Η
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.
(ΜΙΑ
ΤΕΛΕΤΗ ΘΕΟΓΡΑΦΙΑΣ: ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ, ΠΕΘΑΙΝΩ ΣΑ ΧΩΡΑ)
Βρασίδας Καραλής, University of Sydney Australia,
MODERN
GREEK
STUDIES
2, 1994, page
107-
Σκοπός
του μελετήματος αυτού είναι πρωτίστως να θέσει υπό συζήτηση μια προβληματική
και λιγότερο να αναλύσει το «Σχέδιο ενός
μυθιστορήματος» του Δημήτρη Δημητριάδη Πεθαίνω
σα χώρα. Το περιεχόμενο ενός κειμένου, δηλαδή ο κατ’ εξοχήν λόγος του δεν
μπορεί να κατανοηθεί και κατά συνέπειαν να ερμηνευθεί αν και εφόσων προηγουμένως
δεν παρουσιαστεί η παράδοση προβλημάτων στην οποία ανήκει, δηλαδή ο ιδιαίτερος
χώρος προβληματικής όπου εντάσσεται και απ’ όπου λαμβάνουν την σημασία τους οι
λεκτικοί δείκτες του. Ένα κείμενο θέτει με τον λόγο του και μέσα σε αυτόν, με
την ειδική λεκτικοποίηση και κειμενοποίηση που πραγματώνει, ένα ειδικό ερώτημα
που αναδύεται από αυτά τα συμφραζόμενα και μόνο, σαν ένα είδος τόπου συγκλίσεως
των προγενέστερων σημασιακών χρήσεων των όρων που συναντώνται μέσα του. όπως
παρατήρησε ο Κωστής Παλαμάς, πριν περίπου εκατό χρόνια, κάθε κείμενο είναι
πρωτίστως ένας τόπος συγκρούσεως και διασταυρώσεως ιδεών και τροπικών σχημάτων
(Παλαμάς, χ.χ. α: 384) μέσα του συγκλίνουν και ανασυντίθενται οι παρελθούσες
χρήσεις των όρων του, με αποτέλεσμα το κείμενο να καθίσταται ένα μωσαϊκό
πολυσύνθετων εικόνων, ένα αμάλγαμα σημασιών που υπάρχουν σήμερα, σημασιών που
ενυπάρχουν δυνάμει και σημασιών που πιθανότατα θα προκύψουν από την δυναμική
αλληλοσυσχέτιση των όρων μεταξύ τους. Ο μελετητής ενός έργου ανασηκώνει απλώς
μία από τις κλωστές που οδηγούν στην καρδιά του σκοταδιού, τον κεντρικό τύπο
που υποστατοποιεί το κείμενο, εκεί όπου παράγεται ένας νέος λόγος και αναδύεται
μια καινούργια μαρτυρία για το ανθρώπινο είναι. Η προβληματική της λογοτεχνικής
κριτικής είναι στο μεγαλύτερό της μέρος επισήμανση των τόπων που υλοποιεί το
εκάστοτε κείμενο και διαλεκτική τους συσχέτιση με την παράδοση λόγου που
ανήκουν. Η ευστοχία της κριτικής είναι ουσιαστικά τοποθέτηση του συγκεκριμένου
έργου στον οικείο χώρο του, πράγμα που μόνο του οδηγεί στην ερμηνευτική του
διαύγαση από την συνομιλία του με το παρελθόν των λόγων πάνω στους οποίους
οικοδόμησε την μαρτυρία του. Ερμηνεύω ένα λογοτεχνικό κείμενο ωστόσο σημαίνει
συνεχίζω την λογική του, επεκτείνω τον λόγο του και εφαρμόζω την νοηματοθεσία
του μέσα στις τροπικές συμβάσεις της κριτικής. Μόνο τότε η γραφή του λόγου
μπορεί να γονιμοποιήσει την κριτική του διερμήνευση. Άλλως περιπίπτουμε σε
ασκήσεις επιδεξιοτεχνίας και ακαδημαϊκές αναγωγές στην ρητορική και την
αφηγηματολογία που αποσυνθέτουν το έργο σε άσημα μορφήματα. Μόνο εφόσον ο λόγος
της λογοτεχνίας συνεχιστεί μέσα στον λόγο της κριτικής, η ερμηνεία της μπορεί
να ευστοχήσει, δηλαδή να αποκαλύψει την ιστορία του όντος μέσα της και να
ακούσουμε αυτό το άλλο που αγορεύει σχεδόν πάντοτε, κατά τον Martin Heidegger, το έργο τέχνης (1986:
33).
--
Το βιβλίο του Δημήτρη Δημητριάδη Πεθαίνω σα χώρα
καταγράφει την μοναδική πτήση της ελληνικής γλώσσας πάνω από μια αχαρτογράφητη
περιοχή του λόγου εντός της οποίας η ανθεκτικότητα και οι δυνατότητές της δεν
είχαν ως τώρα οργανωθεί σε συνεχή αφήγηση. Στην περιοχή αυτή ο λόγος που
πραγματώνεται είναι εκείνος της οραματικής τέχνης’ είναι, δηλαδή, ο
τροπολογικός δυναμισμός του οράματος, της ρήξης επομένως με τον ρεαλισμό, ή την
οιονεί ρεαλιστική αφήγηση, ρήξη που εμφανίζεται σε κρίσιμες στιγμές ριζικών
αλλαγών κοσμοειδώλου και πνευματικότητας. Στον χώρο αυτό οι συμβάσεις των
λογοτεχνικών ειδών παύουν να ισχύουν’ ο ποιητικός λόγος εναλλάσσεται με τον
τόνο της πεζογραφίας, ενώ σχεδόν πάντοτε η πνοή του δράματος προσδίδει μιαν
ειδική τονικότητα στην διηγηματική φορά. Το αφήγημα του Δημητριάδη επομένως
είναι ένα σύμπτωμα και μια επιφάνεια’ σύμπτωμα μιας ασθένειας του λόγου και
επιφάνεια ενός αγνώστου θεού μέσω της γλώσσας, μιας πτώσης και ενός καινούργιου
κέντρου, γεγονότων, σε τελική ανάλυση, συμπληρωματικών και συγγενικών που
υποδηλώνουν τη μετάβαση σε μια νέα συνειδησιακή κατάσταση και μια νέα
οντολογική θέση.
Έχει
πράγματι πολύ λίγο αναλυθεί και εντοπιστεί η εμφάνιση αυτού του φαινομένου στην
λογοτεχνία μας’ του πότε δηλαδή παρουσιάζονται κείμενα οραματικών λόγων και
κάτω από ποιες ιστορικές συνθήκες. Είναι επιπλέον αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι
μολονότι το σημαντικότερο ίσως από τα κείμενα του Διονυσίου Σολωμού, Η Γυναίκα της Ζάκυθος, είναι ένα
απαράμιλλο αφηγηματικό πρότυπο αυτού του είδους, η μεταγενέστερη γραφή
εγκατέλειψε αυτήν την, ας την πούμε, διϊστάμενη πρακτική προς όφελος ενός
απεικονιστικού ρεαλισμού που υποτίμησε και εν τέλει μείωσε τις δυνατότητές της.
Ο οραματικός λόγος εμφανίζεται στην λογοτεχνία μόνο σε περιόδους διακοπής της
ιστορικής συνέχειας και σε στιγμές ασυνεχούς διαδοχής γεγονότων, όταν δηλαδή
ένα νέο κοσμοείδωλο αναδύεται και ένα παλαιό καταστρέφεται, χωρίς το πρώτο να
έχει διαμορφωθεί ολοκληρωτικά ούτε το δεύτερο να έχει παραιτηθεί απόλυτα. Η
λεκτική τους διήγηση κατά συνέπεια στηρίζεται στην ακολουθία σιωπής και
ομιλίας, όπου ο συγγραφέας καλείται να επιβάλει δια της τέχνης μιαν ισορροπία
στον λόγο που υπάρχει τώρα και σε αυτόν που δεν υπάρχει ακόμα, ούτως ώστε το
κείμενό του να εκ-κεντρώνει τα αποκλίνοντα στοιχεία κατά τρόπο λειτουργικό και
σημαίνοντα. Η επισήμανση των εναλλασσόμενων στοιχείων λόγου και σιωπής
επιτρέπει να ερμηνεύσουμε, μέσα από τις κανονικότητές τους, τα προβλήματα που
έρχονται να απαντήσουν, ή τις προτάσεις που έρχονται να επανασημασιοδοτήσουν,
τα κείμενα της οραματικής λογογραφίας.
Το «Σχέδιο ενός Μυθιστορήματος» του Δημήτρη
Δημητριάδη Πεθαίνω σα χώρα τυπώθηκε
για πρώτη φορά το 1978, τέσσερα χρόνια μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας
στην Ελλάδα, όταν το λογοτεχνικό καθεστώς εποδηγετείτο από μιαν βαθύτατα
συγχυσμένη αριστερή διανόηση. Η αριστερή σκέψη στην Ελλάδα δεν κατόρθωσε να
δώσει ένα λόγο-κατάθεση, ή να συνθέσει μιαν πρόταση εναλλακτικού λόγου, ως
αντίβαρου στην κυριαρχούσα γραφή και ιδεολογία. Αντιθέτως, τη εξαιρέσει βεβαίως
της τριλογίας Ακυβέρνητες πολιτείες
του Στρατή Τσίρκα, που ουσιαστικά αποτελεί μια ενδοαριστερή τομή λόγου, ο
κυρίαρχος λόγος της αριστερής γραφής ήταν ο λόγος του απομνημονεύματος, της
εξομολόγησης και της προσωπικής μαρτυρίας που οδήγησε τελικώς σε νεότερους
βίους αγίων, όπως, λόγου χάρη, το Καλά,
εσύ σκοτώθηκες νωρίς (1985) του Χρόνη Μίσσιου. Τόσο η σκέψη όσο και η γραφή
της αριστεράς δεν μπόρεσαν να αποτινάξουν την ηγεμονία της αστικής ιδεολογίας,
την οποία αναπαρήγαγαν σε ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα. Στην Ελλάδα δεν αναπτύχθηκε
ποτέ λόγος ρήξης με την κυρίαρχη κουλτούρα και γραφή. Στο εν λόγω βιβλίο, λόγου
χάρη, του Χρόνη Μίσσιου συμπυκνώθηκαν όλες οι αρετές και τα μειονεκτήματα ενός
καλλιτεχνικού γούστου, καθαρότατα μη αριστερής προέλευσης το πρότυπο του
Μίσσιου ήταν τα Απομνημονεύματα του
Μακρυγιάννη, όπως όμως τα ερμήνευσε η αισθητικίζουσα γραφή του Γιώργου Σεφέρη.
Το λαϊκό στοιχείο μετατράπηκε σε λογοτεχνικό τύπο, σε θεσμό και σε κριτήριο,
αποβάλλοντας την αρνητική ρηξικέλευθη λειτουργία ως λόγου που αναπτυσσόταν
εκτός των κατεστημένων μηχανισμών παραγωγής της λογοτεχνίας. Η μεγάλη επιτυχία
του εν λόγω βιβλίου, η άμεση και άνευ αντιρρήσεων αποδοχή του, είναι η
μεγαλύτερη απόδειξη της ανεπάρκειας του λόγου της αριστεράς να καταστεί λόγος
ρήξης και τομή πολιτισμού στην μεταπολιτευτική Ελλάδα.
Το
κείμενο αυτό επίσης, το οποίο λόγω της αγοραστικής του κίνησης, έχει
καθοριστικά δημιουργήσει ένα κοινό με συγκεκριμένο καλλιτεχνικό γούστο-με μια
σταθερή προτίμηση για το οιονεί αυτοβιογραφικό-έγινε δυνατό να συγγραφεί εξ
αιτίας της εισδοχής στην λογοτεχνική πρακτική της αστικής διαλέκτου της Αθήνας
ως κυρίαρχου εκφραστικού λόγου, γεγονός που συμπορεύτηκε με την επιβολή ενός
νέου προτύπου ως κεντροθετικού χαρακτηρολογικού μοντέλου της λογοτεχνικής
αφήγησης. Ο νέος αυτός χαρακτηρολογικός τύπος, όπως παλαιότερα ο προβληματικός
τύπος του Georg
Lukacs
(1963), ήταν ο μικροαστός, το αστικό υποκείμενο που βιώνει την ύπαρξή του μέσω
της σωματικότητός του: γι’ αυτόν δεν υπάρχει τίποτε εφόσον δεν δύναται να
καταστεί σωματικό αίσθημα. Ο τύπος αυτός επεβλήθη με το κατεξοχήν μυθιστόρημα
της μεταπολεμικής λογοτεχνίας Το τρίτο
στεφάνι (1962) του Κώστα Ταχτσή. Τόσο ο Γιώργος Ιωάννου όσο και ο Μένης
Κουμανταρέας προέκτειναν και εμβάθυναν αυτόν τον λογοτεχνικό τύπο, τα ουσιώδη
χαρακτηριστικά του οποίου συμπύκνωσε ο Ταχτσής. Η μόνη πραγματικότητα αυτού του
χαρακτηρολογικού προτύπου είναι το σώμα του που ανάγεται σε ερμηνευτική αρχή
της κοινωνικής συμβίωσης, ιδιαίτερα μάλιστα μέσα στο απρόσωπο περιβάλλον της
πόλης, όπου η ατομικότητα συνθλίβεται και κονιορτοποιείται, αναζητώντας για τον
λόγο αυτό διεξόδους και στιγμιαίες εκτονώσεις.
Το
λεξιλόγιο των μυθιστορημάτων επιπλέον είναι μια διαρκής επανάληψη στερεότυπων
εκφράσεων απ’ όπου απουσιάζει η αφηρημένη σκέψη’ οι συγγραφείς μεταφέρουν την
τέχνη στην καθημερινότητα του αστικού υποκειμένου, εκεί όπου η αλλοτρίωση και η
εκπραγμάτωση (reification)
μετατρέπουν την ανθρώπινη μορφή σε απλή παραγωγική μονάδα, σε άμορφη μάζα και
φόρμουλα οικονομικού περιεχομένου, όπως θα απομνημειωθεί στο άλλο μεγάλο
μυθιστόρημα της δεκαετίας του ’70, το Διπλό
βιβλίο (1976) του Δημήτρη Χατζή. Ο διανοούμενος, που υπήρξε ο βασικός ήρωας
των μυθιστορημάτων της πριν τον πόλεμο περιόδου και ο οποίος στοχαζόταν με ένα
τρόπο που η άμεση εμπειρία γινόταν ένα σύμβολο γεμάτο από παραπομπές,
υποδηλώσεις και υπαινιγμούς αντικαταστάθηκε τώρα από έναν άλλο τύπο για τον
οποίο μόνο η εμπειρία υπήρχε και ελάμβανε κατά την λεκτικοποίηση και την
κειμενοποίησή της διαστάσεις οριακού γεγονότος. Σχεδόν όλοι οι ήρωες του
Ιωάννου αναπνέουν σε ένα παρόμοιο κλίμα, υπάρχουν δια της σωματικής επαφής’ το
ουσιαστικό γεγονός της ζωής τους, δηλαδή εκείνο το γεγονός που ουσιώνει και
δίνει περιεχόμενο στο είναι τους ως ανθρωπολογικών τύπων, είναι η σωματικότης
του άλλου εφόσον αγγιχτεί από την δική τους σωματικότητα. Τότε μόνο οι τύποι
αυτοί ολοκληρώνονται και εκεί συνήθως τελειώνει η μυθοπλασία.
Ήδη από
τον Στρόβιλο (1929) του Γιάννη
Μπεράτη ωστόσο η ελληνική γραφή είχε εισέλθει σε μια καινούργια διάσταση και είχε
αναπτύξει μιαν εντελώς διαφορετική χρονικότητα. Ο Γιώργος Χειμωνάς θα
επισφραγίσει ουσιαστικά αυτή την διάσταση προσδίδοντας κοσμογονικές προεκτάσεις
στο βασικό γεγονός της δυτικής σκέψης, την ρήξη λόγου και γλώσσας. Η ρήξη αυτή,
δηλαδή η διάσταση ανάμεσα στην εμπειρία και την γραφή, οδήγησε στην απώλεια
ενός βασικού αισθήματος που γαλούχησε και καθοδήγησε την αυτοσυνειδησία του
ανθρώπου κατά τους αιώνες του χριστιανικού πολιτισμού. Πρόκειται για το αίσθημα
της ιερότητας του κόσμου και της διάθεσης να αντικρύσει ο άνθρωπος το κοσμικό
φαινόμενο σαν κάτι ωραίο καθαυτό, ως υπαρξιακό γεγονός και όχι ως χρηστικό
αντικείμενο.
Η φράση
πάνω στην οποία στηρίχτηκε η δυτική γραφή είναι η διαπίστωση του Νίτσε ότι ο
Θεός πέθανε. Μόνο μέσα από αυτή την θέση μπορούμε να κατανοήσουμε την
γενναία προσπάθεια της γραφής όχι μόνο να καλύψει το κενό λόγο που άφησε η
πτώση του κεντρικού μύθου της ανθρώπινης σκέψης αλλά και το αποθαρρυντικό της
εγχείρημα να εκφράσει την διαδικασία της αποσύνθεσης, όπως δεν την είχε διαισθανθεί
ή βιώσει ποτέ ο άνθρωπος στο παρελθόν. Ο Δημητριάδης με το Πεθαίνω σα χώρα δηλοποίησε το βαθμό αποσύνθεσης στον οποίο είχε
φθάσει μια κοινωνία κατά την εποχή της μεγίστης και αφελέστερης αισιοδοξίας
της. Το μυθιστόρημα αυτό δεν προσεχθεί όσο θα έπρεπε από την πολιτισμική
κριτική της λογοτεχνίας μας, αφού, από πολλές απόψεις, μοιάζει σαν ένας
αερόλιθος που κάποτε εκτοξεύτηκε και κατέστη έκτοτε παροιμιώδης φράση, χωρίς
ωστόσο το νόημά της να γίνεται ούτε μερικώς κατανοητό. Το κείμενο του
Δημητριάδη δεν ανήκει σε καμιά συγκεκριμένη παράδοση λόγου της ελληνικής
γλώσσας, αν εξαιρέσουμε τα προφητικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, ορισμένα μεσαιωνικά κείμενα αποκαλυπτικής
φιλολογίας και φυσικά την ίδια την Αποκάλυψη
του Ιωάννη.
Υπάρχει
επιπλέον και ένα περίεργο κείμενο του Κωνσταντίνου Θεοτόκη με τον τίτλο «Η χάση του κόσμου», το οποίο δεν
γνωρίζουμε αν είχε υπόψη του ο Δημητριάδης όταν έγραφε το δικό του έργο.
Τυπώθηκε για πρώτη (;) φορά το 1981 και φαίνεται ότι αποτελεί το τελευταίο
μέρος μιας ευρύτερης σύνθεσης του Θεοτόκη που θα άρχιζε με το διήγημα
«Κοσμογονία» και θα ολοκληρωνόταν με αυτό. Περιγράφει την καταστροφή του κόσμου
που θα δοθεί στον «γερασμένο πλανήτη»» (1981: 11) από τον αρχάγγελο του θανάτου
Μάβεθ μετά την υπερίσχυση της απόλυτης ισονομίας και ισοπολιτείας ανάμεσα στους
ανθρώπους. Το διήγημα, που ανήκει στα νεανικά έργα του Θεοτόκη, είναι
συμβολιστικό και αλληγορικό, με στιγμές πραγματικού δέους, αν και στην ολότητά
του, η αλληγορία το καθιστά μονοδιάστατο και εντυπωσιοθηρικό. Το κείμενο στηρίζεται
ουσιαστικά στον προτασσόμενο στίχο της Αποκάλυψης «Και σημείον μέγα ώφθη εν τω ουρανώ» (Αποκάλυψη 12.1)-ίσως μάλιστα
και να τελειώνει με αυτόν. Η καταστροφή του κόσμου παρουσιάζεται ως το φυσικό
αποτέλεσμα της γηράνσεως και της εξαντλήσεώς του’ αυτό που διαβάζουμε είναι η
κινηματογραφοποίηση ενός τρομερού συμβάντος. Το γεγονός οπτικοποιείται και
καθίσταται θέαμα’ ο Θεοτόκης ως γραφέας αντιγράφει την εικόνα, όχι από ένα
φαντασιακό κόσμο, οπότε το κείμενο θα λειτουργούσε δημιουργικά, αλλά από τις περιγραφές
άλλων βιβλίων, ούτως ώστε αυτό που τελικώς αρθρώνεται να είναι ένα πεζοτράγουδο
αισθητιστικό που επιδιώκει να θραύσει την αστική ηρεμία των αναγνωστών του με
ένα γοτθικό τρόμο και ένα δεισιδαιμονικό έλεος.
Ένα
απλώς παράλληλο χωρίο θα μπορούσε να θεωρηθεί μία παράγραφος από τις τελευταίες
σελίδες του διηγήματος του Κωστή Παλαμά Θάνατος παλληκαριού, χωρίο που ως ένα
σημείο θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει και το λανθάνον πραγματολογικό υπόβαθρο
του έργου:
Από το μεσημέρι κ’ εκείθε άρχισεν ο
χαροπόλεμος. Το ψυχομαχητό κράτησεν όλο το δειλινό. Και το παλληκάρι βογγούσε
βαθιά κι αναταράζονταν, σα χώρα που κάθε λίγο και λιγάκι την ανατίναζεν από της
γης τα έγκατα σεισμός δαιμονισμένος. Και μέσα στο ψυχομαχητό, στερνά
ξεσπιθίσματα του καντηλιού της ζωής, τέτοια λόγια ξεπετιόταν ανάρια-ανάρια….
(Παλαμάς, χ.χ., β: 51)
Ίσως το
μυθιστόρημα του Δημητριάδη να μην είναι τίποτε άλλο παρά αυτές οι επιθανάτιες
κραυγές ενός ανθρώπου που εκχύνονται ως σπίθες, ή μήπως κρέμονται «γλώσσαι ωσεί πυρός» (Πράξεις 2.3) σε
μία συνείδηση που λίγο προτού παύσει να λέει «εγώ», βλέπει και προφητεύει όχι
απλώς τι μέλλει γενέσθαι αλλά τι έχει ήδη αρχίσει να συμβαίνει στην
καθημερινότητα ενός κόσμου που θεώρησε την εξουσία του ως το τελικό imperium της
ιστορίας;
Θέτουμε
ερωτηματικά την όλη πρόταση ακολουθώντας το παράδειγμα του Φρειδερίκου Νίτσε
που, όταν διακήρυξε τον θάνατο του Θεού, αναρωτιόταν και εξίστατο, πολλοί λένε
με ειρωνεία και χαιρεκακία, για το πώς οι άνθρωποι δεν έβλεπαν το κακό που είχε
συμβεί (Nietzsche,
1974: 181). Ο Νίτσε απορούσε για ποιο λόγο οι άνθρωποι της εποχής του δεν είχαν
δει αυτό που στο βιβλίο του Δημητριάδη είναι μια καθημερινή πραγματικότητα: την
αποσύνθεση κάθε μεταφυσικού έρματος και την διάλυση της συλλογικής ψυχής σε
επιμέρους ατομικούς εφιάλτες, που όλοι μαζί συνθέτουν όχι μιαν Δευτέρα Παρουσία
αλλά μια κατάδυση στο χώρο των νεκρών, του κακού και της πριν την Γένεση
αόρατης και ακατασκεύαστης πραγματικότητας.
Ο θάνατος
του Θεού ήταν σύμπτωμα του θανάτου της καθολικότητας ή, σε ιστορικό επίπεδο,
μιας αυξανόμενης διαδικασίας αποσύνθεσης όλων των μεγάλων κωδίκων ερμηνείας και
κατανοήσεως του κόσμου. Το τραγικό στοιχείο ωστόσο δεν ήταν ο θάνατος του Θεού,
γεγονός αναπόφευκτο σε κάθε ιστορική και πολιτική έννοια, αλλά η ίδια η αγωνία του
ανθρώπου που βλέπει το έγκλημα, το διαλαλεί στην οικουμένη αλλά κανείς δεν τον
πιστεύει. Ο Νίτσε υπήρξε η Κασσάνδρα της φιλοσοφίας. Ξεστόμισε ασύλληπτες
αλήθειες αλλά δεν είχε το χάρισμα να πείθει για τα λεγόμενά του. Έτσι, ενώ είδε
καθαρά το «ανδροσφαγείον» και τα «κλαιόμενα
τάδε βρέφη σφαγάς/ οπτάς τε σάρκας προς πατρός βεβρωμένας» (Αισχύλος,
Αγαμέμνων, 1096-7), δηλαδή, την εποχή των δολοφόνων του Arthur Rimbaud δεν
μπόρεσε να προχωρήσει πέρα από την απόλαυση του θεάματος της καταστροφής,
πράγμα μολαταύτα μεγάλο και γενναιότατο, αν σκεφτούμε ότι οι σύγχρονοί του δεν
έβλεπαν απλώς τίποτε. Η απορία όμως εμπρός στην ανικανότητα των άλλων να δουν
το τρομακτικό γεγονός του θανάτου του Θεού, αποτελεί την αφετηρία της σύγχρονης
λογοτεχνίας. «Σκοτώσαμε τον Θεό, χάσαμε
το πρόσωπό μας», θα γράψει η Μαργαρίτα Λυμπεράκη ήδη το 1950 (1979: 60,94),
όταν η ελληνική κοινωνία εισήλθε αμετάκλητα στην περίοδο της δυσαρμονίας και
αποσπασματικότητας, υπαρξιακή θέση που είχε καταλάβει την τέχνη της Δυτικής
Ευρώπης από τον μεσοπόλεμο.
Πάνω στην
απορία αυτή, που δεν είναι πλέον η απορία που οδηγεί στην γνώση αλλά εκείνη που
οδηγεί στην σύγχυση και την αγνωσία, στηρίζεται η προβληματική όλης της
σύγχρονης λογοτεχνίας’ ή, τουλάχιστον, εκείνης που δεν αποσκοπεί στην μεταμοντέρνα
κριτική των μεγάλων μύθων του παρελθόντος αλλά στην δημιουργία νέων τοπίων
συγκίνησης, χώρων δηλαδή όπου η γλώσσα νοηματώνει εκ νέου την πραγματικότητα
οργανώνοντας το χάος της ατομικής ύπαρξης σε νησίδες συλλογικού μύθου. Γενικά
μιλώντας, η μεταπολιτευτική ελληνική πεζογραφία-εννοούμε από το 1974 και
εντεύθεν- αποδείχθηκε χαρακτηριστικά αδύναμη και άμυθη. Οι περισσότεροι
λειτουργοί της αρνήθηκαν να δουν την γλώσσα και την εμπειρία ως σύμβολα και
υποδηλώσεις ενός κώδικα που υπερβαίνει τις ατομικότητές τους. Το μόνο κείμενο
που κατόρθωσε να αντικρύσει το ανθρώπινο φαινόμενο όπως πραγματώθηκε και
εκδιπλώθηκε μέσα στις ιστορικές μορφές του ελληνικού χώρου και μέσα στις
προϋποθέσεις της ελληνικής γλώσσας υπήρξε αυτό το «Σχέδιο μυθιστορήματος» του Δημητριάδη. Οι αιτίες είναι τόσο
μορφολογικές όσο και οντολογικές. Κατ’ αρχήν, καμιά μυθοπλασία δεν μπορεί πλέον
να χαρακτηρίζεται από τα μέτρα και τα σταθμά της Ποιητικής του Αριστοτέλη, σύμφωνα με τα οποία οι εμπειρίες οφείλουν
να λαμβάνουν μια εύλογη ή μια κατανοήσιμη διάταξη. Οι εμπειρίες δεν
διατάσσονται και δεν ταξινομούνται πλέον από τον υπερσυνειδητό λογοτέχνη που
γνωρίζει άριστα την πανουργία της γλώσσας. Η λογοτεχνία του εικοστού αιώνα, και
ίσως των επομένων, θα είναι μια τέχνη του στιγμιότυπου, η αποτύπωση της μιας
στιγμής και επομένως μια γραφή περί της διαδοχής των στιγμών. Το παράδοξο του
Ζήνωνος σχετικά με τον Αχιλλέα και την χελώνα και ο επακόλουθος ορισμός της
κίνησης ως μια διαδοχή στιγμών ακινησίας φαίνεται ότι λαμβάνει με την γραφή της
εποχής μας την απόλυτη δικαίωσή του. Η λογοτεχνία αναλαμβάνει ένα καινούργιο
ρόλο: όχι πλέον να πείθει για την συμμετρία, την αρμονία και την ομορφιά του
κόσμου αλλά να τονίζει και να αναδεικνύει τα στοιχεία εκείνα των εμπειριών που
αποδεικνύουν και επιβάλλουν το αντίθετο. Ο κάλλιστος κόσμος, όπως διείδε ο
Ηράκλειτος, είναι «σάρμα εική κεχυμένον»
και η λογοτεχνία διατυπώνει, εκφράζει και αθανατίζει αυτόν τον σωρό των
σκουπιδιών που το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής μεταμόρφωσε σε κόσμημα.
Οι
οντολογικές αιτίες είναι επίσης προφανείς. Όπως δήλωσε ο Ντοστογιέφσκι, μετά
τον θάνατο του Θεού όλα επιτρέπονται. Οι δύο τελευταίοι αιώνες καταλαμβάνονται
από μια σειρά διαδοχικών πατροκτονιών, αρχίζοντας από τον ίδιο τον Φιοντόρ
Ντοστογιέφσκι και περνώντας στον Charles
Darwin,
τον Φρίντριχ Νίτσε, τον Λέων Τολστόι, τον Φρανς Κάφκα, τον Νίκο Καζαντζάκη. Το
αίσθημα του δολοφόνου και του αίματος αποτελεί την πολιτισμική νοοτροπία του
ανθρώπου του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού που με την έλευση του εικοστού αιώνα
οδηγήθηκε εθελουσίως στο «σιδερένιο κλουβί του μέλλοντος», όπως διαπίστωνε ο
άλλος προφήτης, Max
Weber.
Όλα τα φιλοσοφικά ρεύματα του αιώνα μας διατυπώνουν διαρκώς την «ανθρωπολογική
ακοσμία» ως μόνη και απαράβατη σταθερά της ψυχής του ελληνορωμαϊκού ανθρώπου.
Πολλοί λίγοι στοχαστές της παράδοσής μας είχαν διαισθανθεί την νέα σχέση του
ανθρώπου και κόσμου που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται μετά το τέλος του δέκατου
ένατου αιώνα. Η γλώσσα παρέμενε ένα όμορφο και εξωραϊζον τοπίο, χωρίς κανένα
βάθος και, κυρίως, χωρίς τις σκιές που είχαν ήδη διαλύσει την διαύγεια της
σκέψης, ακόμα και της ορθόδοξης παράδοσης, όπως φαίνεται από το έργο του
Ντοστογιέφσκι και την Φόνισσα (1901) του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Μόνο ο Νίκος
Γαβριήλ Πεντζίκης κατανόησε ότι το όνομα πλέον δεν εντοπίζει ένα μυστήριο αλλά
αντιθέτως διέλυσε το κατεξοχήν μυστικό του προσώπου. «Επιθυμούσε ένα σχήμα», θα
επαναλάβει στο Ο πεθαμένος και η ανάσταση (1987: 7) ή, όπως θα γράψει αλλού: «τον βασανίζει (τον Πωσνατονπούμε) το
ανολοκλήρωτο. Τον κάνει να αισθάνεται μισός» (1978:7).
Ο
Δημητριάδης απέφυγε τους σκοπέλους μιας παρόμοιας ματαιοπονίας. Κατ’ αρχήν,
απέφυγε τους σκοπέλους μιας παρόμοιας ματαιοπονίας. Κατ’ αρχήν, απέφυγε να
ρίξει την γραφή του σε μια οδύσσεια ανευρέσεως οίκου και κεντρικού μύθου,
πράγμα που έχουν πάψει να υφίστανται ως κοινωνικά γεγονότα μετά τον Β΄
Παγκόσμιο Πόλεμο και ως λογοτεχνικά μετά τον James Joyce. Κατά δεύτερο λόγο, δεν
εκλογίκευσε, κατά τον αριστοτελικό ή ακόμα και το φροϋδικό προβληματισμό, την
οντολογική διάσπαση του ανθρωπίνου φαινομένου. Αντιθέτως, άνοιξε τους ασκούς
του παραλόγου και παρουσίασε την ύπαρξη ως «κάλαμον
υπό ανέμου σαλευόμενον» (Μαθθ. 11.7), σαν ένα δοκιμαζόμενο Ιώβ, που αφήνει
άναρθρες κραυγές παρασυρόμενος από δυνάμεις που δεν γνωρίζει και δεν θα
κατανοήσει ποτέ. Ο Πασκάλ είχε προβλέψει αιώνες πριν την πραγματικότητα του
χαμένου μέσα στην απεραντοσύνη ανθρώπου: «Η
αιώνια σιγή αυτών των απείρων διαστημάτων με τρομάζει», θα γράψει,
προτυπώνοντας τον βαθύτατο τρόμο που αισθάνεται κάθε συνείδηση εμπρός στην
μηδαμινότητά της, δηλαδή στην συναίσθηση της συμπτωματικόητάς της. Ύστερα από
την δολοφονία του Θεού, την έσχατη πατροκτονία, η λογοτεχνία εκφράζει
αποκλειστικά και μόνο τον τρόμο των όντων για τον τεμαχισμό του ενιαίου σώματος
της ευχαριστηριακής τους κοινότητας’ όπως επίσης και το πλέον απάνθρωπο
συναίσθημα που ακολουθεί, την φρικτή συνείδηση ότι η Θεία Κοινωνία, δηλαδή η
υπέρβαση του εαυτού μέσω της μετοχής του άλλου, όπως πραγματοποιείται από την
οργανωμένη Εκκλησία, όχι απλώς δεν μετουσιώθηκε σε θαύμα αλλά παραμένει ένας πρωτόγονος
καννιβαλισμός, η άγρια καταβρόχθιση μιας άσπιλης ωραιότητας. Απόσπασμα αυτής
της φοβερής συνειδητοποίησης, της ενοχής απέναντι στην αποτυχία των έργων και
των προθέσεών του, της κραυγής που αφήνει ένα παγιδευμένο ζώο, είναι το αφήγημα
του Δημητριάδη.
Το
διακείμενο του Θουκυδίδη που υποφωτίζει βασικές διαστάσεις και διαθέσεις του
σχεδιάσματος είναι ένα πρόσθετο στοιχείο εντάξεώς του στο οικείο περιβάλλον
του. Οι άρρωστοι του μεγάλου λοιμού της Αθήνας με σαλεμένα λογικά, με
πειραγμένη μνήμη και αδιάφοροι για τα όσια και τα ιερά αποτελούν τους κατεξοχήν
δράστες αυτής της τραγωδίας. «Θεών δε
φόβος ή ανθρώπων νόμος ουδείς απείργε» (Θουκυδίδης, 2.53,15) σε στιγμές
κρίσης, μόλις καταρρέει ο πολιτισμός, αναδύεται πανίσχυρος ο μεγαλύτερος εχθρός
του ανθρώπου, η σκοτεινή όψη του, η επιθυμία αυτοκαταστροφής, η ανάγκη του να
επιστρέψει στην σκοτεινή μήτρα που εγκατέλειψε χωρίς να ερωτηθεί, αφήνοντας ένα
σπαρακτικό κλάμα που μέχρι το τέλος της ζωής του θα αντηχεί στα αυτιά του. «Πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει άχρι
του νυν» (Ρωμαίους 8.22) όμως οι πόνοι αυτής της γέννας σηματοδοτούν μιαν
τερατογένεση και τον ερχομό του θηρίου ως του αναμενόμενου σωτήρα. Η νέα
υπόσχεση, η μέθοδος λύτρωσης που ευαγγελίστηκαν στις οριακότερες στιγμές τους
οι ποιητές και οι προφήτες, αντηχεί επιπλέον από εκείνο το πρωταρχικό κλάμα που
καμιά παρηγορητική ιδέα δεν κατόρθωσε να σβήσει και που η ανθρώπινη συνείδηση
αγωνίζεται διαρκώς να δαμάσει και να εξημερώσει ή, όπως δήλωσε ο Νίκος
Καζαντζάκης, ένας άλλος αυτόπτης μάρτυς
της ωδινούσης πραγματικότητας, να του δώσει σάρκα και να το εισαγάγει
στην ιστορία της γλώσσας «με μύθους, με
παρομοιώσεις, με αλληγορίες, με κοινές και σπάνιες λέξεις, με κραυγές και με
ρίμες» (1971: 59). Η αφήγηση του Δημητριάδη είναι ένας μύθος, μια
παρομοίωση και μια παραβολή της ανθρωπότητας που τρομοκρατημένη και ανέλπιδη
επινοεί μύθους για να καταπραΰνει την φρίκη ενός αποξενωμένου σύμπαντος.
Αυτό
είναι και το είδος γραφής στο οποίο ανήκει το Πεθαίνω σα χώρα. Κατ’ αρχήν, είναι μια παρομοίωση για τη μοίρα της
Ελλάδας και κατ’ επέκταση του δυτικού πολιτισμού’ στη συνέχεια, μια μεταφορά
και μυθική εξεικόνιση της κατάληξης του ανθρώπου ως φορέα αξιών και κοινωνικών
σχέσεων’ και στο τελευταίο επίπεδο, δεν μπορεί παρά να είναι μια παραβολή για την
μοίρα του ανθρώπινου φαινομένου που, αφού σπατάλησε τις υπαρξιακές του
δυνατότητες, εγκαταλείπεται χωρίς αντίσταση στις εντροπικές δυνάμεις της φύσης
του. Η ομορφιά του τρόμου, η μαγεία της απελπισίας, το ακαταμάχητο γήτεμα του
θανάτου αποτελούν τις κρυφές συνιστώσες αυτής της παραβολής. Ο Δημητριάδης
αποκάλυψε στους αναγνώστες του τον μεταφυσικό φόβο που εγγενώς τους κατέχει
σχετικά με την σημασία των έργων τους’ και φυσικά δεν τους έδωσε απαντήσεις-τις
οποίες τελικά ίσως να μην γνώριζε και ο ίδιος. Διαμόρφωσε όμως, σε εικονικές
παραστάσεις και σε συνεχή αφήγηση, την ανάγκη του σύγχρονου ανθρώπου να δει και
να ακούσει έναν λόγο περί του τέλους, περί του εσχάτου και περί των απωτάτων
ορίων του, εκεί όπου αγγίζει την παγερότητα της σιωπής.
--
Ο Δημήτρης
Μαρωνίτης στον σημαντικότατο πρόλογό του στο βιβλίο το θεωρεί ως μια «έκρηξη»
(Δημητριάδης, 1980: 11), δηλαδή θα διευκρινίζαμε, μια αιφνίδια διάνοιξη της
γλώσσας στην ολότητά του βιώματος’ μένει ωστόσο να διευκρινιστεί η φύση του
βιώματος τούτου και η υπερατομική του αναφορά. Όπως είπαμε προηγουμένως, ο
Δημητριάδης καταγράφει το ψυχομαχητό ενός «εγώ», δηλαδή για το θάνατο ενός
προσώπου που ζει στο αδιέξοδο του «εγώ» του, με αποτέλεσμα να αποκτά την
υπερευαισθησία να διακρίνει την τρομακτική καταστροφή που βρίσκεται εν εξελίξει
εμπρός στα μάτια του. Το κακό, μια αρχέτυπη λέξη της γλώσσας μας που
εμφανίζεται σε καίρια σημεία του αφηγήματος, είναι ο άρχων του κόσμου τούτου.
Στην εισαγωγή του στο βιβλίο του Maurice
Blanchot,
Ο χώρος της λογοτεχνίας, ο Δημητριάδης
θα διακηρύξει: «Η λογοτεχνία είναι το
κόσμου» (Blanchot,
1984: 11), πράγμα που σημαίνει ότι θεωρεί την γραφή και την γλώσσα ως μια
κατάθεση περί του τέλους, ως μια εκδήλωση του θανάτου, που με την ομορφιά του
λόγου της σαγηνεύει και αποπλανεί τα θύματά της πριν την τελική κρίση. Το
ερώτημα που τίθεται εδώ βεβαίως είναι ποιο συγκεκριμένο είδος λογοτεχνίας είναι
και ενεργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο’ και η απάντηση στο ερώτημα δίνεται
αποκλειστικά και μόνο από την εποχή κατά την οποία γράφτηκε το μυθιστόρημα και
από το είδος του λόγου που επικρατούσε τότε, αν και κάτι τέτοιο περιορίζει την
μεταφυσική του έργου σε μια φυσική στενότατα χρονική και τοπική. Με το έργο του
Δημητριάδη ωστόσο παρατηρούμε την αντιστροφή της παλαιάς σολωμικής ρήσης για
την μεταφυσική που γίνεται φυσική. Αντιθέτως, η φυσική εδώ μετα-φέρεται και
μετα-ποιείται’ αποβάλλει τον ενθαδικό χαρακτήρα της, γίνεται διαίσθηση του
μη-είναι-ακόμα’ η μεταφυσική του Πεθαίνω
σα χώρα είναι η φυσική μιας πραγματικότητας που δεν έχει ακόμα στερεώσει
την μορφή της και δεν έχει πυκνωθεί γύρω από λειτουργικούς άξονες
λεκτικοποίησης. Τα κενά και τα χάσματα του κειμένου υποδηλώνουν ότι το έργο θα
συμπληρωθεί εφόσον διαπλαστεί η πραγματικότητα που διατυπώνει.
Το Πεθαίνω σα χώρα είναι μια προφητεία για
τον κόσμο που έρχεται, ή γι’ αυτόν που έχει ήδη να εμφανίζεται με όλη του την
φρίκη και την συναρπαστική ασυναρτησία. Το θέμα του μυθιστορήματος, το
υπολανθάνον κείμενο, δεν είναι ο κόσμος που καταρρέει αλλά ο κόσμος που
αναδύεται μέσα από τα αμνιακά υγρά της ιστορίας. Όταν το βρέφος γεννιέται, λίγο
ξεχωρίζει από τα άλλα βρέφη του ζωϊκού βασιλείου. Όμως ο χρόνος και ο λόγος
διαπλάθουν την ανθρώπινή του υπόσταση’ ουσιώνουν το είναι του, δίνοντάς του μια
προσωπική καιρικότητα και ιστορικότητα και στη συνέχεια τον καθιστούν φορέα
πολιτισμού, δηλαδή μνήμης του παρελθόντος. Αυτό το δεύτερο επιτυγχάνεται με την
γλώσσα, τον μεγάλο μύθο της εποχής μας. Ο μεγάλος μύθος της γλώσσας, ή
καλύτερα, η γλώσσα ως ο τελικός και ολοκληρωτικός μύθος αναπτύχθηκε ιδιαίτερα
κατά τους δύο τελευταίους αιώνες από την δυτική σκέψη. Σύμφωνα με αυτόν, η
γλώσσα δεν είναι ένα απλό μέσο επικοινωνίας ή όργανο συναλλαγών αλλά ο βασικός
ιστός από τις ίνες του οποίου δομείται η αντίληψη του κόσμου που αναπτύσσουμε
ταυτοχρόνως με την αυτοσυνειδησία μας, τη γνώση δηλαδή του ότι αυτός που λέγει
«εγώ», αντιδιαστέλλει αμέσως τον εαυτό του από τον υπόλοιπο κόσμο. Μια παρόμοια
αντίληψη της γλώσσας σηματοδοτεί την αρχή της μοντερνικότητας ως υπαρξιακής
καταστάσεως του δυτικού ανθρώπου. Το ομιλούν «εγώ» δημιουργεί την περιβάλλουσα
πραγματικότητα, προεκτείνει και επεκτείνει τον κόσμο, γινόμενο κατ’ αυτόν τον
τρόπο ποιητής λόγου, αυτός που ενώνει το νοητό και το υλικό, δηλαδή το άρρητο
με το ρητό. Αυτός ο προνομιακός ρόλος του ομιλητή-συγγραφέα που αντιπαραθέτει
την γραφή του στο σύνολο του κόσμου αποτελεί την αφετηρία της χρονικότητας και
της τοπικότητας του πολιτισμικού πλέγματος μέσα στο οποίο ζει ο σύγχρονος
κληρονόμος της ελληνορωμαϊκής παράδοσης.
Στην
λογοτεχνία η νέα αυτή αντίληψη της γλώσσας εγκαινιάστηκε με τον ρομαντισμό. Με
το κίνημα αυτό το συγγραφικό εγώ έγινε ο ρυθμοθέτης-δημιουργός του κόσμου, η
αφετηρία και το τέλος του. Γύρω του επιπλέον συγκεντρώθηκαν όλες οι εικόνες και
οι φαντασιώσεις ενός απωθημένου κόσμου που είχε κατακλυστεί από την ακαταμάχητη
θεσμοποίηση της πραγματικότητας. Εκεί άλλωστε ο Sigmund Freud θα
εντοπίσει αργότερα το υποσυνείδητο, μια σύγχρονη λέξη που ουσιαστικά εξέφραζε
την υπέρλογη έννοια του χριστιανικού Αγίου Πνεύματος, γεγονός που θα αποτελέσει
την μήτρα όλων των επιμέρους γνωστών του εικοστού αιώνα. Όλα τα φαινόμενα
καθίστανται κοινωνικά και κοινοποιήσιμα, υπάρχουν δηλαδή εν κοινότητι, εφόσον
γλωσσοποιηθούν. Τότε μόνο οργανώνονται και επιδέχονται ερμηνείας ως γλωσσικά
σημεία, όταν διαρθρωμένα κατά την καλλιτεχνική σκοπιμότητα εκάστου δημιουργού,
μετατρέπονται σε συγκροτημένα κείμενα, όπως το μυθιστόρημα και τα υπόλοιπα
καλλιτεχνικά είδη, συνδυάζοντας το άφατο στοιχείο του ατομικού υποσυνείδητου με
το φατό σύμβολο της διανθρώπινης κοινότητας. Η γλωσσοποίηση επομένως ενέχει
έναν χαρακτήρα αποκαλύψεως, εξάγοντας ρον ατομικό γνόφο στη διαύγαση του
κοινωνικού λόγου.
Αυτήν την
λειτουργία της γλωσσοποίησης, της απορρόφησης από τη γλώσσα, φαινομένων που
είχαν μείνει ως τότε έξω από τα όριά της, γνωρίζει άριστα ο συγγραφέας του Πεθαίνω σα χώρα. Αγωνίζεται επομένως να
καταστήσει την γλώσσα του έργου του οντολογικό δείκτη, δείκτη κατανόησης της
ανθρώπινής μας ουσίας μέσα στην ιστορία και στον πολιτισμικό κύκλο που
ανήκουμε. Η γλώσσα του θα αναστήσει το θνήσκον γεγονός ως γεγονός παρόντος
θανάτου και διαρκούς θανάτου σημασιών. Έτσι, το έργο του, παραμερίζοντας την
συνηθισμένη χρήση της λογοτεχνικής γλώσσας,
θα διανθιστεί από αισχρές λέξεις, ή λέξεις κοινές που καταντούν άσημες
και οι οποίες συνυπάρχοντας με φράσεις των μεγαλύτερων κωδίκων πολιτισμού της
Δύσης, όπως της Βίβλου, προσπαθούν να αρθρώσουν έναν αντι-λόγο αυτόν, η γραφή
έχει επαναπροσδιορίσει το σύμπαν και επαναδιατάξει τις σχέσεις κοινωνίας των
ανθρώπων, ανασύροντας από τα βάθη της σκέψης την αλήθεια των όντων, δηλαδή αυτό
που δεν ρίχθηκε στην λήθη μέσα από τις εκλογικεύσεις του πολιτισμού. Ενώ η
γενικότερη ροή του λόγου, η τροπικότης των σχημάτων του, διακρίνεται για την
αδιάπτωτη ακολουθία της, γεγονός που αρθρώνει μια αφήγηση συμπαγή και πυκνή
στην αλληλουχία της, το όλο κείμενο, εξ αιτίας του παραληρηματικού του τόνου,
χαρακτηρίζεται από μια σπασμωδικότητα-είναι ο σπασμός της γλώσσας πριν την
απόλυτη εξάτμισή της. Ο συγγραφέας μοιάζει με ένα διάμεσο, ένα μέντιουμ.
Ανοίγει την εσωτερική του ακοή σε ό,τι ως τώρα πιστεύαμε, ακολουθώντας τον
Κωνσταντίνο Καβάφη, πως ανήκε μόνο στους σοφούς:
Η μυστική βοή
τους έρχεται των πλησιαζόντων γεγονότων.
Και την προσέχουν ευλαβείς. Ενώ εις την
οδόν
έξω, ουδέν ακούουν οι λαοί.
(Καβάφης, 1990: 69)
Όμως η μυστική βοή των πλησιαζόντων γεγονότων έχει
ήδη μετατραπεί σε τρομακτική παρουσία. Όταν το μέλλον έχει διεισδύσει στο
παρόν, σαν σε μια σε μια πράξη άγριου ζευγαρώματος, όταν δηλαδή η ιστορία έχει
πάψει να υφίσταται και μετατρέπεται σε ένα διαρκές παρόν, σε ένα συνεχές μέσα
στο οποίο μπορεί να προσανατολιστεί κανείς μόνο χάρη στην γλώσσα, ο ποιητής
μετατρέπεται πλέον σε βιβλικό προφήτη. Δεν διαισθάνεται’ βλέπει και αγγίζει.
Δεν υποθέτει, γνωρίζει και αναμένει. Δεν ελπίζει’ έχει υπερβεί προ πολλού την
θνητότητα του λόγου του. Η γλώσσα του Δημητριάδη είναι μια βοή, όπου το νόημα
έχει μετατραπεί σε μια εκκωφαντική ακολουθία ήχων, αφού το υποδηλούμενο πράγμα
έχει διαλυθεί χωρίς η ανθρώπινη σκέψη να έχει διαβλέψει ακόμα την διάδοχη
κατάστασή του.
Ο
Δημητριάδης ξάνοιξε την γραφή του σε εκείνο το αχαρτογράφητο πέλαγος της
έξω-θάλασσας’ της θάλασσας όπου πλέουν όλες οι συνειδήσεις κατά την επιστροφή
τους στην αυθεντική φύση του διερωτάσθαι για την θέση τους στον κόσμο,
βιώνοντας την θεμελιώδη συνειδησιακή κατάσταση της απορίας. Ο συγγραφέας μοχθεί
να ξαναδεί την αυθεντική ύπαρξη του ανθρώπου να μιλάει μια γλώσσα διάφανη, μια
γλώσσα που να μην ταξιθετεί και κατηγοριοποιεί αλλά να απελευθερώνει και να
εμπνέει. Το Πεθαίνω σα χώρα δεν είναι
ελεγεία’ είναι ένας ύμνος. Είναι η αντιστροφή ενός κοσμοειδώλου μέσα από ένα
κάτοπτρο που παραμορφώνει και διαστρέφει μορφές και σχήματα. Το γεγονός ότι
απεικονίζει αυτή την αντιστροφή και την παραμόρφωση έκανε πολλούς να πιστεύουν
ότι πρόκειται για ένα γνωστικό ευαγγέλιο, μια κατάρα και ένα αποτροπιαστικό
μαγικό ξόρκι. Η βοή, η ρευστότης και η έλλειψη κέντρου που χαρακτηρίζουν το
έργο απελπίζουν τους αναγνώστες εκείνους που έχουν συνηθίσει να εγκλιματίζονται
στην αρμονία και την δραματική πλοκή του κλασικού μυθιστορήματος, ακόμα και
ενός μυθιστορήματος όπως ο Οδυσσέας
του James
Joyce,
όπου δεν μπορείς να ξεχωρίσεις το
τέχνασμα από την τέχνη. Ο αναγνώστης του Πεθαίνω σα χώρα μεταφέρεται σε μια χώρα που δημιουργείται’ και
παρατηρεί τους παλαιούς της κατοίκους να μεταναστεύουν τρομοκρατημένοι. Αυτό
που βλέπουν είναι η καταρρέουσα Ατλαντίδα προτού αναλυθεί και εξανθρωπιστεί
στην όλο χάρη, ελαφρότητα και πολυχρωμία τέχνη του Αιγαίου.
Όμως στο Πεθαίνω σα χώρα τίθενται δύο κορυφαία
προβλήματα: το πρόβλημα του χρόνου και το πρόβλημα της γλώσσας. «Τη χρονιά εκείνη, καμία γυναίκα δεν έπιασε
παιδί» (σελ. 13). Η αρχική πρόταση του κειμένου θα καθορίσει και τον
χρονικό παλμό της αφήγησης. Ο χρόνος ρίπτει το άτομο σε μια περιπέτεια.
Πρόκειται για μια περιπέτεια αναγνώρισης, κατά την αριστοτελική έννοια, ή μια
περιπέτεια επιστροφής σε μια προπτωτική κατάσταση, κατά την θρησκευτική
ερμηνεία, σε ένα τόπο όπου δεν υπήρχε ο «Μεσαίωνας της Μήτρας», γιατί δεν
υπήρχε ο χρόνος με την μορφή του ευτελισμού και της φθοράς; Η περιπέτεια της
αναγνώρισης αναφέρεται στην πορεία της σκέψης να εντοπίσει το στίγμα της μέσα
στην αδιάκοπη χρονική ροή’ το τοπίο της καταστροφής, ή η καταστροφή ως τοπίο,
είναι ο φυσικός χώρος ζωής του ανθρώπου που έχει απωλέσει την ρίζα του και έχει
διακόψει την σχέση του με τον εαυτό του. Πρόκειται για μια χώρα, στην οποία τα
ονόματα δεν έχουν νόημα, μια χώρα εξωιστορική που ζει το μέλλον της ως παρόντα
θάνατό της. Η λογοτεχνία πεθαίνει στην αφήγηση του Πεθαίνω σα χώρα δεν υπάρχει τέχνη του λόγου στο κείμενο αυτό. Το
Πεθαίνω σα χώρα δεν είναι ένα απλώς ένα κείμενο μεταμυθοπλαστικό’ δηλαδή μια
συνειδητή πράξη κατασκευής μύθων που μιλάνε οι ίδιοι για τον εαυτό τους. Είναι
ένα έργο που αποδεικνύει την ανεπάρκεια της λογοτεχνίας, το αδιέξοδό της και
μολαταύτα την διαρκή προσπάθειά της να υπερβεί τους περιορισμούς της, την
αγωνία της να πάψει να είναι τεχνική και να δώσει πάλι στον άνθρωπο μια
υπόσχεση.
Στο
αφήγημα του Δημητριάδη επομένως δεν υπάρχει τέχνη’ υπάρχει μια γραφή περί
θανάτου, ενόσω έχει χαθεί η θέληση για ζωή. Εδώ, ο θάνατος είναι η μία και μόνη
λύτρωση’ είναι ο αναμενόμενος Σωτήρας που δίνει ωστόσο μιαν νέα παράταση ζωής
σε όσους έχουν χάσει την δύναμη να επιθυμούν; «Εγώ θέλω να είμαι η ζωή, θέλω να ζήσω, θα ‘θελα να ζήσω, θα ‘θελα να
μπορούσα να ζήσω, θα ‘μουν ευτυχισμένη τώρα αν ήθελα να ζήσω (…)» (σελ.
49). Ο θάνατος είναι ο Αναμενόμενος’ η σιωπή, η διάλυση, η αταξία, η αμορφία, η
ασαρκία. Ό,τι αποκάλεσαν παλιά «ύπαρξη πνευματική» δεν ήταν παρά μια
εκλογίκευση του θανάτου. Αναμένουμε την άρνησή μας’ και αυτή η αναμονή γεμίζει
την ψυχή με αναμνήσεις, όταν κάποτε σε ένα ιδανικό εκεί είδαμε πρόσωπο με
πρόσωπο την ομορφιά, δηλαδή είδαμε μερικούς ανθρώπους να μας μιλάνε γι’ αυτήν.
Τούτο «το αρχαίον κάλλος» είναι η μνήμη του αφηγητή στο Πεθαίνω σα χώρα. Όμως
ανάμεσα σε αυτόν και σε εκείνο το χαμένο όραμα παρεμβάλλεται η πραγματικότητα
της γραφής του. Η ιστορία μεταβάλλεται σε εξιστόρηση’ δεν υπάρχει μνήμη έξω από
τις λέξεις: «Η αθανασία είναι οι λέξεις» (σελ.29). Οι λέξεις θα φυλακίσουν την
αγωνία’ θα μετατρέψουν τον λόγο σε μνήμα και σε μνημείο. Όλη η αφήγηση στο
Πεθαίνω σα χώρα είναι μια αναγνωριστική αποστολή στο νεκροταφείο της αμνησίας.
Τα σημεία όμως αυτά τώρα έχουν γίνει σήματα, δηλαδή τάφοι, ανθρώπινα σώματα,
για να θυμηθούμε και την πυθαγόρεια προέλευση της λέξης. Ο συγγραφέας θάβει
τους νεκρούς του: δηλαδή μιλάει για την γραφή……………….
Βρασίδας Καραλής,
University of Sydney Australia. Magazine MODERN GREEK STUDIES 2, 1994, σελίδες
107-130.
Σημείωση:
Το κείμενο αυτό του πειραιώτη καθηγητή πανεπιστημίου
και συγγραφέα, μεταφραστή κυρίου Βρασίδα Καραλή, καταλαμβάνει τις σελίδες 107
έως 128, από την σελίδα 128 έως 130 ο ερευνητής καταθέτει την υποστηρικτική του
ελληνική και ξένη βιβλιογραφία. Σταμάτησα την αντιγραφή στο τέλος της σελίδας
123 όχι τυχαία. Το έπραξα αυτό και ας μου το συγχωρέσει ο πολυγραφότατος
καθηγητής πανεπιστημίου, όχι γιατί δεν μου άρεσε το υπόλοιπο κείμενο ή γιατί
θεώρησα ότι είχε εξαντλήσει τον κύκλο των ερμηνευτικών του αναλύσεων του
πεζογραφήματος Πεθαίνω σα χώρα του
Δημήτρη Δημητριάδη, αυτό το «κομμάτι αιμόφυρτου λόγου» που γράφει ο κυρός
καθηγητής Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης στον πραγματικά καίριο και συγκλονιστικό
πρόλογό του. Το έπραξα αυτό καθαρά για συναισθηματικούς λόγους, στην μνήμη των
93 αδικοχαμένων ελλήνων και ελληνίδων που χάθηκαν τόσο φρικτά και τόσο απότομα
και ξαφνικά. Το έπραξα, όπως παλαιότερα, άφησα ανολοκλήρωτα τα ποιήματα που
αφιέρωσα στα θύματα της Θύρας 7 του ποδοσφαίρου. Σταμάτησα το σημαντικό κείμενο
του Βρασίδα Καραλή που μας μιλά τόσο εύστοχα για την «Λογοτεχνία μετά τον
θάνατο του Θεού» όπως είναι και ο κύριος τίτλος του μικρού αυτού δοκιμίου.
Το κείμενο αυτό που μου άρεσε και το βρήκα
ενδιαφέρον όταν το πρωτοδιάβασα, πριν 25 πάνω κάτω χρόνια, για τον τρόπο που
ερμήνευε και διαπραγματεύονταν σημαντικά ζητήματα, ερωτήματα που έθετε πάνω
στον χώρο της γραφής, του γραπτού λόγου και της γλώσσας εν γένει, αλλά και του
σύγχρονου Κόσμου μας, μια συζήτηση που οφείλεται στην έκδοση του έργου του
Δημήτρη Δημητριάδη από όσο μπορώ να γνωρίσω και από άλλες κριτικές για το
βιβλίο, περίμενα θα τολμούσα να έλεγα την χρονική ευκαιρία να το αντιγράψω και
να το σχολιάσω στην ιστοσελίδα μου. Μια και δημιούργησα αυτόν τον χώρο στο
διαδίκτυο όχι μόνο για να περάσω τα δικά μου κείμενα και να καταθέσω
ηλεκτρονικά τις κριτικές και θέσεις μου, αλλά να μεταφέρω-όπως έχω κάνει μέχρι
σήμερα-και κριτικά σημειώματα, κείμενα, πληροφορίες άλλων δημιουργών που
διάβασα τα κείμενά τους και τα έργα τους και θέλησα να τα γνωρίσω σε όποιους
ενδεχόμενους αναγνώστες δεν τα γνώριζαν, ή να τα επαναφέρω στην επιφάνεια και
να τα διασώσω στο μπλοκ αυτό. Γιαυτό απέφυγα να μεταφέρω κριτικές άλλων για το
δικό μου έργο ή αφιερώσεις. Εξακολουθώ να θέλω το πληροφοριακό αυτό υλικό που
κατά καιρούς καταθέτω να γίνει κτήμα σε άτομα και πρόσωπα εκτός και εντός χώρας
που ασχολούνται με την ελληνική λογοτεχνία αλλά και την ξένη και τον πολιτισμό.
Εξού και το μεγάλο του άνοιγμα σε τομείς πέρα από την λογοτεχνία. Μέσα σε αυτό
το πλαίσιο εντάσσω και το κείμενο αυτό του Βρασίδα Καραλή. Που κινείται σε
συγγενικά της λογοτεχνίας επίπεδα. Δηλαδή έχει θεολογικό και φιλοσοφικό υπόστρωμα
πέρα από το καθαρά δοκιμιακό και εξεταστικό. Ερμηνευτικές αρματωσιές που προέρχονται
τόσο από την αρχαία ελληνική φιλοσοφική παράδοση και οντολογία, όσο και από τη χριστιανική
μεταγενέστερη ερμηνευτική. Απόψεις διατυπωμένες σε ένα σύγχρονο πλαίσιο αναφορών
και στοιχείων. Οι γνώσεις του καθηγητή πανεπιστημίου Βρασίδα Καραλή ξεπερνούν
τα στενά όρια έρευνας της εποχής της συγγραφής του κειμένου. Οι ερμηνείες του
είναι ρηξικέλευθες και πρωτοποριακές για την εποχή του, τουλάχιστον για τα δικά
μου αναγνωστικά εφόδια. Και γιαυτό, δεν φοβήθηκα να παραθέσω το κείμενο αυτό
αμέσως μετά το δικό μου, που πολλοί θα το θεωρήσουν ετεροβαρές σε σχέση με αυτό
του Καραλή, δηλαδή κατώτερο το δικό μου κείμενο, όχι του ίδιου ύψους ανάλυσης
και εμβάθυνσης. Πιστεύω όμως, ότι ο συγγραφέας δεν πρέπει να φοβάται να
αναμετρηθεί με άλλα συγγενικά του κείμενα που τον υπερβαίνουν. Ο κάθε γραφιάς,
αυτός που οι παλαιότεροι ονόμαζαν ότι «μουτζουρώνει» τις λευκές σελίδες έχει το
δικό του ίχνος γραφής και το δικό του πέταγμα. Ίσως τίποτα κατά βάθως να μην
πάει χαμένο σε αυτό το παιχνίδι της γραφής και της ερμηνείας της. Της γλώσσας
και των λέξεων, που είτε ορθά ορθογραφικά διατυπωμένες είτε ανορθόγραφα,
διηγούνται το πρόσκαιρο παιχνίδι του τυχαίου παρόντος, του ανθρώπινου ζώου. Που
ανακάλυψε την γλώσσα και έχασε τα φυσικά του ένστικτα. Όταν συνθήκες τραγικές
για την χώρα μας, 93 στάχτες και πνιγμένοι συνέλληνες μέσα σε ελάχιστο χρονικό
διάστημα, μου δόθηκε η ευκαιρία να γράψω το δικό μου πρώτο κείμενο για την
γλώσσα του Πεθαίνω σαν χώρα και να παραθέσω το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου
του κυρίου Βρασίδα Καραλή.
Το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ» και ο
πένθιμος τίτλος 93 ΨΥΧΈΣ ΖΗΤΟΥΝ ΔΙΚΑΙΩΣΗ, νομίζω ότι υπερβαίνει σε σχολιασμό
της επικαιρότητας τουλάχιστον το δικό μου προηγούμενο κείμενο. Πέρα όμως από τα
συγκεκριμένα τραγικά γεγονότα, το «Η Λογοτεχνία μετά το θάνατο του Θεού. Μια τελετή
Θεογραφίας: Δημήτρη Δημητριάδη, Πεθαίνω σα χώρα», είναι ένα κείμενο που επαναπροσδιορίζει
ερωτήματα, θέτει ερωτήματα, και σχεδιάζει τις ερμηνευτικές δομές και τα όρια ίσως
που πρέπει να κινείται μια κριτική. Φωτίζει αρχές ζωής μιας πανάρχαιας παράδοσης
του έλληνα ανθρώπου και ερμηνείες θανάτου του. Η μνήμη θανάτου που γεννά το έργο
του Δημήτρη Δημητριάδη.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 11 Αυγούστου 2018
Ένα μαύρο καλοκαίρι με ληκύθους γεμάτες στάχτες της ζωής
των αδικοχαμένων ανθρώπων, της γλώσσας και των λέξεών τους. Ένας χαμός της χώρας
σε περίοδο ειρήνης.
ΥΓ.
Η απογευματινή παραδοσιακή εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» της Παρασκευής 10 Αυγούστου 2018
στην πρώτη και την τελευταία σελίδα της δημοσίευσε τα ονοματεπώνυμα και τις
ηλικίες των ελλήνων και ελληνίδων που χάθηκαν τόσο άδικα και ξαφνικά από την
μεγάλη καταστροφική πυρκαγιά. Μια καταστροφή που θα στοιχειώνει για πολλά
χρόνια την χώρα και τις ψυχές πολλών κατοίκων. Δυστυχώς, χάθηκε μια ευκαιρία
έστω και πάνω στις στάχτες 93 σωμάτων και ψυχών, (όπως και με τους νεκρούς των
πριν λίγο μηνών πλημμυρών) το πολιτικό σύστημα της χώρας (προέδρου της
δημοκρατίας, συν-κυβέρνησης και σύσσωμης της αντιπολίτευσης, και άλλων κρατικών
υπηρεσιακών παραγόντων) να σταθεί υπεράνω των κομματικών του συμφερόντων,
υπεράνω των εκλεγμένων θέσεών του για μια τετραετία, και των απολαβών που
απολαμβάνουν. Δηλαδή την υπουργική και την βουλευτική τους θέση, την θέση του
νομάρχη ή του δημάρχου. Να παραιτηθούν, να προκηρυχθούν εκλογές, και αν ο
ελληνικός λαός αποφασίσει να τους ξαναψηφίσει ας τους ξαναψηφίσει, αν όχι, να
αναλάβουν άλλες πολιτικές δυνάμεις να διασώσουν ότι μπορεί να διασωθεί από αυτό
το πείραμα καταστροφής μιας σχεδόν τετραετίας, ενός πολιτικού συστήματος που
συνέχισε την ίδια πολιτική των προκατόχων τους. Τα ίδια πολιτικά πρόσωπα, αυτές
οι νεκρικές μάσκες, αυτά τα πρόσωπα με την αλαζονεία χαραγμένη πάνω τους, την
εγωπάθεια σε κάθε τους γκριμάτσα, την έπαρση σε πολιτικό και ανθρώπινο επίπεδο,
τα μειδιάματα αυταρέσκειας ότι εμείς είμαστε οι σωτήρες του κόσμου, οι
αλάνθαστοι χορηγοί ελπίδων, είναι που διαχειρίζονται τις τύχες ημών των
ελλήνων; Που ούτε επικοινωνιακά δεν θέλουν να δείξουν πολιτική συναίσθηση ότι
έσφαλαν. Από το παλαιό «σας τσούζει» του πασοκικού αντιπροέδρου με το
κομπολογάκι (και τα 2 εκατομμύρια δολάρια) στο «παπαριές» της συριζανέλ
βουλευτίνας της ευφυΐας της ΝΑΣΑ. Από τον «στρατηγό άνεμο» του για μία ημέρα
προέδρου της Βουλής νεοδημοκράτη που «βόλεψε» την κορούλα του, στο ότι οι 93
άνθρωποι-συνέλληνες έπεσαν θύματα μιας αναπόφευκτης φυσικής καταστροφής, όπως
υποστηρίζουν οι βουλευτές και οι κυβερνητικοί παράγοντες. Ίσως, αν ήταν στο
χέρι τους, θα μας έλεγαν ότι τα θύματα μόνα τους βοήθησαν στον χαμό τους. Μια
και ήταν τα μοιραία άτομα που βρέθηκαν στην λάθος θέση τον λάθος χρόνο. Κατά τα
άλλα αυτό το ονομάζουν Αστική Δημοκρατία. Αυτό το πινγκ πονγκ ανακοινώσεων για
ρήψη ευθυνών μεταξύ της κυβερνώσας παράταξης και της αξιωματικής μόνο
αντιπολίτευσης. Ένας κακόγουστος και ανιαρός και αναποτελεσματικός πολιτικός
διπολισμός που συνεχίζεται χρόνια στην χώρα μας. Μια υφέρπουσα τάση πολιτικού
«αυριανισμού» διαχέεται σε όλα τα επίπεδα στην χώρα, και κυρίως, στο πολιτικό
επίπεδο και στίβο, ακόμα και τώρα, που οι στάχτες καίνε, το σοκ δεν έχει κατανοηθεί.
Είναι δύσκολο να ευχηθείς στις επόμενες εκλογές οι έλληνες, όλοι εμείς να
λειτουργήσουμε με πολιτικό και ανθρωπιστικό κριτήριο, δεν το διαθέτουμε σαν
λαός παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις, είναι δύσκολο να πείσεις να ψηφίσουν οι
συμπατριώτες σου τους ίδιους κομματικούς σχηματισμούς που πιστεύουν και
ελπίζουν αλλά διαφορετικά πρόσωπα. Όχι αυτά τα ίδια 300 πρόσωπα. Άλλα πρόσωπα,
διαφορετικά, με άλλες πολιτικές και λιγότερο έστω επηρμένα και αλαζονικά.
Δημοκρατία δεν είναι να δεσμεύεις νομοθετικά έναν λαό, μια χώρα, για τέσσερα
χρόνια να παραμείνεις στην εξουσία, κυβερνητική, βουλευτική, αντιπολιτευτική,
και να μην παραιτείσαι όταν εκ των πολιτικών πραγμάτων είσαι αναποτελεσματικός
και ατζαμής. Όπως πολύ ορθά είπε η βουλευτίνα δημοσιογράφος του κομμουνιστικού
κόμματος, «για ποιο νέο σε ηλικία πρωθυπουργό μιλάμε, μα είναι πατέρας με δύο
παιδιά» και αυτό το άτομο δεν διαθέτει ανθρωπιστική ωριμότητα; Πολιτική
ευθιξία; Που όταν μιλάει και απευθύνεται σε εμάς τους έλληνες κοιτά αλλού για
αλλού, το βλέμμα του κοιτάζει συνήθως τα άστρα. Και οι υπόλοιποι; Πως ανέχονται
αυτήν την πολιτική παθογένεια και αλαλούμ κατάσταση. Ή την επικροτούν ή
βολεύονται με τους μισθούς και τις θέσεις τους. Γνωρίζοντας ότι βρίσκονται σε
πολιτική πτώση. Ασφαλώς δεν είναι πολιτική λύση ο γόνος του πρώην πρωθυπουργού
που τον ετοιμάζουν σαν διάδοχο κατάσταση, αυτό δεν σημαίνει όμως ότι πρέπει να
μείνουν στην εξουσία οι παρόντες. Μια κυβέρνηση οικουμενική, πολιτικής σωτηρίας,
αλλά όχι από τα ίδια πρόσωπα (τους 300) ίσως θα ήταν μια κάποια λύση. Εκτός και
αν η μόνη μας σωτηρία είναι πλέον ράντζο σε δημόσιο νοσοκομείο με τον κύριο
Παύλο Πολάκη υπουργό υγείας ή ράντζο με τον κύριο Άδωνη Γεωργιάδη στο ίδιο
πόστο. Το ράντζο όμως ράντζο, για τις έκτατες ανάγκες του ψηφοφόρου λαού.
Το σκοτεινό πρωτοσέλιδο της εφημερίδας με τα ονόματα
των 93 ανθρώπων που χάθηκαν τόσο άδικα σε καρό ειρήνης, είναι που θα θυμάται η
μελλοντική Ιστορία. Και όχι το απλανές πρόσωπο του νεότερου πρωθυπουργού της
χώρας. Οι καταστροφές, επί των κυβερνητικών και πολιτικών ημερών του
συντελέστηκαν. Το αγαπημένο παιδί των μνημονιακών πολιτικών πατρόνων του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου