Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2018

Οδυσσέας Ελύτης, Αγγελος Σικελιανός, Γιώργος Σεφέρης για το έπος του 1940


Τρείς ποιητές απέναντι στο ‘ 40
Του Παναγιώτη Δ. Μαστροδημήτρη

Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ 30 Οκτωβρίου 1988, σ.57

     Οι ανεξίτηλες εμπειρίες του πολέμου, όπως μετουσιώνονται ποιητικά στο Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας (1945) και όπως καταγράφονται στα Ανοιχτά Χαρτιά (1974) του Οδυσσέα Ελύτη, πέρα από τον προσωπικό τους τόνο, αλλά και ίσως ακριβώς γι’ αυτόν, μας αποκαλύπτουν την άνεση και τη φυσικότητα με την οποία ο Ελύτης συμμετέχει στην περιπέτεια του λαού του. Ο ποιητής αφέθηκε στο κοινό πνεύμα και τον γενικό ενθουσιασμό που συνεπήραν τον τόπο του εκείνον τον καιρό, εβίωσε το πανελλήνιο αίσθημα και το απέδωσε με καθαρόν ελληνικό λόγο. Οι μελλοντικές γενιές θα βρίσκουν σ’ αυτές τις μαρτυρίες (ποιητικές και δοκιμιογραφικές) την έκφραση μιας αδάμαστης εμπιστοσύνης στη δύναμη του ελληνισμού, και πέρα από αυτό, στη δύναμη του ανθρώπου. Ένας ποιητής ο οποίος συνέχισε την παράδοση του Ανδρέα Κάλβου και του Διονυσίου Σολωμού και μας έδωσε τον θησαυρόν της ατομικής μας ιδιοφυϊας με ένδυμα εθνικόν, είναι κάτι περισσότερο από ποιητής: είναι ο διάδοχος του Γένους, ο οποίος, παραλαμβάνοντας την εθνική συνείδηση από τους προγενέστερους, την μεταβιβάζει στους νεότερους εμπλουτισμένη και διευρυμένην από την από την ατομική του αγωνία μέσα στη συλλογική περιπέτεια. Στον Ελύτη, το πατριωτικό και το καλλιτεχνικό χρέος ενοποιούνται πλήρως και συνυπηρετούνται, με τρόπο που η προσφορά στον ένα τομέα μεγιστοποιεί τις δυνατότητες της προσφοράς στον άλλον. Ο ίδιος ηθικός άξονας συνδέει όλα τα επίπεδα της πράξης, τις ίδιες δυνάμεις του κακού αντιμάχονται αγωνιστής του μετώπου και ο ποιητής.
     Για τον Άγγελο Σικελιανό, οι Έλληνες δεν πολεμούσαν απλώς τους Ιταλούς. Γι’ αυτόν ο πόλεμος των δύο κρατών αποκτούσε ηθικό νόημα και πνευματικήν υπόσταση. Στο άρθρο του με τίτλο «Ελληνικές πνευματικές αξίες», θα περιγράψει με μοναδική οξυδέρκεια, μία προς μία, τις διαφορές του ελληνισμού και λατινικού πνεύματος. Εκεί θα υπογραμμίσει την καθολική σημασία της 28ης Οκτωβρίου, προσδιορίζοντάς την ως «κοσμοϊστορικό σταθμό μέσα στην πάροδο των αιώνων», και παράλληλα θα τονίσει το «αδιάρρηκτο και ενιαίο μέτωπο του στρατού, των σκεπτομένων και του λαού». Σ’ αυτό το μέτωπο ο Σικελιανός θα συγχωνευθεί φυσιολογικά και θα ενώσει το προσωπικό του σθένος και τη μεγαλοψυχία του με το συλλογικό φρόνημα. Το χρέος του σκεπτόμενου ανθρώπου, που, σε άλλες στιγμές, από μια συνήθεια του πνεύματός του ρέπει προς την κριτική ανάλυση μάλλον παρά προς την ενθουσιαστική αποδοχή, γίνεται τώρα και σαφέστερο αλλά και υψηλότερο. Στο άρθρο του «Η ελληνική πνευματική επιστράτευση: το ολοκληρωμένο νόημά της» θα θέσει το δραστικό ερώτημα για τις υποχρεώσεις που επιβάλλει στη διανόηση η μέγιστη αυτή ηθική πράξη του λαού και θα απαντήσει με απόλυτην αποφασιστικότητα και ακλόνητη πίστη.
      Ο Σικελιανός στάθηκε για τις δύσκολες εκείνες ώρες του έθνους η πανελλήνια συνείδηση. Προσωποποίησε την αγωνιστικότητα και τη δύναμη του λαού μας, την ακατανίκητη πίστη σ’ ένα ελεύθερο και καλύτερο μέλλον ριζωμένο στο γόνιμο έδαφος της πολιτισμικής μας παράδοσης, που από τη φύση της εναρμονίζεται με τις πανανθρώπινες ηθικές αξίες. Παρά την ηλικία του, ο Σικελιανός παρέμεινε ένας πιστός αγωνιστής και στρατιώτης των ιδανικών της Ελευθερίας. Η στροφή του, κατά την περίοδο του πολέμου και της Κατοχής, σε κοινωνικά προβλήματα δεν άργησε να τον οδηγήσει και στη σύλληψη και διατύπωση των αντίστοιχων κοινωνικών αιτημάτων.
     Ιδιαίτερη σημασία για την εκτίμηση της στάσης του Γιώργου Σεφέρη έχουν οι κρίσεις του για το επαγγελματικό του περιβάλλον, τους συνεργάτες του στο υπουργείο Εξωτερικών και τη γενική κατάσταση που επικρατούσε τότε σ’ αυτόν τον νευραλγικό οργανισμό του ελληνικού κράτους. Εντελώς ανεξάρτητα από την εν μέρει κοινή ταξική τους προέλευση, ο Σεφέρης κρίνει με σαφώς δημοκρατικά-φιλελεύθερα πολιτικά κριτήρια, με αυστηρότητα και με γνώμονα το εθνικό συμφέρον-αξιολογώντας κυρίως το προσωπικό ήθος και την ικανότητα-τους αξιωματούχους όλων των βαθμίδων, με τους οποίους η ιδιότητά τον ανάγκαζε να συνεργάζεται. Η απέχθειά του για το μεταξικό καθεστώς είναι προφανής στα ημερολόγιά του και σε άλλα του κείμενά του-και είναι, εξάλλου, η στάση που θα την περιμέναμε ως φυσιολογική, κρίνοντας από τον βίο και το έργο του. Και εκείνο που τον κάνει να αγανακτεί εντονότατα, καθώς ο πόλεμος πλησιάζει την Ελλάδα, είναι η φασιστική και γερμανοφιλική νοοτροπία των κυβερνητικών παραγόντων, σε συνδυασμό με τη φοβία και τη μικρόνοιά τους, νοθεύει (κάποτε και πολύ ύποπτα) την εξωτερική πολιτική της χώρας στις κρίσιμες αυτές στιγμές, τους εμποδίζει να αντιληφθούν ότι η ιταλική και η γερμανική επίθεση αναμένονται ως νομοτελειακές εξελίξεις και υπονομεύει τον αμυντικό σχεδιασμό και την προετοιμασία του όλου κρατικού μηχανισμού για την αντιμετώπιση της τόσο ορατής απειλής.
     Ο ποιητής, χωρίς συναισθηματικά ξεσπάσματα, παρατηρεί τα πιο σημαντικά γεγονότα. Πρόκειται όμως για μια νηφαλιότητα που αποτελεί τη σεμνή εξωτερική μορφή και το λιτό ύφος, με τα οποία εκφράζονται η βαθύτατη επίγνωση της τραγικότητας των γεγονότων και η οδύνη για τον καταποντισμό των ανθρώπινων αξιών μέσα σε μια Ευρώπη που παραδίδεται στη δικαιοδοσία του πιο απάνθρωπου ολοκληρωτισμού. Στο επίπεδο αυτό η πολιτική σκέψη του Γιώργου Σεφέρη χαρακτηρίζεται από θαυμαστή διαύγεια και οξύτητα και οι συνειδησιακές αντιδράσεις του συνθέτουν ένα υπόδειγμα πίστης στην ελευθερία και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Από εκεί και πέρα, εκείνο που λείπει από τα κείμενα αυτά είναι η συστηματικότερη κοινωνικοπολιτική θεώρηση των αιτιών του πολέμου και η ειδικότερα ιδεολογική στάση του Σεφέρη απέναντι στα ιστορικά γεγονότα. Θα ήταν όμως σοβαρό ερμηνευτικό λάθος να αποδώσουμε την απουσία αυτή σε συντηρητισμό και σε περιορισμένο πολιτικό προβληματισμό. Ο Σεφέρης ήταν ιδεολογικά ένας φιλελεύθερος-κεντρώος, που αντιλαμβανόταν και απεχθανόταν τον ρόλο των αντιδραστικών πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, αλλά και αντιμετώπιζε με επιφυλάξεις και συνειδητές τη δογματική τουλάχιστον μαρξιστική κοσμοαντίληψη, καθώς και πολλές συγκεκριμένες πράξεις της Αριστεράς. Ο δικός του πολιτικός χώρος είναι αυτός της κλασικής αλλά ουσιαστικής δημοκρατίας και του εμπειρικού, θα λέγαμε, αλλά και
του απαιτητικού ανθρωπισμού. Η απάντησή του στο πρόβλημα της κοινωνικής δημοκρατίας, δεν είναι, βέβαια, ολοκληρωμένη, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και ανύπαρκτη. Ο ειδικότερα κοινωνικός προβληματισμός του πρέπει να θεωρηθεί αποσπασματικός.
     Η καινούργια, άγνωστη και ανεξερεύνητη ψυχή του ελληνικού λαού έγινε μέσα σε λίγες μέρες κτήμα του επιφυλακτικού και στοχαστικά κλεισμένου στον εαυτό του ποιητή. Ο Σεφέρης, που παρακολούθησε από το 1936 την αποσύνθεση στην οποία είχε περιέλθει ο τόπος μας, ανακάλυψε μέσα από εκείνο που θεωρούσε ως κάθαρση του δράματος τις ζωντανές δυνάμεις του έθνους μας. Όσο το θαύμα της Αλβανίας εξελίσσεται μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλου του κόσμου, η μεταστροφή του είναι εντυπωσιακή. Αργότερα θα δούμε πόσο πλήρης υπήρξε, ιδιαίτερα μάλιστα κατά τον εκπατρισμό του στην Αίγυπτο και τη Νότια Αφρική. Ο Σεφέρης είχε, βέβαια, από χρόνια προβληματισθεί σοβαρότατα πάνω στο όλο θέμα του Ελληνισμού και είχε διατυπώσει περιεκτικές απόψεις. Από τις απόψεις όμως αυτές έλειπε η επικύρωση μιας σύγχρονης πράξης. Ο πόλεμος του 1940 είναι έτσι το πιο σημαντικό γεγονός που αντικρίζει ο Σεφέρης όταν βρίσκεται στην πλήρη ωριμότητά του. Ως θεωρητικό πνεύμα, παράλληλα, δεν μπορούσε να ενταχθεί χωρίς αναστολές στο κοινωνικό σώμα και να ενστερνισθεί τον ενθουσιασμό του. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι ήταν ένας άνθρωπος που δεν εσυνηθούσε, ούτε στις στιγμές της συλλογικής πίκρας, αλλά ούτε και σ’ εκείνες του συλλογικού ενθουσιασμού, να θεατρίζη τα εθνικά του φρονήματα-για να θυμηθούμε τον χαρακτηρισμό του Ιάκωβου Πολυλά για τον Διονύσιο Σολωμό.
     Ο πόλεμος θα συμβάλει στο να κατανοήσει τις ανεξάντλητες εσωτερικές δυνατότητες του Ελληνισμού, να τις αντικρίσει μπροστά του αξιοποιημένες και να πιστέψει στο μέλλον της Ελλάδας. Και, μολονότι η συνείδηση του τραγικού είναι τόσο βαθιά στον Σεφέρη, ώστε να τον αποτρέψει από το να γράψει έστω και ένα ποίημα που να αναφέρεται στο Αλβανικό έπος και να διερμηνεύσει τον γενικό ενθουσιασμό εκείνων των ημερών, το επίτευγμα αυτό του λαού μας θα λειτουργήσει μέσα του μακροπρόθεσμα και θα ενισχύσει τον ανθρωπισμό των μεταγενέστερων έργων του. Οι διαφορές του Σεφέρη από τον Ελύτη και τον Σικελιανό στην ενθουσιαστική ανταπόκριση στα γεγονότα είναι κυρίως διαφορές βαθμού. Από ιδιοσυγκρασία και νοοτροπία, ο Σεφέρης δεν αντιδρούσε τόσο άμεσα και εκρηκτικά όσο ο Σικελιανός. Ούτε βίωνε το δράμα του πολέμου με τη λυρική ένταση του Ελύτη. Σε όλους, όμως, μπορούμε να επισημάνουμε ένα κοινό χαρακτηριστικό, που τους τοποθετεί και ως ιδεολόγους και ως διανοούμενους. Για όλους, η νίκη στην Αλβανία, όπως, παράλληλα, και η καταστροφή της Ευρώπης, ενέχουν ένα ηθικό νόημα και μήνυμα. Είναι κάτι περισσότερο από μιαν αιματηρή σύγκρουση ανάμεσα σε κράτη ή από τη διαμάχη οικονομικοκοινωνικών συστημάτων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, βέβαια, η πολιτική διάσταση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου εν μέρει παραγνωρίζεται και η καταστροφή γίνεται αντιληπτή και ως υπεριστορικό φαινόμενο, με περιεχόμενο υπαρξιακό-ηθικό. Από την άποψη των συνεπειών του πολέμου, η πρόσθετη αυτή αντίληψη είναι σωστή. Και, αν εξετάσουμε με προσοχή και τη στάση των άλλων διανοουμένων της εποχής, θα παρατηρήσουμε αντίστοιχες αντιλήψεις και επιλογές. Ο Σεφέρης, τόσο ως διπλωμάτης όσο και ως διανοούμενος, παρακολούθησε τον πόλεμο και την Κατοχή με βαθύτατη ένταση και δύναμη, όπως αργότερα και το  δράμα της Κύπρου ή το εθνικό πλήγμα της τελευταίας δικτατορίας.
Παναγιώτη Δ. Μαστροδημήτρη, εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ 30 Οκτωβρίου 1988, σελίδα 57. (Ιδέες και Τέχνες).

Σημείωση:
     Το απόσπασμα της ομιλίας αυτής του ομότιμου καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών κυρίου Παναγιώτη Δ. Μαστροδημήτρη που δημοσιεύτηκε στην έγκριτη εφημερίδα Το Βήμα, πριν τριάντα χρόνια, θέλησα να την εντάξω μέσα στα άλλα δημοσιεύματα που αναδημοσίευσα στην ιστοσελίδα μου με την ευκαιρία της επετείου της 28ης Οκτωβρίου που θα εορτάσουμε σε μερικές ημέρες. Κείμενα που το καθένα τους φωτίζει και μια πτυχή της εποχής εκείνης,-σύμφωνα με την αναγνωστική μου επάρκεια- επώνυμων και ανώνυμων προσώπων και τον ρόλο που διαδραμάτισαν, και φυσικά, τα τραγικά γεγονότα, της Κατοχής, τα πολεμικά συμβάντα και το Έπος της εθνικής Αντίστασης των ελλήνων ενάντια στους Ιταλούς και Γερμανούς κατακτητές. Αναδημοσιεύσω γραπτά, γνωστά μεν στους περισσότερους βεβαίως, από συγγραφείς που έζησαν τα γεγονότα, αλλά, που δεν αναφέρονται και τόσο συχνά στην επέτειο της 28ης Οκτωβρίου που κάθε χρόνο εορτάζουμε. Αντί παραδείγματος χάρη να δημοσιεύσω ποιήματα του Άγγελου Σικελιανού ή αποσπάσματα από τον Πεζά του, αποσπάσματα από τα Ανοιχτά Χαρτιά ή από ποιητικές συλλογές του Οδυσσέα Ελύτη που είναι συναφή με το θέμα, μέρη από το μυθιστόρημα του πεζογράφου Γιάννη Μπεράτη, του Στέλιου Ξεφλούδα ή του Ζήσιμου Σκάρου, δημοσιεύματα του Κώστα Βάρναλη κλπ. Μετέφερα κείμενα που αφορούν την πολιτεία, την εκκλησία, τα ελληνόπουλα εκείνης της περιόδου, τους απλούς ανώνυμους έλληνες, τις εικαστικές τέχνες, την λογοτεχνία την ποίηση. Καθώς και την στάση των διανοουμένων και καλλιτεχνών-της γενιάς εκείνης-που έζησαν από κοντά τα πολεμικά γεγονότα, και συμμετείχαν οι ίδιοι στο ένδοξο έπος των συμπατριωτών μας, της ελλάδας ολάκερης και του λαού της που έγραψε ξανά μετά την επανάσταση του 1821 τις νέες λαμπρές σελίδες του με αυταπάρνηση, θυσίες και θαρραλέο φρόνημα. Συγγραφείς, που εκτός από τις προσωπικές τους ημερολογιακές αναμνήσεις που μας κληροδότησαν για εκείνη την σκοτεινή ιστορική περίοδο, της χώρας και της ευρώπης γενικότερα, στα κατοπινά του πολέμου και της αντίστασης χρόνια έγραψαν και βιβλία με ιστορικό περιεχόμενο και δημοσίευσαν άρθρα σε έντυπα και εφημερίδες. Σκοπεύοντας στο τέλος αυτής της σειράς των μικρών μελετών που έχω διαβάσει-και που όλοι μας γνωρίζουμε-να δημοσιεύσω και γράμματα ελλήνων στρατιωτών από το μέτωπο, σαν αυτά που κυκλοφόρησαν παραδείγματος χάρη στο περιοδικό ΙΣΤΟΡΙΚΑ της παλαιάς εφημερίδας Ελευθεροτυπία, «Σου γράφω από το μέτωπο 1940-1941» Οκτώβριος 2010. Προσπαθώντας επαναλαμβάνω, χωρίς να παραγνωρίζω την ιστορική και καλλιτεχνικής τους σημασία, να μην επαναλάβω τις ίδιες ποιητικές και πεζογραφικές αναφορές που συνήθως γίνονται κάθε χρόνο, αντίθετα τις προϋποθέτω. Ποιητικά έργα ή ποιήματα όπως είναι αυτά της ποιήτριας Σοφίας Μαυροειδή-Παπαδάκη, του συγγραφέα Νίκου Καρβούνη και άλλων δημιουργών, που σημάδεψαν τις συνειδήσεις των νεότερων γενεών όπως και των γενεών του πολέμου και της κατοχής. Ποιητικές μονάδες και εξαιρετικές αφηγήσεις των σκληρών και βασανιστικών αλλά ένδοξων στιγμών του Έθνους. Πολιτικά ημερολόγια όπως αυτά του Γιώργου Σεφέρη, του Γιώργου Θεοτοκά και άλλων αναμνήσεις, τα οποία επίσης μας δίνουν εικόνες και στιγμιότυπα του πολέμου, της κατοχής, της αντίστασης, στρατιωτικά κατορθώματα και κακουχίες των ελλήνων στρατιωτών στο μέτωπο, κρίσεις για επιλογές πολιτικών ιθυνόντων της εποχής, της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά, της κατοχικής κυβέρνησης, των ελλήνων συνεργατών με τις κατοχικές δυνάμεις. Καθημερινά επαναλαμβανόμενα περιστατικά και στιγμιότυπα που βίωσε και αντιμετώπισε ο ελληνικός λαός, το έθνος ολάκερο.  «Το άδικο μας πνίγει κάθε μέρα και περισσότερο. Ο καθένας πολεμά όπως το νοιώθει η ψυχή του» σημειώνει στις 15 Μαρτίου 1942 στα «Φύλλα Κατοχής» η Ιωάννα Τσάτσου. Και πάλι στις 10 Ιουλίου του 1942, «Τούτη η ρωμηοσύνη έχει τη δική της λεβεντιά. Κανένας έλληνας δεν δέχεται να παραδώση το όπλο του». Είναι ο ελεύθερος ελληνικός λαός που έπραξε για άλλη μία φορά το Σολωμικό χρέος του και ας άλλαξε μέσα του ο ρυθμός του κόσμου.
Σε αυτό το σκεπτικό της αντιγραφής και τον σχολιασμό των κειμένων, διαβάζοντας το καλογραμμένο και με σωστές παρατηρήσεις κείμενο του καθηγητή, σκέφτηκα να το αντιγράψω στην ιστοσελίδα, έτσι ώστε, να συμπληρώσω την γενική εικόνα που θέλω να προβάλλω, της άμεσης σχέσης ιστορίας και λογοτεχνίας. Το κείμενο το βρίσκω επίκαιρο και ενδιαφέρον, παρά την παρέλευση μιας τριακονταετίας από τότε που εκφωνήθηκε η ομιλία αυτή. Έχει ταυτότητα, δηλώνει το ύφος του συγγραφέα, την καλλιέργεια, την επιστημοσύνη και την ποιότητα ενός πανεπιστημιακού δασκάλου των ημερών του, έχει ερμηνευτικές θέσεις που τεκμηριώνονται με παραπομπές από τα ίδια τα κείμενα των τριών μας ποιητών, κρίσεις και σχολιασμούς για τις πολιτικές τους επιλογές που προκαλούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Ιδιαίτερα όσον αφορά τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη και τις θέσεις που εκφράζει στα Ημερολόγιά του και στις περίφημες Δοκιμές του.
Το δημοσίευμα αυτό του καθηγητή κυρίου Παναγιώτη Δ. Μαστροδημήτρη, είναι απόσπασμα ομιλίας του «που εκφωνήθηκε προχθές (εννοεί το 1988) στη Μεγάλη Αίθουσα Τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών, κατά τον επίσημο πανηγυρισμό της εθνικής επετείου», όπως αναφέρεται σε σημείωση της εφημερίδας μετά το πέρας του κειμένου. Το παραλλαγμένο κάπως αυτό απόσπασμα, θα πρέπει μάλλον να δημοσιεύτηκε στο Κυριακάτικο φύλο της εφημερίδας, δύο ημέρες μετά τον εορτασμό της εθνικής επετείου, εφ’ όσον βλέπουμε στην πίσω σελίδα (58) να δημοσιεύουν κείμενά τους ο Δημήτρης Φατούρος, «Η περίπτωση ενός δημιουργού (2)» και ο Αγαπητός Γ. Τσοπανάκης, «Η Δημοτική της νέας εποχής» δύο γνωστοί στην εποχή τους έλληνες δάσκαλοι που διετέλεσαν συνεργάτες της εφημερίδας. Ολόκληρη η ομιλία του κυρίου Μαστροδημήτρη που είχε σαν θέμα της τις τρείς ελληνικές αυτές ποιητικές φωνές, (Σικελιανός, Σεφέρης, Ελύτης και τον πόλεμο του 1940) συμπεριελήφθηκε στο τρίτομο έργο του, που εκδόθηκε την ίδια χρονιά, που δόθηκε η ομιλία, και δημοσιεύτηκε στην πρωινή εφημερίδα (1988), από τον εκδοτικό οίκο «ΓΝΩΣΗ» με τίτλο Π. Δ. ΜΑΣΤΡΟΔΗΜΗΤΡΗΣ, ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΆ-ΜΕΛΕΤΕΣ ΚΑ ΑΡΘΡΑ, τόμος Γ΄ σελίδες 173-233 με τίτλο «ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΤΡΙΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940 ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΑΛΒΑΝΙΚΟ ΕΠΟΣ» (ΕΛΥΤΗΣ-ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ-ΣΕΦΕΡΗΣ). Οι δύο άλλοι τόμοι του έργου είχαν εκδοθεί  λίγα χρόνια νωρίτερα ή επανεκδόθηκαν επαυξημένοι (1984).
Το τρίτομο αυτό έργο του πανεπιστημιακού δασκάλου περιλαμβάνει διάφορες ιστορικοφιλολογικές και ερμηνευτικές του μελέτες και δημοσιεύματα, και αφορούν πρόσωπα και έργα της ελληνικής λογοτεχνίας και γραμματείας, που δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής. Δημοσιεύματα παλαιότερα αλλά και ορισμένα πρωτότυπα.  Μελέτες που μας φανερώνουν την μέθοδο έρευνας του συγγραφέα τους και τον ιδιαίτερο τρόπο προσέγγισης των θεμάτων και των προσώπων. Ο πανεπιστημιακός και συγγραφέας-και ιστορικός της λογοτεχνίας-υιοθετεί ένα μοντέλο έρευνας που δεν έχει να κάνει με εξαγωγές απόλυτων ερμηνευτικών συμπερασμάτων ή σχημάτων, στηριζόμενος σε γενικές κρίσεις ή αναφορές, σε επιμέρους αναδείξεις των έργων που εξετάζει. Οι απόψεις του είναι ξεκάθαρες αλλά δεν είναι σχηματικές, απόλυτες εκ καθέδρας θα σημειώναμε. Ο ερευνητής αναζητά να βρει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε έργου, τα στοιχεία εκείνα που φέρει μέσα του και του σπονδυλώνουν την γενική του εικόνα, να ανακαλύψει τους μηχανισμούς λειτουργίας του, τον βαθμό της πρόσληψή του από άλλα μεταγενέστερα έργα, τις επιδράσεις που δέχτηκε ο δημιουργός από συγγενείς ομοτέχνους του, τις παλαιότερες αναφορές του, το κλίμα μέσα στο οποίο κυοφορήθηκε, την κοινωνική και ιστορική ατμόσφαιρα της εποχής. Ερευνά τα ιδιαίτερά του στοιχεία και εσωτερικούς κόμβους ερμηνείας του που του δίνουν την ιδιαίτερη εικόνα της ταυτότητάς του, τις επιδράσεις που δέχτηκε από προγενέστερα έργα, και κυρίως τον ιστορικό περίγυρο που διαμόρφωσε και τις κοινωνικές συνθήκες που αυτό αναδείχθηκε. Τέλος, η αξιολόγηση των έργων γίνεται με νηφαλιότητα, βλέμμα καθαρό, λόγο απλό, γραφή που διαθέτει μεγάλη σαφήνεια, κρίσεις εύληπτες και θέσεις που διακρίνονται για την διαλλακτικότητά τους χωρίς να χάνουν το επιστημονικό τους κύρος και βάθος. Τα κείμενα και οι συγγραφείς που εξετάζει ανήκουν σε όλο το ιστορικό φάσμα της ελληνικής γραμματείας. Προέρχονται από διαφορετικές χρονικές λογοτεχνικές και ιστορικές περιόδους και ανήκουν σε διαφορετικά είδη και τεχνοτροπικές περιοχές. Έτσι έχουμε ένα πανόραμα εξέλιξης της νεοελληνικής και όχι μόνο γραμματείας. Τα κείμενα παρά του ότι είναι κάπως ετερόκλητα, δηλαδή υπάρχουν αυτά που αφορούν τους παραδοσιακούς ποιητές και άλλα που γράφτηκαν με την ευκαιρία μιας επετείου, μιας έκδοσης ενός βιβλίου κλπ., είναι αυτά που θα γράφαμε ότι έχουν έναν επικαιρικό χαρακτήρα, δεν χάνουν την ερμηνευτική τους αξία και την προοπτική της προβληματικής τους. Η εξέταση ενός θέματος δεν γίνεται μόνο με καθαρά θα σημειώναμε λογοτεχνικά κριτήρια αλλά και με όρους που συμπληρώνονται από την κοινωνιολογία και την ιστορία συμπληρωματικά και καθοριστικά. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε έργου αλλά και η σχέση του και η ανοιχτή του συνομιλία με άλλα που παρουσιάστηκαν την ίδια χρονική περίοδο, γίνεται με τρόπο ξεκάθαρο, προθέσεις διαλλακτικής «συναλλαγής», προδιαγραφές σύγχρονες χωρίς να κόβονται οι δεσμοί με την παράδοση στην οποία ανήκουν και προέρχονται, και πολλά, συνεχίζοντάς την. Πολλές μελέτες του κυρίου Μαστροδημήτρη, εξετάζουν άλλους εξεταστές και τις κρίσεις τους πχ. βλέπε τα «Τετράδια Κριτικής» του Απόστολου Σαχίνη, την εξέταση του έργου του ποιητή Κωστή Παλαμά μέσα από τα δοκιμιακά σχόλια και παρατηρήσεις που κάνει για αυτό ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης. Αναφέρομαι στον τρίτο τόμο μόνο που συμπεριλαμβάνει και την ομιλία. Πλάι σε προσεγγίσεις έργων που γίνονται για πρώτη φορά, όπως το ποίημα «Ο Νέος Ερωτόκριτος» του Παντελή Πρεβελάκη. Ο λόγος του συγγραφέα είναι σε σημεία του πυκνός, αλλά όχι δυσνόητος. Και πάντα επιστημονικά τεκμηριωμένος και συμπληρώνεται με τις βιβλιογραφικές πηγές.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 17 Οκτωβρίου 2018          


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου