Κυριακή 12 Αυγούστου 2018

Παραμονές Δεκαπενταυγούστου


ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2018

• ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
Σαν τη λαίδη Μακμπέθ σε υπνοβασία
πιτσιλισμένη απ’ τον ασβέστη
στα μαλλιά και το φόρεμα.

Και τα δωμάτια μοσχοβολούσαν
παραμονές Δεκαπενταύγουστου.
Οι φωτιές της ροδιάς. Η αυλή με τη βρύση.

Τα μυρμήγκια που τρέχουν για να γλιτώσουν.

Τα σκούπιζες και τα ‘ριχνες στο κηπάκι
για να σωθούν.

Ώρα έξι το απόγευμα και μάζευες
την άγκυρα να ελευθερωθεί το σπίτι

Μαζεύεις τα σκοινιά κι άναβες τις μηχανές
να φύγει το σπίτι, να σαλπάρει το σπίτι
και να ταξιδέψει
στο άσπιλε, αμόλυντε, άφθορε, άχραντε
και σ’ εκείνο το θεόνυμφε που υποσχόταν δόξες.
Μάνος Ελευθερίου Η ΠΟΡΤΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2003, σ.20.

Ο ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
(Das Marien-Leben)
1912
             ζάλην ένδοθεν έχων

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ
Ώ πόσο στους Αγγέλους θα κόστισε, πού σε τραγούδια
να ξεσπάσουν δεν μπόρεσαν (όπως σε δάκρυα ξεσπάζει
κανείς), μιά πού γνωρίζαν πώς, τη νύχτα τούτη, η Μάνα
θα γεννηθεί στο τέκνο, στον Ένα, που σε λίγο θα φαινόταν.

Σωπάζανε τα φτερά τους χτυπώντας κ’ έδειχναν μονάχα
πρός τα κεί, πού, απόμερη, του Ιωακείμ η αγροικία βρισκόταν.
Άχ, την αγνή συμπύκνωση, μέσα τους και στον Χώρο, ψηλαφούσαν,
μά δεν επιτρεπότανε στην αγροικία να κατεβούνε.

Κ’ είχαν κ’ οι δύο τους από το γεγονός αυτό αλλαλιάσει. Κ’ ήρθε
κάποια γειτόνισσα κι’ ουδέ πώς στάθη αυτό ‘ξερε, μήτε κ’ εννοούσε,
κι’ ο γέροντας, προσεχτικός, το μογκάνισμα πήγε να σωπάσει
μιάς καφετιάς γελάδας. Ποτέ, αλήθεια, δε στάθηκε κάτι παρόμοιο.
ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ
Πώς ήταν, τότε, εκείνη, για να εννοήσεις, πρώτα πρέπει
σ’ εσέ τον ίδιο να φωνάξεις, κάπου, εντός σου,
όπου κολώνες υψώνονται’ όπου, ν’ ανακαλύψεις
σκαλοπάτια, μπορείς’ όπου, απόκρημνες αψίδες
το κενό κάποιου χώρου γεφυρώνουν
που έμεινε μέσα σου, γιατί πυργώθηκε από τέτοια
κομμάτια, ώστε δεν δύνεσαι να τ’ αφαιρέσεις
από μέσα σου πιά, γιατί θα σωριαστείς. Όταν
έτσι εννοήσεις, μέσα σου είναι όλα
πέτρα: τοίχος, φεγγίτης, θόλος, σκάλα,-δοκίμασε, τότε,
το μέγα καταπέτασμα που έχεις μπροστά σου
και με τα δυό σου χέρια λίγο να το σύρεις: λάμπει τότε
από υψηλά αντικείμενα και την αφή σου
και την ανάσα σου ξεπερνά. Επάνω, κάτω,
παλάτι στέκει σε παλάτι επάνω,
κιγκλίδες ρέουνε μέσα από κιγκλίδες
από ψηλά ξαναφαίνονται σε τέτοιες άκριες,
πού, όπως τις βλέπεις, ο ίλιγγος σε παίρνει.

Κι’ ακόμη, κάποιο σύννεφο από τους λιβανοστάτες
το Κοντινό θολώνει μέσα σου, όμως σημαδεύει
με τις ευθείες αχτίδες του το Μακρυνό-, κι’ αν, τώρα,
φως, από καθάρια όστρακα φλόγας, επάνω
σε φορέματα, που αργά πλησιάζουν, παίξει:
πώς θα το αντέξεις;

Εκείνη, όμως, ερχόταν, και το βλέμμα
ύψωνεν, όλα αυτά να τα κοιτάξει.
(‘Ένα παιδί, μικρό κοράσι,  μέσα σε γυναίκες.)
Ήρεμη, ύστερα, ανέβηκεν, αυτοπεποίθηση γιομάτη,
κατά πώς ταίριαζε στα πολυτελή φορέματά της,
πού, κακομαθημένα από το λούσο τους, κινούνταν
δύσκολα πάνω της. Τόσο πολύ κιόλας ό,τι  φτιάχνουν
οι άνθρωποι το ‘χε ξεπεράσει
ο έπαινος στην καρδιά της.

                   Απ’ την ευφροσύνη
στα εσώτερα σημεία της αφηνόταν.
Οι γονείς πρεπό λόγιασαν να την παρουσιάσουν,
κι’ ο Ιερέας, με το πολύτιμο κόσμημα στο στήθος,
τη δέχτηκεν ως φαίνεται. Μα, εκείνη, μέσα απ’ όλους,
μικρούλα, ως ήταν, πήγαινε, έξω απ’ όλα τα χέρια
και μές στο πεπρωμένο της, πού πιο υψηλό από την στοά
κι’ από τον ναό βαρύτερο, έτοιμο ήταν κιόλας.
Ο ΕΝ ΚΑΝΑ ΓΑΜΟΣ
Πώς να μην είμαι περήφανη για κείνον,
πού της ωράιζε και τα πλέον απλά; Κι’ όταν εκείνος
εφάνηκε, μη κ’ η συνηθισμένη στα μεγάλα
νύχτα, η υψηλή, δεν ήταν αναστατωμένη;

Κι’ αφού τον εαυτό του έχασε, άλλοτε, τούτο
τη δόξα του δεν πλήρωσε ανήκουστα, αλήθεια;
Μη κ’ οι πιο σοφοί τάχα, με το στόμα
τ’ αυτιά δεν είχαν ανταλλάξει; Και δεν ήταν

το σπίτι σαν καινούργιο απ’ την φωνή του; Άχ, είχεν
αλήθεια, απαγορέψει στον εαυτό της, χίλιες
φορές, να λάμψει απάνω του η χαρά της!
Πάντα τον ακλουθούσε απορεμένη.

Μα εκεί πέρα, σε κείνη τη γιορτή του γάμου,
πού το κρασί έτσι απρόβλεπτα είχε λείψει,-
με το βλέμμα τον παρακάλεσε κάτι να κάμει
και δεν είδε που απόφευγε να την κοιτάξει.

Κ’ ύστερα έγινε αυτό που θέλησε. Ότι εκείνη
τον είχε σπρώξει στο δρόμο του, πολύ
αργότερα εννόησε: τώρα, ήταν αλήθεια,
θαυματουργός κ’ είχε η θυσία, κιόλας, ακέρια

καθοριστεί αναπότρεπτα. Ήτανε γραμμένο,
βέβαια. Μα είχεν η ώρα φτάσει, τότε κιόλας;
Με της ματαιοδοξίας της τα τυφλά μάτια, εκείνη:
εκείνη είχε την ώρα κάμει να σιμώσει.

Στο τραπέζι, λαχανικά κι’ οπώρες φορτωμένο,
με τους άλλους χαιρόταν και δεν εννοούσε
πώς το νερό της βροχής των δακρύων της είχε
γίνει αίμα με το κρασί κείνο.
ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΘΗ
Αν αυτό είχες θελήσει, δεν έπρεπε μέσα
από σπλάχνα γυναίκας να περάσεις:
Άς έσκαβαν, Σωτήρες για να βρούν, τα σπλάχνα
των βουνών, όπου από το σκληρό το σκληρό βγαίνει.

Δε νιώθεις πόνο εσύ έτσι να ερημώνεις
την αγαπημένη κοιλάδα σου; Δές την ανημποριά μου!
Δεν έχω παρά ρυάκια από γάλα κι’ από δάκρυα μόνο-
μα εσύ μέσα στο πολύ ήσουν πάντα…

Με πόση, δεν μου ευαγγελίστης, πολυτέλεια!
Γιατί όμοια άγριος απ’ τα σπλάχνα μου δεν βγήκες;
Αν μόνο τίγρεις χρειάζεσαι να ξεσκίσουν,
γιατί μ’ έμαθαν, τότε, στο γυναικωνίτη,

ένα απαλό, καθάριο ρούχο να σου υφαίνω,
πού, μήτε μια φορά, το πιο μικρό της ραφής ίχνος,
να σε στεναχωρά;- Η ζωή μου έτσι ήταν όλη,
και, τώρα, ξαφνικά, αναποδογύρισες τη φύση.        
 PIETA
Ολοκληρώνεται τώρα η κακομοιριά μου
κι’ ανονόμαστη με τελειώνει.
Όπως της πέτρας παγώνει
η καρδιά, έτσι κ’ εγώ παγώνω.
Σκληρή όπως είμαι, ένα γνωρίζω μόνο:
Έγινες μεγάλος-
… κ’ έγινες μεγάλος
μέσα από την καρδιά μου
ο πιο μεγάλος πόνος
για να ξεχειλίσει.
Μέσα στα σπλάχνα μου κείτεσαι τώρα
και δεν μπορώ πιά, τώρα,
να σε γεννήσω.  

 Η ΓΑΛΗΝΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΑΣΤΑΝΤΑ
Ό,τι τον καιρό εκείνο νιώσανε, είναι
το γλυκύτατο, κι’ όμως γήινο πάντα,
των μυστικών όλων:
τότε που αυτός, λίγο χλωμός ακόμη από τον τάφο,
κοντά της ήρθε αλαφρωμένος:
σ’ όλα τα μέρη αναστημένος.
Ώ, σ’ αυτήν πρώτα. Πώς, εκεί, κ’ οι δυό τους,
σ’ ευδαιμονίαν, ανείπωτα, ήταν!
Την ευδαιμονία τους, βέβαια ζούσαν,-έτσι εγίνη.
Και με δύναμη δε χρειάζονταν ν’ αγγίξουν
ο ένας τον άλλον. Απόθεσε για λίγο,
μόλις ένα λεπτό, στον γυναίκιον ώμο,
το χέρι του,  πού, στον ελάχιστα προσεχή του χρόνο,
θα γινόταν αιώνιο.
Κι’ άρχισαν γαλήνιοι,
καθώς μέσα στην άνοιξη τα δέντρα,
άπειρα ενωμένοι,
την εποχή τούτη
της τελευταίας τους σχέσης.
Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ
     1
Ο ίδιος ο μέγας Άγγελος, εκείνος
την αγγελίαν οπού της είχε φέρει,
άλλοτε, εκεί στεκόταν, καρτερώντας
να τον δεί, κ’ είπε: «Ο καιρός ήρθε τώρα
ν’ αναληφθείς!» Και τρόμαξαν εκείνη
σαν άλλοτε, και, ταπεινά, όπως δούλη,
πάλι έγειρε την κεφαλή της μπρός του.
Μά απάστραπτεν εκείνος και, κοντά της
άπειρα, σάμπως μές στο πρόσωπό της,
μίκραινε. Και, τους Αποστόλους, που είχαν
φύγει μακρυά, όλους καλέσαν, αντάμα
στο σπίτι της πλαγιάς να ρθούν: στο σπίτι
του Μυστικού Δείπνου. Κ’ εκείνοι ήρθαν
βαριοί, και μπήκαν μέσα δειλιασμένα:
πάνω εκεί, στο στενό της το κλινάρι
επλάγιαζεν εκείνη, βυθισμένη
κ’ αινιγματική, μές στην εκλογή της
και στη δύση της, πάναγνη, σαν κάτι
ανέγγιχτο, τους αγγελικούς ύμνους
γροικώντας. Μά όταν, απ’ τα κεριά τους πίσω,
είδε, όλοι να προσμένουν, απ’ το πλήθος
των φωνών αποσπάστηκε, και, τότε,
τους χάρισεν από καρδιάς τα δυό της
φουστάνια κ’ ύστερα ύψωσε το βλέμμα
(ώ πηγή των ανώνυμων δακρύων!)
κ’ έναν προς έναν τους εκοίταξε όλους…

Αλλά, εκείνη, μές στην ανημποριά της
επλάγιαζε και τον ουρανό είχε
στην Ιερουσαλήμ τόσο κοντά φέρει,
που ελάχιστα θα χρειάστηκε η ψυχή της
μόνο, να τανυστεί: Κιόλας, Εκείνος
πού γι’ αυτή γνώριζε τα πάντα, μέσα,
την ανύψωνε, στην θεϊκή της φύση.
     ΙΙ
Ποιος σκέφτηκε πώς, ως τον ερχομό της,
ο πολύς ουρανός ατελής ήταν;
Της είχεν, ο Αναστάς, κράτησε θέση,
μά εικοσιτέσσερα χρόνια έμεινεν άδειος
ο θρόνος δίπλα του. Και, μάλιστα, άρχιζαν
σ’ αυτό το αγνό κενό να συνηθίζουν
κιόλας, που σάμπως να ‘ταν αγιασμένο
γιατί με την ωραία του το πληρούσε
λάμψην ο Γιός της.
                           Έτσι, όταν εκείνη
μπήκε στον ουρανό, προς Αυτόν, όχι,
δεν ανέβη, κι’ άς το ήθελε η καρδιά της.
Θέση δεν έβλεπεν εκεί’ Αυτός μόνον
ήταν εκεί, κι’ απάστραπτε με τέτοια
λάμψη, που ‘νοιωθε πόνο στην καρδιά της.
Μα με την ταπεινή κορμοστασιά της
τη συγκινητική, με τους καινούργιους,
τώρα δά, σά συντρόφιασε, Μακάριους,
και, φώς σε φώς, εστάθη, έσκασε τότε
μια κρύπτη από την ύπαρξή της μέσα,
με λάμψη τέτοια, ώστε ο Άγγελος εκείνος
πού απ’ αυτήν εφωτίστη, τυφλωμένος
εφώναξε: «Ποια να ‘ναι αυτή η γυναίκα;»
Έκπληξη ‘ταν, αλήθεια! Όλοι, ύστερα, είδαν,
πώς, ο Θεός-Πατέρας, τον Κύριό μας
ψηλά κρατούσεν, έτσι, πού, με σκιόφως
γλυκό περιβλημένη, καθώς ένας
πόνος μικρός, η θέση φάνηκε η άδεια,
κι’ ως ίχνος μοναξιάς ήταν, κι’ ως κάτι
σα γήινου χρόνου λείψανο, σαν ένα
μαραμένο σφάλμα ήταν-. Την κοιτούσαν:
αγωνιώντας Τον έβλεπε, σκυμμένη
βαθιά, σά να ‘νιωθεν: ο πιο μεγάλος
πόνος του, εγώ ‘μαι-: και λιγώθηκε αίφνης.
Μά οι Άγγελοι τη συνέφεραν, κ’ έτσι όπως
τη βάναν να καθήσει, τραγουδώντας
μακάρια, το στερνό ύψωναν κομμάτι.
     ΙΙΙ
Μά, στον Απόστολο Θωμά, που ερχόταν,
τι πάρωρά ‘ταν, σίμωσε ο γοργός
Άγγελος, πού τον καρτερούσε απ’ την ώρα,
και πρόσταξε, στου τάφου πλάι τον τόπο:

«Σπρώξε στο πλάι την πέτρα: Θές να μάθεις
πού ‘ναι Αυτή πού ταράζει την καρδιά σου;
Δές: σαν προσκέφαλο έμεινε λεβάντας
για μια στιγμή εδώ μέσα απιθωμένη,

πού της γης να μυρίζουνε στους αιώνες
οι πτυχές όλες, σαν ωραίο μαντήλι.
Όλοι οι άρρωστοι (το νιώθεις ;) οι νεκροί όλοι
έχουνε ναρκωθεί από το άρωμά της.

Το σάβανό της δες: Λευκότητα άλλη
πού ‘ναι, πού να το ξεπερνά και μπρός του
να μη θαμπώνει; Και το φως ετούτο,
πού απ’ τ’ αγνότατα αυτά λείψανα βγαίνει,
του ‘ταν κι απ’ το φως του ήλιου πιο καθάριο.

Δεν απορείς πόσο απαλά από εντός του
βγήκε; Τίποτα δεν κινήθηκε, σαν να ‘ταν
ακόμη εδώ σχεδόν. Αλλά τα ουράνια
σαλέψανε. Κ’ εσύ, άνθρωπε, ό,τι κάνω
να κάνεις! Και γονάτισε! Και ψάλλε!» 

Rainer Maria Rilke, Πράγα, Τσεχία 4/12/1875-Μοντρέ, Ελβετία 29/12/1926, (Das Marien-Leben) 1912, «Ο ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ», .
Στο Ράινερ Μαρία Ρίλκε, ΕΚΛΟΓΗ από το ποιητικό έργο του Rainer Maria Rilke εκδόσεις Ηριδανός-Κάδμος, Αθήνα 1957, μετάφραση Άρης Δικταίος.
Ο κύκλος των ποιημάτων του Ράινερ Μαρία Ρίλκε, «Ο ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ», που σχεδιάστηκαν από τον ποιητή στα 1912, και φανερώνουν την προσωπική του σχέση με την καθολική εκκλησία και τα ιερά της πρόσωπα και σύμβολα, αυτήν την πολύ ιδιαίτερη και στενότατη σχέση που διατήρησε μέχρι το τέλος του σύντομου βίου του με τον καθολικισμό. Περιλαμβάνει τα εξής ποιήματα:
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ-ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ-Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ-ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΗΝ ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ-ΟΙ ΥΠΟΨΙΕΣ ΤΟΥ ΙΩΣΗΦ-Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΠΟΙΜΕΝΑΣ-Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ-ΑΝΑΠΑΥΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗ ΦΥΓΗ ΑΠΌ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ-Ο ΕΝ ΚΑΝΑ ΓΑΜΟΣ-ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΘΗ-ΠΙΕΤΑ-Η ΓΑΛΗΝΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΑΣΤΑΝΤΑ-Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ, σελίδες 135-149. Επέλεξα να μεταφέρω από την ενότητα αυτή τα ποιήματα που συγγενεύουν κατά κάποιον τρόπο με την εορτή της Κοίμησης. Αντίθετα από τα ποιήματα εκείνα που αναφέρονται στον ευαγγελισμό της και στην γέννηση του Χριστού που ανήκει σε άλλον εορταστικό κύκλο.
Ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε, είναι ένας κατεξοχήν θρησκευτικός ποιητής, όλο του το ποιητικό έργο-και όχι μόνο θα γράφαμε «ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΩΡΩΝ» είναι μια προσευχή που απευθύνεται άμεσα, αυθεντικά, απροσποίητα, βιωματικά, προς τον Θεό. Μια διαρκής υμνολογία προς τον  Θεό που σαν ευαίσθητος μύστης ο ποιητής, διαισθάνεται διαρκώς παρόντα μέσα στην καθημερινότητά του, τις ατομικές του δραστηριότητες, τις σχέσεις του με τις γυναίκες, το φιλικό του περιβάλλον, τους ανθρώπους γύρω του. Ο Ρίλκε βλέπει τον Θεό σαν διαρκώς δρώντα και πανταχού παρόντα μέσα στην φύση, μέσα στις ψυχές των ανθρώπων, μέσα στην ιστορία, μέσα στην ροή της ιστορίας. Οι εικόνες που χρησιμοποιεί είναι εικόνες πανθεϊστικού μεγαλείου, υπερβατικής θρησκευτικότητας, σύμβολα οραματικά, ελεγείες ενός ουράνιου σχεδιασμού του κόσμου, μιας άλλης διάστασης που είναι εναργή μέσα στις ζωές των ανθρώπων, παρά του ότι δεν μπορεί να εκφραστεί, είναι άρρητη για τον ανθρώπινο νου. Το έργο του, είναι ένας κόσμο αιώνιου Θεϊκού μυστηρίου που καμία ανθρώπινη λογική δεν μπορεί να ερμηνεύσει, καμιά ανθρώπινη γραφή δεν δύναται να περιγράψει επακριβώς.  Έστω και αν βοηθιέται στην προσπάθειά του αυτή από τους Αγγέλους που πλημμυρίζουν πολλές του ποιητικές συνθέσεις. Ο ίδιος γνωρίζει ότι ο Θεός που είναι τα πάντα, αποκαλύπτεται στους σαλούς, τους προφήτες, τους αποδημητάς, τους ερημικούς, αυτούς που δεν σου γεμίζουν κατά το κοινώς λεγόμενο το μάτι, στους μωρούς του κόσμου. Τα λόγια του, μας φανερώνουν την στενή και διά βίου σχέση του ποιητή με την πίστη σε ένα ανώτατο Ον, που οι δημιουργικές του ενέργειες διαχέονται σαν ηλιαχτίδες μέσα στην φύση, σε όλη την πλάση, αλλά και ζεσταίνουν τις ψυχές των όντων. Αυτός ο έντονος ατομικός χαρακτήρας της θρησκευτικότητάς του, έχει τις ρίζες του στους μυστικούς του μεσαίωνα, στο έργο του δομινικανού μοναχού Μάιστερ Έκχαρτ (Eckahart), και όχι σε παραδοσιακές τελετουργίες των κατά τόπους εκκλησιών. Ο κόσμος και τα χιλιάδες μυστικά του αποκαλύπτεται σε κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, ιδιαίτερα, προσωπικά.  Μας ερμηνεύεται μέσω οραματικών καταστάσεων από μια ανθρώπινη συνείδηση που διαρκώς αναζητά να ερμηνεύσει το αόρατο, το ασύνορο, το αιώνιο, το αινιγματικό, το υπέρλογο. Υπάρχει μια διαλεκτική σχέση μεταξύ του ανθρώπου και του θεού που εκδηλώνεται μέσα στο έργο του με την μορφή πολλαπλών εκδηλώσεων μιας φαινομενικότητας που εκφράζεται ως παγκόσμια ή ατομική του καθενός Μοίρα. Μια Μοίρα που προέρχεται από τις θεϊκές ενέργειες που διαχέονται μέσα στο φυσικό περιβάλλον, το Σύμπαν και μας το καθιστούν φανερό,  αναγνωρίσιμο. Σε κάποιον στίχο του γράφει: «Μοίρα ονομάζεται τούτο: να στέκεις απέναντι και τίποτα έξω από αυτό, απέναντι πάντα». Αυτήν την οικουμενική Μοίρα του Ανθρώπου που στέκει πάντα απέναντι στα πράγματα του κόσμου και της ιστορίας, απέναντι στον Θεό, είναι που μας διηγείται μέσα από τις πολυσύνθετες εικόνες και τα προερχόμενα από την θρησκευτική ιερή ιστορία και παράδοση σύμβολά του ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε. Ο Θεός στο έργο του Ρίλκε, θα γράφαμε ληθαργεί, βρίσκεται σε ένα είδος ύπνωση και αναμένει από εμάς να τον ξυπνήσουμε, να τον επαναδραστηριοποιήσουμε μέσα στην φύση και τις ζωές μας, τις σχέσεις μας. Η λαμπρότητά του, είναι μια οντολογία απειράριθμων σχέσεων μέσα στην φύση συμπεριλαμβανομένου και του θανάτου. Όλα τα της πλάσης λογοδοτούν στο όνομά του μέσω του ιδιαίτερου βιώματος και ο ίδιος απολογείται μέσω των καταπραϋντικών ενεργειών του. Η σχέση του Θεού με τον αισθητό κόσμο καθορίζεται από την έννοια των πάντων, του όλου κτιστού οικοδομήματος της φύσης. «Όλη η φύσις συστενάζει» λέει κάποιο εκκλησιαστικό τροπάριο. Το Παν βρίσκεται μέσα στο Ένα και το Ένα μέσα στο Παν. Ο ΠΑΝ, ο πανταχού και πάντα παρόν.
Αυτός είναι ο θρησκευτικός μυστικισμός του ποιητή Ρίλκε που έχει τις ρίζες του και τις καταβολές του στον ευρωπαϊκό ρομαντισμό που βίωναν το Επέκεινα μέσα στο φυσικό περιβάλλον και η φύση αντικαθρέφτιζε το Επέκεινα.
«Δείτε, μας επιτρέπεται να ακούσουμε εκείνον, που θα μας εισακούσει στο τέλος» γράφει σε ένα σονέτο του από την συλλογή τα «Σονέτα του Ορφέα». 
Ο Rainer Maria Rilke μέσω της ποίησής του προσπαθεί να οικοδομήσει μια νέα κοσμοθεωρία για τον άνθρωπο, απαλλαγμένη από τα παραδοσιακά συντηρητικά θρησκευτικά βαρίδια της εποχής του, που και εκείνον σε οικογενειακό επίπεδο τον σημάδεψαν, τον δέσμευσαν και τον διαμόρφωσαν. Είναι ο σύγχρονος απολογητής της πίστης στο νόημα της ζωής των νέων ανθρώπων, όπως ήσαν τα παλαιότερα χρόνια οι θρησκευτικοί απολογητές, οι αρχαίοι τραγικοί έλληνες ποιητές, τον μεσαίωνα ο Δάντης Αλιγκέρι, και με έναν άλλον ιδιαίτερο τρόπο ο μεγάλος Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Ο ποιητής-δημιουργός που αρχιτεκτόνησε ένα νέο σύμπαν μέσα στο έργο του, και μας κατέγραψε με κάθε λεπτομέρεια τις κινήσεις, τα πιστεύω του και τις νέες επιθυμίες των ανθρώπων. Ο Ρίλκε είναι ο απολογητής ενός κόσμου που οραματίστηκε όπως ο ποιητής Ουίλιαμ Μπλέηκ. Μόνο που, τα Οράματα του άγγλου ποιητή, βρήκαν κατά κάποιον τρόπο συνεχιστή μέσα στο έργο Το Όραμα του άλλου άγγλου ποιητή του Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς, ενώ του Ρίλκε το έργο, αυτό το πανθεϊστικό της πίστης του όραμα, έμεινε μάλλον στον περιορισμένο χώρο της θρησκευτικής ποίησης και αναφοράς, αν δεν κάνω λάθος. Η συναίσθηση όμως του μυστηρίου του σύμπαντος και των απειράριθμων φανερώσεων μέσα στην φύση των Θείων ενεργειών, του Προσώπου του θα λέγανε έλληνες νηπτικοί ποιητές, είναι σε όλους κοινή. Άλογες υπερβατικές δυνάμεις ασκούν διαρκώς επίδραση πάνω στη Φύση και διαμορφώνουν την ανθρώπινη μοίρα που προσπαθεί εναγωνίως να τις ερμηνεύσει, τις κατανοήσει και τις τιθασεύσει.
     Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα αρχαιόθεμα ποιήματα του Ράινερ Μαρία Ρίλκε, τα λεγόμενα «ΤΑ ΝΕΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ» (1905-1908), όπως παραδείγματος χάρη: «Ορφεύς, Ευρυδίκη, Ερμής», «Η γέννηση της Αφροδίτης», «Ενδυμίων», «Λήδα», «Κρητική Άρτεμις», «Αρχαϊκός Απόλλων», και άλλα. Ξεχωρίζουν και τα ποιήματα για τον ιδρυτή της Βουδιστικής παράδοσης «Βούδας».
Υπάρχουν και δύο ωραία ποιήματα που μιλούν για την αρχαία ποιήτρια την Σαπφώ και την Ήριννα. Έκπληξη προκαλεί και ένα ποίημα που αναφέρεται στον ερωμένο του ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού, Αντίνοο, με τίτλο «ΘΡΗΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΤΙΝΟΟ».
     Παραθέτω και ένα ποίημα του ποιητή και στιχουργού Μάνου Ελευθερίου, που έφυγε πρόσφατα από κοντά μας μια και ο τίτλος του σημειώματος είναι Δεκαπενταύγουστος 2018. Έφυγε σε τραγικές στιγμές για την χώρα μας, ο σπουδαίος αυτός Συριανός δημιουργός, με τον άδικο θάνατο 94 συνανθρώπων μας. Είναι πραγματικά φρικτό, κάθε που γράφω και ένα σημείωμα, αυξάνονται τα θύματα.         
 Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
12 Αυγούστου 2018
Πειραιάς 12 Αυγούστου του 2018
            
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου