Πέμπτη 23 Αυγούστου 2018

Η τέχνη, το τέχνασμα και η ευθύνη


Η τέχνη, το τέχνασμα και η ευθύνη

του Τάσου Λιγνάδη, εφημερίδα Η Καθημερινή 6/11/1988

      Στον «Τελευταίο Πειρασμό» η αισθητική ευθύνη κρίνεται σε καθαρώς ηθικό πεδίο προθέσεων του καλλιτέχνη. Αν δηλαδή αποσκοπεί στην τέχνη ή το τέχνασμα, με άλλα λόγια στην ποιοτική ομορφιά ή στη βιαιότητα των οπτικών εικόνων.

     ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΟΣ αυτού οφείλεται στην προβολή της θορυβοποιού ταινίας του Σκορτσέζε ο «Τελευταίος πειρασμός» που εσκάρωσε το σενάριό της πάνω στο γνωστό ομότιτλο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη. Εν πρώτοις, θα προτείνω στον αναγνώστη με ψύχραιμο συγκρατημό να προκαθορίσουμε το έδαφος της συνεννόησής μας’ δηλαδή να ξεκαθαρίσουμε, τις διακριτικές σχέσεις μιας κινηματογραφικής ταινίας και ενός λογοτεχνικού βιβλίου.
     Δεν νομίζω να διαφωνεί κανείς με την αυτονόητη διαπίστωση ότι η μεταφορά ενός μυθιστορήματος στον κινηματογράφο είναι μια πλατωνικού καθορισμού μετάβαση σε άλλο γένος, που σημαίνει ειδολογική μεταμόρφωση σε καινούργιο έργο άλλης φύσεως και συνεπώς άλλης ευθύνης. Το κείμενο ενός βιβλίου «μιλάει» με λέξεις, τις οποίες με τους μηχανισμούς της αναπαράστασης αναπαράγει στην συνείδησή του σε εικόνες ο αναγνώστης ή ο ακροατής του λόγου. Ο κινηματογράφος «μιλάει» με εικόνες, τις οποίες εντυπώνει μηχανικά στη συνείδηση του θεατή καταργώντας κατά τις στιγμές της εντυπώσεις τον αυτοματισμό της φυσικής αναπαραστατικής λειτουργίας. (Αυτή την αναπαραστατική διαδικασία την λέω «εσωτερική όψη» μιλώντας για το αρχαίο ελληνικό δράμα στο βιβλίο μου «Το ζώον και το τέρας»). Ο θεατής στην σκοτεινή αίθουσα του κινηματογράφου γίνεται υποχρεωτικός αποδέκτης ή στόχος ενός συνεχούς πολυβολισμού σημάτων, που επιβάλουν ένα καθεστώς αδιάλειπτης αμεσότητας ως εξουσία της διαρκώς κυριευόμενης προσοχής του θεατή. Και εξαρτάται από την στάση του δημιουργού της κινηματογραφικής ταινίας να αναμετράει στους αισθητικούς του προβληματισμούς το μέγεθος της ηθικής του ευθύνης, εφ’ όσον χειρίζεται και διακινεί ένα όργανο τόσο ισχυρής επιβολής και ως μέσω μηχανικής μαγείας και ως διάσταση μαζικής επικοινωνίας.
     Βεβαίως, αν όχι ακριβώς στην ίδια, αλλά κάπως σε παρεμφερή κατάσταση αποδοχής της δραστικής αμεσότητας της εικόνας βρίσκονται και οι θεατές των τηλεοπτικών μέσων. Διαφορετική όμως σχέση επικοινωνίας προϋποθέτει η φύση της τέχνης του θεάτρου. Στο Θέατρο, κατά κανόνα, ο λόγος είναι το κύριο όχημα και η εικόνα το οπτικό του περιθώριο. Στον κινηματογράφο ο λόγος γίνεται περιθώριο και η εικόνα γίνεται «λόγος»- χωρίς λέξεις, δηλαδή μια «γλώσσα» που προσδιορίζει ένα είδος.
     Συνεπώς, στο θέατρο και γενικότερα και ενδεικτικότερα στην λογοτεχνία-είτε άξια, είτε ανάξια θεωρούνται κατά περίσταση και κατά περίπτωση τα προϊόντα της-ο παράγων «αναγνώστης-ακροατής-θεατής», συμμετέχει στην κατασκευή του έργου ως αποδέκτης, εφ’ όσον οι ψυχικοί του μηχανισμοί προβάλλουν σε εσωτερική αναπαράσταση το είδωλο, μετατρέποντας τον κόσμο των λέξεων σε κόσμο προσωπικού θεάματος. Κανείς ποτέ αναγνώστης δεν αναπαράγει σε θέαμα την αφήγηση ενός βιβλίου, ίδια ακριβώς με έναν άλλον αναγνώστη του ίδιου του βιβλίου. Αντίθετα, στον κινηματογράφο η ροή του θεάματος επιβάλλεται ως δεδομένη πραγματικότητα, υποχρεώνοντας ευνόητα την θέαση του αποδέκτη να διατελεί σε κατάσταση φαντασιακής αβουλίας ή αργίας. Επί του προκειμένου λοιπόν κρίνεται, επαναλαμβάνω, η αισθητική ευθύνη σε καθαρώς ηθικό πεδίο προθέσεων του καλλιτέχνη. Αν δηλαδή αποσκοπεί στην τέχνη ή στο τέχνασμα, με άλλα λόγια στην ποιητική ομορφιά ή στη βιαιότητα των οπτικών εντυπώσεων.
     Και αυτή η βιαιότητα ασκεί, όπως είναι πασιφανές στην κοινωνική εμπειρία, ολέθρια δυναμικές επιδράσεις σε εποχές και σε ανώριμες ηλικίες, που κατά μέγα ποσοστό η πνευματική και αισθητική τους τροφοδοσία συντελείται μέσω του καταιγισμού των μηχανημάτων της εικόνας, έτσι ώστε να συνταυτίζεται η ρευστότητα της συνείδησης του αποδέκτη με την έξωθεν επιβαλλόμενη πραγματικότητα του μέσου που εξουσιάζει. Τα έμπρακτα αποτελέσματα αυτής της εξουσίας της εικόνας, τα βλέπουμε στην ψυχοπαθολογία της καθημερινής ζωής, και κυρίως σε ηλικίες σχηματισμού της προσωπικότητας, όπου ο άκριτος κινηματογράφος αποβαίνει ένα θαυμαστό υποκατάστατο διεξόδου της προδομένης φαντασίας και της αλειτούργητης σκέψης εφ’ όσον προμηθεύει ως πραγματικότητα έναν στιγμιαίο παράδεισο εικόνων αντίστοιχο με τον στιγμιαίο παράδεισο των ναρκωτικών. Εξ άλλου, δεν χρειάζεται να υπενθυμίσω ότι όλος ο διαφημιστικός καταναλωτισμός βασίζει την πανουργία της επιστήμης του στην επιμελημένη παραγωγή τεχνιτών παραδείσων μεσ’ από εικονικές «πραγματικότητες» ζωτικού ψεύδους.
ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΓΡΑΦΩ όχι ως ειδικός της έβδομης τέχνης. Κάθε άλλο. Ούτε ειδικός είμαι ούτε και τόσο φανατικός θαμών του κινηματογράφου. Ένας απλός θεατής είμαι, με λιγοστές γνώσεις πάνω στο είδος, που ωστόσο μπορεί, όπως ο καθένας, να έχει κάποιες γνώμες για μια τέχνη που από την φύση της προϋποθέτει ότι απευθύνεται σε πλατύτερο κοινό. Έχοντας λοιπόν ανάγκη να τεκμηριώσω την σκέψη μου, πριν πω την γνώμη μου για την ταινία του Σκορτσέζε, ανοίγω το βιβλίο ενός ειδικού ή καλύτερα ενός ποιητή της τέχνης του κινηματογράφου, του Αντρέι Ταρκόφσκι, στο κεφάλαιο εκείνο που μιλάει για την «ευθύνη του καλλιτέχνη» (Αντρέι Ταρκόφσκι, Σμιλεύοντας τον χρόνο μετάφραση Σεραφείμ Βελέντζα, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1987 σ.241 κ.ε.) και κορφολογώ πλούσιες σημασίες, σχετικές λίγο-πολύ με όσα συζητήσαμε έως εδώ. Γράφει, λοιπόν, ο τόσο πρόωρα χαμένος δημιουργός τα εξής κερδισμένα από την ιερή μύηση στην τέχνη αυτή.
     «Με δεδομένο των ανταγωνισμό του εμπορικού κινηματογράφου, ο σκηνοθέτης έχει ξεχωριστή ευθύνη απέναντι στο κοινό του. Η τραγική και κρίσιμη διαφορά είναι ότι, αν η τέχνη μπορεί να διεγείρει αισθήματα και ιδέες, ο μαζικός κινηματογράφος, εξ αιτίας της εύκολης και ακαταμάχητης εντύπωσής του, εξαφανίζει αμετάκλητα κάθε ίχνος σκέψης και αισθήματος. Οι άνθρωποι παύουν να νιώθουν την παραμικρή ανάγκη για το ωραίο ή το πνευματικό και καταναλώνουν τις ταινίες σαν κόκα-κόλα. Η τέχνη δεν μπορεί να έχει καθαρά χρησιμοθηρικούς και πρακτικούς αντικειμενικούς στόχους. Μια ταινία που βασίζεται σε τέτοιες προϋποθέσεις δεν μπορεί να σταθεί σαν καλλιτεχνική οντότητα… Η τέχνη εξευγενίζει τον άνθρωπο με την ύπαρξή της και μόνο…
Διαφορετικά θα εκφυλιστεί, θα γίνει «άγρια», όπως η μηλιά στο παρατημένο περιβόλι… Τονίζοντας την ιδέα της ευθύνης του δημιουργού ήθελα να υπογραμμίσω ότι η πιο πειστική από τις άλλες τέχνες απαιτεί ειδική αίσθηση ευθύνης από τους εργάτες της οι μέθοδοι με τις οποίες επηρεάζει τους θεατές ο κινηματογράφος μπορεί να χρησιμοποιηθούν πιο εύκολα και πιο γρήγορα για την ηθική τους εξαχρείωση, για την καταστροφή κάθε πνευματικής άμυνάς τους, περισσότερο από τα μέσα των πιο παλαιών, παραδοσιακών μορφών τέχνης… Ο κινηματογράφος επειδή συχνά απαιτεί τεράστια κεφάλαια για επένδυση, είναι εξαιρετικά επιθετικός και, επίμονος στις μεθόδους του για μέγιστο δυνατόν κέρδος. Η ταινία πουλιέται μάλλον σαν μόνιμη πραμάτεια και από το γεγονός αυτό και μόνο αυξάνεται η δική μας ευθύνη για το εμπόρευμά μας».
     Αυτά είναι μερικά από τα λόγια του Ταρκόφσκι. Καθαρά και σταράτα και τίμια. Επαληθεύουν την σκέψη και τις γνώμες μου, όπως μου τις προκάλεσε η ταινία του Σκορτσέζε που είδα την περασμένη εβδομάδα και κυρίως ο περί αυτήν σκανδαλώδης θόρυβος των επεισοδιακών ημερών. Μένω συλλογιστικά στοχαστικός, καθώς αναλογίζομαι μερικά έκτυπα σημεία της σμίλης του Ταρκόφσκι: «Κόκα-κόλα», «άγρια μηλιά», «αίσθηση ευθύνης», «ηθική εξαχρείωση», «κέρδος» «κεφάλαια», «εμπόρευμα».
Κατόπιν έρχονται κάποιες αντινομίες συμβάσεων στο νου μου, όπως «εν ονόματι του Νόμου» ή «εν ονόματι της Τέχνης», ενόσω ετοιμάζομαι να πω την άποψή μου, για τον «Τελευταίο πειρασμό» και για το ποια  και πόση σχέση έχει η αλλοδαπή ταινία με το βιβλίο του Καζαντζάκη. Σ’ αυτό όμως το σημείωμα καθορίσαμε απλώς το έδαφος μιας συνεννόησης. Κατ’ ανάγκην λοιπόν ζητώ την άδεια ενός δευτέρου σημειώματος στο φύλλο της προσεχούς Κυριακής.

Τάσος Λιγνάδης, εφημερίδα Η Καθημερινή 6/11/1988

Σημείωση:
Συνεχίζοντας την αντιγραφή κειμένων, άρθρων και κρίσεων για την ταινία του αμερικανού σκηνοθέτη Μάρτιν Σκορτσέζε ο «Τελευταίος Πειρασμός», Martin Scorsese, “The Last Temptation of Christ με τους Willem Dafoe, Harvey Keitel, Barbara Hershe, David Bowie, με την εξαίρετη μουσική του Peter Gabriel, που βασίζεται στο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη (Nikos Kazantzakis). Η ταινία προσφέρθηκε από γνωστό περιοδικό πριν λίγα χρόνια σε DVD.  Μεταφέρω στο ιστολόγιό μου το πρώτο μέρος του άρθρου του κυρού Τάσου Λιγνάδη που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» της 6/11/1988 τριάντα χρόνια πριν. Το δεύτερο μέρος δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα στις 13 Νοεμβρίου, που θα το αντιγράψω στο επόμενο σημείωμα.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην πίσω σελίδα της κριτικής του βιβλίου. Στην σελίδα της κριτικής υπάρχει η «Βιβλιογραφική Ενημέρωση» που επιμελούνταν ο συγγραφέας Κυριάκος Ντελόπουλος, ο οποίος υπογράφει και την κριτική του βιβλίου του Ν. Γ. Κοντοσόπουλου, «Γλωσσικός άτλας της Κρήτης. Γενική εισαγωγή και διαλεκτολογικοί χάρτες» Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1988, με τίτλο «Τα κρητικά ιδιώματα». Ο Κυριάκος Ντελόπουλος μεταξύ άλλων εργασιών του μας έχει δώσει και την έρευνά του (το βιβλίο του) για τα Ψευδώνυμα των δημιουργών. 
Τον κυρό καθηγητή πανεπιστημίου της φιλοσοφικής σχολής Αθηνών, Τάσο Λιγνάδη, τον έμπειρο θεατρολόγο, και επαρκή και καινοτόμο κριτικό θεάτρου, τον συγγραφέα, συνάντησα εδώ και χρόνια στον εκδοτικό οίκο «Ακρίτας» του Δημήτρη Κόκκινου. Ο Δημήτριος Κόκκινος εργάζονταν σε ναυτιλιακή εταιρεία στον Πειραιά, αλλά, τα ενδιαφέροντά του ξέφευγαν από τις επαγγελματικές του ασχολίες και άπτονταν του χώρου της ελληνικής ορθόδοξης παράδοσης και πίστης. Έγινε εκδότης και μας χάρισε ενδιαφέρουσες εκδόσεις που άπτονται του χώρου του ορθόδοξου φρονήματος, νηστίσιμης μαγειρικής, του παιδικού χριστιανικού βιβλίου κλπ. Ο καθηγητής Τάσος Λιγνάδης, ήταν ένας σοβαρός αλλά πρόσχαρος άνθρωπος, προσηνής, μετρημένος, ζεστός, και κάπως τυπικά οικείος. Ένας δάσκαλος από αυτούς που δεν γνωρίζεις εύκολα. Είχα την τύχη να τον συναντήσω δύο ακόμα φορές όταν ετοιμάζονταν η έκδοση του βιβλίου του «Καταρρέω» εκδόσεις «Ακρίτας» 1989 της σειράς Ελληνική Παιδεία και Παράδοση. Συναντηθήκαμε και είχε την καλοσύνη να μου προσφέρει το ογκώδες μελέτημά του, ήταν η διδακτορική του διατριβή, «Το Πρώτον Δάνειον της Ανεξαρτησίας» 1970. Ένα βιβλίο από αυτά που δεν θα πρέπει να δανείζει κανείς σε φίλους, γιατί και το βιβλίο δεν επιστρέφεται και οι φιλίες χάνονται. Ας είναι. Τον κριτικό και δοκιμιογράφο Τάσο Λιγνάδη τον γνωρίζαμε και τον είχαμε αγαπήσει από δύο σημαντικές του μελέτες. Αυτήν για το «Άξιον Εστί» του νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, Τάσος Λιγνάδης, ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ΤΟΥ ΕΛΥΤΗ, εισαγωγή-σχολιασμός-ανάλυση, γ΄ έκδοση με προσθήκη, Αθήνα 1977, ένα μελέτημα που ήταν αφιερωμένο «Στην Κύπρο το Ρόδο το Αμάραντο» και «Ο ΛΟΡΚΑ ΚΑΙ ΟΙ ΡΙΖΕΣ», βλέπε νεότερη ανατύπωση εκδόσεις «Έκτυπο», Γιάννης Λιγνάδης-Δημήτρης Λιγνάδης, Αθήνα 1992. Μελέτη που διαπραγματεύονταν το έργο του ισπανού ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα που δολοφονήθηκε από τους φαλαγγίτες κατά την περίοδο του ισπανικού εμφύλιου πολέμου. Γνώριζα επίσης και είχα μελετήσει την εργασία του για τον ποιητή και στιχουργό Νίκο Γκάτσο. Τάσος Λιγνάδης, «ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΓΚΑΤΣΟ»-ΔΙΠΛΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΕ ΜΙΑ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ Σ’ ΕΝΑΝ ΠΟΙΗΤΗ, εκδόσεις «Γνώση» 1983. Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στον αδελφό του Γιάννη Λιγνάδη. Σοβαρές και υπεύθυνες εργασίες, βιβλία χρήσιμα, που σημάδεψαν εποικοδομητικά τις αναγνώσεις και τις μελέτες μας τόσο για τον έλληνα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη και Νίκο Γκάτσο όσο και για τον ισπανό εξίσου. Οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ότι την ίδια χρονιά, (1988) κυκλοφόρησε και το εξαιρετικό του μελέτημα «ΤΟ ΖΩΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΡΑΣ» Ποιητική και Υποκριτική Λειτουργία του Αρχαίου Ελληνικού Δράματος» εκδόσεις «Ηρόδοτος» 1988, που αφιερώνει στον ηθοποιό και σκηνοθέτη, δάσκαλο της θεατρικής τέχνης Αλέξη Μινωτή. Από τις ερωτήσεις που μου έκανε, κατάλαβε αμέσως ότι γνώριζα και είχα διαβάσει τα βιβλία του. Στην δεύτερη συνάντησή μας ξεφύλλισε ένα του βιβλίο που κρατούσα, και διαπίστωσε ότι είχε ταλαιπωρηθεί από τις σημειώσεις ενός άγνωστού του μέχρι τότε αναγνώστη. Στην επομένη μας συνάντηση μου χάρισε την διδακτορική του διατριβή με αφιέρωση. (που δυστυχώς πια δεν έχω). Επωφελήθηκα από τις τρείς αυτές συναντήσεις μας, και φλυαρώντας-όπως συνήθως-τον ρωτούσα για το αρχαίο δράμα και το σύγχρονο θέατρο, την ορθόδοξη παράδοση και πίστη, ζητήματα που αφορούσαν την ελληνική ταυτότητα και τον πολιτισμό. Μία από τις συναντήσεις μας μάλιστα, πραγματοποιήθηκε στην οδό Πειραιώς κοντά στην Ομόνοια, που δίδασκε σαν καθηγητής. Διάβαζα τις θεατρικές του κριτικές και τις επικαιρικές του πολλές φορές επιφυλλίδες και προσπαθούσα να κατανοήσω τα νοήματά του. Ο λόγος του και το ύφος του δεν ήταν δύσκολος και στριφνό, ούτε δυσνόητα τα δημοσιεύματά του, χρειάζονταν όμως να έχεις θεατρικό υπόβαθρο και να γνωρίζεις την ελληνική θεατρική παράδοση για να πλησιάσεις τον τρόπο με τον οποίο φώτιζε τα θεατρικά κείμενα που εξέταζε, τις παραστάσεις που παρακολουθούσε και ερμήνευε και τους σχολιασμούς του για αυτές. Ακόμα και οι επιφυλλίδες του που είχαν έναν επικαιρικό χαρακτήρα διέθεταν ήθος γραφής και αλήθειας. Ανεξάρτητα αν συμφωνούσες ή όχι με τις απόψεις του, ή διέκρινες έναν θα γράφαμε μάλλον «συντηρητισμό» σε ορισμένες του θέσεις, αναγνώριζες αμέσως την βαθειά του αγωνία για την πορεία του ελληνισμού, τον έντιμο προβληματισμό του, το ειλικρινές ενδιαφέρον του για πράγματα των ημερών του-κοινωνικά-πολιτικά-καλλιτεχνικά, και επαναλαμβάνω ένα ήθος ατόμου, που δεν ήταν δήθεν, επίπλαστο, αλλά γνήσιο και πηγαίο. Ένας γνήσιος της παράδοσης μικρασιάτης με ουσιαστική συναίσθηση της ευθύνης του σαν έλληνας διαμορφωτής των νεότερων συνειδήσεων. Σπάνιος δάσκαλος, με στέρεα παιδεία και αρχές. Υποψιάζομαι ότι θα τον θυμούνται οι μαθητές του με καλές αναμνήσεις.  
Το «Καταρρέω» που ήταν και η αιτία συνάντησής μας, έχει 430 σελίδες και είναι αφιερωμένο «Στους Μικρασιάτες Γονείς μου Δημητρό και Άννα» όπως αναφέρει ο ίδιος. Είναι μια σύναξη-επιλογή επιφυλλίδων του που είχαν δημοσιευτεί στις ημερήσιες εφημερίδες «Η Καθημερινή» και «Μεσημβρινή» την δεκαετία του 1980 και χωρίζεται σε τέσσερεις ενότητες. Όπως: Α. Θερίζουμε σήμερα ό,τι σπείραμε χθες, Β. Παράδοση και Σύγχρονη κοινωνία, Γ. Η Μνήμη και η υπόσταση, και Δ. Η Γλώσσα και η Παιδεία.
Αναφέρονται σχετικά στο οπισθόφυλλο:
«Το θέμα του βιβλίου εστιάζεται στην εθνική μας υπόσταση και στα συμπτώματα εκείνα που την απειλούν με κατάρρευση. Ο τίτλος αυτός είναι δάνειο παρμένο από ένα αντιεξουσιαστικό, νευρώδες ροκ τραγούδι, που κουβαλάει το συνταρακτικό τεκμήριο ότι ο συνθέτης του ετερμάτισε τον βίο του επαληθεύοντας το νόημα των στίχων του με μια ζωντανή παραπομπή θανάτου. Η θέση που υπερασπίζονται τα δημοσιευόμενα σημειώματα μπορεί να θεωρηθεί ως άμεσα και υπεύθυνα πολιτική, μόνον υπό την προϋπόθεση ότι ασκεί έντονη πολεμική εναντίον μιας αδιασαφήνιστης και ρευστής εξουσίας που η ναρκωτική ιδεολογία της αποσκοπεί να παραλύσει τη βούληση και την ιστορική συνείδηση του λαού».
Σημειώνω ότι ο κυρός Τάσος Λιγνάδης, αναφέρεται σε ένα ροκ τραγούδι πολύ γνωστό την εποχή εκείνη, του Νικόλα Άσιμου, του αληθινού ροκ τραγουδιστή και συνθέτη των Εξαρχείων. Ένα τραγούδι που τραγούδησε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. «Κατά κατά καταρρέω και άλλο πλέον δεν μπορώ θα ερωτευτώ τον Παπανδρέου, τον Ποπάϊ, τον Ζορό και δεν ξαναγαπάω θηλυκό…» όπως η μνήμη μου το έχει συγκρατήσει. Μεγάλη μουσική επιτυχία της εποχής. Ο Νικόλας Άσιμος ανήκε στην ομάδα του Παύλου Σιδηρόπουλου και της ηθοποιού και ποιήτριας Κατερίνας Γώγου.   
Μετά την εκδημία του το 1989, κυκλοφόρησε ένα ακόμα βιβλίο του από τις εκδόσεις «Ακρίτας» (1996), με τίτλο «ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ, ΤΟ ΚΑΛΛΟΣ ΚΑΙ Η ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ», Δοκίμια για τη νεώτερη και σύγχρονη λογοτεχνία. Ένα σπονδυλωτό βιβλίο που αποτελείται από κείμενα και δημοσιεύματά του σε διάφορα περιοδικά, εφημερίδες και αφιερωματικούς τόμους. Δεν θα ήταν άστοχο αν σημείωνα ότι, οι γενικοί τίτλοι των έργων του, είτε είναι μονολεκτικοί είτε είναι πολυσύλλαβοι, είναι ενδιαφέροντες και μας δηλώνουν το εύρος των προβληματισμών του και που επικεντρώνει τα ενδιαφέροντά του και εστιάζει το ερευνητικό του πεδίο. Χωρίς να φοβάται να ερανίζεται τίτλους από την άμεσή του επικαιρότητα αλλά και παραδοσιακούς. Τίτλοι που έχουν να κάνουν με υπαρξιακά θέματα, ζητήματα αισθητικής, και εθνική αυτοσυνειδησία. Και αρχέγονες αναφορές, που προέρχονται από τα βάθη της προϊστορίας και διοχετεύουν τις μυστικές ενέργειές τους μέσα στον αρχαίο τραγικό λόγο. Και σίγουρα, δεν είναι τυχαίο το απόσπασμα από τον ρώσο ορθόδοξο συγγραφέα Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι που υπάρχει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του «Το Μυστήριο, το Κάλλος και η Ιθαγένεια». «Πρέπει κανείς να πεθάνει μέσα στο φως της μυστικής πείρας εν αγία ειρήνη και ευλογία’ πλήρης ημερών’ καταφάσκοντας την στερνή του ώρα και ευδαιμονισμένος που θερίζεται ωσάν ο κόκκος του σίτου από το στάχυ’ έχοντας πληρώσει το μυστήριό του…». Αυτό το μυστήριο του βίου των ανθρώπων, αυτό το Πλατωνικό κάλλος προσπαθεί να αναδείξει με τα κείμενά του, και μας μιλά ο Τάσος Λιγνάδης. Επαναφέρει προβληματισμούς παλαιούς περί του ανθρώπου και της αλήθειας του περνώντας μέσα από δρόμους της παράδοσης που φτάνουν μέχρι των ημερών μας. Ο Λιγνάδης δεν είναι ο ειδικός που αποφαίνεται από καθέδρας για τα θέματα αυτά, για τα ερωτήματα ύπαρξης και αυτοσυνειδησίας, ταυτότητας του έλληνα ανθρώπου, ερωτήματα περί αληθείας της πίστης των προγόνων του, είναι ο μικρασιάτης που έχει βιώσει την ιστορική παράδοση ζωής των προγόνων του και αυτήν προσπαθεί να μας μεταλαμπαδεύσει, με έναν σύγχρονο προβληματισμό, επαναδιαπραγματευόμενος παλαιά ερωτήματα που οι σύγχρονες συνθήκες ζωής, η αλλοτρίωση που επέφεραν οι μοντέρνοι καιροί στις συνειδήσεις των ανθρώπων έθεσαν τις αρνητικές βάσεις ώστε να λησμονηθούν αξίες ζωής και προσωπικά ήθη ατόμων που άλλοτε ζωογονούσαν μια ολάκερη φυλή. Ο Λιγνάδης είτε διαπραγματεύεται θέματα που αφορούν τον αρχαίο θεατρικό λόγο, το αρχαίο θέατρο, είτε ερευνά ζητήματα γλώσσας και παράδοσης, είτε μιλά για έργα σύγχρονών του ελλήνων και ξένων δημιουργών, ποιητών και συγγραφέων μας φωτίζει τα πράγματα με το σταθερό μάτι του ιστορικού που έχοντας στο σακίδιο των εφοδίων του τις απαραίτητες γνώσεις ενός φιλόλογου, κάνει να ακουστεί ο λόγος του όχι σαν μια στείρα καταγγελτική διαμαρτυρία αλλά σαν μια φωνή που περνά μέσα από τις στοές της παράδοσης του ελληνικού χρόνου και φτάνει έως την εποχή μας. Τα κείμενά του είναι κείμενα πολιτισμικά και ταυτόχρονα εθνικά. Διαθέτουν θεωρητικό υπόστρωμα και σύγχρονη σαφήνεια επεξεργασίας. Είναι εύληπτα γιατί απευθύνονται όχι στο θυμικό των ανθρώπων αλλά στην εσωτερική τους συνείδηση, αυτήν που έχει αλλοιωθεί από επιστρώματα οικονομικής και κοινωνικής αλλοτρίωσης. Είναι κείμενα και ερωτήματα που εκφράζουν την πολυστρωματική γλώσσα του Ελληνικού Κόσμου. Του ελληνικού Κόσμου και πανάρχαιου ήθους ζωής που με έναν άλλο τρόπο, μια άλλη γραφή, αυτήν της πεζογραφίας εξέφρασε ο κυρ Φώτης Κόντογλου. Παρά τις επιμέρους εσωτερικές του χριστιανικές ορθόδοξες αγκυλώσεις. Είναι ο αρχαίος ελληνικός κόσμος που γονιμοποίησε τον ελλαδικό χώρο και ζωή, μετά τον ξεριζωμό του 1922 από τα πανάρχαια χώματα της Μικρά Ασίας και εγκαταστάθηκε στην ελλαδική ενδοχώρα. Ένας ελληνικός πολιτισμός που ανατροφοδότησε ότι πιο καίριο και ουσιαστικό διέθεται η ελληνική φυλή.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 23 Αυγούστου 2018.

ΥΓ. Τώρα που βγήκαμε στον δρόμο για την Ιθάκη, και απαλλαγήκαμε από τα μνημονιακά μας ταξίδια, τώρα που οι πολιτικοί μας ηγέτες και εκπρόσωποι άφησαν το ακριτικό νησί του Καστελλόριζου και πήγαν στην θρυλική Ομηρική Ιθάκη για να στείλουν το μήνυμα, σήμερα που όλοι Καβαφίζουν ποιητικά και μεταμνημονιακά, νομίζω ότι ταιριάζει σε όλους μας το ποίημα του αλεξανδρινού ποιητή, του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη,
ΑΣ ΦΡΟΝΤΙΖΑΝ
Κατήντησα σχεδόν ανέστιος και πένης.
Αυτή η μοιραία πόλις, η Αντιόχεια
όλα τα χρήματά μου τάφαγε:
αυτή η μοιραία με τον δαπανηρό της βίο.

Αλλά είμαι νέος και με υγείαν αρίστην.
Κάτοχος της ελληνικής θαυμάσιος
(ξέρω και παραξέρω Αριστοτέλη, Πλάτωνα’
τι ρήτορας, τι ποιητάς, τι ό,τι κι αν πείς).
Από στρατιωτικά έχω μιάν ιδέα,
κ’ έχω φιλίες με αρχηγούς των μισθοφόρων.
Είμαι μπασμένος κάμποσο και στα διοικητικά.
Στην Αλεξάνδρεια έμεινα έξι μήνες, πέρσι’
κάπως γνωρίζω (κ’ είναι τούτο χρήσιμον) τα εκεί:
του Κακεργέτη βλέψεις, και παληανθρωπιές, και τα λοιπά.

Όθεν φρονώ πώς είμαι στα γεμάτα
Ενδεδειγμένος για να υπηρετήσω αυτήν την χώρα,
την προσφιλή πατρίδα μου Συρία.

Σ’ ό,τι δουλειά με βάλλουν θα πασχίσω
να είμαι στην χώρα ωφέλιμος. Αυτή είν’ η πρόθεσίς μου.
Αν πάλι μ’ εμποδίσουνε με τα συστήματά τους-
τους ξέρουμε τους προκομένους: να τα λέμε τώρα;
άν με εμποδίσουνε, τι φταίω εγώ.

Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα,
κι αν ο μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει,
θα πάγω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό.
Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει,
πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό.

Θα με θελήσει πάντως ένας απ’ τους τρείς.

Κ’ είν’ η συνείδησίς μου ήσυχη
για το αψήφιστο της εκλογής.
Βλάπτουν κ’ οι τρείς τους την Συρία το ίδιο.

Αλλά, κατεστραμμένος άνθρωπος, τι φταίω εγώ
Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλοθώ.
Άς φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί
να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.
Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, φιλολογική επιμέλεια Γιώργος Π. Σαββίδης, εκδόσεις Ίκαρος 1972, ζ΄ ανατύπωση, σ.85.
(Αν αλλάξουμε τα ονόματα τι και ποιους αναγνωρίζουμε σύγχρονους έλληνας)
ΥΓ 2. Θεωρώ πολιτικά και ηθικά ορθή την στάση των Ιταλών συγγενών των θυμάτων της τραγωδίας της γέφυρας που έπεσε, να μην δεχτούν ορισμένοι από αυτούς, χρήματα από το ιταλικό κράτος για να θάψουν τους νεκρούς τους. Μια και θεωρούν υπεύθυνη την ιταλική πολιτεία για την τραγωδία αυτή. Αυτό δηλώνει έμπρακτα συνειδητός πολίτης μιας χώρας.                                  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου