Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2018

Η Εποποιϊα του 1940 μέσα από τις σελίδες των λαϊκών περιοδικών


Σέξ απήλ και πόλεμος
Η εποποιία του ’40 μέσα από  τις σελίδες των λαϊκών περιοδικών
της Λίζας Μιχελή
Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 27 Οκτωβρίου 1991, «Νέες Εποχές». σ.

     Μεταφέρω εδώ και μερικές εβδομάδες στην ιστοσελίδα μου δημοσιεύματα για τον πόλεμο του 1940, της Κατοχής, και το Έπος της Εθνικής Αντίστασης. Κείμενα παλαιότερων δημιουργών που μας μιλούν για το αδούλωτο και ελεύθερο φρόνημα του ελληνικού λαού. Ενός λαού βασανισμένου και ταλαιπωρημένου μέσα στην ιστορία, διωγμένου πολλές φορές μέσα στον αιώνα που μας πέρασε από τις πατρογονικές του εστίες. Του βασανισμένου ελληνικού λαού που τον τραγουδά ο Μίκης Θεοδωράκης. Που δεν φοβήθηκε να αναμετρηθεί με την μοίρα της ιστορίας του και να νικήσει. Να σταθεί υπερήφανος και ορθός μπροστά στον ισχυρότερό του κατακτητή, που παρά την κατάκτησή του τελικά από υπέρτερες από αυτόν στρατιωτικές δυνάμεις, αγωνίστηκε μέχρι εσχάτων και μας έδωσε καινούργιες σελίδες της ένδοξης ιστορίας του όπως οι πρόγονοί του αγωνιστές του 1821.
Σε φάκελο με βιβλιογραφικές πληροφορίες για εκείνη την περίοδο που ενδεικτικά είχα συγκεντρώσει, διάβασα ξανά και το κείμενο της Λίζας Μιχελή. Όλοι μας γνωρίζουμε ότι η βιβλιογραφία για τα γεγονότα εκείνης της περιόδου-πολεμικά, κοινωνικά, πολιτικά, στρατιωτικά-είναι ογκωδέστατη και συνεχώς εμπλουτιζόμενη με νέα κάθε φορά στοιχεία και πληροφορίες. Να θυμηθούμε ενδεικτικά σημειώνω το γνωστό αφιέρωμα του λογοτεχνικού περιοδικού «Διαβάζω» τεύχος 58/15-12-1982, σ.21-70, με τίτλο «Αντίσταση και Λογοτεχνία» με τα εξαιρετικά κείμενα που υπογράφουν οι: Δημήτρης Δασκαλόπουλος, «Εκδοτική και πνευματική ζωή 1941-1944, Γιώργος Βελουδής, «Η ελληνική λογοτεχνία στην Αντίσταση», Αλέξανδρος Αργυρίου, «Σύντομες αναφορές σε περιοδικά της Κατοχής», Κώστας Κουλουφάκος, «Η αντιστασιακή λογοτεχνία», Έλλη Αλεξίου, «Οι συγγραφείς στην Αντίσταση», Θανάσης Φωτιάδης, «Η πολιτιστική Αντίσταση στη Θεσσαλονίκη (1941-1944), ενός λογοτεχνικού περιοδικού σταθμός στα ελληνικά γράμματα για τους νέους της γενιάς μου και όχι μόνο. Επίσης, να ξαναθυμίσουμε το αφιέρωμα του λογοτεχνικού περιοδικού «Ελεύθερα Γράμματα» αρ.1-5/5,6, 1945 με τίτλο «Η Πνευματική Ελλάδα εμπρός στο δρόμο της Κατοχής» (σειρά συνεντεύξεων), τα δύο αφιερώματα του παλαιού περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης» τχ. 10/10,1995, «Αφιέρωμα στην Εθνική Αντίσταση» και τχ.87-88/3,4, 1962 «Οι πνευματικοί άνθρωποι στην Εθνική Αντίσταση», το αφιέρωμα στην «Εθνική Αντίσταση» του πολιτικού περιοδικού «Αντί» τχ. 54/18-9-1976, τόμος 5ος , το αφιέρωμα και πάλι στην «Εθνική Αντίσταση» του λογοτεχνικού περιοδικού «Τομές» τχ. 52/9,1979 του ποιητή Δημήτρη Δούκαρη, τα αφιερώματα του παραδοσιακού περιοδικού «Νέα Εστία», δες τχ. 752/1-11-1958 και σε άλλα τεύχη της. Πολλών τευχών της «Ελληνικής Δημιουργίας» που συγκεντρώθηκαν και εκδόθηκαν σε έναν τόμο, με τον γενικό τίτλο «ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 1940», εκδόσεις Δημητρίου Ν. Παπαδήμα 1974, (που περιλαμβάνει τα τεύχη 18/1948, τα τεύχη 41 και 42/1949, το 66/1950 και το 89/1951 και 90/1959) και δεκάδες άλλων μέχρι των ημερών μας λογοτεχνικών περιοδικών. Καθώς και τα αφιερώματα των ημερήσιων εφημερίδων και ποικίλης ύλης λαϊκών περιοδικών και λογοτεχνικών, που συνηθίζουν κάθε χρόνο να δημοσιεύουν συνεντεύξεις επιζώντων, αναμνήσεις από τα χαρακώματα, πολεμικά ανδραγαθήματα ελλήνων στρατιωτών, αφηγήσεις που εξιστορούν τα δραματικά συμβάντα της Κατοχής, την περίοδο της πείνας-του λοιμού που έπληξε τον ελληνικό λαό, αλλά και, τα κατορθώματά του. Τις αντιστασιακές οργανώσεις που δημιουργήθηκαν εκείνα τα χρόνια, τις δράσεις των συμμαχικών δυνάμεων και των ξένων στρατιωτών, των αντιστασιακών ομάδων είτε του ΕΑΜ και των άλλων κομμουνιστικών οργανώσεων αντίστασης, τις δράσεις αντίστασης ενάντια στην κατακτητή των αστικών δεξιών ή κεντρώων αντιστασιακών ομάδων, του συνταγματάρχη Ψαρρού, της ελεύθερης ελληνικής κυβέρνησης που βρίσκονταν στην εξορία, των ανώνυμων πατριωτών ελλήνων και ελληνίδων, μικρών και μεγάλων σε ηλικία που έδρασαν παράνομα με κίνδυνο της ζωής τους ενάντια στον κατακτητή και τους συνεργάτες του. Πραγματοποιήθηκαν επιστημονικά συμπόσια, βλέπε «Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ‘40» (19 και 20/4/1991) έκδοση Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας Σχολή Μωραϊτη 1993, συνέδρια που φωτίζουν τα γεγονότα της εποχής εκείνης, μας μιλούν για την στάση της ελληνικής κυβέρνησης κατοχής των δοσίλογων, των μαυραγοριτών που πλούτισαν όταν ο κόσμος πέθαινε στους δρόμους από την πείνα και τις κακουχίες, τους έλληνες συνεργάτες των γερμανών, για το αν το υπερήφανο ΟΧΙ το είπε ο ελληνικός λαός ή ο δικτάτορας-πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς, για τον ρόλο των μεγάλων δυνάμεων και ιδιαίτερα τον ρόλο των άγγλων και μετέπειτα των αμερικανών. Για την στάση έναντι των ελλήνων της τότε πρώην σοβιετικής ένωσης και του πατερούλη ηγέτη της, για τον ρόλο της εκκλησίας και την μεγάλη βοήθεια που προσέφερε στον χειμαζόμενο λαό. Τους έλληνες στρατιώτες που βγήκαν στα βουνά, αυτά τα χιονισμένα βουνά που όπως μας λέει ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης: «Τα θεμέλιά μου στα βουνά και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους…». Κυκλοφόρησαν βιβλία που μας μιλούν για το πώς ύμνησε η Λαϊκή Μούσα τους εθνικούς μας πολέμους, βλέπε το βιβλίο του Ν. Α. Κεφαλληνιάδη, «Η ΛΑΪΚΗ ΜΟΥΣΑ ΣΤΟΥΣ ΕΘΝΙΚΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ ΜΑΣ»- Ντοκουμέντα, εκδόσεις Στρατή Φιλιππότη 1992, εκδόθηκαν «Πρακτικά Συμποσίων Ποίησης» με θέμα το «ΕΘΝΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ», εκδόσεις Αχαϊκές εκδόσεις 1995, ανθολογίες λογοτεχνικών κειμένων για την ελληνική αντίσταση, βλέπε την δίτομη ανθολογία σε επιλογή κειμένων της συγγραφέως Έλλης Αλεξίου, «ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ», Ποίηση και Πεζά, εκδόσεις Ηριδανός χ.χ., την ανθολογία των Πάνου Ν. Παναγιωτούνη και Παύλου Π. Ναθαναήλ, «ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΕΠΟΥΣ 1940-1941» εκδόσεις Δωδέκατη Ώρα 1964, τα «ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ» της Γλυκερίας Πρωτόπαπα- Μπουμπουλίδου, έκδοση του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, επιστημονική επετηρίς φιλοσοφικής σχολής Δωδώνη: παράρτημα 1, Ιωάννινα 1974, το ανθολόγιο μελέτημα του Ευάγγελου Μαχαίρα, «Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ», εκδόσεις Καστανιώτη 1999. Μελέτες που αποδελτίωσαν και ερεύνησαν τα λογοτεχνικά περιοδικά της Κατοχής, όπως αυτή της φιλολόγου Αλεξάνδρας Μπουφέα, από τις εκδόσεις Σοκόλη, βλέπε ακόμα, το άρθρο της ιδίας στο αφιέρωμα της εφημερίδας «Η Καθημερινή» 28/10/1992, «Τα λογοτεχνικά περιοδικά της Κατοχής». Εκδόθηκαν βιβλία και γράφτηκαν άρθρα από πανεπιστημιακούς όπως αυτό της Αγγέλας Καστρινάκη, «Η λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία 1940-1950», εκδόσεις Πόλις 2005, δες επίσης και το άρθρο της ιδίας στην «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ» της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία» 29/10/1999, «Ο Πόλεμος του ’40 στην Ελληνική λογοτεχνία-Η ανδρεία της ευαισθησίας».
Αναφέρω ακόμα, ορισμένες ενδεικτικές συμπληρωματικές πληροφορίες για την περίοδο αυτή: όπως το άρθρο του Γιώργου Μαργαρίτη στην εφημερίδα «Κυριακάτικη Αυγή» 27/10/2002 με τίτλο «Για τον πόλεμο του 1940», το άρθρο της Πολυξένης Μπίστα για τον Άγγελο Τερζάκη στην εφημερίδα «Το Βήμα» 24/10/1999 «Η αγωνία του Μεσοπολέμου», το κείμενο του καθηγητή Ερατοσθένη Καψωμένου στο Χανιώτικο περιοδικό «ΕΛΛΩΤΙΑ» τχ,4/1995, σ.15 με τίτλο «Το πρόβλημα του πολέμου και της ειρήνης στη νεοελληνική λαϊκή λογοτεχνία», το παλαιότερο κείμενο του κριτικού Ανδρέα Καραντώνη στο περιοδικό «Ο Αιώνας μας» τχ.9/11,1947 σ.270-, «Η λογοτεχνία του Αλβανικού μετώπου», και στο ίδιο περιοδικό τεύχος 9/11,1947, σ. 274-, το άρθρο του τεχνοκριτικού και καθηγητή Άγγελου Προκοπίου «Οι Εθνικοί μας πόλεμοι στην ζωγραφική», και της ίδιας θεματικής άρθρο του καθηγητή Μιλτιάδη Παπανικολάου στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» της 27/10/1996 «Η Εικονογραφία του 1940 και τα δημόσια μνημεία». Ακόμα, το άρθρο της Βασιλικής Τζεβελέκου, στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» 25/10/1998, «Το Έπος του ’40 μέσα από τα μάτια των ζωγράφων». Την μελέτη του συγγραφέα Φίλιππου Φιλίππου στο περιοδικό «Ιστορία» τχ. 464/2,2007, σ.97-, «Οι Έλληνες λογοτέχνες στην Κατοχή» αλλά και το άρθρο του Βασίλη Πλάτανου στην εφημερίδα Η Αυγή 28/10/1993, «Το Έπος του ’40 στην Ποίηση». Τα «Επτά ταχυδρομικά δελτάρια λογοτεχνών στον πόλεμο του 1940» που παρουσίασε ο Γιώργος Ζεβελάκης στο λογοτεχνικό περιοδικό «Η Λέξη» τχ.168/3,4,2002, σ.275-, και του ιδίου «Τι έκαναν στον πόλεμο οι πνευματικοί μας άνθρωποι» στην εφημερίδα «Η Αυγή» 28/10/1992. Την επιλογή κειμένων της Μαρίας Καλτάκη και του Μ. Στάϊκου στην εφημερίδα «Επενδυτής» 26/27 Οκτωβρίου 2002, σ.8-, «Θα πάτε στο μέτωπο κύριε Σικελιανέ;», το κείμενο του δημοσιογράφου και συγγραφέα Γιώργου Α. Λεονταρίτη, «Το Θέατρο του Πολέμου-Ο θρίαμβος της Επιθεώρησης τις ημέρες του ‘40» στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» 28/10/1995, και το ευαίσθητο και πατριωτικό κείμενο του αρχαιολόγου καθηγητή Μανόλη Ανδρόνικου «Ο Πατριωτισμός του 1940» στην εφημερίδα «Το Βήμα». Και ακόμα μερικές πληροφορίες: «Ο ποιητικός λόγος στην περίοδο του πολέμου και της Κατοχής 1940-1941» του Τάσου Αναγνώστου στο περιοδικό «Παρνασσός» τόμος Μ/1998, σ.347-, της Αλίκης Ξένου-Βενάρδου η έρευνα, στην εφημερίδα «Ο Ριζοσπάστης» 2/11/2003, σ.28-, «Πώς γράφεται η ιστορία της Αντίστασης στα σχολικά βιβλία», και στην ίδια εφημερίδα της 10/11/1991 το άρθρο του συγγραφέα Γιάννη Αγγέλου, «Η Προσφορά των λογοτεχνών στον πόλεμο και την Αντίσταση», και ακόμα, το άρθρο του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου στην «Επιθεώρηση Τέχνης» τχ.113/5,1964, σ.459-, «Η ποίηση της ήττας σύγχρονη αντιστασιακή ποίηση». Και τέλος, στην σύντομη και εσκεμμένα άτακτη χρονολογικά βιβλιογραφική περιδιάβασή μου σε δημοσιεύματα στον τύπο, να μνημονεύσουμε τον ιστορικό της λογοτεχνίας και κριτικό Αλέξανδρο Αργυρίου που έχει γράψει εξαιρετικά άρθρα για το θέμα δες εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα τόμος 10ος/1984, σ.29-, και στην πολύτομη «Ιστορία της Λογοτεχνίας» του εκδόσεις Καστανιώτης, όπως και τον ιστορικό Γιάννη Κορδάτο που στην δική του «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» Βιβλιοεκδοτική 1962 αφιερώνει ειδικό κεφάλαιο το «Η Αντιστασιακή και Αντιπολεμική Ποίηση» σ.683-, και το κείμενο του Μάρκου Αυγέρη «Η Ποίηση της Εθνικής Αντίστασης» σ,108- στο μελέτημά του «Θεωρήματα» Ίκαρος 1972. Όπως βλέπουμε, το ενδιαφέρον για αυτήν την ιστορική και ένδοξη περίοδο του ελληνισμού, είναι μεγάλο και συνεχές.       
Και μέσα στο σκόρπιο αυτό υλικό, βρήκα ένα παλαιό δημοσίευμα της Λίζας Μιχελή, στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 27ης Οκτωβρίου 1991 με τον γενικό τίτλο, «Λαϊκά περιοδικά και πολεμικά σλόγκαν», στο ένθετο Νέες Εποχές.
     Την ιστορικό και αρχαιολόγο Λίζα Μιχελή εμείς οι πειραιώτες, την γνωρίζουμε από το εξαιρετικό της Λεύκωμα για τον Πειραιά. το γνωστό ΠΕΙΡΑΙΑΣ-ΑΠΌ ΤΟ ΠΟΡΤΟ ΛΕΟΝΕ ΣΤΗ ΜΑΓΧΕΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ, εκδόσεις «Δρώμενα» 1998, με επιμελητή έκδοσης τον Δραπετσωνίτη δημοσιογράφο και συγγραφέα Νίκο Λαγκαδινό, διόρθωση κειμένων από τον Δημήτρη Κοχλατζή και πρόλογο της τότε υπουργού πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη. Ένα λεύκωμα που σ’ εμάς τους νεότερους πειραιώτες έμαθε να αγαπάμε την πόλη μας και δημιούργησε τις ανάλογες προϋποθέσεις για να την γνωρίσουμε καλύτερα, να δούμε την ιστορία και τον πολιτισμό της μέσα στην διαδρομή του χρόνου. Η γεννημένη στην Μυτιλήνη συγγραφέας Λίζα Μιχελή, που έφυγε πολύ γρήγορα από κοντά μας, πρόλαβε και εξέδωσε στο σύντομο της ζωής της ταξίδι αρκετές μελέτες και λευκώματα. Πχ. για το «Αιγαίο», το «Μοναστηράκι» κ.ά. Πολλά είναι επίσης τα σκόρπια δημοσιεύματά της που συναντά κανείς σε σελίδες εφημερίδων και περιοδικών όπως το παρόν.
    Η ανθρώπινη Ιστορία είναι ένα παραμύθι γεμάτο εφιάλτες. Αυτό διαπιστώνω καθώς ξαναδιαβάζω και αντιγράφω τα διάφορα κείμενα από βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά, με την ευκαιρία της επετείου της 28ης Οκτωβρίου του 1940. Εφιάλτες εντός και εκτός των τειχών της ιστορίας που, είναι πάντα και παντού παρόντες. Η Τέχνη κατά καιρούς προσπάθησε να τους ξορκίσει με μηδαμινά αποτελέσματα. Η θρησκευτική πίστη να παρηγορήσει τις επιπτώσεις. Ο πολιτισμός τις Ερινύες να τις κάνει Ευμενίδες. Αλλά φευ! της ανθρώπινης ματαιότητας. Η Ιστορία κάνει κύκλους και κερδίζει πάντοτε. Τα τότε πολεμικά γεγονότα και οι κατακτήσεις των αλλοφύλων, σήμερα έχουν αντικατασταθεί από έναν οικονομικό και τραπεζικό πόλεμο, που νικημένοι είναι και πάλι οι πιο αδύνατοι οικονομικά κρίκοι του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Η σύγχρονη Κατοχή γίνεται με άλλα μέσα και είναι εξίσου καταστροφική.
      Το δημοσίευμα αυτό της Λίζας Μιχελή, που εξετάζει τα παλαιά λαϊκά περιοδικά ποικίλης ύλης εκείνης της περιόδου, έρχεται να συμπληρώσει την εικόνα μας για το τι διάβαζε, τι παρακολουθούσε στις θεατρικές σκηνές, τι τραγουδούσε, και τι ενέπνεε τον απλό λαό, και τι έγραφαν τα λαϊκά και άλλα περιοδικά της εποχής εκείνης. Ορισμένες αναφορές των δημοσιευμάτων που μας παραθέτει η Λίζα Μιχελή, θυμίζουν κείμενα ελληνικής επιθεωρήσεως. Είναι τόσο αθώα ευτράπελα και τόσο γουστόζικα, διαθέτουν σκαμπρόζικο ύφος, χιούμορ, παιδική ανεμελιά, που δεν μπορείς να μην μπεις στον πειρασμό και να τα αναδημοσιεύσεις. Σαν μια άλλη πλευρά της ζωής, λιγότερο σκοτεινή και επικίνδυνη από αυτήν της εισβολής των κατακτητών και της Κατοχής. Σαν μια θαμπή χαραμάδα για το μετά. Η ζωή συνεχιζόταν με όποιον τρόπο μπορούσε, έρρεε σαν νερό μέσα στο αυλάκι της ιστορίας, ενώ οι έλληνες στρατιώτες έπεφταν στο πεδίο της μάχης στα αλβανικά βουνά ή μέσα στις κατακτημένες από τους εισβολείς ελληνικές πόλεις και χωριά και έγραφαν την δική τους ιστορία.
     Τα παλαιά λαϊκά περιοδικά στάθηκαν σχολείο μόρφωσης και καθωσπρέπει αγωγής των ελληνίδων και των νεανίδων των περασμένων αιώνων. Των κορασίδων που χαμηλοβλεπούσες και τσαχπίνες στα μουλωχτά ζητούσαν διέξοδο στα σωματικά και συναισθηματικά τους ανθίσματα. Του έρωτος οι φουσκοδεντριές δεν περιορίζονται από απαγορεύσεις και ηθικά πρέπει. Ανθίζουν έστω και ως κοινωνικές μικρές πόες. Οι ελληνίδες γυναίκες-κυράδες και μαγαλοκυράδες, τα δουλικά και οι κομψευόμενες κόρες αυστηρών πατεράδων, εκκλησιαζόμενες αδελφές στρατιωτικών και τροφαντές κουμπαρούλες, χειραφετημένες και εκκολαπτόμενες σουφρατζούδες, κοκέτες της εποχής, μέσω των λαϊκών αυτών περιοδικών έβγαιναν από τον παραδοσιακό τους γυναικωνίτη και γνώριζαν τον Κόσμο. Έσπαγαν τα δεσμά της απομόνωσής τους, κοινωνικής, ερωτικής, πολιτικής, θρησκευτικής κλπ. Αναζητούσαν τον προσωπικό τους κύριο «Φαίδωνα». Οι ασπρόμαυρες σελίδες των περιοδικών αυτών, ήταν ότι είναι σήμερα οι οθόνες της τηλεόρασης. Ένα ανοιχτό παράθυρο στο μέλλον των νέων καιρών. Τα περιοδικά αυτά, ήταν η συνέχεια της οικογενειακής τους ανατροφής και αγωγής. Το μέσον γνωριμίας τους με τους άλλους και άλλες γύρω τους. Όσοι έχουν ξεφυλλίσει τις ασπρόμαυρες ή μεταγενέστερα έγχρωμες σελίδες τους, και έχουν διαβάσει άρθρα και επιστολές που στέλνονταν σε αυτά, θα εκπλαγούν από την πρωτοποριακή θεματική τους ποικιλία, την τολμηρή και ορισμένες φορές παράτολμη θεματολογία τους για την εποχή τους. Μετέφεραν στις σελίδες τους επώνυμα ή ανώνυμα ερωτικά «ραβασάκια». Εκδικητικές μανίες απατημένων συζύγων, κερατώματα αντρών, ιστορίες νόθων τέκνων, αντρικές απάτες για να σπαταλήσουν την προίκα της συζύγου, χαρτοπαιξίες που σπαταλούσαν περιουσίες, οικονομικές και οικογενειακές διαφορές που οδηγούσαν σε δολοφονικά συμβάντα ή άλλα επικίνδυνα για την δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη της εποχής. Από τα πιο σοβαρά οικογενειακά προβλήματα που απασχολούσε μια οικογένεια έως τα πλέον ευτράπελα και χιουμοριστικά, από τα πιο προσωπικά που αφορούσαν θέματα οικοκυρικής και γάμου, διαζυγίων και γνωριμιών, έως την κρυφή ζωή σταρ του σινεμά που τότε μεσουρανούσε, και ξεπαρθένευσε την άμυαλο κόρην στα μουλωχτά. Από κινηματογραφικές ιστορίες για είδωλα της εποχής έως εξομολογήσεις «γύναιων της απωλείας», και εκμυστηρεύσεις ακόλαστης για τα ήθη της εποχής γυναικός. Από αναπάντεχα «κερατώματα» και ηθελημένα τσαχπινοπηδήματα, πάθη ζήλειας και εκδίκησης, (όχι θα μου πάρει μια τιποτένια τον άντρα, μια τσούλα. Το έχω διαβάσει και αυτό) τα έβρισκες μέσα στην ύλη των σελίδων των λαϊκών αυτών περιοδικών. Και από συμβουλές μαγειρικής και αισθητικής έως χαζοχαρούμενα ποιηματάκια ερωτικού και ειδυλλιακού περιεχομένου, τα διάβαζες στις σελίδες τους. Και από θλιμμένες μητέρες, φιλόστοργες μανάδες που ο κανακάρης τους το πήγαινε το γράμμα, την έστριβε την βίδα, το γλεντούσε κοινώς με μυστακοφόρους έλληνες της εποχής, στα Λαπαθιώτικα αλσίδια και στα Καβαφικά χαμαιτυπεία και καφενεία, που ζητούσε συμβουλές γιατί η τεθλιμμένη μήτηρ εφοβείτω, μην το μάθει ο άντρας της και γίνει φονικό και ζητούσε απάντηση και παρηγοριά για το τι να πράξει, μην τυχόν τον άνδρα της βάλει σε μπελάδες και τον πηδηχτούλη υιόν απωλέσει εκ της οικίας της. Τίποτα δεν άφηνε αδιάφορο τις σελίδες των. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα κοινωνικά ήθη της εποχής αποτελούν οι εκμυστηρεύσεις των κορασίδων της επαρχίας που ερχόντουσαν στην πρωτεύουσα να βρούνε δουλειά, και το τι αντιμετώπιζαν και έβλεπαν τα μάτια τους ή σε τι περιπέτειες έμπαιναν τα απονήρευτα αυτά κοράσια με το βαθύ ντεκολτέ δεν λέγεται. Το τι διαβάζουμε σε επιστολές και μικρά ανορθόγραφα κειμενάκια από την «πληγωμένη καρδιά», το «τσαλαπατημένο τριαντάφυλλο», την «ραγισμένη ψυχή», την «ψυχοκόρη της απωλείας» τις χιλιάδες «παραστρατημένες» όπως υπογράφουν ανώνυμα τις επιστολές τους. Αυτά τα δακρυσμένα μάτια, τα πάντα κλαμένα που είδαν να γίνονται αυτά που είδαν  καθώς αναζητούσαν την τύχη τους σε σπίτια καλών οικογενειών, που κατέβαιναν από τα χωριά τους με μόνη τους οικογενειακή πραμάτεια έναν σεντονένιο μπόγο με εσώρουχα και το μυθιστόρημα «Αι δύο ορφαναί» σαν φυλακτό, μαζί με την Αγία Επιστολή που διάβαζαν τα βράδια κλειδώνοντας με το σύρτη, μην εισέλθει νυξ και βιαίως επί της κλίνης των ο ρέμπελος νεανίας της κυράς τους. Που, όπως μία διακορευθείσα κόρη της εποχής εξομολογείται, η κυρία της έστειλε τον υιόν της στην κάμαρά της για να μάθει τα σχετικά και ακατανόμαστα. Πολλών υπηρετριών είδε σώματα ο έλλην νεανίας και νόων έγνων. Το τι έζησαν μέσα σε σκονισμένες και υγρές σοφίτες, πάνω στις ταράτσες στα πλυσταριά με τις μπουγάδες των ρούχων των κυράδων τους να ανεμίζουν, μέσα σε σκοτεινές αποθήκες που φύλαγαν τα τρόφιμα της οικογένειας, και τον σάκο με τα χαρούπια και το μπομποτάλευρο, κάτω από ξύλινες τριζάτες σκάλες που κάθε μέρα τις γυάλιζαν. Σε κούρμπες έξω στις αυλές των σπιτιών, εκεί που άνθιζαν οι καμέλιες και οι κρίνοι της χαμένης τιμής. Η παρθενία των σωμάτων ξέρει πολλούς τρόπους να χαθεί όταν το αποφασίσει. Και τους διεκδικεί. Και ευτυχώς, πολλά ερωτικά ντεσού και πάθη ανθρώπων, έμειναν στην αφάνεια, δεν στάλθηκαν προς δημοσίευση, τα έφαγε η μαρμάγκα κατά το κοινώς λεγόμενο, γιατί θα είχε μείνει η ελληνική φυλή τυφλή, σύμφωνα με την ευαγγελική ρήση περί αμαρτίας. Και άντε μετά να αποδείξεις ότι εσύ δεν «χούφτωσες». Με δύο λόγια, αυτή είναι η Ζωή των Ανθρώπων παντού και πάντα. Οι κατοπινές κλαίουσες εξομολογήσεις, είναι μάλλον γιατί δεν ξανά επαναλήφθηκε το «αμάρτημα». Έτσι και το εθνικό φρόνημα και ο αγώνας των Ελλήνων, η παλλαϊκή αντίσταση του λαού ενάντια στον βάρβαρο κατακτητή, ο πόλεμος του 1940 δεν μπορούσε να αφήσει αδιάφορες ούτε τις σελίδες των περιοδικών ούτε και τους αναγνώστες τους. Εμάς τους Έλληνες. Και αυτό διακρίνεται στα δημοσιεύματα της εποχής.
Ας απολαύσουμε ομού το άρθρο της Λίζας Μιχελή και ας ξαναδιαβάσουμε εμείς οι άσπιλοι και αμόλυντοι Πειραιώτες το Λεύκωμά της για τον Πειραιά.

ΣΕΞ ΑΠΗΛ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ
Η εποποιϊα του ’40 μέσα από τις σελίδες των λαϊκών περιοδικών

     Η μνήμη έχει πια κατασταλάξει σε ιστορία, πενήντα χρόνια μετά. Όμως, κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, με την ευκαιρία της επετείου της 28ης Οκτωβρίου 1940, όλο και κάποια καινούργια πληροφορία αναδύεται, μέσ’ από κείμενα που δημοσιεύονται για πρώτη φορά, από εικόνες που έχουν καταγράψει η κινηματογραφική μηχανή ή ο φωτογραφικός φακός, κι από φωνές-που αρχίζουν πια να σιωπούν….
     Μια από τις πηγές που μπορούν ακόμα να προσφέρουν υλικό για την ανασύνθεση της φυσιογνωμίας της εποχής είναι και μια σειρά εντύπων ευρύτατης κυκλοφορίας.
      Πρόκειται για περιοδικά, που το 1940 συμμετείχαν κι αυτά με τον τρόπο τους-και στο μέτρο των δυνατοτήτων τους-στην πολεμική κινητοποίηση.
     Η κεντρική εξουσία, που χρησιμοποιεί τότε για την ενεργοποίηση και τη χειραγώγηση του πληθυσμού όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης της εποχής, αξιοποιεί και τα λαϊκά περιοδικά: το «Μπουκέτο», το «Θησαυρό» το «Ρομάντζο». Τα έντυπα αυτά που απευθύνονται σε γυναίκες κυρίως, περνούν ιδεολογία και πληροφόρηση-άρα είναι εξίσου χρήσιμα με κάθε άλλο έντυπο στις κρίσιμες αυτές ώρες, μπαίνοντας στα σπίτια κάθε εβδομάδα.
     Στα εξώφυλλα των πρώτων μετά την κήρυξη του πολέμου τευχών τους, κυρίαρχη είναι η ειρήνη: ξανθές και καστανές καλλονές της εποχής χαμογελούν αμέριμνα-τα τελευταία προπολεμικά χαμόγελα… Απέξω, τίποτα δεν προμηνύει το φιλοπόλεμο αέρα που φυσάει στις μέσα σελίδες: «ΕΝΩΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΑΣΙΟΔΟΞΟΙ. Λαός και Κυβέρνηση ενωμένοι, δεν βλέπομεν παρά μόνον πόλεμον. Ζώμεν πόλεμον, κάμνομεν πόλεμον, και δεν μπορούμε να συζητήσουμε παρά μόνον τον πόλεμον και την νίκην» (περιοδικό «Μπουκέτο», 7 Νοεμβρίου 1940).
     Το σύνθημα, σε μαύρο πλαίσιο, προβάλλει απροσδόκητα ανάμεσα στην «Κολασμένη» (Αριστουργηματικά αναγνώσματα-του Σαρλ Μερουβέλ) και τη «Γόησσα» (Κοινωνικά αναγνώσματα-του Ζύλ Μαρί).
      Αντίστοιχα πολεμικά σλόγκαν φιλοξενούν κι οι σελίδες του «Θησαυρού», στο τεύχος της 10ης Νοεμβρίου 1940: «Η Ελλάς και ο Μεταξάς δεν συζητούν με απάχηδες και γκάγκστερς». Πολλά τέτοια κείμενα, πάντα σε ξεχωριστό πλαίσιο, κυκλοφορούν και στο περιοδικό αυτό, ανάμεσα στις «Ερωτικές αυτοθυσίες», τη στήλη της «Φίλης των πονεμένων», τον «Γόη με την πληγωμένη καρδιά» και το «Μυστικό μιας καρδιάς»: η λέξη καρδιά, κοινός τόπος των περιοδικών του είδους, επαναλαμβάνεται με κάθε ευκαιρία…
      Στα ίδια τεύχη, πέρα από τα συνθήματα, υπάρχουν και γελοιογραφίες, με το τσαρούχι και τον Μουσολίνι πρωταγωνιστές, πολεμικά ανέκδοτα, αλλά και τα ανακοινωθέντα της πρώτης βδομάδας του πολέμου: «Τα βομβαρδίσαντα την Κέρκυραν ιταλικά αεροπλάνα εβομβάρδισαν επιτυχώς το αεροδρόμιο της Κορυτσάς και Αργυροκάστρου…».
     Η πρώτη άμεση επίπτωση της νέας κατάστασης στα ίδια τα έντυπα είναι η μείωση των σελίδων τους στο μισό: από πενήντα γίνονται είκοσι έξι. Η επίσημη ανακοίνωση, που δημοσιεύεται, καταλήγει βέβαια με την αισιόδοξη υπόσχεση: «Εις περίπτωσιν καθ’ ην αργότερον καταπλεύσουν φορτία χάρτου, θα επανέλθουν, τόσον αι εφημερίδες, όσον και τα περιοδικά, εις την προτέραν των κατάστασιν». Τα πλοία με το χαρτί, όμως δεν έφτασαν στο λιμάνι του Πειραιά καθόλου γρήγορα…
     Με τον περιορισμό των σελίδων θυσιάζονται πολλές «Ιπποτικές εποποιϊες» και «Αστυνομικά δραματάκια». Υπάρχουν όμως και στήλες που επιβιώνουν-άρρηκτα δεμένες με το κοινό των γυναικείων περιοδικών-όπως η «Σελίς των εκμυστηρεύσεων» και «Τα μυστικά των πονεμένων καρδιών» (με υπότιτλο: «Όσοι πονείτε, όσοι αδικείσθε, όσοι προδίδεσθε, προσέλθετε»). Οι συντάκτες που απαντούν από τις στήλες αυτές έχουν ακόμα ν’ αντιμετωπίσουν προβλήματα που δεν επηρεάζονται από τις πρώτες νίκες, τους βομβαρδισμούς, τις απαγορεύσεις: «Στην «ΜΙΚΡΟΥΛΑ ΜΕ ΤΟ ΣΕΞ ΑΠΗΛ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΑΣΙΝΑ ΜΑΤΙΑ» τι να απαντήσω; Μου γράφει: Άχ, δε μπορώ! Με χίλια δάκρυα σας γράφω. Είμαι ξανθιά, έχω πρασινωπά μάτια, έχω κάτι μάγουλα στο ροζ, κι όταν με πειράζουν οι άνδρες μου λένε: σαν κινηματογραφικός αστήρ είσαι…».
     Στο μεταξύ όμως, ο πόλεμος απλώνεται παντού και το φρόνημα πρέπει να διατηρηθεί ακμαίο. Τα εξώφυλλα των περιοδικών ευθυγραμμίζονται: οι προπολεμικές καλλονές μεταμφιέζονται σε «Αμαζόνες της Κρήτης» ή σε Εονίτισσες με δίκοχα καπελάκια. Μόνο το χαμόγελο παραμένει αναλλοίωτο, ανυποψίαστο, προπολεμικό…
     Τα θέματα των εξωφύλλων εμπλουτίζονται: οι γυναικείες μορφές εναλλάσσονται με σκηνές ηρωικές: τσολιάδες κατακτούν την Πίνδο, αεροπόροι καταρρίπτουν εχθρικά αεροπλάνα, ο «Εθνικός Κυβερνήτης» και ο «Βασιλεύς της Νίκης» ποζάρουν σε πορτρέτα ολοσέλιδα.
      Αντιιταλικά κείμενα προωθούνται σ’ όλες τις σελίδες των περιοδικών, και επιστρατεύονται ιστορικά αναγνώσματα που επισημαίνουν τη σαθρή ποιότητα του εχθρού-ήδη από το απώτατο παρελθόν: «Οι Ρωμαίοι, ίδιοι πάντοτε», «Ο κτηνώδης Μόμμιος», «Ιστορικά αίσχη μιάς φυλής-Τι ήταν η Κόρινθος όταν την κατέστρεψαν οι Ρωμαίοι: το Παρίσι της αρχαιότητας».
     Ο Morosini, βέβαια, δεν γίνεται να μην μνημονευθεί. «Τάδε λέγει η Ιστορία. Για να γνωρίζει ο ελληνικός λαός: αν ο Παρθενών είναι σήμερα κατεστραμμένος, αυτό οφείλεται στους Ιταλούς και μόνον στους Ιταλούς…».
      Για τον Έλγιν, φυσικά ούτε λέξη, θα ήταν άλλωστε αδιανόητο, τη στιγμή που υπερτονίζονται οι δεσμοί με την Αγγλία. Σε εξώφυλλα, σε ιστορικά κείμενα, σε χρονογραφήματα: «Συναδέλφωσις, Ροδαλά, σφριγηλά, με το χρυσάφι στα μαλλιά και το χαμόγελο στα χείλη, τα αητόπουλα της γηραιάς Αλβιόνος ανακατεύθηκαν μαζί μας…».
     Στο μεταξύ η καθημερινή ζωή οργανώνεται σύμφωνα με τις ανάγκες που υπαγορεύονται από τον πόλεμο.
     Η μόδα γίνεται κι αυτή πολεμική: τσάντες, μπλούζες, πουλόβερ, που προτείνονται στις αναγνώστριες, είναι εμπνευσμένα από τις στρατιωτικές στολές.
     Η «Δις Λιάνα» ασχολείται με την εσωτερική διακόσμηση και την αισθητική του πολέμου: «Τα παιδιά σας μπορούν να κάνουν σχέδια πάνω στις κόλλες που χρησιμεύουν για τη συσκότιση. Μια τέτοια χαρτοκοπτική θα ήταν η καλύτερη διασκέδασις γι’ αυτά τώρα μάλιστα που δεν έχουν σχολείο».
     Τα σχολεία είναι κλειστά, οι αεροπορικοί συναγερμοί καθημερινή πραγματικότητα, η ηλεκτρική ενέργεια πολύτιμη, οι ανάλογες στήλες συμβουλεύουν την τοποθέτηση λαμπτήρων των 5 και 10 κηρίων στα δωμάτια των σπιτιών. Ο χειμώνας έχει φτάσει, οι φαντάροι παγώνουν, οι παροτρύνσεις μπαίνουν σε πλαίσια. «Γυναίκες πλέκετε! Η βελόνα σας είναι το όπλο με το οποίο θα πολεμήσετε!».
      Ο επισιτισμός του στρατού παρουσιάζει όλο και μεγαλύτερα προβλήματα, η ιδιωτική πρωτοβουλία είναι πολύτιμη: γίνεται έκκληση για τη συναισθηματική και υλική στήριξη των στρατιωτών, κι ανοίγονται στα περιοδικά ειδικές στήλες αλληλογραφίας. Τις συνοδεύουν κυβερνητικές καταχωρήσεις: «Κουμπαρούλες! Όσες βρήκατε τον κουμπαρούλη σας, μην παραλείψετε να συνοδεύσετε τα γράμματά σας και με το  πακετάκι του. Ρωτήστε τον από τι έχει ανάγκη…».
     Πού και πού βέβαια, δημοσιεύονται και ειδησούλες άλλου τύπου, από έναν κόσμο που ζει σε ρυθμούς διαφορετικούς. Καθώς μπαίνει το 1941, τα περιοδικά σημειώνουν: «Η μόδα μας έρχεται από το Χόλλυγουντ: η σιλουέτα αρχίζει εφέτος να εμφανίζει καμπυλότητες»…
     Οι μήνες περνούν, το μέτωπο καταρρέει-και τα πολεμικά ανακοινωθέντα, που εξακολουθούν να δημοσιεύονται στα περιοδικά, γίνονται όλο και λακωνικότερα.
     Οι Γερμανοί μπαίνουν στην Αθήνα, και τα έντυπα γεμίζουν τότε με οδηγίες της κυβέρνησης κατοχής. Ο ηρωικός τόνος εξαφανίζεται από τα κείμενα των περιοδικών: προωθούνται και πάλι τα αμιγώς γυναικεία ιδεώδη: Επανεμφανίζεται η «Ταχώ, η πονεμένη βασιλοπούλα», σε συνέχειες. Νέες σελίδες εγκαινιάζονται: «Από την Μυθολογίαν του Βορρά: ο Λόεγκριν». Τα εξώφυλλα επανέρχονται στα γυναικεία φωτομοντέλα της εποχής-ξανθά κατά προτίμησιν…
     Σ’ αυτή τη φάση, από τις μέσα σελίδες, ο αγώνας γίνεται για την επιβίωση. Δημοσιεύονται οδηγίες για το πώς αντιμετωπίζονται οι χιονίστρες, για «μπρικέτες» που τροφοδοτούν τις σόμπες, για μαγκάλια, καθώς και συνταγές από τη στήλη της «Μαγειρικής των περιστάσεων»-που επιστρατεύει πιθανά και απίθανα υλικά σε αναπάντεχους συνδυασμούς.
     Προτείνονται έτσι: Μαγιονέζα χωρίς αυγό. Μουσταλευριά με σταφιδίνη. «Σκουπόσουπα», Ρεβυθοκεφτέδες.
     Ο χειμώνας της Μεγάλης Πείνας είναι «επί θύραις». Οι πρώτες ύλες που αποτελούν τη βάση της διατροφής εξαφανίζονται από την αγορά, η μια μετά την άλλη. Και σε ακραίες, τότε, περιοχές της Αθήνας-όπως στις υπώρειες του Φιλοπάππου, στο μυθικό Ασύρματο-η μαύρη αγορά θριαμβεύει…
     Την ίδια εποχή η στήλη μαγειρικής δίνει οδηγίες στις αναγνώστριες για «Γαλακτομπούρεκο χωρίς γάλα και χωρίς αυγά: Αν έχετε την προνοητικότητα να αγοράσετε καμιά κολοκύθα και να την φυλάξετε, ακολουθήστε τις οδηγίες μας και θα δήτε ότι θα επιτύχετε ένα ωραιότατο γλύκισμα, που μοιάζει πολύ με το προπολεμικό γαλακτομπούρεκο…».
Λίζα Μιχελή, εφημερίδα Το Βήμα Κυριακή 27 Οκτωβρίου 1991.
     Υπάρχει ένα τραγούδι που έγραψε ο Χρήστος Χαιρόπουλος και που έγινε μεγάλη επιτυχία από την φωνή της τραγουδίστριας ΠΑΟΛΑΣ, το «Γράμμα στο Μέτωπο». Με αυτό θα ήθελαν να κλείσω το σημερινό σημείωμα περιμένοντας την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, το δανείζομαι από το άρθρο του ηθοποιού Αρτέμη Μάτσα, στο περιοδικό Διπλό Τηλέραμα τχ. 620/22-10-1994, σ.94-,με τίτλο; «Το έπος του 40 επί σκηνής».
«Μες στο γράμμα αγαπημένε μου
το φιλί μου είναι κλεισμένο
να μου το γυρίσεις γρήγορα
νικητής προσμένω.
Μες στα χιόνια, μες στον πόλεμο
χίλια θαύματα να κάνεις
κι ύστερα έλα ξαναγύρισε
τη ζωή μου να γλυκάνεις».

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 19 Οκτωβρίου 2018
ΥΓ. Μια προσωπική ανάμνηση. Στο γνωστό βιβλιοπωλείο του Τάσου Πιτσιλού στην Αθήνα, παλαιότερα συνάντησα τον ηθοποιό Αρτέμη Μάτσα. Δύο ή τρείς φορές, και μια επίσκεψη στο σπίτι του. Ένα βιβλίο του το είχα επιμεληθεί. Συναντηθήκαμε άλλες δύο φορές και πήγαμε μαζί να παρακολουθήσουμε θεατρική παράσταση στο Εθνικό Θέατρο. Τότε κατάλαβα πόσο μεγάλος ηθοποιός ήταν αυτός ο μικροκαμωμένος ανθρωπάκος. Ο Αρτέμης Μάτσας ήταν ένας ευαίσθητος, τρυφερός, γλυκύτατος, καλοκάγαθος άνθρωπος, θρήσκος και ταπεινός, στην προσωπική του ζωή. Και όμως, αυτός ο τόσο ευαίσθητος χαρακτήρας ερμήνευε ρόλους κόντρα. Ήταν ο σπιούνος του κινηματογράφου, ο προδότης,  ο συνεργάτης των γερμανών, ο χαφιές, ο καταδότης, ο γερολαδάς, ο ύπουλος, ο μαυραγορίτης, ότι δεν μπορεί κανείς να φανταστεί. Η ενσάρκωση του αντιήρωα. Στις συνειδήσεις μας έμεινε με αυτήν την αρνητική κινηματογραφική ταυτότητα που υποδύονταν, και όμως, αυτός ο ηθοποιός, ήταν ακριβώς το αντίθετο στην ιδιωτική του ζωή. Μετά την γνωριμία μας, αναθεώρησα πολλές σταθερές μου για το τι πραγματικά μπορεί να είναι ένας ηθοποιός σαν χαρακτήρας. Το ίδιο μπορούμε να ισχυριστούμε και για τον ηθοποιό Σπύρο Καλογήρου.
Τελικά, αυτή η χώρα έχει μεγάλα ταλέντα που χάνονται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου