Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2013

ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ-ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ

ΜΙΚΗΣ  ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

«Το τραγούδι του Νεκρού Αδερφού»

Στο Κατράκειο Θέατρο της Νίκαιας


       «Ξέρω ακόμα πως οι ρίζες μου είναι βαθιές όσο η περηφάνια μου είναι βουνό και η δύναμή μου πλατιά σαν την θάλασσα. Εσείς έρχεστε από πολύ μακριά, μακριά λέω μες από τα χρόνια! Έχετε την ηλικία του Υμηττού»

Μίκης Θεοδωράκης, «Μελοποιημένη Ποίηση» σελίδα 85.

      Δύσκολο και παράτολμο να γράψει κανείς για τον Μίκη Θεοδωράκη. Αυτήν την πολιτικά, αντιφατική, αλλά Πινδαρική προσωπικότητα. Ένα εν ζωή σύμβολο πανεθνικό, όχι μιας γενιάς, όχι μιας ιδεολογικής παράταξης, αλλά ολόκληρης της χώρας.
Τα τραγούδια του τραγουδήθηκαν με πάθος και πολιτική ένταση, και τραγουδιούνται από όλους όσους αγαπάνε την καλή ποιοτική μουσική και σύνθεση. Η μουσικές του προτάσεις εξακολουθούν να μας χαροποιούν έστω και αν άλλαξαν οι συνθήκες και οι αξίες της ζωής μας. Η καλλιτεχνική του δημιουργία στάθηκε σύντροφος και τροφός κάθε αγωνιζόμενου και ευαίσθητου Έλληνα. Σε χρόνους δύσκολους, σε εποχές δύστοκες, παθιασμένου αλληλοσπαραγμού, ο Μίκης μας προσέφερε το πλούσιο περίσσευμα της ψυχής του, το ρωμαλέο ήθος του, την λεβέντικη συμπεριφορά του, το αγωνιστικό του φρόνημα, την μουσική του ικμάδα.
Το ψυχικό του σθένος, που ήταν και το σθένος κάθε αγωνιζόμενου Έλληνα σε δύσκολους για την πατρίδα χρόνους, κάθε γνήσιου πατριώτη, όποια ιδεολογία και αν ακολουθούσε, όποιο κόμμα και αν ψήφιζε, όποια παράταξη και αν είχε επιλέξει να υπηρετήσει.
Ανιδιοτελείς αγωνιστές, αφανείς ήρωες, ήρωες ένδοξων προγόνων.Παλικαρίσιες φυσιογνωμίες, υπήρχαν σε όλους τους ιδεολογικούς χώρους, όπως και αντίστοιχα, καιροσκόποι, υστερόβουλοι φανατικοί αντίστοιχα. Ο φωτοδότης ιστορικός λύχνος που φώτιζε την πορεία του Έθνους, αιμοδοτούνταν με το αδικοχαμένο αίμα και των δύο πλευρών. Έλαμπε χάρις στον αγώνα και την αυτοθυσία άξιων Ελλήνων, όποια και αν ήταν η πολιτική τους επιλογή.Στα μετόπισθεν,έμειναν μάλλον μόνο οι δωσίλογοι της εξουσίας,οι γυμνοσάλιαγκες της Ελληνικής ιστορίας που ανέκαθεν υπήρχαν πάνω στο ιστορικά ματωμένο δέντρο της Ελληνικής γης.
      Αυτός ο διαρκής αγώνας τους, έγινε μοιρολόι για τις επερχόμενες Εκάβες, έγινε νανούρισμα θανάτου για τις μυριάδες ανώνυμες μαυρομαντιλούσες παναγιές-μανάδες, έγινε ψιθυριστό τραγούδι στα χείλη όλων των αδικημένων και κατατρεγμένων Ελλήνων. Έγινε τόκος εν καλώ, γιαυτούς που ακολούθησαν και θέλησαν να διδαχθούν. Μπορεί αντίξοες εξωτερικές συνθήκες,λανθασμένες κομματικές επιλογές, άσκοπες πολιτικές πρακτικές, ιστορικά λάθη ατόμων άμυαλων και μωροφιλόδοξων, μαζί με εσωτερικές αντιδραστικές πολιτικές δυνάμεις να μην επέτρεψαν στον τόπο να ορθοποδήσει και να διαγούμισαν τον Ελληνικό ανθό, ο αγώνας όμως των θυσιασμένων Ελλήνων δεν χάθηκε, δεν έσβησε. Από τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη, έως τον αριστερό Παύλο και τον δεξιό Αντρέα, η αγωνιστική πολιτική και κοινωνική παράδοση παραμένει η ίδια.
Το μετερίζι που επέλεξαν να υπηρετήσουν,η κοινή τους αθανασία,η ανιδιοτελής τους θυσία,η συλλογική τιμή, η μνήμη τους-του γένους δόξα και του Έθνους προτροπή. Ακολουθώντας ο καθένας τα δικά του οράματα, φύλαξε τις Θερμοπύλες της γενιάς του και της εποχής του. Όλοι είμαστε «οροθετικοί», εκόντες, άκοντες της δικής τους θυσιαστικής προσφοράς.
Ήρωες, ανώνυμοι αγωνιστές,  λαϊκοί άγιοι, ποιητές, τα πολιτιστικά σύμβολα αυτής της χώρας, οι Εθνικοί της ιδεότυποι, κάτι που δεν κατανοούν οι νεόπτωχοι γραικύλοι,οι θιασώτες του τζόγου και των χρηματιστηριακών κέντρων της πολιτικής, των Εθνοθρησκευτικών Ορθόδοξων Χομεϊνήδων και των χρηματολάγνων διανοούμενων.
     Ελλάδα, μια χώρα που ακόμα παραπαίει μεταξύ θανάτου και ανάστασης, μοιρολογιού και νανουρίσματος, καταστροφής και αθανασίας, παραμυθιού και τραγωδίας. Ανάμεσα στο εδώ και στο επέκεινα, ανάμεσα στο κιτς και το διαχρονικά ωραίο.
Ένα ηρωικό αντάτζιο ο αγώνας των παιδιών της. Γιαυτό και αστόχαστα και πολιτικά κοντόφθαλμα δεν υπάρχει ακόμα και σήμερα ένα κοινό μνημείο για το σύνολο των θυμάτων της εμφύλιας διαμάχης. Δεν έχει υψωθεί ένας σταυρός στην μνήμη των θυμάτων-ηρώων εκείνης της εποχής. Μια ιστορική ανασφάλεια διατρέχει ακόμα την παράδοσή της. Η Ιστορία φαίνεται ότι μόνο μέσω της Τέχνης δικαιώνεται και προσφέρει την μνημονική αθανασία, έως ότου η Μοίρα να ξετυλίξει νομοτελειακά το νήμα της ζωής από την αρχή.
     Αυτός ο ιδιοφυής μουσικοσυνθέτης με τον ψυχεγερτικό του λόγο, τον απύθμενο κοινωνικό δυναμισμό του μουσικού του ταλέντου, και το πρόωρα ανεπτυγμένο αγωνιστικό του φρόνημα, πριν ακόμα καταλαγιάσουν τα ιστορικά πάθη, πριν η μνήμη μεταλλαχθεί σε παραμυθία, πριν «σαραντίσουν» οι πληγές της συμφιλίωσης, ενοφθάλμισε το έργο του με τους σπόρους της Ειρήνης, μιας αγωνιστικής ειρήνης,και, συμφιλίωσε σε αυτό, και τις δύο αντιμαχόμενες ομόαιμες πλευρές.
Απέδωσε φόρο τιμής στους χαμένους αγγέλους και των δύο παρατάξεων. Στεφάνωσε με τον κότινο της θυσίας και τους δύο ήρωες. Αυτό είναι το πρωτοποριακό και ουσιώδες για την εποχή του μήνυμα που ξεχύθηκε από το σύνολο έργο του και από την λαϊκή του Όπερα. Το τραγούδι του νεκρού αδερφού.
      Το έργο του Θεοδωράκη, δεν καλλιεργήθηκε μέσα στην ασηπτική ατμόσφαιρα ενός στούντιο, δεν συντέθηκε κάτω από την στέγη σαλονιών μεγαλοαστών χαρτογιακάδων, δεν ανδρώθηκε από τον κομφορμισμό των Εθνικών Ωδείων. Δεν εκφράζει την ψυχρή συναισθηματική πλήξη παραισθησιογόνων ασμάτων, ούτε τραμπαλίζεται πάνω σε αστικά ερωτικά άσματα. Ενδιαφέρεται για την ιστορική αλήθεια και την υφή των κοινωνικών γεγονότων που καταγράφει,και αυτήν υμνεί με την μεγαλειώδη ατμόσφαιρά του.
Η Τέχνη του Θεοδωράκη είναι βιωματική, αναβλύζει από την λαϊκή ψυχή, κάθε νότα του και μια αγωνιστική εμπειρία, κάθε πενιά του και μια θυσιαστική στιγμή ενός ολόκληρου λαού, προέρχεται από την άοπλη ταπεινότητα του βασανισμένου ανθρώπου, την καθημερινή του αγωνιστική σταυρική αγωνία, τους διαρκείς κοινωνικούς και πολιτικούς του αγώνες.
Είναι μια τέχνη μεγαλόφρονη που θρώσκει πάντα προς τα άνω.
   Η νοηματική της διάθεση είναι εμπειρική όχι πεποιημένη, αποπνέει έναν επαναστατικό ρομαντισμό, αποτέλεσμα μιας οξύτατης παρατηρητικότητας και ερμηνείας των κοινωνικών γεγονότων, μια ισχυρή ηχητική μνήμη που συντηρεί μέσα της όλο το πάθος και την ασίγαστη φλόγα της μουσικής παράδοσης του τόπου μας.
      Δίνοντας μουσική έκφραση στον ποιητικό λόγο-τραγούδι,προσθέτει νέους ακουστικούς συνδυασμούς μέσα στις προυπάρχουσες μουσικές φόρμες και συνθέσεις. Προσφέρει λαϊκή υπόσταση στις αφηγηματικές προθέσεις του έντεχνου λόγου, και τον καθιστά κοινοποιήσιμο σε μεγαλύτερες μάζες ανθρώπων. Με τον τρόπο αυτόν πετυχαίνει ν' ανοίξει το δρόμο σε νέες φωνητικές ερμηνείες και ηχητικές εκφράσεις, ελεύθερες σε πολλαπλές αισθητικές διεξόδους. Συνδυάζει τον λυρικό υποκειμενισμό του έντεχνου ποιητικού λόγου με την αντικειμενική ιστορική συμβολική αλήθεια της ανθρώπινης τραγωδίας.Το νόημα του κειμένου ενδύεται την μουσική για να κερδίσει την λαϊκή του μεγαλοπρέπεια.
    Η Μουσική του Τέχνη, ανασταίνει την δυναμική ομορφιά του καθημερινού μόχθου του ανθρώπου, αυτήν εικονοποιεί με τις συνθέσεις του ο Θεοδωράκης σαν λαϊκός ζωγράφος, με την οικεία και εκλαϊκευμένη μουσική του αρμονία. Γιαυτό η δεσπόζουσα συγκινητική φόρτιση των μουσικών του συνθέσεων (ακόμα και αυτά που προσομοιάζουν με τις δυτικές φόρμες), καθιστά το έργο του ή σωστότερα δίνει στο έργο του την δυνατότητα όχι μόνο να ξυπνήσει μνήμες, να εγείρει κοιμισμένες συνειδήσεις, αλλά να κινητοποιήσει και να ενθουσιάσει μεγάλα πλήθη κόσμου πολύ περισσότερο από ότι θα το πετύχαινε ο οποιοσδήποτε πολιτικός λόγος των πολιτικών.
Η μουσική του διεισδύει στο κοινωνικό σώμα και το μεταπλάσει,του θυμίζει τις αρχέγονες ρίζες ελευθερίας της φυλής του,ανακαλεί πατροπαράδοτα ήθη, σκιαγραφεί την μεσόγειο ιδιοπροσωπία του.
Κάτι, που μάλλον χωρίς να έχω τα απαραίτητα εφόδια, σημειώνω,δεν το πέτυχαν οι διάφοροι μουσικοσυνθέτες της Εθνικής μας Σχολής, αλλά ούτε και η αβάσταχτη φολκλορικότητα του ύφους των έργων αρκετών νεότερων συνθετών.
     Ο Θεοδωράκης στάθηκε προφητικός σε εποχές που λιθοβολούσαν τους δασκάλους, προορατικός όταν κυβερνούσαν μύωπες ιστορικά Σερραίοι πολιτικοί, και οπισθοδρομικοί Καρδιτσιώτες κόκκινοι αγωνιστές, και αντιπολιτευόμενοι παπατζήδες πατρινοί ηγέτες, ήταν γενναίος όταν άλλοι ήσαν λιγόψυχοι.
    Μπορεί οι ατομικές του ιδεολογικές επιλογές να μας ξενίζουν,να μας ενοχλούν,οι πολιτικές του κρίσεις να μας εξοργίζουν, οι δημόσιες παρεμβάσεις του να μας αφήνουν αδιάφορους ακόμα και σήμερα, και ίσως έτσι να συμβαίνει (τον θέλουμε στο έδρανο του αμφισβητία ηγήτορα,και όχι στο ρόλο του διακριτικού πυροσβέστη,απέναντι στην εκάστοτε εξουσία και όχι συνοδοιπόρο της).
     Αν όμως διαχωρίσει κανείς τον μουσικό δημιουργό από το δημιούργημα, και το εξετάσει στην εποχή του και στις συγκεκριμένες συνθήκες που το κυοφόρησαν, τότε θα ανακαλύψουμε το μεγαλείο της προσφοράς του, που δεν παύει να είναι μια στιλπνή ψηφίδα του πολιτιστικού μας οικοδομήματος στον αιώνα που φεύγει και ευτυχώς και στον επόμενο.
    Ο Ζεράρ Πιερά, γράφει για εκείνον: «Ο αγαπητός μας Μίκης. Πώς να τα βάλουμε μαζί του, όταν φαίνεται να πασχίζει χρόνια τώρα να ενσαρκώσει με αδιάπτωτη και συνεχή ειλικρίνεια την κάθε μία από τις δικές μας αντιφάσεις…».
     Το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού, ανήκει στην δεύτερη περίοδο της συνθετικής του δημιουργίας, 1960-1967, και έρχεται μετά το έργο του Άξιον Εστί, πάνω σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη και την μεγάλη λαϊκή επιτυχία του Επιτάφιου,του Γιάννη Ρίτσου.
Ένα έργο που προετοίμασε την λαϊκή κάθοδο του Θεοδωράκη στην πολιτική και καλλιτεχνική παλαίστρα.
Έγινε πολιτική μαγιά για τους κατατρεγμένους Έλληνες και σήμα λαϊκού κοινωνικού κινδύνου για την εξουσία. Μια ολόκληρη εποχή, εκφράστηκε με αυτά τα τραγούδια.
Ο Θεοδωράκης, έκανε την μελοποιημένη έντεχνη ποίηση Δούρειο Ίππο ενάντια στην εξουσία. Ήταν το τούνελ που διοχετεύονταν το λαϊκό επαναστατικό φρόνημα ενός ολόκληρου λαού.
    Το Τραγούδι γράφτηκε το 1960 στο Παρίσι, και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1962 από το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη,σε σκηνοθεσία Πέλου Κατσέλη.
Το 1980 για δεύτερη φορά ανεβάστηκε στο Θέατρο σε σκηνοθεσία του Αλέξη Σολομού.Και στις δύο περιπτώσεις δεν έγινε ευχάριστα αποδεκτό από το κοινό. Θυμάμαι την σκηνοθεσία του Σολομού που αν δεν γιουχαΐστηκε,πάντως σίγουρα, αποδοκιμάστηκε προς πικρή απογοήτευση του τότε επαναστάτη νεανία και κουλτουριάρη από τον Πειραιά, αλλά και σφόδρα τότε,ερωτευμένου. Άλλες εποχές άλλες φιλίες, άλλα ερωτικά σκιρτήματα.
    Το έργο αντιμετωπίστηκε και όχι άδικα,με μια ευεξήγητη απογοήτευση, και μια κάποια ιδεολογική καχυποψία. Ορισμένα όμως τραγούδια του έργου όπως: το «Απρίλη μου ξανθέ και Μάη μυρωδάτε», το «Δυό γιούς είχες μανούλα μου» το «Ένα δειλινό, ένα δειλινό σε δέσαν στο σταυρό» και το ερωτικότατο «Τα μεσάνυχτα που σμίγουνε οι ώρες προδομένη μου αγάπη…», κατόρθωσαν να γίνουν δημοφιλέστατα και να ακολουθήσουν μια αυτόνομη πορεία, μέσα στην λαϊκή μουσική συνείδηση, ανεξάρτητα από το έργο.
    Η λαϊκή αυτή Όπερα, όπως και ο ίδιος ο συνθέτης μας λέει, εκδόθηκε σε ξεχωριστό βιβλίο το 1974 από τις εκδόσεις Πλειάς και συμπεριλαμβάνεται για δεύτερη φορά στον δεύτερο τόμο της Μελοποιημένης Ποίησης του συνθέτη, από τις εκδόσεις ΄Υψιλον 1998
      Το έργο διακρίνεται για τα εξαιρετικής υφής λυρικά του κομμάτια,μιας σπαραχτικής σύνθεσης και ενός ηρωικού μεγαλείου.Όμως ηττάται από το ίδιο το κείμενο,ένα κείμενο άτονο,χαλαρό,μέχρι ξεχειλώματος, άνευρο για το  θέμα που διαπραγματεύεται, και μάλλον βαρετό. Λυγίζει από διαλόγους επιεικώς θα γράφαμε χωρίς τεχνική αρτιότητα, χωρίς δραματικό βάθος, και ενίοτε χωρίς δραματικότητα.
Δυστυχώς τα μελωδικότατα και τρυφερά τραγούδια, αυτά τα επικά ρεμπέτικα, παγιδεύονται από ένα απρόσφορο πέρα από τις προθέσεις του δημιουργού κείμενο.
Οι θερμές και ενθουσιώδεις αυτές ηχητικές φωνές δεν ανακαλύπτουν το αντίκρισμά τους στο ρηχό αυτό λιμπρέτο.Η μουσική φόρμα μένει μετέωρη και η μελαγχολική της διάθεση προσκρούει πολλές φορές, σεένανυποτονικό,αφηγηματικό σχολιασμό. Ασφαλώς στα θετικά του έργου,είναι,ο ευδιάκριτος από πλευράς μορφολογίας και στοιχείων δομής συγγενικός δεσμός του με την αρχαία ελληνική τραγωδία, όπως εύστοχα έχει επισημανθεί.Το λιμπρέτο όμως, χωλαίνει αβάσταχτα.
Η ισχνή αφηγηματική του δομή υποσκάπτει τα εξαίσια τραγούδια-χορικά,και δυσκολεύει την εκφραστική τους απογείωση,ιδιαίτερα,των τόσο τρυφερών νανουρισμάτων-μοιρολογιών,από τις δυστοτόκες μανάδες. Αφήνει ακόμα μετέωρο τον αδρό αισθησιασμό της ρεμπέτικης μελωδίας. Ξεχωρίζει επίσης η Ορχηστική πανδαισία που επιβάλλει τη δική της παρουσία αποκαλύπτοντάς μας το θαύμα των ήχων,των φωνών,του λυγρού ακούσματος του μπουζουκιού.
     Η μουσική από μόνη της κατορθώνει να εκφράσει το όνειρο, την μαγεία, την θυσία των ηρώων, να υποδηλώσει τον αγώνα και την προσπάθεια συμφιλίωσης.Μια μουσική, που μεθάει με το αθάνατο κρασί της ελληνικής αντίστασης.
     Στην τωρινή θεατρική απόδοση ο σκηνοθέτης κύριος Θανάσης Παπαγεωργίου, θέλησε να δώσει στο έργο μια σύγχρονη μορφή, να το κάνει εκφραστή των σημερινών κοινωνικών προβλημάτων χωρίς όμως κατά την γνώμη μου επιτυχία.
Πώς να διδάξεις ηθοποιούς ελλείψει αφηγηματικών χαρακτήρων; Η σκηνοθετική πρόθεση δεν είχε εσωτερικούς αρμούς, στηρίζονταν σε έναν σκελετό χωρίς σπονδύλους. Οι αναιμικές σκηνές δεν έδεναν με την μαγεία της μουσικής ατμόσφαιρας. Οι παντομιμικές κινήσεις δεν είχαν την ρυθμική ζωντάνια που επέβαλλε η μουσική υπόδειξη.
Ο χορός μόνο, αρκετές φορές ενσωματώνονταν στην μουσική αχλή. Ασφαλώς,δεν ευθύνεται γιαυτό,ο έμπειρος και αξιόλογος σκηνοθέτης, είχε να κάνει με ένα αδούλευτο και ακατέργαστο κείμενο.
Η Μπρεχτική αποστασιοποίηση από μόνη της δεν είναι ικανοποιητικός παράγοντας για να καλύψει την έλλειψη θεατρικών συμβόλων ακόμα και αν αυτά είναι δάνεια της αρχαίας τραγωδίας.
      Ο στόμφος πλεόναζε και οι φιγούρες έμοιαζαν με καρικατούρες, το δε μήνυμα παλαιικό και άκαιρο για την εποχή μας. Η μουσική όμως πρόσκληση ήταν φανταστική, μαγευτική ακόμα και σήμερα, θεϊκή όπως αρμόζει σε έναν Θεοδωράκη.
     Ο Δημήτρης Μητροπάνος, στον ρόλο του λαϊκού τραγουδιστή προκαλούσε ρίγος.Η φωνή του συγκινητική, αποκαλυπτική.Με δέος επίσης, παρακολουθήσαμε, και τους εξαίρετους συνεργάτες του μουσικοσυνθέτη, τον Λάκη Καρνέζη και τον Κώστα Παπαδόπουλο,τους βιρτουόζους του μπουζουκιού.Η κυρία Λήδα Πρωτοψάλτη και ο κύριος Δημήτριος Ιωακειμίδης, στον ρόλο της Μάνας η πρώτη,και του τυφλού πατέρα ο δεύτερος (Οιδίποδας)  έκαναν, ότι μπορούσαν για να περισώσουν το πομπώδες και άχαρο κείμενο.
Οι χορογραφίες της κυρίας Μαρίας Αλαβάνου κρατούσαν το ενδιαφέρον και βοηθούσαν ενίοτε τον σκηνοθέτη.
Τα κοστούμια και τα σκηνικά χωρίς σχόλιο.
Ο υπόλοιπος πολυμελής θίασος απλά χαίρονταν που υποδύονταν «ρόλους» του Θεοδωράκη.
     Αν δεν λαθεύω στα ανωτέρω, τότε γεννάται το ερώτημα, γιατί επιλέχθηκε ο συγκεκριμένος χρόνος για να παρουσιασθεί αυτό το πειραματικών προθέσεων πολιτικό κείμενο;
Ασφαλώς όχι γιατί εκφράζει την εποχή μας και τον κοινωνικό της δυναμισμό. Το έργο σχεδιάστηκε για να πετύχει τον στόχο του σε άλλες εποχές, η προσφορά του ανήκει πλέον στην ιστορία, τα τραγούδια του ακολούθησαν την αυτόνομη πορεία τους, και ευτυχώς, ανεξάρτητη από το κείμενο και αυτό δεν είναι ίσως τυχαίο.
Το έργο μάλλον ανεβάστηκε για να τιμηθεί ο μεγάλος λαϊκός μας αοιδός της ελληνικής ψυχής.Ο συμφιλιωτικός εκφραστής των εθνικών μας τραυμάτων, και από αυτήν την σκοπιά πέτυχε τον  στόχο του.Τιμήθηκε ο ηφαιστειογενής ζωντάνιας και δράσης βάρδος, που οι νεφελώδεις πολιτικές εκρήξεις του  αποτελούν για τον ίδιο τρόπο ζωής, πηγή δημιουργικού προβληματισμού.
    Και ο Μίκης Θεοδωράκης, δεν είναι ασφαλώς μόνον ο συγγραφέας του Τραγουδιού του Νεκρού Αδελφού.
   Είναι ο εθνικός λαϊκός αοιδός μας, κάτι που μάλλον δεν κατόρθωσαν ούτε ο Μανώλης Καλομοίρης, ούτε ο Νίκος Σκαλκώτας στην εποχή τους.
     Ο Μίκης Θεοδωράκης εκφράζει την επική μας διάθεση, όπως αντίστοιχα ο Μάνος Χατζιδάκις τον ερωτικό μας οίστρο, την παιδική μας ευαισθησία και τα όνειρα, ο Βασίλης Τσιτσάνης τον κοινωνικό μας καημό, και ο Μάρκος Βαμβακάρης την τρυφεράδα της μάγκικης λεβεντιάς μας.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα, 
«Η Φωνή του Πειραιώς» Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 1999, σελίδες 4,7.

Πειραιάς,Κυριακή,8-Δεκεμβρίου-2013.                                        

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου