Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013

ΜΟΛΙΕΡΟΣ-ΔΟΝ ΖΟΥΑΝ

ΜΟΛΙΕΡΟΣ

«Ντον Ζουάν»

από το Εθνικό Θέατρο

     Ο Γάλλος συγγραφέας Αντρέ Μωρουά στην «Ιστορία της Γαλλίας» του, που τόσο γλαφυρά μετέφρασε σε δύο τόμους ο Κοσμάς Πολίτης, αναφέρει ότι ο Βολταίρος έχει γράψει πως όποιος στοχάζεται κι έχει καλαισθησία, δεν λογαριάζει παρά μόνο τέσσερις αιώνες μέσα στην παγκόσμια ιστορία. Τον Αιώνα του Περικλή, αυτόν του Αυγούστου, των Μεδίκων και του Λουδοβίκου του ΙΔ΄ .
     Παράξενος πράγματι συσχετισμός αν αναλογιστούμε τις πολιτικές ιδιομορφίες των προσώπων στις αντίστοιχες αυτές περιόδους της ιστορίας. Και αν θελήσουμε να συσχετίσουμε τα επιτεύγματα των τεσσάρων αυτών εποχών και να ραψωδήσουμε την προσωπικότητα των ηρώων, μπορεί μεν οι μεγάλοι αυτοί άνδρες της ιστορίας που κυβέρνησαν με πυγμή στην εποχή τους να σφράγισαν με την παρουσία τους την εποχή τους και να διέπλασαν την καλλιτεχνική της φυσιογνωμία και του χώρου τους, όμως πως μπορεί να συγκριθεί παραδείγματος χάριν η Δημοκρατία έστω και του ενός ανδρός, με την μεγαλοπρεπή και «μπερουκωμένη» κουφότητα και τον πομπώδη δεσποτισμό των αυλοκολάκων της αυλής της εποχής του Βασιλιά Ήλιου;
Συγκρίνεται η θαυμαστή αισθητική και αρχιτεκτονική μεγαλοπρέπεια καιτα καλλιτεχνικά επιτεύγματα των Μεδίκων και το αξιοπρόσεχτο καλλιτεχνικό τους αισθητήριο με τον ρωμαλέο ασφαλώς, αλλά πλαδαρό κοινωνικά ύφος της εποχής του Οκταβιανού;
      Ο Λουδοβίκος ο ΙΔ΄ υπήρξε ένας μεγαλοπρεπής δεσποτικός μονάρχης που όμως περιστοιχιζόταν από «σπουδαίους παρακατιανούς» και από άτομα που είχαν μια φανφαρόνικη κοκεταρία και μια κάπως φράγκικη χοντροκοπιά. Ο ασφυκτικός έλεγχος της σκέψης από τους Κολμπέρ και Ρισελιέ αποδεικνύει την καθοδηγούμενη καλλιτεχνικά και κατευθυνόμενη ιδεολογικά δημιουργική ευαισθησία που ήθελαν να επιβάλουν οι άνθρωποι της Αυλής.
Πολύ ορθά στο βιβλίο του για τον Λουδοβίκο τον ΙΔ΄ και την εποχή του ο Μωρίς Άσλευ σημειώνει ότι: «στην πραγματικότητα η προστασία από τον Λουδοβίκο αποδείχθηκε σε πολλά σημεία βλαβερή για την παραγωγή δημιουργικής δουλειάς. Οι Ακαδημίες, είχαν την τάση να καταπνίγουν κάθε προσπάθεια ανορθοδοξίας και ότι τα σημαντικότερα θέματα ήταν απαγορευμένα.».
     Μόνο προικισμένοι κόλακες και παρφουμαρισμένες φιγούρες σαν τους ταρτούφους ήρωες του  Μολιέρου θα μπορούσαν να επιβιώσουν στην Αυλή. Χρειάζεται εκτός από τα γράμματα της Μαντάμ ντε Σεβινιέ, να διαβάσει κανείς και την «Ερωτική Γαλλία» του λιβελογράφου Γκατιέ Σαντρέζ ντι Κορτίλ που είναι μια ερεθιστική απομίμηση της «Ερωτικής Ιστορίας της Γαλατίας» του Ροζέ ντε Ρεμπιτέν για να κατανοήσει από τα μέσα την αργόσχολη αυτή αριστοκρατική τάξη που συνωστίζονταν στην Βασιλική Αυλή.
     Την εποχή που έζησε και δημιούργησε ο Μολιέρος (1622-1673)δέσποζαν στην Γαλλική θεατρική σκηνή και άλλοι σημαντικοί άνθρωποι του θεάτρου που έγραφαν κωμωδίες. Ενδεικτικά αναφέρω τους: Κινώ, Ροτρού, Κορνέιγ, Μπουαρομπέρ και άλλοι. Δεν πρέπει επίσης να μας διαφεύγει,  ότι επικρατούσε το κλίμα όχι μόνο της Κομέντια ντελ Άρτε και των επιγόνων της αλλά και η επιρροή του Ισπανικού Ρεπερτορίου με την βασανιστική προσπάθεια αρκετών φωτισμένων δημιουργών να απαλλαγούν από την ασφυκτική κηδεμονία της Καθολικής Εκκλησίας και της πολιτικής της εξουσίας πάνω στις συνειδήσεις των πιστών.
     Αξίζει να θυμηθούμε τον ερωτικότατο σονετογράφο Φρανσουά ντε Μαλέρμπ, τον Πριάπειο ποιητή Φρανσουά ντε Μεινάρ, τον υμνογράφο των σκανδαλωδών περιστατικών Κλοντ ντε Πετί που γελοιογράφησε τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των ανθρώπων της εποχής του και δολοφονήθηκε νεότατος για τις προχωρημένες για την εποχή του ιδέες.
Να θυμηθούμε τον ακόλαστο μπουρλέσκικης υφής συγγραφέα Κορνήλιο Μπλεσμπουά, τον Φεράντε Παλαβατσίνο που αποκεφαλίστηκε και αυτός στα 26 του περίπου χρόνια(1664) για τα εμπρηστικά του συγγράμματα, τον θαρραλέα απελπισμένο Λουτσίλο Βανίνι που και αυτός καταδικάστηκε στην πυρά για τις αθεϊστικές του ιδέες (1619).
     Εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι το Πνεύμα μέσα στην Ιστορία δεν είναι ελεύθερο και όπου θέλει πνέει, ακόμα και στην εποχή και ιδιαίτερα σε αυτήν, του Λουδοβίκου.
    Είναι φυσικό σε εποχές που η σκέψη ελέγχεται και επικρατεί ένας άκρατος δεσποτισμός και αδίστακτος και στυγνός κληρικαλισμός, ο καλλιτέχνης χρειάζεται να διαθέτει μεγάλες και ισχυρές αντιστάσεις για να κατορθώσει να επιβιώσει ακόμα και σωματικά.
      Ο Ζαν Μπατίστ Ποκλέν που χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Μολιέρος, ήταν ένας πραγματικός θεατράνθρωπος. Πέθανε πάνω στην σκηνή, δεν ευτύχησε να έχει μια ήρεμη και ευτυχισμένη ζωή και είδε τα έργα του αρκετές φορές να απαγορεύονται και να καταδικάζονται ως προσβλητικά για το αριστοκρατικό, θεολογικό και εκκλησιαστικό κατεστημένο της εποχής του, τα έργα του, είναι γεμάτα από συζυγικούς τύπους που τους απατά η γυναίκα τους και ανθρώπους της εποχής του θρησκόληπτους.
Αναγκάστηκε αρκετές φορές να ζητήσει την προστασία του Λουδοβίκου και να τροποποιήσει τα έργα του, για να αποφύγει τις συνέπειες και τις διώξεις. Ακόμα και στον πρόωρο θάνατό του η οικογένειά του αντιμετώπισε δυσκολίες να τον κηδέψει.
Στο πρόσωπο του Μολιέρου, η Γαλλία βρήκε τον  Αριστοφάνη της.
Μέχρι τότε είχε τους τραγικούς της όχι όμως τον εθνικό της κωμωδιογράφο. Ο Μολιέρος διδάχθηκε από κοντά την τέχνη του θεάτρου μια και υπήρξε όχι μόνο συγγραφέας, αλλά και ηθοποιός, θιασάρχης, διοργανωτής θεατρικών εκδηλώσεων. Αγάπησε το θέατρο και τους ανθρώπους του και το διακόνησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Πέθανε στην κυριολεξία πάνω στο σανίδι.
     Ο Μολιέρος έδωσε στην τέχνη της Κωμωδίας την θέση που της άξιζε. Την τοποθέτησε πλάι στην ομογάλακτή της την Τραγωδία. Μπορεί να μην έχουμε δια γέλιου και σάτιρας κάθαρση, αλλά ο φιλόσοφος Ανρι Μπερξόν (δες το βιβλίο του περί «γέλιου») μας έμαθε την αξία του γέλιου και την σημασία του.
Ο Μολιέρος, χωρίς να ξεχάσει τις οφειλές του στην Κομέντια ντελ Άρτε ή το Ισπανικό Θέατρο, εμπλούτισε το θεματολόγιό του με προβλήματα που αφορούσαν την Γαλλική κοινωνία της εποχής του και έδωσε στα έργα του Γαλλικό χρώμα και στιλ. Ενώ οι πριν από αυτόν διάφοροι κωμωδιογράφοι μιμούνταν τα ξένα πρότυπα κάπως άκομψα, ο Μολιέρος έπλασε καινούργια πρότυπα, ανέδειξε προβληματικούς κοινωνικά χαρακτήρες, καλλιέργησε νέες φόρμες και έσπασε τους παλιούς δεσμούς. Έκανε θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε, την τέχνη της Κωμωδίας κάπως πιο λόγια.
Διατρέχοντας είτε ως ηθοποιός είτε ως θιασάρχης την επαρχία, υπηρέτησε την Κωμωδία των Ηθών με ζήλο και αυταπάρνηση και με θεατρικό μεράκι και πάθος, εμπλούτισε την θεατρική του χαρακτηρολογία. Μπορεί η Κωμωδία να μην αρχιτεκτονεί μεγάλα πρότυπα, να μην γεννά ηρωικές φυσιογνωμίες, ή να μην παρουσιάζει υψηλόφρονους ήρωες και τραγικά σύμβολα, όμως μέσα από την γελοιογράφηση των χαρακτήρων, μέσα από την διακωμώδησή τους αναγνωρίζουμε τους ανθρώπους στις πραγματικές τους διαστάσεις. Ανακαλύπτουμε την προσωπικότητά τους, τον αληθινό τους χαρακτήρα, μέσα από τις διάφορες καθημερινές μικρολεπτομέρειες του βίου τους, τα οικογενειακά τους στιγμιότυπα. Φωτίζεται ο χαρακτήρας των ανθρώπων έτσι όπως τον θέλει η ίδια η ζωή και όχι όπως τον διαπλάθει η κοινωνία με τους θεσμούς της. Αναγνωρίζουμε αξίες και συναισθήματα που διαρκούν περισσότερο μάλλον από αυτά των μεγάλων παθών της Τραγωδίας.
Με τα πλην της ανθρώπινης φύσης προχωρά ο πολιτισμός με έναν άλλον τρόπο, εξίσου κυρίαρχο.
   Αν και αστός ο Μολιέρος, δεν υπήρξε «τουλάχιστον κραυγαλέα» αυλοκόλακας. Δεν άφησε έξω από το έργο του την τάξη του, τις κοινωνικές συμπεριφορές της, τις πολιτικές της σκοπιμότητες, χωρίς όμως από την άλλη να θίγει και να καυτηριάζει τα κακώς κείμενα του μεγάλου προστάτη του. Περισσότερο θέλησε να φρονηματίσει παρά να καταδικάσει, να στηλιτεύσει την ψευτοηθική των ευγενών παρά να δημιουργήσει σκάνδαλα. Διακωμωδεί την σεμνότυφη κοινωνία με έναν ευπρεπή τρόπο και μια κάπως αυλική, αστική περισσότερο ευγένεια.
    Η θεατρική του μυθογραφία ρέπει περισσότερο προς την σάτιρα παρά προς την εξουθένωση των σατιριζόμενων. Είναι στοχαστικός καθώς διακωμωδεί χαρακτήρες, φιλοσοφημένος καθώς γίνεται καυστικός, ανατρεπτικός καθώς σατιρίζει χωρίς να γίνεται επαναστατικός ή ρηξικέλευθος. Δεν κόβει τους δεσμούς του με τις παλαιές παραδόσεις και αξίες τελείως, ανοίγει νέους δρόμους χωρίς να τρομάζει και να αποθαρρύνει. Ηθογραφεί άλλοτε υιοθετώντας με ήπια φάρσα, και άλλοτε με ένα διφορούμενο γέλιο. Αυτό, το αν μπορούμε να το ονομάσουμε, το Τζοκόντειο ελαφρό μειδίαμα της θεατρικής γραφής του. Οξύνους παρατηρητής της ανθρώπινης φύσης, πλάθει χαρακτήρες και όχι καταστάσεις. (εδώ θα μπορούσαμε να γράψουμε ότι μάλλον ταιριάζει με τον αρχαίο Σοφοκλή, εννοώ στο προσεχτικό πλάσιμο χαρακτήρων).
     Είναι κωμωδίες χαρακτήρων τα έργα του. Ορισμένες φορές, διακρίνουμε μια εγκεφαλικότητα, μια διανοουμενίστικη υφή σε ορισμένα του έργα, χωρίς όμως να ξεστρατίζουν από το θεατρικό παιχνίδι, και, σίγουρα, απουσιάζει η πολιτική κριτική από αυτά, με την έννοια(που δίνουμε στον όρο πολιτική) και τον τρόπο που την συναντάμε στον Αριστοφάνη ή τον Άγγλο δραματουργό Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Που ακόμα και οι καθ' αυτές κωμωδίες του έχουν έντονο το στίγμα της πολιτικής κριτικής.
  Παρότι οι ήρωες του Μολιέρου ανήκουν σε όλη σχεδόν την Αριστοφανική κλίμακα της κοινωνικής σάτιρας, δεν εκβιάζουν λύσεις, περισσότερο μάλλον αυτοκαταστρέφονται ή αυτοακυρώνονται ή αυτοπαραιτούνται από τις ίδιες τους τις επιλογές και καταστάσεις που δημιουργούν ακολουθώντας ξεπερασμένους κώδικες καλής συμπεριφοράς ή κοινωνικής ηθικής ή οικογενειακής συνύπαρξης που στηρίζονται σε παλαιότερους κοινωνικούς κώδικες. Οι επιλογές τους είναι και η κρίση τους. Έχουμε μάλλον ένα είδος σατιρικής αυτοκαθάρσεως. Το διφορούμενο και σίγουρα διακριτικό χιούμορ του ποτέ δεν καταφεύγει στις Αριστοφανικές βωμολοχίες, είναι πάντα κόσμιο και διατηρεί ένα αριστοκρατικό επίπεδο ύφους, δεν είναι όμως ανώδυνο.
Οι άνθρωποι αντέχουν την κριτική, όχι όμως την διακωμώδηση.
      Ο Μολιέρος μπορεί να περιόδευσε όλη την τότε γνωστή Γαλλική επικράτεια παρέμεινε όμως πάντα μέσα στους κήπους των Βερσαλλιών.
      Στις 15 Φεβρουαρίου του 1665 ο Μολιέρος παρουσιάζει το έργο του Δον Ζουάν.
Παρότι το έργο αυτό σημείωσε μεγάλη επιτυχία, δυστυχώς κατεβαίνει μετά από 20 μόνο παραστάσεις πάνω στην σκηνή, σαν ανήθικο και τολμηρό για τα θρησκευτικά ήθη της εποχής. Έχει προηγηθεί ο «πρώτος» Ταρτούφος, ο Κατά φαντασία ασθενής, το Σχολείο συζύγων κ.λ.π.
      Ο Ντον Ζουάν προέρχεται από έναν παλαιό Ισπανικό θρύλο που πρώτα έγινε έργο θεατρικό από τον Τίρσο ντε Μολίνα περίπου το 1630 με τίτλο «Ο απατεώνας της Σεβίλλης ή ο πέτρινος καλεσμένος».
 Το πρόσωπο του Ντον Ζουάν είναι αρκετά διαδεδομένο στην παγκόσμια όχι μόνο δραματουργία αλλά και μουσική και ποίηση. Ενδεικτικά αναφέρω την γνωστή Όπερα του Μότσαρτ, την γνωστή ποιητική σύνθεση του Λόρδου Μπάιρον, τα έργα του Χόρβατ, του Φρις, το Καμίνο Ρεάλ του Τέννεσυ Ουίλλιαμς κ. ά.
      Ο Μολιέρος έπλασε έναν άλλον Ντον Ζουάν, ο οποίος δεν είναι ο σκανδαλιάρης ερωτύλος που αγωνίζεται απερίσκεπτα να ρίξει τις γυναίκες στην λαίμαργη αγκαλιά του. Ούτε ο σαρκαστής ερωτιδεύς που ο ποδόγυρος είναι η μόνη ασχολία του βίου του. Δεν είναι ο αργόσχολος υβριστής των Θείων και της Εκκλησίας. Ο Μολιέρος ιχνογραφεί τον χαρακτήρα ενός άθεου στοχαστή χωρίς όμως συνείδηση, χωρίς την αίσθηση ενός σκοπού, μιας αποστολής, ενός γενικότερου κοινωνικού στόχου.
   Ο ήρωας ζει για το ερωτικό παιχνίδι, είναι γεμάτος κακία για την κακία, είναι υβριστής γιατί δεν θέλει να επιλέξει να είναι κάτι άλλο. Η καταστροφή τον μεθάει, η άρνηση σαν δόλωμα τον τραβάει, τα ανθρώπινα πάθη τον θέλγουν με φοβερή ταχύτητα και τον παρασύρουν όπου είναι μοιραίο να οδηγηθεί. Είναι ένας ψυχοβγάλτης, ένα τραγικό σύμβολο των επικίνδυνων άκρων. Ένα ένδοξο ρεμάλι που ίσως καταβάθως τον ζηλεύουμε λιγάκι.
(μικρή παρένθεση για να θυμίσω την φήμη που απέκτησε ο Έλληνας ηθοποιός Άλκης Γιαννακάς, στην ταινία το «Ρεμάλι της Φωκίωνος Νέγρη»).
    Ο Μολιέρος δεν ξακρίζει τον ήρωά του ούτε τα αδηφάγα πάθη του, δεν τον λιμάρει για να τον κάνει αρεστό έτσι ώστε να του δοθεί άφεση. Χάνεται χωρίς να μετανοήσει για τίποτα. Αυτός ο κασκαντέρ του ερωτικού πάθους χάνεται όχι από καπρίτσιο αλλά από συνειδητή επιλογή. Τα άκρα τον οδηγούν χωρίς να θέλει να αλλάξει την πορεία του.
Για τον θεατή του έργου αυτού του Μολιέρου, σημασία έχει όχι τόσο η καταστροφή του ήρωα όσο οι επιλογές του.
Από την άλλη έχουμε τον Σγαναρέλλο,  χαρακτήρας θεοσεβούμενος, τύπος μετρημένος στις εκδηλώσεις του, μικροκατεργαράκος στις διάφορες συναλλαγές του, άνθρωπος για όλους τους καιρούς και για όλες τις καταστάσεις, της προσκολλήσεως θα σημειώναμε.
Δύο πρότυπα δύο επιλογές. Η απόφαση δική μας.
Η ζωή, ο θάνατος, ο έρωτας, τα αιώνια προβλήματα της ανθρώπινης ύπαρξης παρουσιάζονται μπροστά στα μάτια μας στο αινιγματικό αυτό θεατρικό έργο.
     Έχω παρακολουθήσει μέχρι σήμερα, τρεις φορές το ανέβασμά του στην σκηνή.
    Η πρώτη, ήταν με τον θίασο του Θεάτρου Έρευνας του ποιητή και ηθοποιού Δημήτρη Ποταμίτη. Παρακολούθησα την παράσταση με πρόσκληση θυμάμαι του φίλου τότε Δημήτρη Ποταμίτη. Ο Δημήτρης Ποταμίτης αυτός ο σπουδαίος θεατράνθρωπος που το Θέατρό του κάποτε ήταν σημείο θεατρικής αναφοράς, και εκείνος έχαιρε φήμης και αναγνωρισιμότητας σπουδαίας, (μια και σήκωνε πάνω στους ώμους του μόνος του τις θεατρικές του επιλογές) περισσότερη από εκείνη του ποιητή ("ποιος σας είναι πιο αρεστός/το καθεστώς ή ο αστός") που έφυγε πολύ νωρίς, έδωσε έναν Δον Ζουάν αριστοκράτη, φορέα μιας άλλης ηθικής, μιας άλλης κοινωνικής επιλογής. Ωραία παράσταση, η μετάφραση αν θυμάμαι σωστά ήταν και πάλι του συγγραφέα Δημήτρη Δημητριάδη.
    Αργότερα, παρακολούθησα την παράσταση του σκηνοθέτη Βασίλη Νικολαϊδη στην Πλάκα. Μια παράσταση μάλλον άνιση χωρίς να σε τραβήξει ο ρόλος, μου άρεσε όμως ο υπηρέτης-Δημήτρης Πιατάς.
    Αυτή του Νικήτα Μιλιβόγιεβιτς είναι η τρίτη φορά.
Ο σκηνοθέτης κράτησε την σωστή απόσταση από εύκολες και πιασάρικες λύσεις. Μας έδωσε έναν Μολιερικό ήρωα αρνητή της κατεστημένης εξουσίας, αρκετά κυνικό και μάλλον λίγο πομπώδη μέσα στην  αρνητική του φόρμα.
Ασφαλώς ο εωσφορικός χαρακτήρας του ήρωα φάνηκε χωρίς προβλήματα. Η παράσταση έτρεχε, είχε ρυθμό και συνοχή αν και ήταν κάπως παγερή η ατμόσφαιρα.
Ο ηθοποιός Λάζαρος Γεωργακόπουλος ως Δον Ζουάν έπειθε με τον ρόλο του, λίγο πληθωρικός στις κινήσεις του αλλά έπειθε και έβγαζε το αρνητικό φορτίο αυτού του διακορευτή της κοινωνίας.
Ο Τάσος Πεζιρκιανίδης ως Σγαναρέλλος ήταν για μένα μια αποκάλυψη. Γρήγορος, σωματικά ρυθμικός αλλά και λιτός, ευχάριστος, υφολογικά ευφραδής, κράτησε το ενδιαφέρον θέλω να πιστεύω και των άλλων θεατών και συμπλήρωνε τον κεντρικό ήρωα του έργου.
Η Μυρτώ Αλικάκη ως Σαρλότ, μας πρόσφερε μια δροσάτη και ευχάριστη παρουσία, της πήγαινε ο ρόλος αυτός, το ίδιο μπορούμε να πούμε και για την ηθοποιό Μαρία Ναυπλιώτη ως Ελβίρα. Ωραία γυναικεία παρουσία με έναν ρόλο που της άρεσε και μας έκανε και εμάς να τον απολαμβάνουμε.
Ο Κοσμάς Φουντούκης ως κύριος Ντιμάνς, έδωσε μια ευχάριστη νότα, με ένα γνήσιο υποκριτικό ταλέντο έπαιξε τον ρόλο του σωστά και δικαιώθηκε, το ίδιο μπορούμε να πούμε αβίαστα και για τον σεμνό και καλό ηθοποιό Σωτήρη Τζεβελέκο ως Πιερρό. Ο Τζεβελέκος δεν έχει την στόφα του κωμικού εξωτερικά, αλλά το υποκριτικό του ταλέντο μπορεί να βγάλει σε πέρας μια μεγάλη γκάμα κωμικών χαρακτήρων αν δουλευτεί σωστά.
Και οι υπόλοιποι ηθοποιοί ήσαν επαρκέστατοι και έδεναν με την παράσταση.
Τα σκηνικά του Γιώργου Πάτσα ήταν λειτουργικά και άφηναν περιθώρια κινήσεων πάνω στην σκηνή των ηθοποιών, επίσης τα κουστούμια έδωσαν το στίγμα του έργου και ίσως και της εποχής του.
Το δε τέλος, με την καταπακτή που εσταυρωμένος πέφτει ο Δον Ζουάν στα τάρταρα ήταν μια εικαστική εικόνα από τον σπουδαίο Σαλβαντόρ Νταλί, ήταν πραγματικά μια αποκάλυψη, πολύ ωραίο εύρημα όχι μόνο θεατρικό αλλά και αισθητικό θα γράφαμε.
Η Μουσική του Δημήτρη Καμαρώτου ακουγόταν ευχάριστα και έδενε με την μοναχική πορεία του ήρωα.
Οι φωτισμοί του Δημήτρη Παυλόπουλου έπεφταν όποτε και εκεί που χρειάζονταν.
Τέλος, η μετάφραση του γνωστού συγγραφέα Δημήτρη Δημητριάδη(ποιος βιβλιόφιλος δεν έχει διαβάσει το βιβλίο του «Πεθαίνω σαν χώρα»), που την είχαμε απολαύσει ξανά παλαιότερα, νομίζω ότι κατανόησε αυτό το γριφώδες παιχνίδι, θεατρικά πειραματικό, του Μολιέρου και μας το έδωσε στους σωστούς λεκτικούς χρωματισμούς, στις πρέπουσες υφολογικές του διαστάσεις, στις σωστές ηχητικές αναλογίες του κειμένου, στους καθαρούς μεταφραστικούς θεατρικούς τόνους.
Σε μια γλώσσα απλή, κατανοητή χωρίς κουμπώματα, κάπως ίσως ξερή αλλά δυνατή, που έτρεχε και ακούγονταν ευχάριστα στα αυτιά των θεατών.
     Ούτε Ταρτούφος, ούτε Μισάνθρωπος ο Δον Ζουάν, παρά μόνο ένα στιγμιαίο θεατρικό παιχνίδι, ένα βήμα πριν την απόλυτη ελευθερία που είναι ο θάνατος. Αλλά, και μιας ζωής που δεν του την χαρίζει κανείς εύκολα.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση εφημερίδα, «Ο Δημότης»,
Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2001, σελίδες 5,8.
Πειραιάς, Δευτέρα, 16 Δεκεμβρίου 2013.                          

                                     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου