Τρίτη 14 Αυγούστου 2018

Γιώργος Καρατζάς


    Ένας λησμονημένος ποιητής του Πειραιά
                                              

                       Μνήμη Γιάννη Χατζημανωλάκη

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΤΖΑΣ,
Πειραιάς 1912-Πειραιάς 7/1/1948

* Γιώργος Καρατζάς
                
                    Δεν ήταν ένας «καθιερωμένος». Τον ξαίραν μόνον οι φίλοι του κ’ οι γνωστοί του, που, μαζί, κάποτε ξεκίνησαν. Το μεγάλο αναγνωστικό κοινό-αν παραδεχθούμε πως υπάρχει ένα τέτοιο κοινό στον τόπο μας-τον αγνοούσε. Δεν ανήκε στην χορεία των θορυβοποιών, ανήκε όμως στην ποίηση. Το όνομα του Γιώργου Καρατζά, που πέθανε στις 7 του φετεινού Γενάρη, δε θα χαραχτεί, βέβαια, με χοντρά στοιχεία στις σελίδες της Γραμματολογίας μας, αλλά όσοι γνώρισαν τη φωνή του θα θυμούνται το στίχο του. Δεν έκανε έργο μεγάλο, ούτε το επεδίωξε-γιατί ήξερε ως που μπορούσε να φτάσει η δύναμή του.  Πρωτοφάνηκε στο αξιόλογο περιοδικό «Ρυθμός» που έβγαινε στον Πειραιά κατά τα 1933-1934. Σποραδικά βλέπαμε από τότε στίχους του σε λογοτεχνικές επιθεωρήσεις. Κ’ η «Νέα Εστία», όπου τυπώνονται τούτες οι γραμμές σήμερα, φιλοξένησε τραγούδια του. Όλα αυτά τα ποιήματα τα συγκέντρωσε σε μια εξαιρετικά λιγοσέλιδη πλακέτα, στις αρχές του 1940-τα «Εσπερινά».
Η φωνή του δεν είταν κραυγή, ούτε μεγαλόστομη ιαχή, μόνο ένας σιγαλός, απαλός ψίθυρος, δειλή αβρότητα-που έβγαινε όμως από γνήσια ευαισθησία. Στενός φίλος του Τέλλου Άγρα-του άλλου αλησμόνητου mineur-θαυμαστής του και μαθητής του. Δεν βασανίστηκε ν’ ανοίξει νέους δρόμους στην ποίηση, ούτε είταν στο κλίμα του να τους ακολουθήσει, του έφτανε ο παλιός γνώριμος ήχος των Γάλλων συμβολιστών(που τόσο καλά τους ήξαιρε) των ήρεμων καιρών. Το πάθος του Καρατζά είταν η ζωή, το τραγούδι του ήταν το στολίδι της-το μόνο που μπορούσε νάχει απ’ αυτήν-Αυτή που του είταν απαγορευμένη. Μια φλέβα συγκίνησης κ’ ευαισθησίας τούδωσε η ζωή, μ’ αυτό μόνο τον προίκισε: οδυνηρή κεραία για να συλλαμβάνει μ’ όλες τις λεπτομέρειες τα ρίγη των παλμών της, τις πλούσιες ευωδίες της, να νιώθει βαθύτερα και να υποφέρει πιο πολύ απ’ τον υλικό καημό της. Πώς να τη βλέπει από μακριά και να μην τολμάει ν’ απλώσει το χέρι του να την αδράξει; Η παρηγοριά κ’ η λύτρωση δεν υπήρχαν πουθενά. Η ποίηση τον έκραζε κοντά της-τον καταλάβαινε για δικό της. Μα χρειάζεται μεγάλη δύναμη-κι’ είναι πολύ ανθρώπινο να μην την έχεις εύκολα αυτή τη δύναμη για να το πιστέψεις πως πρέπει τη Ζωή, το «μέγα καλό και πρώτο», να την ατενίζεις καθισμένος παράμερα, θεωρός μονάχα. Η θέρμη της του έφλεγε το παραμορφωμένο στήθος του. Όταν σου μιλούσε είταν πάντα χαρούμενος, γελαστός κι απορούσες πως ένα πλάσμα, τόσο αδικημένο ανάμεσα στους γερούς και ζωντανούς συνανθρώπους του, μπορούσε νάχει τέτοιο κέφι. Μα αυτές οι απεγνωσμένες απόπειρες να πάρει στο πανηγύρι της Ζωής, χάραξαν στο είναι του όλη την τραγικότητά του. Το γέλιο του προσώπου του, τ’ αστεία του, η ζωηράδα του-όλα είταν μια απατηλή επίφαση ευθυμίας, στο βάθος το σκουλήκι δάγκανε και του μάτωνε τα σωθικά. Όσο περνούσε ο καιρός αυτή η έντονη προσπάθεια της αυταπάτης να είναι μέσα στη Ζωή, τον απομάκρυνε από το αληθινό και μοναδικό καταφύγιο που υπήρχε γι’ αυτόν, το στίχο του, και τον οδηγούσε σε δρόμους σκολιούς-κ’ επικίνδυνους για την ίδια την ύπαρξή του πιά.  Ας είναι κ’ έτσι, ίσως νάλεγε μέσα του, θα γευτώ απ’ όποιον κρουνό και νάναι-άρχισε να πίνει, και τα τραγούδια του αραίωναν, λιγόστευαν. Δεν ξανάδαμε τ’ ονομά του τυπωμένο πουθενά-και στο τέλος έσβησε ο Γιώργος Καρατζάς κ’ έλειψε.
Έμεινε μια μικρή πλακέτα, ένα έργο ισχνό σε ποσότητα, μα η ποιότητά του, έχει τη σφραγίδα του γνησίου:
                   Τα μαλλιά που μάταια θ’ αγαπήσω
                   μ’ αντηλιές τα ράντισες ξανθές,
                   τ’ άταχτα μαλλιά, ριγμένα πίσω,
                   δαχτυλίδια πλέκουν και στροφές.
                                   («Ένα κορίτσι παίζει πιάνο»)
       Φωνή απαλή, όλο ευγένεια και τρυφερότητα, χωρίς καμιά εκζήτηση, που χρησιμοποιεί μετρημένα και μ’ ειλικρίνεια τη δύναμη του μετάλλου της. Απόηχο του Άγρα, θα πει κανείς, μα η συγγένειά τους είταν πολύ βαθιά, φαίνεται. Το πλέγμα Έρωτας-Ζωή τους είταν κοινό, απ’ όσο ξέρουμε τουλάχιστο και για τον ποιητή των «Καθημερινών». Θ’ αντιγράψω ακόμα ένα τετράστιχο, απ’ το ποίημα «Φθινοπωρινά μηνύματα», αυτό, που μας θυμίζει απόμακρα,-κρατώντας πάντα τις αναλογίες-έναν άλλο γλυκύφθογγο, που η αξία του άφταστου λυρισμού του έχει επισφραγιστεί απ’ την αναγνώριση και το θαυμασμό των εκλεκτότερων φίλων της γνήσιας ποίησης-εννοώ το Milosz:
                   Μέρες του Οχτώβρη, εδώ, στην εξοχή,
                   τραγούδια στα νερά, χρώμα στα δάση
                   και μόνη ανησυχία με τη βροχή
                   η ιδέα του χωρισμού μην ωριμάσει.
        Δεν άνοιξε δρόμους ο Καρατζάς, το ξαναλέω. Με τη μετρημένη λυρική του διάθεση πήρε σεμνά έναν απλό, καλαμένιο αυλό, να μας χαϊδέψει την ακοή και την ευαισθησία μας. Είπε το τραγούδι του και πάει. Στους λίγους στίχους που μας άφησε γυρνάμε σ’ ώρες μελαγχολίας και ρεμβασμού και σκύβουμε να τους αφουγκραστούμε: μας πείθουν.
         Γεννήθηκε με λαβωμένα φτερά, δε μπόρεσε να ξανοιχτεί στη χαρά. Έφυγε σιωπηλός, χωρίς κραυγές στις τελευταίες στιγμές υπάρχει, καμιά φορά, η κατάφαση της Μοίρας-κ’ η παραδοχή της.
Ανδρέας Ανδρεόπουλος,
περιοδικό «Νέα Εστία», τόμος 43ος , τεύχος 497/15-3-1948, σελίδες 372-373.
* Γιώργος Θ. Καρατζάς

                  -Γ. Θ. Καρατζάς: «Εσπερινά».
                  -Λυδίας Αυλωνίτου: «Σκιρτήματα»
                  -Ντίνου Λουμάνη: «Περήφανη οργή»
                  -Παναγιώτη Τσουτάκου: «Ανοιχτά παράθυρα»
                  -Τούλας Τρυφωνοπούλου: «Αναλαμπές»
                  -Γ. Αίνου: «Τ’ αγριολούλουδα τ’ αγρού»
                  -Π. Γ. Φαρμακοπούλου: «Ρυθμοί του Τίποτα»
                  -Μίμη Φωτόπουλου: «Μπουλούκια»
         Έχω μπροστά μου οκτώ συλλογές ποιημάτων νέων είτε στα χρόνια, είτε στη λογοτεχνική τους εμφάνιση. Αυτό δείχνει ότι ο πόλεμος άφησε ανεπηρέαστους όσους καταγίνονται με το λυρικό λόγο. Τους άφησε μάλιστα διπλά ανεπηρέαστους, γιατί ούτε εξάσκησε καμιά επίδραση στα ποιήματά τους, που είν’ εντελώς άσχετα με την εποχή αυτή την ιστορική και με τα μεγάλα περιστατικά της, ούτε στάθηκε εμπόδιο στο γράψιμό τους. Απεναντίας, θάλεγε κανείς, κρίνοντας μόνο από τον αριθμό των συλλογών, ότι ο πόλεμος ακριβώς ήταν η αφορμή που γράφτηκαν τόσο πολλοί στίχοι σε διάστημα πέντ’ έξη μηνών, σα νάθελαν αυτοί που τους έγραψαν να ξεφύγουν έτσι απ’ τη δραματική πραγματικότητα. Μα αυτό θα ήταν σωστό, αν επρόκειτο περί πραγματικών ποιημάτων, γιατί η φυγή μόνο με την αληθινή ποίηση πετυχαίνεται. Εδώ όμως, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, έχουμε ποιήματα χωρίς ποίηση, στιχουργήματα-κακά και ως τέτοια συχνά- χωρίς ειλικρίνεια και ζωή, κακές απομιμήσεις ποιητών παλαιότερων δικών μας, ή ανόητες κι’ αποτυχημένες εφαρμογές μοντέρνων ποιητικών θεωριών.
         Απ’ όλες αυτές τις ποιητικές συλλογές, τα καλλίτερα ποιήματα  υπάρχουν στα «Εσπερινά» του κ. Γ. Θ. Καρατζά. Δεν συγκρίνονται καθόλου με των άλλων, και θ’ άξιζε να αφιερωθεί στον καλόν αυτό νέο ξεχωριστό σημείωμα. Μα επιφυλάσσομαι γι’ αυτό, όταν θα δώσει μιάν εργασία πιο πλήρη, γιατί σήμερα μας παρουσιάζει δέκα μόνο ποιήματα.
Το χαρακτηριστικό των ποιημάτων του κ. Καρατζά, εκτός από την αρτιότητα της μορφής τους (που αρκεί συχνά για να κρίνει κανείς ένα νέο), είναι η ευαισθησία τους και η ευγένειά τους. Υπάρχουν μάλιστα στα «Εσπερινά» τρία τέσσερα ποιήματα που θα ικανοποιούσαν και τον πιο δύσκολο. Τα ποιήματα αυτά μεταδίδουν την πιο αληθινή αισθητική συγκίνηση με τα πρωτότυπα εκφραστικά τους ευρήματα και με τη φευγαλέα κι’ ανάλαφρη θλίψη που σαν πέπλος απλώνεται πάνω απ’ αυτά. Τα ποιήματα μάλιστα που έχουν τους τίτλους «Ένα κορίτσι παίζει πιάνο» και «Στερνό», είναι δύο μικρά αριστουργήματα στο είδος τους. Να το δεύτερο απ’ αυτά:
                   Τώρα, τι η καρδιά να περιμένει
                   και το βλέμμα στέλνει να ρωτά
                   στις γωνιές και του δρόμου τ’ ανοιχτά
                   κι’ όλο νάρχεται και να πηγαίνει.
                                       ------
                   Να ψάχνει, να ρωτά και μια να σφάλλει.
                   (Κάποια, πως θάσαι σύ, στα θαλασσιά.
                   Με τη δικιά σου την κορμοστασιά,
                   από μακριά, να σε μπερδεύει μ’ άλλη.)
                                       ------
                   Ακόμα μια, προσμονής, μέρα χαμένη.
                   Πουλί κυνηγημένο απ’ τα παιδιά.
                   Να πέφτει, δίχως έλεος, στην καρδιά
                   ο ίσκιος που στο δρόμο κατεβαίνει.
                                       ------
                   Του τελευταίου σύννεφου τ’ ασήμι
                   τόπιε, σε μαύρο κύπελλο, η βραδιά.
                   Στην κάμαρη η ατμόσφαιρα βαρειά
                   κι όλα τα γύρω φιλημάτων μνήμη.

       Υπάρχει βέβαια στο ποίημα αυτό, καθώς και σ’ άλλα του κ. Καρατζά, κάποια επίδραση απ’ τον Άγρα, όπως αλλού υπάρχει απ’ τον Καρυωτάκη, μα οι επιδράσεις αυτές είναι πολύ εξωτερικές και περιορίζονται στη στιχουργία και στη σύνταξη.
Πάντως υπάρχει παντού ο ειλικρινής προσωπικός τόνος, και φτάνουν, τα δέκα αυτά ποιήματα, για να πάρει ο ποιητής τους μια θέση κοντά στους δύο καλλίτερους νέους της «τελευταίας ώρας»: τον Γεραλή των «Κύκνων στο Λυκόφως» και τον Τζιόβα των «Εντελβάϊς». Είναι ένας νέος με μέλλον.
Μήτσος Παπανικολάου,
περιοδικό «Νέα Εστία», τόμος 29ος , τεύχος 347/1-6-1941, σελίδες 473-474.        
               *Γιώργος Καρατζάς

          Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1912, και πέθανε τον Ιανουάριο του 1948. Ραχιτικός και με υγεία μόνιμα κλονισμένη, δεν μπόρεσε να τελειώσει τις νομικές του σπουδές του. Το πιοτό, η νυχτερινή ζωή και το σαράκι της αρρώστιας δεν τον άφησαν να διαμορφώσει ούτε την προσωπικότητά του στην ποίηση, οδηγώντας τον πρόωρα στο θάνατο.
Φίλος, θαυμαστής και μαθητής του Άγρα, με φανερή επίδραση από τον ποιητή των «Τριαντάφυλλων μιανής ημέρας» και γενικότερα απ’ τον συμβολισμό, πρωτοεμφανίστηκε από το περιοδικό «Ρυθμός» του Πειραιά, συνεργάστηκε στη «Νέα Εστία», και σε μερικά ακόμα περιοδικά και τύπωσε τη λιγοσέλιδη συλλογή «Εσπερινά» (1940).

Φθινοπωρινά μηνύματα

Η ηρεμία τ’ απόβροχου έχει μείνει
στη στάλα ενός κλαδιού κι η ανατριχίλα
συλλογισμούς για το χειμώνα δίνει.
Φεύγουν με το νοτιά τα ξερά φύλλα.
     -----
Μέρες του Οχτώβρη, εδώ στην εξοχή,
τραγούδια στα νερά, χρώμα στα δάση,
και μόνη ανησυχία, με τη βροχή,
η ιδέα του χωρισμού μην ωριμάσει.
     -----
κι έτσι τ’ αχνάρια της επιστροφής
στις ριγηλές μήπως χαθούν εσπέρες…
Έρχονται, τώρα, οι ώρες της σιωπής
και τ’ άσπρα, μικρά σύννεφα φοβερές.
     -----
Μα η θαλπωρή, φθινόπωρο, ας κρατήσει,
κι η πρώτη, βιαστική, κρουστή σταγόνα,
τόσο, που η καρδιά να συνηθίσει
για τα κρύα τα βράδια του χειμώνα.
     -----
Αυτά τα βράδια μόνος ποιος περνά!
Έχουνε οι αψηλοί καπνοί παραστρατήσει.
Για ό,τι μικρό η μεταμέλεια τυραννά,
κι είναι η μονότονη βροχή να μην αρχίσει.

Κώστας Στεργιόπουλος: επιμέλεια
«Η Ελληνική Ποίηση», Ανθολογία-Γραμματολογία,
εκδόσεις Σοκόλη 1990, τόμος Γ΄ σελίδα 569. «Η Ανανεωμένη Παράδοση».

* Καρατζάς Γιώργος Θ.
   Ποιητής. Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1912 και πέθανε το 1948. Το ραχητικό κορμί του, με την αρρώστεια που φώλιαζε στα στήθη του, δεν τον άφησαν να τελειώση τις νομικές του σπουδές. Έτσι, μοναδική ανακούφιση στη βαρειά του μοίρα στάθηκε η ποίηση. Ωστόσο, στο βυθό της ψυχής του αγρυπνούσε μια δίψα ανικανοποίητη για ζωή. Ένας αδιέξοδος οργασμός οδηγούσε τον ποιητή σε λυτρωτικές ψευδαισθήσεις με το κρασί και τη νυχτερινή ζωή, που υπόσκαψε τελικά την υγεία του και τον οδήγησε πρόωρα στο θάνατο.
Γνήσια ποιητική φύση, ο Καρατζάς, προσπάθησε να εκφράση σε λυρικότατα ιντερμέδια τις θανάσιμες απουσίες της ζωής του. Στην προσπάθειά του αυτή κατόρθωσε να μας δώση μέσα στη λιγοσέλιδη και μοναδική του συλλογή τα «Εσπερινά» (1940) «γνησιότατους λυρικούς αναστεναγμούς», αλλά και στιγμές που τραγουδάει τη ζωή με ένα τόνο διόλου καταθλιπτικό, που ηχεί σαν αντίσταση πνευματική στην τραγική του μοίρα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
«Πειραϊκά Γράμματα»(1940) τεύχος αφιερωμένο στην πειραϊκή λογοτεχνία.
Μήτσος Παπανικολάου, ΝΕ 1-6-41, σελ. 473-474.
Ανδρέας Ανδρεόπουλος, ΝΕ 15-3-48, σελ. 372-373.
Γιάννης Χατζημανωλάκης, «Η λογοτεχνία στο σύγχρονο Πειραιά», περιοδικό «Πνευματική Πορεία», φύλλο 6, 1954 και «Γ. Καρατζάς: ένας λησμονημένος ποιητής», εφημερίδα «Ελληνική Ώρα» 14-19 Νοεμβρίου 1955.



Ένα κορίτσι παίζει πιάνο

Αγωνία στα δάχτυλα κρυφή
Δένεται η ψυχή μέσα στη νότα,
στην πικρή που την κρατάει στροφή
πέρα απ’ τα λουλούδια και τα φώτα.
      -----
Τα μαλλιά, που μάταια θ’ αγαπήσω,
μ’ αντηλιές τα ράντισες ξανθές,
τ’ άταχτα μαλλιά, ριγμένα πίσω,
δαχτυλίδια πλέκουν καις τροφές.
     -----
Μιάν εξομολόγηση, που αργεί,
στων ματιών σου χάθηκε την πάχνη
στο ταξίδι τους την πήραν πελαργοί,
μά η καρδιά την άνοιξη θα ψάχνει.
     -----
Τέτοια μελετώ, ως με τυραννά
η γλυκειά μορφή σου κι η αρμονία 
κι είναι το τραγούδι σου τα δειλινά
όλο πίκρια και μελαγχολία.

Φθινοπωρινά μηνύματα

Η ηρεμία τ’ απόβροχου έχει μείνει
στη στάλα ενός κλαδιού κι η ανατριχίλα
συλλογισμούς για το χειμώνα δίνει.
Φεύγουν με το νοτιά τα ξερά φύλλα.
      -----
Μέρες του Οχτώβρη, εδώ, στην εξοχή,
τραγούδια στα νερά χρώμα στα δάση
και μόνη ανησυχία, με τη βροχή
η ιδέα του χωρισμού μην ωριμάσει.
     -----
κι έτσι τ’ αχνάρια της επιστροφής
στις ριγηλές μήπως χαθούν εσπέρες…
Έρχονται, τώρα, οι ώρες της σιωπής
και τ’ άσπρα, μικρά σύννεφα φοβέρες.
     -----
Μα η θαλπωρή, φθινόπωρο, ας κρατήσει    
κι η πρώτη, βιαστική, κρουστή σταγόνα
τόσο, που η καρδιά να συνηθίσει
για τα κρύα τα βράδυα του χειμώνα.
     -----
Αυτά τα βράδυα μόνος ποιος περνά!
Έχουνε οι αψηλοί καπνοί παραστρατήσει.
Για ό,τι μικρό ή μεταμέλεια τυραννά
κι είναι η μονότονη βροχή να μην αρχίσει.
Στέλιος Γεράνης,
λήμμα, στην «Λογοτεχνία των Ελλήνων,-Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας»(Από τον 10ο  αιώνα μ.Χ. μέχρι σήμερα). Πρόεδρος Εποπτικού Συμβουλίου:  Γεώργιος Θ. Ζώρας. Διευθυντής Συντάξεως: Ιωάννης Μ. Χατζηφώτης, εκδόσεις Χάρη Πάτση, Αθήνα 1966, τόμος 8ος, σελίδα 272.

* Καρατζάς Γιώργος (1912-1948)

Ποιητής από τους επίγονους της νεορομαντικής και νεοσυμβολιστικής σχολής του μεσοπολέμου.
Γεννήθηκε στον Πειραιά και φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ραχιτικός και με υγεία μόνιμα κλονισμένη, δεν μπόρεσε να τελειώσει τις νομικές σπουδές του. Το πιοτό, η νυχτερινή ζωή και οι αρρώστιες δεν τον άφησαν να διαμορφώσει ούτε την προσωπικότητά του στην ποίηση, οδηγώντας τον πρόωρα στο θάνατο.
Φίλος, μαθητής και θαυμαστής του Τέλλου Άγρα, πρωτοεμφανίστηκε από το περιοδικό Ρυθμός του Πειραιά, ποιήματά του δημοσιεύτηκαν στη Νέα Εστία  και σε μερικά ακόμα περιοδικά και τύπωσε τη λιγοσέλιδη συλλογή Εσπερινά (1940) όπου βρίσκονται τα κυριότερα δείγματα της αναμφισβήτητης ποιητικής ευαισθησίας του.
Ανωνύμως, στην
«Εγκυκλοπαίδεια, Πάπυρος-Λαρούς- Μπριτάννικα», Αθήνα 1988, τόμος 32ος , σελίδες 102-103.

* Γιώργος Καρατζάς,
   Ο Γιώργος Καρατζάς γεννήθηκε το 1912 στον Πειραιά. Τα στοιχεία που έχουμε γι’ αυτόν είναι ελάχιστα. Σπούδαζε νομικά, τα οποία εγκατέλειψε για λόγους υγείας και ανέμελης ζωής. Εξέδωσε μια ολιγοσέλιδη συλλογή ποιημάτων, τα Εσπερινά, το 1940. Πέθανε πρόωρα, το 1948, Ωστόσο η ποίησή του δεν είναι χωρίς ενδιαφέρον: αν και δεν ήταν αρκετά προσωπική, έδειχνε όμως το ποιητικό του ΄ένστικτο΄. Και τέτοιες περιπτώσεις ανολοκλήρωτου έργου έχομε αρκετές τόσο στην ποίηση όσο και την πεζογραφία. Είναι οι άδοξοι ποιητές, όπως τους μνημονεύει ο Καρυωτάκης. Ας προσθέσουμε εμείς τώρα και την κατηγορία των ΄αδικημένων΄ και ‘στερημένων’ από την ίδια τη ζωή.
     Όμως σε μια καταγραφή των ζυμώσεων και των απηχήσεων μιας εποχής, ό,τι καταχωρίζεται πρέπει και να αιτιολογείται. Δίκαιη ή άδικη αρχή, παραγνωρίζει βεβαίως τα λάθη προσοχής ή εκτίμησης των (λογής) κριτικών (στατιστικώς ελάχιστα, όσο ξέρομε από την ιστορία της περιόδου που εξετάζομε), αποτελεί όμως αναγκαίο όρο, γιατί στο όνομα της ‘πληρότητας’ ελαττώνομε τον βαθμό της ‘ποιότητας’. Τα ‘πρωτεύοντα’, έτσι ή αλλιώς, χάνουν την (εξέχουσα) σημασία τους από την πληθώρα των ‘δευτερευόντων’.
     Στην συγκεκριμένη περίπτωση, δύο πρόσωπα της λογοτεχνίας μας που έχουν μελετήσει τη εποχή με ευαισθησία, τον ανθολογούν: Ο Κώστας Στεργιόπουλος με ένα ποίημα και με δύο ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Αμφότεροι συμπίπτουν στο ποίημα «Φθινοπωρινά μηνύματα», το οποίο και παραθέτω.
Και ναι μεν δανείζομαι την ιδέα της ανθολόγησης, αλλά η αντιγραφή μου έχει την έννοια της απόδοσης δικαιοσύνης, για ό,τι απουσιάζει από εδώ για (υποτίθεται) ποιοτικούς λόγους. Έστω λοιπόν ως υπογράμμιση των ελλείψεων της παρούσας εργασίας.
                   Η ηρεμία τ’ απόβροχου έχει μείνει
                   στη στάλα ενός κλαδιού, κι η ανατριχίλα
                   συλλογισμούς για το χειμώνα δίνει.
                   Φεύγουν με το νοτιά τα ξερά φύλλα.
                                       ----
                   Μέρες του Οχτώβρη, εδώ στην εξοχή,
                   τραγούδια στα νερά, χρώματα στα δάση,
                   και μόνη ανησυχία, με τη βροχή,
                   η ιδέα του χωρισμού μην ωριμάσει.
                                       ----
                   κι έτσι τ’ αχνάρια της επιστροφής
                   στις ριγηλές μήπως χαθούν εσπέρες…
                   Έρχονται, τώρα, οι ώρες της σιωπής
                   και τ’ άσπρα, μικρά σύννεφα φοβέρες.
                                       ----
                   Μα η θαλπωρή, φθινόπωρο, σε κρατήσει,
                   Κι η πρώτη, βιαστική, κρουστή σταγόνα,
                   τόσο, που η καρδιά να συνηθίσει
                   για τα κρύα τα βράδια του χειμώνα.
                                       ----
                   Αυτά τα βράδια μόνος ποιος περνά!
                   Έχουνε οι αψηλοί καπνοί παραστρατήσει.
                   Για ό,τι μικρό η μεταμέλεια τυραννά,
                  Κι είναι μονότονη βροχή να μην αρχίσει.

         Η ανανεωμένη παράδοση, τόμ. Γ΄ σ. 569.
Αλέξανδρος Αργυρίου,
«Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας»-και η πρόσληψή της στα χρόνια του Μεσοπολέμου, (1918-1940), εκδόσεις Καστανιώτη 2001, τόμος Β΄, σελίδες 749-750.              
        
   *  Καρατζάς Γιώργος, (Πειραιάς 1912-1948)
    Ποιητής. Σπούδασε για ένα διάστημα νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά δεν κατάφερε να αποφοιτήσει λόγω χρόνιων προβλημάτων υγείας. Υπήρξε προσωπικός φίλος του Τέλλου Άγρα.
Εμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1932, δημοσιεύοντας ποιήματά του στο περιοδικό Ρυθμός, Στη συνέχεια, συνεργάστηκε ιδίως με τη Νέα Εστία.
Εξέδωσε την ποιητική συλλογή Εσπερινά (1940).
Από τους όψιμους νεοσυμβολιστές, διατήρησε τους δεσμούς του με τη λυρική, παραδοσιακή μετρική. Η θεματογραφία και η τεχνική του έχουν πολλούς κοινούς τόπους με την ποίηση των νεοσυμβολιστών του πρώιμου Μεσοπολέμου: συναισθηματική αναδίπλωση, ελεγειακή διάθεση, χαμηλοί τόνοι.
Βλέπε και Γενιά του 1920. Μεσοπόλεμος-Νεορομαντισμός και Νεοσυμβολισμός.
Βιβλιογραφία: Αλεξ. Αργυρίου, Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, τόμ. 2, σελ. 749-750 και passim. ΜΕΝΛ, τ. 8, σελ. 272. ΠΛΜ, τόμ. 32, σελ. 101-102. Στέλ. Γεράνης, Λεύκωμα Πειραιώς(1958), σελ. 68. Γ. Ε. Χατζημανωλάκης, Χρονικό της Πειραϊκής Πνευματικής ζωής, 1835-1973, τυπ. Χρ. Χρήστου, 1973.
Και ονομαστικά στη σελίδα 367.
Αλέξης Ζήρας,
«Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» -Πρόσωπα-Έργα-Ρεύματα-Όροι. Εκδόσεις Πατάκη 2007, σελίδες, 367, 2432.

* Γιώργος Καρατζάς, Πειραιάς 1912-Πειραιάς 7/1/1948
  
         •Την χρονιά που γεννιέται (1912), ο ποιητής Γιώργος Θ. Καρατζάς, βλέπουν το φως της ζωής στην πόλη του Πειραιά και οι κάτωθι καλλιτέχνες:
- Ο Ευάγγελος Ανουσάκης, ηθοποιός και θιασάρχης.
- Ο Θεόδωρος Βώκος, δημοσιογράφος, ιδιοκτήτης και διευθυντής της εφημερίδας «Ναυτιλιακή-Ναυτεργατική».
- Ο Βασίλειος Λαούρδας, καθηγητής πανεπιστημίου, συγγραφέας, δοκιμιογράφος και μεταφραστής.
- Οι: Γιώργος Σαματούρας, μυθιστοριογράφος και ταξιδιωτικός συγγραφέας, ο Σώτος Χονδρόπουλος, μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος και βιογράφος.
- Ο Στιχουργός, συγγραφέας, ποιητής και σκηνοθέτης Μίμης Τραϊφόρος, σύζυγος της Σοφίας Βέμπο, στο πατρικό του σπίτι στεγάζεται το Ιστορικό Αρχείο του Δήμου Πειραιά.
- Οι Ζωγράφοι: Ισίδωρος Κοντογιάννης, Βασίλης Λεμπεσόπουλος, ιδρυτής της «Πειραίκής Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών», ο Κύπριος την καταγωγή εικαστικός και νομικός, Γιώργος Μαυροϊδής ο οποίος έγραψε και εξέδωσε ποιήματα και διηγήματα.
- Ο μουσικός και βιολιστής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, Ανδρέας Καραμαούνας.
         •Την χρονιά του θανάτου του στις 7 Ιανουαρίου του 1948 στην πόλη του Πειραιά γεννιούνται και οι κάτωθι καλλιτέχνες:
- Ο ποιητής, βιβλιοκριτικός και δοκιμιογράφος Αντώνης Ζαρίφης, οι ποιήτριες Κατερίνα Πετράκου-Μανιταρά, και η καθηγήτρια Γαλλικών και ποιήτρια Περσεφόνη Α. Κωστέα, ο ποιητής Γιώργος Σταυράκης, και ο εκδότης και παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών, ποιητής Γιώργος Χρονάς, ο κινηματογραφικός σκηνοθέτης Νίκος Αλευράς συνιδρυτής του περιοδικού «Σύγχρονος Κινηματογράφος», ο ηθοποιός Γιάννης Δ. Γαβράς, οι Εικαστικοί: Νίκος Μπαϊκάς,  Τάσος Μπαμπάσης, Αντώνης Πολιτάκης, και Μάγδα Ε. Ρούσση, ο μουσικός, μουσικοκριτικός και συγγραφέας Κώστας Γιαννουλόπουλος, ο δημοσιογράφος Γιάννης Πρασσάς και, οι πανεπιστημιακοί: Αλέξανδρος Γ. Δαμανάκις καθηγητής οφθαλμολογίας, Κωνσταντίνος Α. Κυπαρισσίδης καθηγητής χημικός-μηχανικός,  Γεώργιος Ι. Λώλος καθηγητής φυσικής, καθώς και ο Νικόλαος Ι. Μπατάκης καθηγητής θεωρητικής φυσικής και Ηλίας Ε. Σιδηρόπουλος καθηγητής Οικονομικών αστικών κέντρων.
•Επίσης, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά από τον θίασο του Εθνικού Θεάτρου ανεβαίνει το έργο «Καινούργια Ζωή» του Σαλαμίνιου θεατρικού συγγραφέα Δημήτρη Μπόγρη σε σκηνοθεσία του Πειραιώτη σκηνοθέτη και θεατράνθρωπου Δημήτρη Ροντήρη.
          •Την χρονιά επίσης (1940) που εκδίδονται τα «Εσπερινά», του Γιώργου Θ. Καρατζά, εκδίδει και την πρώτη της συλλογή η Πειραιώτισσα ποιήτρια Λυδία Αυλωνίτου  «Σκιρτήματα». Αρχίζει την κυκλοφορία του το Πειραίκό περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα» και ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος παίρνει το «Κρατικό Βραβείο Ποίησης».
Γιώργος Μπαλούρδος,
«Πειραίκό Πανόραμα»-Πνευματικό και Καλλιτεχνικό Χρονολόγιο του Πειραίκού Χώρου(1784-2005), εκδόσεις Τσαμαντάκη-Πειραιάς 2006, σελίδες 52, 82, 89 και passim.

* ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΑΡΑΤΖΑΣ
   Ένας λησμονημένος

ΠΕΙΡΑΪΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ
                                                 Ι

         Στην πνευματική ζωή της πολιτείας μας, εδώ κι αρκετά χρόνια, παρατηρείται ένα περίεργο φαινόμενο. Ορισμένες μορφές των Πειραϊκών Γραμμάτων, έχουν τοποθετηθή από όλους μας στο υψηλότερο βάθρο κι έχουν αναγνωριστή σαν θεμελιωτές της αξιόλογης πνευματικής παράδοσης του τόπου μας, ενώ αντίθετα άλλοι εργάτες της τέχνης και του λόγου, που κι αυτών στάθηκε πολύτιμη η προσφορά στη διαμόρφωση του πνευματικού μας πολιτισμού, έχουν ολότελα παραγνωριστή, με κίνδυνο μάλιστα να πέσουν σιγά-σιγά στη λησμονιά. Είναι φυσικά ευνόητο ότι ένας τέτοιος τρόπος αξιολόγησης και τοποθέτησης των εκπροσώπων της Πειραϊκής πνευματικής ζωής, όχι μόνο δεν είναι δίκαιος αλλά ούτε και την προσπάθεια του σύγχρονου ερευνητή για τη σύνθεση του πνευματικού χρονικού του τόπου μας υποβοηθεί. Και για τούτον ακριβώς το λόγο επιβάλλεται να στρέψουμε με προσοχή το βλέμμα μας προς το έργο των λησμονημένων δημιουργών, που άθελα ή θεληματικά, τόσον καιρό παραγνωρίσαμε. Με την δίκαιη αυτή πράξη θα εκπληρώσουμε ένα παλιό «χρέος τιμής» προς το έργο τους, που επί τέλους περιμένει τη δικαίωσή του…
          Στη σειρά των «λησμονημένων» ανήκει κι΄ ο Γιώργης Καρατζάς. Πόσοι άραγε τον θυμούνται σήμερα και «φέρνουν στα χείλη» τους λυρικούς του «αναστεναγμούς»; Ασφαλώς πολύ λίγοι. Αμφιβάλλω αν οι περισσότεροι από τους τωρινούς φίλους της τέχνης, όταν μιλούν για την Πειραϊκή ποίηση, προχωρούν πέρα από τα ονόματα του Πορφύρα και του Χαντζάρα. Δεν μπορεί να τους κατακρίνη κανείς. Τους δύο αυτούς ποιητές τους έχουμε υψώσει σε τέτοιο σημείο, ώστε κοντεύουν πιά να «πάρουν» τις υπερβολικές διαστάσεις συμβόλων. Η σκιά τους μας ακολουθεί παντού, η μνήμη τους μας δυναστεύει κι΄ η πνευματική τους ακτινοβολία αντί να μας καθοδηγεί, μας έχει καθηλώσει σ΄ ένα σημείο στατικού θαυμασμού, από το οποίο δεν έχουμε τη δύναμη να ξεμακρύνουμε. Η τέτοια όμως φανατική προσήλωση στη μνήμη δύο ποιητών οδηγεί στη δημιουργία «ειδώλων». Και τούτο είναι για ένα λαό δείγμα νοσηρής στατικότητας και έλλειψης πνευματικού δυναμισμού.
         Είδωλα λοιπόν κινδυνεύουμε να δημιουργήσουμε Είδωλα, μπρος στα οποία έχει καεί μέχρι σήμερα πολύ «λιβάνι», τόσο πολύ που-ας μου επιτραπή η υπέρβαση-θα έχει ταράξει κι΄ αυτόν ακόμη τον ύπνο των δύο ποιητών, που κι΄ αν, στην διάρκεια του εγκόσμιου βίου τους, δεν στάθηκαν, όπως νομίζουν πολλοί, πρόσωπα ανθρωπιάς, αρετής και ήθους, δεν επιχείρησαν ωστόσο να δημιουργήσουν θόρυβο και να «εντυπωσιάσουν».
         Βέβαια με τις παρατηρήσεις μου αυτές δεν έχω την πρόθεση να αρνηθώ την αξία της λυρικής προσφοράς του Πορφύρα και του Χαντζάρα, που άσχετα με ορισμένες επιφυλάξεις, που μπορούμε να διατυπώσουμε σήμερα, έχει πάρει οριστικά τη θέση της μέσα στη νεότερη ποίηση. Άλλη είναι η πρόθεσή μου. Θέλω να αποδείξω για μία κόμη φορά, πως ο Πορφύρας και ο Χαντζάρας δεν είναι οι μόνοι αξιόλογοι εκπρόσωποι του Πειραϊκού λυρισμού, όπως οι περισσότεροι νομίζουν. Πως υπάρχουν και άλλοι πολλοί, που δεν είναι πλατύτερα γνωστοί και όμως έχουν να επιδείξουν έργο άξιο για να τους δώση μια καλή θέση μέσα στην λυρική μας παράδοση…
                                                 ΙΙ

         Ο Γιώργης Καρατζάς είναι ένας απ’ αυτούς. Χάθηκε νέος, πριν ακόμη προλάβη να ολοκληρώση την δημιουργική προσφορά του. Παρά όμως το σύντομο πέρασμά του από τη ζωή κι’ από την τέχνη άφησε πίσω του στίχους, που πιστοποιούν την γνησιότητα του ταλέντου του και τον τοποθετούν ανάμεσα στους καλλίτερους ποιητές μας «χαμηλού» τόνου:
     Αμάραντα λουλούδια, αγάπης ώρες,
     φυλάω εντός μου σε λαμπρά δοχεία.
     Κάποια μεσημεριάτικη ευτυχία
     Κι’ ώρες ωραίες των δειλινών Πυρφόρες.
                   ----
     Αμάραντα λουλούδια. Άρωμα όχι.
     Μάταιη προσπάθεια κάνω να μαντέψω.
    -Πως τόλμησα μια αγάπη να πιστέψω
     στο πρώιμο τ’ Αυγούστου πρωτοβρόχι;
                   ----
     Αμάραντα λουλούδια, μόνη λύση
     κι’ αντάλλαγμα στον έρωτα που αφήνεις.
    -Όμως, το Μάρτη, πώς να τα συγκρίνης
     με τ’ άσπρο, πρώτα ρόδο, που θα ανθίση; (1)

         Ο Γιώργης Καρατζάς γεννήθηκε στον Πειραιά, στα 1912. Όμως από τα μικρά του χρόνια μια κακή μοίρα του παράστεκε σε κάθε του βήμα στη ζωή. Το παραμορφωμένο του κορμί και η κακή του πάντοτε υγεία του δεν τον άφησαν να «συλλάβη» την ευτυχία. Έζησε μια ζωή δίχως παιδικότητα, μια ζωή στερημένη από την έντονη φλόγα της νιότης.
         «Ο Καρατζάς-γράφει ο Γ. Γιαννάκος(2)-κι’ αν ήταν των Μουσών ο αγαπημένος, κι’ αν ήταν νέος, ποτέ του δεν μπόρεσε ζεστά να ζήση το εξαίσιο εκείνο αίσθημα της νεότητας, δεν άκουσε στις φλέβες και τη σάρκα του να ρέη και να κοχλάζη της νιότης ο ορμητικός χυμός. Σωματικά από τη φύση πληγωμένος με την κλονισμένη πάντα κι’ ευπαθή υγεία του, έκλεινε μέσα στην ευαίσθητη ψυχή του, πυκνό το κατακάθι της πικρίας. Ευγενικός, με πρόχειρο το γέλιο, ευχάριστος κι’ εύθυμος συζητητής, ξενύχτης και χαροκόπος, έκρυβε πίσω απ’ αυτήν την επίφαση το ανεξάντλητο και στωϊκά ανεκδήλωτο παράπονό του προς τη φύση. Κι’ ένιωθε, με την ευαισθησία του, την συντροφιά των ωραίων γυναικών, που από αντίδραση αναζητούσε και την είχε σαν μια συγκατάβαση κι έναν οίκτο, που του ανάξεε το ψυχικό του τραύμα πιο βαθειά…»
         Ακριβώς, όπως τόσο παραστατικά μας τον δίνει, ο Γ. Γιαννακός, τέτοια τραγική φύση στάθηκε ο Καρατζάς, τέτοια βαθύτατα δραματική ύπαρξη.
         Κι’ αυτό το μεγάλο εσωτερικό του δράμα, που απορρέει από το σκληρό χτύπημα της μοίρας, μετουσιώνεται από τον ποιητή σε εξαίσιους στίχους, που ελάχιστα παραλλάζουν από αληθινούς μουσικούς αναστεναγμούς
Μπρός στην κλεισμένη της αγάπης θύρα
κάτι ακριβό, το χάδι σου κρατώ.
Κι’ απόψε έχω στο στόμα το κλειστό
την πίκρα ενός φιλιού και την αρμύρα (3)
     Όλος ο Καρατζάς κλεισμένος» μέσα σ’ ένα τετράστιχο! Ο πόνος, η πικρή γεύση του ανικανοποίητου, η αναζήτηση και η «φανταστική» μόνο κατάκτηση της ευτυχίας! (4).
      Στην ποίηση βρίσκει τη λύτρωση, η λεπτή και ευαίσθητη ψυχή, που φωλιάζει μέσα σε τούτο το κακοφτιαγμένο κορμί.
Ένας άλλος Leopardi κι αυτός, μεταφυτεμένος στο ελληνικό ποιητικό κλίμα, που όμως αν και βρίσκεται σε στενή ψυχική συγγένεια με τον δημιουργό των “Versi” και των “Canti”, κινείται σε κάπως διαφορετικά πεδία. Δεν αφήνει αχαλιναγώγητο τον «πεσσιμισμό» του, όπως εκείνος. Αντίθετα δείχνει μια εγκαρτέρηση στο δράμα του. Και θέλοντας να λυτρωθή από την τυραννία της εφιαλτικής πραγματικότητας ξεφεύγει, με τη βοήθεια της φαντασίας, από τα όριά της και ψάχνει  μέσα στις σφαίρες «ιδανικών» κόσμων να  βρη εκείνο, που νιώθει περισσότερο έντονη την έλλειψή του. Το ερωτικό στοιχείο κυριαρχεί στο έργο του Καρατζά γιατί είναι ακριβώς αυτό που του λείπει. Κι’ αφού για τον δυστυχισμένο ποιητή, κάθε φορά που ξεμακραίνη από τους κόσμους του ονείρου κι’ αντικρύζει και πάλι την απαίσια μορφή της πραγματικότητας, ο έρωτας δεν είναι τίποτ’ άλλο απόνα άπιαστο πουλί, από «κάτι», πού μόνο την πικρή γεύση του ανικανοποίητου του «χαρίζει», τόσο και με περισσότερο «πάθος», τον τραγουδάει. Κι’ αυτό το ανικανοποίητο ερωτικό πάθος ξεσπάει σε στίχους με αίσθημα και συγκίνηση-σε μουσικούς «φθόγγους» καλύτερα:
     Αγωνία στα δάχτυλα κρυφή’
     δέρνεται η ψυχή μέσα στη νότα,
     στην πικρή πού την κρατάει στροφή
     πέρα απ’ τα λουλούδια και τα φώτα.

     Τα μαλλιά, που μάταια θ’ αγαπήσω,
     μ’ αντηλιές τα ράντισες ξανθές,
     τ’ άταχτα μαλλιά ριγμένα πίσω,
     δαχτυλίδια πλέκουν και στροφές.

     Μιάν εξομολόγηση, που αργεί,
     στών ματιών σου χάθηκε την πάχνη’
     στο ταξίδι τους την πήραν πελαργοί
     μά η καρδιά την άνοιξη θα ψάχνη…. (5).

                    ΙΙΙ
Στους στίχους, που ακολουθούν και που είναι αφιερωμένοι στη μητέρα του, βλέπουμε περισσότερο έκδηλη την τάση της «αέναης φυγής». Και ξεχωρίζουμε το αίσθημα του «ανικανοποίητου», σαν μοναδικό καταστάλαγμα των αδιάκοπων αναζητήσεών του:

     Τ’ αγνώστου εγίναμε εραστές
     και κάποιο βράδυ εφύγαμε,
     μ’ όσα μπορούσεν όνειρα
     η φαντασία να κλείση’
     χωρίς από τα μάτια μας
     κάν δάκρυ να κυλίση,
     την ευτυχία γυρεύοντας
     σε τόπο ξένο επήγαμε.
………………………………..
     Τώρα μια μακρυνή ηχώ
     τα γέλια των παιδιών
     και τίποτα δεν ωφελεί
     μετανοιωμένοι αν κλάψαμε...
     Κάτι ‘που χρόνια εχτίζαμε,
     για μια στιγμή εγκρεμίσαμε,
     κι’ εφύγαμε, χωρίς κι’ εμείς
     να ξέρουμε γιατί.
     Τον ήλιο, που μας φώτιζε
     σαν είμασταν μικροί,
     μ’ ένα λαμπιόνι ηλεκτρικό
     τον αντικαταστήσαμε. (6)
Ποιητής λοιπόν της φυγής και του ανικανοποίητου ο Καρατζάς. Η τάση της φυγής κυριαρχεί και στο έργο του και στη ζωή του. Και αυτή η τάση τον σπρώχνει μέχρι το Παρίσι, με την ελπίδα πως εκεί θα βρή τη λύτρωση με το θλιβερό αποτέλεσμα να γυρίση σύντομα πίσω, με σπασμένα ακόμη περισσότερο τα φτερά του. Από τότε θα ζητήση στο κρασί νάβρη τη λησμονιά, θα δοθή ολόψυχα στα ξενύχτια, που θα κλονίσουνε ανεπανόρθωτα την ευαίσθητη υγεία του και θα τον οδηγήσουν τόσο πρόωρα στον τάφο, στα 1948.
      Το έργο του Καρατζά περιορίζεται στη μοναδική συλλογή «Εσπερινά», που τύπωσε στα 1940 και σε μικρά σκόρπια ποιήματα, δημοσιευμένα σε εφημερίδες και περιοδικά. Στην αρχή είχε γίνει σκέψη για πιθανή ύπαρξη ανέκδοτων έργων του, μα αυτή η εκδοχή πρέπει σήμερα να αποκλειστή γιατί η ίδια η οικογένεια του ποιητή βεβαιώνει πώς τίποτε το αξιόλογο δεν βρέθηκε μετά το θάνατό του.
      Όμως και με τους λίγους στίχους, που μας άφησε, ο Καρατζάς παίρνει τη θέση του μέσα στη νεώτερη λυρική μας ποίηση. Πιστός στην τέχνη της παράδοσης επιμελείται ιδιαίτερα την μορφή των ποιημάτων του και δίνει στο στίχο του λυρικό χρώμα κι’ εκφραστική πλαστικότητα-μιάν υποβλητική μουσικότητα, που απορρέει από την βαθύτατα καλλιεργημένη του ευαισθησία:
     Παιδεύεται να φύγη το μαντήλι,
     πού το σκληρό το χέρι τυραννεί.
     -Για μόν επιστροφή η καρδιά πονεί
     και το φιλί, νωπό, τρέμει στα χείλη’

     Τη θέρμη του το χέρι σπαταλά,
     καθώς σπαράζει μέσα στη γαλήνη’
     -Πόσο το δάκρυ θάταν καλωσύνη,
     τα μάτια σά δε βάφτιζε θολά.

     Σημάδι μόνο, χωρισμοί βουβοί,
     στο δειλινό να γράφουν μάταιο τόξο.
     -Τη σκέψη «ποτέ πιά» νάταν να διώξω,
     και τα νερά απ’ τα μάτια σου, ακριβή (7)
     Πολλοί διακρίνουν στο έργο του Καρατζά ίχνη ξένων επιδράσεων. Επιδράσεις ασφαλώς υπάρχουν αλλά έχουν αφομοιωθή δημιουργικά από τον ποιητή, πού η προσωπικότητά του, η τραγική του προσωπικότητα, θα λέγαμε καλύτερα, προβάλλεται πάντοτε έντονα. Μια συγγένεια ευαισθησίας θα μπορούσε να διακρίνη κανείς ανάμεσα στον Καρατζά και τον χαμηλόφωνο Άγρα. όμως τίποτε παρά πάνω. Το ταλέντο του πονεμένου ποιητή των «Εσπερινών» είναι πηγαίο και βαθύτατα γνήσιο. Καμμιά προσπάθεια για την άρνησή του δεν μπορεί να σταθή.
     Είναι ακόμα αλήθεια ότι στα τελευταία χρόνια της ζωής του, στην περίοδο της «ωριμότητάς» , που δεν πρόλαβε να ολοκληρωθή ο Καρατζάς, άρχισε να στρέφη τις αναζητήσεις του σε άλλους, πλατύτερους ορίζοντες και να συνθέση πάνω σε θέματα, με γενικώτερο και ουσιαστικώτερο περιεχόμενο, πέρα από τα στενά όρια του κύκλου των «ερωτικών» συγκινήσεων. Όμως η προσπάθεια αυτή στάθηκε μια καλή αρχή δίχως τέλος. Ο πρόωρος θάνατος δεν μας άφησε να χαρούμε τα επιτεύγματά της. Κι’ έτσι ο Καρατζάς έμεινε και θα μένη πάντα σαν ο «χαμηλόφωνος» ποιητής της φυγής και του ανικανοποίητου, που συγκινεί με την ειλικρίνεια του λυρικού τόνου και της ευαισθησίας του.
     Αλλά έξω από την ποιητική και η ανθρώπινη παρουσία του μας υποχρεώνει να σκύψουμε με περισσή στοργή στην θεώρηση και την κρίση του έργου του. Γιατί ο Καρατζάς δεν υπήρξε μόνο ένας ποιητής, όπως πολλοί άλλοι, μά σύγκαιρα και μια βαθύτατα δραματική ύπαρξη, ένας άνθρωπος χτυπημένος σκληρά από την μοίρα, πού πάντα με δέος θα στεκόμαστε όλοι μπροστά στο μεγάλο κι’ ακατάπαυστο εσωτερικό του δράμα.
ΓΙΑΝΝΗΣ Ε. ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΑΚΗΣ
Περιοδικό «Πλάτων» τχ. 16/10,11,12,1958, σ.7-
--
1. «Αμάραντα Λουλούδια» (βλέπε «Εσπερινά»)
2. Βλέπε Περιοδικό «Πειραϊκή Έρευνα» (Χρόνος Α΄, Νο 1, 4 Απριλίου 1953)
3. «Αφιέρωμα» (Βλέπε «Εσπερινά»)
4. Βλέπε σχετικά τη διάλεξή μας για τον Καρατζά, πού δόθηκε από τη Φιλολογική Στέγη στο Φουαγιέ του Δημοτικού Θεάτρου, στις 2 Νοεμβρίου 1955, δημοσιευμένη στην εφημερίδα «Ελληνική Ώρα» (Νο 3183-3188). Βλέπε ακόμα το μελέτημά μας «Η λογοτεχνία στο σύγχρονο Πειραιά. 1920-1954 (Μέρος Β΄ Η Ποίηση) στο περιοδικό «Πνευματική Πορεία» (Τόμος Α΄ Νο 6. Σελ. 110-111. Οκτώβριος 1954).
5. Στίχοι από το ποίημα «Ένα κορίτσι παίζει πιάνο». (Βλέπε «Εσπερινά»)
6. Στίχοι από την «Φυγή» (Βλέπε «Εσπερινά»)
7.  «Χωρισμός» (Βλέπε «Εσπερινά»).
       Σε μία από τις συναντήσεις μας στο σπίτι του, στην παραλιακή οδό Θεμιστοκλέους στο λιμάνι της Ζέας, κοντά στην προτομή του ποιητή Λάμπρου Πορφύρα, ο Γιάννης Χατζημανωλάκης, μου έδωσε τα «Εσπερινά» του Γιώργου Καρατζά να τα φωτοτυπήσω. Του είχα δώσει ένα μελέτημα για τον ποιητή Λόρδο Μπάυρον που μου ζήτησε, ήθελε όπως μου έλεγε να γράψει ένα βιβλίο, ένα μικρό του προσχέδιο μου έδειξε σε μία από τις επισκέψεις μου και μου διάβασε ένα κομμάτι, ρωτώντας την γνώμη μου. Με συγκίνησε το ότι ένας άνθρωπος σε αυτήν την ηλικία και με όχι και τόσο καλή υγεία, είχε το κουράγιο και την επιθυμία να γράψει μελέτη για έναν άγγλο ρομαντικό ποιητή που αγαπούσε. Ήξερε την δική μου αγάπη για τον Βύρωνα, του έδωσα μάλιστα και ένα διπλό αντίτυπο που είχα από εργασία του συγχωρεμένου ποιητή Ανδρέα Αγγελάκη για τον Μπάιρον. Έτσι πείστηκε και μου έδωσε και έβγαλα φωτοτυπία την συλλογή του Καρατζά. Μιλήσαμε σε επόμενη συνάντηση για τον ποιητή καθώς και για το τέλος του ποιητή και δημοσιογράφου Νίκου Χαντζάρα, τον ποιητή Βασίλη Λαμπρολέσβιο,που θεωρούσε τον καλύτερο ποιητή του Πειραιά. Πάντα όποτε τον συναντούσα, κοίταζα να του εκμαιεύσω πληροφορίες για ποιητές και συγγραφείς που είχε γνωρίσει. Ήταν πολύ φειδωλός στο να σου δώσει στοιχεία και πληροφορίες. Ήθελε να γράψει, να ακουστεί, ήθελε να είναι συνεχώς παρών στα πολιτιστικά πράγματα του Πειραιά. Τον ζήλευα και τον θαύμαζα που παρά την ηλικία του ήταν κουρασμένος αλλά ακμαίος.
        Ετοίμαζα μια εργασία για τον λησμονημένο ποιητή του Πειραιά, όμως με την είδηση της κοίμησής του, αποφάσισα να παραθέσω ορισμένα στοιχεία που είχα βρει για τον ποιητή και να αντιγράψω το μικρό μελέτημα του Γιάννη Χατζημανωλάκη, εις μνήμη του, όπως το διέσωσα από το περιοδικό «Ο Πλάτων» του άλλου Πειραιολάτρη και φίλου του Χατζημανωλάκη, Αργύρη Κωστέα. Το κείμενο μας φανερώνει και την άλλη πλευρά που καλλιέργησε ο Γιάννης Χατζημανωλάκης παράλληλα με αυτήν του Ιστορικού, αυτήν του λογοτέχνη.
Από σήμερα το μεσημέρι η Αττική γη, σκεπάζει την γήινη παρουσία του. Το συγγραφικό του όμως έργο θα στέκεται παραστάτης σε κάθε μελλοντικό Πειραιώτη και Πειραιώτισσα που θα ασχοληθεί με τα πολιτιστικά κοινά της Πόλης.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 14/8/2018 η Κοίμηση των Ονείρων και των Ελπίδων των Ανθρώπων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου