εγώ μέσα στον ωκεανό του χθες που μας γεμίζει πληγές.
    Το μόνο που θυμάμαι από τον άντρα μου, ο Θεός να τον αναπαύσει, είναι ότι με αποκαλούσε περιπαικτικά: «καταδύτρια του ερωτικού χάους». Εγώ χαμογελώντας του απαντούσα: «η σιγαλιά του ερωτικού σκοταδιού είναι η μόνη επιθυμία μου».
      Φέτος το Πάσχα πέφτει νωρίς και κάνει ένα διαβολόκρυο έξω. Πρέπει να ντυθώ καλά. Θα πάρω μαζί μου την μάλλινη ζακέτα που μου είχε δωρίσει εκείνος ο Γάλλος ναυτικός κάτω στο λιμάνι, την είχε αγοράσει για την γυναίκα του μου είχε πει. «Πάρε την μου είπε το ίδιο κάνει. Όλες οι γυναίκες την ίδια λαγνεία εκπέμπετε. Στο είχα πει. Όταν έπεφτα στο κρεβάτι μαζί σου. Εκείνη σκεφτόμουνα. Μην μου θυμώνεις έτσι είναι οι άντρες αποδημητικά πουλιά». Ωραία ζακέτα πολύτιμος σύντροφος των αναμνήσεών μου.
Εγώ, του είχα χαρίσει ένα μικρό χρυσό σταυρουδάκι. «Για να σε φυλάει ο γιος της πικρολεβεντομάνας του είπα. Όταν η ψυχή σου αγγίζει του μεγαλόπρεπου απείρου τα ερωτικά κράσπεδα».
Τον είχα ερωτευθεί, άσχημο πράγμα τα γεράματα. Μοιάζουν γεφύρι που δεν ξέρεις που οδηγεί. Τι σημασία έχει πως σπατάλησε κανείς τα νιάτα του. Όπως και να τα ξόδεψε το ίδιο είναι. Σημασία έχει ότι γερνάμε. Και όταν γεράσει το κορμί τι να το κάνεις το φιλί, μονολογούσε μια φίλη μου καλή της ώρα, και δεν είχε άδικο.
Το κορμί δεν αντέχει το βάρος των αναμνήσεων, λυγίζει από τις εμπειρίες, μαραγκιάζει από τις πολλές επιθυμίες, στεγνώνει από την ξηρασία των ανεκπλήρωτων ονείρων. Το κορμί το αφυδατώνει η ίδια του η ομορφιά. Τι να νιώσουν οι νέοι από την θλίψη ενός γέρικου κορμιού. Από την σπαρακτική του κραυγή λίγο πριν οδηγηθεί στην αποσύνθεση.
Αυτοί ζουν σε ένα αιώνιο παρόν. Χωρίς μνήμη χωρίς ιστορία, χωρίς εμπειρίες αυτά ανήκουν σε εμάς τα μαραγκιασμένα κούτσουρα, τις υγρές και παγωμένες σπηλιές του χρόνου.
Η νεανική ψυχή τους σαν εύοσμος βασιλικός ανασαίνει το άγνωστο. Δεν σκοτίζονται, δεν σκιάζονται τις πεθαμένες σκιές που κυκλώνουν ένα μη νεανικό κορμί. Δεν αισθάνονται τον εφιάλτη του σκοταδιού που απειλητικά καλπάζει.
Για αυτούς το φως είναι φως και το σκοτάδι φως.
Όμως αν ήξεραν.
     Παραλίγο να το ξεχάσω. Πρέπει να πεταχτώ μέχρι το νεκροταφείο. Είναι ωραίο και ιερό να στολίζεις με βάγια τους τάφους των ανθρώπων που έχουν φύγει από κοντά μας. Το θέλουν, το επιδιώκουν, περιμένουν την επίσκεψή μας. Θέλουν να συνεχίσουν την συνομιλία τους μαζί μας. Νιώθουν αφόρητη μοναξιά.
    Οι νεκροί, αυτές οι αιώνιες σκιές θαύματος, το διαισθάνομαι δεν επιθυμούν να μένουν μόνες ιδιαίτερα τις ημέρες του Πάσχα.
Οι νεκροί, τα παγωμένα μάτια του χάους., δεν φοβούνται την  ερημιά την έχουν συνηθίσει μόνο να τους λείπει το αστραφτερό χαμόγελο της Άνοιξης, οι μυρωδιές των λουλουδιών, τα κελαϊδίσματα των πουλιών, τα χελιδόνια, οι πέρδικες, οι φασιανοί, τα παγόνια με την πανέμορφη σαν βεντάλια πολύχρωμη ουρά τους. Τους λείπει η πυρφόρος ομορφιά των μορφών. Τους λείπει η φοβερή κάμπια της Ανάστασης που ανασαίνει μέσα στο γαλάζιο χάος. Τελευταία ακούω συχνά στον ύπνο μου τις παρακλήσεις τους. Με προετοιμάζουν. Μου δηλητηριάζουν αργά, αργά τις αισθήσεις. Τους ακούω που νυχτοπερπατούν γύρω από το ερειπωμένο σπίτι κάνοντάς μου νόημα να βγω να τους προϋπαντήσω. Πολλές φορές μπερδεύομαι, δεν διακρίνω αν είναι οι πρόγονοί μου, ή οι διάφοροι παλαιοί εραστές μου που μου ζητούν να βαδίσω μαζί τους, να τους κάνω συντροφιά.
Άλλες φορές πάλι πιστεύω ότι είναι οι Άγιοι προστάτες μου, που παγιδευτήκαν από την πελώρια αράχνη της νύχτας.
      Να μην ξεχάσω να στολίσω με βάγια και πασχαλιές τα εικονίσματα. Να θυμιατίσω τα όνειρα, να ξορκίσω τις τύψεις να πάψουν να με ακολουθούν οι ανεκπλήρωτες αγάπες.
Να μην ακούω πια το καραμέλιασμά τους.
Και έχω αρχίσει να μην βλέπω καλά. Αυτό το καταραμένο το ζάχαρο με έχει σακατέψει.
Η γλύκα της ζωής βλέπεις. Τα πόδια μου πονάνε. Δεν αντέχω να ανέβω τα σκαλιά της εκκλησίας. Τα παιδιά μου με κοροϊδεύουν μου λένε ότι φοβάμαι, ότι τρέμω την κρίση Εκείνου. Όμως δεν είναι αλήθεια, εγώ ξέρω.
Ποτέ δεν φοβήθηκα γιατί πόνεσα πολύ. Φοβούνται μόνο όσοι δεν έχουν πονέσει. Κάποτε ένας άγιος μου ψιθύρισε στο αυτί: «Υπάρχουν πολλοί τρόποι να Αναστηθεί κανείς, ο δικός μου, ο δικό σου, του άλλου, τι μένει από όλους αυτούς τους τρόπους κανείς κατά βάθος δεν γνωρίζει. Ο καθένας ακολουθεί την δική του μοναχική πορεία».
Και εγώ ακολούθησα την δική μου, εν τω μετανιώνω.
Υπήρξα μια Μαρία Αιγυπτία των Ονείρων.
      Θέλω να φύγω από αυτό το σπίτι. Τα παιδιά μεγάλωσαν δεν με χρειάζονται πια. Θέλω να ταξιδέψω, να προσφέρω στο κορμί μου τις τελευταίες ηδονές της ζωής πριν αυτό πάψει να με υπακούει. Πριν αιχμαλωτιστεί από το αινιγματικό σκοτάδι.
Οι άλλοι, με λένε τρελή του φεγγαριού, εγώ όμως ξέρω,  γνωρίζω ότι πλησιάζει ο τελευταίος εραστής μου ο πιο σκληρός και πιο τρυφερός μαζί, ο θάνατος.
    Το σώμα μου το πόθησαν πολλά αρσενικά.
Πάντα όμως κατάφερνε να αιχμαλωτίσει τα αρσενικά που ήθελαν να το αιχμαλωτίσουν.
Χιλιάδες σώματα ξενύχτισαν πάνω του αγκομαχώντας. Αυτό και μόνο αυτό με δίδαξε τη βαθειά απελπισία της χαράς, την σωτηριώδη αμαρτία που χρειαζόμουν για να αισθανθώ τον κόσμο. Να αγαπήσω τον κόσμο, να τον αποδεχθώ, όχι όπως εγώ τον είχα φανταστεί αλλά όπως στην πραγματικότητα είναι.
Από μικρή πόθησα το ζοφερό του πρόσωπο, την ειρωνική του τελειότητα, την πένθιμη εκπόρνευσή του, γλείφοντας πάντα τελευταία τις φρικτές πληγές του και τις πληγές μου.
   Η αμαρτία με δίδαξε την ταπείνωση, τον άλλο τρόπο που οδηγεί στο αινιγματικό φως. Στο ερωτικό φως του αιώνιου τίποτα.
Με ωρίμασε, με βοήθησε να μην ξεχωρίζω το φως από το σκοτάδι.
     Πρέπει να στολίσω τους νεκρούς.
Δεν πρέπει να τους ξεχνάμε, ζηλεύουν. Μπορεί να μας κάνουν κακό. Οι νεκροί, αντίθετα από τους ζωντανούς έχουν μάθει να περιμένουν. Το σκοτάδι τους δίδαξε την υπομονή.
Οι νέοι δε τα κατανοούν αυτά, δεν τα πιστεύουν. Τα θεωρούν γεροντικές δεισιδαιμονίες. Όμως εμείς γνωρίζουμε, συχνότερα μιλάμε με τους κεκοιμημένους παρά με τους ζωντανούς.
Προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τις διαθέσεις τους, να υποψιαστούμε τις αντιδράσεις τους, να ανιχνεύσουμε τους σκοπούς τους.
Να προετοιμαστούμε.
     Θα φύγω θα ανοίξω την πόρτα και θα ακολουθήσω τα ίχνη των ονείρων μου. Τα όνειρά μου με τιμωρούν επειδή δεν πρόφτασα να τα ζήσω. Τίποτα πια δεν είναι όπως τα ονειρεύτηκα, να γινόταν μονάχα να μην τα σκεφτόμουνα.
Θέλω να ξαναγίνω το μικρό κοριτσάκι που έπαιζε στην αυλή του σπιτιού της με τις πάνινες κουκλίτσες της. Θα μαζέψω τριαντάφυλλα να στολίσω τα μαλλιά μου. Να γεμίσω το φόρεμα μου με μικρές κόκκινες πασχαλίτσες. Να μπορέσω να ξαναδιαβάσω την «Σονάτα του σεληνόφωτος» του ποιητή.
Πρέπει να ετοιμαστώ, θα έρθει Εκείνος.
       Ακούγεται ένας απαλός χτύπος.
Η μάνα ξαφνιάζεται δεν τον περίμενε τόσο γρήγορα. Δεν πρόλαβε να ετοιμαστεί. Φτιάχνει τα μαλλιά της, ξεσκονίζει το φόρεμά της, διώχνει την αστρόσκονη από τα μάτια της. Έπειτα, στρέφεται προς την πόρτα και την ανοίγει.
Μπροστά της στέκεται ένας μελαψός νέος.
Στα ματωμένα χέρια του κρατά βάγια και κόκκινα τριαντάφυλλα, τις τα προσφέρει με καλοσύνη. Εκείνη τα παίρνει και με απέραντη τρυφερότητα ακουμπά πάνω τους το πρόσωπό της. Και είναι σαν να σκύβουν με ευλάβεια και να την φιλούν θερμά στο στόμα όλοι οι παλαιοί εραστές της, όλοι οι άγιοι που αγάπησε και την πόθησαν.
-«Έλα, της λέει εκείνος, τα όνειρά σου θα πραγματοποιηθούν επιτέλους. Έλα να συνταξιδέψουμε».
     Η μάνα τον κοιτάζει στα μάτια και του λέει δακρυσμένη: «περίλυπο εστί το κορμί μου έως θανάτου».
Και τον ακολουθεί.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα,
«Εξόρμηση», Κυριακή 23 Απριλίου 1995, σελίδες 30,31.
Πειραιάς, Παρασκευή, 20 Δεκεμβρίου 2013   

                                        

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου