Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

Η.ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗΣ-Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ

ΗΛΙΑΣ  ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗΣ

«Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ»

Από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος

     Το θεατρικό έργο του Ηλία Καπετανάκη (1859-1922), εμφανίζεται στην διάρκεια μιας από τις πιο σημαντικές δεκαετίες στην ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου.
Το 1890 έχουμε την εμφάνιση του κωμειδυλλίου με το έργο «Η τύχη της Μαρούλας» του Δημητρίου Κορομηλά. Την ίδια περίοδο έχουμε τα πρώτα έργα του Γρηγορίου Ξενόπουλου, την «Φαύστα» του Δημητρίου Βερναρδάκη, το «Ταξίδι» του Γιάννη Ψυχάρη, τον «Τάφο» του Κωστή Παλαμά, τα «Τείχη» του Κωνσταντίνου Καβάφη κ.λ.π.
Παράλληλα με το κωμειδύλλιο είχε διαμορφωθεί και το δραματικό ειδύλλιο αντίστοιχα, σαν προσπάθεια για ανανέωση του είδους, μπορεί να θεωρηθεί η μουσική κωμωδία με πρότυπο τον «Γενικό Γραμματέα» γράφει ο ιστορικός της λογοτεχνίας Κωνσταντίνος Θ. Δημαράς.
     Το κωμειδύλλιο συνταιριάζει την κοινωνική δραματουργία με την επεξεργασμένη φινέτσα της αστικής κωμωδίας, έχοντας ακόμα και στοιχεία από την οπερέτα.
     Ο Ηλίας Καπετανάκης, αυτός που μοιάζει με την λέαινα του μύθου, όπως γράφει στην Ιστορία του νεοελληνικού Θεάτρου ο σοφός δάσκαλος Γιάννης Σιδέρης, γνωρίζοντας καλά την θεατρική τεχνική και τέχνη του κωμειδύλλιου χωρίς να αποκοπεί από τις γενεσιουργές αιτίες και θεματογραφικές του ρίζες, σχεδίασε (μια κωμωδία μετ’ ασμάτων, όπως έλεγε το έργο αυτό),ένα νατουραλιστικό, ηθογραφικό έργο, υψηλών προδιαγραφών, θαυμάσιων χρωμάτων και αρμονικών θεατρικών τόνων, επίκαιρων μηνυμάτων σύγχρονο ακόμα και στις μέρες μας. Ένα έργο που ανήκει στην θεατρική μας παράδοση και όχι στο θεατρικό μας μουσείο.
    Το έργο, γνώρισε στην εποχή του (ανέβηκε για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 1893, από το θίασο Αλεξιάδη-Παντόπουλου, στο Θέατρο Τσόχα) αλλά και αργότερα, με τεράστια λαϊκή επιτυχία. Δικαίως ο συγγραφέας του θεωρείται ένας από τους εισηγητές της θεατρικής λαϊκής επιθεώρησης, αν και όπως σημειώνει ο συγγραφέας Γιώργος Βαλέτας,«ήταν καθαρεουσιάνος κι αυτό τον έθαψε λογοτεχνικά».
Η σχέση του Καπετανάκη με το θέατρο υπήρξε ολιγόχρονη, σημειώνει ο μελετητής του θεάτρου Δημήτρης Σπαθής, η παρουσία του ωστόσο αποτέλεσε σημαντικό σταθμό στην εξέλιξη της νεοελληνικής κωμωδιογραφίας.
Ο Ηλίας Καπετανάκης σχεδίασε μια «μικροαστικών» προδιαγραφών ηθογραφία, γρήγορων ρυθμών, ευχάριστων σκηνικών διαθέσεων, υπερβολικών ορισμένες φορές κωμικών εναλλαγών, ευφυέστατων εσωτερικών καταστάσεων και χαριτωμένων αλλά τραγελαφικών στιγμιότυπων.
Σε μια γλώσσα στρωτή, οικεία, ευχάριστων τόνων,συνδυάζοντας την πολιτική σάτιρα-αρκετή συχνή στο κωμειδύλλιο και την επιθεώρηση-με την αστική ηθογραφική ματιά της γενιάς του, στηλίτευσε με ζήλο και σαρκασμό την αχρειότητα της δήθεν καλής Αθηναϊκής κοινωνίας και των εκπροσώπων της, διακωμώδησε την διαφθορά της και τα πάθη και έδειξε με γλαφυρότητα τον ανόητο πιθηκισμό της. Τις βλαβερές συνέπειες του Βαλκανικού Αστικού Κοινοβουλευτισμού της εποχής του. Με αρκετή δόση δηκτικής διάθεσης, γελοιογράφησε την κομματική φαυλότητα, τα οικονομικά συμφέροντα, τις άνομες συναλλαγές διεφθαρμένων πολιτικών,και πολιτικών συμπεριφορών,επίσης, σχολίασε τις επικίνδυνες χρηματιστηριακές συναλλαγές, ζωγράφισε τα αληθινά πρόσωπα των διαφόρων κομματαρχών της Επαρχίας, την χωρίς μέτρο κούφια ξενοδουλεία, τον στείρο μιμητισμό, τους τυχάρπαστους καρεκλοκένταυρους που σπονδυλώνουν την εκάστοτε Δημόσια Διοίκηση. Καυτηρίασε την αιώνια αρετή των Ελλήνων, δηλαδή την χωρίς κρίση και αιδώ ρουσφετολογία, τον έντονο φατριασμό, την διασπάθιση του δημόσιου χρήματος, την καφροειδή ψηφοθηρία των κομματικών σχηματισμών. Αποτύπωσε επίσης την αλόγιστη προσπάθεια μωρόπιστων επαρχιωτών και πτωχαλαζόνων ατόμων(Ελλήνων φυσικά) για αστικοποίηση και ακύρωση των προσωπικών τους οραμάτων. Η κλαυσιγελική του διάθεση και η πολιτική του παρώδηση στρέφεται περισσότερο στις πολιτικές προσωπικότητες, στις διάφορες κομματικές φιγούρες, τα σαθρά ανδρείκελα της πολιτικής της κομματικής πολιτικής, παρά στις πολιτικές θέσεις και στα ισχνά προγράμματα των κομμάτων και στους συνεχείς διαξιφισμούς τους.
Οικοδομεί μια ηθογραφική κωμωδία των «μικροαστικών» συνηθειών και πολιτικής επαρχιώτικων προδιαγραφών και των ατόμων που την στελεχώνουν. Εμφορείται από ένα κριτικό πολιτικό ενθουσιασμό, παρά από μια αισθηματολογική διάθεση ή σχεδιασμό αισθητικών θεατρικών τεχνικών. Γιαυτό και ο έντονος κηρυγματικός τόνος σε ορισμένα σημεία του έργου.Τα κίνητρα των ηρώων του, προέρχονται από εξωγενείς παράγοντες από εκεί και τα προβλήματά τους, παρά, από τον εσωτερικό τους κόσμο, από τις όποιες εσωτερικές διχοστασίες της ψυχής τους.
Ο Καπετανάκης, δεν κοιτά από την κλειδαρότρυπα τα πράγματα και τις κοινωνικές καταστάσεις και πολιτικές παθογένειες, αλλά τα ξεδιπλώνει στο φως της θεατρικής σκηνής.
Οι ήρωές του, έχουν θα γράφαμε ηθικά αισθήματα, παρ’ ότι είναι κατά περίσταση άμυαλοι. Η κωμική του κριτική ματιά είναι άκρως τολμηρή-για τα δεδομένα της εποχής του-είναι σαφής, χωρίς σαρκαστικούς περιορισμούς ποτέ όμως δεν γίνεται απρεπής, χυδαία, άκομψη. Δεν υπερβαίνει ποτέ τους κανόνες της κωμικής φινέτσας και του κόσμιου ύφους, όπως πάλι, δεν γίνεται επαναστάτης, ανατροπέας, ρηξικέλευθος μεταρρυθμιστής των κακών κειμένων της κοινωνίας, γνωρίζει τα δικά του συγγραφικά όρια και μέχρι που μπορεί να φθάσει.
Ο Καπετανάκης δεν στέκεται στην επιφάνεια των προβλημάτων, παρακολουθεί με σταθερό βλέμμα την αργή και βέβαιη σήψη, την αναμενόμενη σήψη μιας ολόκληρης κοινωνίας και τον φανερό εκμαυλισμό όσων προσπαθούν να μιμηθούν τους τρόπους και τα πρότυπά της. Χωρίς να είναι εφοδιασμένος με τις φραστικές εκείνες λεπτότητες που απαιτεί το θεατρικό είδος που υπηρετεί, αλλά και χωρίς να καταφεύγει σε λεκτικά ρητορικά σχήματα, μας αποκαλύπτει τις μύχιες σκέψεις των ηρώων του, τις αχαλίνωτες φιλοδοξίες τους, τον τρόπο κοινωνικής συμπεριφοράς τους, με έναν θεατρικό τρόπο εγκάρδιο, με μια γραφή θα λέγαμε θερμή, ανοιχτόκαρδη, και με έναν βαθύ κοινωνικό προβληματισμό και ίσως-ίσως απογοήτευσης.
     Μπορεί να μην αναστοιχώνει την παράδοση μέσα στο έργο του, ούτε να αναπλάθει τις σταθερές αξίες της και τις αρχετυπικές της παραμέτρους, όμως δεν παύει να την υπηρετεί με σθένος και με τον δικό του ατομικό τρόπο, αποδεχόμενός την.Πίσω από την φαρσική επιφάνεια, κρύβεται ένας βαθύτατος κοινωνικός προβληματισμός. Ας μην μας διαφεύγει ότι, την ίδια περίοδο περίπου, ο πατέρας της Ελληνικής Λαογραφίας, Νικόλαος Πολίτης, προσπαθούσε να διαμορφώσει την Εθνική μας άποψη για το τι είναι παράδοση. Και από την άλλη, οι ζωγράφοι Νικηφόρος  Λύτρας, και Νικόλαος Γύζης και άλλοι, εμφυσούσαν στο έργο τους ηθογραφικούς προβληματισμούς της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης.
     Ο Ηλίας Καπετανάκης, δεν υμνεί ταριχευμένες αξίες και πρότυπα,(σκουριασμένων σνομπαριών θα λέγαμε)αλλά διασώζει ακόμα ζωντανούς φυλετικούς χαρακτήρες, εθνικά ζυμώματα πολιτιστικής ενέργειας. Υπήρξε άριστος τεχνίτης της περιγραφής των ηθών της εποχής του. Ένας οξυδερκής παρατηρητής των φιλοδοξιών και όποιων προθέσεων των καθημερινών ανθρώπων της εποχής του. Το μικρό σε έκταση αλλά απολαυστικό διαχρονικά θεατρικό του έργο περιέχει αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ο Καπετανάκης δεν ζει ξεκομμένος από τον περίγυρό του, χωρίς όμως να αποτελεί ο ίδιος ο συγγραφέας τον κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο ξετυλίγεται ο θεατρικός του καμβάς. Εμπλουτίζοντας την θεατρική του φόρμα με γεγονότα και περιστατικά από την προσωπική του κοινωνική ζωή και την ατομική του σταδιοδρομία, μπολιάζει την προβληματική του με οικεία στοιχεία-αναγνωρίσιμα στίγματα-και μας υπογραμμίζει εύστοχα την σημαντική μηνυματικών του προθέσεων και θεατρικών φιλοδοξιών.
Ο Καπετανάκης προσδιορίζει τους ήρωές του όχι μόνο ως έννοια οικονομική, αλλά και ως ψυχολογική θα σημειώναμε. Ο αστικός και μικροαστικός κόσμος έχουν την δική τους χαρακτηρολογία, την δική τους κινησιολογία μέσα στον ιστορικό και πολιτικό χρόνο, την ιδιαίτερή τους φρασεολογία και κώδικες αναγνωρισιμότητας. Όπως αντίστοιχα έχει την δική του τυπολογία ο κόσμος της επαρχίας. Οι εμπειρίες τους είναι διαφορετικές, οι στόχοι τους δεν ταυτίζονται, ο πολιτικός τους προβληματισμός δεν συμπίπτει, οι κοινωνικές τους επιδιώξεις δεν ταιριάζουν. Ο ενδυματολογικός τους κώδικας, η γλωσσική τους τυπολογία, οι πολιτιστικές τους αναφορές, οι μουσικές τους προτιμήσεις, οι χορευτικές τους εκδηλώσεις, και οι οραματικές τους για την ζωή προθέσεις υποδηλώνουν το χάσμα που υπάρχει ανάμεσά τους. Οι μεν απορρίπτουν, οι δε διαιωνίζουν. Οι μεν προσκολλούνται σε χαρές της στιγμής, οι δε αναζητούν τις πατρογονικές τους σταθερές. Η ευθυβολία της κριτικής του είναι καταπληκτική. Αν και την κοινόχρηστη αυτή πινακοθήκη των κωμικών και όχι μόνο χαρακτήρων, την διαπερνά ένας όχι και τόσο διακριτικός εξιδανικευτικός ρομαντισμός,ένας ρομαντισμός που συναιρεί τα σημαντικότερα ηθογραφικά γνωρίσματα και φυλετικά χαρακτηριστικά του Έθνους μας.
     Το έργο παίχτηκε αρκετές φορές από διάφορους θιάσους  πάντα θα γράφαμε με αρκετή επιτυχία.
Θυμόμαστε τις αξιοπρόσεχτες σκηνοθετικές προσεγγίσεις των: Νίκου Αρμάου το 1987, του Διαγόρα Χρονόπουλου με τα ωραία σκηνικά του Πειραιώτη εικαστικού και δασκάλου Γιάννη Τσαρούχη το 1988 και την κεφάτη και απολαυστική παράσταση του Βασίλη Νικολαϊδη το 1995.
     Την φετινή σκηνοθεσία του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος την έκανε η γνωστή και καταξιωμένη της θεατρικής τέχνης σκηνοθέτης η Έρση Βασιλακιώτη με βοηθό, την Σοφία Ευτυχιάδου.
     Η σκηνοθέτης σεβάστηκε τις αρχές του κωμειδύλλιου και προσέγγισε με διακριτικότητα, ευαισθησία και αρκετή ποσότητα χιούμορ την κριτική προβληματική του συγγραφέα και διακόνησε με ευαισθησία τις προθέσεις του.
Η όμορη στα ήθη τις συνήθειες και τις πολιτικές πρακτικές δεκαετία του 1950 εποχή, την βοήθησε να καδράρει την δική της θέση με νοσταλγία και σκεπτικισμό. Τα φιλμικά στιγμιότυπα και η ατμόσφαιρα των διαφόρων ταινιών της εποχής εκείνης και αργότερα, την βοήθησαν να σχολιάσει καλύτερα το έργο του Καπετανάκη.
(Ποιος δεν θυμάται τις γνωστές ατάκες του Λάμπρου Κωνσταντάρα από την γνωστή ταινία, αλλά και του αξέχαστου Διονύση Παπαγιαννόπουλου-κάποτε κατοικούσε στην οδό Καραϊσκου στον Πειραιά-, σε ερώτηση αν είχε δουλέψει ποτέ του απάντησε: «μα εγώ είμαι του κόμματος» ή του Αυδή, το «ετελείωσε-ετελείωσε», ή του αξέχαστου Παντελή Ζερβού με τον Ντίνο Ηλιόπουλο και τόσες άλλες χαρακτηριστικές κινηματογραφικές σκηνές της διαχρονικής παθογένειας και πολιτικού καιροσκοπισμού της ελληνικής πολιτικής και κοινωνικής μας ζωής).
Οι κινηματογραφικές παρεμβολές έδεναν με την σύνολη εικόνα της θεατρικής ατμόσφαιρας και βοηθούσαν τον θεατή στην κατανόηση της συνειρμικής προβληματικής της σκηνοθετικής αναφοράς. Με σαρκασμό και ένα σκερτσόζικο ύφος, φώτισε την θέση των προσώπων μέσα στον ιστορικό χώρο και ανέδειξε όλη την αντιφατικότητα των παγιδευμένων χαρακτήρων τους. Επεσήμανε την καταγγελία του Καπετανάκη, υπογράμμισε την ατμόσφαιρα που εξελίσσονται τα γεγονότα, ανέδειξε τους χαρακτηρολογικούς χρωματισμούς, τόνισε τα διαχρονικά αγιάτρευτα πάθη της φυλής μας, εικονογράφησε τα ευγενικά άλλοθι, και τις μηχανορραφίες των διαπλεκόμενων συμφερόντων χωρίς να βαρύνει το έργο με μια αβάσταχτη πολιτικολογία.Το σκερτσόζικο στιλ, η χαρούμενη ατμόσφαιρα, η εύχαρις διάθεση, ο κλαυσίγελος πρυτάνευσαν στο έργο. Ήταν μια εξωστρεφής προκλητική ενίοτε παράσταση, με γρήγορους ρυθμούς που άλλοτε γέλαγες με την ψυχή σου και άλλοτε έμενες σκεπτικός και αναρωτιόσουν αν άλλαξαν τα πράγματα, τα ήθη και οι συνήθειες από την εποχή που ο συγγραφέας έγραψε το έργο.
Οφείλουμε να αναφέρουμε ακόμα, την πολύ καλή άρθρωση των ηθοποιών, το γκροτέσκο ύφος τους και την διασκεδαστική τους διάθεση που μεταδίδονταν με μεγάλη άνεση και στους θεατές. Και αυτό πιστεύω είναι πολύ σημαντικό σε μια θεατρική πρόταση.
Η μουσική του Ηρακλή Πασχαλίδη ήταν ευφρόσυνη και ανακαλούσε στην μνήμη μας ενδιαφέροντα ακούσματα της παράδοσης.
Οι χορογραφίες του Κώστα Πετρίτη έδεναν με τις σκηνές και έσπασαν πολλές φορές το φόρτο του συναισθηματικού ντρεσαρίσματος.
Τα λυρικά σκετς είχαν ένα ενιαίο ύφος με τις στροβιλίζουσες σκηνές και προσέφεραν έναν εύθυμο τόνο και αρκετό κέφι στην σύνολη σκηνοθετική προσέγγιση.
Τα κοστούμια των ηθοποιών και το σκηνικό των Χρήστου Μπρούφα και Νίκου Πολίτη απεικόνιζαν με σαφήνεια την ατμόσφαιρα της εποχής που διαδραματίζονταν τα γεγονότα.
Η αισθητική τους πρόταση συνόρευε με τις αντίστοιχες προτάσεις και σεναριακούς τονισμούς των διαφόρων ταινιών που προβάλλονταν παρεμβλητικά.
Οι ηθοποιοί σαν σύνολο, απέδωσαν την ατμόσφαιρα της εποχής, αποκρυστάλλωσαν το μήνυμα του συγγραφέα και τόνισαν τις διάφορες κοινωνικές παραμέτρους της κωμωδίας.
Ο Γιάννης Μόρτζος, ως Λάμπρος(Γενικός Γραμματέας) έπλασε έναν ρόλο επάξιο της φήμης του. Απέδωσε τον επαρχιώτη κομματάρχη με συνέπεια, ακρίβεια και την απαραίτητη γελοιογράφησή του. Ισοζύγιασε το γέλιο με τον σκεπτικισμό και πειραματίστηκε σε χώρους που κατέχει καλά. Ο λόγος του καθαρός με τις σχετικές αποχρώσεις της ντοπιολαλιάς, οι σωματικές του κινήσεις ήσαν ελεγχόμενες, το ύφος όπως το απαιτούσε η περίσταση του ρόλου του. ένας ρόλος που του πήγαινε γάντι θα λέγαμε.
Η Σάσα Καστούρα, ως Πηνελόπη(σύζυγος του Λάμπρου) μας έδωσε την κομψευόμενη γυναίκα, με την αγιάτρευτη μωροπιστία της που γίνεται γελοία μαϊμουδίζοντας τους ακαταλαβίστικους τρόπους της καλής κοινωνίας που διακαώς φιλοδοξεί να γίνει μέλος.(αν και κατά βάθος παραμένει θα λέγαμε σήμερα, μια χωριάτα του κερατά). Εξωστρεφής και μπριόζα, πονηρή και αφελής, δικαίωσε τον ρόλο της. Πιστεύω ότι αυτή η καλή ηθοποιός θα έπρεπε να εμφανίζεται συχνότερα στο σανίδι.
Η Θηρεσία Μανωλίδου, ως Θεώνη(αδερφή του Λάμπρου), έπλασε έναν ευχάριστο και όχι βαρετό ρόλο, άμυαλης, φιλάρεσκης γεροντοκόρης, που αρέσκεται στα ψεύτικα λόγια και τις μεγάλες υποσχέσεις. Μια γεροντοκόρη που θύμιζε λίγο την αξέχαστη και θεσπέσια Γεωργία Βασιλειάδου. Η σκηνή και η ενδυματολογική πρόταση της υποτιθέμενης διαφυγής της με τον νεαρό προικοθήρα ήταν εκπληκτική. Τόσο εμφανισιακά όσο και γλωσσικά ήταν σωστή μέσα στην ματαιόσπουδη ξιπασιά της.
Ο Νίκος Καπέλος, ως υιός Θεόδωρος και η Κατερίνα Λούρη, ως Μαγδαληνή θυγατέρα, έφτιαξαν ένα θαυμάσιο ντουέτο που με ζωντάνια, χιούμορ και μπρίο, σκιτσάρισαν ένα μπεμπεκίστικο δίδυμο που παρέπεμπε σε αρκετά όμοιά τους του Ελληνικού κινηματογράφου.
Ο Στέργιος Τζαφέρης, ως Ζωρζ, έπλασε έναν ικανοποιητικό σελέμη, επαγγελματία προικοθήρα κάπως υπερκινητικό.
Ο Φάνης Μπουντούρογλου, ήταν απολαυστικός ως αρραβωνιαστικός της Θεώνης, ξεσάλωσε θα γράφαμε πάνω στην σκηνή, ένα σπάνιο ταλέντο υποκριτικής τεχνικής.
Κάπως βαρύς ήταν ο Θόδωρος Συριώτης, ως Στρατήγης αν και απέδωσε την αξιοπρέπεια του «Μπαρμπαγιώργου» χωρίς ασφαλώς την καρικατουρίστικη μορφή του που βλέπουμε στο Θέατρο Σκιών. Ένας κάπως μονοκόμματος φουστανελάς που όπως είπε στην τριακοστή πρώτη σκηνή του έργου: «Όχι δεν είμαστε άγγελοι, είμαστε άνθρωποι που δεν επρόφτασαν ακόμα να μας εξαχρειώσουν αυτοί». Από τις ωραιότερες και πιο εύστοχες ατάκες του έργου.
Οι υπόλοιποι ηθοποιοί ήσαν ικανοποιητικοί και ευχάριστοι, δημιούργησαν τους ρόλους τους  με ευσυνειδησία και μεράκι.
     Μια ευχάριστη και κεφάτη παράσταση ενίοτε και μελαγχολική, καθώς διαπιστώνουμε ότι ακόμα και σήμερα ο θεατρικός λόγος του Ηλία Καπετανάκη, παραμένει δραματικά επίκαιρος, και ότι με τις υπάρχουσες κοινωνικές και πολιτικές δομές, τις συγκεκριμένες οικονομικές συνθήκες, τα προβλήματα διαιωνίζονται και η θεατρική τέχνη θα εξακολουθεί να αντανακλά και στο μέλλον τις πηγές και αναφορές της.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα, «Η Φωνή του Πειραιώς» Τρίτη 2 Νοεμβρίου 1999, σελίδες 4,5.
Πειραιάς, Κυριακή, 15 Δεκεμβρίου 2013.

Υ. Γ. Τι να πει κανείς σήμερα μετά από 14 χρόνια της συγγραφής αυτής της θεατρικής προσέγγισης. Τα ίδια και χειρότερα. Τον μόνο Καπετανάκη που γνωρίζουν οι νεοέλληνες είναι αυτόν του άσματος «δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη γλυκό μου κοριτσάκι…» αν το γράφω σωστά, αν και το τραγουδάκι αυτό είναι γουστόζικο και το έχω δει να το χορεύουνε κυκλικά σε μαγαζιά της Τρούμπας του Πειραιά. Κατά τα άλλα το Βαλκανικό Ελλαδιστάν πορεύεται απτόητο στην καταστροφή και ημείς και υμείς άδομεν περί φορολογικών αδιεξόδων.
Η Ελλάδα που αντιστέκεται η Ελλάδα που επιμένει, και όποιος δεν καταλαβαίνει, τον εκμεταλλεύονται και τον σκλαβώνουν οι συνέλληνες κάτοικοι της χώρας του.
Από τους Ξένους κατακτητές απαλλαγήκαμεν από τους Έλληνες πότε;
    
                                
            

          

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου