Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013

Η ΜΗΧΑΝΗ

Η   ΜΗΧΑΝΗ

(Διήγημα)

     Ο Νίκος, καθισμένος αναπαυτικά στον καναπέ του δωματίου του φυλλομετρούσε ένα περιοδικό για νέους.
Ο πατέρας του, του είχε υποσχεθεί ότι αν έπαιρνε καλούς βαθμούς στο σχολείο θα του αγόραζε μια μηχανή. Γι’ αυτό είχε βάλει τα δυνατά του όχι μόνο να αριστεύσει, αλλά να πάρει και το καθιερωμένο βραβείο που έδιναν στα πρωτάκια, όπως ονόμαζαν όλους τους μαθητές του γυμνασίου τα Χριστούγεννα.
    Έτσι τώρα, μετά από ένα κουραστικό και γιομάτο άγχος τρίμηνο, με χαρά περίμενε την ημέρα που ο πατέρας του θα του έδινε τα χρήματα που του είχε υποσχεθεί για να αγοράσει το παπάκι του όπως έλεγε μέσα του που, τόσο επιθυμούσε.
Σκεφτόταν τις σούζες και τα μαρσαρίσματα που θα έκανε μαζί με τους κολλητούς του κι η χαρά του μεγάλωνε ακόμα πιο πολύ. Είχε αποφασίσει την πρώτη μέρα που θα πήγαινε μαζί με τον πατέρα του να το αγοράσει θα έκανε με τη μηχανή του δύο φορές το γύρο του σχολείου. Ήθελε να τον δουν οι συμμαθητές του εκείνοι που είχαν μηχανάκι και μέχρι πριν λίγο τον κορόιδευαν. Τώρα θα θεωρούσε τον εαυτό του ισάξιό τους. Άσε που θα έκανε και μόστρα σε κάτι χαζοχαρούμενα γκομενάκια που συνεχώς του την έμπαιναν, και επειδή δεν είχε εργαλείο τον θεωρούσαν για τα μπάζα και τον έφτυναν.
     Ξεφυλλίζοντας το περιοδικό, τα μάτια του στέκονταν πάνω στις πολύχρωμες εικόνες. Του έκανε εντύπωση ο πλούτος και η ομορφιά των διαφόρων προϊόντων που διαφημίζονταν μέσα στις σελίδες του. Γυμνασμένοι άντρες και καλλίγραμμες γυναίκες μανεκέν από διάφορες χώρες σε διάφορες πόζες και με ψεύτικο χαμόγελο προσκαλούσαν και προκαλούσαν τους αναγνώστες να αγοράσουν τα πάντα.
Εκείνος, παρόλο που οι γονείς του τον αποκαλούσαν ο μικρός, ιδιαίτερα η μητέρα του, θεωρούσε τον εαυτό του αρκετά μεγάλο ώστε να μην παρασύρεται από την ψεύτικη μαγεία των εικόνων. Όχι ότι δεν γούσταρε και αυτός όπως και τα φιλαράκια του να ζήσει μια μεγάλη ζωή με ακριβά αμάξια βαρβάτα γκομενάκια και ταξίδια σε εξωτικά μέρη, αλλά να, από πολύ μικρός είχε μάθει να κρατά για τον εαυτό του, και να ζητά από τους άλλους, μόνο τα πιο απαραίτητα, τα πιο αναγκαία πράγματα εκείνα που του χρειάζονταν μόνο για τις καθημερινές του ανάγκες. Οι σειρήνες της κατανάλωσης δεν τον είχαν αγγίξει ακόμα, οι γονείς του, είχαν φροντίσει να του μάθουν να σέβεται το χαρτζιλίκι που του έδιναν, δεν ήταν τσιγκούνηδες  άνθρωποι, απλά ήσαν πολύ μετρημένοι στα έξοδά τους, μια και τα έβγαζαν πέρα με αρκετή δυσκολία. Δεν του χαλούσαν όμως χατίρι και εκείνος, από την δική του πλευρά τους το ανταπέδιδε με τον τρόπο του. Το μόνο έξοδο που επέτρεπε στον εαυτό του, ήταν η αγορά βιβλίων ή δίσκους με ροκ μουσική που την πήγαινε αφάνταστα. Από τα βιβλία συνήθως προτιμούσε τους Έλληνες συγγραφείς, τους κατανοούσε καλύτερα, έβρισκε τα θέματά τους πιο κοντά στα δικά του ενδιαφέροντα και των άλλων εφήβων της ηλικίας του.
Δεν αγόραζε βιβλία μόνο για να τα διαβάσει και να περάσει ευχάριστα την ώρα του, αλλά από κάθε βιβλίο σαν την μέλισσα που πετάει από λουλούδι σε λουλούδι και συλλέγει την απαραίτητη γύρη για να φτιάξει το νέκταρ της, έτσι και αυτός μελετώντας προσεκτικά έπαιρνε ότι ωραιότερο υπήρχε μέσα σε αυτό. Ρουφούσε με πάθος το περιεχόμενο των σελίδων του κάθε βιβλίου και απολάμβανε την εικονογράφησή του.  Αντλούσε από αυτό, ωραίες εικόνες, παράξενες και άγνωστες σε αυτόν λέξεις, πρωτότυπες ιδέες που διάβαζε, στέκονταν σε ευχάριστες εκφράσεις και διάφορα άλλα. Όλα όσα σταχυολογούσε από το διάβασμα ενός καλού βιβλίου τα κατέγραφε σε ένα μεγάλο τετράδιο που είχε φυλαγμένο στο γραφείο του, άλλοτε με μαύρο στυλό και άλλοτε με μολύβι. Πολλές φορές πάνω στην σελίδα του βιβλίου σημείωνε δίπλα από τις λέξεις ή τις προτάσεις που του άρεσαν και τις έβρισκε ενδιαφέρουσες, μια δική του άποψη ή έναν σχολιασμό που του είχε κάνει εντύπωση και πίστευε ότι ταίριαζε με αυτό που διάβαζε. Άλλοτε, έγραφε την δική του άποψη δίπλα στην άποψη του συγγραφέα στο τετράδιο που φύλαγε και όταν τέλειωνε το βιβλίο προσπαθούσε να καταλάβει αν ταίριαζαν οι δικές του απόψεις με αυτές του συγγραφέα. Αλλά και στις εκθέσεις που τους έβαζε ο καθηγητής στο Γυμνάσιο, πρόσθετε όπου νόμιζε ότι ταίριαζε με το θέμα που τους είχανε βάλει να γράψουν, μια φράση, μια λέξη, ή ένα απόσπασμα από ένα βιβλίο που πρόσφατα είχε διαβάσει. Έτσι, όχι μόνο πλούτιζε το λεξιλόγιό του, κάτι που προκαλούσε κατάπληξη στους άλλους μαθητές και πολλές φορές τον έλεγαν υποτιμητικά σπασίκλα και τον κορόιδευαν, αλλά και ήταν και πρώτος στα μαθήματα, ιδιαίτερα στο μάθημα της έκθεσης και των νέων ελληνικών.
     Το ίδιο έκανε και τώρα, κρατώντας ένα στυλό, σημείωνε πάνω στο περιοδικό ότι του άρεσε, και δεν ξεχνούσε φυσικά να προσθέσει τα απαραίτητα μουστάκια στα διάφορα πρόσωπα των εικόνων, ή διάφορα άλλα σχέδια πάνω στα σώματα των γυναικών που συνηθίζουν να κάνουν οι έφηβοι της ηλικίας του.
      Σήμερα, ήταν η τελευταία μέρα που θα πήγαινε σχολείο, πριν από τις διακοπές των εορτών. Μεθαύριο ξημέρωναν Χριστούγεννα. Τα μαθήματα είχα τελειώσει, είχαν δοθεί κι οι απαραίτητες ευχές από τους δασκάλους και μετά τα αναγκαία πειράγματα μεταξύ των μαθητών, το κάθε παιδί σχεδίαζε πως θα περάσει τις μέρες της σχόλης.
Ο Γυμνασιάρχης όμως, τους είχε ζητήσει να πάνε την ημέρα των Χριστουγέννων στο σχολείο για να εορτάσουν όλοι μαζί τις Άγιες αυτές μέρες, με τραγούδια, κάλαντα, διάφορα μικρά σκετς και να ανταλλάξουν γλυκίσματα μεταξύ τους. Είχε παρακαλέσει μάλιστα τον ίδιο, να εκφωνήσει ένα μικρό εορταστικό λόγο εκ μέρους όλων των συμμαθητών του. Γνώριζε ότι ήταν καλός στις εκθέσεις και στα ωραία λόγια, και του είχε αδυναμία. Έτσι εκείνος, χαρούμενος που του ζήτησε ο Γυμνασιάρχης να εκφωνήσει έναν μικρό εορταστικό λόγο, αλλά και που έδωσε μεγάλη χαρά στους γονείς του που τον είχαν επιλέξει γι’ αυτό, βάλθηκε να βρει τις κατάλληλες εκείνες φράσεις, προτάσεις και λέξεις που είχε γράψει στο τετράδιό του από τα διάφορα διαβάσματά του, και που θεωρούσε ότι θα ταίριαζαν με την ατμόσφαιρα και το πνεύμα της ημέρας.
Δεν ζήτησε βοήθεια από τους γονείς του, ήθελε να προσπαθήσει μόνος του, είχε αρχίσει να πιστεύει στις δυνατότητες που είχε, και μες στα όνειρά του ήταν να γίνει δάσκαλος, να μάθει τα παιδιά να αγαπάνε τα βιβλία και τον πολιτισμό.
     Άφησε το περιοδικό και πήρε στα χέρια του ένα βιβλίο που είχε στην μικρή αλλά ενδιαφέρουσα βιβλιοθήκη του. Καθώς γύριζε τις σελίδες του τα μάτια του έπεσαν πάνω σε ένα διήγημα του Στρατή Τσίρκα, λεγόταν «Τα κάλαντα».
     Διάβασε το μικρό αυτό διήγημα και συγκινήθηκε πολύ με την άτυχη περιπέτεια του Μιχάλη και του Δημήτρη. Αποφάσισε να διαβάσει αύριο το διήγημα αυτό στους συμμαθητές του και στους καθηγητές του, και να τους πει μερικά λόγια για την αδικία που βασιλεύει στον κόσμο των μεγάλων.
     Άνοιξε ένα συρτάρι του γραφείου του και πήρε από μέσα ένα τετράδιο και έκοψε από την μέση δύο φύλλα, κατόπιν αντέγραψε με ακρίβεια το μικρό αυτό διήγημα που του είχε κάνει εντύπωση. Τώρα, του έμενε να γράψει τον μικρό λόγο που θα έβγαζε στους συμμαθητές του, η αγωνία του ήταν μεγάλη και είχε νεύρα, όμως πίστευε στις δυνατότητές του και αυτό τον γέμιζε αισιοδοξία.
     Κοιτώντας γύρω του, τα μάτια του έπεσαν στο μικρό ραδιόφωνο που είχε πλάι στο κρεβάτι του, ακριβώς κάτω από μια μεγάλη αφίσα που παρίστανε έναν ηθοποιό πάνω σε μια μεγάλη μηχανή χάρλευ. Σηκώθηκε από το γραφείο, πλησίασε το ραδιόφωνο και πάτησε το κουμπί. Ο πρώτος σταθμός που έπιασε, ήταν ένας ερασιτεχνικός σταθμός από αυτούς που γεμίζουν το πρόγραμμά τους με πολλές διαφημίσεις και ξένη μουσική. Κατόπιν έπιασε έναν σταθμό που του είχε κάνει εντύπωση, αν και δεν τον άκουγε, αυτός ο σταθμός έπαιζε μόνο κλασική μουσική, και ορισμένα πρωινά που δεν είχε πρώτη ώρα μάθημα στο σχολείο και τον άνοιγε, άκουγε μια εκπομπή που τον έκανε να γελάει με την καρδιά του. Την εκπομπή αυτή την έλεγαν Λιλιπούπολη, και προσπάθησε να το πει και σε άλλους συμμαθητές του να την ακούσουν αλλά δεν κατάφερε τίποτα, οι κολλητοί του γέλαγαν και τον έπαιρναν στο ψιλό, έτσι την άκουγε μόνο αυτός και το ευχαριστιόταν αφάνταστα. Αργότερα έμαθε, ότι ο διευθυντής αυτού του σταθμού ήταν κάποιος έλληνας μουσικοσυνθέτης ονόματι Μάνος Χατζιδάκις. Τα δάχτυλά του αμήχανα πάτησαν πάλι το κουμπί του ραδιόφωνου. Μια ψιλή κάπως λαχανιαστή φωνούλα τράβηξε την προσοχή του. Από τον ήχο και τον τόνο της φωνής κατάλαβε ότι έπρεπε να άκουγε τα λόγια ενός μικρού κοριτσιού. Τα ελληνικά του δεν ήταν και τόσο καλά, πολλές φορές κόμπιαζε και άλλες μπερδεύονταν. Σε μια στιγμή μάλιστα, έβαλε τα κλάματα. Το κλάμα του μικρού αυτού κοριτσιού μέσα στην σιωπή του δωματίου που καθόταν ο Νίκος, ακούγονταν σαν θρηνητικός ήχος καμπάνας μέσα στη νύχτα.
     Ήταν ένα από τα ελάχιστα μικρά παιδιά που είχαν σωθεί από έναν μεγάλο και καταστροφικό σεισμό σε μια γειτονική χώρα που είχε γίνει πρόσφατα.
      Είχε διαβάσει και εκείνος για το θλιβερό αυτό συμβάν στις εφημερίδες που έφερνε στο σπίτι ο πατέρας του, και είχε ακούσει την είδηση στα νέα των οκτώ που παρακολουθούσαν οι γονείς του καθώς ετοιμάζονταν για το βραδινό φαγητό. Το είχαν σχολιάσει και εκείνοι το γεγονός αυτό, με θλίψη και απόγνωση, και μιλούσαν με πόνο για τον ξαφνικό θάνατο τόσων ανθρώπων και των ξεριζωμό χιλιάδων άλλων. Χιλιάδες άνθρωποι επίσης, είχαν θαφτεί κάτω από τα ερείπια τω σπιτιών τους, όμως εκείνος, τότε που άκουσε και διάβασε την σχετική είδηση δεν μπορούσε να συλλάβει μέσα στο μικρό του μυαλό το μέγεθος της καταστροφής αυτής.
     Τώρα όμως που άκουγε την λεπτή αυτή κοριτσίστικη παιδική φωνούλα να παρακαλεί κλαίγοντας όσα παιδιά ήθελαν να στείλουν όποια βοήθεια μπορούσαν για να σωθούν χιλιάδες παιδιά σε αυτήν την χώρα, συγκινήθηκε πολύ.
Ένα δυνατό ρίγος διαπέρασε το μικρό ασχημάτιστο ακόμα κορμάκι του. Άφησε το μολύβι που κρατούσε και έπιασε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια. Η προσοχή του όλη, είχε στραφεί στη μικρή αυτή σπαρακτική έκκληση που έβγαινε από το μικρό του ραδιόφωνο.
      Μετά από αρκετή ώρα, και αφού το κοριτσάκι είχε πάψει να μιλά, μια άλλη γυναικεία φωνή ακούστηκε. Ήταν μια δημοσιογράφος που έδινε τις απαραίτητες πληροφορίες για όσους από τους ακροατές θα ήθελαν να στείλουν χρήματα ή άλλα οικογενειακά είδη, ή ρούχα μπορούσαν για τα μικρά παιδιά που είχαν πληγεί από τον πρόσφατο σεισμό στην γειτονική χώρα.
    Ο Νίκος έκλεισε το ραδιόφωνο. Μια βαθειά σιωπή απλώθηκε στο δωμάτιο. Ο ήλιος είχε δύσει από ώρα, και οι γονείς του από στιγμή σε στιγμή θα γύριζαν στο σπίτι από την δουλειά τους, σήμερα και οι δύο θα έπαιρναν το δώρο των Χριστουγέννων που δικαιούνταν. Ο πατέρας του, χαρούμενος θα του έδινε τα χρήματα που του είχε υποσχεθεί, όλα κυλούσαν ρολόι όπως τα είχε σχεδιάσει, η μηχανή θα γίνονταν δική του. Αύριο, ξημέρωνε Χριστούγεννα μετά την σχολική εορτή θα αποφάσιζε μαζί με τον πατέρα του πότε θα πήγαιναν να αγοράσει την μηχανή που γούσταρε και περίμενε με αγωνία. Ένα παλιό όνειρό του θα γινόταν πραγματικότητα
   Μέχρι τώρα μάθαινε τον κόσμο περισσότερο μέσα από τα βιβλία που διάβαζε, και λιγότερο από τις ειδήσεις που άκουγε στο ραδιόφωνο ή παρακολουθούσε στην τηλεόραση.
Τώρα είχε έρθει η στιγμή, να τον γνωρίσει άμεσα. Σκεφτόταν τα ταξίδια και τις περιπέτειες που θα έκανε συντροφιά με το δικό του παπάκι. Ονειρευόταν τα μέρη που θα πήγαινε, τις καφετέριες που θα έπινε την φραπεδιά του με τα φιλαράκια του, τώρα δεν θα είχε ανάγκη να τους παρακαλέσει να τον πάρουνε μαζί τους, τώρα θα είχε το δικό του εργαλείο και θα πήγαινε όπου γούσταρε αυτός, σκέφτονταν τα πειράγματα που θα έκανε στα κορίτσια καθώς θα περνούσε από δίπλα τους πάνω στην μηχανή του, τις αγώνες ταχύτητας μαζί με τις άλλες μηχανές των φίλων του, άσε το καλοκαίρι τα μπάνια που θα έκανε στις διάφορες καινούργιες παραλίες που θα πήγαινε πλέον με το μηχανάκι του, δεν θα ήταν αναγκασμένος να περιμένει με τις ώρες στην στάση αυτό το γαμημένο λεοφωρείο, ακόμα-ακόμα και το ότι θα έπαιρνε και την μητέρα του να την πάει καμιά βόλτα, όλα αυτά και άλλα πολλά περνούσαν μέσα από το μυαλό του. Είχε αποφασίσει ακόμα και το χρώμα του κράνους που θα φορούσε. Το ήθελε λευκό με έναν κόκκινο κύκλο στο μπροστινό μέρος.
     Τα λόγια όμως που λίγο πριν είχε ακούσει, του είχαν χαλάσει την διάθεση, του την άλλαξαν. Ένιωσε ξαφνικά μια μελαγχολία να τον πλημμυρίζει και οι σκέψεις του άρχισαν να στριφογυρίζουν γύρω από την έκκληση του μικρού κλαμένου κοριτσιού που είχε ακούσει λίγο πριν. Σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε έξω από το παράθυρο του δωματίου. Η νύχτα είχε απλώσει το πέπλο της έκανε ψύχρα, ο δήμαρχος της πόλης που έμενε, είχε στολίσει τους δρόμους με γιρλάντες και πολύχρωμα φωτάκια, που και που έβλεπες και έναν μεγάλο αγιοβασίλη πλημμυρισμένο από φως που έμοιαζε σαν εκείνους τους παλιούς ταβερνόβιους θαμώνες που είχε δει σε παλιές ελληνικές ταινίες, αυτούς τους βαρελοφρόνους όπως τους αποκαλούσε ο πατέρας του και έσκαγαν όλοι μαζί στα γέλια.
   Στην απέναντι πολυκατοικία μια οικογένεια στόλιζε το χριστουγεννιάτικο δέντρο της. Ήταν ένα ψηλό χιονισμένο δέντρο με μια μπάλα στην κορφή του. Δύο μικρά παιδιά παίζοντας και γελώντας ξετύλιγαν με προσοχή τις διάφορες μικρές και μεγάλες πολύχρωμες μπάλες και μπαλίτσες και τα διάφορα μικρά παιχνιδάκια. Τα έβγαζαν από τα μεγάλα κουτιά που ήσαν στοιβαγμένα κάτω από το ψηλό δέντρο και τα έδιναν με χαρά στην μητέρα τους, που τα κρεμούσε με την σειρά της στις άκρες του δέντρου. Μια φάτνη είχε στηθεί φωταγωγημένη κάτω από το δέντρο, και δίπλα της υπήρχαν κούτες με δώρα για τα μικρά παιδιά της οικογένειας όπως μπόρεσε να καταλάβει καθώς κοιτούσε από το παράθυρο τον στολισμό.
     Ο Νίκος τους παρατηρούσε με προσοχή. Μάλιστα, για μια στιγμή του φάνηκε ότι είδε ένα μικρό παιδί να κρατά στα χέρια του μια μικρή μηχανή. Ήταν μια μικρή ασημένια μηχανούλα με μεγάλες ρόδες και πράσινα λαμπάκια γύρω από το τιμόνι. Ο Νίκος, κοιτούσε σιωπηλός την μικρή αυτή ιεροτελεστία του στολισμού του δέντρου μέσα από το μισοσκότεινο δωμάτιό του. Η σκέψη του όμως, πετάρισε έξω από το δωμάτιο και τα σύνορα της χώρας του. Και βρέθηκε εκεί, στην παγωμένη και πληγωμένη από τον σεισμό γη. Μέσα στα ερείπια, τα γκρεμισμένα σπίτια και χωριά και τα συντρίμμια της γειτονικής χώρας. Και σαν να έβλεπε χιλιάδες μικρά παιδάκια, αγόρια και κορίτσια της ηλικίας του να τον κοιτάζουν με τα βουρκωμένα μάτια τους γιομάτα απόγνωση, απορία και θλίψη. Ακόμα, άλλα πολύ μικρότερης ηλικίας με την απορία και τον φόβο ζωγραφισμένη στο λεπτό και δακρυσμένο προσωπάκι τους να τριγυρίζουν μέσα στα χαλάσματα ξυπόλητα και ρακένδυτα αναζητώντας τους δικούς τους.
    Έβλεπε και άλλες πιο φρικτές σκηνές από αυτές που δεν χωράει εύκολα ο νους του ανθρώπου.
Και όλα αυτά, τα παρατηρούσε μέσα από δύο μεγάλες ρόδες μιας μηχανής.
Μιας μηχανής σαν αυτή που τόσες φορές είχε ονειρευτεί, και περίμενε να αγοράσει.
     Ξαφνικά σηκώθηκε. Έκλεισε το παράθυρο, άνοιξε το φως και ξάπλωσε στο κρεβάτι του. Κοίταξε προς το ταβάνι. Του φάνηκε ότι πάνω στο λευκό χρώμα του, ήταν ζωγραφισμένη μια τεράστια φάτνη.
    Μια φάτνη, που μέσα της όμως δεν κοιμόταν το θείο βρέφος, αλλά το μικρό κοριτσάκι που λίγες ώρες πριν, είχε ακούσει στο ραδιόφωνο. Τα ματάκια του ήταν κλειστά και δεν μπορούσε εύκολα να διακρίνει αν κοιμόταν ή είχε πεθάνει. Γύρω από την φάτνη, βρίσκονταν μαζεμένα διάφορα παιδάκια, αγόρια και κορίτσια από όλες τις χώρες του κόσμου και τις φυλές. Και όλα κρατούσαν στο χέρι τους ένα μικρό δωράκι.  Νόμισε ότι ένα αγοράκι με ξανθά μαλλάκια ντυμένο στα λευκά κρατώντας ένα μικρό καλαθάκι στο χέρι, κάθε φορά που ένα μικρό παιδάκι πρόσφερε το δώρο του, αυτό έριχνε και από ένα μικρό σπόρο που είχε μέσα στο καλαθάκι του στο χώμα που είχε πληγεί από τον σεισμό. Και αμέσως φύτρωναν πανέμορφοι ολόλευκοι κρίνοι.
   Σε μια γωνιά της φάτνης, ο Νίκος είδε τον εαυτό του να περιμένει την σειρά του. Πίσω του, ακολουθούσαν όλα τα πρωτάκια, όχι μόνο της τάξης του αλλά όλου του Γυμνασίου.
     Τα μάτια του θόλωσαν, αργά αλλά σταθερά άπλωσε το χέρι του και έσβησε το φως.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα,
«Η Εξόρμηση», Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 1990, σελίδα 42.
Πειραιάς,Πέμπτη,19Δεκεμβρίου2013                                                    
    
  

  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου