ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΑΔΩΝΙΔΟΣ
Εν αρχή
ήν το κλάμα, ο ανθρώπινος λυγμός, η αίσθηση της απώλειας, η θλίψη, το μοιρολόι,
το πένθος. Η σιωπή που κολυμπά μέσα στα αμνιακά υγρά των σπερμάτων της φύσης. Η
εγκαρτέρηση της νοσταλγικής ανάμνησης. Η αέναη αναμονή του επερχόμενου και πάλι
τέλους. Τα πανάρχαια ίχνη της ζωής που επαναλαμβάνονται ως αισθήματα σώματα, ως
αισθήσεις ανοιχτές πληγές, ως σήμα μνήμη προσωπική και καθοριστική. Ως
εγχάρακτη πάνω στις πλάκες του χρόνου μνήμη προσωπική πρωταρχικό ψέλλισμα,
άναρθρη φωνή που παραπαίει μεταξύ ελπίδας και πένθους. Ως αμάχη της
ομοιομορφίας με την πολυμορφία της ζωής, ως πολεμικά γεγονότα μεταξύ της
ανθρώπινης κραυγής και του σβησίματός της μέσα στην αιωνιότητα. Τίποτα δεν
είναι τυχαίο μέσα στην τυχαιότητα της ύπαρξης, όλα είναι προφορική ή γραπτή
παρακαταθήκη που χαράσσουν την απόσταση που μας χωρίζει από τους αιώνες. Όλη
μας η ζωή ένα ανοιχτό οστεοφυλάκιο εμπειριών και αναμνήσεων, μια ανεμοζάλη
ανεκπλήρωτων ονείρων. Ομορφιά και συμπόνοια, άκαμπτη λογική και ρέουσες
λαβωματιές βλεμμάτων, αίσθηση αφής των πραγμάτων, συντρίμμια βιωμάτων ζωής,
πιθανότητες βίου που δεν υλοποιήθηκαν καθώς η ροή τους στέρεψε πρόωρα. Καθοριστικό
το Κακό σαν άρνηση Ζωής και επιβεβαίωση της ισχύς του Θανάτου. Η παντοδύναμη
ισχύς του Μαύρου που δεν αντανακλάται πάνω στις αναρίθμητες πολυποίκιλες μορφές
της επίκηρης Ζωής. Πρόσωπα-κρανία απαρηγόρητα. Υπολείμματα αναμνήσεων, πασχάλιοι
δεσμοί του προφορικού λόγου, ρηματικές εκφράσεις πόνου, χαρμολυπικές προσευχές,
μαράζια στίχων ανερμήνευτης θλίψης που διατηρούν ανοιχτούς τους διαύλους
επικοινωνίας μεταξύ ζωντανών και νεκρών. Ικετήριες διαθλάσεις του ανθρώπινου
στεναγμού μέσα στους επιτύμβιους αιώνες. «μη
φύναι άριστον».
Η
Ελληνική παράδοση είναι γεμάτη σπαράγματα ανθρώπινων αρθρώσεων περί θανάτου.
Επιτάφια σπάργανα ενός ελληνικού πολιτισμού που σμιλεύτηκαν ανά τους αιώνες
μέσα στην ιστορία πάνω σε επιτύμβιες πλάκες και σε λευκά κατάλευκα μάρμαρα,
χαράχτηκαν πάνω σε κορμούς δέντρων, σε ταφικές πέτρες, σε χτίσματα ηρώα, σε
σπήλαια καταφυγής. Σε φάτνες μελλοντικών ελπίδων. Ζωγραφίστηκαν πάνω σε
παπύρους με έμπνευση, σχεδιάστηκαν πάνω σε χαρτί με σκοτεινό μεράκι, σε
μεταγενέστερα όνειρα μνήμης ελλήνων ανθρώπων. Ενδιάθετες επιθυμίες για συνέχιση
της ζωής με άλλον τρόπο. Για διατήρηση της μνήμης των προγενέστερων μέσα στις
παρόντες ζωές των μελλοντικών γενεών. Η ανθρώπινη φωνή γεννήθηκε για να καλύψει
την έξοδό μας από την μήτρα. Είναι η εξόδιος ακολουθία προς το ταξίδι της
λήθης. Γεννήθηκε για να γεφυρώσει ο ανθρώπινος λόγος το χάσμα που δημιουργεί η
απώλεια. Η ανθρώπινη γραφή γεννήθηκε για να καταγγείλει την ανατροπή της
φυσικής τάξης των πραγμάτων μέσα στην φύση από τον θάνατο. Το θρόισμα των
λέξεων είναι η ικετήριος αναπόληση. Είναι η πικρή διαπίστωση του Τέλους.
Αυτό το τέλος υμνεί με ειδύλλια, αναθηματικές
επιγραφές, ικετευτικούς ύμνους, ελεγείες μυστικές, νεκρικά λόγια, τελετουργικές
προσευχές, απεικονίσεις λησμονημένης ζωής, μοιρολόγια εξιστορήσεις βίου,
αναπαραστάσεις θρησκευτικών προβολών εθίμων και δοξασιών, οραματικές
ελπιδοφορίες, λέξεις παρηγοριάς και εγκαρτέρησης, αυτό το τέλος υμνεί ο
ελληνικός προφορικός και γραπτός λόγος μέσα στην ιστορία και τις
επαναλαμβανόμενες παραδόσεις του. Η ελληνική γλώσσα ξεκίνησε έναν διάλογο με
την «μνήμη θανάτου» των ανθρώπων και την συνεχίζει μέσα στους αιώνες.
Από τα Ομηρικά Έπη, τον σπαραγμό του κλεινού Αχιλλέα
για τον Πάτροκλο, στην Πατρόκλεια ραψωδία, ως τους θρηνητικούς κωμούς της
πολύκλαυστης μάνας Εκάβης στις Τρωάδες του Ευριπίδη, από τον Επιτάφιο του Άδωνη
ως το λαϊκό Μοιρολόι της Παναγίας και το θρήνο και τα εγκώμια της Μεγάλης
Παρασκευής, τις στάσεις και τα μεγαλυνάρια του πόνου της πικρολεβεντομάνας
Παναγίας για τον μοναχογιό της Χριστό, από τους Δημοτικούς θρήνους για τις
αλησμόνητες πατρίδες του Ελληνισμού ως τα μοιρολόγια των μαυρομαντιλουσών
μανάδων ανά την ελληνική επικράτεια, και από τον σπαραγμό της ελαφίνας μάνας
του δημοτικού τραγουδιού ως τον Τάφο του ποιητή Κωστή Παλαμά, τον Επιτάφιο του
ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσο και την ποιητική σύνθεση για το χαμό του
γιού της της πεζογράφου Μαρίας Περικλή Ράλλη, και από τη Μάνα του Χριστού του
ποιητή Κώστα Βάρναλη και τα σύγχρονα επιτύμβια επιγράμματα για τους νεκρούς της
Κυπριακής Τραγωδίας του 1974, κοινός ο τρόπος και η φωνή των Ελλήνων, σταθερό
το βιωματικό βλέμμα προς την αντίπερα όχθη. Μια πορεία της Ζωής εν Τάφω.
Σήμα-Σώμα-Μνήμη Ένα
ΒΙΩΝΟΣ
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ
ΑΔΩΝΙΔΟΣ
Αιάζω τον Άδωνιν, ‘απώλετο καλός Άδωνις’
‘ώλετο καλός Άδωνις’, επαιάζουσιν Έρωτες.
μηκέτι πορφυρέοις ενί φάρεσι Κύπρι κάθευδε’
έγρεο, δειλαία, κυανόστολα και πλατάγησον
στήθεα και λέγε πάσιν, ‘απώλετο καλός Άδωνις’. 5
αιάζω τον
Άδωνιν’ επαιάζουσιν Έρωτες.
κείται καλός Άδωνις εν ώρεσι μηρόν οδόντι,
λευκώ λευκόν οδόντι τυπείς, και Κύπριν ανιή
λεπτόν αποψύχων’ το δε οι μέλαν είβεται αίμα
χιονέας κατά σαρκός, υπ’ οφρύσι δ’ όμματα ναρκή, 10
και το ρόδον φεύγει τω χείλεος’ αμφί δε τήνω
θνάσκει και το φίλημα, το μήποτε Κύπρις αποίσει.
Κύπριδι μέν το φίλημα και ου ζώοντος αρέσκει,
αλλ’ ούκ οίδεν ό νιν θνάσκοντα φίλησεν.
αιάζω τον Άδωνιν’ επαιάζουσιν Έρωτες. 15
άγριον άγριον έλκος έχει κατά μηρόν Άδωνις,
μείζον δ’ ά Κυθέρεια φέρει ποτικάρδιον έλκος.
τήνον μέν περί παίδα φίλοι κύνες ωρύονται
και Νύμφαι κλαίουσιν Ορειάδες’ ά δ’ Αφροδίτα
λυσαμένα πλοκαμίδας ανά δρυμώς αλάληται 20
πενθαλέα νήπλεκτος ασάνδαλος, αί δε βάτοι νιν
ερχομέναν κείροντι και ιερόν αίμα δρέπονται΄
οξύ δε κωκύοισα δι’ άγκεα μακρά φορείται
Ασσύριον βοόωσα πόσιν, και παίδα καλεύσα.
αμφί δε νιν μέλαν αίμα παρ’ ομφαλόν αωρείτο, 25
στήθεα δ’ εκ μηρών φοινίσσετο, τοί δ’ υπό μαζοί
χιόνεοι το πάροιθεν Αδώνιδι πορφύροντο.
‘αιαί τον
Κυθέρειαν’, επαιάζουσιν Έρωτες.
ώλεσε τον καλόν άνδρα, σύν ώλεσεν ιερόν είδος.
Κύπριδι μέν καλόν είδος ότε ζώεσκεν Άδωνις, 30
κάτθανε δ’ ά μορφά σύν Αδώνιδι. ‘τάν Κύπριν αιαί’
ώρεα πάντα λέγοντι, και αι δρύες’ αί τον Άδωνιν’.
και ποταμοί κλαίοντι τά πένθεα τάς Αφροδίτας,
και παγαί τον Άδωνιν έν ώρεσι δακρύοντι,
άνθεα δ’ εξ οδύνας ερυθαίνεται, ά δε Κυθήρα
πάντας ανά κναμώς, ανά πάν νάπος οικτρόν αείδει, 35
‘αιαί τάν
Κυθέρειαν΄ απώλετο καλός Άδωνις’΄
Αχώ δ’ αντεβόασεν, ‘απώλετο καλός Άδωνις’.
Κύπριδος αινόν έρωτα τις ούκ έκλαυσεν αν αιαί;
ώς ίδεν, ως ενόησεν Αδώνιδος άσχετον έλκος, 40
ως ίδε φοίνιον αίμα μαραινομένω περί μηρώ,
πάχεας αμπετάσασα κινύρετο, ‘μείνον Άδωνι,
δύσποτμε μείνον Άδωνι, πανύστατον ως σε κιχείω,
ως σε περιπτύξω και χείλεα χείλεσι μίξω.
έγρεο τυτθόν, Άδωνι, το δ’ αύ πύματόν με φίλησον, 45
τοσσούτόν με φίλησον όσον ζώει το φίλημα,
άχρις, αποψύχης ές εμόν στόμα, κείς εμόν ήπαρ
πνεύμα τεόν ρεύση, το δε σευ γλυκύ φίλτρον αμέλξω,
εκ δε πίω τον έρωτα΄ φίλημα δε τούτο φυλάξω
ως αυτόν τον Άδωνιν, επεί σύ με, δύσμορε, φεύγεις.
φεύγεις μακρόν, Άδωνι, και έρχεαι είς Αχέροντα 50
πάρ στυγνόν βασιλήα και άγριον΄ ά δε τάλαινα
ζώω και θεός εμμι και ού δύναμαί σε διώκειν.
λάμβανε, Περσεφόνα, τον εμόν πόσιν΄ εσσί γάρ αυτά
πολλών εμεύ κρέσσων, το δε πάν καλόν ες σε καταρρεί.
55
εμμί δ’ εγώ πανάποτμος, έχω δ’ ακόρεστον ανίαν,
και κλαίω τον Άδωνιν, ό μοι θάνε, και σε φοβεύμαι.
θνάσκεις, ώ τριπόθητε, πόθος δε μοι ως όναρ έπτα,
χήρα δ’ ά Κυθέρεια, κενοί δ’ ανά δώματ’ Έρωτες,
σοί δ’ άμα κεστός όλωλε. Τι γάρ, τολμηρέ, κυνάγεις; 60
καλός εών τι τοσούτον εμήναο θηρί παλαίειν;’
ωδ’ ολοφύρατο Κύπρις΄ επαιάζουσιν Έρωτες,
‘αιαί τάν
Κυθέρειαν, απώλετο καλός Άδωνις’.
δάκρυον ά Παφία τόσσον χέει όσσον Άδωνις
αίμα χέει, τά δε πάντα ποτί χθονί γίνεται άνθη΄ 65
αίμα ρόδον τίκτει, τα δε δάκρυα τάν ανεμώναν.
αιάζω τον
Άδωνιν, ‘απώλετο καλός Άδωνις’.
μηκέτ’ ενί δρυμοίσι τον ανέρα μύρεο, Κύπρι΄
ούκ αγαθά στιβάς έστιν Αδώνιδι φυλλάς ερήμα.
λέκτρον έχοι, Κυθέρεια, το σόν νύν νεκρός Άδωνις΄ 70
και νέκυς ών καλός έστι, καλός νέκυς, οία καθεύδων.
κάτθεό νιν
μαλακοίς ενί φάρεσιν οίς ενίαυεν
ως μετά τεύς ανά νύκτα τον ιερόν ύπνον εμόχθει΄
παγχρυσέω κλιντήρι πόθες και στυγνόν Άδωνιν,
βάλλε δε νιν στεφάνοισι και άνθεσι΄ πάντα σύν αυτώ΄
75
ως τήνος τέθνακε και άνθεα πάντ’ εμαράνθη.
ραίνε δε νιν Συρίοισιν αλείφασι, ραίνε μύροισιν΄
ολλύσθω μύρα πάντα΄ το σόν μύρον ώλετ’ Άδωνις.
κέκλιται αβρός Άδωνις εν είμασι πορφυρέοισιν,
αμφί δε νιν κλαίοντες αναστενάχουσιν Έρωτες 80
κειράμενοι χαίτας επ’ Αδώνιδι΄ χώ μέν οιστώς,
ός δ’ επί τόξον έβαλλεν, ό δε πτερόν, ός δε
φαρέτραν΄
χώ μέν έλυσε πέδιλον Αδώνιδος, οί δε λέβητι 85
χρυσείω φορέοισιν ύδωρ, ό δε μηρία λούει,
ός δ’ όπιθεν πτερύγεσσιν αναψύχει τον Άδωνιν.
‘αίαί τάν Κυθέρειαν’, επαιάζουσιν Έρωτες.
έσβεσε λαμπάδα πάσαν επί φλιαίς Υμέναιος
και στέφος εξεκέδασε γαμήλιον΄ ουκέτι δ’ ‘υμήν
υμήν’, ουκέτι άειδεν εόν μέλος, αλλ’ ελεγ’, ‘αιαί
αιαί’, και ‘τον Άδωνιν’ έτι πλέον ή ‘ Υμέναιον’. 90
αι Χάριτες κλαίοντι τον υιέα τω Κινύραο,
‘ώλετο καλός Άδωνις’ εν αλλάλαισι λέγοισαι,
‘αίαί’ δ’ οξύ λέγοντι πολύ πλέον ή τύ, Διώνα.
χαί Μοίραι τον Άδωνιν ανακλείοισιν, Άδωνιν,
και νιν επαείδουσιν, ό δε σφισιν ούκ επακούει΄ 95
ού μάν ούκ εθέλει, Κώρα δε νιν ούκ απολύει.
λήγε γόων Κυθέρεια το σάμερον, ίσχεο κομμών΄
δεί σε πάλιν κλαύσαι, πάλιν εις έτος άλλο δακρύσαι.
ΒΙΩΝΟΣ, ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΑΔΩΝΙΔΟΣ
--
Ενδεικτικές
σύγχρονες και προσβάσιμες πληροφορίες για τον αρχαίο ποιητή Βίωνα
• ΒΙΩΝΟΣ
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ
ΑΔΩΝΙΔΟΣ
Πρόλογος-Μετάφραση:
Παντελής Μπουκάλας
Εκδόσεις Άγρα Ιούνιος 1991, σ. 32, δρχ. 520
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ
ΦΤΑΣΕΙ ως εμάς πολλές ειδήσεις για το δημιουργό του Επιταφίου Αδώνιδος. Ο Βίων
ο Σμυρναίος, στον οποίο «σώζεται ακόμη χάρις Ελληνική» κατά την κρίση του
Αδαμάντιου Κοραή (1) ήταν ερωτικός και βουκολικός ποιητής της αλεξανδρινής
εποχής. Του 2ου-1ου αιώνα. Κι εδώ εντοπίζεται η πρώτη
εμπλοκή, το άδικο κενό του παλίμψηστου: Άλλοι τον θέλουν στα χρόνια του Μόσχου,
άλλοι δάσκαλό του κι άλλοι νεότερό του.
Ο Βίων
γεννήθηκε στη Φλώσσα, μια μικτή πόλη κοντά στη Σμύρνη, και πέθανε στη Σικελία,
από δηλητήριο-το είχαν παρασκευάσει οι εχθροί του, όπως πενθεί στον Επιτάφιο
Βίωνος ένας μαθητής του και φίλος του (ο Μόσχος; Ο Ψεύδο-Μόσχος;-νέα εμπλοκή):
Άρχετε
Σικελικαί, τω πένθεος άρχετε, Μοίσαι.
όττι
Βίων τέθνακεν ο βουκόλος. (…)
φάρμακον
ήλθε, Βίων, ποτί σόν στόμα…
Βέβαιο φαίνεται, πάντως, ότι ο Θεόκριτος, ο Μόσχος
και ο Βίων συναποτελούν την αξία τριάδα του βουκολικού είδους. Κατά τη Σούδα,
«τρείς γεγόνασι βουκολικών επών ποιηταί, Θεόκριτος, Μόσχος Σικελιώτης και Βίων
ο Σμυρναίος εκ τινος χωριδίου καλουμένου Φλώσσης».
Ό,τι
σώθηκε από το έργο του Βίωνα, το οποίο είχε κυκλοφορήσει υπό τον τίτλο
Βουκολικά, χρωστάει τη μνήμη του στον Αρτεμίδωρο από την Ταρσό. Ο γραμματικός
αυτός, που έζησε κατά το πρώτο ήμισυ του 1ου π.Χ. αιώνα, είχε καταρτίσει ανθολόγιο
βουκολικών ποιητών. Έτσι έκλεψε το χρόνο
ο Επιτάφιος Αδώνιδος, πού παρέμενε αργός ως τις αρχές του αιώνα μας, οπότε τον
εξέδωσε ο Wilamovitz
με
γερμανική μετάφραση. Κληρονομήσαμε ακόμη κάποια αποσπάσματα των επυλλίων (ή
ειδυλλίων) «Υάκινθος» και «Γαλάτεια» (ή «Κύκλωψ»), και θραύσματα σύντομων
ποιημάτων του, ερωτικών, που ο ίδιος τα ονόμαζε ερωτύλα ή μελύδρια. Στίχους των
Βουκολικών φυλάσσει το Ανθολόγιο του Στοβαίου.
Το
ερώτημα είναι τι οφείλει ο Επιτάφιος του Βίωνα στα ειδύλλια του Θεόκριτου,
λιγότερο στο «Είς νεκρόν Άδωνιν»,
Άδωνιν η Κυθήρη
ως είδε νεκρόν ήδη,
στυγνάν έχοντα χαίταν
ωχράν τε τάν παρειάν,
άγειν τον ύν προς αυτάν
έταξε τώς Έρωτας
(2)
και περισσότερο στις «Αδωνιάζουσες» (ή
«Συρακόσιες»), όπου «γυνή αοιδός» παρηγορεί την Αφροδίτη με τους εξής ρυθμούς:
Πάρ μέν οι ώρια κείται, όσα δρυός άκρα
φέρονται,
πάρ δ’ απαλοί κάποι πεφυλαγμένοι εν
ταλαρίσκοις
αργυρέοις, Συρίω δε μύρω χρύσει’
αλάβαστρα.
ειδατά θ’ όσσα γυναίκες επί πλαθάνω
πονέονται,
άνθεα μίσγοισαι λευκώ παντοί’ αμ’ αλεύρω,
όσσα τ’ από γλυκερώ μέλιτος τα τ’ εν υγρώ
ελαίω,
πάντ’ αυτώ πετεηνά και ερπετά τείδε
πάρεστιν.
χλωραί δε σκιάδες, μαλακώ βρίθοντες
ανήθω,
δέδμανθ’ οι δε τε κώροι υπερπωτώνται
Έρωτες,
οιοί αηδονιδήες αεξομένων επί δένδρων
πωτώνται, πτερύγων πειρώμενοι, όζον απ’
όζω. (3)
Και τι, για να βαθύνουμε το χρόνο, χρωστάει ο
κοπετός του Βίωνα στους στέρεους θρήνους της Σαπφώς:
Κατθναίσκει, Κυθέρη’ άβρος Άδωνις τι κε
θείμεν;
Καττύπτεσθε κόραι και κατερείκεσθε
κίθωνας (4)
Πολλά χρωστάει, είναι η απάντηση. Μά δεν είναι ένα
στεγνό, ανέμπνευστο αντίγραφο ο Επιτάφιος. Να πώς τον αξιολογεί ο Albin Lesky στην
Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας:
«Ο Αδώνιδος Επιτάφιος είναι μια περίπλοκη
δημιουργία του Βίωνα με δυνατή χάρη. Αυτό το εξάμετρο ποίημα, που γράφτηκε για
απαγγελία, με την ζωηρή κίνηση συντακτικά απλών φράσεων, με τα ηχητικά τους
αποτελέσματα και με τον θρηνητικό στίχο πού επαναλαμβάνεται σαν επωδός
(τσάκισμα), πετυχαίνει την επίδραση ενός παθητικού τραγουδιού. Το επωδικό
τσάκισμα το χρησιμοποίησε πλούσια κι ο Θεόκριτος, ιδιαίτερα στο 2. ειδύλλιο με
τον ίδιο σκοπό. Ο Άδωνης αυτός είναι αξιοπρόσεκτος, προπάντων γιατί στο θρήνο
για τον ωραίο αγαπημένο της Αφροδίτης, πού με τον θάνατό του πεθαίνει και η
φύση, βλέπουμε να εισχωρή στην ελληνιστική ποίηση ανατολίτικη θεματολογία, που
γίνεται δεκτή μόνο στην όψιμη ελληνιστική εποχή. Το υλικό είναι κιόλας
συνυφασμένο με το υψηλό πάθος, που έρχεται σε ισχυρήν αντίθεση με την
αυτοκυριαρχία του Καλλίμαχου και γίνεται σύμβολο αυτής της ελληνιστικής
περιόδου. Στη ρωμαϊκή ποίηση συνεχίζεται άφθονα. Ένα χαριτωμένο στοιχείο είναι
το πένθος των Ερώτων, που ασχολούνται δραστήρια με τον νεκρό του Άδωνη. Έρωτες
σε πληθυντικόν αριθμό εμφανίζονται στην ελληνιστική τέχνη χωρίς εννοιολογική
διαφορά κοντά στον ένα, τον μικρό Έρωτα. Αυτός σε μερικά από τα μικρότερα
ποιήματα του Βίωνα, που τα διαβάζουμε επίσης στον Στοβαίο, παίζει έναν ρόλο που
εύστοχα τον παρομοίασαν με τα παιχνίδια των πομπηιανών τοιχογραφιών. Και
βουκολικά υπάρχουν ανάμεσα στα λείψανα, τίποτε όμως δεν συγκρίνεται με τον
Άδωνη.» (5)
Τά
ψεγάδια του Επιταφίου-περισσολογία, αισθηματολογία, αυξομειούμενη δύναμη-τα
έχουν υποδείξει άλλοι, αρμόδιοι. Αλλά τα ψεγάδια της φιλολογίας δεν είναι
πάντοτε και μειωτικά της συγκίνησης στοιχεία. Και το αντίθετο μπορεί να ισχύει.
Ένα σπάσιμο εδώ, μια απουσία λέξης, φωνήεντος έστω, μια επίμονη επανάληψη (η
επωδός σαν επωδή του θανάτου), καταλύουν τις αντιστάσεις. Και μένει γυμνός ο
πόνος, αναγκασμένος να επιστρατεύσει φράσεις- μήτρες σχεδόν κωδικής πυκνότητας,
μαστορεμένες από το χρόνο και την κοινότητα, για να μπορέσει να ειπωθεί-ο πόνος
του γράφοντος (ποιος να γνωρίζει τίνος μετωνυμία υπήρξε ο Άδωνης του Βίωνα) ο
πόνος του αναγνώστη, ο πόνος, τέλος, του μεταγράφοντος, που τολμά, με μόνη
εξάρτυση τις δικές του μετωνυμίες, μια αδύνατη μεταγραφή.
Γραμμένος για να απαγγέλλεται ήταν λοιπόν ο
Επιτάφιος. ΄Η και για να μοιρολογιέται. Κι εμένα, σαν μοιρολόι με άλωσε, έτσι
με πόνεσε. Έτσι με πότισε την πένθιμη μουσική του τη ζωτική και σαν μοιρολόι δοκίμασα να τον πώ,
αδικώντας την ετοιμότητα των λέξεων ίσως, τη σύνταξη αλλού, ή το μήκος των
στίχων. Με κίνησε να ξαναδιαβάσω τα μοιρολόγια του τόπου μας. Να ξαναμετρήσω
ελάχιστη την αντοχή μπροστά τους και να κλάψω τον δεκαπεντασύλλαβο ρυθμό τους.
Φιλόλογος
δεν είμαι. Κι άλλη μετάφραση του Επιταφίου δεν έχω υπόψη μου. Το κείμενο, που
το αντλώ από τις εκδόσεις της Οξφόρδης (A. S. F. Gow, Bucolici Graeci, ά έκδοση 1952), βασίζεται στους
κώδικες Vaticanus
1824 και Parisinus
283.
Η μόνη αλλαγή εντοπίζεται στο στίχο 93: αντί της λέξης «Παιώνια» της εκδοχής
του H.
L.
Ahrens
πού αποδέχεται ο Gow, εδώ υιοθετείται το «τύ, Διώνα»
των κωδίκων΄ μ’ αυτή τη μορφή τυπώνεται ο στίχος και στην έκδοση των “Belles Letres” (Bucoliques Grecs, τόμος ΙΙ, επιμέλεια Ph. E. Legrand, 1927).
Οι αστοχίες, δικές μου. Και τα γλιστρήματα στην
ευκολία. Και θα αδικούσα σαφώς περισσότερο το λόγο, αρχαίο και νέο, αν δεν με
συντρόφευαν, αναγνώστες γενναιόδωρης ετοιμότητας, ο Δήμος Μαυρομμάτης, ο
Γιάννης Χάρης, ο Διονύσης Καψάλης, η Αγγελική Κιντή, ο Νίκος Γ. Ξυδάκης, ο Άρης
Μπερλής, ο Γιώργος Κοροπούλης και η Σάσα Καρκαγιάννη. Τους ευχαριστώ. Ευχαριστώ
επίσης την Κατερίνα Κοντοβασίλη, που οι εξεταστικές της υποχρεώσεις στη
Φιλοσοφική μου δώρισαν τον Επιτάφιο, και τον Σταύρο Πετσόπουλο, που ανέλαβε
τούτη την έκδοση.
ΠΑΝΤΕΛΗΣ
ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ, σελίδες 11-18.
1.Προλεγόμενα στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς,
τόμ. Β΄, πρόλογος Εμμ. Ν. Φραγκίσκου, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα
1986, σ. 38.
2. Στη μετάφραση του Αλ. Φωτιάδη (Θεοκρίτου
Ειδύλλια, Βιβλιοθήκη Αρχαίων Συγγραφέων «Ι. Ζαχαρόπουλος», χ.χ.έ., σελ. 234) :
«Σαν
είδε η Κυθήρεια
τον
Άδωνι νεκρό
με
ξέπλεκα μαλλιά
και
πρόσωπον ωχρό,
επρόσταξε
τους Έρωτες
να
τρέξουν και να φέρουνε
σ’
αυτήν τον αγριόχειρο».
3. Και πάλι στη μετάφραση του Αλ. Φωτιάδη (σελ.
151):
«Ολόγυρά
του κρέμονται απ’ των δεντρώνε τ’ άκρα οι ώριμοι καρποί, κι’ απ’ τα καλάθια
χύνονται, τ’ ασημοδουλεμένα, δροσολουσμένοι ανθοί, και μες σε βάζα ολόχρυσα
μοσχοβολούν τα μύρα φερμένα απ’ τη Συρία. Έχει πολλά γλυκύσματα τριγύρω του από
κείνα που φτιάνουν οι γυναίκες πάνω στις πλασταριές με χίλιους δυό ανθούς
ανάκατα με ξέχωρο λευκότατο αλεύρι, γι’ αυτόν αραδιασμένα άλλα με μέλι γλυκερό
κι άλλα με λάδι ολόπαχο, με τέχνη έτσι πλασμένα να δείχνουνε τα σερπετά και τα
πουλιά της γης. Σε κιόσκια καταπράσινα πούπλεξαν τα γλυκάνισα, όλο μικρούτσικοι
Έρωτες τριγύρω φτερουγίζουν , σαν τ’ αηδονάκια τα μικρά πού δοκιμάζουν τα
φτερά, από κλωνί σε κλώνο.».
4. Στην απόδοση του Οδυσσέα Ελύτη (Σαπφώ, Ίκαρος
1984, σελ. 97):
«Πεθαίνει
ο Άδωνις ο τρυφερός άχ Κυθερεία πεθαίνει και τώρα τι θα κάνουμε; Κορίτσια
εμπρός ελάτε σκίστε τα ρούχα σας το στήθος σας χτυπάτε!».
5. Μετάφραση Αγαπητού Γ. Τσοπανάκη, εκδοτικός οίκος
Αδελφών Κυριακίδου, Θεσσαλονίκη 1988, έ έκδοση αναθεωρημένη, σελ. 1003.
Σημείωση: στο βιβλίο ΒΙΩΝΟΣ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΑΔΩΝΙΔΟΣ ο
δοκιμιογράφος, δημοσιογράφος, επιμελητής εκδόσεων, ποιητής και μεταφραστής
κύριος Παντελής Μπουκάλας, που μας έχει δώσει εξαιρετικά και ζηλευτά δείγματα
γραφής, στην ημερήσια εφημερίδα «Η Καθημερινή» που εδώ και χρόνια συνεργάζεται
και επιμελείται την σελίδα για τα βιβλία και τους έλληνες συγγραφείς, έχει
διαφορετική αρίθμηση στον Πρόλογό του όσον αφορά τις παραπομπές. Οι αριθμοί
ακολουθούν τις ανάλογες σελίδες του βιβλίου. Για να μην μπερδευτούν οι όποιοι
αναγνώστες της παρούσης αποδελτίωσης-πχ. με δύο (1) (1) στην εδώ αντιγραφή τις
παραπομπές τις αριθμώ με αύξουσα σειρά αριθμών. Στην έκδοση που έχω στα χέρια
μου Ιούνιος 1991 αριθμός έκδοσης 194, που επιμελήθηκε ο εκδότης της «Άγρας»
κύριος Σταύρος Πετσόπουλος. Επίσης, στο αυτί του βιβλίου αναφέρει σχετικά ο
μεταφραστής: «Ο Επιτάφιος Αδώνιδος, που εγγράφεται, με τη δική του ισχύ και
αυθεντικότητα, στην παράδοση των θρήνων για τον Άδωνη, αποδίδεται εδώ με τους
ρυθμούς των δημοτικών μοιρολογιών από τα ημιστίχια των δακτυλικών εξάμετρων στα
ημιστίχια του δεκαπεντασύλλαβου, ο μουσικός λόγος παραμένει μια παρηγορητική
επωδή του θανάτου».
• Βίων –ωνος
(-ωνας- ωνα).
Ο Σμυρναίος Βουκολικός ποιητής του 2ου
π.Χ. αιώνα, ο οποίος γεννήθηκε στη Φλώσση κοντά στη Σμύρνη (Σουίδ. Θεόκριτος),
αλλά έζησε στη Σικελία, όπου και πέθανε. Στο έργο που του αφιέρωσε ο ποιητής
Μόσχος (3.109 κ.3., εκδ. A.S. Gow, Bucolici Graeci, Οξφόρδη 1952, σελ. 140 κ.ε.),
αφήνεται να εννοηθεί πως δηλητηριάστηκε. Από το ποιητικό του έργο, εκτός από
τον Επιτάφιον Αδώνιδος κι ένα άλλο
έργο κάποιου μιμητή του, ο Επιθαλάμιος Αχιλλέως και Δηιδαμείας, δε σώθηκαν παρά
αποσπάσματα (εκδ. A.
S.
Gow
Bucolici
Graeci,
Οξφόρδη 1952, σελ. 153-165).
Αμαλία
Μεγαπάνου, ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΚΥΡΙΑ ΟΝΟΜΑΤΑ. Μυθολογικά-ιστορικά
έως τον 1ο μ. Χ. αιώνα της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, έκδοση
ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ-ΕΝΑΣΤΡΟΝ ΕΚΔΟΣΕΙΣ, Αθήνα 2006, σ.222-
(στο ογκωδέστατο και χρήσιμο αυτό Λεξικό των 1136
σελίδων της συγγραφέως Αμαλίας Μεγαπάνου, με πρόλογο του Άγγελου Δεληβοριά, αναφέρονται
16 πρόσωπα με το όνομα Βίωνας. Από τον Χίο ή Κλαζομένιο Γλύπτη του 6ου
π.Χ. αιώνα μέχρι τον Ρήτορα-χωρίς άλλα στοιχεία-. Από παραπομπή του Διογένη του
Λαέρτιου. Ένα Λεξικό σύγχρονων προδιαγραφών, μια ερευνητική εργασία πολύτιμη,
για κάθε ενδιαφερόμενο ερευνητή, ιστορικό, φοιτητή, καθηγητή, σπουδαστή, που
αναφέρεται σε πρόσωπα και έργα της Αρχαίας Ελλάδας).
--
•
Βίων, Βίωνας.
Από τη Σμύρνη, ο τελευταίος Έλληνας βουκολικός
ποιητής γνωστός σ’ εμάς με το όνομά του΄ ζούσε κατά το τέλος του δεύτερου αιώνα
π. Χ., και είναι γενικά συνδεμένος με το βουκολικό ποιητή Μόσχο. Πραγματικά
τίποτα δεν είναι γνωστό από την ζωή του΄ σύμφωνα με το ανώνυμο έργο Επιτάφιος
Βίωνος (που το αποδίνουν στο Μόσχο), ζούσε στη Σικελία και πέθανε από
δηλητηρίαση. Έγραψε σε εξάμετρους στη (λογοτεχνική) δωρική διάλεκτο, και
δεκαεφτά αποσπάσματα από τα ποιήματά του (μερικά μπορεί κιόλας να είναι πλήρη)
σώζονται. Από την Αναγέννηση είχε πιστωθεί με το έργο Αδώνιδος Επιτάφιος, ίσως
προορισμένο να εκφωνηθεί σε κάποια γιορτή. Το βουκολικό στοιχείο σε αυτό το
έργο είναι ανάλαφρο, ενώ τα περισσότερα από τα ποιήματα είναι παιχνιδιάρικα
ερωτικά.
Margaret C.
Howatson, THE OXFORD COMPANION TO CLASSICAL LITERATURE, ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Μυθολογία-Ιστορία-Γραμματολογία-Τέχνες-Θρησκείες-Επιστήμες,
επιμέλεια-μετάφραση: Βασίλειος Δ. Φόρης, εκδόσεις Αδελφών Κυριακίδη-Θεσσαλονίκη
1996, σ.149.
(Στο λήμμα του ονόματος Βίων, Βίωνας, αναφέρονται
δύο ονόματα. Του έλληνα λαϊκού φιλόσοφου Βίων ο Βορυσθενίτης και ο βουκόλος
ποιητής. Την Παρουσίαση της δεύτερης έκδοσης του έργου (1989) στο ελληνικό
κοινό την κάνει ο καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Αγαπητός Γ. Τσοπανάκης.
Και, στον πρόλογό της για την ελληνική έκδοση, η καθηγήτρια του Κολλεγίου της
Αγίας Άννας της Οξφόρδης Margaret
C.
Howatson,
μας πληροφορεί ότι «Το πρωτότυπο Οξφορδιανό Εγχειρίδιο Κλασικών Σπουδών, που
συντάχθηκε από τον Sir
Raul
Harvey,
κυκλοφόρησε το 1937. Προοριζόταν για
εγχειρίδιο πληροφόρησης για αναγνώστες των λογοτεχνιών της αρχαίας Ελλάδας και
της αρχαίας Ρώμης, καθώς και σύγχρονων έργων που άγγιζαν τον κλασικό κόσμο. Και
ακόμα, στην σελίδα 508 το λήμμα για τον ποιητή Μόσχο, καταλήγει με τα εξής:
«Επίσης αποδίδουν στο Μόσχο, απίθανα όμως αφού ο Βίων έζησε τουλάχιστο μια
γενεά ύστερα από αυτόν, το ωραίο (βουκολικό) ποίημα Βίωνος Επιτάφιος»).
--
•
Βίων από τη Σμύρνη (Σμυρναίος).
Ποιητής του 2ου αι. π.Χ. Γεννήθηκε στη
Φλώσσα (κοντά στη Σμύρνη). Με πρότυπο το Θεόκριτο έγραψε βουκολική ποίηση. Για
τη ζωή του στην Σικελία μας πληροφορεί ένα επιτύμβιο ποίημα γραμμένο από έναν
φίλο και μαθητή του. Στον Ιωάννη τον Στοβαίο διασώθηκαν από τα Βουκολικά του 17
ποιήματα ή αποσπάσματα από ποιήματά του ανάμεσά τους και ο Άδωνις Επιτάφιος (98
εξάμετροι στίχοι), που πρέπει να γράφτηκε για απαγγελία. Αυτός ο γραμμένος σε
πρώτο πρόσωπο, θρήνος για τον Άδωνη παρουσιάζει τον ομιλητή ως αυτόπτη μάρτυρα
αλλά και ως πληροφοριοδότη, που εκθέτει τα γεγονότα άλλοτε ως αφηγητής και
άλλοτε ως συμπάσχων, με μια σειρά δικής του επιλογής με ευδιάκριτη εσωτερική
συμμετοχή ο ποιητής ξαναγυρίζει κάθε τόσο στο θρήνο για τον νεκρό, με τον
θάνατο του οποίου πεθαίνει-την ίδια στιγμή-και ολόκληρη η φύση (ανατολίτικα
μοτίβα): ένα μεγάλο στην πραγματικότητα δείγμα απόλυτα υποκειμενικής
μορφοποιητικής δύναμης, ιδίως με τον εντυπωσιακά επαναλαμβανόμενο θρηνητικό
στίχο. – Μεταξύ των άλλων ποιημάτων και αποσπασμάτων προβάλλουν επίσης και
ποιήματα με ερωτικό περιεχόμενο-το γαμήλιο, πάντως, ποίημα που μιλάει για τον
Αχιλλέα και τη Δηιδάμεια δεν είναι γνήσιο.
Ε:
Bucolici Graeci, edit. U. v. Wilamowitz, Οξφ. 1910. Bucolici Graeci, edit. A. S. F. Gow, Οξφ. 1952. Bucoliques Grecs, edit. Ph. E. Legrand, Παρίσι ΙΙ 1953
Β:
U. v. Wilamowitz, Reden und Vortrage, I 1925 (εδώ και μτφ.) W. Arland, Nachtheokrit, Bukolik, διδ. Διατρ. Λειψία 1937.
Paul Kroh, LEXICON DER ANTIKEN AUTOREN, edit: Alfred Kroner Verlag Stuttgart
1972. Paul Kroh, ΛΕΞΙΚΟ ΑΡΧΑΙΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΚΑΙ ΛΑΤΙΝΩΝ, μετάφραση-Επιμέλεια: Δ. Λυπουρλής- Λ. Τρομάρας, εκδόσεις University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1996, σ.118-
( στο αντίστοιχο λήμμα του Λεξικού, υπάρχει ακόμα ο
Βίων ο Αβδηρίτης μαθηματικός και φιλόσοφος και, ο Βίων ο Βορυσθενίτης
περιοδευτής δάσκαλος και φιλόσοφος. Επίσης στο λήμμα για τον Μόσχο, σ.329,
αναφέρεται: «επίσης δεν είναι του Μ. ο Επιτάφιος Βίωνος, ένα επιτάφιο ποίημα
για τον…»).
--
•
ΒΙΩΝΟΣ (2Ος αι. π. Χ.)
Νεκρός Άδωνης, (40-63)
Όταν είδε, όταν κατάλαβε την αγιάτρευτη πληγή
του Άδωνη,
όταν είδε το κόκκινο αίμα γύρω στο μηρό που
μαραινόταν,
υψώνοντας τα χέρια της θρηνούσε: «Περίμενε,
Άδωνη,
κακότυχε, περίμενε Άδωνη, για ύστατη φορά να σε
νιώσω,
να σ’ αγκαλιάσω και να σμίξω τα χείλη μου στα
χείλη σου.
Ξύπνησε λίγο, Άδωνη, φίλησέ με τελευταία φορά,
τόσο φίλα με όσο ζει το φίλημα,
ώσπου να ξεψυχήσεις στο στόμα μου και στο συκώτι
μου
να κυλήσει η πνοή σου και ν’ αρμέξω τη γλυκιά σου
αγάπη
και να πιω όλο τον έρωτα κι αυτό το φιλί θα φυλάξω
σαν τον Άδωνη, αφού εσύ, δύσμοιρε, φεύγεις.
Μακριά φεύγεις, Άδωνη, να πας στον Αχέροντα,
σε σκληρό βασιλιά κι άγριο κι εγώ η δυστυχισμένη
ζω κι είμαι θεά και δεν μπορώ να ‘ρθω πίσω σου.
Πάρε, Περσεφόνη, τον άντρα μου γιατί είσαι εσύ
πολύ πιο δυνατή από μένα, κι όλα τα όμορφα
λιώνουν σε σένα.
Κι εγώ είμαι κακότυχη κι έχω αχόρταγο πόνο
και κλαίω τον Άδωνη, που μου πέθανε, και σε
φοβάμαι.
Πεθαίνεις, τρισπόθητε, κι ο πόθος μου πέταξε σαν
όνειρο,
κι είναι μόνη η Κυθέρεια και κούφιοι στα δώματα οι
έρωτες
και μαζί σου χάθηκε η ζώνη. Τι, παράτολμε,
κυνηγάς;
Όμορφος εσύ, τι μάνιασες να παλαίψεις με θηρίο;»
Έτσι δερνόταν η Κύπριδα αντιβοούν οι Έρωτες.
«Ωιμέ στην Κυθέρεια, πέθανε ο ωραίος Άδωνης».
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΡΩΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ. Μια ανθολογία,
επιλογή-μετάφραση-σχόλια: ΣΩΚΡΑΤΗΣ Λ.
ΣΚΑΡΤΣΗΣ, εκδόσεις Καστανιώτη 1994, σ.174-, 256.
(στην γνωστή σειρά των εκδόσεων «Καστανιώτη»
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ, περιλαμβάνεται και η παρούσα μικρή ανθολογία από
αποσπάσματα έργων της Αρχαίας Ελληνικής Ποίησης. Την επιλογή, την μετάφραση και
τον σχολιασμό την πραγματοποίησε ο γνωστός δοκιμιογράφος και συγγραφέας
Σωκράτης Λ. Σκαρτσής, που έχει επιμεληθεί και άλλες μικρές ανθολογίες από
διάφορα μέρη του κόσμου και διαφορετικών περιόδων ανθρώπινου πολιτισμού. Από
τον Βίωνα επιλέγει και μεταφράζει τους στίχους 40-63 από τον Επιτάφιο του
Αδώνιδος, νούμερο 115 και απόσπασμα από το έργο (Επιθαλάμιος Αχιλλέως και
Δηιδαμείας, 27-31) το νούμερο 116 με τίτλο Αδερφές σ.177, και τα αποσπάσματα
117 «Γλυκό τραγούδι» και 118 «Έσπερος»).
--
•
Βίων ο Σμυρναίος (γύρω στα 270 π.Χ.)
Γεννήθηκε
σε κάποιο αγρόκτημα κοντά στη Σμύρνη έζησε όμως στη Σικελία, όπου και πέθανε.
Το άριστο από τα ποιήματα του Βίωνα είναι εκείνο που επιγράφεται «Επιτάφιος
Αδώνιδος». Από τα άλλα έργα του Βίωνα μικρά αποσπάσματα μόνο σώζονται, από τα
οποία φαίνεται ότι τα ποιήματά του γενικά ήταν πολύ κατώτερα από τα ποιήματα
του Θεόκριτου. Το μεγαλύτερο από τα σωζόμενα αποσπάσματα του Βίωνα είναι το
επιγραφόμενο «Επιθαλάμιος Αχιλλέως και Δηϊδαμείας» που αναφέρεται στην παραμονή
του Αχιλλέα στη Σκύρο.
Πολλές φορές έχουν εκδοθεί τα ποιήματα του Βίωνος
και μάλιστα μαζί με τα ποιήματα του Θεόκριτου και του Μόσχου.
Θεοδόσης
Μοσχόπουλος, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, εκδόσεις Gutenberg
1980(;), σ.214.
(Το μικρό αυτό λήμμα για τον Βίωνα ο συγγραφέας τα
συμπεριλαμβάνει στην Τρίτη περίοδο του έργου του, «Από το θάνατο του Μεγάλου
Αλεξάνδρου ως την ίδρυση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας»)
--
• (οι
βουκόλοι ποιητές ΒΙΩΝ και ΜΟΣΧΟΣ)
Οι δύο άλλοι βουκολικοί ποιηταί, ο ΒΙΩΝ και ο
ΜΟΣΧΟΣ, ομολογουμένως είναι μιμηταί του Θεόκριτου. Ο Βίων ήτο νεώτερος αυτού
και πιθανώς έγραψε τον Αδώνιδος επιτάφιον χάριν της εορτής εκείνης, εις την
οποίαν ανάγονται αι Αδωνιάζουσαι. Ο επιτάφιος είναι λαμπρόν τεχνικόν έργον,
ανθηρόν, μονότονον, σχεδόν ανατολικόν εις την υπερβολικήν και άσωτον φαντασίαν,
αρμόζει τελείως προς το θέμα του. Ίσως ουδεμίαν ενέχει πραγματικήν συγκίνησιν,
αλλά παρασύρει θυελλωδώς την φαντασίαν και είναι ζυγισμένον ώστε να προκαλέση
χειμάρρους δακρύων εκ μέρους προσώπων, όπως η Γοργώ και η Πολυξένη. Ο δε Μόσχος
παριστάνει εαυτόν, ως μαθητήν του Βίωνος, λέγεται δε ότι υπήρξε φίλος του
Αρίσταρχου, αν και το ύφος φαίνεται νεώτερον. Τούτο είναι περίκοσμον ως η
ρωμαϊκή ποίησις της αργυράς περιόδου, και γέμει εκ των μικρών εκείνων φράσεων,
οι οποίαι όζουσι λεξικού και εμφαίνουσιν αυτρέσκειαν. Ο Βίων καλείται Δώριος
Ορφεύς ο όμηρος Καλλιόπας γλυκερόν στόμα και όμως ο τρόπος ούτος δεν ημπορεί ν’
αμαυρώση τα έμφυτα χαρίσματα του ποιητού. Μεταξύ των αναριθμήτων ηχών της ελληνικής
βουκολικής ποιήσεως, όσαι πλήσσουσιν ακόμη τα ώτα της νεωτέρας Ευρώπης, πολλαί
προέρχονται εκ του Βίωνος επιταφίου.
Gilbert
Murray, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, μεταφρασθείσα και πλουτισθείσα δια βιβλιογραφίας
προσθηκών και σημειώσεων, υπό ΣΙΜΟΥ ΜΕΝΑΡΔΟΥ, έκδοση Τρίτη βελτιωμένη, εκδόσεις
Δημήτρη Ν. Παπαδήμα 1974, σ.390
(στην παρούσα Ιστορία της αρχαίας ελληνικής
λογοτεχνίας ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο πρόλογος του μεταφραστή Σίμου
Μενάρδου, γραμμένη το 1922, καθώς και το «Σημείωμα περί του Ομηρικού
ζητήματος». Παρά τα πολλά παροράματα, πιστεύω ότι η Ιστορία αυτή του Murray διαβάζεται
ευχάριστα).
• Ο «ΑΔΩΝΗΣ»
ΤΟΥ ΒΙΩΝΑ
Παράξενες
περιπέτειες μπορεί να δοκιμάσει ένα αρχαίο έργο στην επιβίωσή του. Το θέμα που
κάποτε το γέννησε μια ευτυχισμένη έμπνευση όλο και ξαναδουλεύεται, αλλά η
διάθεση και το γούστο της εποχής του δίνουν διαρκώς μια άλλη έκφραση. Ο
Αρτεμίδωρος που είπαμε έβαλε στη συλλογή του και κατοπινών βουκολικών ποιητών
έργα του Συρακούσιου Μόσχου (ιβ΄ αιών π.Χ.) και του Σμυρνιού Βίωνα (β΄ α΄.).
Δυνατή εντύπωση του ιδιόρρυθμου ύφους του Βίωνα δίνει το μοιρολόι του για το
θάνατο του Άδωνη, του αγαπημένου της Αφροδίτης, του όμοιου με το Δάφνη νεαρού
θεού της άνοιξης, που πεθαίνει κάθε χρόνο από το λιοπύρι του καλοκαιριού ή,
όπως λέει ο μύθος, επειδή ένα θεριό τον σκοτώνει μέσα στο δάσος. Ας ακούσουμε
την αρχή του ποιήματος:
Θρηνώ τον Άδωνη: «Έσβησε, άχ, ο Άδωνης ο
ωραίος.»
«Ο
ωραίος εχάθηκε Άδωνης» κλαίν οι Έρωτες μαζί μου.
Στο πορφυρό το στρώμα σου πιά μην
κοιμάσαι, Κύπρη
δύστυχη,
σήκω φόρεσε τα μαύρα, στηθοδάρσου
και
λέγε σε όλους: «Χάθηκε, άχ, ο Άδωνης ο ωραίος…»
Θρηνώ τον Άδωνη, θρηνούν και οι Έρωτες
μαζί μου.
Ο
ωραίος κείτεται Άδωνης στα όρη λαβωμένος
απ’
άσπρο δόντι στ’ άσπρο του μηρό, η πνοή του σβήνει
-τι
πόνοι, ώ Κύπρη!-, ξεψυχά, στη σάρκα τη χιονάτη
το
μαύρο του αίμα χύνεται, τα μάτια σκοτιδιάζουν,
και
φεύγουν απ’ τα χείλια του τα ρόδα, και πεθαίνει
στα
χείλια το φιλί, πού πιά δεν θα το πάρει η Κύπρη.
Το
φίλημά του, κι ας μη ζεί, θα το ποθούσε η Κύπρη,
μα
ξέρει αυτός ποιος τον φιλεί την ώρα του θανάτου;
Θρηνώ τον Άδωνη, θρηνούν και οι Έρωτες
μαζί μου.
Σε ξεχωριστές εικόνες περιγράφονται έπειτα της
έξαλλης Αφροδίτης ο ερχομός, ο παθητικός της θρήνος πάνω στο λείψανο του
παλικαριού, το νεκροστόλισμά του πάνω σε πορφυρά στρωσίδια, όλα συνοδευμένα από
κείνον το μονότονα απαρηγόρητο επωδικό στίχο. Και μόνο οι λίγοι παραπάνω στίχοι
του ποιήματος, που στο πρωτότυπο ρέει σε απαλούς εξάμετρους, δείχνουν ίσως τι
επιδίωκε ο ποιητής και εκτελεστής του: να γοητέψει τις αισθήσεις με χρώματα-πόσο
δυνατή εντύπωση κάνουν και σ’ αυτούς τους στίχους της αρχής οι πορφυροί και
ρόδινοι και σκοτεινοί και λευκοί χρωματικοί τόνοι!-, με γλυκούς φθόγγους να
μισομεθύσει και να μισοκουράσει την καρδιά μας, να μας βυθίσει στη ζαλιστική
πένθιμη διάθεση που σαλεύει γύρω από το θάνατο της αρχικά ανατολίτικης θείας
αυτής μορφής.
Όσο
αίμα χύνει ο Άδωνης, τόσα η Παφία δάκρυα
κι
όπως στο χώμα πέφτουνε, λουλούδια γίνονται όλα
απ’
το αίμα ρόδο φύτρωσε, απ’ τα δάκρυα η ανεμώνη.
Βάλτερ
Κραντς, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ,
μετάφραση Θρασύβουλου Σταύρου, εκδόσεις Ι. Χιωτέλλης χ.χ., σ.32-.
(Η παλαιά αυτή Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής
Λογοτεχνίας, που μετέφρασε στα ελληνικά ο Θρασύβουλος Σταύρου, αφιερώνει όπως
βλέπουμε μία σελίδα της στην θρηνητική ελεγεία του Βίωνα Επιτάφιος Αδώνιδος. Η
μετάφραση είναι στρωτή και κυλάει. Το βιβλίο είναι δίτομο-έτυχε να το αγοράσω
παλαιότερα σε μια δεμένη έκδοση 1800 παλαιές δραχμές-,γιαυτό η σελίδα που
παραπέμπω αφορά τον δεύτερο τόμο που είναι μαζί με τον πρώτο. Σαν πληροφοριακό
στοιχείο μας δίνεται ότι οι εκδόσεις του Ι. Χιωτέλλη στεγάζονταν στην οδό
Ιπποκράτους 2 στην Αθήνα και σαν copyright
Γ.
Παπαδημητρίου Μάϊος 1953. Προφανώς η έκδοση που διαθέτω είναι μεταγενέστερη
ανατύπωση. Ο πρώτος τόμος αποτελείται από δύο κεφάλαια, Η αρχαϊκή εποχή και η
κλασική εποχή, ενώ ο δεύτερος από ένα, την Μετακλασική εποχή. Η οποία χωρίζεται
σε δύο μέρη, στα Ελληνιστικά χρόνια και την Μεταχριστιανική Εποχή. Μια Ιστορία
της Αρχαίας Γραμματείας που ακόμα και σήμερα διαβάζεται με σχετικό ενδιαφέρον).
• («ΜΙΑ ΨΥΧΗ
ΣΕ ΔΥΟ ΣΩΜΑΤΑ ΜΕΣΑ»)
ΑΔΩΝΗ,
ΦΙΛΑ ΜΕ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ
ΤΟΣΟ
ΜΟΝΟ ΦΙΛΑ ΜΕ ΟΣΟ ΕΝΑ ΦΙΛΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΖΗΣΕΙ.
ΩΣΠΟΥ Ν’
ΑΦΗΣΕΙΣ ΤΗ ΔΙΚΙΑ ΣΤΟΥ ΤΗΝ ΨΥΧΗ
ΜΕΣΑ ΣΤΟ
ΣΤΟΜΑ ΜΟΥ.
ΜΕΧΡΙ ΝΑ
ΦΤΑΣΕΙ ΣΤΑ ΣΩΘΗΚΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ
ΚΑΙ ΝΑ
ΡΟΥΦΗΞΩ ΩΣ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΤΟ ΦΙΛΤΡΟ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
ΝΑ ΠΙΩ
ΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΟΛΟΝ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ.
ΒΙΩΝ,
Θρήνος Αδώνιδος Ι.
Michelle Lovric
& Νικηφόρος Δοξιάδης-Μαρδας, σύλληψη και επιλογή. Η ΓΛΥΚΥΤΗΤΑ ΤΟΥ ΜΕΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΚΕΝΤΡΙ ΤΗΣ
ΜΕΛΙΣΣΑΣ. ΕΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΙ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ
ΜΕΣΟΓΕΙΟ, εκδόσεις Καστανιώτη 1998, σ. LXIII. Απόδοση από τα αρχαία ελληνικά
και λατινικά Μάνος Λουκάκης.
(το καλαίσθητο και γλυκύτατο σαν μέλι αυτό πολύχρωμο
βιβλίο περιέχει αποσπάσματα από διάφορους συγγραφείς. Μικρά χαρακτηριστικά
αποσπάσματα που συνοδεύονται από ένα πλούσιο πολύχρωμο φωτογραφικό και
αναπαραστατικό υλικό που καθιστούν το βιβλίο χάρμα οφθαλμών. Πρόσωπα που
προέρχονται από τα αρχαία αιγυπτιακά ΦΑΓΙΟΥΜ. Εξαιρετικής ποιότητας εργασία και
επιλογή. Ένα ερεθιστικό των αισθήσεων έργο.)
•
Βίων και Μόσχος (3ος και 2ος αιώνας π. Χ.)
Με τον
Βίωνα και το Μόσχο, που τον διαδέχεται σε απόσταση σχεδόν αιώνος, η βουκολική
ποίηση γίνεται ολοένα και περισσότερο παραδοσιακό είδος. Αλλά το ποίημα του
Βίωνος για τον Αποσπερίτη είναι ένα κρυστάλλινο μαδριγάλιο, όσο για το
αντίστοιχο του Θεόκριτου Επιτάφιο Αδώνιδος μας δείχνει πόσο είχε επιβληθεί στην
Αλεξάνδρεια εκείνος ο νεαρός σύρος θεός που πέθανε κι αναστήθηκε.
Είναι
πάνω στο χνάρι αυτών των Αδωνιών που συνέθεσε στη συνέχεια ο Μόσχος το
Επιτάφιον Βίωνος, του δηλητηριασμένου, αν τον πιστέψουμε, από φθονερούς
ανθρώπους των γραμμάτων, και που είχε την τύχη, μετά από δύο σχεδόν
χιλιετηρίδες, να εμπνεύσει στον Σέλλευ το θαυμάσιο Adonais σε
μνήμη του Κητς, του μεγάλου εκείνου ποιητή που είχε πεθάνει στα είκοσι έξι του
χρόνια και που τον είχαν κατατρέξει ως το τέλος οι εχθρικοί κριτικοί.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ
ΓΙΟΥΡΣΕΝΑΡ, ΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ ΚΑΙ Η ΛΥΡΑ (La Couronne et la Lyre), μετάφραση Ιωάννα Χατζηνικολή,
εκδόσεις Χατζγνικολή 1983, σ. 199.
(Είναι η πρώτη έκδοση του έργου που δεν περιλαμβάνει
και τις μεταφράσεις της Γιουρσενάρ που κατόπιν συμπεριελήφθησαν στην
ογκωδέστερη και μεγαλύτερη έκδοση. Η Γιουρσενάρ παρουσιάζει μαζί τους δύο
ποιητές λόγω θεματικής και ποιητικής αισθητικής συγγένειας. Περισσότερο για να
μας μιλήσει για την λατρεία του Σύρου Θεού Άδωνη και την επιρροή του στους
λαούς της μεσογειακής λεκάνης. Επίσης, κάνει μνεία και στο έργο του άγγλου
ποιητή Πέρσυ Β. Σέλλευ, που πρώτες
στροφές του έργο του ΑΔΩΝΗΣ, μεταφέρω στο τέλος. Ωραία έκφραση κρυστάλλινο
μαδριγάλιο.).
• ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ
ΛΕΞΙΚΟ ΣΟΥΪΔΑ,
Εισαγωγή: Βασίλης Κατσαρός καθηγητής Βυζαντινής
Φιλολογίας Α.Π.Θ., εκδόσεις Θύραθεν 2002
Στο γνωστό Λεξικό στην σελίδα 538 στο όνομα
Θεόκριτος, δίνονται οι πληροφορίες για τον ρήτορα Θεόκριτο από την Χίο μαθητή
του Μητροδώρου του Ισοκρατικού, και για τον έτερο Θεόκριτο, Πραξαγόρου και
Φιλίννης, οι δε Συμμίχου Συρακούσιος, οι δε φασί Κώον… το λήμμα κλείνει με τα
εξής: ιστέον δε οι τρείς γεγόνασι Βουκολικών επών ποιηταί, Θεόκριτος ουτοσί,
Μόσχος Σικελιώτης και Βίων ο Σμυρναίος, εκ τινός χωριδίου καλουμένου Φλώσσης.
• (Βίων)
Από ιστορικά τινά σημεία συμπεραίνει ο Άγγλος
Τυρουϊττος, ότι ο Βάβριος ήκμασεν ολίγον αρχήτερα του Ρωμαίου Μυθογράφου
Φαίδρου, ήγουν εις σχεδόν το μέσον της πρώτης από Χριστού εκατονταετηρίδος. Τα
σωζόμενα όμως εις τον Σουίδαν αποσπάσματα του Βαβρίουμε φαίνονται τόσο κομψά,
ώστε τολμώ να κρίνω τον Βάβριον εκατόν έτη αρχαιότρον του Φαίδρου, ήγουν σχεδόν
σύγχρονον του Βίωνος και του Μόσχου, δύο Βουκολικών ποιητών, εις τους οποίους
σώζεται ακόμα χάρις Ελληνική……
Αδαμάντιος
Κοραής, ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ,
τόμος Β΄, πρόλογος Εμμ. Ν. Φραγκίσκος, εκδόσεις Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής
Τραπέζης 2006. σ. 37-
( Το τετράτομο έργο του Αδαμάντιου Κοραή, που όσοι
ασχολούνται με την αρχαία ελληνική γραμματεία γνωρίζουν και έχουν μελετήσει,
παρουσιάζει πολλαπλό ενδιαφέρον, όχι μόνο για τις κρίσεις και τις θέσεις που
διατυπώνει ο μέγιστος αυτός δάσκαλος του γένους μας αλλά και για τα στοιχεία
που μας παραθέτει που ενδεχομένως να είχαν χαθεί αν δεν τα είχε διασώσει ο
Κοραής. Ο βουκόλος ποιητής, ο Βίων, όπως παρατηρούμε αναφέρεται μάλλον
ακροθιγώς, δεν υπάρχει άλλος σχολιασμός για τον ίδιο ή το έργο του. Εκείνο που
έχει κατά την γνώμη μου ενδιαφέρον, δεν είναι ίσως τόσο αυτό το «εις τους
οποίους σώζεται ακόμα χάρις Ελληνική» που και αυτό έχει την αξία του εφ όσον
προέρχεται από τον Αδαμάντιο Κοραή, αλλά, κάτι άλλο. Αν προσέξουμε την γλώσσα
των «Προλεγομένων» θα διακριβώσουμε αρκετές μάλλον ομοιότητες με αυτήν του
αλεξανδρινού ποιητή Κωνσταντίνου Π. Καβάφη. Θέλω να πω με αυτό, και ελπίζω να
μην είναι κραυγαλέα αποτυχία η γλωσσική αυτή συσχέτιση, ότι όταν πρωτοδιάβασα
εδώ και χρόνια τα «ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ» του Αδαμάντιου Κοραή, ηχητικά τουλάχιστον, μου
ήρθε αμέσως στον νου η γλώσσα και πολλές ποιητικές εκφράσεις της Καβαφικής
ποίησης. Είχα κρατήσει μάλιστα ορισμένες σημειώσεις για κοινές τους εκφράσεις
και τρόπους διατύπωσης των γλωσσικών τους ιδιωματισμών. Μέσα στο πλαίσιο αυτό
συμπεριλαμβάνω και τα Καβαφικά Πεζά. Αλλά αυτό, αν αληθεύει, χρειάζεται έρευνα
και παράλληλους συσχετισμούς.).
• ΒΙΩΝ Ο
ΣΜΥΡΝΑΙΟΣ (Περί τα 270 π.Χ.)
Σύγχρονος μιμητής του Θεόκριτου, έγραψε τον Αδώνιδος
Επιτάφιον, σώζονται δε και άλλα 17 ποιήματά του. Κατά τον Βίωνος επιτάφιον, που
του έγραψε ο Μόσχος, ο ποίος καλεί και τα Σικελικάς Μούσας να τον κλαύσουν, τον
εφαρμάκευσαν οι εχθροί του.
Σίμος
Μενάρδος, ΣΤΕΦΑΝΟΣ, Εκλογαί Αρχαίων Ποιημάτων κατά
μετάφρασιν Σίμου Μενάρδου. Δευτέρα έκδοσις, εκδόσεις Δίφρος 1971, σ.170-
(Η εξαιρετική αυτή ανθολογία των αρχαίων ελλήνων
ποιητών και αποσπασμάτων των έργων τους, είναι πραγματικά «μνημειώδης» ή αν
θέλετε κλασική. «Είναι το δυσεύρεστον συναμφότερον» όπως την χαρακτήρισε μεταξύ
άλλων ο πειραιώτης συγγραφέας Παύλος Νιρβάνας, στην εφημερίδα «Εστία» της
10/1/1924. Είναι «το φωτεινόν κρύσταλλον, εις το οποίον η Ελληνική Μούσα
κατοπτρίζει την θείαν της μορφήν». Αλλά και ο Κωστής Παλαμάς στο «Εμπρός» της
28/9/1916, αναφέρει μεταξύ άλλων: «Και ο φιλόλογος Σίμος Μενάρδος, από των
λειμώνων του Πινδάρου, του Βακχυλίδου και άλλων, μέχρι του Μουσαίου
μετεφύτευσεν εις τα χλοερά εδάφη γνησίας ποιητικής γλώσσης, εννοείται της
δημοτικής, αμάραντα άνθη εμπνευσμένος».) Οι παραπομπές από τις σελίδες του
ΣΤΕΦΑΝΟΥ. Από τον Βίωνα ο Στέφανος Μενάρδος μεταφράζει τα ποιήματα «ΕΡΩΣ
ΜΑΘΗΤΗΣ», «ΕΣΠΕΡΟΣ» και «ΖΩΗ».)
•
(Βίων)
…. Ο θρήνος για τον Άδωνη συνδεόταν με το μαρασμό
της φύσης σε κήπους και περιβόλια, και το είδος του τραγουδιού που έγραψε η
Σαπφώ γι’ αυτόν μπορεί να περιέχει ορισμένα πρωτογονικά στοιχεία. Σώζεται ένα
απόσπασμα. Είναι ένας διάλογος της Αφροδίτης με τις νύμφες, όπου η ιέρεια
μοιάζει να βρίσκεται στο ρόλο της Αφροδίτης, και οι συντρόφισσές της στο ρόλο
των νυμφών. Δεν υπάρχει ένδειξη ότι μετείχε η ίδια η Σαπφώ ή ότι είχε κάμει
κάτι παραπάνω από το να γράψει τους στίχους για την περίσταση. Το απόσπασμα
έχει την απλή αμεσότητα που θα περιμέναμε από ένα τέτοιο τραγούδι:
(Νύμφαι) κατθναίσκει,
Κυθέρη’, άβρος Άδωνις τι κε θείμεν;
(Αφροδίτη.)
καττύπτεσθε, κόραι, και κατερείκεσθε κίθωνας.
(Νύμφες: Κυθέρειά μου,
πεθαίνει ο τρυφερός Άδωνης. Τι να κάνουμε;-Αφροδίτη: Χτυπήστε τα στήθη
σας, κορίτσια, και ξεσχίστε τους
χιτώνες σας.)
Ο θρηνητικός χαρακτήρας των τραγουδιών αυτού του
είδους διακρίνεται στην αναφώνηση ώ τον Άδωνιν, και ένας μακρινός και
μισοσβησμένος απόηχος της Σαπφώς ίσως υπάρχει στο Θρήνο για τον Άδωνη του
Βίωνα, όπου, παρά τη χλιδή και την περισσολογία της γραφής, μπορούμε να
πιστοποιήσουμε ίχνη της παλαιάς απλότητας στην επαναλαμβανόμενη φράσει απώλετο
καλός Άδωνις……
C. M. Bowra, Greek Lyric Poetry. From Alcman to Simonides. Oxford
University Press 1961. ΑΡΧΑΙΑ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ. Α΄ τόμος ΑΛΚΜΑΝ, ΣΤΗΣΙΧΟΡΟΣ,
ΑΛΚΑΙΟΣ, ΣΠΑΦΩ. Μετάφραση Ι. Ν. Καζάζης, έκδοση Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής
Τραπέζης-Αθήνα 1980, σ.306-
(Στο ενδιαφέρον αυτό δίτομο έργο για την αρχαία
ελληνική λυρική ποίηση, ο άγγλος ελληνιστής και καθηγητής C. M. Bowra, εξετάζει το έργο των κυριότερων εκπροσώπων της
λυρικής ποίησης καθώς και τα πρωιμότερα σωζόμενα αττικά συμποτικά τραγούδια. Το
έργο είναι κλασικό στο είδος του τόσο για τα ερμηνευτικά του συμπεράσματα όσο
και για την μεθοδολογία του. Στο κεφάλαιο για την ποιήτρια Σαπφώ και για τα
τραγούδια που συνέθεσε για τον Άδωνη, κάνει λόγο και για την ενδεχόμενη επιρροή
του Επιτάφιου του Άδωνη από τον Βίωνα. Εξ ου και η αντιγραφή του αποσπάσματος.
Αν προσμετρήσουμε και το έργο του Θεόκριτου «Συρακούσιαι ή Αδωνιάζουσαι», καθώς
και άλλα σπαράγματα ποιημάτων με παρόμοια θεματολογία, θα έχουμε μια μάλλον πιο
ολοκληρωμένη εικόνα των τραγουδιών και των ποιημάτων που έχουν σαν θέμα τους
τον Άδωνη και το τραγικό του τέλος αλλά και την μεταγενέστερη Θεοποίησή του)
• ALBIN LESKY, Geschichte Der Griechischen
Literatur, Munchen, ά έκδοση 1964. ΙΣΤΟΡΙΑ
ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, μετάφραση Αγαπητού Γ.
Τσοπανάκη καθηγητή πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 5η έκδοση
αναθεωρημένη, εκδοτικός οίκος Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1981, σελίδα 1003.
Στην εξαιρετική και ίσως αξεπέραστη ακόμα και σήμερα
αυτή Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, των 1256 πλούσιων σελίδων (που
η συγκεκριμένη έκδοση όταν κυκλοφόρησε κόστιζε 2100 δραχμές) του κορυφαίου
ελληνιστή Άλμπιν Λέσκυ του δάσκαλου και ερευνητή της κλασικής φιλολογίας, στο VI κεφάλαιο
Η ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ, στις σελίδες αφιερωμένες στον Θεόκριτο στις καταληκτικές
του θέσεις πριν την σχετική ξενόγλωσση βιβλιογραφία αναφέρει:
«Ένα
ποιητικό έργο πού δεν θα ήταν σωστό να το αγνοήσουμε μέσα στην εικόνα της
ελληνιστικής εποχής, το χρωστούμε στο Βίωνα τον Σμυρναίο. Για τον θάνατό του
έχουμε το ποίημα ενός μαθητή και φίλου του (Επιτάφιος Βίωνος), πού τον υμνεί
στο ύφος της βουκολικής ποίησης και υπαινίσσεται ότι τον Βίωνα τον
δηλητηρίασαν. Ήταν πιο νέος από τον Μόσχο και θα μπορούσε να τοποθετηθή μιάν ή
δυό γενεές αργότερα από αυτόν.
«Ο
Αδώνιδος Επιτάφιος είναι μια περίπλοκη δημιουργία του Βίωνα με δυνατή χάρη.
Αυτό το εξάμετρο ποίημα, που γράφτηκε για απαγγελία, με την ζωηρή κίνηση
συντακτικά απλών φράσεων, με τα ηχητικά τους αποτελέσματα και με τον θρηνητικό
στίχο πού επαναλαμβάνεται σαν επωδός (τσάκισμα), πετυχαίνει την επίδραση ενός
παθητικού τραγουδιού. Το επωδικό τσάκισμα το χρησιμοποίησε πλούσια κι ο
Θεόκριτος, ιδιαίτερα στο 2. ειδύλλιο με τον ίδιο σκοπό. Ο Άδωνης αυτός είναι
αξιοπρόσεκτος, προπάντων γιατί στο θρήνο για τον ωραίο αγαπημένο της Αφροδίτης,
πού με τον θάνατό του πεθαίνει και η φύση, βλέπουμε να εισχωρή στην ελληνιστική
ποίηση ανατολίτικη θεματολογία, που γίνεται δεκτή μόνο στην όψιμη ελληνιστική
εποχή. Το υλικό είναι κιόλας συνυφασμένο με το υψηλό πάθος, που έρχεται σε
ισχυρήν αντίθεση με την αυτοκυριαρχία του Καλλίμαχου και γίνεται σύμβολο αυτής
της ελληνιστικής περιόδου. Στη ρωμαϊκή ποίηση συνεχίζεται άφθονα. Ένα
χαριτωμένο στοιχείο σ’ αυτήν την εικόνα είναι το πένθος των Ερώτων, που
ασχολούνται δραστήρια με τον νεκρό του Άδωνη. Έρωτες σε πληθυντικόν αριθμό
εμφανίζονται στην ελληνιστική τέχνη χωρίς εννοιολογική διαφορά κοντά στον ένα,
τον μικρό Έρωτα. Αυτός σε μερικά από τα μικρότερα ποιήματα του Βίωνα, που τα
διαβάζουμε επίσης στον Στοβαίο, παίζει έναν ρόλο που εύστοχα τον παρομοίασαν με
τα παιχνίδια των πομπηιανών τοιχογραφιών. Και βουκολικά υπάρχουν ανάμεσα στα
λείψανα, τίποτε όμως δεν συγκρίνεται με τον Άδωνη. Δεν προέρχεται από τον Βίωνα
το απόσπασμα που κυκλοφορεί με τον ακατάλληλο τίτλο Επιθαλάμιος Αχιλλέως και
Δηιδαμείας, και είναι ένα κομμάτι επικού υλικού σε βουκολικά πλαίσια. Βοσκοί
διηγούνται ο ένας στον άλλον την ερωτική περιπέτεια του Αχιλλέα στην Σκύρο.»
•
ΒΙΩΝΑΣ Ο ΣΜΥΡΝΑΙΟΣ
Ο
Θεόκριτος βρήκε μιμητές στο ποιητικό είδος που ο ίδιος ανάδειξε με τόσο
θαυμαστό τρόπο και που το παρουσίασε στην Αλεξανδρινή κοινωνία σαν πρωτότυπο
και μοναδικό στο είδος του ΄
«Μούσαν οθνείαν ούτιν’ εφελκυσάμαν»
όπως ο ίδιος λέει.
Λίγο μετά το Θεόκριτο παρουσιάστηκε μιμητής και
θαυμαστής του στη βουκολική ποίηση ο Βίωνας ο Σμυρναίος.
Αλλά όπως
και για το Θεόκριτο, τίποτε σχεδόν δεν είναι γνωστό για τη ζωή και το έργο του.
Τα ελάχιστα που ξέρουμε γι’ αυτόν, είναι έμμεσες πληροφορίες από ένα ποίημα
ενός άλλου βουκολικού ποιητή, μαθητή του και θαυμαστή του, του Μόσχου.
Έτσι,
ό,τι ξέρουμε για τον Βίωνα, είναι πως γεννήθηκε στη Σμύρνη σ’ ένα αγρόκτημα,
κατά τον 3 π.Χ. αιώνα κι ότι έζησε για κάποιο χρονικό διάστημα στη Σικελία όπου
και πέθανε δηλητηριασμένος από τους εχθρούς του, πιθανώτατα περί του τέλους του
3ου και αρχές του 2ου π.Χ. αιώνα.
Η
επίδραση του Θεόκριτου στο Βίωνα και η μίμησή του απ’ αυτόν γίνεται φανερή σ’
ένα ποίημά του, που επιγράφεται «Αδώνιδος Επιτάφιος», κι όπου περιγράφει τα
σχετικά με το θάνατο του Άδωνι. Ο Βίωνας παίρνει αφορμή να γράψη το ποίημά του
αυτό από τις «Αδωνιάζουσες» του Θεόκριτου, όπου παρουσιάζονται δύο γυναίκες της
Αλεξάνδρειας να παρακολουθούν τα Αδώνια, γιορτή προς τιμήν του Άδωνι, κι όπου μια
αοιδός ψάλλει λυρικό εγκωμιαστικό τραγούδι, που εξυμνεί την ανάσταση του Άδωνι.
Αντίθετα ο Βίωνας, στο δικό του τραγούδι παίρνει ένα εντελώς αντίθετο σημείο
των Αδωνίων και εξυμνεί ελεγειακά το θάνατο του Άδωνι.
Σε
σύγκριση με το Θεόκριτο, ο Βίωνας σαν ποιητής παρουσιάζει ύφος πομπώδες, με
φράσεις εξεζητημένες και με χαλαρά τα νοήματα, ιδίως εκεί που θέλει να δείξη
ανεξαρτησία από τα πρότυπα πού μιμείται. Δεν μπόρεσε δηλ. να ξεπεράση τη
νοοτροπία και την τεχνική της εποχής του και να φτάση έτσι στο πραγματικό ύψος
της βουκολικής ποίησης, που θέλει ύφος, έκφραση και γλώσσα εντελώς απλοϊκά και
πρωτόγονα, για να είναι σε τέλεια συμφωνία με το περιεχόμενο, όπως απαιτεί το
ποιητικό είδος. Στον Επιτάφιο όμως του Άδωνι δείχνει πραγματικό σφρίγος γιομάτο
δροσιά. Από τα υπόλοιπα έργα του μόνον αποσπάσματα σώθηκαν, που μεγαλύτερο
είναι ένα κομμάτι από τον Επιθαλάμιο της Δηϊδάμειας. Τα περισσότερα από τα
αποσπάσματα αυτά έχουν ερωτικό χαρακτήρα και περιεχόμενο.
Ελένη
Κομιανού-Αλαμάνου, Η ΒΟΥΚΟΛΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΒΟΥΚΟΛΙΚΟΙ
ΠΟΙΗΤΕΣ, Αθήνα 1999, σ. 29-.
Η μελέτη αυτή της Ελένης Κομιανού-Αλαμάνου, σελίδες
558 τιμή 6240 παλαιές δραχμές, είναι αρκετά ενδιαφέρουσα και χρήσιμη για όσους
ασχολούνται με την αρχαία βουκολική ποίηση αλλά και για τους αναγνώστες του
αρχαίου ποιητικού λόγου. Με απλό αλλά τεκμηριωμένο τρόπο μας παρουσιάζει το
έργο των τριών σημαντικότερων βουκόλων ποιητών, του Θεόκριτου του Μόσχου και
του Βίων και, παπυρικά αποσπάσματα (το ποίημα «ο Πάν»), από τον Papyrus Windobonensis 29801. Επίσης,
ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα «ΤΕΧΝΟΠΑΙΓΝΙΑ» που μεταφράζει των Συμίου,
(Θεόκριτου), Δωσιάδα, Βησαντίνου. Κατατοπιστικός είναι και ο «Αλφαβητικός
ερμηνευτικός πίνακας ονομάτων» καθώς και η εισαγωγή που συνοδεύει την δίγλωσση
έκδοση-το πρωτότυπο των ποιημάτων και η μετάφρασή τους και τα άλλα πληροφοριακά
στοιχεία που βοηθούν τον αναγνώστη να έχει μια αρκετά ικανοποιητική εικόνα τόσο
για τους βουκόλους ποιητές όσο και για τα έργα τους. Ο Βίωνας αναφέρεται και σε
άλλες σελίδες της.
Στις σελίδες 343 έως 365 δημοσιεύονται τα εξής:
ΕΙΔΥΛΛΙΟΝ Ι ΑΔΩΝΙΔΟΣ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ. Ανάλυση σ.343-344. Αδώνιδος Επιτάφιος (κείμενο
και μετάφραση) σ. 346-351. ΕΙΔΥΛΛΙΟΝ ΙΙ ΑΧΙΛΛΕΩΣ ΚΑΙ ΔΗΪΔΑΜΕΙΑΣ. Ανάλυση σ.353.
(κείμενο και μετάφραση) από τα σωζόμενα αποσπάσματα του επιθαλάμιου, σ.354-355.
Και ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΕΚ ΤΩΝ ΒΟΥΚΟΛΙΚΩΝ. Ανάλυση σ.357, (κείμενο και μετάφραση)
σ.358-365
Σημείωση:
Η μετάφραση αυτή του Επιταφίου Αδώνιδος, είναι από
όσο αναγνωστικά γνωρίζω η δεύτερη εκδοτικά (;) μετά το βιβλίο του Α. Κανάκη,
Βίωνος Σμυρναίου και Μόσχου Συρακουσίου Ειδύλλια (Κείμενον μετάφραση πεζή και
έμμετρος, σχόλια), εν Σύρω 1969. Ένα βιβλίο που δεν έχω δει, και που
μνημονεύεται στην ολοκληρωμένη μελέτη και μετάφραση των ποιημάτων, του
Βασίλειου Κ. Μπακούρου, «ΟΙ ΩΡΑΙΟΙ ΝΕΚΡΟΙ». ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΑΔΩΝΙΔΟΣ- ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΘΡΗΝΟΣ,
έκδοση Έσοπτρον Απρίλιος 2001, σελίδες 166, δρχ. 3276. Μια εξαντλητική εργασία
χρήσιμη και κατατοπιστική του θέματος. Στις μεταφράσεις, δεν μνημονεύω τις
σκόρπιες που έχουν γίνεις τις εκδόσεις του Βίωνα μαζί με άλλους βουκόλους, ή
αυτές που έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά. Πληροφοριακά σημειώνω ότι, ο πρώτος
που εξέδωσε το έργο του αρχαίου ποιητή, είναι ο H. L. Ahrens, Bionis Smyrnaei epitaphius Adonidos, Leipzig 1854.
(ΘΕΟΚΡΙΤΕΙΟΝ)
ΕΙΣ
ΝΕΚΡΟΝ ΑΔΩΝΙΝ
Άδωνιν
η Κυθήρη
ως
είδε νεκρόν ήδη
στυγνάν
έχοντα χαίταν
ωχράν
τε τάν παρειάν,
άγειν
τον ύν προς αυτάν
έταξε
τώς Έρωτας…
Νεκρόν
μόλις αντίκρυσε
Τον
Άδωνι η Κυθέρεια
Με
χλωμιασμένα μάγουλα
Μ’
ανάκατα μαλλιά,
Πρόσταξ’
ευθύς τους Έρωτες
Τον
κάπρο να της φέρουν
Κι’
αυτοί πετώντας διάσχισαν
Το
δάσος όλο κι’ ηύραν
Τον
κάπρο σκυθρωπό.
Τον
δέσαν και τον σπέδισαν
Κι’
ένας θηλιά του βάνει,
δεμένο
τόνε σέρνει
Κι’
άλλος με τόξα πίσωθε
Σπρώχνοντας
τον χτυπά.
Τ’
αγρίμι πάει τρέμοντας,
Τι
σκιάζεται την Κύπρη
Κι’
Αφροδίτη τούλεγε:
«Αγρίμι
μισητό,
Σύ
σκότωσες τον άντρα μου
Δαγκάνοντας
στο πόδι;»
Κι’
έτσι είπε το θεριό:
Κυθέρεια,
σού τ’ ορκίζομαι
Στον
άντρα σου, σε σένα,
Στους
κυνηγούς μου ετούτους,
Σ’
αυτά μου τα δεσμά.
Δεν
τώθελα τον άντρα σου
Τον
όμορφο να βλάψω,
Τον
είδα όμως σαν άγαλμα
.
Στη
φλόγα μη βαστώντας
Να
τον φιλήσω θέλησα
Στο
πόδι το γυμνό.
Μά,
δίκαια, Κύπρη, κρίνε με
Πάρε
μου αυτά τα δόντια
Τιμώρησ’
τα και κάψ’ τα.
Γιατί
νάχω τα δόντια
Γιομάτα
μ’ ερωτιά;
Κι’
αν ίσως δεν σου φτάνει
Να!
και τα χείλια ετούτα,
Πού
τόλμησαν φιλιά.
Κι’
η Κύπρη τον λυπήθηκε
Τους
Έρωτες προστάζει
Και
λύνουν τα δεσμά του.
Την
ακολουθεί από τότε,
Δεν
ξαναπάει στο δάσος.
Τα
δόντια τα ερωτύλα
Τα
καίει μεσ’ στη φωτιά.
Μετάφραση
Ελένη Κομιανού-Αλαμάνου, σ. 369, 371.
Σημείωση:
Μεταφράζοντας και σχολιάζοντας ο Αλέκος Φωτιάδης τα
«Ειδύλλια» του Θεόκριτου στις εκδόσεις Ι. Ζαχαρόπουλος Νο 56/χ.χ., της
Βιβλιοθήκης των Αρχαίων Συγγραφέων, αναφέρει στην εισαγωγή του σχετικά με την
Βουκολική ποίηση:
«Άλλο
είδος που θα προσέχτηκε φαίνεται προ του Θεόκριτου είναι το βουκολικό τραγούδι,
δηλαδή τραγούδια της ποιμενικής ζωής. Δεν έχουμε στοιχεία για να πούμε με
βεβαιότητα πως πρίν από το Θεόκριτο καλλιεργούνταν το είδος, μα η καταπληκτική
επιτυχία του Θεόκριτου και η συχνή μεταχείριση του είδους απ’ αυτόν μας κάνει
να υποθέσουμε πως το είδος δεν ήταν πριν άγνωστο γιατί κανείς ποιητής δεν
δημιουργεί αφ’ εαυτού του είδη, αλλά μόνον καλλιτεχνικούς τρόπους διαπλάσεως
των ειδών, που είναι πάντα αυτοφυή, που έχουν δηλαδή πάντα λαϊκή καταγωγή, και
δεν καταπιάνεται μ’ αυτά ο ποιητής, προτού το κοινό του τα προσέξει»,
εισαγωγή σ.7
• Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
ΒΙΩΝΑΣ Ο ΣΜΥΡΝΑΙΟΣ.
Ο βίος και τα έργα του
Ο ερωτικός και βουκολικός ποιητής Βίωνας ο Σμυρναίος
γεννήθηκε κατά την επικρατέστερη άποψη σ’ ένα μικρό χωριό κοντά στη Σμύρνη
(όθεν και Σμυρναίος) καλούμενον Φλώσση, στα μέσα ή στο τέλος του β΄ π. Χ. αι.
ενώ άλλοι αμφισβητούν τον τόπο γέννησής του και υποστηρίζουν ότι γεννήθηκε στην
Σικελία. Ειδήσεις για τον βίον αυτού, έχουμε μόνο από το θρήνο για τον Βίωνα
του ομοτέχνου του ποιητή Μόσχου του Συρακούσιου, από τον οποίον μαθαίνουμε ότι
τα περισσότερα χρόνια του τα έζησε στη Σικελία, που ήτα εστία της Βουκολικής
ποίησης και ότι απέθανε, εκεί από δηλητήριο, που του παρασκεύασε οχτρός του,
τον οποίον ο ποιητής του θρήνου αποφεύγει να κατονομάσει. Από τα έργα του
περισώθηκαν: α) ένα ακέραιο ποίημα με τίτλον «Αδώνιδος Επιτάφιος» από 98
στίχους, που απαρτίζεται από σειράν σκηνών αρχίζοντας από τη στιγμή που η
Αφροδίτη μαθαίνει το θάνατο του Άδωνη και τερματίζεται με την περιγραφή των
επιθανάτιων στιγμών που αποδίδονται σ’ αυτόν από την Αφροδίτη, τους Έρωτες, τις
Χάριτες και τις λοιπές θεότητες. Ο ποιητής εισάγει εδώ τους Έρωτες να
φροντίζουν το νεκρό χαρακτηριστική είναι η συχνή επωδός:
Αιαί τάν Κυθέρειαν απώλετο καλός Άδωνις
Και ο όλος θρήνος είναι πλήρης συναισθηματικότητας
και πάθους και φτάνει παρά το μειονέκτημα-την επανάληψη των αυτών φράσεων και
λέξεων-στο ύψος της αληθινής ποιητικής σύνθεσης. Β) Περισώθηκαν επίσης 31
στίχοι από ποίημά του με τίτλο «Επιθαλάμιος Αχιλλέως και Δηιδάμειας», που
αναφέρονταν στον έρωτα του Ομηρικού ήρωα Αχιλλέα με την θυγατέρα του βασιλιά
της Σκύρου Λυκομήδη Δηιδάμεια, που παρέμενε κοντά της με γυναικεία αμφίεση για
ν’ αποφύγει τη συμμετοχή του στην εκστρατεία κατά της Τροίας. Γ) Διασώθηκαν
ακόμη από το Στοβαίο 17 ελλιπή μικρότερα αποσπασματικά ποιήματα μ’ ερωτικό
περιεχόμενο και δεν έχουν βουκολικό τοιούτον. Τ’ αποσπάσματα δεν δημοσιεύονται
στην έκδοση που έχει υπόψη του ο μεταφραστής.
Με το
Βίωνα σβήνει κάθε σημαντική ελληνική βουκολική ποίηση στους Αλεξανδρινούς
χρόνους.
Παϊκου
Δ. Νικολαϊδη-Ασιλάνη: προλεγόμενα, έμμετρη μετάφραση, ΕΛΛΗΝΕΣ ΒΟΥΚΟΛΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ. ΨΕΥΔΟ-
ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ, ΜΟΣΧΟΣ, ΒΙΩΝΑΣ, ΔΙΑΦΟΡΟΙ. Αρχαίο Κέιμενο. Εκδόσεις «ΦΥΛΛΑ» χ.χ.
Ο ποιητής Βίωνας ο Σμυρναίος, σ.121
Αδώνιδος Επιτάφιος, σ. 122-
Επιθαλάμιος Αχιλλέως και Δηιδάμειας, σ.128-
Εκ των Βουκολικών, σ. 132-
(Ενδιαφέρουσα περίπτωση αυτή του Πάϊκου Δ.
Νικολαϊδη, που έχει μεταφράσει και εκδώσει και άλλα βιβλία του που αφορούν έργα
αρχαίων ελλήνων συγγραφέων. Από τραγωδίες των αρχαίων τραγικών μέχρι ποιήματα
της Παλατινής Ανθολογίας και Καλλιμάχου Ύμνοι. Μια προσπάθεια αξιέπαινη πέρα
από το αποτέλεσμα του εκδοτικού πράγματος. Ο εκδοτικός οίκος στεγάζονταν στην
οδό Γ. Γενναδίου 8 και Ακαδημίας. Συνήθως τα περισσότερα βιβλία που φαίνεται να
τα εξέδιδε ιδίοις αναλώμασι ο μεταφραστής, δεν φέρουν χρονολογία έκδοσης. Οι
τίτλοι αριθμούν πάνω από 15 έργα).
Το έργο του βουκόλου ποιητή Μόσχου του Σικελιώτη,
έχει τίτλο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΒΙΩΝΟΣ και αποτελείται από 126 στίχους. Ας δούμε τους
πρώτους στίχους του, σε μετάφραση Πάϊκου Δ. Νικολαϊδη-Ασλάνη:
Αίλινα
μοι στοναχείτε νάπαι και Δώριον ύδωρ,
και,
ποταμοί, κλαίοιτε τον ιμερόεντα Βίωνα.
Φαράγγια
κύμα Δώριον και ποταμοί θρηνείστε
πένθιμο,
τον αγαπητό Βίωνα μυρολογείστε.
Φυτά
τώρα χύστε δάκρυα, γοερά θρηνείστε, τώρα
άνθη
σκορπίστε άρωμα, τώρα ακρογιάλια σιγείστε
ρόδο
τώρα το χρώμα σας το κόκκινο ας εκφράσει
πένθος
τώρα κ’ η ανεμώνη τώρα λάλα Υάκινθε
αυτό
που γραμμένο φέρνεις και στα πέταλά σου δέξου
«αιαί»
περσότερα ο καλός ο μουσικός απόθανε.
Πρώτες θρηνοτραγουδείστε Σικέλιες Μούσες,
πρώτες
Αηδόνια,
που σε φυλλωσιές σύμπυκνες πικροθρηνείτε
στα
Σικελικά ρουμάνια, στην Αρέθουσα ειπέτε,
πώς
απόθανε ο βουκόλος Βίωνας κι ότι μαζί του
εξεψύχησε,
έσβησε το βουκολικό τραγούδι…..
είπατε πάσαις Βιστονίαις Νύμφαισιν
«Απώλετο Δώριος Ορφεύς».
• ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ ΜΟΣΧΟΣ και ΒΙΩΝ
ΒΟΥΚΟΛΙΚΗ
ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ
Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια, ανάλυση,
θέματα-ερωτήματα για επεξεργασία Θεόδωρος Γ. Μαυρόπουλος, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ 2007
Οι
εξαιρετικές και πάντα επιστημονικά προσεγμένες εκδόσεις «ΖΗΤΡΟΣ» που
στεγάζονται Πλάτωνος 2 στην Θεσσαλονίκη και υποκατάστημα Ασκληπιού 6 στην
Αθήνα, κυκλοφόρησαν μια σημαντική έκδοση των έργων των τριών βουκόλων ποιητών.
Στην χρήσιμη και άρτια εισαγωγή που συνέταξε ο κύριος Θεόδωρος Γ. Μαυρόπουλος,
ένας από τους τρείς επιμελητές της σειράς (οι άλλοι δύο είναι ο Δημήτρης
Λυπουρλής και ο Κωνσταντίνος Ζήτρος) μας αναλύει εμπεριστατωμένα την
Ελληνιστική περίοδο και τις φάσεις της. Σελίδες 11 έως 68. Έχουμε σύμφωνα με
τον μεταφραστή και επιμελητή των Ειδυλλίων.
1. Ελληνιστική περίοδος-προσδιορισμός του όρου. 2.
Ιδιαιτερότητες της περιόδου. 3. Η τύχη των πόλεων-κρατών του ελλαδικού χώρου.
4. Πολιτικοοικονομικές αναταραχές και ανακατατάξεις. 5. Κοσμοθεωρητική σύγχυση.
6. Πρώτη σύγκρουση Ελλήνων και Εβραίων. 7. Η ελληνιστική Αλεξάνδρεια και η βιβλιοθήκη
της.8. Οι καλές τέχνες κατά την ελληνιστική περίοδο. 9. Η ανάπτυξη της
επιστήμης κατά την ελληνιστική περίοδο. 10. Η ιστοριογραφία κατά την
ελληνιστική περίοδο. 11. Η φιλοσοφία κατά την ελληνιστική περίοδο. 12. Η ποίηση
κατά την ελληνιστική περίοδο. 13. Η βουκολική ποίηση της ελληνιστικής περιόδου.
14. Θεόκριτος, ο τελευταίος σημαντικός ποιητής της ελληνικής αρχαιότητας.
Όπως
εύκολα μπορεί να διαπιστώσει ο αναγνώστης της αρχαίας βουκολικής ποίησης και
των εκπροσώπων της, οι τίτλοι και μόνο των ενοτήτων που διαχειρίζεται ο
επιμελητής και μεταφραστής της Ελληνιστικής περιόδου είναι κάτι παραπάνω από
επαρκείς, είναι απαραίτητοι και αναγκαίοι. Είναι ιστορικοί και πνευματικοί
οδοδείχτες για να κατανοήσουμε το έργο των τριών βουκόλων ποιητών, τον περίγυρο
που κινήθηκαν και έδρασαν δημιουργικά, και την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία
καλλιέργησαν το ιδιαίτερο αυτό είδος της ποίησης που είναι η βουκολική. Η
ελληνιστική περίοδο όπως γνωρίζουμε δεν ήταν ούτε εύκολη ούτε και πολιτικά ή
στρατιωτικά ατάραχη. Δεν ήταν ευοίωνη όπως σημειώνει ο κύριος Μαυρόπουλος.
Σημειώνει χαρακτηριστικά: «Η πολιτική κατάσταση που διαμορφώθηκε μετά τον
θάνατο του μεγάλου στρατηλάτη δεν ήταν ομαλή. Η διαδοχή ήταν πολύ μεγάλο
πρόβλημα, και επειδή η σταθεροποίηση της κατάστασης και στην Ελλάδα και στην
Ασία μετά το κενό εξουσίας δεν ήταν εύκολη υπόθεση και επειδή μια τεράστια
επικράτεια με τον πολυεθνικό χαρακτήρα της δεν ήταν εύκολο να διακυβερνηθεί από
ηγέτη που θα έμενε στη μακεδονική πρωτεύουσα ή από άλλο κέντρο με δυνατότητες
ακτινωτής εποπτείας και επειδή εμφανίστηκαν, απροσδόκητα ίσως και πάντως
επικίνδυνα, ηγετικές φιλοδοξίες που δεν θα ικανοποιούνταν με συμβιβασμό ή με
δημοκρατικές διαδικασίες και θα οδηγούσαν αναπόφευκτα σε πολλαπλές
συγκρούσεις.», σ.14. Μέσα σε αυτό το ιστορικό περιβάλλον σε αυτήν την ταραγμένη
πολιτικά, κοινωνικά και θρησκευτικά ατμόσφαιρα δημιούργησαν οι τρείς βουκόλοι
ποιητές που το έργο τους, διασώθηκε μέσα στους αιώνες και κληροδοτήθηκε σε
εμάς. Μια εποχή κοσμοπολίτικης Αλεξανδρινής κυριαρχίας και μακεδονικής
επικυριαρχίας, μεσογειακών μεσοανατολίτικων μυστηριακών θρησκευτικών δοξασιών
και μύθων, πασχάλιας μεταφυσικής και αναγεννητικής μύησης, βλαστικών θεοτήτων,
σταυρωμένων μοναχογιών, που όπως πολιτισμικά και ιστορικά γνωρίζουμε διατηρούν
την ισχύ τους μέχρι τις μέρες μας μέσα στις συνειδήσεις και τις ψυχές
εκατομμυρίων ανθρώπων. Την ελληνιστική περίοδο μας την έχει εικονογραφήσει και
σχολιάσει με το χαρακτηριστικό του ύφος και την ιδιαίτερη γλώσσα του ο
αλεξανδρινός ποιητής Κωνσταντίνος Π. Καβάφης στο έργο του. Ο λάτρης του
Καλλιμάχου και των Πτολεμαϊκών δυναστειών.
Εξαιρετική δουλειά και καλή μεταφραστική γλώσσα. Ο Βίωνας και το έργο
του, καταλαμβάνουν τις σελίδες 587-612 και 626-647.
Συμπληρωματικά να υπενθυμίσουμε και το βιβλίο του
ακαδημαϊκού, πολιτικού και καθηγητή στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης κλασικού
φιλολόγου Κωνσταντίνου Α. Τρυπάνη για την «Αλεξανδρινή ποίηση», που εκδόθηκε
στην Αλεξάνδρεια. Για τον Θεόκριτο επίσης και την βουκολική ποίηση και την
ελληνιστική περίοδο κυκλοφόρησε το 2005 από το Ινστιτούτο του Βιβλίου-Α.
Καρδαμίτσα, το βιβλίο του Σ. Γ. Χατζηκώστα, «ΘΕΟΚΡΙΤΟΥ ΕΔΥΛΛΙΑ» I-VII.
• Βίωνας ο
Σμυρνιός
Το 1974 στην Αθήνα, ιδίοις αναλώμασι, κυκλοφόρησε
ένα χρήσιμο και σημαντικό έργο, η τρίτομη εργασία και ανθολογία του συγγραφέα
κυρίου Κώστα Μιχ. Σταμάτη, «Η ΒΟΥΚΟΛΙΚΗ
ΠΟΙΗΣΗ». Τρείς πλούσιοι σε υλικό και σελίδες τόμοι που ανθολογούν και
εξετάζουν τους Βουκόλους ποιητές και το έργο τους από την Αρχαιότητα μέχρι των
ημερών μας. Η ανθολογία αυτή είναι χρήσιμη και μέχρι σήμερα μάλλον αξεπέραστη,
μια και δεν έχει επαναληφθεί το ερευνητικό και ανθολογικό αυτό εγχείρημα. Ο συγγραφέας αναλύει, σχολιάζει, μας
παρουσιάζει μια πλειάδα βουκολικών ποιητικών αποσπασμάτων και έργων από όλους
ανεξαιρέτως τους ποιητές που έχουν μεταφραστεί από διάφορους έλληνες ποιητές
και ερευνητές. Πλούσια εργασία μια και συγκεντρώνει ένα πλήθος ποιητών, έργων
και μεταφραστών. Με την σύναξη αυτή «Η ΒΟΥΚΟΛΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ» γίνεται γνωστή σε όλο της το εύρος-στην εποχή της έκδοσης των
τόμων-και το πλάτος των θεμάτων, των ενδιαφερόντων της και των διαφόρων
ποικιλιών της. Μια εργασία-ανθολόγιο, που ίσως να μην υπάρχει στον ελληνικό
χώρο παρόμοιά της. Στον Βίωνα τον Σμυρνιό ο κύριος Κώστας Μιχ. Σταμάτης,
αφιερώνει τις σελίδες του πρώτου τόμου 241 έως 249. Στο κεφάλαιο «Οι μιμητές
του Θεόκριτου». Παρουσιάζονται τα έργα Επιτάφιος Αδώνιδος σε μετάφραση του
Θρασύβουλου Σταύρου, το Έρως μαθητής, Έσπερος, Ζωή σε μετάφραση Σίμου Μενάρδου,
έχουμε ειδύλλιο σε μετάφραση Νίκου Σφυρόερα. Κλείνοντας το κεφάλαιο ο Κώστας Μ.
Σταμάτης αναφέρει: Με το θάνατο του Βίωνα εκλείπει πλέον η σοβαρή εκπροσώπηση
της Βουκολικής Ποίησης, καθώς κι η ποιοτική καλλιέργεια του μίμου: Όλα αυτά κι
ιδιαίτερα ο μίμος επικράτησε στα ποιητικά λαϊκά στρώματα, κυρίως στο
Ελληνορωμαϊκό θέατρο.», σ.249.
Δεν θα
μπορούσα να κλείσω αυτήν την πολυσέλιδη αναφορά στον αρχαίο ποιητή Βίωνα και
στον ΕΠΙΤΑΦΙΟ ΑΔΩΝΙΔΟΣ, χωρίς να μνημονεύσω ξανά την εργασία του κυρίου Βασίλειου Κ. Μπακούρου, «ΟΙ ΩΡΑΙΟΙ ΝΕΚΡΟΙ»
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΑΔΩΝΙΔΟΣ-ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΘΡΗΝΟΣ, εκδόσεις Έσοπτρον 2001. Είναι μία συγκριτική
μελέτη 165 σελίδων που σχολιάζει, αναλύει και συγκρίνει τον Επιτάφιο του Άδωνη
με τα Εγκώμια της Θεοτόκου την Μεγάλη Παρασκευή. Δύο σημαδιακά κείμενα, της
αρχαίας εθνικής γραμματείας και της μεταγενέστερης χριστιανικής που μας
δείχνουν την συνέχεια του ελληνισμού μέσα από ποιητικούς και θρησκευτικούς
δρόμους. Είναι αυτό που λέει και ο νομπελίστας μας ποιητής Γιώργος Σεφέρης ότι
καθώς παρακολουθώ τον Επιτάφιο της Μεγάλης Παρασκευής δεν γνωρίζω αν κηδεύουμε
τον Χριστό ή τον Άδωνη. Ποιητικές συνθέσεις σαν και αυτές που έγραψαν οι
βουκόλοι ποιητές, αλλά και άλλοι μεταγενέστεροι, που αφορούν το φαινόμενο της
πίστης, του έρωτα, του βλέμματος με το οποίο ο αρχαίος έλληνας αντίκριζε το
φυσικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούσε και δημιουργούσε, μας φανερώνουν τις εσωτερικές
ρίζες πολιτισμού και ιστορικής συνέχειας, κοινωνικής ομαδικής έκφρασης ενός
λαού, των ελλήνων που, κατόρθωσαν όχι χωρίς δυσκολίες, όχι χωρίς πισωγυρίσματα,
όχι χωρίς αμάχες μεταξύ των παλαιών και νέων εξουσιών, να συνθέσουν αυτό το
παράξενο θαύμα της ελληνικής συνέχειας βίου. Κατόρθωσαν να εγκαταστήσουν μέσα
στους καινούργιους ναούς της πίστης τους που οικοδόμησαν παλαιούς θεούς τους.
Μια συνεχής προσπάθεια αφομοίωσης των στοιχείων εκείνων του ελληνικού βίου που
αλήθευαν στην σύγχρονή τους λαϊκή και κοινωνική πραγματικότητα. Το μεταφυσικό χάσμα
μεταξύ των Εθνικών και Χριστιανών Ελλήνων γεφυρώθηκε από την Τέχνη μέσω της βαθειάς
και ανερμήνευτης πίστης των ανθρώπων. Το ελληνικό θαύμα έγκειται στην συνένωση και
όχι στην διάλυση αυτής της σχέσης. Νέοι ναοί οικοδομημένοι με παλαιά υλικά που άντεξαν
στον χρόνο της ιστορικής πορείας των ελλήνων.
ΒΙΩΝΟΣ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΑΔΩΝΙΔΟΣ
Τον
Άδωνη θρηνολογώ, τον όμορφο που εχάθη,
«πάει,
χάθηκεν ο Άδωνης» οι Έρωτες θρηνούνε.
Στα
πορφυρά σου Κύπριδα να μην ξαναπλαγιάσεις,
βάλε
τα μαύρα σου, πικρή, και να στηθοκοπιέσαι,
σύρε
φωνή, ο Άδωνης χάθηκεν, ο καλός σου.
Τον Άδωνη θρηνολογώ κι οι Έρωτες θρηνούνε.
Στα
όρη κείτ’ ο καλός, στο πόδι λαβωμένος,
πληγή
στον άσπρο του μηρό από το άσπρο δόντι΄
κι
ως ξεψυχάει, την Κύπριδα φαρμάκι την ποτίζει΄
στάζει
το αίμα ολόμαυρο στη σάρκα τη χιονάτη,
τα
μάτια σβήνουν, φεύγουνε τα ρόδα των χειλιών του,
σβήνει
μαζί του το φιλί κι η Κύπριδα το χάνει.
Τι
κι αν νεκρός, η Κύπριδα το φίλημα το θέλει,
μά
δεν το νιώθει το φιλί ο Άδωνης που σβήνει.
Τον Άδωνη θρηνολογώ κι οι Έρωτες θρηνούνε.
Αιάζω τον Άδωνιν επαιάζουσιν Έρωτες.
Μετάφραση Παντελής Μπουκάλας, σ. 21.
PERCY
B.
SHELLEY
ADONAIS
I
I weep for
Adonais-he is dead!
O, weep for
Adonais! though our tears
Thaw not the
frost which binds so dear a head!
And thou, sad
Hour, selected from all years
To mourn our
loss, rouse thy obscure compeers,
And teach them thine
own sorrow, say: “With me
Died Adonais;
till the Future dares
Forget the Past,
his fate and fame shall be
An echo and a
light unto eternity!”
II
Where wert thou,
mighty Mother, when he lay,
When thy Son
lay, pierced by the shaft which flies
In darkness?
Where was lorn Urania
When Adonais
died? With veiled eyes,
“Mid listening
Echoes, in her Paradise
She sate, while
one, with soft enamoured breath,
Rekindled all
the fading melodies,
With which, like
flowers that mock the corse beneath,
He had adorned
and hid the coming bulk of Death.
III
O, weep for
Adonais-he is dead!
Wake, melancholy
Mother, wake and weep!
Yet, wherefore?
Quench within their burning bed
Thy fiery tears,
and let thy loud heart keep
Like his, a mute
and uncomplaining sleep;
For he is gone,
where all things wise and fair
Descend;-oh
dream not that the amorous Deep
Will yet restore
him to the vital air;
Death feeds on
his mute voice, and laughs at our despair.
IV
Most musical of
mourners, weep again!
Lament anew,
Urania! –He died,
Who was the Sire
of an immortal strain,
Blind, old, and
lonely, when his country’s pride,
The priest, the
slave, and the liberticide,
Trampled and
mocked with many a loathed rite
Of lust and
blood; he went, unterrified,
Into the gulf of
death; but his clear Sprite
Yet reigns o’ er
earth; the third among the some of light.
V
Most musical of
mourners, weep anew!
Not all to that
bright station dared to climb;
And happier they
their happiness who knew,
Whose tapers yet
burn through that night of time
In which suns
perished; others more sublime,
Struck by the
envious wrath of man or god,
Have sunk,
extinct in their refulgent prime;
And some yet
live, treading the thorny road,
Which leads,
through toil and hate, to Fame’s serene abode,
VI
But now, thy
youngest, dearest one, has perished-
The nursling of
thy widowhood, who grew,
Like a pale
flower by some sad maiden cherished,
And fed with
true-love tears, instead of dew;
Most musical of
mourners, weep anew!
Thy extreme hope,
the loveliest and the last,
The bloom, whose
petals nipped before they blew
Died on the promise
of the fruit, is waste;
The broken lily
lies- the storm is overpast.
VII
To that high
Capital, where kingly Death
Keeps his pale
court in beauty and decay,
He came; and
bought, with price of purest breath,
A grave among
the eternal. –Come away;
Haste, while the
vault of blue Italian day
Is yet his
fitting charnel-roof! While still
He lies, as if
in dewy sleep he lay;
Awake him not!
Surely he takes his fill
Of deep and liquid
rest, forgetful of all ill.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 31 Αυγούστου 2018
Αιάζω τον Άδωνιν, απώλετο καλός Άδωνις.
Η ζωή πώς θνήσκεις;
πώς και τάφω οικείς;
του θανάτου το βασίλειον λύεις δε
και του άδου τους νεκρούς εξανιστάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου