Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2018

ΓΥΡΩ ΑΠ' ΤΟΝ ΜΩΡΕΑΣ


ΓΥΡΩ ΑΠ’ ΤΟΝ ΜΩΡΕΑΣ

της ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑΣ

περιοδικό ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 
τόμος 7ος /1950, σ. 75-

     Συμπληρώθηκαν φέτος, 5 Αυγούστου 1968, πενήντα χρόνια από τον θάνατο της ποιήτριας Μυρτιώτισσας, κατά κόσμο Θεώνης Δρακοπούλου. Μια ελληνίδα ποιήτρια του προηγούμενου αιώνα που σημάδεψε την εποχή της περισσότερο από άλλες όμορες γυναικείες ερωτικές ποιητικές φωνές. Πανέμορφη, αιθέρια ύπαρξη, (όπως μας δείχνουν οι φωτογραφίες της) καλή ηθοποιός, (όπως γράφουν οι θεατρικοί κριτικοί της εποχής), χειραφετημένη ερωτικά σαν γυναίκα, αλλά και χαροκαμένη μάννα (έχασε τον μοναχογιό της, ηθοποιό Γιώργο Παππά σε νεαρή σχετικά ηλικία), δες το κείμενό της «Ο Γιώργος Παππάς στα παιδικά του χρόνια»,  μας άφησε ποιητική παρακαταθήκη τις ποιητικές της συλλογές «Κίτρινες φλόγες», «Δώρα της Αγάπης» και «Κραυγές», μια δίτομη παιδική ανθολογία, ένα επίσης δίτομο έργο «Ελληνικά ποιήματα κατάλληλα γι’ απαγγελία» μια μετάφραση αρχαίας τραγωδίας, την «Μήδεια» του Ευριπίδη, ένα «Αναγνωστικό της Β΄ τάξης του δημοτικού σχολείου με τίτλο «ΚΡΙΝΟΛΟΥΛΟΥΔΑ» που συνέγραψε μαζί με την Αρσινόη Ταμπακοπούλου. (βλέπε ανατύπωση των εκδόσεων Δίδυμοι-Αθήνα 2003;) Πάρα πολλά σκόρπια δημοσιεύματα και ποιήματα της συναντά ο αναγνώστης σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής, μέχρι σχεδόν τον βιολογικό της θάνατο. Βλέπε ενδεικτικά το περιοδικό των παλαιών δημοτικιστών «Ο ΝΟΥΜΑΣ», την παραδοσιακή «Νέα Εστία», τους τόμους της «Φιλολογικής Πρωτοχρονιάς» και αλλού. Τα ποιήματα που έγραψε και βρίσκονται διάσπαρτα σε πάμπολλα περιοδικά και εφημερίδες μετά την έκδοση των ποιητικών της συλλογών, είναι μάλλον αριθμητικά (;) περισσότερα από αυτά που έχουν εκδοθεί κατά την διάρκεια του βίου της. Τα μικρά της μελετήματα, οι προσωπικές της ενθυμήσεις, τα άρθρα και ορισμένα της σχόλια για καλλιτέχνες και πνευματικούς δημιουργούς του καιρού της, οι κατά καιρούς συνεντεύξεις της, δεν έχουν συγκεντρωθεί αυτόνομα σε τόμο. Παραμένουν αθησαύριστα.
Η ποιήτρια Μυρτιώτισσα τις τελευταίες δεκαετίες έγινε «περισσότερο γνωστή» στο πανελλήνιο από την μελοποίηση ποιήματός της «Σ’ αγαπώ» από τον μελωδό των ονείρων μας, Θεϊκό Μάνο Χατζιδάκι και τον «Μεγάλο Ερωτικό» Χωρίον ο Πόθος. Ένα ερωτικό και ηδυπαθές ποίημα που αγαπήθηκε από απλούς και επώνυμους έλληνες και ελληνίδες διαχρονικά, και εξακολουθεί να μας συγκινεί που, ερμήνευσε, η ευαίσθητη και πλημμυρισμένη τρυφεράδα ερωτική φωνή της Φλέρυς Νταντωνάκη. Ένα θα σημειώναμε «σήμα κατατεθέν» των απανταχού ερωτευμένων. Ο ποιητικός της λόγος, κέρδισε επάξια τα κράσπεδα του χρόνου και ανήκει πλέον στην μεγάλη χορεία των ελληνίδων ποιητριών από την εποχή της Σαπφούς (αυτό το «μαυροτσούκαλο» που λέει ο Οδυσσέας Ελύτης) μέχρι των πρόσφατων ημερών μας, που η γυναικεία ποιητική παραγωγή έχει αυξηθεί και διεκδικεί-και επάξια-την θέση της σιμά στην αντρική.
Ας μου επιτραπεί μία μικρή προσωπική παρένθεση. Θυμάμαι, όταν αναζητούσα στοιχεία για το έργο της τα δημοσιεύματα του ημερήσιου τύπου την περίοδο του θανάτου της. Οι περισσότερες εφημερίδες της εποχής, έγραφαν για τον γάμο της ηθοποιού Τζένης Καρέζης με τον επίσης ηθοποιό Κώστα Καζάκο, και ελάχιστα για την εκδημία της. Και, ότι τα τελευταία χρόνια της ζωής της, τα πέρασα πολύ φτωχικά και με ανέχεια. Το τότε δικτατορικό καθεστώς-με τον Στυλιανό Πατακό σαν εκπρόσωπο, της απένειμε μια μικρή σύνταξη και βιοποριζόταν. Η κηδεία της έγινε δημοσία δαπάνη. Αυτά για να μην λησμονούμε και τα προσωπικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι λογοτέχνες μας, παρά την αναγνώρισή τους από το ευρύ κοινό και τις επανεκδόσεις των έργων τους.
     Με την θύμηση των 50 χρόνων από τον θάνατό της, (1888-5/8/1968) αναδημοσιεύω ένα μικρό αυτοβιογραφικό κείμενό της που δημοσιεύτηκε στον 7ο τόμο της Φιλολογικής Πρωτοχρονιάς του 1950, σελίδες 75-79 καθώς και το ποίημά της Contesse de Noailles που έπεται του κειμένου.
Το αυτοβιογραφικό των νεανικών και εφηβικών της χρόνων κείμενο μας μιλά για τον συγγενή της ελληνογάλλο ποιητή Jean Moreas (Αθήνα 15/4/1856-Παρίσι, Γαλλία 30/4/1910). Την γνωριμία της μαζί του, τις συναντήσεις τους, τα λόγια και ορισμένες σκέψεις του Μωρεάς για άλλους ομοτέχνους του. Το ταξίδι της στο Παρίσι και την συνάντησή τους, καθώς και τις εδώ κατά την επίσκεψη του Μωρεάς στην Ελλάδα, νυκτερινές τσάρκες τους. Επίσης, μας σκιαγραφεί την φυσιογνωμία του πατέρα του Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου, τον Αδαμάντιο Παπαδιαμαντόπουλο και την συγγένεια μεταξύ των δύο οικογενειών.
Μικρή παρατήρηση. Ο αναγνώστης του έργου και των αυτοβιογραφικών κειμένων της ποιήτριας Μυρτιώτισσας, δεν θα συναντήσει σχεδόν καθόλου, (αναφέρω το σχεδόν γιατί ενδεχομένως να υπάρχουν λησμονημένα κείμενά της που δεν έχω δει) αναφορά στην αδερφή της, σπουδαία μουσικολόγο της εποχής. Ίσως υπήρχαν οικογενειακές διενέξεις.
ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ
ΓΥΡΩ ΑΠ’ ΤΟΝ ΜΩΡΕΑΣ
     Ο Αδαμάντιος Παπαδιαμαντόπουλος, πατέρας του Μωρεάς, είχε μάνα Καλαμογδάρτισσα κι’ από κεί η συγγενεύαμε γιατί κι ο δικός μου ο πατέρας κρατούσε απ’ το Καλαμογδαρτέϊκο σόι. Ήταν σπουδαίος νομομαθής και υπήρξε εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου.
     Στα νιάτα του έγραφε στίχους και του άρεσε ν’ απαγγέλλει συχνά, στο μικρό του Γιάννη ποιήματα μεγάλων ελλήνων και ξένων ποιητών.
     Είχε σπουδάσει και χρωστούσε την εξαιρετική του μάθηση στη Γερμανία, γι’ αυτό και το γιό του εκεί τον έστειλε να σπουδάσει. Όμως δεν μπόρεσε όχι ν’ αγαπήσει, μα και μήτε καν ν’ ανεχθεί αυτή τη χώρα. Έφυγε, κι’ όταν ο πατέρας του τον έπεισε να ξαναγυρίσει, σε λίγο ξανάφευγε και δεν πάτησε ποτέ πιά το πόδι του εκεί. Εγκαταστάθηκε στη Γαλλία, στη χώρα των ονείρων του. Μετά την Ελλάδα αυτή διάλεξε για δεύτερη πατρίδα. Εκεί βρήκε τον εαυτό του. Στο Παρίσι, το ποιητικό του ταλέντο ξεδιπλώθηκε άνετα και την ανέβασε στ’ ανώτερα σκαλοπάτια της τέχνης.
     Το έργο που άφησε δεν είναι μεγάλο σε όγκο, μα είναι ωστόσο υπέροχα καλλιτεχνικό. Είναι σαν ένας μικρός αρχαίος αριστουργηματικός Ναός. Ναός που δημιουργήθηκε πάνω στην πιο εξαίσια ελληνική άνθηση. Μέσα στα λίγα αυτά ποιητικά του βιβλία δεν υπάρχει στίχος που να μην τον φωτίζει λίγο φως Ελληνικό. Κι’ όταν θρηνεί κι’ όταν αναγαλλιάζει κι’ όταν φρίσσσει, παντού και πάντα είναι Έλληνας.
     Αν το έργο του είναι γραμμένο σε ξένη γλώσσα τι σημαίνει; Η σκέψη του, ο παλμός του τραγουδιού του, η ψυχή του ολάκερη που είν’ εκεί μέσα, μας το φωνάζει:
     «Είμαι ένας δικός σας !»
Το Μωρεάς τον γνώρισα όταν πήγα στο Παρίσι στα 1901. Νομίζω πως ότι δεν ήμουνα τότε ακόμα σε θέση να νοιώσω και να ψάξω την εξαιρετική του ύπαρξη.
     Ήταν κι’ η νοσταλγία μου για την Ελλάδα τόσο μεγάλη, τόσος αβάσταγος ήταν ο καημός μου, πού δε με άφηνε τίποτα να χαρώ. Πολύ αργότερα, όταν ξαναπήγα, μπόρεσα να γευτώ και τις εμορφιές του Παρισιού κι’ ακόμα περισσότερο όταν μου έγινε ανάμνηση. Γι’ αυτό μπορώ να πω ότι και τον Μωρεάς τον πρωτογνώρισα το 1904 όταν ήρθε στην Ελλάδα για λίγον καιρό με το ζεύγος Silvain πού έπαιξε με το θίασό του στο Στάδιο την «Ιφιγένεια».
      Φοβερός ξενύχτης του Παρισιού, βρέθηκε εδώ πολύ στενοχωρημένος γιατί τότε τα κέντρα κλείνανε νωρίς και δεν ήξερε πού να πάει.
     Γι’ αυτό πολύ συχνά, αργά κατά τα μεσάνυχτα, σταματούσε μ’ ένα αμάξι στην πόρτα μας, στην οδό Θεμιστοκλέους που μέναμε τότε. Ο πατέρας μου δεν έβλεπε μ’ ευχαρίστηση αυτές τις νυχτερινές εξόδους, όμως εκείνος του φώναζε από κάτω με το συγγενικό του θάρρος: «Θα μου τις δώσεις τις κόρες σου κι’ απόψε Αριστομένη». Κι εκείνος τι να κάνει; Μας έδινε.
     Τότε μαζεμένη εκεί κοντά στ’ αμάξι χαιρόμουν την συντροφιά του. Σαν νάνοιγε ένα παραθυράκι σιγά-σιγά και μ’ άφηνε να βυθίζω το βλέμμα μου πιο μέσα, όλο πιο μέσα στ’ απόκρυφα της περήφανης μά και βαριά πληγωμένης του ψυχής.
     Η νύχτα προχωρούσε, κόντευε να ξημερώσει μα δεν έλεγε να γυρίσουμε.
     «Πές μου κείνο το δημοτικό τραγούδι της Κρουστάλλως» μούλεγε. «Μωρή Κρουστάλλω του χωριού…». Και τα ρό του κατρακυλούσαν ηχερά, κρουστάλλινα, σαν τα γάργαρα νερά του χωριού της Κρουστάλλως.
     Οι παραδοξολογίες του ήταν περιώνυμες. Ένα βράδυ περπατούσαμε γύρω από την Ακρόπολη. Δε μιλούσε. Ένα χλωμό φεγγάρι γλυστρούσε μεσ’ από τα σύγνεφα πότε πότε και φώτιζε θαμπά τους Ναούς. Φαινόταν τέλεια συνεπαρμένος από τ’ αρχαίο κάλλος.
     Όταν κινήσαμε να φύγουμε, εκεί κοντά στο Σύνταγμα σταμάτησε και μας είπε με κάποιο θυμό:
     «Μά τι χρειάζονται όλ’ αυτά τα σπίτια; Πρέπει να τα ρίξετε και να μείνει μόνη της η Ακρόπολη. Μόνη όπως της ταιριάζει.»
     Συχνά μιλούσε με κέφι για διάφορες προσωπικές του εντυπώσεις.
     «Όταν ύστερ’ από χρόνια ήρθα στην Ελλάδα-έλεγε-στο διάστημα του Ελληνο-Τουρκικού πολέμου του 1897, τόσος ήταν ο πατριωτικός μου ενθουσιασμός, ώστε φθάνοντας στον Πειραιά μπόρεσα να τον αντικρύσω χωρίς φρίκη! Γυρίζοντας στο Παρίσι έγραψα το «Ταξίδι μου στην Ελλάδα».
     «Τρία πράγματα έχει η Ελλάδα: το Σοφοκλή, τον Υμηττό και μένα» έλεγε.
     Αγαπούσε το καλό φαγητό και τα γλυκίσματα.
     «Εκείνο που θαυμάζει κανείς στην Αθήνα, είναι οι πελώριες πάστες που υπάρχουν παντού».
     Οι λογοτέχνες και οι ποιητές δώσανε προς τιμή του ένα γεύμα.
     «Τι γεύμα έλεγε!» «Φαγητά με πολυποίκιλες ανόητες σάλτσες, μίμηση γαλλικής κουζίνας. Μ’ αν σ’ όλο το Παρίσι είναι ζήτημα αν υπάρχουν παραπάνω από  δύο-τρία ρεστωράν που ξαίρουν να τις φτιάσουν αυτές τις σάλτσες, φαντασθήτε πιά τι μπορούσαν να ήταν αυτές οι εδώ! Έπρεπε να έχουν μερικές τσιπούρες στη σχάρα και χόρτα του βουνού, βρούβες. Αυτό θα μ’ ευχαριστούσε.»
     Τη νύχτα εξακολουθούσε να μας χτυπά την πόρτα κι’ ο πατέρας μας στο τέλος το πήρε απόφαση πώς όσο θάταν εδώ ο Γιάννης αυτό θα γινόταν.
     Όλους τους ποιητές μας τους γνώρισε κι’ απ’ όλους ζητούσε να του πούν ποιήματά τους.
     Ο Πορφύρας του άρεσε εξαιρετικά, μα και πολλοί άλλοι.
     Το Σολωμό νομίζω πώς δεν τον αισθανόταν πολύ. Φαντάζομαι πως η Σολωμική γλώσσα δεν του ήταν αγαπητή. Θρεμμένος με την καθαρεύουσα βρισκόταν πιο κοντά στον Κάλβο και έχει γράψει γι’ αυτόν πως είναι «τραχύς και θαυμαστά σύντομος»
     Για τις «Στροφές» του μιλούσαμε ένα βράδυ και για το ξεχωριστό μέσα σ’ αυτές τραγούδι:
     «Συλλογισμένος κι’ έρημος
     το δρόμο θα τραβήξω…»
     «Αυτό» μας είπε, τώγραψα ένα δειλινό σ’ ένα προάστιο του Παρισιού, κοντά σ’ ένα ποτάμι. Όταν το τέλειωσα, το διάβαζα και το ξαναδιάβαζα δυνατά. Θα το είπα καμμιά τριανταριά φορές. Ξάφνου μ’ έπιασε βαθιά μελαγχολία γιατί σκέφτηκα πώς δεν θα ξαναγράψω άλλο ένα τέτοιο τραγούδι πιά. Όμως είχα άδικο γιατί από τότε έγραψα πολλά καλύτερα απ’ αυτό».
     Για ένα νέο συγγενή μου έλεγε δείχνωντάς τον:
     «Χαριτωμένο παιδί, μά δε νοιώθει τίποτε από ποίηση.»
     Ο Γεώργιος Μπραντές, ο Δανός κριτικός, τον γνώρισε στο Παρίσι. Πρίν φύγει τον ρώτησε ο Μωρεάς σε ποια διεύθυνση μπορούσε να του στείλη μερικά έργα του.
    Ο Μπραντές του λέει: Μπραντές-Κοπεγχάγη απλώς.
     Από φιλοφροσύνη τον ρώτησε κι’ εκείνος:
     «Εγώ που να σας στείλω τα δικά μου;»
     Κι’ ο Μωρεάς του απάντησε:
     «Μωρεάς, Γαλλίαν, απλούστατα.»
     Θέλησα να μάθω κατά πόσον θαύμαζε τον Ρακίνα.
     «Έχει γράψει ένα περίφημο στίχο:
“La fille de Minos et de Pasiphae”
     Έμενε μαζί με την οικογένειά του σ’ ένα ευρύχωρο κι’ ωραίο σπίτι που κρατούσαν αντίκρυ ακριβώς από τη Μητρόπολη.
     Ο πατέρας του τον λάτρευε κι’ αυτός εκείνον. ΄Ωρες κάθονταν οι δυό τους και συζητούσαν για διάφορα φιλολογικά κι’ επιστημονικά ζητήματα.
     Τον θυμάμαι τον πατέρα του. Ήταν ένας ψηλός γεμάτος αρχοντιά κι’ ευγένεια γέροντας. Θυμάμαι, σαν ήμουνα παιδί, πώς ο πατέρας μας συχνά το βράδυ αργούσε να γυρίση κι’ η μητέρα μας πάντα ανησυχούσε. Μά κείνα τα βράδυα γυρίζοντας ήταν πάντα ευχαριστημένος και ξεκούραστος. Μας έλεγε «Ήμουνα στο θείο μου το Διαμαντή». Κι’ εμείς πιά καταλαβαίναμε το λόγο της αργητάς του. Μορφωμένοι κι’ οι δυό εξαιρετικά, άγγιζαν θέματα πού δεν είχαν τέλος κι’ αποξεχνιούνταν πάνω στη συζήτηση.
     Το ίδιο γινόταν τώρα με τον γυιό του. Πόσο χαιρόταν το γυρισμό του ύστερ’ από τόσα χρόνια!
     Μια μέρα μας είπε: «Ο πατέρας μου καταλαβαίνει πώς με στενοχωρεί το σπίτι κι’ ότι δεν πρόκειται να μείνω για πολύ. Αυτό του κοστίζει, λυπάται και μούπε χθές να πάμε να καθήσουμε μαζί κάπου αλλού οι δυό μας, όπου μ’ αρέσει, τον καιρό που θα μείνω ακόμα στην Ελλάδα. Θέλει να με κρατήση κοντά του περσότερο, να με βλέπει, μα πώς να γίνη; Μ’ εγοήτεψε αυτή η ιδέα του μα σκέπτομαι τι θα πουν οι άλλοι; Ν’ απαγάγω τον πατέρα μου! μ’ αυτό θα ήταν σκάνδαλο για την οικογένεια!»
     Μετά την παράσταση της «Ιφιγένειας» στο Βασιλικό θέατρο, το βράδυ στις 8 Νοεμβρίου, έφτασε κι’ η μέρα που θα παιζόταν πάλι στο Στάδιο.
     Ήταν απόγευμα στις 11 του ίδιου μηνός.
     Ποτέ δε θα ξεχάσω εκείνο το δειλινό. Δεν αντιλαμβανόσουν πως άκουγες σε μια ξένη γλώσσα το έργο, τόσο η μετάφραση στα Γαλλικά ήταν σφιχτά δεμένη και φωτισμένη από το αρχαίο Ελληνικό κείμενο. Μόνον ένας μεγάλος σύγχρονος Έλληνας ποιητής μπορούσε να επιτελέση έναν τέτοιον άθλο! Τ’ αγέρι επάλλονταν απ’ τα χειροκροτήματα κι’ ο κόσμος ζητωκραύγαζε παράφορα. Ακόμα κι’ οι πιο ανίδεοι νοιώσανε τη λαμπρότητα του λόγου και τη θεϊκή αρμονία των στίχων.
     Μού φαίνεται πώς ήταν ευτυχισμένος εκείνη την ημέρα. Απόδινε στην Ελλάδα ένα χρέος γιατί καλά τώξαιρε πώς σ’ αυτήν χρωστούσε την εξαιρετικότητά του.
     «Φεύγω», μα θα ξανάρθω πάλι μιάν Άνοιξη» μας είπε το τελευταίο βράδυ πού τον είχαμε κοντά μας.
     Κι έφυγε, όμως δεν μας ξανάρθε πιά.
     Όταν αργότερα, το 1908, πέθανε εδώ ο πατέρας του, φαίνεται πως η λύπη που δοκίμασε σαν το έμαθε, ήταν πολύ μεγάλη. Πήρε ένα αμάξι και γύριζε όλη την ημέρα στους κεντρικούς δρόμους του Παρισιού και στα Βουλεβάρτα. Όποιον γνωστόν του αντάμωνε τον σταματούσε κι’ άρχιζε να του μιλά για τον πατέρα του που είχε πεθάνει στην Αθήνα. «Ο πατέρας μου δεν ήταν τύπος συνηθισμένος είχε κάτι το ξεχωριστό.»
     Τον ξαναείδα πάλι στο Παρίσι το 1909 ένα χρόνο πριν πεθάνει. Μου φάνηκε αλλοιώτικος δεν είχε διάθεση. Έδινε την εντύπωση σάμπως να την έσερνε άσκοπα την ζωή του. Ήταν όλος ανία.
     Ένα βράδυ στο Café Vachette, μιλώντας αργά και κουρασμένα, μας είπε: Πήγα χθες στο σπίτι ενός φίλου μου Γάλλου έξω απ’ το Παρίσι. Ήθελε καλά και σώνει να μου δείξη την καινούργια του εγκατάσταση και τις πολύτιμες συλλογές του. Συλλογές από όστρακα σπάνια της θάλασσας και άλλες διαφόρων ειδών. Χρόνια και χρόνια τα μάζευε κι’ ήταν πολύ περήφανος για τ’ αποχτήματά του. Κάθε τόσο με ρωτούσε πώς μου φαίνονταν το ένα και πώς το άλλο. Τι να του πώ;
     «Ωραία! Περίφημα! Ωστόσο συλλογιέμαι πώς για νάχης την υπομονή να τα μαζέψης όλ’ αυτά και να στολίσης με τέτοιον τρόπο το σπίτι σου, είναι φανερό πως αποφάσισες να το στρώσης για καλά εδώ κάτω!»
     Το τελευταίο βράδυ προτού φύγουμε για την Ελλάδα, φάγαμε μαζί σ’ ένα Ιταλικό ρεστωράν. Του άρεσε η Ιταλική κουζίνα που θυμίζει κάπως τη δική μας Ανατολίτικη.
     Εκεί του είπα, για να τον ευχαριστήσω, ότι είχα παίξει την Αντιγόνη του Σοφοκλή στο αρχαίο κείμενο, όταν συνήλθε εδώ το Αρχαιολογικό Συνέδριο, το 1905, με μεγάλη επιτυχία.
     Ήξαιρε πώς έπαιζα κάποτε στο θέατρο ερασιτεχνικά, και μου το είχε θερμά συστήσει όταν είχε έρθει στην Ελλάδα.
     Το 1910 πέθανε στο Παρίσι από εγκεφαλική συμφόρηση. Αισθάνθηκε το τέλος του και το περίμενε με μιάν Ολύμπια ηρεμία.
     Όταν ένας φίλος του Γάλλος θέλοντας να τον παρηγορήση, του είπε πως γρήγορα θα γίνη καλά, ανασηκώθηκε στο κρεββάτι του και σχεδόν με οργή του αποκρίθηκε:
     «Τι λές! Να ξαναρχίσω αυτή την κουταμάρα;»
     Η ζωή δεν είχε πιά γι’ αυτόν καμμιά σημασία. Της είχε πάρει ό,τι χρειαζόταν η ψυχή του για να δημιουργήση και τώρα έδινε φιλικά μ’ ευγνωμοσύνη το χέρι τους το θάνατο που ερχόταν να τον απολυτρώση.
     Η Κοντέσσα ντέ Νοάϊγ, η μεγάλη Ελληνογαλλίδα ποιήτρια, του είχε αφιερώσει δύο έξοχα ποιήματα που τάχω μεταφράσει.
      Αισθάνομαι την ανάγκη να τελειώσω αυτά τα σύντομα σημειώματά μου γύρω απ’ τον ποιητή, με το ένα απ’ αυτά:
Της Ιωνίας το πέλαγο κ’ η θάλασσα της Κρήτης
τους προγόνους μας τύλιγαν στο αιθέριο τους τ’ αγέρι,
όταν με πίστη η τολμηρή μας έδειξε Ειμαρμένη
καινούργιον ουρανό στα ξένα μέρη.

Κ’ ήρθαμε απ’ την αβρότατη και μυρωμένη χώρα,
πού είν’ οι θεοί της άνθρωποι, και ταπεινοί οι ναοί,
πούναι γενναία η φρόνηση, πού η θλίψη είναι σοφή,
πού κυβερνάει το μέτρο.

Το πνεύμα σου, όλο βάλσαμο και θύμηση, πιστό
στο χώμα το γαλατικό για πάντα έχει απομείνει,
στην ιστορία προσφέροντας μ’ ευλάβεια το ρυθμό,
τους νόμους, τη γαλήνη.

Κι’ άς στέρευε της θάλασσας η παναιώνια βρύση,
-ώ! ταξιδιώτη που οδηγούν τα ιωνικά μαϊστράλια,-
ο βόγγος των κυμάτων μας προτού να ξεψυχήση,
στα γαλλικά ακρογιάλια!

ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ, Περιοδικό ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ τόμος 7ος σελίδες 75-79
Σημειώσεις:    
Διατήρησα την ορθογραφία του κειμένου ακόμα και αν διαισθανόμουνα ότι ίσως οφείλονταν σε τυπογραφικές αβλεψίες τα λάθη. Οι διαφορετικοί τύποι των καταλήξεων των ρημάτων και η ορθογραφική εικόνα πολλών ουσιαστικών προέρχεται από την παλαιά γραμματική και ορθογραφία. Δεν χτένισα το κείμενο σύμφωνα με την γραμματική και τους κανόνες του Μανώλη Τριανταφυλλίδη, θεωρώντας ότι έχει και η παλαιά ορθογραφία την ομορφάδα της, τους δικούς της ήχους, την δική της οπτική αποδοχή. Όπως έχω πράξει σχεδόν σε όλα τα παλαιότερα κείμενα που έχω αντιγράψει στην ιστοσελίδα μου, από τότε που άρχισα να επαναφέρω παλαιά κείμενα. Η μόνη δυσκολία είναι, ότι δεν υπάρχει-σε μένα-τεχνικά η δυνατότητα να αντιγράψω το κείμενο της Μυρτιώτισσας στο πολυτονικό.
Η ετήσια λογοτεχνική και καλλιτεχνική έκδοση ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ, που εξέδιδε το παλαιό τυπογραφείο του Αριστείδη Μαυρίδη, ο οποίος υπήρξε ο διευθυντής και εκδότης των τόμων, τα Γραφεία της τότε στεγάζονταν στην οδό Θεμιστοκλέους 11 στην Αθήνα, εξακολουθεί ακόμα και στις μέρες μας να προκαλεί το ενδιαφέρον των αναγνωστών και φίλων της λογοτεχνίας. Το περιοδικό εξακολουθεί να κυκλοφορεί. Στο εμπόριο σε γνωστό παλαιοπωλείο κατόρθωσα να βρω σε έναν δεμένο τόμο τις χρονιές 1949-1950.
Όταν η Μυρτιώτισσα δημοσιεύει τις προσωπικές της αναμνήσεις βρίσκεται ήδη στον έκτον τόμο της κυκλοφορίας του, η συνεργασία της συνεχίζεται και σε άλλους τόμους.
Οι ετήσιοι αυτοί τόμοι της ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ παρουσιάζουν θα γράφαμε μια αισθητική ιδιαιτερότητα που προκαλεί ευχάριστη έκπληξη και ικανοποίηση. Σε όλους τους τόμους-που γνωρίζω-υπάρχουν ένθετες φωτογραφίες έργων εικαστικών δημιουργών ή μικρότερες, μισές σελίδες με έργα γνωστών και καταξιωμένων ελλήνων καλλιτεχνών. Βλέπε Βάσω Κατράκη, Δημήτρη Γαλάνη, Τάσσο, Τηνιακό, Αλέξανδρο Κοντόπουλο, Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, Ντουφεξιάν, Μιχάλη Νικολινάκος Σεμερτζίδη και πολλών άλλων. Ζωγραφικά ή χαρακτικά έργα, χαλκογραφίες, σχέδια με μολύβι, ξυλογραφίες, βινιέτες, μικρά σχέδια που αρχίζουν ή κλείνουν ένα κείμενο, σκίτσα συγγραφέων, έργα φωτογραφημένα που είναι κολλημένα στις σελίδες, ελαιογραφίες κλπ. Και μόνο το ξεφύλλισμα του περιοδικού, είναι αυτό που στην καθομιλουμένη αποκαλούμε χάρμα οφθαλμών. Η αισθητική ποιότητα της έκδοσης, ανεξάρτητα από τα λάθη του τυπογραφείου που συναντάμε στις σελίδες, είναι εξαιρετική. Μας φανερώνει το καλαίσθητο κριτήριο του εκδότη και δημιουργού. Το ετήσιο αυτό περιοδικό, έχει το δικό του χρώμα και αισθητική ταυτότητα. Παρά του ότι πολλά του κείμενα και μελέτες δεν είναι πρωτότυπες αλλά αναδημοσιεύσεις από άλλα έντυπα ή βιβλία. Δεν λείπουν ασφαλώς και οι πρώτες δημοσιεύσεις και οι συμμετοχές από γνωστούς συγγραφείς. Του κειμένου παραδείγματος χάρη της ποιήτριας Μυρτιώτισσας προηγείται το έργο από τον «Απολεσθέντα Παράδεισο» του χαράκτη Δημήτρη Γαλάνη. Ενώ στο τέλος έχουμε ένα περιστέρι με κλαδί ελιάς. Μια εκδοτική κυκλοφορία, που παρ’ ότι δεν απευθύνεται σε εικαστικούς ή δεν έχει αμιγώς εικαστική θεματολογία,- όπως παλαιότερα «Ο Καλλιτέχνης» και άλλα περιοδικά-ο αναγνώστης του ικανοποιείται διπλά. Αν συναριθμήσουμε τους τόμους, θα έχουμε μια μικρή πινακοθήκη έργων και καλλιτεχνών της εποχής.
Ορισμένα λεγόμενα του Jean Moreas, τα υπογράμμισα γιατί μου άρεσαν. Τα βρήκα εύστοχα για έλληνα διανοούμενο ευφυολογήματα. Κάτι, που συνηθίζονταν στην εποχή τους. Σαν «μίμηση» του Ουαλδικού πνεύματος. Αλλά του Oscar Wilde τα “minima moralia” είναι ασυναγώνιστα. Θυμάμαι όταν διάβασα παλαιότερα το βιβλίο «Αγαπημένη μου Χαϊδελβέργη» του έλληνα φιλοσόφου αλησμόνητου Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου, σε κάποια σελίδα του γράφει όπως η μνήμη τόσων διαβασμάτων έχει συγκρατήσει, μιλώντας για τους σπουδαιότερους και μεγαλύτερους φιλόσοφους της εποχής του. Λέει ο Θεοδωρακόπουλος: «Υπάρχουν δύο μεγάλοι φιλόσοφοι στον αιώνα μας. Ο ένας είναι στην Χαϊδελβέργη».
Η Μυρτιώτισσα αναφέρεται στο δεύτερο ποίημα που έχει αφιερώσει η ελληνογαλλίδα ποιήτρια Κοντέσσα ντε Νοαϊγ, στον Μωρεάς. ΣΤΟ JEAN MOREAS I, «Στα χρόνια τα περήφανα κι’ αθώα που κανένας/ δε νοιώθει την αληθινή εμορφιά του τραγουδιού,…» από τις «ΑΙΩΝΙΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ» και στο ΙΙ που δημοσιεύεται. Η Μυρτιώτισσα, μετέφρασε Κοντέσσα ντε Νοαϊγ στα 1928. Μια ανθολογία 94 σελίδων που περιέχει ποιήματα από διάφορες συλλογές της Contesse de Noailles, και μικρό πρόλογο του Ε. Αθανασιάδη.
Ενδιαφέρουσα ακούγεται και η πληροφορία ότι του άρεσε η ποίηση του λυρικού ποιητή του μεσοπολέμου πειραιώτη Λάμπρου Πορφύρα.
Το 1965 από τις εκδόσεις Alvin Redman Hellas εκδίδονται τα Άπαντά της με πρόλογο του συγγραφέα Τάσου Αθανασιάδη και εισαγωγή του κριτικού της γενιάς του 1930 Αντρέα Καραντώνη. Ενώ το 2002 στην σειρά «εκ νέου» των εκδόσεων Γαβριηλίδης-Αθήνα, κυκλοφόρησε μια ανθολογία ποιημάτων της.
Δεν αναφέρομαι καθόλου στον ποιητή των «ΣΤΡΟΦΩΝ» των Ζαν Μορεάς (πότε τον συναντάμε με ο και πότε με ω) γιατί θα το πράξω σε άλλο σημείωμα. Για την ιστορία όμως και συμπληρωματικά να αναφέρουμε κάτι ήδη γνωστό τους παροικούντες της λογοτεχνικής ιερουσαλήμ ότι, οι «ΣΤΡΟΦΕΣ» του JEAN MOREAS μεταφράστηκαν από τον ποιητή «κύριο Μιλτιάδη Μαλακάση» για να θυμηθούμε και τον γνωστό στίχο του Κώστα Καρυωτάκη, στα 1920 και κυκλοφόρησε στην Αθήνα από την ΑΘΗΝΟΓΕΝΕΙΟΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ όπως αναγράφεται στο εξώφυλλο. Η εισαγωγή του μεταφραστή «Ο Αθηναίος Μωρεάς τιμή Γαλατών» που δανείζεται από τον Maurrice du Plessys είναι εξαιρετική. Καθώς και η οβάλ φωτογραφία του μυστακοφόρου και με μονόκλ, με αγριωπό βλέμμα ποιητή. Και, διαβάζονται ακόμα ευχάριστα «ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΕΤΗ ΤΟΥ ΖΑΝ ΜΩΡΕΑΣ» του Μπάμπη Άννινου, που εκδόθηκε στην Αθήνα από τις εκδόσεις Δ. & Π. Δημητράκου χ.χ. (από τα μισά σχεδόν του βιβλίου αναφέρεται στον Μωρεάς). Και το νεότερο μελέτημα του Γιώργου Γιάνναρη, «ΖΑΝ ΜΩΡΕΑΣ Ο Έλληνας» εκδόσεις Κάκτος 1984.
Άραγε, στην Γαλλία υπάρχει σχετικό ενδιαφέρον στις μέρες μας για τον ελληνογάλλο αυτόν ποιητή, ή λησμονήθηκε και αυτός όπως και πολλοί άλλοι τόσο στην χώρα μας όσο και στο εξωτερικό;
Αλλά, δια τον «μόνον» ποιητήν της φίλης Γαλλίας, αυτήν την ακτίνα την Πινδαρική, «Μια ακτίνα Πινδαρική έρχεται από τη νύχτα των αιώνων» που αναφέρει ο Leon Daudet, θα επανέλθωμεν.
ΥΓ. Υπάρχουν σκόρπιες πληροφορίες ότι όταν επισκέφτηκε την Ελλάδα ο Ζαν Μωρεάς, κατέβηκε στο Φάληρο.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 6 Οκτωβρίου 2018                    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου