Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

ΣΑΙΞΠΗΡ-ΚΟΡΙΟΛΑΝΟΣ

ΟΥΙΛΛΙΑΜ  ΣΑΙΞΠΗΡ

«ΚΟΡΙΟΛΑΝΟΣ»

από το ΔΗΠΕΘΕ ΠΑΤΡΑΣ

    Ποιος είναι αλήθεια ο Γάιος Μάρκιος, αυτός που «τραφείς υπό μητρί χήρα πατρός ορφανός, απέδειξε την ορφανίαν άλλα μεν έχουσαν κακά, προς δε το γενέσθαι σπουδαίον άνδραν και διαφέροντα των πολλών εμποδών ούσαν…", όπως σημειώνει στους Βίους του ο ιστορικός Πλούταρχος.
Τι συμβολίζει το ιστορικό αυτό πρόσωπο στο έργο του Πλούταρχου και τι ο θεατρικός χαρακτήρας στην τραγωδία του Ουίλιαμ Σαίξπηρ;
Συγκλίνουν ή αποκλίνουν οι δύο συγγραφείς στην αναζήτηση της πολιτικής και καλλιτεχνικής αλήθειας;
Σημαίνει κάτι για τους σημερινούς πολίτες-θεατές η μονολιθική μέσα στην υπερβολή της, πνευματική του ακεραιότητα και αρετή;
Εμφανίζει ιστορικό και θεατρικό ενδιαφέρον ο απερίσκεπτα ελευθερόστομος και τραχύς διεκδικητής πολιτικών αξιωμάτων;
Αυτός που δεν είχε-σαν πολιτικός άνδρας-ως όφειλε για συγκάτοικο του την μοναξιά "ουδέν την ερημίαν σύνοικον" όπως θάλεγε και ο θείος Πλάτων.
Έλκει η μονοσήμαντη προσωπικότητά του, ή το πλήρες αγωνιστικών ανδραγαθημάτων ήθος του απορρίπτεται ασυζητητί;
Θα ήταν και αυτός ένας από τους «γλυκερόγλωσσους λακέδες» σελίδα 55, αν δεν είχε κυριεύσει την Κοριόλη;
Απεικονίζει ο βίος του έναν φιλόδοξο Κάτωνα τιμητή της αριστοκρατικής του γενιάς ή έναν ματαιόδοξο τιμωρό, ο οποίος ορμώμενος από ένα ιδιοτελές χρέος έγινε μισητός από όλους;
«Ότι πάντας εποίει κακώς ουχ υπό πάντων αγνωμονηθείς, και της πατρίδος αυτόν όλης απέδειξεν εχθρόν».
     Ηττάται ο μηδίσας πολέμαρχος, αυτός που αρνιόταν τις θριαμβικές φανφάρες με την αφόρητη επιθυμία για εκδίκηση ή ενδόξως θριαμβεύει με την εθελούσια θυσία του;
Ανιχνεύονται αποχρώσες ενδείξεις ότι άλλο ο δεσποτικός και υπερόπτης Γάιος Μάρκιος και άλλο ο δεινός και ανδρείος Κοριολανός;
Συμβολίζει μάλλον ο ήρωας από την μία την Εθνική-Ειδωλολατρική άποψη του αρχαίου κόσμου (ως εκδικητής και πολεμιστής) και από την άλλη την όποια χριστιανική; (ως ελεήμων και θυσιαζόμενος).
Μας απωθεί μάλλον περισσότερο η επηρμένη συμπεριφορά του ή μας χαροποιεί η μεγαλειώδη αυτοθυσία και εξιλαστήρια πτώση του; Αυτός ο διακεκριμένος πολίτης τιμωρήθηκε από την Ιστορία ή την Κοινωνία; Από την Ειμαρμένη ή τους Βιογράφους του;
Ο περιφρονητής του λαϊκού σώματος και της πολιτικής του αντιπροσώπευσης-και ενός τμήματος της τάξης του-αυτός που δεν είναι ούτε ασύνετος πατρίκιος ούτε αμέριμνος συγκλητικός, σελίδα 73, μπορεί να θεωρηθεί Ήρωας; Με την σημασία που δίνει στην λέξη ο Όττο Ρανκ.
    Ο μεγάλος ελισαβετιανός δραματουργός έπλασε έναν ήρωα που αντιστέκεται ακόμα και στις ίδιες του τις ιδέες, μακριά από έρωτες, ερωτικές αψιμαχίες και πάθη, πέρα από συντροφικές ίντριγκες, αλλά με έντονα αντιδημοκρατικά αισθήματα και φανερές αντιφάσεις που εκδηλώνονται καθώς εκθέτει τις σκέψεις του.
Είναι ο χαρακτηριστικός τύπος ενός επαγγελματία πολεμιστή όπως τον θέλει ο Μπέρτολντ Μπρεχτ, ή ένας συνεχιστής των κωδίκων τιμής του Μεσαιωνικού ιπποτισμού κατά τον Ουίλσον;
Οι εξουσιαστικοί μηχανισμοί μιας πολιτείας και η ιδεολογία τους είναι δυνατόν να εκπορευθούν από έναν μη λαοφιλή και αλαζόνα ηγεμόνα ή επιβάλλεται να προέρχονται μόνο από την λαϊκή νομοθέτηση έστω, και αν οι εκλεκτοί του λαού-οι αιρετοί εκπρόσωποί του-είναι άτομα μειωμένου πολιτικού ήθους; Οφείλουμε άραγε να επιλέγουμε αριστοκρατικού φρονήματος πλην ενάρετους, χρηστούς και δίκαιους ηγεμόνες ή να εμπιστευόμαστε λαοπλάνους δημαγωγούς και καιροσκόπους εκπροσώπους εν ονόματι της αντιπροσωπευτικής τάχα δημοκρατίας;
Ποια τα όρια μεταξύ δημαγωγίας και δεσποτικής ηγεμονίας. Πότε ο λαός και κάτω από ποιες συνθήκες μετατρέπεται σε όχλο;
(άλλου σύγχρονου θεάτρου παράδειγμα, είναι το έργο του Ντίρενματ, «ο Γυρισμός της γηραιάς κυρίας», όπου και εδώ ο λαός εξαγοράζεται)
Από ποιους προέρχεται η διάσπαση του κοινωνικού ιστού, από τους Πλατωνικούς τυράννους ή τους Μακιαβελικούς ηγεμονίσκους; Το άτομο ή η ομάδα έχει το δικαίωμα να νομοθετεί να παράγει θεσμούς και ιδεολογίες;
Ποιος περιφρονεί περισσότερο την Δημοκρατία και τις αξίες της ο αυταρχικός ηγέτης που παραμένει σταθερός στις οραματικές του κοινωνικές και πολιτικές προοπτικές ή τα διάφορα σαθρά έμψυχα σκύβαλα, δήθεν εκπρόσωποι της λαϊκής βούλησης;
«Μάθε καλή μου μητέρα πως προτιμώ να τους υπηρετώ με τον δικό μου τρόπο παρά μαζί τους άρχοντας να κυβερνώ με τον δικό τους» σελίδα 74.
     Τι τέλος υπονομεύει η πολιτική πρακτική του Κοριολανού και τι υπηρετεί η δημοκρατική καταστροφική επιλογή του πλήθους;
     Ο Κοριολανός είναι μια σύγχρονη πολιτική τραγωδία αναπάντητων ερωτημάτων. Ένα πολιτικό δράμα διαζευκτικών συγκρούσεων.
Στηλιτεύει τόσο την αχαλίνωτη υπεροψία του ηγέτη, όσο και την εν επιγνώσει αχαριστία των πολιτών.
«Οι άνθρωποι βλάπτουν είτε από φόβο είτε από μίσος», γράφει στον «Ηγεμόνα» του ο Νικολό Μακιαβέλι.
     Ο Σαίξπηρ αυτός ο ανανεωτής όχι μόνο της θεατρικής τέχνης, αλλά και ενός ολόκληρου πολιτικού συστήματος, μας δείχνει πως ο οικονομικά χειραγωγούμενος λαός μετατρέπεται σε φονουργό όχλο,και πως ο κατάστικτος-από πολεμικές πληγές-αρετές άνδρας, σε εκδικητή. Αλλά, και πως η υλική του μεταλλαγή τον μετατρέπει σε θυσιαζόμενο Αμνό, που προσφέρει τον εαυτό του υπέρ του αλάστορα λαού του.
Ποια τα σύνορα επιλογής μεταξύ μιας μάλλον αναρχούμενης δημοκρατίας και ποια μιας αυταρχικής εξουσίας, δύσκολα μπορούμε να επιλέξουμε. Οι θεσμοί όμως και οι κανόνες μιας πολιτείας είναι μια πολύ μεγάλη υπόθεση για να τους αφήνουμε στην εκλογή ή την βούληση ατόμων μη χρηστών.
    Ο Κοριολανός στέκεται μακριά από το εθελόδουλο πλήθος, είναι μια πολιτική μονάδα μέσα στην σπαρτιατική αριστοκρατική απομόνωσή του. Δεν μεμψιμοιρεί για τις πληγές του, δεν μέμφεται για τις εις βάρος του αδικίες, με υπερβολική σεμνότητα αποφεύγει να αναφερθεί στα ανδραγαθήματά του, δεν αποδέχεται όπως οι άλλοι συμπολίτες του το εύκολο διαγούμισμα των πολεμικών κατορθωμάτων, πράττει κατά συνείδηση και αυτό του είναι αρκετό.
Είναι ένα βαθύτατα προδομένο άτομο, ένας «αντιφατικός» ήρωας, που δέχεται στο τέλος την σταδιακή και κεκαλυμμένη από την ιστορική μοίρα σταυρική πορεία, όπως ο Εμμανουήλ την δική του. Η διλημματική του ταυτότητα, στέκεται αγέρωχη μπρος στον Καβαφικό καθρέπτη του Il grant rifiuto.
 Στο Σαιξπηρικό αυτό έργο διακρίνουμε τις αγεφύρωτες ταξικές διαφορές αλλά, και το πρόβλημα συνείδησης του ηγέτη. Προβάλλεται ακόμα η ποιότητα της σχέσης που αναπτύσσει ο ηγέτης με τον λαό του, το πρόβλημα της κατοχής ενός ξένου εδάφους, μια ξένης χώρας, βλέπουμε τις οικονομικές σχέσεις που αναπτύσσουν μεταξύ τους οι πολίτες, αλλά και την πενία των φτωχών λαϊκών στρωμάτων πολύ πριν κάνουν αναφορά για αυτήν ο Κάρλ Μαρξ, ο Λεμπόν, ή ο Χέμπερτ Μαρκούζε.
(αν δεν λαθεύω ο συγγραφέας Γάλλος Ονόρε ντε Μπαλζάκ είναι αυτός που έμπασε για πρώτη φορά το προλεταριάτο μέσα στο δυτικό μυθιστόρημα πολύ πριν μιλήσουν γιαυτό οι Μαρξιστές αναλυτές).
Το έργο, είναι από τα πιο «σκόπιμα»χωρίς «προσωπική» θέση του μεγάλου Άγγλου δραματουργού και ανακαινιστή της θεατρικής τέχνης, του ισάξιου με τους αρχαίους Έλληνες τραγικούς. Η θέση του Σαίξπηρ δεν ορίζεται επακριβώς, δεν περιορίζεται στα ιστορικά γεγονότα, δεν καθηλώνεται από τα συμβάντα, δεν αναλύει τόσο τα πράγματα ούτε επεξεργάζεται την ιστορία του με ένταση, δεν τροφοδοτεί επίσης τα γεγονότα με άλλα δραματικά στοιχεία και ιστορικές συνδηλώσεις, αλλά διαλέγεται με τα γεγονότα, τα σχολιάζει με έναν καθημερινό απλό λόγο και τα επικαιροποιεί δίνοντάς τους μια πολιτική προοπτική. Ο Σαίξπηρ ανοίγει έναν διάλογο μαζί τους, όμως κρατά μια «πονηρή ουδετερότητα», όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο γνωστός θεατρικός κριτικός και δάσκαλος της θεατρικής τέχνης κύριος Κώστας Γεωργουσόπουλος. Κυρίως, ο Σαίξπηρ, θέτει πολιτικά ερωτήματα.
Ο Κοριολανός είναι ένα βαθιά πολιτικό έργο, όπως ο «Επιτάφιος» του Περικλή, η «Πολιτεία» του θείου Πλάτωνα, η «Καινή Διαθήκη», η «Έρημη Χώρα» του Τόμας Στερν Έλιοτ,
     Αν δύσκολα ανεβαίνει στις Ευρωπαϊκές θεατρικές σκηνές το έργο αυτό, στην Ελλάδα αποτελεί έκπληξη η δεύτερη αυτή σκηνική του παρουσία. Αν εξαιρέσουμε εκείνη του Πήτερ Χολ, στο Ηρώδειο το 1985.
     Στην τωρινή παράσταση του Ρόμπερτ Στούρουα, την μετάφραση του κειμένου την επεξεργάστηκαν με επιτυχία ο Πειραιώτης ηθοποιός Γιώργος Κιμούλης και ο Μάνος Τζίμπραγος. Η γλώσσα ήταν σύγχρονη, άμεση, καίρια, αντανακλούσε με σαφήνεια τις εσωτερικές ψυχικές διακυμάνσεις του ήρωα και καθρέφτιζε επακριβώς την αστάθεια και τις λεπτές ισορροπίες ευαισθησίας των υπολοίπων πρωταγωνιστών.
Ο λόγος κυλούσε άνετα αποκαλυπτικός μέσα στην λεκτική του αυτάρκεια και δηλωτικός στη νοηματική του πυκνότητα. Συγγενεύει περισσότερο μάλλον με την μετάφραση του σκηνοθέτη Μιχάλη Κακογιάννη παρά με την κλασική του Βασίλη Ρώτα, του μεταφραστή των Απάντων του Σαίξπηρ στα ελληνικά.
Η άρθρωση όλων των πρωταγωνιστών, ήταν από τις καλύτερες που έχουμε ακούσει σε θεατρική παράσταση.
Η εκφορά του λόγου δουλεμένη αριστοτεχνικά,ο θεατρικός λυρισμός αυθόρμητος, γυμνός, ωμός μας αποκάλυπτε αβίαστα τις λεπτές αποχρώσεις της ερμηνείας.
Η παράσταση σε γενικές γραμμές είχε νεύρο, κυλούσε γρήγορα, και ήταν συνεπής ως προς τους στόχους και τις οδηγίες του σκηνοθέτη, σε προκαλούσε να την παρακολουθήσεις ακόμα και όταν δεν συμφωνούσες μαζί της, σε επιμέρους ρεπλίκες του έργου. Ακόμα και το εντυπωσιακό της πολλές φορές ύφος βοηθούσε στην ζύμωση της ερμηνευτικής προοπτικής.
Η σκηνοθεσία, αν και είχε συνέπεια δεν απόφυγε τις γενικεύσεις και απολυτοποιήσεις τμηματικών απόψεων των δραματικών δρωμένων. Ο Ρόμπερτ Στούρουα, ένας τολμηρός και αρκετά σύγχρονος σκηνοθέτης φιλοδόξησε χρησιμοποιώντας ένα μεικτό θεατρικό είδος να μας αποκαλύψει τον πικρό σκεπτικισμό του Κοριολανού που μετατρέπεται σε απαισιοδοξία, και την αυτοπαγίδευσή του από τις εσωτερικές αντιφάσεις του χαρακτήρα του και τις ατομικές του αδυναμίες.
Η παράσταση είχε στοιχεία από το κλασικό, το εξπρεσιονιστικό και το επικό θέατρο, με έντονη την παρουσία της Μπρεχτικής ματιάς. Παρ' ότι η σκηνοθετική γραμμή είχε συνέπεια και αρκετά ευρηματικά στοιχεία που κρατούσαν το ενδιαφέρον του θεατή, η σκηνοθετική συνοχή δεν διασφάλιζε πάντοτε την εσωτερική ιεράρχηση των επιμέρους επεισοδίων που συγκροτούσαν την πλοκή της δραματικής αφήγησης. Η οικονομία της διάταξης των σκηνοθετικών επιχειρημάτων και η άρθρωση του θεατρικού νοηματικού συνόλου δεν βοηθούσε αρκετά την Μπρεχτική αποστασιοποίηση  από την Σαιξπηρική δραματική επιχειρηματολογία, δεν σπονδύλωνε πάντα τον λόγο υπαρξής της. Άλλοτε πάλι, υπήρχαν στιγμές που ο θεατρικός λόγος εκβιαζόταν να εξυπηρετήσει τους γρήγορους ρυθμούς των εικόνων, και άλλες,ο λόγος καλυπτόταν από έναν εικονοποιημένο σκηνοθετικό εντυπωσιασμό.
Με μια κάπως απλουστευτική ερμηνευτική οπτική, ο Κοριολανός εμφανίζονταν σαν άτομο ολοκληρωτικών θέσεων (φασίστας), άλλοτε υπερτονιζόταν ο ρόλος του όχλου, και άλλοτε σαν φορέας ενός αντιδημοκρατικού πνεύματος, χωρίς να σημαίνει ότι δεν είχε τέτοιες απόψεις.
Ο Σαιξπηρικός μελετητής Πωλ Σήγκελ, αναφέρει ότι η λειτουργική υπόσταση του Κοριολανού διασπάται ανάμεσα στον Αλκιβιάδη και τον Τίμωνα. Εμείς, μάλλον τις περισσότερες φορές, παρακολουθήσαμε έναν Κοριολανό που θύμιζε τον Νονό, ή στην καλύτερη περίπτωση τον Μάρλο Μπράντο στο έργο του Φράνσις Φορντ Κόπολα «Αποκάλυψη Τώρα». Ένα απεχθές και αποκρουστικό άτομο σαν τον σκηνοθετημένο ήρωα του Στίβεν Μπέρκοφ. Ένας Σισιλιάνος μαφιόζος με τους Ράμπο-στρατιώτες του σε θέση εξόντωσης κάθε διαφορετικής φωνής. Συναιρέτης κακών μάλλον παρά διαφορετικών πολιτικών θέσεων και ιδεολογιών.
Οι σκηνές της μάχης μέσα στην απόλυτη σιωπή, έφεραν στο νου μας τις ανάλογες σκηνές του έργου «Ραν» του Ιάπωνα σκηνοθέτη Ακίρα Κουροσάβα.
Ενδιαφέρουσες ήταν επίσης και οι χωρίς εκφορά θεατρικού λόγου υποκριτικές ερμηνείες των διαφόρων ηθοποιών που περιδιάβαιναν πάνω στην σκηνή, οι θεατρικές παύσεις των ερμηνευτών, και οι ερωτικές συμπαραδηλώσεις μεταξύ του Κοριολανού και του Τούλλου Αουφίδιου, όπως με πολύ προσοχή παρουσιάστηκαν από τον Στούρουα.
Ένας άλλος μελετητής του Σαιξπηρικού έργου ο Ρενέ Ζιράρ, έχει εύστοχα επισημάνει τόσο τις ομοφυλόφιλες αυτές νύξεις του Σαίξπηρ που διαφέρουν από τον Πλουτάρχειο Κοριολανό, όσο και όπως καίρια γράφει ότι: όλα τα Σαιξπηρικά πρόσωπα λαχταρούν να είναι οι νικηφόροι αντίζηλοί τους.
Και εδώ γεννιέται το ερώτημα αν ο σκηνοθέτης είναι διεκπεραιωτής μόνο αλλότριων οραμάτων ή ανακαινιστής και συνεχιστής των μηνυμάτων του συγγραφέα.
    Ο Πειραιώτης ηθοποιός κύριος Γιώργος Κιμούλης, είναι ένας εξαίρετος ερμηνευτής με σπάνιο ταλέντο και υποκριτικές δυνατότητες. Μέσα από την θαυμάσια εκφορά του θεατρικού λόγου, από τις σωστές και λειτουργικές παύσεις του, τους χρωματικούς τονισμούς της φωνής του, τις συσπάσεις του προσώπου του, τις ελεγχόμενες κινήσεις του κορμιού του, μας έδωσε έναν καταπληκτικό Κοριολανό, έναν ήρωα τραγικό, αντιφατικό, απόλυτο, εκδικητικό αλλά και ελεήμων μαζί.
Με την υποκριτική του δεινότητα μας αποκάλυψε όλο το ψυχολογικό υπόβαθρο του Σαιξπηρικού ήρωα, άφησε να φανούν τόσο οι ενστικτώδεις αντιδράσεις του, όσο και η δραματική του πτώση.
Ο κύριος Στέφανος Κυριακίδης ως Αουφίδιος ήταν εντυπωσιακός, ευαίσθητος, ερμήνευσε άνετα τον ρόλο του και μας έδωσε την ταυτότητά του ήρωα με συγκίνηση.
Ο κύριος Δημήτριος Βάγιας ως Μενένιος, ήταν απολαυστικός, εξαίρετος, πειστικός, ένα σπάνιο ταλέντο με πλούσια υποκριτικά χαρίσματα, ένας ρόλος που του ταίριαζε.
Ο κύριος Χρήστος Πάρλας, ως Κομίνιος ήταν και αυτός από τους στυλοβάτες της παράστασης, συναγωνίζονταν σε υποκριτικό ταλέντο τους υπόλοιπους.
Άψογοι στους ρόλους τους ήσαν επίσης και οι άλλοι συντελεστές, καθώς και η κυρία Αντιγόνη Γλυκοφρύδη, στον ρόλο της Πολούμνιας.
Ο μουσικός σχολιασμός του έργου ήταν υψηλής αισθητικής, ακόμα, ήταν εξαίρετος ο φωτισμός της παράστασης από την κυρία Ελευθερία Ντεκώ.
Το σκηνικό ήταν λειτουργικό, αν και ξένιζε κάπως.
     Μια πραγματικά αξιοπρόσεκτη παράσταση όπου το Σαιξπηρικό δράμα των ιστορικών κατόπτρων στο πρόσωπο του ηθοποιού Γιώργου Κιμούλη και των άλλων συντελεστών επάξια απεικονίσθηκε.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα, «Η Φωνή του Πειραιώς», Τετάρτη 4 Αυγούστου 1999, σελίδες 6,7.

Πειραιάς, Κυριακή, 15 Δεκεμβρίου 2013.                                                

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου