Τα
πειραιώτικα του ποιητή Νίκου Ι. Χαντζάρα
Μεταφέροντας διάφορα κείμενα στην ιστοσελίδα μου για το πώς είδαν και
βίωσαν οι πνευματικοί άνθρωποι του τόπου μας τα ιστορικά γεγονότα του Πολέμου
του 1940, της Κατοχής και του Έπους της Εθνικής Αντίστασης, για το πώς όχι οι
ιστορικοί, αλλά οι λογοτέχνες μας, οι ποιητές μας, οι έλληνες καλλιτέχνες εν
γένει, θυμήθηκα ορισμένα από τα «ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ» του παλαιού πειραιώτη ποιητή και
δημοσιογράφου Νίκου Ι. Χαντζάρα. Για την περίοδο αυτή, και τα μυριάδες βάσανα
που αντιμετώπισαν οι πειραιώτες και ο πειραιάς, την κατοχή, την μεγάλη πείνα,
τον βομβαρδισμό του λιμανιού, το αντεθνικό ζήτημα με τους έλληνες μαυραγορίτες
που πλούτισαν σε βάρος ενός κόσμου που πέθαινε στους δρόμους και στα σοκάκια
από την πείνα και τις κακουχίες, και αναγκάζονταν να πουλήσει το σπίτι των
προγόνων του για έναν ντενεκέ λάδι, για τους κουκουλοφόρους έλληνες συνεργάτες
των γερμανών που πρόδιδαν έλληνες πατριώτες και πειραιώτες, και τους οδηγούσαν
οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής στο εκτελεστικό απόσπασμα σύμφωνα με τις
αντεθνικές και προδοτικές υποδείξεις τους, αυτών των ελλήνων Εφιαλτών, για τους
πυρήνες εθνικής αντίστασης που δημιουργήθηκαν και έδρασαν από νέους πειραιώτες-αμούστακα
πειραιωτόπουλα και νεαρές πειραιωτοπούλες- μέσα στην πόλη και στους γύρω δήμους
πολεμώντας τους κατακτητές και τους συνεργάτες τους, για την βοήθεια που
πρόσφερε η εκκλησία στον χειμαζόμενο πειραϊκό λαό, για τον αντιστασιακό ρόλο
του ΕΑΜ και των άλλων οργανώσεων την περίοδο αυτή στο πρώτο λιμάνι της χώρας
και τα διάφορα σαμποτάζ που έκαναν ενάντια στον κατακτητή με κίνδυνο να
συλληφθούν και να εκτελεστούν, για το πώς φυγάδευαν στην μέση ανατολή και
έκρυβαν πειραιώτες πατριώτες στα σπίτια τους και στα υπόγειά τους ξένους
συμμαχικούς στρατιώτες, (ιδιαίτερα άγγλους), ακόμα και ιταλούς νεαρούς
στρατιώτες διέσωσαν οι έλληνες, όταν εισέβαλαν στο ελληνικό έδαφος τα ναζιστικά
στρατεύματα κατοχής. Έχω ακούσει ιστορίες πειραιωτών αντρών και γυναικών, που
ριψοκινδυνεύοντας την ζωή την δική τους και της οικογένειάς τους διέσωσαν νέους
ιταλούς στρατιώτες από το άγριο μένος και την εκδικητική μανία των γερμανών
στρατιωτών. Των ίδιων Ιταλών στρατιωτών, που δεν είχε περάσει πολύς καιρός που
τα ιταλικά στρατεύματα εισέβαλαν στην χώρα μας για να την κατακτήσουν. Αυτών
που βύθισαν την Έλλη στο λιμάνι της Τήνου. Για όλα αυτά τα συνταρακτικά
πολεμικά και αντιστασιακά γεγονότα, για το τίμημα που πλήρωσε ο πειραϊκός λαός
την περίοδο εκείνη, τους νεκρούς πειραιώτες που έδωσε στον αγώνα για την
απελευθέρωση, καθώς και τον εκπατρισμό από την πόλη μας χιλιάδων πειραιωτών και
των οικογενειών τους και την εγκατάστασή τους στην Αθήνα και σε άλλες περιοχές
εκτός Πειραιά, μετά τον βομβαρδισμό του λιμανιού από τους συμμάχους, έχουν
κυκλοφορήσει αρκετά βιβλία και αφιερώματα πειραϊκών περιοδικών, έχουν γίνει
ομιλίες και έχουν εξιστορηθεί από πειραιώτες αυτών των γενεών στις νεότερες
γενιές πειραιωτών σε δημοσιεύματά τους στον ημερήσιο τοπικό τύπο και σε
περιοδικά. Σε παλαιές πειραϊκές εφημερίδες συναντά ο αναγνώστης δημοσιεύματα
που μας αφηγούνται τα περιστατικά εκείνης της εποχής.
Σκέφτηκα
να αναδημοσιεύσω ενδεικτικά ορισμένα από τα «ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ» του Νίκου Ι. Χαντζάρα
για να έχουμε μια μικρή εικόνα της προσφοράς της πόλης μας, των απλών
πειραιωτών και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν.
Τα Πειραιώτικα»
του δημοσιογράφου και ποιητή Χαντζάρα, είναι μικρά συνήθως κείμενα, εντυπώσεις,
αναμνήσεις, περιστατικά, οφειλές, αναδρομές, ενθυμήσεις, ξυπνήματα μνήμης του
ποιητή, υποδείξεις σε δημοτικούς άρχοντες και άλλους φορείς της πόλης,
αφηγήσεις σύγχρονών του γεγονότων, ενδεικτικές κρίσεις για βιβλία πειραιώτικα
που κυκλοφόρησαν και αφορούν τον Πειραιά, συναντήσεις με αξιοσημείωτους
παλαιούς πειραιώτες, με απλούς χαρακτηριστικούς τύπους της πόλης, άτομα που
συναντούσε στους έρημους τότε δρόμους του λιμανιού, επιστολές που του έστελναν στα γραφεία των
εφημερίδων που εργάζονταν, παρατηρήσεις του για παλαιά χτίσματα του Πειραιά,
για τις συνοικίες του, τους παλαιούς πειραιώτες που γνώρισε, για τα καφενεία,
τις ταβέρνες, μπακάλικα και άλλα καταστήματα και τους ιδιοκτήτες τους καθώς και
τους κληρονόμους του που γνώριζε από κοντά, για τα έργα ανάπλασης της πόλης,
τους ιερούς ναούς της και την ίδρυσή τους. Με δυό λόγια, τα δημοσιεύματα αυτά
μας παράσχουν την μικροιστορία των καθημερινών ανθρώπων της πόλης στην εποχή
του. Στο πως διασκέδαζαν, που εργάζονταν, τι έτρωγαν, τι συζητούσαν, πως
συμπεριφέρονταν, που έκαναν τα μπάνια τους, ποιος ήταν ο «υπόκοσμός» της πόλης
και του λιμανιού, πως συμπεριφέρονταν οι γυναίκες και οι άντρες στις κοινωνικές
τους εκδηλώσεις, που έκαναν τους νυχτερινούς τους περιπάτους, ορισμένες φορές
μας αναφέρει και ποια ήταν τα πολιτικά τους φρονήματα, τους τσακωμούς τους,
τους μικρούς λουστράκους και τα πιτσιρίκια για θελήματα και τις υπηρέτριες,
τους πονηρούληδες στα ερωτικά ιερείς του, τους χαρακτηριστικούς «Δελαπατρίδες»
της πόλης που κυκλοφορούσαν με στολές και παράσημα, τις μικροπαρανομίες τους,
τον χαρακτήρα με δυό λόγια της πειραικής ταυτότητας έτσι όπως εξελίχθηκε στην
διαδρομή της ιστορίας της πόλης από την ίδρυσή της και εντεύθεν. Δεν παραλείπει
επίσης, να μας μιλά για λογοτέχνες και άλλους επιφανείς πειραιείς και που
διασκέδαζαν, όπως ο Παύλος Νιρβάνας, ο Γεράσιμος Βώκος, ο Λάμπρος Πορφύρας, ο
Ρώμος Φιλύρας, για την παλαιά οικογένεια του ιστορικού Μελετόπουλου και πολλών
άλλων. Για ξένους καλλιτέχνες που επισκέφτηκαν την πόλη μας ή έκαναν τα μπάνια
τους στο Φάληρο, όπως ο ιταλός Ντ΄ Αννούτσιο κλπ. Το βλέμμα του ακόμα, δεν
στέκεται αδιάφορο και σε περιοχές, σημεία και διαμερίσματα, και ιστορικά και
αρχαιολογικά σημεία της πόλης, που είτε προσπαθεί να τα αναδείξει μέσα από την
δημοσιογραφική του γραφίδα είτε να τα επαναφέρει στην μνήμη των πειραιωτών. Από
την οπτική και τις κρίσεις του, δεν ξεφεύγουν ούτε οι τότε δημοτικοί άρχοντες
και η ηγεσία της πόλης, αλλά ούτε και οι διάφορες πληθυσμιακές ομάδες από τα
άλλα μέρη της ελλάδας που εγκαταστάθηκαν στην πόλη μας. Οι χιώτες, οι κρήτες,
οι υδραίοι, κλπ.
Οι παρατηρήσεις του για προβλήματα που αντιμετώπιζε
τότε ο Δήμος δεν είναι ούτε λίγες ούτε στερούνται ακόμα και σήμερα το ιστορικό
και άλλο ενδιαφέρον, τις περισσότερες φορές είναι επικαιρικές, άλλες έχουν ένα
ιστορικό βάθος, άλλες κοινωνικό. Δεν παύουν όμως να αποτελούν μια μεγάλη και
πολύστικτη εικόνα ανθρωπογεωγραφίας και τοπιογραφίας της πόλης μας, με τα
ιδιαίτερά της χαρακτηριστικά και ενδιαφέροντα. Η δημοσιογραφική πένα του Νίκου
Ι. Χαντζάρα στέκεται σε εκείνα τα σημεία που τον αγγίζουν προσωπικά σαν
πειραιολάτρη και έναν δημότη που αγαπά την πόλη, τους ανθρώπους της και κυρίως,
την παλαιά ατμόσφαιρά της. Τα δημοσιεύματα έχουν μια νοσταλγική διάθεση, μιας
διαρκή τάση αναπόλησης, μια ματιά που προσπαθεί να διακρίνει το τότε ουσιώδες
για τον δήμο του με το τώρα το επουσιώδες. Με αφορμή μια τυχαία συνάντηση στο
δρόμο, έναν χαιρετισμό ή ένα βλέμμα, μια κίνηση τυχαία ή ένα περιστατικό,
ξετυλίγει το κουβάρι των προσωπικών του αναμνήσεων, από τα παιδικά του χρόνια,
και εντοπίζει γεγονότα και συμβάντα που τον συγκίνησαν, τον ερέθισαν
συγγραφικά, τον τσίγκλησαν κριτικά, τον νευρίασαν πολιτικά, τον θύμωσαν σαν
δημότη και ποιητή. Σατιρίζει φανερά, χλευάζει αδιόρατα, κριτικάρει ασύστολα,
παραπονιέται σταθερά, αντιδρά συνεχώς για τα κακώς κείμενα της πόλης. Συνομιλεί
μέσω των κειμένων αυτών με τους συγχρόνους του, τους παλαιότερους πειραιώτες,
την ιστορία και την ίδια την πόλη. Έχει άμεση επαφή τόσο με τους πειραιώτες όσο
και με την ίδια την πόλη. Τα σπίτια της, τις συνοικίες της, την αγορά της, τα
σοκάκια της, τους δρόμους της, τα στενά της, τις παραλίες της, τα βράχια της,
τα αρχοντικά της και τα χαμόσπιτά της. Τα Μακρά της Τείχη και τα λεμονάδικά
της. Τίποτε δεν αφήνει αδιάφορο το πάντα ανοιχτό και παρατηρητικό βλέμμα του.
Επισκοπεί δημοσιογραφικά την Ιστορία της, το Αρχαιολογικό της παρελθόν, το
κοινωνικό Παρόν της. Άνθρωποι και Τόπος γίνονται ένα μέσα στις αφηγηματικές
σελίδες της μνήμης του, του μυαλού του και των σελίδων των εφημερίδων που
δημοσιογραφεί επαγγελματικά και ευσυνείδητα.
Ο ποιητής είναι η μνήμη και η φωνή της πόλης στην
εποχή του. Και αυτό, φαίνεται σε αρκετά σημεία των δημοσιευμάτων του των μικρών
κυρίως αλλά και μεγαλύτερων άλλοτε επιφυλλίδων του, άλλοτε χρονογραφημάτων του,
άλλοτε επικαιρικών σχολίων του και παρατηρήσεών του εξ αφορμής ενός συμβάντος
που τάραξε τα ήσυχα ή λιμνάζοντα ή φουρτουνιασμένα νερά της πόλης.
Τα
«ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ» του ποιητή των «Ειδυλλίων» της μιάς και μοναδικής του συλλογής
που εξέδωσε ο δημοσιογράφος και ποιητής, πέρα από την εσωτερική διαστρωμάτωση
της πόλης που μας χαρτογραφούν, παρουσιάζουν και ένα ενδιαφέρον θα σημειώναμε
κοινωνιολογικό, τι εννοώ. Μερικά του κείμενα αναφέρονται σε πράξεις παραβατικές
ατόμων της εποχής του, συμπληρώνουν αστυνομικά θα γράφαμε δελτία από συμβάντα
που αναστάτωσαν το φιλήσυχο κλίμα της πόλης, μας κάνουν λόγο για περιστατικά
του λιμανιού που προξένησαν το ενδιαφέρον των δημοτών, αναφέρονται σε
σεξουαλικά ζητήματα, πχ. διάκων που ντυνόντουσαν με γυναικεία ρούχα και
χαριεντιζόντουσαν, για κοινωνικά άλλα παρατράγουδα που προκάλεσαν την προσοχή
του. Για γεννήσεις και θανάτους γνωστών πειραιωτών. Για θέματα που αφορούν την
σεξουαλική και ερωτική συμπεριφορά αντρών και γυναικών. Ας μην λησμονούμε ότι ο
ποιητής-ομοφυλόφιλος ο ίδιος-σχολιάζει και παρατηρεί συμπεριφορές πειραιωτών
μαγκών, χαμίνια του δρόμου, αλητάκους του πειραιά, άτομα που βρίσκονται κάτω
από την επιρροή ουσιών, μέρη όπως ο Τινάνειος Κήπος που σύχναζαν τις νύχτες,
όταν οι καλές οικογένειες γύριζαν να ξεκουραστούν στα σπίτια τους μετά τον
περίπατό τους και τον καφέ αναψυχής τους η τα γλυκά που έτρωγαν στο καφέ που
υπήρχε μέσα στον Κήπο. Δίπλα στις βεγγέρες των πειραιωτών σε κεντρικά σημεία
της πόλης, υπήρχαν και τα στέκια του μη αποδεκτού από την λεγόμενη καλή
κοινωνία κόσμου. Υπήρχε ένας παράλληλος κόσμος ο επονομαζόμενος «υπόκοσμος».
Μικρό ληστές, παπατζήδες, άνθρωποι που έπαιζαν στους δρόμους μπαρμπούτι,
χασικλήδες, πρεζάκηδες, κολομπαράδες, αδερφές, πουτάνες, μαστροποί, εκδιδόμενες
κρυφά προς το ζην, τσατσάδες, μαχαιροβγάλτες, μαυραγορίτες, περιστασιακοί
λαθρέμποροι, άτομα της πόλης και των άλλων περιοχών που έρχονταν στο λιμάνι να
βρουν δουλειά, να κάνουν κάνα μεροκάματο, να μπαρκάρουν, που οι διάφορες αυτές
ομάδες του πληθυσμού ή σε ατομικό επίπεδο, δημιουργούσαν τα δικά τους στέκια
συνάντησης ή συναλλαγών, διασκέδασης. Με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την περιοχή της Τρούμπας, και τα δρομάκια της,
στο γιαχνί σοκάκι. Μια παράλληλη πόλη ζούσε και εργάζονταν, εμπορεύονταν και
δραστηριοποιούνταν σιμά με την αστική τάξη του Πειραιά. Τα χαμόσπιτα σχεδόν
συνόρευαν με τα νεοκλασικά και τις μικρές τότε βιλίτσες των πειραιωτών
τραπεζιτών, εμπόρων και κτηματιών.
Η ιδιαιτερότητα αυτών των κειμένων του Χαντζάρα σε
σχέση παραδείγματος χάριν με τις Αναμνήσεις του Άγγελου Κοσμή, τα «Πειραϊκά»
του Ιωάννη Μελετόπουλου, το βιβλίο για τους δημάρχους του Σπηλιωτόπουλου, τα
δημοσιογραφικά δημοσιεύματα του πεζογράφου Χρήστου Λεβάντα, τις αναμνήσεις του
Μπινιάρη αναφέρω ενδεικτικά αλλά και πολλών άλλων, που μας έχουν διασωθεί είτε
σε παλαιά περιοδικά είτε κυρίως στις σελίδες των τοπικών εφημερίδων, «Ελεύθερη
Ώρα», «Χρονογράφος», «Νέοι Καιροί», «Φωνή του Πειραιώς» και άλλες είναι, ότι τα
«Πειραιώτικα» του ποιητή Νίκου Ι. Χαντζάρα έχουν μεγαλύτερο εύρος παρατήρησης
και εξέτασης των γεγονότων, διαθέτουν ευρύτερη ποικιλία θεματική και ασφαλώς
κοινωνική, έχουν μια αμεσότητα σε προγενέστερες μνήμες εποχών, καταγράφονται
λεπτομέρειες και περιστατικά, αναφέρονται ονόματα που δεν τα συναντάμε στις
άλλες καταγραφές. Οι περιγραφές του Χαντζάρα, δεν έχουν θα σημειώναμε μάλλον
την «μονομέρεια» κατά κάποιον τρόπο που έχουν οι άλλες εξομολογητικές αναφορές
των παραπάνω πειραιωτών. Ο Χαντζάρας μάλλον λειτούργησε σαν ένας ποιο λαϊκός
Καιροφύλλας, τηρουμένων των αναλογιών, για την πόλη μας. Είναι εκατοντάδες οι
πληροφορίες, τα στοιχεία και τα πρόσωπα της καθημερινής πειραϊκής πόρτας που
μας διασώζει με εντιμότητα, επαγγελματική ευσυνειδησία, αλλά και βαθειά και
ουσιαστική αγάπη για την πόλη και το λιμάνι της ο ποιητής Νίκος Ι. Χαντζάρας.
Δεν λειτουργεί επιλεκτικά όπως άλλοι, δεν στερείται γνώσεων πάνω στην πειραϊκή
ιστορία και αρχαιολογία αλλά και παράδοση. Δεν χάνει την επαφή του με την
καθημερινή του πραγματικότητα. Συναναστρέφεται με τον απλό κόσμο, τους χαμάληδες
του λιμανιού και τις απλές πειραιώτισσες νοικοκυρές αλλά και με τους ποιητές,
τους λογοτέχνες, τους δημοσιογράφους, τους ζωγράφους και τους παράγοντες της
πόλης. Συμμετέχει ενεργά στα καλλιτεχνικά πράγματα όπως και στα γλέντια, ζει
από κοντά τα θετικά και τα αρνητικά της αλλαγής της φυσιογνωμίας της, της
ταυτότητάς της και του χαρακτήρα των δημοτών. Η Πόλη αλλάζει σταδιακά, οι
Πειραιώτες αλλάζουν επίσης και εκείνος παρατηρεί και σχολιάζει αγωνιζόμενος να
επιβιώσει και μην εγκαταλείποντας την πόλη που τόσο αγάπησε και της αφιερώθηκε.
Στα
κείμενα αυτά δεν θα συναντήσουμε περισπούδαστες αναλύσεις, κοινωνιολογικές
κρίσεις βαριάς φιλοσοφίας, ιστορικές αναφορές που συναντούμε από καθεαυτό
ιστορικούς επιστήμονες, δεν θα διαβάσουμε πολιτικούς σχολιασμούς ή παρατηρήσεις
που έχουν τα ειδικά για την πόλη μας μελετήματα, διατριβές και συγγράμματα
πανεπιστημιακών. Και αυτό είναι εύλογο. Ο Χαντζάρας υπήρξε ένας πειραιολάτρης
ταλαντούχος δημοσιογράφος και ένας ποιητής, που, δεν είχε υψηλές βλέψεις
αναγνώρισης. Του αρκούσε η ατμόσφαιρα της πόλης και των πειραιωτών, οι
συντροφιές των απαλών ανθρώπων του πειραιά και η φιλία τους, τα νυχτερινά
ερωτικά του περπατήματα στην περιοχή της Πειραϊκής, της Φρεαττύδας, και άλλων
περιοχών του Πειραιά. Αρκούνταν να συντρώγει με τους δημοσιογράφους της πόλης,
και τους ποιητές και λογοτέχνες του Πειραιά. Είναι λίγος στον ποιητικό του λόγο
(μία μόνο ποιητική συλλογή) αλλά όχι αμελητέος στις δημοσιογραφικές του
εξιστορήσεις. Γνωρίζει καλά ελληνικά, χειρίζεται με ευστοχία την γλώσσα της εποχής
του, έχει καθαρό ύφος, απλή γραφή, δεν πλατειάζει, είναι πολλές φορές “the point” που λένε οι παλαιές
δημοσιογραφικές πένες και τεκμηριώνει με την μνήμη του ότι σχολιάζει. Σίγουρα,
τα περισσότερα αν όχι όλα τα «Πειραιώτικα» είναι ιδιοσυγκρασιακά, φέρουν το
βαθύ χρωματισμό της μνήμης του. Είναι εξομολογήσεις ατομικές του ή μερικές
φορές και άλλων πειραιωτών που γνώρισε από κοντά και του δανείζουν τις σκέψεις
τους, τα λόγια τους ακόμα και τις δικές τους παρατηρήσεις. Όλα αυτά τα πολύ
ιδιαίτερα και προσωπικά αφηγήματα στην ουσία της ίδιας της πόλης, όλες αυτές οι
εξομολογητικές εικόνες που συγχέονται με γεγονότα της εποχής του με περιστατικά
καθημερινά, με πρόσωπα που γνώρισε και έζησαν στην πόλη, δεν είναι παρά η
μεγάλη τοιχογραφία της ιστορίας του Πειραιά. Ενός Πειραιά, που κάποτε το παζλ
της εικόνας του συμπεριλάμβανε την περιοχή και τον κόσμο της Τρούμπας, την
έρημη περιοχή των τεκέδων των ρεμπέτηδων στην Δραπετσώνα και στην Φρεαττύδα, τα
κουτούκια και τις μπακαλοταβέρνες του λιμανιού, τις σπηλιές με τους χασικλήδες
στην Πειραϊκή, με την παράδοση των ρεμπέτικων ασμάτων και των χασικλίδικων
πειραϊκών τραγουδιών, την εμπορική και αστική τάξη της πόλης που κατοικούσε
πέριξ του λιμανιού της Ζέας, στο Πασαλιμάνι, τον λόφο της Καστέλλας, στο κέντρο
της πόλης, τον πολυπληθή και πολύχρωμο εργατόκοσμο του λιμανιού και των
εργαζόμενων στον ΟΛΠ. Τον «λούμπεν» (χρησιμοποιώ καταχρηστικά αυτόν τον παλιό
όρο) εμπορικό κόσμο της αγοράς, τον παράλληλο κόσμο των ναυτικών ελλήνων και
ξένων, των καραβοκύρηδων και των συναφών επαγγελμάτων, των παλαιών
καρβουνιάρηδων και τον κόσμο των μηχανουργείων και διαφόρων συνεργείων,
επισκευών καραβιών κλπ., τον εργατόκοσμο των υαλουργείων, των μεγάλων μονάδων καπνοβιομηχανίας (ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΣ, ΚΕΡΑΝΗΣ) των μικρομαγαζάτορων και υπαίθριων εμπόρων. Ο Πειραιάς έσφυζε από ζωή
και δράση. Αυτόν τον Πειραιά του προηγούμενου αιώνα γνώρισε και έζησε ο
δημοσιογράφος και ποιητής Νίκος Ι. Χαντζάρας. Αυτόν θυμάται και αυτόν
περιγράφει και μνημονεύει συνεχώς. Σαν ένας κινηματογραφικός φακός, ένα
«ριμέϊκ» της κοινωνικής και ιστορικής διαδρομής της Πόλης και του λιμανιού. Των
ανθρώπων της και των γεγονότων της. Την ιστορική διαδρομή του πειραιά δεν την
γράφουν οι υψηλά εμπορικά και πνευματικά ιστάμενοι και παράγοντες της πόλης,
αλλά, ο απλός ο κόσμος, οι διπλανοί μας γείτονες. Την εικόνα της την
ζωγραφίζουν αυτοί, την αφηγούνται αυτοί, την δημιουργούν αυτοί, ασυναίσθητα την
σχεδιάζουν και την διαμορφώνουν ταυτόχρονα καθώς την ζουν. Είναι ο κόσμος της
πόλης που βγαίνει από την γραφίδα του όπως ο κόσμος του συγγραφέα Νίκου Τσιφόρου,
του Πέτρου Πικρού, για να μείνω σε δύο αγαπημένους μας συγγραφείς.
Τα
κείμενα αυτά έχουν μια οικειότητα, είναι άμεσα, σου κεντρίζουν το ενδιαφέρον
και ας μην είσαι πειραιώτης. Κινούνται μέσα και μόνο σε μια πειραϊκή ατμόσφαιρα
και κλίμα όπως άλλωστε υποδηλώνει και ο γενικός τους τίτλος. Είναι εύληπτα και
στον πλέον αδαή για τα πειραϊκά πράγματα. Διαθέτουν ένα συγκινητικό και άλλοτε
λυρικό υπόστρωμα. Διατηρούν την χρονική τους επικαιρότητα αλλά και την ιστορική
τους δυσκολία. Τι θέλω να πω με αυτό. Δυστυχώς τα «ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ» του Νίκου Ι.
Χαντζάρα, δεν έχουν ταξινομηθεί, σχολιαστεί, επιμεληθεί, καταλογραφηθεί,
οργανωθεί, τεκμηριωθεί, διορθωθεί, και ότι χρειάζεται για να εκδοθούν σε ένα
βιβλίο. Αυτόνομα από την ποιητική του συλλογή. Αυτό ενέχει πολλές δυσκολίες.
Ενέχει προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει και να λύσει ένας ερευνητής ή
πειραιολάτρης ή ιστορικός της πειραικής ιστορίας γιατί:
Α)δεν γνωρίζουμε πόσα ακριβώς είναι. Σε φωτοτυπίες
αυτών των κειμένων που πριν μερικά χρόνια έβγαλα από το Ιστορικό Αρχείο του
Δήμου, που φυλάσσεται μέρος του αρχείου του ποιητή που διασώθηκε από τον
συγγραφέα και δημοσιογράφο Χρήστο Λεβάντα, διαπίστωσα την προβληματικότητα της
κατάστασης.
Β). Τα Πειραιώτικα, δεν είναι ούτε θεματικά
ταξινομημένα, αλλά και η χρονολογική τους καταγραφή παρουσιάζει δυσκολίες.
Γ) Υπάρχουν ημερομηνίες διπλές και τριπλές που
δημοσιεύονται τα ίδια κείμενα. Ή υπάρχουν αναδημοσιεύσεις μεταγενέστερες χωρίς
να αναφέρονται οι πρώτες δημοσιεύσεις.
Δ) Υπάρχουν κείμενα που έχουν ίδιο περιεχόμενο ή
ελαφρώς παραλλαγμένο με διαφορετικό τίτλο. Πράγμα που χρειάζεται μεγάλη προσοχή
στο πως θα ενταχθούν οργανικά σε μια σειρά.
Ε) Όταν τα φυλλομέτρησα, δεν είχαν την ίδια
αριθμητική καταγραφή που έχει ο Χρήστος Λεβάντας.
Στ). Σε πολλά δεν αντιστοιχούν οι ημερομηνίες που
αναγράφονται πάνω στα αποκόμματα με αυτά των φύλλων των εφημερίδων.
Ζ) Άλλα έχουν διπλές ημερομηνίες.
Η) Πολλά έχουν φθαρεί από τον χρόνο και είναι
δύσκολη η ανάγνωσή τους
Θ. Σε σχετική έρευνά μου, διαπίστωσα ότι υπάρχουν
και άλλα δημοσιεύματα του Χαντζάρα σε άλλες πειραϊκές εφημερίδες εκτός από την
«Φωνή του Πειραιώς» που δημοσιεύτηκαν και διαθέτουν παρόμοιο περιεχόμενο. Ή
άλλα του δημοσιεύματα που θα μπορούσαμε ενδεχομένως να τα εντάξουμε και αυτά
κάτω από τον ίδιο τίτλο.
Ι) Χρειάζεται μεγάλη προσοχή στην εξακρίβωση των
πληροφοριών που μας παρέχει ο Χαντζάρας, τόσο στην διασταύρωσή τους, όσο και
στην εξακρίβωσή τους μια και ορισμένες φορές η διαίσθησή μου με έκανε να
ανατρέξω σε άλλες πηγές της εποχής και να δω τις διαφορές των στοιχείων.
Έπειτα, τα πρόσωπα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται, τα παλαιότερα τοπωνύμια,
οι δρόμοι και τα σημεία της πόλης, χρειάζονται διαπιστωτική έρευνα και
συμπλήρωση ή και ίσως αναθεώρηση.
Κ) Πάρα πολλά γεγονότα που μας περιγράφει δεν είναι
μάλλον δυνατόν να διασταυρωθούν από άλλες πηγές. Γιατί οι παλαιότεροι
πειραιώτες, δεν ενδιαφέρονταν ή δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να ασχοληθούν με
τέτοια πράγματα ή δεν είχαν και τις κατάλληλες γνώσεις, και ακόμα ήθελαν αμοιβή
ή χορηγία από τον Δήμο. Και ίσως καλά έκαναν. Από άλλους φορείς δηλαδή
πολιτιστικά σωματεία, το Πανεπιστήμιο του Πειραιά, ή άλλα εκπαιδευτικά κέντρα
από όσο γνωρίζω δεν υπήρξε ενδιαφέρον.
Λ) Δυστυχώς, δεν έχουν διασωθεί όλα τα σώματα του
τοπικού τύπου και αυτό δυσκολεύει την έρευνα.
Μ) Ο ίδιος ο Νίκος Ι. Χαντζάρας, όπως φαίνεται δεν
διατηρούσε οργανωμένο αρχείο. Αυτό που διασώθηκε είναι σκόρπιο και άτακτο και
με πολλά λάθη χρονολογικά και άλλα. Δεν εννοώ ορθογραφικά των κειμένων.
Αυτά
και άλλα τεχνικά, οργανωτικά, εκδοτικά προβλήματα ίσως να είναι η αιτία που μέχρι
σήμερα δεν ενδιαφέρθηκε κανείς στην συγκέντρωση και ταξινόμηση και έρευνα αυτού
του διάσπαρτου και άτακτου υλικού. Συναντάμε μόνο ορισμένες αναδημοσιεύσεις σε
κατά καιρούς πειραϊκά λευκώματα, σε
υποτυπώδη βιβλία που γράφτηκαν για τον ίδιο, σε αναφορές από άλλους
πειραιώτες συγγραφείς, αλά μέχρι εκεί. Δύσκολο εγχείρημα ασφαλώς η συγκέντρωση
αυτού του-έστω και υπάρχοντος δημοσιογραφικού πληροφοριακού υλικού-απαιτείται
χρόνος, έξοδα και αρκετή υπομονή. Τώρα μάλιστα, που η χώρα έχει πτωχεύσει και
ίσως το σπουδαιότερο, οι παλαιοί πειραιείς, οι ηλικιακά μεγαλύτερης ηλικίας
έχουν φύγει και αυτό δυσκολεύει την διασταύρωση του μνημονικού υλικού.
Το
σημείωμα αυτό, για τα Πειραιώτικα του ποιητή και δημοσιογράφο Νίκο Ι. Χαντζάρα,
είχε αφορμή ορισμένα από τα κείμενα του ποιητή που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα
«Φωνή του Πειραιώς» που συνεργαζόταν ο Χαντζάρας και έχουν θέμα τους την
Κατοχή. Όπως «Υπό ζυγόν» Σάββατο 13 Οκτωβρίου 1945, «Το δράμα της κατοχής»
Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 1945, «Ούτε γάτα ούτε ζημιά»-Τον καιρό της κατοχής, Τρίτη 14 Αυγούστου 1945 αλλά και άλλα την
ίδια χρονιά αλλά και προηγούμενες που έτυχε να φωτοτυπήσω παλαιότερα.
Ενδεικτικά
δημοσιεύματα, που αναφέρονται στην περίοδο του πολέμου και της κατοχής στον Πειραιά,
για τα βάσανα που αντιμετώπισαν οι Πειραιώτες, για τους μαυραγορίτες και πως εκμεταλλεύονταν
τους πεινασμένους της κατοχής και πώς επεβίωσαν ορισμένοι από αυτούς κάνοντας περιουσίες
και έγιναν «μεγάλοι και τρανοί μεταγενέστερα».
Μικρή παρένθεση. Για το μεγάλο αυτό ζήτημα, έχουν εκδοθεί
αρκετά βιβλία και έχουν γραφτεί αρκετά άρθρα στον ημερήσιο τύπο και σε ιστορικά
περιοδικά. Να αναφέρω ενδεικτικά το κατατοπιστικό άρθρο του καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας,
κατόχου της έδρας Jean
Monnet
στο
ΓΠΑ και πρόεδρο του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής Έρευνας (ΕΘΙΑΓΕ) κυρίου Ναπολέοντος
Μαραβέγια, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ Κυριακή 24 Οκτωβρίου 1999, σ.
13 με τίτλο «Πώς κυριάρχησαν οι μαυραγορίτες στην Κατοχή».
Επανερχόμενος
στον Νίκο Ι. Χαντζάρα, πολλά από τα δημοσιεύματα
του εκείνων των χρόνων μας φωτίζουν από τα κάτω την περίοδο της Κατοχής, του Πολέμου
και των άλλων γεγονότων. Πληροφοριακά κείμενα, που ασφαλώς, δεν θα αλλάξουν την
ροή της πειραϊκής ιστορίας, σίγουρα όμως θα φωτίσουν πτυχές της και θα συμπληρώσουν
κενά.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα, 20/10/2018
Πειραιάς 20 Οκτωβρίου 208
ΥΓ.
Τελικά όταν ο νυν υπουργός των εξωτερικών και λεγόμενος πρωθυπουργός λέει ότι μας
κατηγορεί ο κύριος Μητσοτάκης και η αξιωματική αντιπολίτευση ότι φέραμε το τέταρτο
μνημόνιο, αν τον κατανοώ σωστά, σημαίνει ότι η παρούσα συγκυβέρνηση έφερε το Τρίτο;
Ή μπερδεύομαι στην αρίθμηση;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου