Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ-ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΕΣ

ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ

«Επιτρέποντες»

Από το Θεατρικό Σανίδι, στο Θέατρο Βεάκειο

     Μεγάλη αγάπη το θέατρο εξίσου με αυτήν την αγάπη για την πόλη σου.
Θα ήθελα να εκφράσω για άλλη μία φορά τις ευχαριστίες μου δημοσίως στον φίλο κύριο Τάκη Χαρλαύτη, υπεύθυνο στο Θέατρο Βεάκειο στην Καστέλα του Πειραιά, που με προθυμία και καλοσύνη με προσκαλεί στο Βεάκειο να παρακολουθήσω δωρεάν όσες από τις θεατρικές παραστάσεις με ενδιαφέρουν.
Άνεργος, εδώ και ένα μεγάλο διάστημα με αρκετές δυσκολίες, οι προσκλήσεις του καλού οικογενειάρχη και φίλου Πειραιώτη, μου παρέχουν μια ανάσα διασκέδασης, ψυχαγωγίας, και ψυχικής ανάσας μέσα στους δύσκολους καιρούς που όλοι μας ζούμε, χωρίς την δυνατότητα συνήθως ανακάλυψης ανθρώπινης νησίδας βοήθειας.
Οι προσκλήσεις αυτές του Τάκη, είναι η μοναδική φορά, στα τόσα χρόνια που γράφω και ερευνώ για την πολιτιστική ιστορία της πόλης-μια και είναι δημοτικός υπάλληλος-που η πόλη του Πειραιά, μου ανταπέδωσε κάτι στην μέχρι τώρα προσπάθειά μου. Η διάλεξή μου στο Φουαγιέ του Δημοτικού Θεάτρου πριν χρόνια έγινε από άτομο που δεν εργάζονταν στον δήμο, όσο για τις 25 περίπου λογοτεχνικές εκπομπές στο Κανάλι 1 έγιναν κάτω από άλλες συνθήκες.
Ας είναι, ο Πειραιάς, πάντα συνήθως ήταν μια αφιλόξενη πόλη, και οι άνθρωποί του στενόμυαλοι και αδιάφοροι για κάθε μορφής πολιτισμού, και όσοι ασχολήθηκαν το έκαναν για να βγάλουν χρήματα, δεν δούλεψαν δηλαδή αφιλοκερδώς.
      Πέρα όμως από τις ευχαριστίες μου, θα ήθελα να εκφράσω μερικές απορίες προς τους αρμοδίους φορείς του δήμου, με σεβασμό και αγάπη για το Θέατρο, και τους νόμιμα εκπροσώπους του Πειραϊκού λαού, αυτούς που επιλέγουν τις καλοκαιρινές εκδηλώσεις στο Θέατρο της Καστέλας και αλλού.
      Θα ήθελα αλήθεια να γνώριζα τα υπεύθυνα και αρμόδια αυτά άτομα, διαθέτουν λίγο από τον χρόνο τους ώστε να ενημερωθούν για τα θεατρικά γεγονότα της εποχής μας;
Παρακολουθούν θέατρο; Γνωρίζουν τις προηγούμενες εργασίες των προσκληθέντων σκηνοθετών, ή των ατόμων εκείνων που προσκαλούνται να παρουσιάσουν την καλλιτεχνική τους εργασία στο Πειραϊκό κοινό;
Μελετούν τα θεατρικά κείμενα που επιλέγουν να παρουσιαστούν ή εν γένει μελετούν θεατρικά έργα ή κείμενα που αφορούν την θεατρική τέχνη γενικότερα;
Γνωρίζουν δηλαδή τι είναι τραγωδία, τι είναι κωμωδία, τι επιθεώρηση, τι αστικό θέατρο, τι προλεταριακό, τι στρατευμένο κ.λ.π.
Ενημερώνονται για τις αντιδράσεις του Πειραϊκού κοινού; Διαβάζουν τις διάφορες κριτικές που κατά καιρούς δημοσιεύονται στον Πειραϊκό τύπο αλλά και πανελλαδικώς;
Έχουν συνομιλήσει με τους διάφορους συντελεστές μιας παράστασης, πέρα από τις τυπικές αβρότητες και τις συμβατικές φωτογραφίες μαζί τους, για το ποιο είναι το θεατρικό τους όραμα; Τι τους ενδιαφέρει να αναδείξουν με την παράσταση που ανεβάζουν στο θεατρόφιλο κοινό, ποιοι είναι γενικά οι καλλιτεχνικοί τους στόχοι, ποιες οι θεατρικές τους φιλοδοξίες δεχόμενοι να παρουσιάσουν την εργασία τους στο Πειραϊκό κοινό;
Υπάρχει άραγε θεατρικό τμήμα στην Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης μας που θα μπορούσε ο επισκέπτης να ενημερωθεί για τα θεατρικά τεκταινόμενα της πόλης μας γενικότερα;
Συμβάλλει και πως, ο Δημοτικός ραδιοφωνικός σταθμός στις καλοκαιρινές εκδηλώσεις;
     Με δυο λόγια, με ποιο σκεπτικό, ποιο στόχο, ποιο καλλιτεχνικό οραματικό σχεδιασμό, επιλέγουν οι αρμόδιοι φορείς του Δήμου να προσκαλούν στο Βεάκειο, τις διάφορες θεατρικές ομάδες και πρόσωπα, να παρουσιάσουν την δουλειά τους στο Πειραϊκό κοινό; Εκτός από την εμπορική σκοπιμότητα που είναι ασφαλώς θεμιτή, ποιος είναι ο ευρύτερος προγραμματισμός τους;
Έχουν προσκληθεί θεατρικοί συγγραφείς του Πειραιά, ηθοποιοί ή σκηνοθέτες να παρουσιάσουν την δουλειά τους στην πόλη μας, και πόσοι είναι αυτοί στην διαχρονική πορεία του θεσμού αυτού;
Και τέλος, εκτός από τον κύριο Τάκη Χαρλαύτη παρακολουθεί ουσιαστικά και όχι δημοσιοσχεσίτικα κανένας από τους αρμόδιους φορείς του Δήμου τις θεατρικές αυτές παραστάσεις και εκδηλώσεις;
     Αν έχουν ψήγματα σωστής κριτικής ή καλοπροαίρετης επισήμανσης τα παραπάνω, τότε πώς εξηγείται η τόσο συχνή μάλλον κατά την γνώμη μου λανθασμένη επιλογή τους;
Οι Πειραιώτες καλλιεργημένοι δημότες δεν είναι όπως αρκετοί νομίζουν θεράποντες της αλλόδημης καλλιτεχνικής και θεατρικής προσφοράς; Χωρίς αυτό να σημαίνει άκαιρο τοπικισμό, ή ότι δεν έχουν παρακολουθήσει και αρκετές καλές παραστάσεις στο Θεατρικό χώρο του Βεάκειου; Θεωρώ όμως ότι η φιλοσοφία της σχεδιαστικής επιλογής των αρμοδίων, κάπου χωλαίνει. Δεν αξίζουν οι Πειραιείς μιας ποιο οργανωμένης και ποιοτικής προσφοράς, που να ξεπερνά το εφήμερο και το περιστασιακό ή και γιατί όχι το κιτς.
Ξεχνούμε ότι υπάρχει στην πόλη μας, μια παλιά παράδοση πάνω στα θεατρικά πράγματα, να θυμίσουμε ενδεικτικά τους Δημήτρη Ροντήρη, το ζεύγος Παξινού, τον Αιμίλιο Βεάκη, τον σύγχρονό μας Γιώργο Κιμούλη, τον Θύμιο Καρακατσάνη, τον Τάκη Βουτέρη, τον Κώστα Τσαρή, τον Μιχάλη Κουνελάκη που δραστηριοποιήθηκε στην πόλη μας, την θεατρική σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου, τον σημαντικό θεατράνθρωπο Μάριο Πλωρίτη, και άλλες σημαντικές προσωπικότητες του χώρου του θεάτρου και του κινηματογράφου;
   Θέλω να πω, ότι ο χώρος του Πειραιά, είχε και έχει-θέλετε μικρό, γιατί όχι-ένα υποψιασμένο κοινό πάνω στην θεατρική τέχνη, που έχει μάλλον την δυνατότητα να συμφωνεί ή όχι καλοπροαίρετα με τις επιλογές των αρμοδίων που λόγω άλλων ασχολιών δεν έχουν την ευκαιρία και τον χρόνο να είναι πιο προσεκτικοί στις επιλογές τους.
Γιατί, άλλο Βεάκειο και άλλο Δελφινάριο.
      Και ακόμα, το Βεάκειο δεν είναι καλοκαιρινός κινηματογράφος για να προμηθεύονται οι θεατές κατά την διάρκεια της παράστασης τα διάφορα αναψυκτικά τους, τα ποπ κορν τους, και άλλα εδέσματα σουλατσάροντας και χασκογελώντας. Ας υπάρχει η καντίνα, έξω από τον χώρο του Θεάτρου, στην είσοδο, ή τουλάχιστον ας κλείνει κατά την διάρκεια της παράστασης, ή ας τα προσφέρει ο Δήμος δωρεάν πριν την έναρξη, ώστε να επικρατεί ένας ελάχιστος σεβασμός από όλους προς όλους.
     Άγιε Βάκχε και εσύ Θεσπέσιε Θέσπη με ακούτε;
    
ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ (342-290). Ο σημαντικότερος κωμικός ποιητής της Νέας Κωμωδίας.
Γεννήθηκε και έζησε στην Αθήνα, πατέρας του ήταν ο ευκατάστατος Διοπείθης από τον δήμο Κηφισιάς. Κατά την παράδοση, πνίγηκε καθώς κολυμπούσε στον Πειραιά. Λέγεται ακόμα, ότι ο ίδιος κατοικούσε στην Φρεαττύδα.
«Λαμπρός και βίω και γένει γέγονε δε ευφυέστατος πάνυ», γράφει ο Ανώνυμος στο περί Κωμωδίας.
«Στραβός τας όψεις, οξύς δε τον νουν και περί γυναίκας εκμανέστατος γέγραφε κωμωδίας ρη΄ και επιστολάς και λόγους ετέρους…», σημειώνει το Λεξικό του Σουϊδα. Και στα σχόλια διαβάζουμε ότι: «Ος άστρον εστί της νέας κωμωδίας ως μεμαθήκα μεν».
      Οι Αλεξανδρινοί φιλόλογοι τον εκτιμούσαν, ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος τον τοποθετούσε δεύτερο μετά τον Όμηρο. Ο κραταιός Γκαίτε στα γράμματά του στον Έκκερμαν(τα έχει μεταφράσει στα Ελληνικά ο Νίκος Καζαντζάκης) λέει: «Μετά τον Σοφοκλή κανέναν δεν αγαπώ ωσάν αυτόν». Οι ρητοδιδάσκαλοι προέτρεπαν τους μαθητές τους να μελετούν τις κωμωδίες του για την σπουδή της προσωποποιϊας και τον πλούτο της ηθοποιϊας. Οι δε Ρωμαίοι ποιητές, ιδιαίτερα ο Τερέντιος και ο Πλαύτος, γοητευμένοι και ενθουσιασμένοι από το έργο του, τον πολυδιασκεύασαν και τον κατά αντέγραψαν συστηματικά.
    Από τα έργα του, μας σώθηκαν μια ολόκληρη κωμωδία του «Δύσκολος», οι «Επιτρέποντες» σχεδόν ολόκληρη και, σπαράγματα από διάφορες κωμωδίες του και πάρα πολλά γνωμικά και μονόστιχες ρήσεις του στα διάφορα γνωμολόγια της εποχής του και μετά.
       Η σκηνική διάρθρωση των έργων του, η δραματική του τεχνική, το ευγενικό και κρυστάλλινης διαύγειας ύφος του, ο λαγαρός μετριοπαθής και κηρυγματικός χαρακτήρας του λόγου του, ο ευκολοχώνευτος και απλός κωμικός του λόγος, χωρίς γλωσσικά τραντάγματα, χωρίς βίαιες νοηματικές συγκρούσεις, η ρομαντική του διάθεση, η ερωτική του ατμόσφαιρα που πλημμυρίζει τα γραπτά του, οι καλοδουλεμένοι του μονόλογοι, η ανάλαφρη κωμική του διάθεση, οι θεματολογία του, κατέστησαν το έργο του δημοφιλές και αγαπητό στον απλό κόσμο και αγαπητό στους κατά καιρούς διανοούμενους και συγγραφείς.
Μακριά από τις βροντερές Αριστοφανικές κωμωδίες που ταιριάζουν στον λαό, ο Μένανδρος και ο κόσμος του ήταν ο Ελληνικός κόσμος της μικροαστικής Αθηναϊκής τάξης, πέρα από τις Διονυσιακές πανηγυρικές εκδηλώσεις, τα Βακχικά όργια, τις τελετές κραιπάλης, τις πομπώδεις κωμικές εκφράσεις, και τις ενθουσιαστικές Αριστοφανικές βωμολοχίες. Τώρα το κέντρο βάρους πέφτει στην οικογένεια και τα προβλήματά της, στις καθημερινές ελπίδες επιβίωσής της, στις διάφορες κοινωνικές μικροχαρές της, στους μικροτσακωμούς μεταξύ των μελών της, στις διάφορες μικρές ή μεγάλες υποθέσεις που την αφορούν και την απασχολούν.
     Κέντρο αναφοράς για τους νέους συγγραφείς η οικογένεια πλέον και όχι η πόλη. Το καλλιτεχνικό κέντρο βάρους μετατοπίζεται.
Ο Μένανδρος, υπήρξε ο κορυφαίος εκπρόσωπος του νέου πολιτιστικού πνεύματος της Ελληνιστικής περιόδου.
Της κομψής, εύπορης αλλά και κομψευόμενης αστικής πολιτικής κυριαρχίας των επιγόνων του Μακεδόνα στρατηλάτη.
Την περίοδο αυτή δεν υπάρχει πλέον το «δαιμόνιον πτολίεθρον» και το «πρυτανείο της σοφίας».
Νέα κέντρα αναφοράς, πολιτικά, οικονομικά, πολιτισμού και αποφάσεων έχουν δημιουργηθεί. Η παντοδύναμη και δεσπόζουσα κυριαρχία του Δήμου ανήκει στο ένδοξο παρελθόν. Οι ένδοξοι και φημισμένοι ηγέτες, ανήκουν πλέον μόνο στην μνημονική ιστορική συνείδηση λίγων ελεύθερων ατόμων. Η έννοια του πολίτη δεν υπάρχει πλέον, το ενδιαφέρον για τα κοινά έχει πλέον και αυτό χαθεί. Τα νέα «τζάκια» της εποχής, δεν κατοικούν στο κέντρο αλλά στην περιφέρεια του Ελληνισμού. Η κοινωνική εκμετάλλευση, οι κοινωνικές αντιθέσεις, οι θρησκευτικές διαμάχες, η ιδεολογική αναίρεση της παλαιάς φιλοσοφίας και προτάσεων ζωής, η ανθρώπινη εξαθλίωση, η πλήρης αδιαφορία για τα κοινά, η έλλειψη πολιτικής συνείδησης, οι συνεχείς πόλεμοι και διενέξεις, και άλλα πολλά, δημιουργούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την υποδούλωση των Ελλήνων πρώτα στους Ρωμαίους και μετέπειτα στους Βυζαντινούς Χριστιανούς δυνάστες. Το αρχαίο ξίφος και τόξο που κυβερνούσε με πυγμή και βία τον κόσμο, τώρα αντικαταστάθηκε με το ξίφος που το καθοδηγεί ο Σταυρός, και το τόξο που το περιβάλλει το μεταφυσικό σκότος.
Ο Ελληνικός Μεσαίωνας, αρχίζει σιγά-σιγά να αχνοφαίνεται μέσα στην διαχρονία της Ελληνικής διαδρομής.
Ο συνεκτικός πολιτιστικός και ιστορικός ιστός που συνένωνε τον πολίτη με τον συμπολίτη του και με την πολιτεία δεν υπάρχει πια.
Η φιλοσοφική παιδεία τροφοδοτεί άλλους τρόπους ζωής και μεταφυσικών αναζητήσεων, νέες πρωτόγνωρες πνευματικές εκφράσεις και δρόμους αισθητικής.
Επί ματαίω, παραφράζοντας τον αρχαίο Σιμωνίδη θα γράφαμε:
«Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι χρυσοφόρων Ρωμαίων και Χριστιανών Βυζαντινών εστόρεσαν δύναμιν».
    Ο Κόσμος, είχε αρχίσει να αποΒακχεύεται δραματικά.
Υπάρχουν πια κάτοικοι του κόσμου και όχι πολίτες. Η οικουμένη είναι το νέο περιβάλλον μέσα στο οποίο οφείλει να ζήσει και να δημιουργήσει ο νέος άνθρωπος και όχι η πατρογονική εστία.
     Η Νέα Κωμωδία, αφήνει πίσω της την αγία τριάδα της Αττικής κωμωδίας τους: Εύπολις, Κρατίνο, και τον παμπόνηρο γέροντα και γλεντζέ Αριστοφάνη, και ανοίγει τους δικούς της θεατρικούς δρόμους που εκφράζουν τον προβληματισμό και τις ανησυχίες και τις ανάγκες του κοινού της.
    Φιλήμων ο Συρακούσιος, Δίφιλος ο Πόντιος, Απολλόδωρος ο Καρυστινός, Ποσείδιππος ο Μακεδόνας, Μένανδρος ο Κηφισσιώτης και πολλοί άλλοι που αναφέρει ο αρχαίος Αθήναιος είναι τα νέα αστέρια του κωμικού Θεάτρου.
     Όπως η Μεγαρική φάρσα μπόλιασε την Αττική κωμωδία, έτσι και η Παλαιά, καθώς και ο καταιγιστικός ρεαλισμός και προβληματισμός του Ευριπίδη, διάβρωσαν θετικά την Νέα.
Πάντοτε μέσα στην Ιστορία διασώζεται αυτό που πρέπει να διασωθεί, αν υπάρχει και στον χώρο του πολιτισμού, πολιτιστικός δαρβινισμός και όχι κλωνοποίηση.
     Η Νέα Κωμωδία, δεν χειρίζεται πλέον παράτολμα ή παράλογα ή μεταφυσικά ή θρησκευτικά θέματα. Οι φανταστικές υποθέσεις από την αρχαία μυθολογία που τόσο άρεσαν στο παλαιό κοινό, δεν συγκινούν πλέον το νέο κουρασμένο και απογοητευμένο ακροατήριο. Τα μυθολογικά ή θρησκευτικά θέματα δεν βρίσκουν πρόσφορο έδαφος. Οι παλαιές ηρωικές πράξεις των προγόνων αφήνουν αδιάφορους τους θεατές.
Ο ι Αριστοφανικές βωμολοχίες, οι μεγαλοπρεπέστατες κωμικές χειρονομίες, η δουλεμένη αλλά και η ακατέργαστη άλλες φορές μπουφονική σκηνική παρουσία ανήκουν στο παρελθόν. Είναι ο κόσμος των Εθνικών πολιτών θα λέγαμε και όχι αυτός που προετοιμάζει η Εβραϊκή μονοθεϊστική αίρεση.
Τα φαλλικά υπονοούμενα, το κυρίαρχο Διονυσιακό στοιχείο, οι ενστικτώδεις επινοήσεις των κωμικών ερμηνευτών, η υποβλητική σκηνική παρουσία των ηθοποιών, οι ενδυματολογικές προτιμήσεις, και εν γένει η παλαιά παιδαγωγική και μυητική θεματολογία, όλα αυτά παραμερίζονται και αναδύονται τα νέα χαρακτηρολογικά πρότυπα.
Οι πιο εκλεπτυσμένες φιγούρες, οι πιο ευγενικοί και ντελικάτοι χαρακτήρες, οι λιγότερο σαρκαστικοί και ειρωνικοί, οι πιο ανθρώπινοι, οι πιο ρεαλιστικοί με δύο λόγια, αυτούς που συναντάς καθημερινά στην δουλειά και στην σχόλη σου.
Η Νέα Κωμωδία δεν σαρκάζει κομπάζοντας τις καταστάσεις, αρκείται απλά να μειδιά και να κουνά με μελαγχολική διάθεση τα χείλη και με ψιθυριστά χαμόγελα να καυτηριάζει τα γεγονότα. Είναι όμως, πιο συγκαταβατική στις ανθρώπινες αδυναμίες και τα όποια ανθρώπινα πάθη.
Η φάρσα γίνεται πιο «σικάτη», η ειρωνεία πιο διακριτική, το γέλιο είναι ατσαλάκωτο.
Η Θεά Τύχη πρυτανεύει, καθώς υποχωρεί η δύναμη των Θεών, το τυχαίο, το απροσδόκητο και το περιπτωσιακό δεσπόζουν στο θεατρικό σανίδι.
(Αν δεν λαθεύω στις ερμηνείες μου, αξίζει μια έρευνα πάνω στην έννοια του Τυχαίου και της Τυχαιότητας των αρχαίων συγγραφέων και στις απόψεις του σύγχρονου φιλόσοφου Ζαν Μονό).
Η Θεά Τύχη πριμοδοτεί τα νέα στοιχεία της σκηνικής ανάγκης και νομιμοποιεί την λογική μυθολογική αφαίρεση από τον πυρήνα του δράματος. Τα λυρικά χορικά που κατακεραύνωναν με τις αιχμηρές παρατηρήσεις τους, η πολιτική διακωμώδηση συγκεκριμένων αρχόντων, η υπερβολή στις κρίσεις δεν υπάρχουν πια. Τώρα συναντάμε την ρεαλιστική περιγραφή, την με ισορροπημένη ανθρώπινη χαρακτηρολογία, την οικογενειακή περιπέτεια, τον περιορισμό ακόμα και των “Dramatis Personal”.
  Η Νέα Κωμωδία, η κωμωδία των ηθών είναι πραγματικότητα.
Η σιγαλόφωνη και διακριτική διαυγή όμως περιγραφή των κωμικών χαρακτήρων απαλλαγμένη από το «ονομαστί κωμωδείν» έχει πλέον ανοίξει τον δικό της δρόμο.
     Η γλώσσα της Νέας Κωμωδίας έχει και αυτή όπως και η θεματολογία της αλλάξει. Είναι απλή όχι ιδιαίτερα φροντισμένη, περισσότερο πεζολογική χωρίς μετρική ποικιλία, κυριαρχεί η πεζολογική και αποφθεγματική διάθεση και το Ιαμβικό τρίμετρο ή ορισμένες φορές το τροχαϊκό τετράμετρο.
Αλλάζει ακόμα και η θεατρική δομή. Αντί της γνωστής διάταξης έχουμε τώρα την διαίρεση του έργου σε πράξεις.
     Ο Μένανδρος υπήρξε ο σημαντικότερος φορέας αυτής της νέας αλλαγής. Ένα πνεύμα φιλελεύθερο, πιο ανεκτικό απέναντι στις ανθρώπινες αδυναμίες, αντιμετώπιζε τα προβλήματα και τα έλυνε με λιγότερους ή σχεδόν καθόλου κοινωνικούς ή θεϊκούς κατασταλτικούς μηχανισμούς. Εύστοχος στις παρατηρήσεις του, διακριτικά καυστικός, αρκετά ανεκτικός στις προσωπικές παρεκτροπές, χαμηλόφωνα στηλιτευτής των κακώς οικογενειακών προβλημάτων και θεμάτων, προσεκτικός χαρακτηρολόγος των ανθρώπινων συνηθειών. Η επιρροή του ποιητή Θεόφραστου είναι εμφανής. Αδρός ζωγράφος των ανθρώπινων αδυναμιών, βαθύς γνώστης της ανθρώπινης ψυχολογίας και του ασταθούς της ανθρώπινης συνείδησης, συγκαταβατικός και μεγαλόψυχος στις ανθρώπινες ανακολουθίες, ερωτικός με την ευρύτερη έννοια του όρου, σκιαγράφησε φιγούρες εξατομικευμένες, ζωντανές μέχρι των ημερών μας.
Πίστευε σε ένα ρεαλιστικό και ανθρωποκεντρικό όραμα ζωής, γιαυτό και η συνείδηση του ανθρώπου ταυτίζεται με την Θεία Δίκη στο έργο του. Η ανθρώπινη συνείδηση και η Τύχη είναι αυτές που συμβάλλουν στην όποια λύση των προβλημάτων. Το έργο του διαπερνά μια ερωτική λάβρα και μια ελεήμονα αύρα που το κάνουν να ξεχωρίζει.
Θεατρικός «παιδαγωγός», θιασώτης της ατομικής αξιοπρέπειας του καθενός μας, και μιας ζωής απαλλαγμένης από ενοχικές άνωθεν ή μεταφυσικές ευαισθησίες. Η συνείδηση των ηρώων του είναι και η μόνη τους μοίρα.
     Οι «Επιτρέποντες» ένα έργο που μας σώθηκε κατά τα δύο τρίτα περίπου, ανήκει στην ώριμη περίοδο του ποιητή. Ανακαλύφθηκε μόλις το 1905 από τον Lefebvre, και δημοσιεύτηκε δύο χρόνια αργότερα.
Είναι μια κωμωδία ηθών, ένα έργο ερωτικό, ανάλαφρο, ευχάριστο, λίγο ξεκαρδιστικό, ίσως, θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε «φαρσική κωμωδία». Το συγκινησιακό στοιχείο και ο ελαφρύς δηκτικός τόνος συμπλέουν με μια ανάλαφρη διάθεση. Η ευαισθησία και η τρυφερότητα πλημμυρίζουν το έργο. Δεν υπάρχουν αδιέξοδες καταστάσεις, δεν αναζητούμε μοιραία αίτια, δεν έχουμε τρανταχτές εκπλήξεις. Η σπουδή των χαρακτήρων των ηρώων είναι η φροντίδα του συγγραφέα, καθώς ο έρωτας και τα τερτίπια του, και, η αλόγιστη περηφάνια του ερωτύλου νέου, φέρνουν την σύγχυση και δημιουργούν τις καταστάσεις στην κωμωδία. Η ανθρωπιά, η φιλανθρωπία και η ανοχή απέναντι στα κοινά πάθη των ανθρώπων, πηγάζουν αβίαστα όχι από μια κηρυγματική προτροπή του συγγραφέα, όσο από τις ίδιες τις πράξεις των ηρώων.
      Πρωτοείδα τους «Επιτρέποντες», από τον θίασο του γνωστού θεατράνθρωπου και σκηνοθέτη Σπύρου Ευαγγελάτου. Ωραία παράσταση, στιλιζαρισμένη με τους ρυθμούς της κωμωδίας στο γνωστό ύφος του σκηνοθέτη, και οι ηθοποιοί επίσης ερμήνευσαν τον ρόλο τους με μεγάλη μαεστρία κάτω από την καθοδήγηση του δασκάλου σκηνοθέτη. Ακόμα θυμάμαι ορισμένες εικόνες από εκείνη την παράσταση. Επίσης, ήταν πάρα πολύ καλή η μουσική επένδυση του έργου από τον γνωστό μουσικό συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο. Την ζήτησα στο εμπόριο αλλά δεν την βρήκα να την ξανάκουγα. Το πρόγραμμα του 1981 μου θυμίζει τους καιρούς της «Αλλαγής» και τι περιμέναμε, αλλά και τι ακολούθησε.
Δεκαπέντε χρόνια μετά, το 1996 ξαναείδα την κωμωδία αυτή του Μένανδρου από το ΔΗΠΕΘΕ της Καλαμάτας, σε σκηνοθεσία Γαβριηλίδη και μετάφραση του ποιητή και θεατρικού κριτικού Γιάννη Βαρβέρη. Έξοχη και αυτή η παράσταση, ευχάριστη με αρκετό γέλιο και ωραίες κωμικές σκηνές όπως έμεινε στην μνήμη μου, πράγματι καλή δουλειά, όπως και άλλες του ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας που έτυχε σποραδικά να παρακολουθήσω.
     Και τώρα για τρίτη φορά τι;
Παρακολουθήσαμε μια ομάδα αξιόλογων τηλεοπτικών σταρ-οι οποίοι λειτουργούσαν σαν ομιλούντες περιπατητές μέσα στο Στούντιο του «Καλημέρα Ζωή» (της άλλης Φωσκολιάδας).
Μια ομάδα ηθοποιών οι οποίοι μάλλον έχουν αγκυλωθεί στον τρόπο ηθοποιϊας που ταιριάζει στα λαϊκά αυτά σίριαλ. Σίριαλ, που ασφαλώς παρακολουθούν χιλιάδες θεατές και ψυχαγωγούν τις ψυχούλες τους. Το σκηνικό ήταν υποτυπώδες, σαν χάρτινο παιχνίδι παιδιού βαμμένο φανταχτερά. Οι ενδυμασίες των ερμηνευτών άχρωμες και χωρίς ταυτότητα ούτε εποχής ούτε του έργου. Οι κινήσεις των ηθοποιών επιεικώς απαράδεκτες, η απόπειρα χορογραφίας φρικτή, ασυντόνιστη, άσκοπες κινήσεις που δεν έδεναν με την υπόθεση.
Η σκηνοθετική γραμμή του σκηνοθέτη κύριου Γιάννη Καλατζόπουλου ήταν μια ασκηνοθετική πρόταση. Ο σκηνοθέτης δεν σκηνοθέτησε την κωμωδία, αλλά μια ιστοριούλα με αργούς ρυθμούς για να παιχθεί στην τηλεόραση.
Φοβάμαι, ότι όπως συμβαίνει και με τα βιβλία, μυθιστόρημα, διήγημα, θέατρο, που γράφονται σεναριακά, με τέτοιον τρόπο ώστε να γυριστούν για την τηλεόραση, το ίδιο συμβαίνει πλέον και στις διάφορες σκηνοθετικές γραμμές και προτάσεις. Οι νέοι θεατρικοί συγγραφείς όπως και οι μυθιστοριογράφοι, δεν γράφουν θέατρο σύγχρονο μάλλον αλλά ένα τέτοιο έργο για να γυριστεί σίριαλ. Το ίδιο εδώ και καιρό, μπορούμε να πούμε και για ορισμένους σκηνοθέτες οι οποίοι σκηνοθετούν όπως θα σκηνοθετούσαν σίριαλ της τηλεόρασης.
   Ο συντονισμός του έργου ήταν πολύ χαλαρός, του έλλειπε η φαντασία, η ονειρική διάθεση ήταν μηδαμινή, το σκηνοθετικό πλησίασμα ήταν τόσο μα τόσο άνευρο, για ένα τέτοιο έργο.
Ποιος ήταν αλήθεια ο θεατρικός στόχος της διασκευής του κύριου Μπάμπη Κλαλιώτη; Ήταν μουσική αυτή που συνέθεσε για το έργο ο κύριος Ζουγανέλης; Τι πρωτόλειοι πειραματισμοί ήταν αυτοί. Που η χαρούμενη της κωμωδίας ατμόσφαιρα, που ήταν ο κωμικός ενθουσιασμός, που η σκωπτική διάθεση του έργου, που φάνηκε η ανθρωπολογική χαρακτηρολογία των ηρώων;
Συγνώμη, αλλά είχες την αίσθηση ότι οι ηθοποιοί περιδιάβαιναν την σκηνή με τόση βαρεμάρα, λες και βιαζόντουσαν να τελειώσουν την αγγαρεία και να πάνε στο σπίτι τους.
Η μετάφραση παραδόξως ήταν καλή. Ξεχώρισε η κυρία Μελίσσα Στοίλη ως Αβροτόνη, με το παιχνιδιάρικο ύφος της, ο κύριος Γιώργος Ματαράγκας ως Ονήσιμος έκανε ότι μπορούσε για να μας υπενθυμίσει ότι δεν του πάει ο ρόλος, τέλος ο κύριος Κώστας Πασπάλης ως Καρίωνας-μάγειρας, υπήρξε υπερβολικός μέσα στον αυτοσχεδιασμό του.
Η εκφορά του λόγου, όλων σχεδόν των ερμηνευτών ήταν επίπεδη και άχρωμη. Οι ήχοι δεν είχαν κανέναν χρωματισμό καμία ταυτότητα. Φοβάμαι ότι άλλο η ηθοποιία των διαφόρων σίριαλ της τηλεόρασης και άλλο αυτή του θεάτρου.
     Αν όλοι μας εθιζόμαστε σε τέτοιου είδους αισθητικές και θεατρικές επιλογές, τότε, μήπως «φθείρουσιν θεατρικά ήθη χρηστά, παραστάσεις και επιλογές κακαί;».
     Αν δεν λαθεύω στις κρίσεις μου, τότε ίσως να μην είναι άκαιρα τα εισαγωγικά μου ερωτήματα προς τους αρμόδιους των επιλογών αυτών.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα, 
«Η Φωνή του Πειραιώς», Τρίτη 29 Αυγούστου 2000, 
σελίδες 4,5.
Πειραιάς, Σάββατο, 14 Δεκεμβρίου 2013.

Υ. Γ. Πολλές φορές επίτηδες αφήνω ορισμένα λαθάκια για να δω βρε παιδιά αν κάποιος παρακολουθεί ή ενδιαφέρεται για αυτές τις ερωτήσεις που καταθέτω σε κάθε σχεδόν δημοσιευμένο κείμενο. Άλλες φορές μου ξεφεύγουν ή βαριέμαι αφάνταστα να διορθώνω δικά μου κείμενα.
Όσον αφορά τον Πειραιά, τώρα που έκλεισε μέσα μου ο κύκλος αγάπης για αυτήν την πόλη-όχι από δική μου αιτία-θεωρώ, ότι δεν αξίζει πλέον να ασχολείται κανείς ούτε με τα κοινά της πόλης, ούτε να διασώσει τίποτα από την πολιτιστική της πορεία. Γιατί, όπως και με τους πολιτικούς, είναι δύσκολο αν όχι ακατόρθωτο τα ίδια πολιτικά πρόσωπα που μας οδήγησαν-μαζί με ένα μεγάλο κομμάτι του Ελληνικού λαού στην χρεοκοπία- να μας βγάλουν από αυτήν, το ίδιο και τα πρόσωπα του Πειραϊκού χώρου που βάλτωσαν έστω και ασύνειδα, ή με την παθητικότητά τους τον Πειραιά, ή στάθηκαν μια ζωή μέσα στην συγγραφική ή άλλου είδους ιδιοτέλεια, να μας βγάλουν από αυτό το τέλμα. Ούτε η ηλικία τους το επιτρέπει γιατί έχουν μάθει αλλιώς, και ασφαλώς δεν έχουν την ανάλογη παιδεία και κουλτούρα είτε συνεργασίας είτε προσφοράς. Αν ο ένας λιβανίζει τον άλλον τότε και το θέατρο τι; Καλά τα εγκαίνια του Δημοτικού Θεάτρου αλλά δεν φτάνουν, τα ψέματα μας τέλειωσαν. Τα φλας, οι προεδρικές σφραγίδες και τα άλλα πρωτεία, είναι για αργόσχολους συνταξιούχους ή για άτομα που ούτε διαβάζουν ούτε τους ενδιαφέρει ουσιαστικά ο πολιτισμός. Και ο νοών νοείτο.            
             
            
   
                 

                   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου