Πέμπτη 9 Αυγούστου 2018

ΠΕΘΑΙΝΩ ΣΑ ΧΩΡΑ


Δημήτρης Δημητριάδης
ΠΕΘΑΙΝΩ ΣΑ ΧΩΡΑ
σχέδιο ενός μυθιστορήματος
Προλόγισμα Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης
Εκδόσεις ΛΕΣΧΗ Αθήνα 1980, σελίδες 90, διαστάσεις 13Χ21, δραχμές 120
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ ΠΕΘΑΙΝΩ ΣΑ ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ ΜΕ ΠΡΟΛΟΓΙΣΜΑ ΤΟΥ Δ. Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗ ΣΧΕΔΙΑΣΤΗΚΕ & ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΑΖΑΡΟ Ι. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ ΤΟΥ 1979 ΣΤΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΛΕΣΧΗΣ ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΕ 1000 ΑΝΤΙΤΥΠΑ.
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΤΟΥΤΗ ΕΚΔΟΣΗ ΞΑΝΑΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΤΟ ΓΕΝΑΡΗ ΤΟΥ 1980 ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΕ 2000 ΑΝΤΙΤΥΠΑ.

     Αυτά τα στοιχεία αναγράφονται στο έργο ΠΕΘΑΙΝΩ ΣΑ ΧΩΡΑ σχέδιο ενός μυθιστορήματος, του συγγραφέα και μεταφραστή Δημήτρη Δημητριάδη, στην έκδοση που έχω στα χέρια μου και κατά τακτά διαστήματα επανέρχομαι και διαβάζω (σε περίοδο έντονης κρίσης στην χώρα μας σε καιρούς ειρήνης, όπως η πρόσφατη, με τις μεγάλες καταστροφικές φωτιές που οδήγησαν αγκαλιασμένους ή κατά μόνας στον θάνατο πάνω από ενενήντα (93) σώματα και ψυχές). Το διαβάζω με δέος προσπαθώντας να κατανοήσω όσο γίνεται βαθύτερα το μήνυμά του λόγου του, τα μυστικά που κρύβονται στις κατά παράταξη προτάσεις του χωρίς πολλά σημεία στίξεως να αναχαιτίζουν την ορμητικότητά τους. Αναζητώ να ξεκλειδώσω τι σημαίνει η τραυματική και χασματική γλώσσα του, η παλινδρομική της λειτουργία, οι φράσεις που συνεχίζουν τον λόγο του και που έχουν αντικατασταθεί από τις τελείες μέσα σε παρένθεση, αυτή η διαταραγμένη αλλά λειτουργική γλώσσας που δεν παραπαίει ούτε διστάζει να αναμετρηθεί με τις κρυφές της αρχαϊκότερες δυνάμεις, που είναι φυλογενετική μια και αναφέρεται σε μια πατρίδα, την Ελλάδα, και ταυτόχρονα οικουμενικά οντολογική και ερμηνεύσιμη. Προσπαθώ να ανακαλύψω το βάρος νοηματικών σημασιών και καταστροφικών συνδηλώσεων που μεταφέρουν πάνω και μέσα τους οι λέξεις του, οι λέξεις αχινοί που πληγώνουν τις αισθήσεις μας μόλις το βλέμμα τις πλησιάσει, που ρέουν μέσα στα φαράγγια της ψυχής χωρίς έλεος, δυναμικές και τροπαιοφόρες, μέσα από τα συνεχή ξεσπάσματα ενός παραφασικού λόγου ιστορικών αναφορών. Λέξεις ασθενείς, συμβολικών διεγέρσεων ενός προφητικού οραματισμού, που διατυπώνεται μέσω μιας λεκτικής ετοιμότητας για το άλογο του βίου και την έλλογη σιωπή. Λέξεις που κρώζουν ήχους τρομακτικούς από τον κόσμο των πεθαμένων που συνομιλεί με τον εφιαλτικό κόσμο των ζωντανών. Τρομακτικοί ήχοι λέξεων ακατανόητων συμβάντων για το κοινό μυαλό, βουητά ιλίγγου κυοφορίας ζωής, εκφραστικές διαταράξεις που διακόπτουν την γραμμική αφήγηση της γλώσσας, ήχοι που στροβιλίζονται ασύνδετοι και στήνουν γέφυρες μεταξύ παρελθόντων γεγονότων και αυτών που θα συμβούν στο μέλλον. Λέξεις ανερμήνευτες, εμμονικές, που δεν ξεχωρίζουμε αν προέρχονται από τα στόματα των ζωντανών ή των πεθαμένων. Κραυγές άναρθρες που ενώνουν το ναυάγιο της ζωής με αυτό των νεκρών. Θρύμματα αποκρουστικών εικόνων που δεν αντέχει ο ανθρώπινος νους, αφήνουν ανυπεράσπιστη την ανθρώπινη ψυχή, αίολη την ανθρώπινη φαντασία. Παρακινδυνευμένες εκφράσεις, πυρακτωμένες, που υπερβαίνουν τον χρόνο της ευθύγραμμης ιστορικής αφήγησης, που καταργούν τις κατανοήσιμες διαδοχικές στιγμές του ιστορικού χρόνου. Τις ερμηνευτικές προσλαμβάνουσες από τον άνθρωπο σαν ενεργό υποκείμενο και διαμορφωτή της ιστορίας του εξέλιξης και των γραπτών του αποτυπωμάτων. Το σχέδιο αυτό ενός μυθιστορήματος, είναι μια εφιαλτική συνομιλία μεταξύ των νεκρών και των ζωντανών, μέσω μιας αποδεκτής και από τις δύο πλευρές γλωσσικής επαληθευσιμότητάς. Μια προσπάθεια κατανόησης της αντηχητικής εξάπλωσης της γραφής των ζωντανών μέσα στον κόσμο των νεκρών και της σιωπής των κεκοιμημένων μέσα στο σώμα της γλώσσας. Ένα συλλείτουργο της φθαρτής σωματικής ύλης με την αθανασία που μας παρέχουν οι λέξεις. Γράφει ο Θεσσαλονικιός συγγραφέας:
«(Γιατί ο κόσμος των πεθαμένων είναι το υπέρλαμπρο και ζοφερό ναυάγιο που, πολλές χιλιάδες οργιές κάτω απ’ την ασημένια λουρίδα του νερού μας κρατάει κλειδωμένους στην κοιλιά του και μας παρέχει, σε ώρες δυσβάσταχτης και αδιέξοδης οδύνης, τη δυνατότητα να σκαρώνουμε παρομοιώσεις που με τον ακραιφνώς εικονικό τους χαρακτήρα ανακουφίζουν το αίμα απ’ τον μανιασμένο παφλασμό του πάνω στα έρημα γυμνά μας κόκαλα… Τι άλλο είναι ο παράδεισος, τουλάχιστον για εκείνους που υφίστανται την απάτη και τον μαγνητισμό της ύλης συνειδητά, παρά το πολυπόθητο και σπανιότατα κατορθωτό πέρασμα της ψυχής από την αφασία της γλώσσας στο παλλόμενο, γεώδες, αχειρότμητο κι αλάξευτο βασίλειο των λέξεων, εν ζωή;…. Η αθανασία είναι οι λέξεις. Η βασιλεία των ουρανών είναι μια ψυχή ομιλούσα αχαλίνωτα). (…)….», σελίδα 43-
     Το Πεθαίνω σα χώρα, είναι ένας παραληρηματικός λόγος πολλαπλών σημάνσεων, ετεροειδών ομολογιών, πολυεπίπεδων κλιμάκων των λέξεων, μιας γλώσσας που κάθε άλλο παρά επίπεδη μπορεί να ονομαστεί, ένας παραληρηματικός λόγος περί της Σιωπής. Παράδοξο κείμενο, οραματικό, δυσκατανοήσημο, που ενισχύει την πράξη της γλώσσας και τον έλλογο σκοπό της. Που αναιρεί την βεβαιότητα των λεκτικών νοημάτων, που φθέγγεται καθώς οργανώνει την εσωτερική της δομή, τον αυτοματικό συχνά τρόπο που περιγράφονται τα γεγονότα. Μια γλώσσα που παροντοποιεί την φρίκη του ιστορικού παρελθόντος, (την Θουκυδίδεια αφήγηση περί του Πελοποννησιακού πολέμου και τα υπαρξιακά του παρεπόμενα). Που εγκυστώνει τα εφιαλτικά παρελθόντα γεγονότα στα παρόντα άλογα συμβάντα. Συνδέει την αποφατική ερμηνεία του ενθάδε με το ανερμήνευτο επέκεινα. Ένα κείμενο που σηματοδοτεί την δική του ερμηνευτική και αυτόνομη διαδρομή μέσα στην ελληνική πεζογραφική και ποιητική παράδοση. Με μόνη ίσως εξαίρεση, τα Πεζογραφήματα, αυτά τα μαθήματα για τον Λόγο του συγγραφέα και μεταφραστή Γιώργου Χειμωνά. Ένα κείμενο οραματικό που αρχιτεκτονεί την δική του αυτόνομη νοηματική ορολογία, άρθρωσης της γραφής που συνταυτίζουν όχι χωρίς δυσκολία το έλλογο στοιχείο του κόσμου με το παράλογο, μια αυτοματική συνέχεια του λόγου εξιστόρησης που αυτοτροφοδοτείται από τα ίδια του τα αφιλάνθρωπα σπλάχνα, τα δομικά στοιχεία, που μεταφέρουν το Κακό σαν φυσική υπαρξιακή λειτουργία και όχι σαν μεταφυσική ανταμοιβή σε πράξεις ανθρώπων ανόσιες. Ένα κείμενο που διαθέτει την δική του ξεχωριστή δυναμική και όχι την αλλότρια δυναμική άλλων, διεκπεραιωτικών δάνειων συμβάσεων συγγενικών του κειμένων. Η γλώσσα του Πεθαίνω σα χώρα, εσωτερικεύει τις εννοιολογικές της αναφορές και ιστορικές της παραδηλώσεις, οργανώνει τις ονομασιακές της πράξεις σε ένα σχέδιο ενός μυθιστορήματος που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, που δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ μια και την χρονιά της συγγραφής του «Τη χρονιά εκείνη, καμιά γυναίκα δεν έπιασε παιδί. Αυτό συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια, μέχρι που συμπληρώθηκε γενιά χωρίς καμιά καινούργια γενιά να ‘ρθει στον κόσμο. (…)». σελίδα 13, αναφέρει ο συγγραφέας. Άρα και το πεζογράφημα αυτό του Δημήτρη Δημητριάδη δεν έχει συνεχιστές, δεν έχει απογόνους.
     Το Πεθαίνω σα χώρα, σαν ένα κείμενο νέο-ανίερο δεν έρχεται από το οραματικό μονοπάτι του Διονυσίου Σολωμού, η Γυναίκα της Ζάκυθος, που ο ιερός προφητικός λόγος διαχέεται μέσα στο φυσικό περιβάλλον, δεν ακολουθεί τα χνάρια του εθνοκεντρικού προφητικού λόγου του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη και του έργου του Άξιον Εστί, τα αναστάσιμα μέρη του λόγου του Ελύτη αναδημιουργούν τις συντεταγμένες της χώρας προσφέροντάς της ανάσες ελπιδοφορίας και αναγέννησης. Αν κάπως θα μπορούσαμε να γράψουμε συγγενεύει το πεζογράφημα αυτό, είναι ο σκοτεινός λόγος και σε σημεία του οραματικός του ποιητή Νίκου Καρούζου. Αλλά αυτό, απαιτεί ειδική εξέταση. Η αίσθηση όμως παραμένει κατά την γνώμη μου ανοιχτή σαν ερώτημα. Το Πεθαίνω σα χώρα αναβλύζει ίσως, από τον εφιαλτικό οραματικό λόγο της Αποκάλυψης του Ιωάννη, που ο τρόμος της ανάγνωσής του, δεν άφησε αρκετά εμφανή ίχνη στην ελληνική γραπτή παράδοση. Στην ευρωπαϊκή γραμματεία και εν γένει στην αγγλοσαξονική παράδοση τα πράγματα είναι διαφορετικά. Το πεζογράφημα του Δημήτρη Δημητριάδη είναι η τελευταία εκφώνηση ενός Κόσμου που πεθαίνει, που πνέει τα λοίσθια μέσα από μια αλληλουχία εκούσιων ανθρώπινων αποφάσεων και επιλογών. Είναι η μοναχική «μονάδα του λόγου», της ανθρώπινης φωνής, που επιδιώκει μέσω της τύπωσής της χάραξής της πάνω στην πέτρα, της τύπωσης της στον πάπυρο, το χαρτί, την λευκή σελίδα, να κερδίσει την αθανασία. Να αφήσει τα ίχνη της έστω και μέσω από έναν πυρακτωμένο κυματισμό αλλεπάλληλων διαταραχών των φθόγγων της, των κραυγών της, των ακατανόητων ήχων της. Προέρχεται από τα σκοτεινά βάθη του χρόνου που κυριαρχούσαν άλεκτες δυνάμεις, απειθάρχητες δράσεις, ιερές μυθικές βεβαιότητες συνεκτικές σημάνσεις του κοινωνικού ιστού, και οι μεταφυσικές προσλαμβάνουσες των ανθρώπων ήσαν αθέατες, μυστικές, ιερές, μυστηριακές. Που το ιερό, ήταν ένα πολύπλοκο αλλά κατανοητό σύστημα ομολογιών ζωής και θανάτου, κοινών εξομολογήσεων και αναφορών, παρηγορητικών συντεταγμένων του βίου των ανθρώπων. Από τότε που η ανθρώπινη φωνή ως κραυγή, χαράχτηκε στον ορίζοντα του ιστορικού χρόνου, ως λυγμός πάνω σε αχαρτογράφητες συνειδήσεις,, ακούστηκε για πρώτη φορά μέσα στη φύση ως ικεσία, ως κλάμα συναίσθησης, που δήλωνε την φοβισμένη παρουσία του ανθρώπου μετά την έξοδό του από την μήτρα, ως απορία, γιαυτό που τον περίμενε κατά την περιπλάνησή του στο επερχόμενο βασίλειο των νεκρών. Ως βασανιστικό ερώτημα του πρώτου λόγου που ψέλλισε ο άνθρωπος μπροστά στις πύλες της Νέκυας της ζωής. Ως γλώσσα που κυριάρχησε πάνω στην Φύση, εκδιώκοντας την Θεϊκή παρουσία και ιχνομύθησε την ανθρώπινη ιστορία που την γέννησε. Η γλώσσα συνέχισε και καλλιέργησε την μισοτελειωμένη νομοθεσία της Θεϊκής νομοτέλειας που εξορίστηκε από το ανθρώπινο είδος σαν περιττή και βασανιστική. Δημιούργησε μια νέα τάξη μεταφυσικών άμυθων σημάνσεων στην πορεία της προς την έρημο των πειρασμών. Το Πεθαίνω σα χώρα είναι ένα πεζογράφημα που δεν έχει αρχή μέση και τέλος με την έννοια, ότι γράφτηκε στο αφασικό σήμερα (σε συγκεκριμένο χρόνο) εμπεριέχει το σκοτεινό παρελθόν και ανήκει στο αινιγματικό των χρόνων του ανθρωπίνου όντος μέλλον. Ένα κείμενο ανθρώπινων σπαραγμάτων και εμπειριών που η γεωμετρία της μνήμης του αναιρεί τα συνηθισμένα συμβατικά όρια της γραφής. Που οι λέξεις ολοκληρώνουν την αποδόμηση της ίδιας της γραφής ως πράξη εξιλέωσης της ιστορίας του κόσμου στις καινούργιες απομαγευτικές του λειτουργίες. Στο μεταίχμιο που επανερμηνεύεται ο ομολογιακός κώδικας ζωής και αποδομείται η παλαιά τάξη της ιερότητά του και των συμβόλων της. Μια σπαραχτική ηχώ της ανθρώπινης φωνής που υπερίπταται ως νεφέλη πάνω και μέσα στον κόσμο υπενθυμίζοντάς μας, το έσχατο, φοβερό και ανοίκειο τέλος που μας αναμένει. Μια  πλησμονή της ανθρώπινης φωνής που ακούγεται πότε ως κλάμα και πότε ως οιμωγή, πότε ως σπαραγμός και πότε ως βουητό θανάτου, ως συγκεφαλαιωτική πορεία μοναξιάς του ανθρώπινου πεπρωμένου. Γλώσσα παραληρηματική σαν εκείνη της αρχαίας μάντισσας Κασσάνδρας, που προφήτευε χωρίς να γίνεται πιστευτή. Γλώσσα ερεβώδης, τρομακτική σαν αυτή των προφητών που διαλαλούν τα θεϊκά ρήματα μέσα στην έρημο. Γλώσσα ακατανόητη, ενστικτώδης, αινιγματική, παράξενη, σαν ψελλίσματα μωρών, ακούσματα μογιλάλων, θόρυβοι πεπτοκώτων αγγέλων. Ανθρώπων αμήχανων που βγαίνουν τρομαγμένοι από τον Θεϊκό κύκλο προστασίας και φοβισμένοι από το σπήλαιο της γνώσης, μετά από μια παγκόσμια καταστροφή και εισέρχονται σε μία άλλη. Γλώσσα που πότε συστέλλεται από τρόμο για αυτά που περιγράφει σε μια ευθύγραμμη ισοτονισμένου ύφους μακαβριότητα, και πότε διαστέλλεται μέσα στην ίδια της την ήττα, καθώς εξεικονίζει αλληγορικά, συμβολικά, σιβυλλικά, μυθοποιητικά, τρομοκρατημένα, ασύλληπτες εικόνες καταστροφής, απερίγραπτες στιγμές φρίκης και εκατοντάδων φονικών. Γλώσσα που αφηγείται την αρχή ενός νέου κόσμου και τις ωδίνες του την στιγμή που μας ταξιδεύει πάνω στα ερείπια και τα χαλάσματα του παλαιού, που ακόμα εκπνέουν οι ζωογόνες αναθυμιάσεις των ιερών μύθων του. Μια γλώσσα που στέκεται στις κώχες του χρόνου του ιερού και του ανίερου, του θανάτου ως παντελής καταστροφή και της ζωής ως επερχόμενης νέας διάλυσης. Ο Δημήτρης Δημητριάδης, κατορθώνει να ξεκλειδώσει όχι τις παραισθήσεις του συγγραφέα-του ίδιου-αλλά της γλώσσας, της ίδιας της λειτουργίας της γλώσσας που αποτυπώνει αυτό που δεν μπορεί να λεχθεί την στιγμή που μετουσιώνεται ο ήχος σε σιωπή. Την στιγμή που η ίδια η γλώσσα αντικρίζει την «μυστική της εξαγρίωση». Που ο θάνατος επανέρχεται ως θάνατος στον κύκλο της ζωής. Η γλώσσα που εφευρίσκει και σχεδιάζει ο Δημήτρης Δημητριάδης, είναι μια γλώσσα που σκηνοθετεί τον ίδιο της τον θάνατο. Που οι ήχοι των λέξεων εικονίζουν την αφωνία τους. Είναι η αγλωσσία του Κόσμου την στιγμή που κατακρημνίζεται μέσα στο κενό της απομάγευσής του. Στο κενό μνήμα που ενταφιάστηκε το σώμα του Λόγου του Κόσμου που δεν αναστήθηκε.
Η γλώσσα του Δημήτρη Δημητριάδη, καταγράφει και την δική της αχρησία μέσα στην λειτουργία της αφήγησής της, ενώ μας διηγείται την διάλυση του Κόσμου μας, μιας αμέτοχης ανθρώπινης νόησης όμως συμπαραθετικής, στην ανεύρεση οντολογικών σημάτων συνέχισης της ζωής, συμβόλων πρόσκαιρης ανάτασης, ιερών αξιών σε μια προσπάθεια αναπροσανατολισμού της ύπαρξης που κατρακυλάει από μεγαλειώδη πτώση σε μεγαλειώδη πτώση. Είναι μια γλώσσα που μας αναγγέλλει την φοβερή κακουργία της, ως θέαμα καταστροφής του Κόσμου που την γέννησε. Είναι ο σφετερισμός της ζωής από τον επερχόμενο θάνατο. Ο σφετερισμός της μορφής από την αμορφία. Του ανίερου από το ιερό. Ο Δημήτρης Δημητριάδης είναι ο νέος κήρυκας της Αποκαλύψεως. Είναι αυτός που οραματίζεται για αυτό που πρόκειται να συμβεί μέσα στα ερείπια αυτών που έχουν ήδη συμβεί. Ο Δημητριάδης οραματίζεται τον αφανισμό του επερχόμενου μέλλοντος των ανθρώπων. Είναι η ιστορία που δεν θα προλάβει να βιωθεί ως παρόν. Είναι η σύμφυση του τέλους με το τέλος. Η εκμηδένιση του Κόσμου μέσα στην εκμηδένιση της γλώσσας. Ο Κόσμος διαλύεται πριν προλάβει να ανασυντεθεί μέσα στην γλώσσα. Ο Κόσμος αφανίζεται μέσα στην αιώνια μοναξιά της γλώσσας. Μιας γλώσσας που οικοδομεί τον θάνατο των νέων ανθρώπων που έρχονται από το μέλλον. Η γλώσσα αναδιπλώνεται συνεχώς μέσα στο πεζογράφημα περιγράφοντας τα συμπτώματα των σημειολογικών δηλώσεών της ανεπάρκειάς της. Το τετελεσμένο των περιγραφόμενων οραματικών πράξεων αναπαράγει τις περιπλανήσεις και τις καταδύσεις της. Στο πεζογράφημα αυτό, δεν έχουμε μια αισθητική-συγγραφική εκμετάλλευση των ιστορικών αφετηριακών γεγονότων από την γλώσσα, αντίθετα, τα γεγονότα χρησιμοποιούν τις αφανέρωτες δυνατότητες της γλώσσας για να αναδυθούν στην επιφάνεια έστω και σαν συντρίμμια, σαν θραύσματα ενός διαλυμένου παρόντος.         
     Στο βιβλίο αυτό επανήρθα και πάλι αυτές τις ημέρες, τις ημέρες της μεγάλης καταστροφής στην πατρίδα μας με τους 93 μέχρι σήμερα νεκρούς, σοβαρά εγκαυματίες, τραυματίες και ίσως και αγνοούμενους. Η μεγάλη φονική πυρκαγιά δεν κατέκαψε μόνο το φυσικό περιβάλλον των περιοχών, σπίτια, εξοχικές κατοικίες, αφαίρεσε ζωές αθώων ανθρώπων και οικόσιτων ζωντανών, αλλά κατέκαψε και τις καρδιές θέλω να πιστεύω όλων των ελλήνων. Η καταστροφή αυτή, είναι ένα ισχυρό σοκ όλων μας. Μια  οπισθοδρόμηση των όποιων οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών βεβαιοτήτων μας. «Το χώμα της έχει πάρει το σχήμα μου… Το σώμα μου έχει πιά τις διαστάσεις της… Έχω μέσα μου τη μοίρα της… Πεθαίνω σα χώρα…’ (…).», σ.88, με αυτά τα συνταρακτικά λόγια τελειώνει ο συγγραφέας το πεζογράφημά του.
Γράφει σελίδα 84-:
«Αυτή η χώρα είναι το χτικιό μας. Θα μας πεθάνει, θα μας ξεκάνει. Πως θα γλιτώσουμε; Μας πίνει το αίμα, μας το πίνει. Δε μ’ αφήνει πιά ούτε να κοιμηθώ, μου έχει κλέψει και τον ύπνο. Πώς θα ζήσω χωρίς ύπνο; Δε θα ζήσουμε…. όλο το σπέρμα όλων των αντρών της γης δε θα μπορούσε να ζωντανέψει εκείνη την κόχη του κορμιού μου απ’ όπου ξεκινάει η ανθρώπινη ζωή…. Έχεις αδειάσει όλη τη ζωή σου μέσα μου αλλά μ’ έχεις αφήσει χωρίς ζωή… Κι εσύ δεν μπορείς. Μ’ έχεις σπείρει μα ο σπόρος σου δεν πρόκειται ποτέ να πιάσει, δεν μπορεί πιά ο σπόρος σας να πιάσει…. δεν θα ξαναβγεί ποτέ πια ζωή από μέσα μας… Το παλιογύναικο. Ένα θα ΄θελα, να την είχα μπροστά μου και να την έσφαζα με τα ίδια μου τα χέρια. Αχ, θέ μου, να μπορούσα να τη σκοτώσω. Κατάφερε οι δολοφόνοι της να φτάσουν ως τις μήτρες μας και να τις σκάψουν σαν τάφους, τα γουρούνια, τα γουρούνια, είν’ όλοι τους γουρούνια, από ποιόν ν΄ αρχίσω και σε ποιόν να τελειώσω, όλοι τους δολοφόνοι, όλοι τους, αυτοί με κάνουν να νιώθω την ανάγκη για το πιο μεγάλο έγκλημα, για μια ατέλειωτη σφαγή, ατέλειωτη σφαγή… άχ, πως αντέχουμε δω μέσα, πως δεν μας τρελαίνει ακόμα αυτή η παλιοσκύλα, αυτή η γκαρότα, αυτό το στραγγουλατόριουμ, σωστή αγχόνη… με τους επίσημους μαχαιροβγάλτες της πού βγάζουν επίσημους λόγους σ’ επίσημες τελετές μπρός σ’ επίσημους μαχαιροβγάλτες…. Ο κάθε πόρος της είναι και μία τσέτα, κάθε γωνιά της κι ένα λάζο, κάθε χιλιοστό της και μια τσάκα, είναι γεμάτη ξόβεργες θανάτου και κοφτερούς σουγιάδες, άντρο φονιάδων, απατεώνων κι ηλιθίων, λημέρι άναντρων γαμιάδων κι ανίκανων σωματεμπόρων, μας πατάει το κεφάλι μέσα στα σκατά της, μας δίνει λυσσασμένες κλωτσιές στ’ αρχίδια, μας λιώνεις μωρή, μας στραγγίζεις, μας πνίγεις, μας καταδικάζεις, μας πεθαίνεις, μας πεθαίνεις, σκρόφα, ξεπουλημένη, μολυσμένη, ψειριάρα, φαρμακοδότρα, φιδομάνα, λύκαινα, γύφτισσα, αιμομίχτρα, που όλο μαϊμουδίζεις και παπαγαλίζεις, κατσικοπόδαρη, δίσεχτη, κακορίζικη, δε σε μπορώ, δεν την μπορώ, τη δολοφόνα, την παιδοκτόνα, τη ζαβή, τη χολεριασμένη, τη στραβοκάνα, την γκαβή, το τσόκαρο, την παλιόγρια, την παλιόγρια, που κακοχρόνο να ‘χει, δεν αντέχω πιά τίποτα δικό της, τίποτα, τίποτα, τη μισώ, τη μισώ, άχ, άχ, σε μισώ, σε μισώ σε μισώ, σε μισώ, θα πεθάνω, τέρας, και θα εξακολουθώ να σε μισώ, ναι, το μίσος βράζει μέσα μου, θέλω να γράψω τους ανάποδους ύμνους απ’ αυτούς που γράφτηκαν ως τώρα γι’ αυτήν, λέξη προς λέξη να την τουφεκίσω και να την παραχώσω σα σκυλί με τα ίδια μου τα χέρια… Δεν είμαι πιά γυναίκα… Ούτε κι εσύ πιά είσαι άντρας…. Μας τα πήρε όλ’ αυτή… Τι θα μείνει όμως απ’ αυτήν χωρίς εμάς; Τι θα είν’ αυτή όταν δε θα’ χει μείνει τίποτ’ από μας;…. Το χώμα της έχει πάρει το σχήμα μου… Το σώμα μου έχει πιά τις διαστάσεις της… Έχω μέσα μου τη μοίρα της…
Πεθαίνω σα χώρα….» (…).  
     Πριν χρόνια, προβλήθηκε στους κινηματογράφους (στο «Αττικόν») η ταινία με τίτλο «ΚΑΓΙΑΝΙΣΚΑΚΙ», “Koyaanisqatsi” του σκηνοθέτη και παραγωγού Francis Ford Coppola, μια εξαιρετική, εφιαλτική ταινία που έδειχνε επί δύο ώρες την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος του πλανήτη μας από τον άνθρωπο και τις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες. Πόσοι την είδαν, πόσοι την πρόσεξαν, πόσοι αφουγκράστηκαν τα μηνύματά της, πόσοι διδάχθηκαν από τα μηνύματά της. Ανοιχτό το ερώτημα.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα 9 Αυγούστου 2018
Πειραιάς, 9/8/2018      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου