Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

Η ΦΟΝΙΣΣΑ του ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

Λίγα λόγια για την Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

             Μιλάει ο Θεός: «Όποιος με ζητάει με βρίσκει όποιος με βρίσκει με γνωρίζει, όποιος με γνωρίζει, με αγαπάει όποιος με αγαπάει, τον αγαπώ, όποιον αγαπώ, τον σκοτώνω.

                Sidna Ali (Μουσουλμάνος μυστικός του 9ου αιώνα)


           Από τότε σχεδόν που δημοσιεύτηκε η «Φόνισσα» σε συνέχειες στο περιοδικό «Παναθήναια» 1903, δεν έπαψε να προκαλεί αμηχανία στους μελετητές της.
Είναι ένα έργο σημείο αντιλεγόμενο, μια που δεν μπορεί να ορισθεί επακριβώς η ιδεολογική του ταυτότητα. Προκαλεί εντύπωση το θέμα, η έκβαση της υπόθεσης, και ίσως-ίσως και η ένοχη σιωπή του περιβάλλοντος που διαδραματίζονται τα φοβερά και συνταρακτικά αυτά γεγονότα.
         Παράτολμο αλήθεια θέμα για έναν συγγραφέα της ψυχοσύνθεσης και θρησκευτικής ιδιοσυγκρασίας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Ανεξάρτητα από τα πρωτοβάθμια ερωτήματα, αν ο συγγραφέας αυτοβιογραφείται ή ετεροβιογραφείται ο Παπαδιαμάντης στο μυθιστόρημα αυτό, το πρόβλημα παραμένει ανοιχτό, τι είναι η Φόνισσα;
     Από τον λησμονημένο πεζογράφο και κριτικό εικαστικών Ζαχαρία Παπαντωνίου έως τον σπουδαίο φιλόσοφο των ημερών μας Στέλιο Ράμφο, οι απόψεις διίστανται. Και από την άποψη του δοκιμιογράφου Χαλβατζάκη περί «έμμονης ιδέας», του γεννημένου στον Πειραιά, Αλεξανδρινού κριτικού Τίμου Μαλάνου περί «ψυχικής συνεργείας» ή ακόμα «ηθικής συνεργίας» του Νίκου Τριανταφυλλόπουλου, οι απόψεις διχάζονται, ακόμα και σήμερα.
     Η δε, συγκεφαλαιωτική άποψη του καθηγητή και συγγραφέα Ξενοφών Κοκόλη, μάλλον αφήνει ερωτηματικά.
Γράφει ο Κοκόλης: «Αυτό όμως που εδώ προκύπτει είναι πως ο δημιουργός έχει βάλει μέσα στο πλάσμα του ένα όχι ασήμαντο κομμάτι του εαυτού του…, της ευαισθησίας του, των σκέψεών του, των ερωτηματικών του, της συναισθηματικής του ενέργειας».
      Η πραγματικότητα της φαντασίας μας είναι μια όχι και τόσο απτή δημιουργία των υπερβολών μας, της αμετρίας των πράξεών μας και των κάθε λογής παραλογισμών μας.
Από την άλλη, η ίδια η ζωή μας δεν είναι παρά ένας λεκτικός καταρράκτης μέσα σε ένα σύμπαν χωρίς συντεταγμένες ελέους και αγαθότητας. Και εμείς, το πρόσκαιρα όντα της στιγμής, ζούμε ή πεθαίνουμε ανάλογα με τα όνειρα που απλόχερα ή μη σκορπίζουμε γύρω μας, και τον ατομικό βαθμό ευαισθησίας μας.
     Ίσως, να μην είναι άστοχο αν γράφαμε ότι η πραγματική ζωή για την Φραγκογιαννού αρχίζει με την διάπραξη των φόνων και ολοκληρώνεται με τον πνιγμό της, ανάμεσα στα αστροβότσαλα του παιδικού της τοπίου και του νερού, ως εξαγνιστικού εμβαπτίσματος στην νέα ζωή.
Η σταθερή και σταδιακή επίπονη παλινδρόμηση της θειάς Χαδούλας προς την πρωταρχική παιδική της μακαριότητα είναι η μόνη κατ’ αυτήν διέξοδος για να εξαλείψει το απειλητικό βάρος της ενηλικίωσής της. Όταν δεν έχουμε ακόμα κατορθώσει να ανακαλύψουμε το ελιξίριο της ύπαρξης που κρατά μακριά τους παροξυσμούς των ψευδαισθήσεων μας, πώς να ολοκληρώσουμε εξαγνιστικά την θεραπευτική πορεία της ενηλικίωσής μας; Πώς να συνέλθουμε από την έξοδό μας από την σκοτεινή και παμφάγο μήτρα.
       Το λογικό και το παράλογο, το τολμηρό και το παράτολμο, το εφησυχαστικό της ελπίδας και το εφιαλτικό του θανάτου, η επιθυμία της ζωής και ο ναρκισσισμός της κυριαρχίας της, εκφράζονται με το πρωταρχικό και πρωτόγονο συναίσθημα παντοδυναμίας και ασφάλειας που προσφέρει η τέλεση ενός φόνου και η τελετουργία του.
Η αποστέρηση βασικών ανθρωπίνων αναγκών αποτελεί μάλλον το γενεσιουργό συντελεστή επιθετικότητας που σε επώδυνα τραυματικά ερεθίσματα του περιβάλλοντος μπορεί να οδηγήσουν το άτομο, ακόμα και στην αφαίρεση της ζωής του άλλου, για να επανεμψυχώσει την γόνιμη απιθανότητα της ίδιας του της επιθυμίας για ζωή.
     Για την Φραγκογιαννού, ο φόνος των θηλυκών μελών μιας οικογένειας-και μάλιστα σε νησιώτικο στενό και οικονομικά και ηθικά δύσκολο περιβάλλον-είναι μια πράξη συνεπής με την αμφιθυμική της σχέση, τόσο με το μητρικό, όσο και το πατρικό πρόσωπο. Δηλαδή την Φύση και τον Θεό. Αφού ο φόνος που ενεργοποιεί την «αρχαιολογία» των αναστατώσεών της, είναι η έσχατη ποιητική πράξη σφαδασμού προς την ζωή που τη στερήθηκε. Δολοφονώντας τα παιδιά και μάλιστα τα θηλυκά, είναι σαν να θέλει με την ζωτικότητα ενός βανδάλου να σκοτώσει την δική της παιδική κακότυχη ηλικία. Σκοτώνει το τραγικό παρελθόν της μέσα στην ταραγμένη της συνείδηση, καθηλώνοντάς το σε προεφηβικά εξελικτικά στάδια ανάπτυξης. Ενθυλακώνει την ταυτότητά της στις οδύνες και τις διαψεύσεις της ενηλικίωσής της. Όμως η Μοίρα του καθενός μας δεν ποδηγετείται με τον φόνο του άλλου, το ατομικό μας πεπρωμένο δεν αναιρείται με την απώλεια, αλλά με την αποδοχή των ενδεχόμενων νέων καταστροφών.
      Το πνεύμα, μαραζώνει όταν πλησιάζει στη υγεία γράφει ο Εμίλ Σιοριάν. Ο άνθρωπος είναι ανάπηρος διαφορετικά δεν υπάρχει. Τα μεγάλα πάθη των  ανθρώπων όπως αυτό της Μήδειας, ή της Φαίδρας, ή ακόμα και της Κλυταιμνήστρας, ή οι αμετάκλητες δυστυχίες , όπως της Ηλέκτρα, ή του Οιδίποδα, κυοφορούν οριακές πράξεις απόγνωσης. Πράξεις που οδηγούν στον «κολασμένο»παράδεισο. Μια που ο άλλος παράδεισος-αυτός των θρησκευτικών δοξασιών-τερματίζεται με την ενηλικίωσή μας, και την σταδιακή και απροσδόκητη πολλές φορές εισβολή μας στον κόσμο των μεγάλων. Η ενηλικίωσή μας είναι και η κόλασή μας.
    Γιατί ακόμα και μια μεταμέλεια όπως αυτή της Μαρίας της Αιγυπτίας, οδηγεί στην έρημο των συναισθημάτων, στην αναχώρησή μας από τον κόσμο.
Και η επισφαλής και πρόσκαιρη θέση στο πάνθεο της συλλογικής μνήμης των ανθρώπων κερδίζεται μόνο με την επιστροφή στην πρωταρχική μήτρα-μνήμα.
    Η Φραγκογιαννού είναι ένα «νευρασθενικό» άτομο με την ερμηνεία όμως του Εμιλ Σιοράν για αυτήν.
Γράφει ο Σιοράν: «ότι η νευρασθένεια είναι για τον άνθρωπο, ότι είναι η θειότητα για τον Θεό».
     Η θειά Χαδούλα έκανε πραγματικότητα μοναδική της ζωής της την εξαθλίωσή της. Αρνείται να έχει ιδανικό εαυτό. Αρνείται να προσφέρει στον ζωτικό της χώρο που ζει ιδανικά, έστω και αυτά που της στέρησαν. Είναι μια μονοδιάστατη πια πορεία που την ακολουθεί μέχρι το τέλος.
Θέλγεται από την ηδύτητα της εξαθλίωσης, έχοντας φτάσει στο μύχιο σημείο της εσωτερικής της ταλάντευσης, αρνείται να πραγματοποιήσει το μοιραίο βήμα. Να πηδήξει η ίδια την άβυσσο που την χωρίζει από τον κόσμο και να λυτρωθεί, αντί να παρατείνει την ζοφερή πραγματικότητα με την διάπραξη νέων φόνων.
     Έτσι ο φόβος, το άγχος και η ταραγμένη της προσωπικότητα δεν βρήκαν ίαση. Η όχι και τόσο αόρατη συναισθηματική απειλή εξακολουθεί να την δυναστεύει.
    Ο πατέρας της Ψυχανάλυσης-ο Σίγμουντ Φρόιντ-και ένας από τους τέσσερεις δασκάλους της διαμόρφωσης της ανθρώπινης συνείδησης στην διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας, ( Πλάτων-Χριστός-Μάρξ) μας λέει, ότι το άγχος γεννιέται με την απειλή της σωματικής ή ψυχικής μας ακεραιότητας.
Και αυτή η απειλή, είναι διαρκώς μέσα στην ψυχή της μπροστά στα μάτια της, πλημμυρίζει το είναι της. Λες και ο μεγαλοδύναμος την έβαλε στόχο.
Η Φραγκογιαννού νιώθει την αδικία της ζωής από την στιγμή της γέννησής της. Είναι ένα κυνηγημένο και αδικημένο άτομο επειδή γεννήθηκε γυναίκα. Η φύση έχει προκαθορίσει την μοίρα της, και η κοινωνία κάνει κάθε τι να την επιβεβαιώσει. Ο φόνος που στροβιλίζεται στην σκέψη της είναι μια θεουργική πράξη δικαιοσύνης, μια πνευματική και ψυχική αναγκαιότητα που σκοπό έχει από την μία να αποσβέσει το συσσωρεμένο της άγχος της, το οποίο έχει παραλύσει κάθε πνευματική αντίσταση και λογική της αντίδραση και έχει αφήσει ευάλωτο το εγώ της, και από την άλλη να επιφέρει την απαραίτητη ισορροπία στο ατελές σχέδιο του Θεού.
      Η Φραγκογιαννού δεν έχει στην καρδιά της μίσος, δεν έχει κακία, μόνο φόβο και παράπονο για την κοινωνική και ατομική της αδικία. Ο φόνος για την θειά Χαδούλα λειτουργεί σαν ένας αμυντικός μηχανισμός της ταυτότητάς της, και ως προστατευτική ασπίδα για την μη συγχώνευση-απορρόφηση της ατομικότητάς της από τον δημιουργό.
      Η Φραγκογιαννού ενδόμυχα γνωρίζει ,ότι μόνο η δική της πράξη αυτοθυσίας θα λύσει το πρόβλημά της. Ότι η ίδια θα πρέπει να ιδιοποιηθεί τον ρόλο της μάνας φύσης.
       Η σπαρακτική αυτή ηρωϊδα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη δεν είναι παρά το πρόσωπο ή σωστότερα η ίδια η φύση του χρόνου, της πεπερασμένης μας ζωής.
Που σαν άλλος Κρόνος-έτσι όπως τόσο ηδονικά φρικαλέα μας τον έχει απεικονίσει ο Γκόγια-αφαιρεί την ζωή από τα παιδιά του. Και μάλιστα τα θηλυκά, αυτά που θα μπορούσαν να γεννήσουν τον νέο χρόνο.
    Έτσι η Φύση ως Φόνισσα εξισορροπεί τις επικίνδυνες συνέπειες της ανθρώπινης παρέμβασης και των άλλων της κοινωνίας λαθών. Η ζωή επιστρέφει με την τέλεση του φόνου στην μόνη δοξασμένη αιωνιότητα, στην ζοφερή ανυπαρξία, την πρώτη αφετηρία.
Την αφετηρία μήτρα και μνήμα μαζί.
     Η αντίστροφη αυτή πορεία της διαταραγμένης μνήμης, σηματοδοτεί το τέλος του Ονείρου της δημιουργίας, και την απαρχή της μοναχικής και «αυτιστικής» πορείας του δημιουργού. Ενός δημιουργού που ο γνόφος της αγνωσίας του προσώπου του δεν αντανακλάται πλέον στο σύμπαν και τα δημιουργήματά του, αλλά στο σκοτεινό και αχανές χάος.
Το χάος της παμφαούς αναδημιουργίας. Χωρίς ασφαλώς την ανθρώπινη παρουσία, μια που ο κόσμος βρίσκεται σαν όνειρο (μόνο) μέσα στην σκέψη του Θεού. Και σαν ψευδαίσθηση στην φαντασία του ανθρώπου.
      Το ερώτημα όμως παραμένει και μετά το τέλος της ανάγνωσης ή ερμηνείας του μυθιστορήματος.
        Υπήρξε πράγματι Φόνισσα η Φραγκογιαννού;
Είναι η ενηλικίωσή μας και η Κόλασή μας;
   Ένα ερώτημα που διαπερνά τα όρια της γοητείας της μυθιστοριογραφίας και μάλλον πρέπει να διερευνηθεί από την Επιστήμη της Ψυχανάλυσης.
Και ίσως η απάντηση να παραμείνει προκλητικά αβέβαιη, αν όχι ένα νέο μυστήριο.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, 
εφημερίδα, «Η Φωνή του Πειραιώς»,
αριθμός 15.145/Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 1996, σελίδα 7.                      

Πειραιάς, Παρασκευή, 20 Δεκεμβρίου 2013        

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου