Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2018

Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός


Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός
Οι χρόνοι της δουλείας
Του Ηλία Βενέζη
Εκδόσεις Εστία 1981, (πρώτη έκδοση 1951)
 ΕΙΣΑΓΩΓΗ
     Έχουν αρχίσει οι μέρες της μεγάλης πικρίας της Ελλάδας. Απρίλιος του 1941. Οι Γερμανοί έχουν φτάσει στην Αθήνα, η σημαία τους ανεμίζει στην Ακρόπολη. Η Ελλάδα έχει γονατίσει, η Ελλάδα είναι μες στο πένθος, στο αίμα και τα δάκρυα. Οι νικήτριες ελληνικές στρατιές των αλβανικών βουνών έχουν διαλυθή, οι στρατηγοί τους συνθηκολογήσανε, οι δρόμοι είναι γεμάτοι από αποκαμωμένα, κουρελιασμένα, πεινασμένα παλικάρια, που πήρανε το δρόμο του γυρισμού απ’ το μέτωπο γυρεύοντας να φτάσουν στα χωριά τους φορτωμένα πικρία και δόξα.
     Στην πρωτεύουσα των Ελλήνων ένας άνδρας, μορφή δωρική, πανύψηλη, σαν τα δέντρα των δασών του τόπου του, της ορεινής Δορβιτσάς, στέκεται όρθιος, κοιτάζει απ’ το παράθυρο έξω στο δρόμο το θέαμα του δρόμου. Έξω, στο δρόμο, είναι η Ελλάδα η βουτηγμένη στο πένθος, στο αίμα και στα δάκρυα. Περνάν βογκώντας οι μαυροφορεμένες γυναίκες του πένθους, οι λαβωμένοι πολεμιστές των αλβανικών βουνών, τα απορφανισμένα παιδιά των Ελλήνων. Αρχίζει, μόλις, ο νέος μαρτυρικός δρόμος του Έθνους. Και το Έθνος είναι ακέφαλο. Ο Βασιλεύς και η Κυβέρνηση φύγανε για να συνεχίσουν, έξω απ’ τα σύνορα της δουλωμένης πατρίδας, πολεμώντας για την ελευθερία της Ελλάδας και του κόσμου. Ό,τι μένει για το Γένος είναι μονάχα η Εκκλησία. Καθώς στους παλαιούς καιρούς, στους παλαιούς χρόνους της δουλείας, η Εκκλησία πρέπει να γίνη πάλι κεφαλή και καταφυγή των Ελλήνων.
Τι θα κάμη αυτή την ώρα αυτός, ο Δεσπότης των Αθηνών;
      Είναι ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δαμασκηνός. Είναι ωχρός και αδύνατος απ’ την πολύχρονη φυλακή. Μόλις ελευθερώθηκε απ’ τη φυλακή του. Ο μεγάλος αντίπαλός του, ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος, Βυζαντινός αυθεντικός, του έχει φερθεί σκληρά. Δυόμισι χρόνια τον κρατούσε απομονωμένο σ’ ένα κελλί της Μονής της Φανερωμένης στη Σαλαμίνα, με φρουρά που του απαγόρευε και την ελάχιστη μετακίνηση.
Τα πράγματα είχαν γίνει έτσι:
     Το Νοέμβριο του 1938, μετά το θάνατο του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου, είχε γίνει η εκλογή του νέου Αρχιεπισκόπου από την Ιεραρχία της Ελλάδος. Αντίπαλοι ήταν δύο: ο Κορινθίας Δαμασκηνός και ο Τραπεζούντος Χρύσανθος. Ο πρώτος είχε ένα λαμπρό παρελθόν ως Επίσκοπος Κορινθίας στους σεισμούς που ερείπωσαν την Κόρινθο στα 1928, ως Έξαρχος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Αμερική. Ο δεύτερος είχε ένα λαμπρό εθνικό παρελθόν΄ ως Δεσπότης του Πόντου. Αρχιεπίσκοπος εξελέγη ο Δαμασκηνός με 31 ψήφους. Ο Χρύσανθος πήρε 30 ψήφους. Μετά την εκλογή τελέστηκε το Μέγα Μήνυμα. Αλλά την άλλη μέρα οι τρείς αρχιερείς υπέβαλαν ένσταση, εναντίον της εκλογής του Δαμασκηνού, στο Συμβούλιο Επικρατείας, με την αιτιολογία ότι ο Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως και Κονίτσης δεν είχε δικαίωμα να ψηφίση, ως υπόδικος. Η Κυβέρνηση Μεταξά ήθελε να φέρη οπωσδήποτε τον Μητροπολίτη Χρύσανθο επικεφαλής της Εκκλησίας. Ήσκησε πίεση. Και το Συμβούλιον Επικρατείας με ψήφους 8 εναντίον 7 ακύρωσε την εκλογή του Δαμασκηνού. Έπειτα, με νέα εκλογή της Ιεράς Συνόδου, ήρθε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών ο Τραπεζούντος Χρύσανθος.
      Δυό μεγάλοι άνδρες της Εκκλησίας βρέθηκαν έτσι στις δυό όχθες αγεφύρωτου γκρεμού, κατάντικρυ ο ένας στον άλλον. Τίποτα δεν ήταν ικανό να τους συμφιλιώση. Τους χώριζε ο Θρόνος της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ο Δαμασκηνός, έπειτα απ’ το Μέγα Μήνυμα θεωρούσε τον εαυτό του μόνον κανονικόν Αρχιεπίσκοπον Αθηνών και θεωρούσε τον Χρύσανθο «επιβάτην». Αρνήθηκε οποιοδήποτε συμβιβασμό. Ο Χρύσανθος, ανένδοτος, με τη βοήθεια της κοσμικής εξουσίας τον απομόνωσε στο μοναστήρι της Φανερωμένης. Ο Δαμασκηνός, φυλακισμένος, προσευχόταν και περίμενε την ώρα να γυρίση στο θρόνο του. Υπέγραφε πάντα ό,τι έγραφε: «Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δαμασκηνός».
     Όταν έφυγε ο Βασιλεύς και η Κυβέρνηση, την άνοιξη του 1941, στην Αίγυπτο και ήρθαν οι κατακτητές και ορίσανε την Κυβέρνηση των στρατηγών της συνθηκολογήσεως με Πρόεδρο το στρατηγό Τσολάκογλου, ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος αρνήθηκε να ορκίση τη νέα Κυβέρνηση. Πήγαν πρεσβείες να τον μεταπείσουνε’ στάθηκε ανένδοτος. Ο γράφων τον βρήκε ένα από κείνα τα βράδια στο απέριττο γραφείο του, στην Αρχιεπισκοπή, πλάι στην αίθουσα με το βυζαντινό θρόνο, να περιμένη το πεπρωμένο. Ήταν όρθιος, το μαύρο ράσο του έκανε να φαίνεται πιο πολύ η ωχρότητα του προσώπου του. Είπε:
-Όχι αρνούμαι να τον ορκίσω.
     Το βλέμμα του ήτανε στραμμένο προς τον τοίχο του βάθους, σα να κοίταζε στο βάθος τους χρόνους.
-Όχι είπε πάλι. Εγώ θα ώρκιζα Κυβέρνησιν που θα ώριζε μόνον ο Βασιλεύς των Ελλήνων. Όχι, δεν θα υποκύψω. Τι θα ειπούν, αν υποκύψω, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο Αλεξανδρείας, ο Βασιλεύς; Όχι. Αρνούμαι.»
     Έτσι, ουσιαστικά άφηνε το Θρόνο. Και ο Αθηνών Δαμασκηνός δεν ήταν πιά δεσμώτης’ με την κατάρρευση η φρουρά του είχε αποσυρθή. Κατέβηκε απ’ τη Σαλαμίνα στην Αθήνα. Ο θρόνος του τον περίμενε. Τον περίμενε η Εκκλησία. Τον περίμενε το ποίμνιό του πού εχειμαζόταν.
     Τι θα πράξη ο Αθηνών Δαμασκηνός; Ο Δαμασκηνός δεν έχει προγόνους του τους Ιεράρχες του Βυζαντίου, αλλά τους Δεσποτάδες του 1821. Έχει το πάθος τους, την πολιτικότητά τους, και την αγωνιστική τους ιδιοσυγκρασία. Πιστεύει πω η Εκκλησία-η «Ναύς», όπως θα την πη αργότερα στα μυστικά του μηνύματα προς το Κάϊρο-ένα είχε χρέος πάντα στις μεγάλες, τις δύσκολες ώρες του Γένους; Όχι να αποσύρεται απ’ τ’ εγκόσμια. Αλλά να κατεβαίνη στο δρόμο, να φτάνη στο καλύβι του χριστιανού, του κυνηγημένου, του πεινασμένου, του απορφανισμένου’ να γίνεται Κεφαλή του Έθνους, να αγωνίζεται, να ορθώνη κατακόρυφο το ανάστημά της απέναντι των τυράννων και, αν είναι ανάγκη, να μαρτυρή.
     Ο Δαμασκηνός σκέπτεται ότι είναι ο Αρχιεπίσκοπος των Ελλήνων και πρέπει ν’ ανεβή στο θρόνο του πού του τον είχε πάρει ο «επιβάτης». Ο λαός του χειμάζεται και περιμένει τον Ιεράρχη. Αλλά τώρα στην Αθήνα είναι μια Κυβέρνηση μισητή, η Κυβέρνηση των στρατηγών της συνθηκολογήσεως, και την Ελλάδα την εξουσιάζουν οι κατακτητές του. Για ν’ ανεβή στο θρόνο του ο Αθηνών Δαμασκηνός πρέπει να το θέλουν η Κυβέρνηση της Κατοχής και οι κατακτητές της Ελλάδος. Προσωπικός ο ίδιος δεν φαίνεται να καταδικάζη τη συνθηκολόγηση των στρατηγών. Την κρίνει σ’ ένα γράμμα του προς τον στρατηγό Τσολάκογλου-που ο αναγνώστης θα το βρη στη συνέχεια αυτής της ιστορίας-ως μέτρον ανάγκης. Αλλά το γεγονός μένει: η Κυβέρνηση Τσολάκογλου είναι μια κυβέρνηση κατοχική και μισητή από τους Έλληνες.
     Τι θα πράξη ο Αθηνών Δαμασκηνός; Να αποτραβηχτή και αυτός, να αρνηθή και αυτός καθώς αρνήθηκε ο Χρύσανθος; Και να περιμένη να περάση η μπόρα της Κατοχής για να έλθη στο θρόνο του; Ή να ανεβή στο θρόνο του τώρα, με τη συγκατάθεση των Γερμανών και των ελλήνων συνεργατών τους, και να αγωνισθή για το Έθνος;
     Το δίλημμα είναι μέγα. Ωχρός, εξασθενημένος απ’ τη φυλακή, γιγάντειος, κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο του σπιτιού του το θέαμα του δρόμου. Εκεί, στο δρόμο, περνά η εικόνα της πεινασμένης, της καταματωμένης Ελλάδας που βογκά.
     Ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός φαίνεται ότι παλαίει. Συμβουλεύεται τους φίλους του. Άς είναι Πρωθιεράρχης. Δεν είναι σοφός της θεολογίας και των κανόνων. Η πίστις του είναι πίστις απλού χριστιανού, πίστης πρωτόγονη. Μιλούσε πάντα με το Θεό απλά.
     Τι να πράξη;
Σ’ αυτή την κατάσταση, με αυτό το δίλημμα τον βρήκε ένα απόγεμα προσωπικός του φίλος, διδάσκαλος πανεπιστημιακός. Ο καθηγητής τον συμβουλεύει και αυτός να πράξη αυτό που του υπαγορεύει και η δική του συνείδηση: να πάρη το θρόνο του, να υπερασπιστή το Γένος που χειμάζεται.
      Στον Θεμιστοκλή Τσάτσο, που τον βλέπει τότε, μετά την απελευθέρωσή του, κάθε μέρα, ο Αρχιεπίσκοπος θα πη:
-Είναι εν τούτοις αίσχος δια την Ελλάδα ότι έπρεπε να έλθουν οι Γερμανοί δια να παύση η εναντίον μου δίωξις.
Και αργότερα:
-Όχι! Είμαι ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Δεν μπορώ να μην ενασκήσω, αυτήν ακριβώς την ώρα, τα καθήκοντά μου που θα είναι μαρτύριον και κίνδυνος. Το εναντίον θα είναι φυγή.
     Σε άλλο φίλο του, τον τότε Πρόεδρο του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Κλ. Μανέαν, λέγει:
-Είμαι ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Δεν παρακαλώ. Ούτε τους Γερμανούς, ούτε την Κυβέρνησιν. Η Κυβέρνησις οφείλει να κάμη τα τυπικά Διατάγματα, ό,τι χρειάζεται, δια να αναλάβω το καθήκοντά μου.
     Πράγματι, Νομοθετικόν Διάταγμα της 17ης Ιουνίου 1941 συνεκάλεσε την Μείζονα Σύνοδον της Ιεραρχίας της Ελλάδος να αποφανθή «περί του κύρους της εκλογής του Αρχιεπισκόπου Αθηνών της ενεργηθείσης την 5η Νοεμβρίου 1938 υπό της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, των κατ’ αυτήν και μετ’ αυτήν συνταχθέντων πρακτικών, έτι δε των μετά ταύτα επακολουθησασών εκκλησιαστικών και άλλων οιωνδήποτε πράξεων και αποφάσεων συναφών προς την ανάδειξιν Αρχιεπισκόπου Αθηνών». Η Μείζων Ιερά Σύνοδος με ομόφωνη απόφαση της στις 2 Ιουλίου 1941 εδέχθη ότι ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, κανονικώς αναδειχθείς, είναι ο Δαμασκηνός. Και την απόφαση αυτή την αναγνώρισε η Κυβέρνηση με Διάταγμα της 5 Ιουλίου 1941.
     Την 6 Ιουλίου 1941 ο Δαμασκηνός εγκαταστάθηκε στο θρόνο του……….
Ηλίας Βενέζης, 
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, εκδόσεις Εστία 1981, σελίδες 9-13
--
CHE FECEIL GRAN RIFIUTO
Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα

πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι-το σωστό-εις όλην την ζωήν του.

Σημείωση:
     Διαβάζοντας την κατά κάποιον τρόπο αφηγηματική «αγιογραφία» του Αρχιεπισκόπου και Αντιβασιλέα Δαμασκηνού την κρίσιμη αυτή για την ελλάδα ιστορική περίοδο, των κατοχικών χρόνων, δεν μου ήρθε στο νου ο ψαλμός ΙΗ΄ «Περιέσχον με ωδίνες θανάτου/και χείμαρροι ανομίας εξετάραξόν με…..» που χρησιμοποιεί στην πρώτη του σελίδα ο συγγραφέας Ηλίας Βενέζης, πριν αρχίσει να παραθέτει τις επιστολές του τότε αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού σε διάφορους κρατικούς και μη φορείς της κατοχικής εξουσίας. Επιστολές από το προσωπικό του αρχείο που δημοσιεύει ο Βενέζης, σε έλληνες και ξένους, αναζητώντας τρόπους να βοηθήσει τους χειμαζόμενους συμπατριώτες του, να βρει εφόδια να τους σιτίσει, να παρηγορήσει και να συμπαρασταθεί στον κατακτημένο ελληνικό λαό. Να απελευθερώσει έλληνες αιχμαλώτους από τις γερμανικές αρχές κατοχής ή να αποτρέψει εκτελέσεις. Ή ακόμα να ξεθάψει εκτελεσμένους έλληνες πατριώτες ώστε να αναγνωριστούν οι ταυτότητές τους και να αναγνωριστούν από τους οικείους τους. Αντίθετα, μου ήρθε στο νου το ποίημα του αλεξανδρινού ποιητή Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, χρόνια γραμμένο πριν την εισβολή των γερμανών και των ιταλών στην Ελλάδα. Όπου ο ποιητής, μας θέτει το αιώνιο και άλυτο ίσως δίλημμα της επιλογής μιας οριακής και ακανθώδους απόφασης για τον καθένα μας ξεχωριστά, και όχι μόνο για τους κάθε λογής ηγέτες ή μπροστάρηδες μιας χώρας. Το διλημματικό αυτό ερώτημα του ΝΑΙ και του ΟΧΙ συνεχώς επαναλαμβάνεται μέσα στην Ιστορία αλλά και στην ατομική μας μικροιστορία. Είναι αυτό μια καταδίκη ή μια δικαίωση χωρίς όμως εκ των προτέρων να μπορούμε να γνωρίζουμε τις συνέπειες. Η επιλογή αφορά το ιστορικό Τώρα, το παρόν, αλλά το αποτέλεσμά της θα το κρίνουν οι μεταγενέστεροι στο μέλλον. Το ίδιο ισχύει και για τον αντιβασιλέα αρχιεπίσκοπο. Ένας δυναμικός αρχιεπίσκοπος ο Χρύσανθος που διεκδικεί τον επισκοπικό θρόνο για μία ψήφο καταλαμβάνει τον αρχιεπισκοπικό θρόνο για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Η επιμονή του και το πείσμα του να ηγηθεί της εκκλησίας, οδηγούν σε περιορισμό της προσωπικής ελευθερίας τον νικητή εκλεγμένο αρχιεπίσκοπο, και την φυλάκισή του στο γυναικείο μοναστήρι της Φανερωμένης. Κάτι σύνηθες στην Βυζαντινή εποχή, για όσους διαβάζουν Βυζαντινή Ιστορία ή Χρονικά. Ο ίδιος ιεράρχης που σε προσωπικό επίπεδο στέκεται άτεγκτος και πείσμων, αρνείται να ορκίσει την κατοχική κυβέρνηση του στρατηγού Τσολάκογλου. Το αρνείται η εθνική του τιμή και το πατριωτικό του φρόνημα. Με την ενέργειά του αυτή χάνει τον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Στην θέση του, επανέρχεται ο κανονικός αρχιεπίσκοπος και ορκίζεται από την κατοχική κυβέρνηση με την ανοχή των γερμανικών αρχών κατοχής. Το όλο ζήτημα, αν δεν αφορούσε την ελληνική πρόσφατη ιστορία και τα σημαίνοντα πρόσωπά της, θα θύμιζε αστυνομικό μυθιστόρημα με «σασπένς».
Με την αναρρίχηση στον αρχιεπισκοπικό θρόνο ο Δαμασκηνός, βρίσκεται μεταξύ των εχθρικών δυνάμεων και του ελληνικού σκλαβωμένου ποιμνίου του. Οι διάφορες επιστολές που παραθέτει ο συγγραφέας Ηλίας Βενέζης, μας δείχνουν τις αγωνιώδεις προσπάθειες και τις βυζαντινές ίσως «ίντριγκες» που έπρεπε να χρησιμοποιήσει ο ιεράρχης για να βοηθήσει τους σκλαβωμένους συμπατριώτες του. Τον ελληνικό λαό εκείνη την πολεμική περίοδο.
      Ο μικρασιάτης συγγραφέας Ηλίας Βενέζης, είναι ένας πεζογράφος με μεγάλη συγγραφική ικανότητα και εμπειρία. Μας έχει δώσει από το 1928 που εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με τα διηγήματα «Ο Μανώλης Λέκκας» σημαντικά μυθιστορήματα όπως, η «Αιολική Γη», η «Γαλήνη» το «Νούμερο 31328», βιβλία Οδοιπορικά, Ταξιδιωτικά, το Χρονικό της Κατοχής «Έξοδος», ιστορικές «μονογραφίες» όπως είναι αυτή για τον πρωθυπουργό Εμμανουήλ Τσουδερό κλπ.. Στο ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, μας παρουσιάζει ένα άτομο με πυγμή, έναν  αρχιεπίσκοπο δυναμικό, αποφασιστικό, ριψοκίνδυνο, με αίσθηση του χρέους του απέναντι στην χώρα τις κρίσιμες αυτές στιγμές. Θαρραλέο διαμεσολαβητή σε δύσκολους καιρούς, που παλαντζάριζε στις αποφάσεις του για να πετύχει τον σκοπό του. Το βιβλίο παρότι κυλάει εύκολα, παρουσιάζει ένα μάλλον ιστορικό πρόβλημα, δεν τεκμηριώνεται όσο θα έπρεπε στα πλείστα σχεδόν σημεία του ιστορικά. Η σκιαγράφηση του Δαμασκηνού γίνεται ασφαλώς μέσα από το ατομικό του αρχείο-τις επιστολές που έστελνε και του έστελναν οι δυνάμεις κατοχής αλλά, είναι τόσο μάλλον γενικόλογες και ορισμένες φορές μακροσκελέστατες με εκκλησιαστικό κάπως κηρυγματικό γενικόλογο περιεχόμενο που ίσως και να αφήνουν αδιάφορο τον αναγνώστη στην ανάγνωσή τους, αν έχει διαβάσει άλλα βιβλία συμπληρωματικά της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου και των διαδραματιζομένων γεγονότων που σημάδεψαν την πορεία μιας χώρας και ενός λαού. Στην δεδομένη περίπτωση του Ελληνικού Έθνους. Το ίδιο θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε και για τις επιστολές που δέχεται από τις ελληνικές δυνάμεις κατοχής. Η πολιτική φυσιογνωμία του κατοχικού πρωθυπουργού Τσολάκογλου και των κινήτρων του, να αναλάβει την κυβερνητική εξουσία της εποχής-μένοντας στην ιστορία σαν συνεργάτης των γερμανών κατακτητών, δεν μας φανερώνει τα πραγματικά κίνητρα της επιλογής του αυτής. Ο λόγος και η προσπάθεια να δικαιολογήσει τα «αδικαιολόγητα» καθώς ζητά από τον ιεράρχη πνευματική υποστήριξη, είναι τόσο αίολος και ασαφής δημιουργώντας αντίθετες εντυπώσεις από τις αναμενόμενες για τον ίδιο. Έτσι, η εικόνα του, παραμένει σκοτεινή και προβληματική μέσα στο ελληνικό πάνθεο των ελλήνων πολιτικών που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο σε κρίσιμες για το Έθνος περιστάσεις. (Ανοίγοντας μικρή ιστορική παρένθεση, να θυμίσουμε τον αινιγματικό πολιτικό ρόλο του Στεριάδη ως διοικητή της Σμύρνης, την περίοδο της Μικρασιατικής Καταστροφής). Πάντως ο Ηλίας Βενέζης, τονίζει τον διαμεσολαβητικό ρόλο που έπαιξε ο Δαμασκηνός σαν ηγέτης της Ελλαδικής Εκκλησίας την περίοδο εκείνη, κάνει λόγο επίσης για την επιθυμία των κατοχικών αρχών να συλλάβουν και να εξορίσουν τον αρχιεπίσκοπο. Μας μιλά για άλλες του σωτήριες παρεμβάσεις, ή ακόμα παραδείγματος χάρη, για την συνάντησή του με τον ταγματάρχη Ιωάννη Τσιγάντε παρουσία του Κωνσταντίνου Τσάτσου ως μεσολαβητή στην οικία του τελευταίου, ώστε να ηγηθεί ο Δαμασκηνός ενός Εθνικού Συμβουλίου Αντίστασης εναντίον των κατακτητών. Συμπεριλαμβανομένου μέσα στις αντιστασιακές αυτές ομάδες και το ΕΑΜ. Αλλά και άλλες κρυφές ενέργειες του ιεράρχη που είχαν να κάνουν με την διάσωση ελλήνων αγωνιστών εναντίων των γερμανών. Από τους γερμανούς θεωρούνταν αγγλόφιλος γιαυτό και δεν του είχαν εμπιστοσύνη. Αποδεκτός ήταν από τις ελληνικές πολιτικές δυνάμεις και το πολιτικό σύστημα της εποχής.
     Με την αντιγραφή αυτή, καταγράφω ένα ακόμα βιβλίο ενός λογοτέχνη που αφορά την ελληνική ιστορία των πρόσφατων σχετικά χρόνων μας. Μια προσπάθεια να δείξω τους παράλληλους δρόμους μεταξύ Ιστορίας και Λογοτεχνίας. Τις συγκλίσεις σε ένα κοινό οραματικό σκοπό. Στην διάσωση της Ιστορικής μνήμης ενός λαού και ενός έθνους.
Οι επιλογές δικές μου, οι κρίσεις δικές σας.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 12 Οκτωβρίου 2018.
Μνήμη Απελευθέρωσης 12/10/1944.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου