Εμπόριο
εν ονόματι της τέχνης
του Τάσου
Λιγνάδη, εφημερίδα Η Καθημερινή 13/11/1988
Συνεχίζοντας
την δημοσίευση κειμένων για την ταινία Ο Τελευταίος Πειρασμός του αμερικανού
σκηνοθέτη Μάρτιν Σκορτσέζε που βασίστηκε στο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη και
τις αντιδράσεις που προκάλεσε, μεταφέρω το δεύτερο μέρος της επιφυλλίδας του
κυρού καθηγητή και θεατρολόγου Τάσου Λιγνάδη που δημοσιεύτηκε στην ίδια
εφημερίδα στις 13 Νοεμβρίου. Το πρώτο
μέρος (το εισαγωγικό), δημοσιεύτηκε στις 6 Νοεμβρίου και είχε τίτλο «Η τέχνη, το τέχνασμα και η ευθύνη». Το
δεύτερο μέρος είναι εκτενέστερο και εστιάζεται στην ταινία, καθώς και την
λειτουργία της τέχνης ως εμπόρευμα στις σύγχρονες κοινωνίες και εποχές.
Συμπληρωματικά αναφέρω ότι, ο κυρός Τάσος Λιγνάδης
είχε μιλήσει αν θυμάμαι καλά, στις αρχές Μαϊου του 1982 στην πόλη μας, όταν η
Φιλολογική Στέγη Πειραιά διοργάνωσε μία εκδήλωση προς τιμή του ποιητή και
στιχουργού Νίκου Γκάτσου. Ο χώρος ήταν κατάμεστος και η ομιλία ενδιαφέρουσα.
Στην ίδια εκδήλωση, ο ηθοποιός Μάνος Κατράκης απήγγειλε ποιήματα του Γκάτσου. Ο
πνευματικός Πειραιάς ήταν εκεί, και δικαίως. Ο Τάσος Λιγνάδης ξαναμίλησε στην
πόλη μας, στις 20 Οκτωβρίου του 1988, με την ευκαιρία των εγκαινίων της
πλατείας της πειραιώτισσας τραγωδού Κατίνας Παξινού στην Πηγάδα. Μια επιθυμία
μου για μια συνέντευξη μαζί του, δεν καρποφόρησε λόγω προβλημάτων που προήλθαν
από πρόσωπα του Πειραιά, τα οποία δεν βρίσκονται εν ζωή και ως εκ τούτου, δεν
ωφελεί να κάνω εκτενέστερη αναφορά για τα τότε τεκταινόμενα.
Οι θέσεις του έχουν σαφήνεια, το ύφος του είναι
ευκρινές, η γλώσσα του σημαίνει ότι ο θεατρικός λόγος αληθεύει στα βαθύτερα
μηνύματά του διαχρονικά μέσα στην εξέλιξή του, και το θέατρο ως παιδαγωγία του
ανθρωπίνου όντος, στην ευρύτερη σύλληψή του και μεταφορά του σε όλους εμάς τους
θεατές, μέσω των δεκάδων συντελεστών του και άλλων παραγόντων που στελεχώνουν
την οικοδόμηση της τεχνικής του προβολής. Ο Τάσος Λιγνάδης, υπήρξε ένας σεμνός δάσκαλος
της θεατρικής μαγείας, ένας συνεχιστής των παλαιών ελλήνων διδασκάλων του
Εθνικού Θεάτρου όπως ήταν ο Φώτος Πολίτης, ο Δημήτρης Ροντήρης, ο Σωκράτης
Καραντινός, ο Τάκης Μουζενίδης, ο Αλέξης Σολωμός, ο Αλέξης Μινωτής και αρκετοί
άλλοι σημαντικοί και σπουδαίοι θεατράνθρωποι, (από τον χώρο του ιδιωτικού
θεάτρου, όπως ήταν ο Κάρολος Κουν, είναι ο Γιώργος Μιχαηλίδης, είναι ο Θόδωρος
Τερζόπουλος) που στο διάβα του θεατρικού χρόνου, διακόνησαν με αυταπάρνηση,
μεράκι, θεατρικό πάθος, θεατρικό πείσμα, ότι μας κληροδότησε ο αρχαίος Θέσπις
και οι συνεχιστές του. Ένας μαϊστορας της θεατρικής παιδείας όπως υπήρξε ο
ιστορικός της Γιάννης Σιδέρης, (που αποδελτίωσε και διέσωσε τα χιλιάδες σκόρπια
και διάσπαρτα τεκμήριά της, γράφοντας ξανά την ιστορία της, μετά την πρώτη της
καταγραφή-ως ένδοξο θεατρικό παραμύθι-από τον Νικόλαο Λάσκαρη). Ένας σοβαρός
και υπεύθυνος κριτής της, με θέσεις, άποψη, κρίση, όραμα, συνέπεια, στόχο όπως
είναι εδώ και δεκαετίες το άλλο σύγχρονο κεφάλαιο της ιστορίας του θεάτρου ο
φιλόλογος και κριτικός Κώστας Γεωργουσόπουλος. Ο Τάσος Λιγνάδης, αυτός ο άοκνος
δάσκαλος της θεατρικής μαγείας με την
μεγάλη του πείρα, οικοδόμησε έναν τρόπο να ερμηνεύουμε τις θεατρικές
παραστάσεις, μας δίδαξε να κοιτάμε πίσω από τις λέξεις του θεατρικού κειμένου,
να βλέπουμε και να ερμηνεύουμε μια θεατρική παράσταση όχι απλά σαν θεατές της,
αλλά αν δεν είναι υπερβολικό, σαν συμμετέχοντες συνεργάτες της, σαν εν δυνάμει
διαμορφωτές της. Κρυστάλλινες οι θέσεις και οι απόψεις του για την αποστολή της
τέχνης. Δεν έκανε «σκόντα», δεν παράβλεπε ζητήματα της θεατρικής αλλά και
κοινωνικής επικαιρότητας για να κερδίσει τον έπαινο των σύγχρονών του ελλήνων
σοφιστών, να γίνει αρεστός στο «σινάφι». Τα δημοσιεύματά του έχουν ταυτότητα,
ονοματεπώνυμο, χαρακτήρα, ήθος. Ασφαλώς, σαν γνήσιος μικρασιάτης, τα γραφόμενά
του έχουν την έντονη ατμόσφαιρα μιας θρησκευτικής παράδοσης και ζωής των
ελλήνων της μικρασίας, ένα άρωμα μιας συνέχισης των πανάρχαιων οντολογικών
ριζών του τόπου μας, που άρδεψαν γενιές και γενιές ελλήνων τον προηγούμενο
αιώνα. Ένα κοίταγμα θεώρησης του βίου ίσως μιας άλλης εποχής, αυτό όμως, δεν
αναιρεί την επιστημονική τεκμηρίωση των επιχειρημάτων του, την ιστορική
εγκυρότητα των θέσεών του, τις απαντήσεις που δίνει σε ζητήματα που διερευνά,
σε προβληματισμούς του προσωπικούς που μας θέτει. Ο συγγραφέας οικοδομεί μια
θεατρική θεωρία για την τέχνη του θεάτρου, το ανέβασμά της και τους τρόπους
απόδοσής της από τους συντελεστές της, που δεν είναι ένα σχεδιαστικό θεατρικό
μοντέλο που γράφτηκε μέσα σε ένα θεατρικό ή φιλολογικό σπουδαστήριο, αλλά
θεατρικά βιώματα που δασώθηκαν μέσα στον ιστορικό χρόνο και εξακολουθούν να
γονιμοποιούν και ίσως εμπλουτίζουν ακόμα το θεατρικό σύμπαν. Θέτει ερωτήματα (να
θυμηθούμε την μέθοδο της μαιευτικής του Σωκράτη) και δίνει απαντήσεις, διερευνά
προβλήματα τεχνικά της θεατρικής υπόθεσης ή των ανεβασμάτων της και μας
καταθέτει ευθαρσώς τις δικές του θέσεις. Σκοπός του, δεν είναι η ανάδειξη του
προσωπικού του λόγου αλλά εκείνου του θεατρικού, της μαγείας του, της ιερότητάς
του που είναι εξίσου δραστική με την μυστηριακή επίδραση στις ψυχές και τις
συνειδήσεις των πιστών είτε του αρχαίου Θεού Διονύσου είτε των ιερών και
αοράτων μυστηρίων του χριστιανικού δόγματος. Ο Πάσχων λόγος του θεάτρου είναι ο
Πάσχων λόγος των πανάρχαιων Θεών. Ο διαμελισμός του σώματός τους σε θεατρική
εξιστόρηση. Ο μελιζόμενος λόγος του θεάτρου μέσα στην ιστορία. Αυτός που εμείς
οι συμμετέχοντες παρακολουθούμε είτε στα αρχαία θέατρα είτε μέσα στις
εκκλησίες. Ο λυγμός της ζωής της Μοίρας του ανθρώπινου όντος. Κύριο μέλημά του,
να διαχωρίσει το καταναλωτικό «εμπόρευμα» από την αυθεντική λειτουργία της
τέχνης.
Το τι πέτυχαν οι παλαιοί αυτοί δάσκαλοι των
θεατρικών μυστηρίων, ο χρόνος θα το δείξει;
Στην πίσω σελίδα της εφημερίδας, βλέπουμε να
δημοσιεύονται βιβλιοκριτικές και κείμενα από γνωστούς κριτικούς και συγγραφείς,
συνεργάτες της Καθημερινής. Όπως ο κριτικός Αλέξης Ζήρας, ο συγγραφέας Θάνος
Φωσκαρίνης, ο κριτικός Μισέλ Φάϊς που γράφει για το βιβλίο του άγγλου Γκράχαμ
Γκρην, «Ο επίτιμος πρόξενος» εκδόσεις Νεφέλη 1988, ο Φώτης Τερζάκης. Ο Κυριάκος
Ντελόπουλος επιμελείται την «Βιβλιογραφική Ενημέρωση». Η κριτικός Ελισάβετ
Κοτζιά κάτω από τον τίτλο «Ρεαλιστική αφήγηση» μας μιλά για το μυθιστόρημα του
Φαίδωνα Ταμβακάκη, «Τα τοπία της Φιλομήλας» που εκδόθηκε την ίδια χρονιά από
τις εκδόσεις «Εστία». (δεν κάνω επιλογή των προσώπων, απλά είναι οι πληροφορίες
που διασώθηκαν καθώς έκοψα το συγκεκριμένο κομμάτι της εφημερίδας με την
επιφυλλίδα του Λιγνάδη).
Στο δεύτερο αυτό μέρος, αντιγράφω και ορισμένους από
τους τίτλους των κειμένων που δημοσίευσε ο Τάσος Λιγνάδης, που στο διάβα του
χρόνου διαφύλαξα σε φάκελο για τον συγγραφέα. Όλες νομίζω αυτές οι σκόρπιες
επιφυλλίδες του Τάσου Λιγνάδη που είχαν δημοσιευτεί, περιλαμβάνονται στα βιβλία
του που εκδόθηκαν μεταγενέστερα, όπως και οι δύο αυτές που τώρα επαναφέρω στην
επικαιρότητα. Επίσης, αντιγράφω μια μικρή ενδεικτική βιβλιογραφία που συγκέντρωσα
για τον σεμνό και αξιόλογο αυτόν καθηγητή θεατρολογίας, που μας κληροδότησε
σημαντικές του μελέτες, άρθρα και βιβλία.
Συμπληρωματικά αναφέρω δύο ακόμα τίτλους βιβλίων του
που αγόρασα σχετικά πρόσφατα. Το δίτομο έργο του «ΘΕΑΤΡΟΛΟΓΙΚΑ Ι και ΙΙ» Αθήνα 1990
και 1992 αντίστοιχα. Σαν εκδόσεις αναφέρεται το όνομα Χαρ. Μπούρας, οδός
Ζωοδόχου Πηγής 12-14 Αθήνα. Καθώς επίσης του δύο ογκώδεις τόμους που εκδόθηκαν από
το Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, το 2013 και 2015 αντίστοιχα. Τάσος Λιγνάδης,
«ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΘΕΑΤΡΟΥ ΑΡΧΑΙΟ ΔΡΑΜΑ (1975-1986)» και «ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΘΕΑΤΡΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ (1975-1989)». Την φιλολογική επιμέλεια και των δύο τόμων είχε η
ΚΑΙΤΗ ΔΙΑΜΑΝΤΑΚΟΥ-ΑΓΑΘΟΥ. Το ίδρυμα στεγάζεται στην οδό Όθωνος 8 στην Αθήνα.
Εμπόριο
εν ονόματι της τέχνης
Στην πρόθεση του «Τελευταίου Πειρασμού» του
Σκορτσέζε υπάρχει η προσδοκία του εμπορεύματος, να προκαλέσει το ενδιαφέρον του
κοινού με την υπόσχεση μιας χυδαίας ιεροσυλίας, εν ονόματι της τέχνης. Μιάς
«τέχνης» όμως που αυτό εξαντλείται στο τεκμήριο μιας τεχνικής αρτιότητας στη
μηχανουργία εικόνων.
Στο
προηγούμενο σημείωμα, αγγίζοντας προλογικά το γνωστό σκανδαλώδες ζήτημα που
προκάλεσε η προβολή της ταινίας του Σκορτσέζε, έθεσα ως έδαφος προσυνεννόησης
με τον αναγνώστη την διαπίστωση της ειδοποιού διαφοράς που κάνει να
διακρίνονται ως δύο εντελώς ξέχωρες φύσεις το κινηματογραφικό έργο και το
λογοτεχνικό κείμενο. Επαναλαμβάνω απλώς ως τίτλο που συνοψίζει την συμφωνία μας
ότι η αυτόνομη «γλώσσα» ενός βιβλίου λειτουργεί με λέξεις, ενώ η αυτονομία της
κινηματογραφικής «γλώσσας» επενεργεί με την αδιάλειπτη ροή των εικόνων. Ο
αναγνώστης ενός μυθιστορήματος συνδημιουργεί με τον συγγραφέα, εφόσον τα
πλέγματα των λέξεων αναπαράγονται στη συνείδησή του μέσω της αναπαραστατικής
φαντασίας, που όντας εντελώς προσωπική επιτρέπει στον αποδέκτη της ελευθερία
της συγκατασκευής. Αντίθετα, ο θεατής της κινηματογραφικής ταινίας, λόγω της
φύσεως του μέσου και της λειτουργίας του μηχανισμού του, υποτάσσεται σε μία
κατάσταση υποχρεωτικής αποδοχής του πολυβολισμού των εικόνων, που συνθέτουν στα
μάτια του μια δεδομένη πραγματικότητα στην κατασκευή της οποίας δεν συμμετέχει,
αλλά την υφίσταται. Συνεπώς, η εβδόμη τέχνη συνορεύει κατά δυσδιάκριτα για τους
πολλούς όρια με το τέχνασμα. Και το τέχνασμα νομιμοποιείται απατηλά εν ονόματι
της τέχνης. Είναι ακριβώς αυτή η μηχανική πανουργία μιας «αισθητικής» που ο
ποιητής του κινηματογράφου, ο Αντρέι Ταρκόφσκι, δεν διστάζει να χαρακτηρίσει ως
«ηθική εξαχρείωση».
Αυτά τα
θεώρησα απαραίτητα να ειπωθούν, για να εξακριβωθεί κάπως η σχέση της ταινίας
του Σκορτσέζε με το μυθιστόρημα του Καζαντζάκη και για να γίνουν πιο εύληπτες
στον αναγνώστη οι γνώμες και οι εντυπώσεις μου, που δίνω την υπόσχεση ότι θα
τις εκθέσω με ψυχραιμία και κάθε δυνατή συγκατάβαση.
Άργησα να
δω την ταινία ο «Τελευταίος Πειρασμός» για τους εξής λόγους: είχα πάει στον
κινηματογράφο «Αθηνά» στις 14 Οκτωβρίου ώρα 8.30 μ.μ. Το ταμείο ήταν κλειστό
και έξω από την είσοδο υπήρχε ένα πλήθος με απογοητευμένα πρόσωπα. Επειδή
διαπίστωσα ότι η αίθουσα προβολής λειτουργούσε, ερώτησα αν παίζεται ο
«Τελευταίος Πειρασμός». Μου είπαν ότι λόγω των τελευταίων επεισοδίων δεν θα
προβαλλόταν αυτή η ταινία, αλλά «ένα άλλο σεξ-έργο», που έφερε τον τίτλο «Το
σεξ και πώς να το αποκτήσετε». Επεχείρησα να πάω τις επόμενες μέρες σε άλλους
κινηματογράφους (Έμπασσυ, Αθήναιον), αλλά και εκεί παιζόταν αντί του
«Πειρασμού» το ίδιο έργο με τον δελεαστικό, για ορισμένες προτιμήσεις του
κοινού, τίτλο. Δεν ξέρω αν πρόκειται περί έργου πορνό ή κωμωδίας, αλλά
οπωσδήποτε μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση αυτή η ανομολόγητη διαστροφή των
εμπορευομένων το θέαμα, ν’ αφήσουν να εννοείται ότι μια ταινία για το πρόσωπο
του Χριστού προοριζόταν ενδεχομένως για τις ίδιες προτιμήσεις μιας
συγκεκριμένης κατηγορίας ατόμων.
Εν
τούτοις δεν είχα δει ακόμα το έργο, ώστε να σχηματίσω κάποια γνώμη ως θεατής.
Οι μόνες πληροφορίες που είχα έως τότε ήταν η δηλωμένη εμπράκτως απέχθεια του
Ζεφιρέλλι για τα ελατήρια της παραγωγής του «Τελευταίου πειρασμού», η ειδική
κρίση του κ. Γ. Μπακογιαννόπουλου, η οποία δεν μου φάνηκε και τόσο ενθουσιώδης
για το έργο και μία ειδική εκπομπή του 9.84 για τα επεισόδια του ραδιοφωνικού
Τύπου «σκηνοθετημένο ντοκουμέντο». Στην εκπομπή αυτή μέσα από έναν ορυμαγδό
κραυγών αντιτιθεμένων ομάδων απομόνωνα ακουστικώς πότε μια ταραγμένη φωνή να
ψάλλει το «τη Υπερμάχω» και πότε μια χορωδία εφηβικών φωνών ν’ απαντά στο ρυθμό
της γνωστής χουλιγκανικής στιχουργίας σε ήχο «τζινγκλ-μπελλ» το σύνηθες θούριον
άσμα του ποδοσφαιρικού μας ηρωϊσμού. «Τίποτα,
τίποτα δεν μας σταματά. Το έργο θα το δούμε με τον τσαμπουκά»’ ή μια άλλη
παραλλαγή του που έλεγε: «Εσείς τον
αγιασμό-Εμείς τον οργασμό!». Επειδή, όμως είναι πασίγνωστο, οι λόγω ηλικίας
συμπαθείς τσαμπουκαλήδες των φωτεινών γηπέδων και των σκοτεινών αιθουσών
αλληλοπροσφωνούνται με την εθνικής πλέον γενικεύσεως ιδιότητα του μ… ζητώ
συγνώμη, αλλά δεν μπορώ να αποκρύψω τον πειρασμό των υποψιών μου για το τι
ακριβώς εννοούν μιλώντας για οργασμό. Ωστόσο, πρέπει να δηλώσω ότι οπωσδήποτε
θα με ενοχλούσε αν, έστω και δικαίως αγανακτισμένοι πολίτες, μου απαγόρευαν διά
της βίας να δω μια βλάσφημη ταινία, όπως ακριβώς-θυμάμαι-είχα εξαγριωθεί
κάποτε, όταν κάποιες «ομάδες περιφρούρησης» αποπειράθηκαν άνευ αποτελέσματος να
με εμποδίσουν να δω μια ταινία με τίτλο «Ελένη», που από τότε έπαψε ως διά
μαγείας να προβάλλεται. Δεν συνέβη το ίδιο πράγμα όμως με την ταινία του
Σκορτσέζε και έτσι εδέησε επιτέλους να την δω.
Είδα τον
«Τελευταίο πειρασμό» στο κινηματοθέατρο «Τριανόν» εδώ και δύο βδομάδες περίπου. Η αίθουσα ήταν
γεμάτη από παιδιά της μαθητικής κυρίως ηλικίας. Οι ηλικιωμένοι ζήτημα είναι αν
υπερβαίναμε τους είκοσι. Πέρα από τις εντυπώσεις που μου προξένησε το έργο,
παρατηρώντας κατά τη διάρκεια της προβολής τις αντιδράσεις απογοητεύσεως των
νεαρών θεατών εσχημάτισα την αντίληψη ότ, αν δεν γίνονταν οι γνωστές φασαρίες,
η ταινία δεν θα είχε διάρκεια ζωής πέραν της μιάς βδομάδας. Η αγανάκτηση και οι
οργίλες εκδηλώσεις, όσο και αν θεωρηθούν φυσικές και ερμηνεύσιμες αντιδράσεις,
έπαιξαν ακούσια τον ρόλο μιας αναπάντεχα δραστικής διαφήμισης, προκαλώντας σε
βαθμό υπερβολής το νοσηρό ενδιαφέρον μιας αρκετά μεγάλης κατηγορίας ατόμων που
την τρέφει το θεαματικό κουτόχορτο. Καθώς παρακολουθούσα το έργο, ήκουα μέσα στην
σκοτεινή αίθουσα ψιθύρους διστακτικής αποδοκιμασίας της ταινίας, που
αναπτύσσονται σε συγκρατημένους βρυχηθμούς, μέσα από τους οποίους μόλις
ξεχώριζα κάποιες φραστικές αξιολογήσεις όπως π.χ. «φέσι», «μάπα», «φρικιό». Οι
λάτρεις της επιδειξιομανούς οθόνης δεν έβλεπαν εκείνο που περίμεναν και
θεωρούσαν απατηλό τον ερεθιστικό θόρυβο.
Υποσχέθηκα ψυχραιμία και συγκατάβαση και γι’ αυτό δεν θα θίξω το θέμα
της ηθικής εξαχρειώσεως που έχει καταντήσει το πιο οικείο σύνδρομο της
κοινωνίας μας, με τους καρπούς του οποίου εκτρέφεται σε υψηλά ποσοστά η νεολαία
μας. Δεν θα μιλήσω λοιπόν γι’ αυτό. Θα συγκεντρωθώ στο θέμα μας.
Θεωρώ την
ταινία του Σκορτσέζε ως εκτέλεση παραγγελίας του εμπορικού κινηματογράφου, με
ανομολόγητα τα βαθύτερα ελατήριά της και με πρόσχημα ότι η ελευθερία της τέχνης
επιτρέπει στη βαναυσότητα της ροής των εικόνων να χειρίζεται χάριν κέρδους το
ιερό και το όσιο εξαχρειώνοντας την ίδια τη φύση της αισθητικής. Από την άποψη
της μεθόδευσης των μηχανισμών του είδους, μου φάνηκε, χωρίς να είμαι εδικός,
ότι η εικονοποιία της συνθέσεως ήταν άρτια. Αν αυτό όμως το προτέρημα κριθεί
στη σχέση του με το ποιητικό πλάσμα που πρέπει να αποπνέει ένα έργο, τότε η
πνευματική ένδεια της ταινίας αποδεικνύει ότι δεν υπηρετεί την τέχνη αλλά το
τέχνασμα.
Ως προς
αυτό, ο αναγνώστης που διάβασε το σημείωμά μου της περασμένης Κυριακής
αντιλαμβάνεται τους λόγους της διαφοράς. Πέρα από τους εντυπωσιασμούς της
φωτογραφίας της, ως προς την υπόκριση των ρόλων, σπάνια έχω δει τόσο φτηνό
ψεύτικο παίξιμο, που μου θύμιζε την αφελή προς αφελείς ηθοποιία ενός κακού
γουέστερν. Το ισχνοποιητικό άλλοθι του εικονιστικού ύφους δεν μπορούσε να
κρύψει την ακαλαίσθητη χοντροκοπιά του ήθους των προσώπων και την πλήρη
αποπνευμάτωση της δραματικής πλοκής. Ένας πολυέξοδος αμερικανισμός που είχε ως
συνέπεια την ασυγκινησία και την πλήξη.
Η ταινία
του Σκορτσέζε δεν ανήκει στην κατηγορία των έργων πορνό. Ούτε καν του
διστακτικού πορνό. Υπάρχει όμως στην πρόθεσή της η προσδοκία του εμπορεύματος
να προκαλέσει το ενδιαφέρον του κοινού με την υπόσχεση μιας χυδαίας ιεροσυλίας,
εν ονόματι της τέχνης. Μιας «τέχνης» όμως που αυτοεξαντλείται στο τεκμήριο μιας
τεχνικής αρτιότητας στη μηχανουργία των εικόνων (ένα τέτοιο τεκμήριο δεν έλειπε
ούτε από το αηδέστατο πορνοθέαμα της «Εμμανουέλλας»). Με άπλυτα μάτια και
βρώμικα χέρια είδε και άγγιξε τον Χριστό της ταινίας του, υποταγμένος πλήρως
στον δικό του προσωπικό πειρασμό, ο σκηνοθέτης, μεταβάλλοντας σε εμπόρευμα τη
σωτήρια τροφή της ψυχής και λησμονώντας την απάντηση στον εωσφορισμό: «Ουκ επ’
άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλ’ επί παντί ρήματι Θεού» (Λουκάς, 4,4). Γι’ αυτό
δεν πρέπει να αγανακτεί κανείς με τον πειρασμό του σκηνοθέτη, αλλά να τον
συμπονάει με έλεον και φόβο.
Είναι
μέγα λάθος να συγχέεται η ευθύνη της ταινίας με το μυθιστόρημα του Νίκου
Καζαντζάκη Ο «Τελευταίος Πειρασμός». Το βιβλίο αυτό ήταν ένα πονηρό άλλοθι, για
να εξυπηρετήσει η ταινία τους σκοπούς της. Θυμίζω τη διαφορά που έχει «η
γλώσσα» του κινηματογράφου από τα λογοτεχνικά κείμενα, όπως συζητήσαμε στο
περασμένο σημείωμα. Αν εξαιρέσουμε την εξωτερική πλοκή του σεναρίου, το βιβλίο
του Καζαντζάκη ως συγκεκριμένη πνευματική κατάθεση, δεν έχει καμία σχέση με την
ταινία. Δεν θα μιλήσω εδώ για το έργο του Καζαντζάκη. Απλώς, θα επισημάνω
μερικά ίσως χρήσιμα για το θέμα μας σημεία. Ο συγγραφέας ήταν ένας βασανισμένος
ερευνητής της αλήθειας. Κάθε του βιβλίο δείχνει μια ρωμαλέα ενόραση των
αναζητήσεών του. Στον «Τελευταίο Πειρασμό» θέλει να απεικονίσει την πάλη που
γίνεται μέσα στην ψυχή του ανθρώπου ανάμεσα στο Θεό και τον Εωσφόρο,
ερμηνεύοντας έτσι με τον τρόπο της δικής του σκέψης ως σύμβολο την αντιπαράθεση
της θείας και της ανθρώπινης φύσης του Χριστού, χωρίς να αμφισβητεί το θαύμα
της ενανθρώπισης. Στον «Τελευταίο Πειρασμό», η φανέρωση του πειρασμού της
σάρκας είναι εωσφορικό όνειρο και παραίσθηση που δεν πραγματοποιείται. Το όραμα
στηρίζεται στο επί του Σταυρού συνταρακτικό παράπονο του Κυρίου «ίνα τι με εγκατέλειπες» («Ματθ. 27, 46
και Μαρκ. 15.34), που θέλει να δείξει μια παροδική ένσταση της ανθρώπινης
φύσης. Και πρέπει να προσεχθεί τούτο: Ο Καζαντζάκης στο μυθιστόρημά του δεν
περιγράφει τις δύο ερωτικές σκηνές, ενώ η ταινία της εικονογραφεί με λεπτομέρειες
και μάλιστα την πρώτη με χυδαιότητα δήλωση. Στην ταινία δεν ξεκαθαρίζεται με
διαύγεια το «όνειρο της αμαρτίας» και η πραγματικότητα του σταυρού και το έργο
τελειώνει με το «Τετέλεσται», θέλοντας να δηλώσει το τέλος μιας ανθρώπινης περιπέτειας.
Ο Καζαντζάκης αυτά τα ξεκαθαρίζει με σαφήνεια στο τέλος του βιβλίου. Η Σταύρωση
δηλώνει τη θεία επέμβαση που λυτρώνει την Ιστορία από την αμαρτία
ευαγγελίζοντας την εντολή της Αγάπης: «Ζουν
και βασιλεύουν οι μαθητές Του, πήραν τις στεριές και τις θάλασσες και διαλαλούν
το Καλό Μαντάτο. Τα πάντα έγιναν όπως πρέπει Δόξα σοι ο Θεός! Έσυρε φωνή
θριαμβευτικιά: Τετέλεσται! Κι ήταν να ‘λεγε: Όλα αρχίζουν».
Τάσος Λιγνάδης, εφημερίδα Η Καθημερινή 13 Νοεμβρίου
1988
ΤΑΣΟΣ
ΛΙΓΝΑΔΗΣ (3/3/1926-31/8/1989)
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
• Ανωνύμως, Ελευθεροτυπία 1/9/1989, ΤΑΣΟΣ ΛΙΓΝΑΔΗΣ
Πέθανε μιλώντας για το θέατρο
(Έσβησε, μιλώντας για θέατρο, μία από τις
σοβαρότερες και εντιμότερες φωνές της θεατρικής κριτικής…)
• Ανωνύμως, Εξόρμηση 1/9/1989, Ο Τ. Λ. πέθανε χτες
το πρωί. Η κριτική θρηνεί!
(Πάνω στο πλατό άφησε την τελευταία του πνοή εντελώς
ξαφνικά ο Τάσος Λιγνάδης, κριτικός θεάτρου και λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος και
ιστορικός. Ο Τ. Λ. πέθανε από συγκοπή καρδιάς χτες στις 11 το πρωί κατά τη
διάρκεια γυρισμάτων της εκπομπής «Παρασκήνιο» όπου και θα εμφανιζόταν…)
• Η Καθημερινή, 1/9/1989, Πέθανε ο θεατρικός
κριτικός Τ. Λιγνάδης, συνεργάτης της «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ»
• Κατερίνα Σχινά, Η Καθημερινή 1/9/1989, Πλήγμα για
το ελληνικό θέατρο. Ο αδόκητος θάνατος του δασκάλου-κριτικού, ιστορικού και φιλολόγου
Τάσου Λιγνάδη.
Δάσκαλος
(….Η επαγγελματική του ενασχόληση με τη θεατρική
κριτική τοποθετείται στα 1952, όταν στα «Ελληνικά χρονικά» του Λουκή Ακρίτα,
μοιραζόταν τη στήλη της κριτικής μαζί με τον Νικηφόρο Βρεττάκο. Τον ίδιο καιρό
είχε αρχίσει να εργάζεται ως εκπαιδευτικός. Πέρασε από τα ιδιωτικά λύκεια
Χατζηδάκι, Ζηρίδη και Μωραϊτη, υπήρξε διευθυντής στη σχολή Αηδονοπούλου και
σύμβουλος στο Πηρς Κόλλετζ, οι μαθητές του θα θυμούνται πάντα, τον τρόπο με τον
οποίο τους μεταλαμπάδευσε την αγάπη του για τα ελληνικά γράμματα. Συνιδρυτής
της Εταιρείας Μελέτης Νεοελληνικού Πολιτισμού της Σχολής Μωραϊτη στα 1955 και
συνεργάτης του περιοδικού «Θέατρο» του Κώστα Νίτσου, ασχολήθηκε με τη μετάφραση
του αρχαίου δράματος. Μαζί με τον Γιάννη Ρίτσο εκπόνησε τη μετάφραση της
«Αντιγόνης», η οποία παρουσιάστηκε το 1963 στο νεοϊδρυθέν τότε θέατρο του
Λυκαβηττού με την Άννα Συνοδινού, συνταρακτική, τότε, Αντιγόνη. Το 1965
συνεργάζεται με την εφημερίδα «Νίκη» που διευθύνει ο Μάριος Πλωρίτης…)
«Η στιγμή μας αφήνει άναυδους» Δηλώσεις
προσωπικοτήτων για τη δραματική απώλεια του Τ. Λ.
(Κώστας Γεωργουσόπουλος, Αλέξης Μινωτής, Ελένη
Βαροπούλου, Σπύρος Ευαγγελάτος, Βασίλης Παπαβασιλείου)
• Χρήστος Αδαμόπουλος, Η Φωνή του Πειραιώς 1/9/1989,
ΕΦΥΓΕ Ο Τ. Λιγνάδης ξαφνικά από τη ζωή. Παρουσία στον Πειραιά.
(Η πνευματική και καλλιτεχνική Ελλάδα πενθεί από
χτες. Έφυγε ξαφνικά από την ζωή, ένας κορυφαίος των Ελλήνων Γραμμάτων…)
• Γιώργος Σαρηγιάννης: ρεπορτάζ, ΤΑ ΝΕΑ 1/9/1989,
Χάθηκε ένας έντιμος του θεάτρου.
(Το ήθος του ελληνικού θεάτρου από χτες μισερώθηκε
επικίνδυνα. Γιατί χάθηκε αναπάντεχα ένας από τους λίγους στυλοβάτες αυτού του
ήθους. Ο Τάσος Λιγνάδης Κριτικός λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος, ιστορικός,
εκπαιδευτικός, πολυμερέστατος, ο Τάσος Λιγνάδης αφοσιώθηκε κυρίως στο θέατρο,
μέσα από τη στήλη της κριτικής, μέσα από την επιστημονική έρευνα, μέσα από την
διδασκαλία και το πλούτισε με τη σοβαρότητα και την εντιμότητά του, με τον
ιδρώτα και με το αίμα του…)
Ο Λιγνάδης ζούσε μόνο για τα νιάτα
(απόψεις ανθρώπων του θεάτρου στην εφημερίδα: Αλέξης Μινωτής, Μάριος Πλωρίτης, Κ.
Γεωργουσόπουλος, Μαίρη Αρώνη, Αλκ. Μαργαρίτης, Νικήτας Τσακίρογλου, Ελένη
Βαροπούλου, Α. Βογιατζής, Βάϊος Παγκουρέλης, Γ. Χρυσούλης, Ανώνυμος μαθητής
του: …Στους γονείς μας το ζην, σε σένα, αγαπημένε μου και σεβαστέ δάσκαλε, το
ευ ζην…)
• Κώστας Γεωργουσόπουλος, ΤΑ ΝΕΑ 2/9/1989, Τάσος
Λιγνάδης Τελευταίος ασπασμός
(Αποχαιρετούμε σήμερα το φθαρτό σώμα του Τάσου
Λιγνάδη, φίλοι, συνάδελφοι, μαθητές, συμπολίτες και συμπατριώτες’ αποχαιρετούμε
απαρηγόρητοι έναν άνθρωπο του πάθους’ έναν αμετανόητο νοσταλγό της πόλης των
ιδεών’ έναν πεινασμένο για την άνω Πόλη. Ο Τάσος Λιγνάδης εβίωσε την ιστορία
αυτού του τόπου με την ψηλάφηση, το ρεμβασμό και τον ασπασμό. Αγάπησε παράφορα
το χώμα, το ύδωρ και τη γλώσσα του λαού του’ αγάπησε την ποίηση ως τη μόνη
έσχατη παρηγοριά, αγάπησε το θέατρο ως την έσχατη καταφυγή. Πάνω από όλα
αγάπησε τη διδαχή, την προσωπική σχέση με τους νέους ιδίως αγάπησε τη
συνομιλία, τη συντροφιά, τη φιλότητα, την ευσέβεια του Γένους. Έγραψε τίμια
έργα μίλησε με παρρησία. Ήταν πολίτης ακέραιος, υπεύθυνος, σοβαρός. Πονούσε για
το έθνος, αγωνιούσε για την μοίρα μας, προσευχόταν για τα τέκνα μας. Ο Θεός να
μας αξιώσει να θερίσουμε ό,τι έσπειρε με γνώση, με πάθος, με έρωτα και μέθη
νηφάλια.)
•Χρύσα Δοτσίου, Έθνος 3/9/1989, ΑΝΤΙΟ ΜΕ
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΣΤΟ ΔΑΣΚΑΛΟ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ
(Το Ελληνικό θέατρο αποχαιρέτησε θρηνώντας χτές το
πρωί στο Α Νεκροταφείο ένα δικό του αγαπημένο άνθρωπο. Τον πολύτιμο Δάσκαλο,
τον επιστήμονα, τον ακούραστο μελετητή, Τάσο Λιγνάδη. Μα περισσότερο θρήνησε τον
σεμνό, ήρεμο άνθρωπο με το ξεχωριστό ήθος, τον κριτικό με τη βαρύτητα, το σοφό,
ευγενικό Δάσκαλο που για τους μαθητές του ήταν και Πατέρας και φίλος…..)
• Η Καθημερινή, Η Καθημερινή 3/9/1989, «Δεν αληθεύει
ότι έφυγες…» Κηδεύτηκε, χθες, ο Τάσος Λιγνάδης
(Είναι εκείνος ο οδυνηρός ήχος που αφήνει το ξύλο,
όταν σύρεται στο χώμα για να κατεβάσει τη σορό, που κάνει τον γιό να δαγκώνει
τα χείλη, να σηκώνει τα μάτια στον ουρανό και τους άλλους να λένε «δεν είναι
δυνατόν, δεν είναι αλήθεια»…..). Στερνό αντίο από την «Καθημερινή». «Στα έξι
χρόνια που ο Τάσος Λιγνάδης δούλεψε στην «Κ» εκάλυψε με επάρκεια, υποδειγματική
ευσυνειδησία και εγκυρότητα τον δύσκολο και υπεύθυνο τομέα της θεατρικής
κριτικής. Υπήρξε αυστηρός στις κρίσεις του αλλά δίκαιος, αμερόληπτος και αφοπλιστικός
στα επιχειρήματά του, έτσι που όλα αυτά τα χρόνια η εφημερίδα δεν έλαβε ούτε
μία διαμαρτυρία καλλιτέχνη που να θεωρεί τον εαυτό του αδικημένο. Κάτι σπάνιο
και ίσως ανεπανάληπτο……).
• Τάσος Ρούσσος, Το Βήμα 3/9/1989, Στην πρώτη γραμμή
(‘Ένα από τα ελάχιστα πνευματικά κεφάλαια του τόπου,
ο Τάσος Λιγνάδης «έφυγε» αιφνιδιαστικά την Πέμπτη, 31 Αυγούστου. Η απώλειά του
ερήμωσε τις ελπίδες μας, γιατί η ξαφνική «αναχώρησή» του συνέβη την ώρα που
βρισκόταν στο απόγειο της πνευματικής του ακμής και προσφοράς. Την ώρα που
ευεργετική επίδρασή του γινόταν πλατύτερη και βαθύτερη. Το κύρος όμως, το ήθος
και η ευθυκρισία της φωνής του θα εξακολουθούν ν’ ακούγονται και να μας
επηρεάζουν επ’ αγαθώ… Καλή αντάμωση,
Φίλε αλησμόνητε. Το Γένος σε πενθεί και σ’ ευγνωμονεί.)
• Ανωνύμως, Εξόρμηση 4/9/1989, ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ ΣΤΟ
ΚΑΤΕΥΟΔΙΟ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΛΙΓΝΑΔΗ ΠΟΥ ΚΗΔΕΥΤΗΚΕ ΤΟ ΠΡΩΙ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ. «Πολύ αγάπησες
και τη ζωή και την τέχνη»
(«Ο απόηχος στις γωνίες του Εθνικού είναι κάποτε πιο
δυνατός κι από τον ίδιο τον ήχο». Αυτά ήταν τα τελευταία παρηγορητικά λόγια του
Κ. Πετρόχειλου, προέδρου του Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου για τον απόηχο της
παρουσίας του Τάσου Λιγνάδη που έφυγε από κοντά μας ξαφνικά το πρωϊ της
Πέμπτης, στη διάρκεια των γυρισμάτων για την εκπομπή «Παρασκήνιο»…»).
• Γιώργος Σαρηγιάννης: ρεπορτάζ, ΤΑ ΝΕΑ Δευτέρα
4/9/1989, Στον τελευταίο ασπασμό
(«΄Οποιος δεν σε είδε στο μάθημα, δεν μπορεί να
καταλάβει τι είδους δάσκαλος ήσουν». Η σπασμένη φωνή του νεαρού αγοριού, που
διάβασε τον αποχαιρετισμό εκ μέρους των σπουδαστών της Δραματικής Σχολής του
Εθνικού Θεάτρου και οι λυγμοί που γέμισαν την εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων,
έδωσαν το στίγμα της ατμόσφαιρας που επικράτησε το πρωί του Σαββάτου στην
κηδεία του Τάσου Λιγνάδη…)
• ΌΤΑΝ
ΕΓΡΑΦΑ, Η φωνή του Πειραιώς, 6/9/1989
(Μικρό ανθολόγιο στη μνήμη του)
• Περιοδικό Αντί τχ. 414/8-9-1989, ΤΑΣΟΣ ΛΙΓΝΑΔΗΣ
(Μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες στο χώρο
της θεατρολογίας της κριτικής και της παιδείας… Η απώλεια μιας καθολικής
αντίληψης για την πνευματική ζωή και η συμμετοχή σ’ αυτή είναι μια στάση που
όσο πάει χάνει τους ζωντανούς υποστηρικτές της. Άξιο τέκνο της ο Τάσος
Λιγνάδης)
• Νίκος Ζακόπουλος, Ελευθεροτυπία, 16/9/1989, Ο
Τάσος Λιγνάδης
(Στην κορυφή των αξιόπιστων υπογραφών στον τομέα της
κριτικής και της βαθυστόχαστης μελέτης του θεάτρου υπήρξε ο Τ. Λ….)
• Λέανδρος Πολενάκης, Η Καθημερινή 17/9/1989, Ο
ποιητής Τάσος Λιγνάδης
(Η λέξη ποιητής (με την έννοια του δοσμένου
αδιάλλακτα στη δημιουργία ανθρώπου) ταιριάζει απόλυτα στην προσωπικότητα του
άδικα και πρόωρα χαμένου για α ελληνικά γράμματα Τάσου Λιγνάδη. Ελάχιστοι
ωστόσο γνωρίζουν ότι ο Τάσος Λιγνάδης είχε εκδώσει, με το ψευδώνυμο Λ.Τ. Τάσος,
δύο ποιητικές συλλογές, («Διομήδεια», Αθήνα 1959, και «Καλοκαίρι των πληγών»,
Αθήνα 1964). Ύστατος φόρος τιμής στη μνήμη του δασκάλου και φίλου μου, το
κείμενο που ακολουθεί αποτελεί την πρώτη προσπάθεια συνολικής εκτίμησης του
(δημοσιευμένου) ποιητικού έργου του Τάσου Λιγνάδη….)
• Ανωνύμως, περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα τχ.
25-29/9, 1989, σ.3, Μικρό σημείωμα για την ξαφνική αποδημία του.
• Γιάννης Βαρβέρης, περιοδικό Η Λέξη τχ. 87/9,1989,
σ.824, ΤΑΣΟΣ ΛΙΓΝΑΔΗΣ
(Η αποδημία του Τάσου Λιγνάδη θα έβρισκε σε
οποιαδήποτε στιγμή τον τόπο τούτο απροετοίμαστο. Δάσκαλος παιδείας και ήθους,
ποίησης και θεάτρου, ιστορίας και κριτικής, διεγερτικής μέθης και νηφάλιας,
διανεμητικής εντιμότητας, δάσκαλος γλώσσας και ελευθερίας, ο Λιγνάδης υπήρξε το
ασφαλέστερο καταφύγιο αυτών των εννοιών στο βαρύ χειμασμό και στην πτώχευσή
τους…)
• Άλκηστη Σουλογιάννη, περιοδικό Η Λέξη τχ.
87/9,1989, σ. 822-, ΤΟ ΑΠΡΟΣΕΚΤΑ ΥΣΤΑΤΟ ΧΤΕΣ (για τον Τάσο Λιγνάδη), στον
Δημήτρη Λιγνάδη.
(Απρόσεκτα: Επειδή ο Τάσος Λιγνάδης, κύριος μέτοχος
άνευ όρων σε όλα τα επίπεδα της ζωής, κατ’ εξοχήν γήινος, αντικομφορμιστής,
ασυμβίβαστος, στερεωμένος για τα καλά στο εδώ κάτω, αγνόησε έναν ευτελή πλήν αναπόφευκτο
προσδιοριστικό παράγοντα: την αντοχή των υλικών του…)
--
• Γιώργος Μπαμπινιώτης, Το Βήμα 18/2/1990,
ΚΑΤΑΡΡΕΟΥΜΕ; Μνήμη Τάσου Λιγνάδη
(«Η αγωνία του Τάσου Λιγνάδη κορυφώνεται τα
τελευταία χρόνια που δοκιμάζει βαθιά την οδύνη από έναν έντονο κλονισμό των
αξιών εκείνων, στις οποίες στηρίζεται ο Ελληνισμός. Ο Λιγνάδης δεν περιορίζεται
σε θρήνους. Αγανακτεί, οργίζεται, επαναστατεί…»)
• Γιάννης Βαρβέρης, Η Καθημερινή, Κυριακή 2/9/1990,
σ.37, «Το τιμιότερον εκείνο…» Ένας χρόνος συμπληρώθηκε από τον θάνατο του Τάσου
Λιγνάδη.
(Ένας χρόνος «ανεπαίσθητης» πενίας συμπλήρωσε αυτός
ο τόπος από την απουσία του Τάσου Λιγνάδη. Νομίζω πως όσο πιο βαθιά και
σημαντικά φτωχαίνουμε τόσο πιο ύπουλα, τόσο πιο «ανεπαισθήτως» αυτό
συντελείται. Για μας τους ατζαμήδες της Μνήμης, έχει τα κόλπα της η καίρια
Λήθη….)
• Μαργαρίτα Μιχελάκου, φωτ. Χρήστος Πότσιος,
περιοδικό ΚΑΙ τχ.146/17-11-1993, σ.48, Το μήλο κάτω…
(Έξι παιδιά επωνύμων, που κάνουν καριέρα στον ίδιο
χώρο με τους γονείς τους, προσπαθούν μα διαχωρίσουν την δική τους οντότητα και
απαντούν στις εξής ερωτήσεις: Δημήτρης Λιγνάδης)
• Λέναδρος Πολενάκης, Η Αυγή 27/3/1994, Μνήμη Τάσου
Λιγνάδη. Ομιλία του μαθητή του, Λέανδρου Πολενάκη στην εκδήλωση αφιερωμένη στη
μνήμη του 22/3/1994
(Τα λίγα που θα πω μπορούν να έχουν ς τίτλο «σκέψεις
του μη πρακτικού μαθητή ενός μη πρακτικού δασκάλου» και σαν υπότιτλο: «τι θα
σου έλεγα εάν μπορούσες έστω για ένα τέταρτο να γυρίσεις»)
• Γιάννης Βαρβέρης, Η Καθημερινή 29/8/1999, Ευλαβικό
γόνυ στον Τάσο Λιγνάδη. 10 χρόνια συμπληρώνονται στις 31 Αυγούστου
(Από την «Καθημερινή»-και δεν ξεπερνιέται βέβαια
έτσι το άλλο χρέος-πέρασαν και την τίμησαν ως θεσμικό φύλλο δύο άνθρωποι που
τίμησαν και ενσάρκωσαν τους θεσμούς… πρόκειται για τον Στάθη Δρομάζο ως Δάσκαλο
του Λαού και για τον Τάσο Λιγνάδη ωε Δάσκαλο του Γένους…).
• Περιοδικό Ομπρέλα τχ. 60/3,5,2003, σ.3- Αφιέρωμα
στον Τάσο Λιγνάδη
Δημήτρης Λιγνάδης, Ένα αγγελάκι
Κώστας Γεωργουσόπουλος, Ένας πλήρης άνθρωπος
Νικόλαος Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Υποπλοίαρχος
υπηρεσίας φάρων και φανών
Τάσος Λιγνάδης, Ο Τάσος Λιγνάδης και το Θέατρο
Γιώργος Μπαμπινιώτης, Καταρρέουμε; Μνήμη Τ. Λ.
Γιάγκος Ανδρεάδης, Αντί στεφάνου
Άννα Μαυρολέων, «Καταρρέω», ο τελευταίος εξορκισμός
Λουκάς Ζήκος, Εραστής και διάκονος
Κώστας Ασημακόπουλος, Μνήμη Τάσου Λιγνάδη
Κατερίνα Δήμου, Τάσος Λιγνάδης: Σύντομη εργογραφία
Τάσος Λιγνάδης, Κειμενικό Ανθολόγιο.
Με την παράθεση αυτή του μικρού ανθολογίου κειμένων
στην Μνήμη του Τάσου Λιγνάδη τις ημέρες της κοίμησής του από επιφανή πρόσωπα
του δημόσιου βίου της χώρας, δεν εξάντλησα την βιβλιογραφία για τον Τάσο
Λιγνάδη, που γνωρίζω. Δες παραδείγματος χάριν τις κριτικές του ιστορικού της
λογοτεχνίας Αλέξανδρου Αργυρίου στο λήμμα του Παγκόσμιου Βιογραφικού Λεξικού,
του σκηνοθέτη Σπύρου Ευαγγελάτου στο περιοδικό Η Λέξη τχ. 82, του ποιητή
Ματθαίου Μουντέ στο περιοδικό Διαβάζω τχ. 13, και κατόπιν του ποιητή Κώστα
Χωρεάνθη στο ίδιο περιοδικό τχ. 238, το λήμμα του συγγραφέα Δημήτρη Σταμέλου
στην Εγκυκλοπαίδεια του Χάρη Πάτση έκδοση 1966, και άλλα, απλά αντέγραψα εκείνα
που αφορούν την απώλειά του.
Ενδεικτικά ακόμα αναφέρω ορισμένες από τις κριτικές
που αφορούν τα βιβλία του
-Το ζώον και
το τέρας
Δες: Γιάννης Βαρβέρης, Η Καθημερινή 21/4/1988, Ο
οργανισμός της τραγωδίας
Δες: Τάσος Ρούσος, Το Βήμα 29/5/1988, «Όργανον» και
«εγκόλπιον»
Δες: Νίκος Ντόκας, Ελευθεροτυπία 26/6/1988, Το
αρχαίο δράμα ανοιχτό στο χρόνο
Δες: Θεοδόσης Φυλακτός, Το Τέταρτο τχ. 15/11/1988 ΤΟ
ΑΡΧΑΙΟ ΔΡΑΜΑ
Δες: περιοδικό Το Τέταρτο τχ. 38/6,1988
Δες: περιοδικό Αντί τχ. 385/21-10-1988
Δες: περιοδικό ΕΝΑ τχ. 46/28-6-1989
-Καταρρέω
Δες: Έθνος 7/9/1989, Μια ζωντανή παραπομπή θανάτου
Δες: Δημήτρης Σταμέλος, Ελευθεροτυπία 15/11/1989,
Για μια εθνική αυτογνωσία
Δες: Γιάγκος Ανδρεάδης, Η Αυγή 8/10/1989, Η μνήμη
πονάει όπου και να την αγγίξεις
Δες: Γιάγκος Ανδρεάδης, περιοδικό Ελλοπία τχ. 1/4,
5, 1990, Ο Τάσος Λιγνάδης και η Κύπρος Μνήμες με αφορμή την μεταθανάτια έκδοση
του βιβλίου «Καταρρέω»
Δες: ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ, Η Καθημερινή 2/9/1989
Δες: Ακούω-Βλέπω, Τα Νέα 7/9/1989, Οι άνθρωποι
φεύγουν, τα βιβλία μένουν
Δες: περιοδικό Παρεμβολή 3/1989
-Το
μυστήριο, το κάλλος και η ιθαγένεια του τοπίου
Δες: Γιώργος Δ. Σαρηγιάννης, Τα Νέα, Σάββατο
1/6/1996, Ωσεί παρών
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα, 25/8/2018
Πειραιάς, 25 Αυγούστου 2018
ΥΓ. Από τις ειδήσεις των τηλεοράσεων και των
ραδιοφώνων. Στην Ιταλία, πριν λίγες μέρες έπεσε μια γέφυρα και παρέσυρε στο
θάνατο αν δεν κάνω λάθος περίπου 40 άτομα. Η δεξιά ιταλική κυβέρνηση
προσφέρθηκε να πληρώσει τα έξοδα της κηδείας των σκοτωμένων στους συγγενείς των
θυμάτων. Ορισμένες οικογένειες δεν δέχτηκαν την προσφορά του Ιταλικού κράτους
σαν ένδειξη διαμαρτυρίας θεωρώντας ότι για τον χαμό των δικών τους ευθύνεται το
Ιταλικό κράτος. Στην χώρα μας, την ίδια περίοδο ζήσαμε την μεγάλη σύγχρονη
καταστροφή των πυρκαγιών και υπεστήκαμε το μεγάλο ΣΟΚ από τις 96 ψυχές, σώματα και
μνήμες ελλήνων ανθρώπων που χάθηκαν τόσο άδικα. Η αριστερή συγκυβέρνησή μας,
προσφέρθηκε να διορίσει στο δημόσιο νομίζω συγγενείς από τους πυρόπληκτους.
Άραγε, πόσο κοστίζει η ζωή ενός κατοίκου στην γείτονα χώρα και πόσο στην δική
μας. Οι απαντήσεις δικές σας και δικές μας.
ΥΓ. Μήπως θα πρέπει η ελληνική πολιτεία, σαν έστω
ηθική δικαίωση των ελλήνων θυμάτων από αλλοδαπούς εγκληματίες, να τους
επιστρέφει στην χώρα τους; Λέω, μήπως, εκτός και αν αυτό προέρχεται από την προπαγάνδα
των ακροδεξιών και των ρατσιστών; Που με τόση μεγάλη ευκολία χαρακτηρίζει η κυβέρνηση
του «Τσίου-Τσίου», όσους δεν συμφωνούν με την δεξιά πολιτική που εφαρμόζει. Πρόσφατο
παράδειγμα αυτοί που οδήγησαν στον θάνατο τον νεαρό έλληνα με την φίλη του που ήρθε
για διακοπές στην χώρα μας.
*έχετε προσέξει ο νεώτερος πρωθυπουργός της Ελλάδας,
που έβγαλε τον λόγο από την Ιθάκη, και χωρίς γκραβάτα που θα έγραφε και ο ποιητής-που
σημαίνει ότι δεν βγήκαμε από τα μνημόνια-που κοιτάει όταν μιλάει; Στο υπερπέραν,
αλλού για αλλού. Δεν υπάρχει εστιασμός του βλέμματός του. Αυτό εννοώ Τσίου-Τσίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου