Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

ΑΧΑΡΝΗΣ

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

«ΑΧΑΡΝΗΣ»

     Τι είναι αλήθεια ο Αριστοφάνης;
Κωμωδός ή Επιθεωρησιογράφος; Σατιρολόγος ποιητής ή επαγγελματίας χρονογράφος; Λιβελογράφος ή χιουμορίστας δημιουργός συνεχιστής της παλαιάς κωμωδίας; Συντηρητικός αριστοκράτης που παρωδεί την Αθηναϊκή κοινωνία της εποχής του ή ρηξικέλευθος σατιριστής που στηλιτεύει την πολιτική φιλοσοφία του Δημοκρατικού πολιτεύματος και των υποστηρικτών της; Αντιδιανοούμενος στοχαστής ή ενσυνείδητος «λαϊκιστής»; Βωμολοχεί ή γελοιογραφεί; Κωμωδεί τους συγχρόνους του με την πλούσια υπαινικτική θεατρική του γλωσσική αμφισημία ή τους διδάσκει και φρονηματίζει υιοθετώντας τις ποικίλες αποχρώσεις της υπερβολής;
Σήμερα θα τον παρουσιάζαμε με τον Λαζόπουλο ή τον Αρκά;
          Ποια είναι η θεατρική του ιδεολογία, ποιο το κοινωνικό του ιδεώδες, ο πολιτικός του ιδεότυπος, η θρησκευτική του μεταφυσική;
Αν παραβλέψουμε τα πολιτιστικά συμφραζόμενα της εποχής του, μπορούμε να κατανοήσουμε επαρκώς τα λογοπαίγνια του, τη σκωπτική του γλώσσα, την υπονομευτική του πρόθεση, την σατιρική του διάθεση, τις κωμικές του ύφους του συνδηλώσεις, την παρωδία του, τον πανηγυριώτικο χαρακτήρα του θεατρικού του λόγου, το χιούμορ του. Το πρωτότυπο τέλος κοινωνικής οργάνωσης και πολιτικής διοίκησης που μας προτείνει είναι εφικτό;
      Οι διάφορες κλίμακες του ύφους του, οι ποικίλοι γλωσσικοί του τονισμοί και αποχρώσεις, η θεατρική του ευρηματικότητα, τα κωμικά του ιντερλούδια, η συσσωρευτική χιουμοριστική του διάθεση, οι έντονες ιθυφαλλικές παρεμβολές του που ανιχνεύουμε στις κωμωδίες του, καθορίζουν μάλλον δραματικά τον χαρακτήρα του σκηνικού ανεβάσματος, των ερμηνευτικών προτάσεων και τον τρόπο θεατρικής ανάγνωσης του έργου του.
     Κάθε σκηνοθέτης που φιλοδοξεί να ανεβάσει Αριστοφάνη, δεν μπορεί παρά να ακολουθήσει τα Αριστοφανικά αυτά ερμηνευτικά μοντέλα όσο σύγχρονη και αν είναι η θεατρική του ματιά.
      Ο Αριστοφάνης, είναι ένας πολυεπίπεδος συγγραφέας και το έργο του μπορεί να αποδοθεί ποικιλοτρόπως, αρκεί να σεβαστούμε όχι μόνο τα μηνύματά του αλλά και τα θεατρολογικά του «στοιχεία όψεως».
      Η κωμωδία, μπορεί να συμβάλλει στον κοινωνικό «σωφρονισμό» των μελών μιας κοινωνίας όσο και η Τραγωδία, αν δεχθούμε ότι η φύση του τραγικού είναι το κωμικό και το αντίστροφο. Η προσευχή του ανθρώπου εκφράζεται με πολλούς τρόπους, και ο φόβος του, με το γέλιο ξορκίζεται.
      Είχαμε την χαρά να απολαύσουμε πάμπολλες κωμωδίες του Αριστοφάνη μέχρι σήμερα. Οι θεατρικές προτάσεις που διαμόρφωσαν την θεατρική μας αισθητική, καλλιέργησαν την ευαισθησία μας και μας εφοδίασαν με το κατάλληλο υλικό που αντέχει στον χρόνο είναι αυτές των Καρόλου Κουν, του Σπύρου Ευαγγελάτου και του Αλέξη Σολωμού.
Ιδιαίτερα οι θεατρικές προσεγγίσεις του Θεάτρου Τέχνη, εμπλούτισαν την ευαισθησία μας και όξυναν το θεατρικό μας κριτήριο. Η συμβολή του Θεάτρου Τέχνης, των συντελεστών του, και του σκηνοθέτη του Καρόλου Κουν, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο είναι τεράστια.
Η μεγάλη ηθοποιός Ελένη Χατζηαργύρη, θυμάμαι σε συνέντευξή της έλεγε ότι όλους αυτούς του Θεάτρου Τέχνης, τους αποκαλούσαν με μία λέξη «Τα Κουνάκια». Αλλά και η σκηνοθετική συμβολή και τα βιβλία του Αλέξη Σολωμού υπήρξε επίσης τεράστια στην διδασκαλία της αρχαίας κωμωδίας.
      Η πρώτη παράσταση της κωμωδίας «Αχαρνής» που παρακολούθησα, ήταν εκείνη του Καρόλου Κουν στις 24 Ιουλίου του 1976, ημέρα Σάββατο, σε μετάφραση Λεωνίδα Ζενάκου, με τον ανεπανάληπτο ηθοποιό Γιώργο Λαζάνη. Σημαδιακή μέρα, δύο χρόνια μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, έφηβοι εμείς με το αίμα μας να βράζει από κάθε είδους επιθυμίες, η θεατρική αυτή πρόταση του Θεάτρου Τέχνης ήταν για όλους μας το κάτι άλλο. Μια αξέχαστη παράσταση που η αίσθησή της παραμένει ακόμα και σήμερα ζωντανή. Ήταν ένα λαϊκό πανηγύρι, μια πανελλήνια γιορτή χαράς και κεφιού, με μουσικά και άλλα στοιχεία από όλα τα μέρη της Ελλάδας. Μια αλησμόνητη παννυχίδα, ένα εορταστικό γλέντι όχι μόνο μέσα στο θέατρο, που σείονταν από χαρά, μουσική, τραγούδια, παλαμάκια κέφι και ψυχική ευεξία, αλλά που συνεχίστηκε και έξω από το Θέατρο. Μια παράσταση σταθμός, που έσπειρε θέλω να πιστεύω τον καρπό της.
      Τον Αύγουστο του 1991, από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Έξαρχου και μετάφραση του Στέφανου Κουμανούδη με τον Αλέξανδρο Μούκανο στον κεντρικό ρόλο, είδα για δεύτερη φορά τους «Αχαρνής».
Δυστυχώς, ήταν μια άνιση παράσταση, αποδυναμωμένη από τους κώδικες της Κωμωδίας, με αργόσυρτους ρυθμούς χωρίς ευθυμία, μπρίο και κέφι, όπως το απαιτεί το ίδιο το έργο.
     Το 1994, ξαναείδα την κωμωδία, σε σκηνοθεσία Άρη Μιχόπουλου, μετάφραση Τάσου Ρούσσου, με τον Παύλο Χαϊκάλη στον κεντρικό ρόλο.
Μια ενδιαφέρουσα παράσταση χαμηλών μάλλον εύθυμων τόνων, που ανακαλούσε στην μνήμη μας την ατμόσφαιρα του Θεάτρου Τέχνης.
     Το 1995, παρακολούθησα την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία του Διαγόρα Χρονόπουλου, και μετάφραση του Ηλία Σπυρόπουλου.
Μια ενδιαφέρουσα, αλλά, μονότονη και κάπως χλιαρή παράσταση. Με έναν Δικαιόπολη άβολο μέσα στον ρόλο του.
     Τελευταίο σκηνικό ανέβασμα που παρακολούθησα, είναι αυτό του Ανοιχτού Θεάτρου του γνωστού σκηνοθέτη και συγγραφέα Γιώργου Μιχαηλίδη στις 14 Ιουλίου στο Βεάκειο Θέατρο του Πειραιά, στον λόφο του Προφήτη Ηλία.
     Μια παράσταση, που σίγουρα, χωρίς την παρουσία του ανεπανάληπτου Θανάση Βέγγου αλλά και του Δημήτρη Πιατά, μάλλον δεν θα είχε και τόσο ενδιαφέρον.
Πρώτιστα, η μετάφραση του πολύ καλού συγγραφέα Παύλου Μάτεσι, ταίριαζε μάλλον με φλύαρη και ανιαρή επιθεώρηση και όχι σε αρχαία κωμωδία. Ο μεταφραστής «αγνόησε» το κείμενο και απέδωσε το νόημά του αρχαίου συγγραφέα, παραβλέποντας όμως το Αριστοφανικό ύφος.
     Ένας λόγος σύγχρονος μεν, αλλά άνευρος χωρίς την επαναστατικότητα που είναι σύμφυτη με την δομή του και την αντίστοιχη θεατρική του παρουσία στο διαχρονικό θέμα που διαπραγματεύεται, αλλά και στα μέσα που χρησιμοποιεί για την απεικόνισή του. Το κωμικό στοιχείο αποψιλώθηκε από το θετικό φρονηματικό του βάρος και ο λόγος ακολούθησε μια πορεία πέρα από τον λόγο της Κωμωδίας.
 Η μουσική επένδυση ήταν επίσης άτονη, υποτονική, χωρίς το στοιχείο της χαράς πάντα, του γλεντιού και του κεφιού.
Ενώ έρχεται στο νου μας, η αυτόνομη πορεία της μουσικής του Διονύση Σαββόπουλου για το έργο, μια μουσική που παρότι δεν παίχτηκε με το έργο βρήκε όμως, θερμή ανταπόκριση και όχι αδίκως από το κοινό μεταγενέστερα.
     Η ενδυματολογική επένδυση των ηθοποιών, υπέρμετρα άκομψη.
     Ο χορός, αρκετές φορές ασυντόνιστος δεν ακουγόταν από την ένταση των μεγάφωνων και την μεταξύ τους οχλαγωγία.
     Ξεχώρισε ο Θανάσης Βέγγος, ο οποίος μας έδωσε ένα Δικαιόπολη στα δικά του μέτρα και τις ατομικές του προδιαγραφές αλλά ανεπανάληπτες. Προσπαθούσε να συντονίσει τον θίασο στους δικούς του ρυθμούς και να δώσει μια ταυτότητα στην παράσταση.
Ο Βέγγος δεν ήταν Δικαιόπολης, αλλά ο Δικαιόπολης Βέγγος.
Χωρίς να μας δίνει τον Δονκιχωτικό εγωιστικό χαρακτήρα του παιχνιδιάρη ατομιστή γέροντα αγρότη από το Μενίδι.
Απολαυστικό ήταν το ντουέτο με τον ηθοποιό Δημήτρη Πιατά ως Λάμαχο, στις σπαρταριστές και έξοχες παράλληλες σκηνές που δημιουργεί ο συγγραφέας. Αυτό που στον κινηματογράφο αυτού του αιώνα, ο Ρώσος Σεργκέι Αϊζενστάιν ονομάζει παράλληλο μοντάζ.
    Ο γνωστός ηθοποιός ερμήνευσε εξαίσια και απολαυστικά τον ρόλο του στρατοκράτη Λάμαχου.
Οι υπόλοιποι συντελεστές της παράσταση, έκαναν ότι μπορούσαν για να κρατήσουν την παράσταση σε ένα υποφερτό επίπεδο.
     Δυστυχώς, κατά την γνώμη μας, ο αξιόλογος θεατράνθρωπος, σκηνοθέτης και συγγραφέας Γιώργος Μιχαηλίδης, δεν κατάφερε μάλλον να συν ταιριάξει το δικό του ύφος με αυτό του Αριστοφάνη. Ακόμα και οι σκηνές που ξεχώρισαν οφείλονταν περισσότερο στους ηθοποιούς παρά σε σκηνοθετικές οδηγίες.
Το Φασιανικό ανθρωπάκι, και η εκφωνήτρια δεν είναι πρωτοτυπία.
     Η ατμόσφαιρα της Αριστοφανικής κωμωδίας χάθηκε και επικράτησε το στιγμιαίο στοιχείο μιας πλαδαρής και άνευρης επιθεώρησης, που διασώθηκε χάρη στον Θανάση Βέγγο, τον Δημήτρη Πιατά και ορισμένων άλλων.
     Όμως ας είμαστε ρεαλιστές ας ζητάμε το ανέφικτο, ο κόσμος αλλάζει, η πανηγυριώτικη ατμόσφαιρα, το κέφι της παλαιάς παράστασης του Θεάτρου Τέχνης αλλά και τα πολιτικά του μηνύματα, έχουν παρέλθει πλέον. Οι ιστορικές και πολιτικές συνθήκες και τα καλλιτεχνικά γούστα του κοινού άλλαξαν.
      Οι σημερινοί θεατές, δεν έχουν σχέση με τον αγροτικό πολιτισμό της επαρχίας και ότι αυτός σήμαινε ή εξακολουθεί να σημαίνει, αποζητά τον εύκολο και άκοπο πλουτισμό, την στιγμιαία διασκέδαση, και την λουλουδάδικη ατμόσφαιρα των σκυλάδικων, και όχι την διαχρονική ψυχαγωγία, την ουσιαστική θεατρική  παιδεία και την αγωγή της ψυχής που μπορεί να μας προσφέρει ο Αριστοφανικός λόγος.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα, «Η Φωνή του Πειραιώς» 21/7/1998, σελίδες 5,7.
Πειραιάς, Δευτέρα, 2 Δεκεμβρίου 2013.
         
            

          

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου