ΚΩΣΤΑΣ
ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
Του Γιώργου
Δέλιου,
περιοδικό ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΜΑΣ τχ. 4/10,1958, σ.88-
Ο ποιητής
Κώστας Καρυωτάκης έκοψε μόνος την κλωστή της ζωής του μόνο και μόνο για να
δικαιωθεί το έργο του, ή καλύτερα μόνο και μόνο για να φανεί συνεπής προς το
έργο του. Κάνουμε τούτη την ελαφρή τροποποίηση του στοχασμού μας γιατί όσο
προσεχτικότερα παρακολουθούμε το πραγματωμένο έργο, το γεμάτο θανατοβολία κι
απαισιοδοξία, τόσο μεγαλύτερη είναι η αμφιβολία μας πώς το έργο του καθεαυτό
δικαιώθηκε μέσα στο χρόνο. Η «σχολή» του είναι περισσότερο δημιούργημα της
κριτικής. Το «κοινωνικό» περιεχόμενο που η κριτική πάλι θέλησε να δώσει στα
αίτια της τραγικής πράξης του ποιητή των «Νηπενθών» έχει όλη τη δόση της
υπερβολής. Οι προεκτάσεις που δημιουργεί η εσωτερική αξία του έργου και
γκρεμίζει τα φράγματα της εποχής του χρόνου, δύσκολα απαντούνται. Και να
στοχάζεται κανείς πως η εποχή μας όπως και εκείνη κατά την οποία γράφονταν το
έργο του, δεν είναι εποχή ευδαιμονίας και ησυχασμού. Τα φιλοσοφικά ρεύματα που
την εξουσιάζουν έχουν τα στοιχεία της αντιφατικότητας στα ξένα πνευματικά
περιβάλλοντα. Ο Σάρτρ στη Γαλλία, μηδενιστής, χωρίς κανένα ιδανικό, καλλιεργεί
το πνεύμα της απαισιοδοξίας. Και στην Αγγλία ο Ράσελ, μεστωμένος από ψυχή και
πνευματική υγεία διακηρύττει τη χαρά της
ζωής. Μόλα ταύτα όσοι δεν ζουν αμεσότερα το πνευματικό κλίμα, παρά στέκονται,
θεατές άπραγοι της καθημερινότητας που εικονίζεται με την ανταπόκριση εκ του
εξωτερικού και το «δελτίο των εξωτερικών ειδήσεων», κάθε άλλο παρά η διάθεση
της γαλήνης νιώθουν να κυριαρχεί μέσα τους. Εποχή ανησυχιών και αγωνίας και η σημερινή, κι όμως πόση
απόσταση τη χωρίζει από το πνεύμα του Καρυωτάκη! Πόσο αποκρουστική της είναι η
νοσηρή θανατοφιλία και η πεισιθανασία του. Ο Κώστας Καρυωτάκης θα πρέπει να
αντικριστεί σαν αντιπροσωπευτικός μόνο της εποχής του δίχως αντιστοιχίες και
δίχως προεκτάσεις. Έτσι περίπου με τον
ίδιο τρόπο πού στάθηκε αντιπροσωπευτικός και ο Παπαρρηγόπουλος πρίν από πολλά
χρόνια, παρ’ όλες τις άλλες διαφορές που παρουσιάζουν μεταξύ τους. Πολυγράφος, πολυμαθής
και πολυάσχολος, ο Παπαρρηγόπουλος, ολιγογράφος, κλειστικός, μοναχικός,
εγωκεντρικός με μικρότερη μόρφωση ο Καρυωτάκης. Μα άς τον παρακολουθήσουμε από
πιο σιμά στα στάδια της ζωής και της δημιουργίας του. Γεννήθηκε στην Τρίπολη
στα 1896. Ο πατέρας του πολιτικός μηχανικός , δεν είχε μόνιμη έδρα. Έμειναν στη
Λευκάδα, στο Αργοστόλι, στη Λάρισα, στην Πάτρα, στην Καλαμάτα, στα Χανιά, όπου
και τέλειωσε ο Καρυωτάκης τις γυμνασιακές τους σπουδές. Γράφτηκε στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών και πήρε το πτυχίο της Νομικής Σχολής. Η περιπλάνησή του
στις επαρχιακές πόλεις, η κλειστική και περιωρισμένη ζωή διαμόρφωσαν έναν
ψυχικό άνθρωπο με φανερά τα συμπτώματα του μαρασμού. Οι συμμαθηταί του τον
αποκαλούσαν «γέρο». Νέος θεμιστοπόλος δοκίμασε να δικηγορήσει. Λίγο αργότερα
στα 1920 διορίζεται με το βαθμό γραμματέως Α΄ στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, ύστερα
στη Νομαρχία Σύρας, και κατόπιν στην Άρτα. Μια πλήξη τον κυριεύει παντού όπου
υπηρετεί.
Νοσταλγεί
την Αθήνα. Το κατορθώνει μόνο στα 1923 όταν Νομάρχης Αττικής ήταν ο ποιητής
Νίκος Πετμεζάς (Λαύρας). Εκεί υπηρετούσε και η Μαρία Πολυδούρη, με την οποία
κάποιοι συναισθηματικοί δεσμοί έδωσαν αφορμή σε άτοπες και ασύστατες διαδόσεις.
Μα πάντα ανικανοποίητος παραιτείται από το υπουργείο Εσωτερικών και λαμβάνει
διορισμό εισηγητού στο Υπουργείο Προνοίας, μόνο και μόνο για να εξασφαλίσει τη
μόνιμη διαμονή στην Αθήνα. Ταξιδεύει στη Γερμανία, στο Παρίσι, στην Ιταλία,
επιστρέφει και συνεχίζει τη ζωή του γραφείου. Κάποιες απόπειρες να αλλάξει
τρόπο ζωής έμειναν άκαρπες. Έφερνε πάντα μέσα του το σαράκι του ανικανοποίητου.
Το τραγικό τέλος που μόνος έδωσε στη ζωή του δεν πρέπει ν’ αποδοθεί στη
μετάθεσή του στην Πρέβεζα, μετάθεση που διέταξε ο τότε υπουργός, επειδή τάχα
έφερε στη δημοσιότητα υπηρεσιακά έγγραφα. Μέσα στο χρόνο λίγο λογαριάζεται και
η δικαιολογία ότι ο ποιητής τερμάτισε τη ζωή του μόνο και μόνο για να φανεί
ειλικρινής και συνεπής με το έργο του.
Ποιήματα
ο Καρυωτάκης άρχισε να γράφει πολύ νέος. Η πρώτη του ποιητική συλλογή τυπωμένη
στα 1919, μας έδινε απλές υποσχέσεις, με τον κάποιο λυρισμό και τη ζωγραφική
διάθεση του ποιητή. Ακολουθεί στα 1921 η δεύτερη συλλογή «Τα νηπενθή»,
βραβευμένη με το δεύτερο βραβείο στο Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό (Μάϊος
1920). Η συλλογή είχε υποβληθεί με τον τίτλο «Τραγούδια της Πατρίδας μου» και
συμπληρώθηκε πολύ αργότερα. Η ατμόσφαιρα εδώ είναι εντελώς διαφορετική.
Κυριαρχεί περισσότερο ο πόνος, μια αποκαρδίωση, ένας κάποιος νιχιλισμός και
δυσπιστία. «Κάνε τον πόνο σου άρπα-και γίνε σαν αηδόνι», «Ψεύτικα
αισθήματα-Ψεύτη του κόσμου». Και σ’ ένα άλλο που τιτλοφορείται «Ποιητές» «Πώς
σβήνετε πικροί ξενητεμένοι!-Ανθάκια μου χλωμά, που σας επήρανε σε κήπους
μακρυνούς να σας φυτέψουν…». «Ολούθε πνέει σα λίβας των ανθρώπων-η τόση
μοχθηρία και σας μαραίνει ανθάκια μου χλωμά που σας επήραν»-σε κήπους μακρινούς
να σας φυτέψουν». Κι αλλού πάλι δεν διστάζει να κάμει την εξομολόγηση: «Φίλε, η
καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασε- τελείωσε η ζωή μας στην Αθήνα. Κι ακόμα:
Όμως ο ίδιος πάντα μένω
Τα χρόνια που περάσανε μ’ αφήσαν
παράξενο παιδάκι, γερασμένο.
Είναι
τάχα οι στίχοι τούτοι-και τόσοι άλλοι ακόμα-εκπορεύσεις της πικρίας που ένοιωσε
επειδή δεν προσέχτηκε η ως τότε προσφορά του; Ίσως κι ακόμα περισσότερο πρέπει
να πιστεύσουμε στις αποκλίσεις του ανθρώπου που διαμόρφωνε κι εξέφραζε με
ειλικρίνεια τον εσωτερικό ψυχικό και συναισθηματικό του κόσμο. Κάποια
βιογραφικά στοιχεία των στιγμιαίων ψυχικών του καταστάσεων θα δούμε στο ποίημα
του «Στροφές».
Ο
Κώστας Καρυωτάκης επεβλήθηκε με τη συλλογή του «Ελεγεία και Σάτυρες» τυπωμένη
στα 1927. Ήταν μαζί ξέσπασμα και αποκάλυψη. Απόκτησε το στεφάνι της
αναγνώρισης, όχι μόνο, παρά δημιούργησε και ένα κλίμα που επηρέαζε. Θεωρήθηκε
ποιητής αντιπροσωπευτικός του πνεύματος της εποχής. Κινούνταν από ένα πνεύμα
καταστροφής και από μια διάθεση εξαφανισμού. Χαρακτηριστικοί είναι οι τίτλοι
των ποιημάτων του «Ιδανικοί αυτόχειρες», «Εμβατήριο πένθιμο και Κατακόρυφο», «Δικαίωση».
Να όμως πού κι αυτός ο ζηλευτός τίτλος του «αντιπροσωπευτικού» ποιητή δεν έχει
παρά εφήμερη αξία. Γιατί μαζί με τον θάνατο του ποιητή έσπασε και ο κρίκος που
τα συγκρατούσε στη ζωή, και δεν επέζησαν, αυτά τουλάχιστο. Σαν ελεγειακός όμως
ο Καρυωτάκης εστάθηκε πιο κοντά στους τριγυρινούς του, στο Μαλακάση και στο
Φιλύρα, στον Κάλβο πάντα με τον δικό του τρόπο.
Στην
ποίηση του Καρυωτάκη θα συναντήσουμε άφθονο το ρεαλιστικό στοιχείο. Και δεν μπορούσε παρά μ’ αυτό να εκφραστεί, αφού
και το λεξιλόγιό του ήταν μάλλον φτωχό, και η σατυρική του διάθεση σκίαζε και
παραμέριζε τη λυρική και την ελεγειακή. Υπάλληλος ο ίδιος στάθηκε μέσα στο
γραφειοκρατικό χώρο κ’ εξεικόνισε μια κατάσταση. Το ποίημα του «Όλοι μαζί»
είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Μα ποιος δεν θα ομολογήσει πως είναι και
τούτο δημιούργημα μιάς αρρωστημένης διάθεσης, και σαν τέτοιο δεν μπορεί νάχει
τη διάρκεια της πνοής και της παντοτινής αλήθειας. Το μεγαλύτερο ποσοστό των
δημιουργών στον τόπο μας ανήκουν στην τάξη των υπαλλήλων. Δε θα μεμψιμοιρήσουν
όμως. Κάτι πιο πέρ’ από αυτό μάλιστα, θα δεχτούν την ιδιότητα αυτή στο μέσο
βιοπορισμού, και θα κάνουν πράξη καλλιτεχνική, ο,τιδήποτε άλλο εκτός, από ό,τι
μπορεί να προσφέρει η ζωή του γραφείου. Να δεχτούμε την προσφορά του Καρυωτάκη
στο επίπεδο αυτό σαν πρωτοτυπία. Μια τίποτε άλλο εκτός από μια λαμπρή
πρωτοτυπία. Μας συγκινεί προσωπικά με κάποια άλλα ποιήματα των ελεγειών του,
σαν και αυτό:
ΣΑ
ΔΕΣΜΗ ΑΠΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ
Σα
δέσμη από τριαντάφυλλα.
είδα
το βράδυ αυτό.
Κάποια
χρυσή, λεπτότατη
στους
δρόμους ευωδία,
και
στην καρδιά
αιφνίδια
καλωσύνη.
Στα
χέρια το παλτό,
στ’
ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη.
Ηλεκτρισμένη
από φιλήματα
θάλεγες
την ατμόσφαιρα-
η
σκέψη τα ποιήματα,
βάρος
περιττό.
Έχω
κάτι σπασμένα φτερά…
Δεν
ξέρω κάν γιατί μας ήρθε
το
καλοκαίρι αυτό.
Για
ποιάν ανέλπιστη χαρά,
για
ποιες αγάπες,
για
ποιο ταξίδι ονειρευτό;
Αν ο
Καρυωτάκης εξ αιτίας της αρρώστιας του, στάθηκε σε απόσταση από τον άνθρωπο, αν
τον μίσησε και σαν υπόσταση και σαν φύλο, ένοιωσε μια ξέχωρη αγάπη και μια
τρυφερότητα για τα παιδιά. Θα επιστρέψουμε στη συλλογή του στα «Νηπενθή» για να
συναντήσουμε κάποιες λεπτές συγκινήσεις του, κάποια κινήματα της ψυχής του, μα
πάντα διαποτισμένα, από το αίσθημα της μελαγχολίας. «Ευτυχώς σε σένα-λέει ένας
στίχος του της «Ωδής σ’ ένα παιδάκι»-τις ερχόμενες τύχες, την άγνοια του
κόσμου, το χαμόγελο που είχες, ώ άγγελε παραστάτη, ώ παρήγορο φως μου».
Η ποίησή
του φανερώνει αναμφισβήτητα μια φαντασία γόνιμη και παράλληλα μια ποικιλία
μορφών. Πόσην απλότητα και πόση χάρη έδωσε σε μια παραλλαγή του δημοτικού
τραγουδιού, γράφοντας το ποίημά του «Διάκος». Εννοεί φυσικά το ολοκαύτωμα του
ήρωα Αθανασίου Διάκου, που ταυτίζει με τον ήρωα τις ατομικές του ψυχικές
περιπέτειες, σα να εκδηλώνει συγγένειες φιλοσοφικές της δικής του
ιδιοσυγκρασίας.
Χάρη στην
πλούσια φαντασία, στη μορφική ποικιλία, έδωσε την αφθονία των αποχρώσεων σε ένα
από τα κύρια γνωρίσματα της ιδιοσυγκρασίας του. Στον πόνο, κι ας παίρνει τις
πιο πολλές φορές τις διαστάσεις του πένθους και της τραγικότητας. Δεν αποτελεί
κάτι το καινούργιο. Διεκδικεί όμως και διατηρεί αναφαίρετα τα δικαιώματα της
εντελώς προσωπικής εκφράσεως με την πολυμορφία και την σύνδεση που έχουν τα θέματά
του.
Εξαίρετες είναι οι μεταφράσεις Γάλλων ποιητών του
Ρενιέ, του Καρκώ, του Μωρεάς, του Ταγιάντ, του Βιγιόν, του Βιελέ Γκριφέν, του
Μπωντλαίρ. Μα δεν είναι αυτοί που τον επηρέασαν. Επιδράσεις δέχτηκε όχι τόσο
από τον Χάϊνε- μορφολογικά τουλάχιστο-όσο κυρίως από το πνεύμα και τη διάθεση
του Λαφόργκ. Μά κ’ εδώ ακόμα, κυριαρχεί η ιδιοσυγκρασία του ποιητή, που έχει
την ικανότητα ν’ αφομοιώσει ό,τι προσδέχεται. Ο Κώστας Καρυωτάκης είναι ένας
ποιητής που δεν ένιωσε ή που από ιδιοσυγκρασία δεν ήταν σε θέση να νοιώσει τη
χαρά του έρωτα, το μεγάλο πάθος, την ομορφιά της φύσης, την ηδονή της δράσης.
Στάθηκε πολύ κοντά σε μια ζωή μίζερη, πολύ καθημερινή.
Μίσθια
δουλειά, σωροί χαρτιών
έγνοιες
μικρές και λύπες….
Μα
επιτέλους μ’ αυτά τα λόγια έγραψε την ψυχική του ιστορία ο ποιητής.
Γιώργος
Δέλιος, περιοδικό ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΜΑΣ, τεύχος 4/10,1958, σ.88-
Σημείωση:
Αυτό
είναι το κείμενο που ο από Θεσσαλονίκης συγγραφέας Γιώργος Δέλιος, δημοσιεύει
στο πειραϊκό περιοδικό ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΜΑΣ τριάντα χρόνια μετά τον θάνατο του
ποιητή Κώστα Καρυωτάκη. Σε σημείωση του περιοδικού αναφέρονται τα εξής:
«Εφέτος
συμπληρώθηκαν τριάντα χρόνια από τότε-20 του Ιούλη του 1928-που ο Κώστας
Καρυωτάκης ο λεπταίσθητος αυτός ποιητής, τερμάτισε τόσο τραγικά την
ταλαιπωρημένη ζωή του. Με την ευκαιρία δημοσιεύουμε το παραπάνω κείμενο του
εκλεκτού πεζογράφου της Θεσσαλονίκης κ. Γ. Δέλιου, που δόθηκε για το περιοδικό
μας».
Ένα κείμενο, που φέτος, που συμπληρώθηκαν 90 χρόνια
από τον θάνατο του ποιητή έχει νομίζω την σημασία και την ιστορική του αξία,
παρά του ότι, έκτοτε, δημοσιεύτηκαν δεκάδες μελέτες, κυκλοφόρησαν βιβλία,
διοργανώθηκαν συνέδρια, γυρίστηκαν σίριαλ, εκδόθηκαν βιβλία για την
«αινιγματική;» σχέση του με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, γράφτηκαν άρθρα για το τραγικό
του τέλος και τα αίτια που τον οδήγησαν σ’ αυτήν του την ενέργεια. Κυκλοφόρησαν
λογοτεχνικά και πολιτικά περιοδικά («Νέα Εστία», «Αντί» κλπ.) αφιερωμένα στον
ποιητή.
Ο Κώστας Καρυωτάκης, που επέλεξε να δώσει τέλος στην
ζωή του,-εδώ να σημειώσουμε ότι μέσα στην διαρκή ιστορία των ελληνικών
γραμμάτων συναντάμε περιπτώσεις αυτόχειρων ποιητών πριν και μετά την δική του,
δες πχ. περίπτωση του ποιητή του μεσοπολέμου Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, του ποιητή
και μεταφραστή της γενιάς του 1970 Αλέξη Τραϊανού, δεν έπαψε να απασχολεί τους
ερευνητές και τους ιστορικούς της ελληνικής λογοτεχνίας, τους κριτικούς, τους καθηγητές
πανεπιστημίων, τους ποιητές και τους αναγνώστες του ελληνικού ποιητικού λόγου
εδώ και έναν σχεδόν αιώνα. Ψήγματα του ποιητικού του λόγου ή φανερά ίχνη και
επιδράσεις, ποιητικές του φράσεις, λέξεις του, η υφολογική του ατμόσφαιρα, η τεχνοτροπία
του, η ποιητική του θεματολογία, ο λεπτός και πολλές φορές κυνικός σαρκασμός του, η
δηλητηριώδης σάτιρά του, το καρυωτακικό υποδόριο κλίμα αυτοσαρκασμού του για
τους ομοτέχνους του ποιητές, η κεντητή ειρωνεία του, αλλά και κομμάτια από στίχους
του, ανακαλύπτουμε σε ποιητικά έργα δεκάδων ελλήνων και ελληνίδων ποιητών,
ακόμα και σε στίχους τραγουδιών νεότερων τραγουδοποιών. Όλα αυτά που αποτελούν
τα αδιάψευστα τεκμήρια της καρυωτακικής επίδρασης διαχρονικά μέσα στο σώμα της
ελληνικής ποίησης. Περιπτώσεις λυρικών και μη ποιητών, υπερρεαλιστών και
θιασωτών του ελεύθερου στίχου που, οι επιρροές και οι επιδράσεις από το έργο
του είναι εμφανείς και δραστικές. Ο κυρός καθηγητής και δοκιμιογράφος Γιώργος Π
Σαββίδης, στο μικρό βιβλιαράκι που εξέδωσε στην Αθήνα το 1972 με τίτλο «Ο
ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ ή Τι απέγινε εκείνο το μακρύ ποδάρι» μας αποκαλύπτει σε
έρευνά του το εύρος των καρυωτακικών επιδράσεων. Αρχινώντας από τον Γιάννη
Ρίτσο και το ποίημά του «ΠΟΙΗΤΕΣ» της συλλογής του «Τρακτέρ» 1934 που είναι αφιερωμένο
στον Καρυωτάκη, περνώντας κατόπιν στον νομπελίστα μας ποιητή Γιώργο Σεφέρη, τον
υπερρεαλιστή ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο και τον δεύτερο νομπελίστα μας, τον
Οδυσσέα Ελύτη, μας μιλά για τις καρυωτακικές επιρροές-καθώς ερευνά τέσσερεις
γνωστές μας ανθολογίες-στον πολύ νεότερο (της γενιάς του 1970) ποιητή Λευτέρη
Πούλιο, τον Ανέστη Ευαγγέλου, την Θεοδώρα Ντάκου, τον Χρήστο Ν. Βαλαβανίδη και άλλους
νέους δημιουργούς. Μάλιστα, καθώς μιλά για τους συμφοιτητές του κατά την
διάρκεια των πανεπιστημιακών του σπουδών, αναφέρει τον ποιητή και φιλόλογο
Σταύρο Βαβούρη, και όπως χαρακτηριστικά γράφει: «Ίσως ο πιο έμπρακτα
«καρυωτακικός» (όχι καρυωτακίζων) ποιητής του μεσοπολέμου» Και συνεχίζοντας,
«καθώς και, αν θυμούμαι σωστά, ο Άγγελος Βογάσαρης που, το 1968, εξέδωσε το
λυρικό δοκίμιο: Ένας άνθρωπος, μια ζωή, ένας θάνατος-Κώστας Καρυωτάκης», σελίδα
ξα΄.
Ο κυρός καθηγητής Γιώργος Π. Σαββίδης (αλλά και η κατοπινή
σύζυγός του η Λένα Λαμπράκη-Σαββίδη, αδερφή του Χρήστου Λαμπράκη του ιδιοκτήτη του
γνωστού δημοσιογραφικού συγκροτήματος) υπήρξε συμφοιτητής τόσο του ποιητή και
φιλόλογου Σταύρου Βαβούρη όσο και του πειραιώτη συγγραφέα Άγγελου Βογάσαρη. Το
βιβλίο που μνημονεύει του Βογάσαρη είναι το «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΜΙΑ ΖΩΗ, ΕΝΑΣ
ΘΑΝΑΤΟΣ» ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ, Αθήνα 1968 που εκδόθηκε από τις εκδόσεις ΣΑΜΟΥΡΑΙ,
οδός Χαριλάου Τρικούπη 23, σελίδες 87, δραχμές 380. Να σημειώσουμε ότι, και ο
πειραιώτης ποιητής και βιβλιοκριτικός Στέλιος Γεράνης, εξέδωσε από τις εκδόσεις
Σοκόλη το 1990 μελέτη για τον Καρυωτάκη με τίτλο «ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ Χωρίς
αυθαιρεσίες και παραμορφώσεις». Συμπληρωματικά να υπενθυμίσουμε ότι ο
γεννημένος στον Πειραιά συγγραφέας Τίμος Μαλάνος (ένας από τους εγκυρότερους
καβαφολόγους) δέκα χρόνια μετά την αυτοκτονία του ποιητή εκδίδει στην
Αλεξάνδρεια 1938 την μελέτη του «Ένας Ηγησιακός συμβολή στη μελέτη του
Καρυωτάκη». Μια μελέτη-από τις πρώτες και πιο κοντινές στον αυτόχειρα ποιητή
που εξετάζει το έργο του με κριτήρια όχι αισθητικά ή λογοτεχνικά αλλά
ψυχαναλυτικά. Κάτι που κάνει μεταγενέστερα ο Βογάσαρης και ο Θεσσαλονικιός
Γιώργος Δέλιος αλλά και άλλοι στις εργασίες τους. Η επίδραση της ματιάς του
Μαλάνου πάνω στο βλέμμα του Δέλιου είναι ίσως κάτι παραπάνω από εμφανής. Πέρα
από τα γενικά τους συμπεράσματα. Ο καθηγητής Γιώργος Π. Σαββίδης επίσης, το
1966, επιμελήθηκε φιλολογικά και εξέδωσε σε δύο τόμους τα Άπαντα τα Ευρισκόμενα
του ποιητή. Βλέπε εκδόσεις Ερμής. Μια έκδοση, που συμπλήρωσε και συνέχισε την
έκδοση «Ελεγεία και Σάτιρες» του 1938 της Εκδοτικής Εταιρείας Αθηνών που την
φροντίδα της είχε αναλάβει μεταξύ άλλων, ο επιστήθιος φίλος του Χ. Γ.
Σακελλαριάδης.
Ο Κώστας Καρυωτάκης το 1919 εξέδωσε την συλλογή «Ο
Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων» και το 1921 τα βραβευμένα στον
Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό «Νηπενθή». Από τους πρώτους έλληνες κριτικούς που
πρόσεξαν, μελέτησαν και έγραψαν για το έργο του, είναι ο ποιητής και κριτικός
Τέλλος Άγρας.
Και επανερχόμενος, αρκετά είναι και τα ποιήματα που
είναι αφιερωμένα στον Κώστα Καρυωτάκη. Και, πολλά ποιήματα ελλήνων ποιητών
φέρουν ως μότο ή σαν προπομπό τους στίχους του. Η απόφασή του να δώσει τέλος
στην ζωή του, παράλληλα με την καλλιτεχνική του μαρτυρία και δημιουργία, μας
κληροδότησε αρκετά ανοιχτά και ίσως, ακόμα και σήμερα, αναπάντητα ερωτήματα. Η
σφαίρα του Κώστα Καρυωτάκη, δεν είχε σαν στόχο μόνο το σώμα του, αλλά, αν δεν
είναι υπερβολή, μπορούμε να γράψουμε ότι χτύπησε το σώμα της ελληνικής
κοινωνίας, της ελληνικής ποίησης και τις συνειδήσεις των ελλήνων δημιουργών της
εποχής του και εν μέρει των μεταγενέστερων. Εμπότισε το αίμα του το έργο των
μετέπειτα από αυτόν συγγραφέων. Ανεξάρτητα ποια είναι η ατομική στάση του κάθε
δημιουργού σε παρόμοιες οριακές της ζωής του καθενός ενέργειες, πέρα από τον
ατομικό δρόμο που ακολούθησε στην ποιητική του εξέλιξη, τα ερωτηματικά που μας
κληροδότησε ίσως και τα ελεγχόμενα κατόπιν αδιέξοδα, η πράξη του αυτή, καθώς
και το έργο του, στοίχειωσαν για μακρύ διάστημα την ελληνική γραμματεία. Και
εδώ, δεν έχει και τόσο άδικο ο Γιώργος Δέλιος, οι μετέπειτα κριτικοί αποτιμητές του έργου του συνέβαλαν
με τον τρόπο τους να διατηρηθεί ζωντανή η τραγική μνήμη του Κώστα Καρυωτάκη. Το
πνεύμα του πεσιμισμού που διατρέχει την ελληνική κοινωνία ιστορικά και
πνευματικά είναι πολύ βαθύ και έχει ισχυρές ρίζες. Όσο και αν «προσπάθησε» η ποίηση
του Οδυσσέα Ελύτη να το «ανατρέψει» δεν το κατόρθωσε εντελώς. Το δροσερό αεράκι
του αιγαίου που πνέει πάνω από την χώρα ιστορικά φέρει μέσα του το σπέρμα του
θανάτου σαν αίσθηση ζωής και μυστηρίου. Οι πνευματικές διενέξεις και οι
καλλιτεχνικές αψιμαχίες, οι διαφορετικές ερμηνείες και προσεγγίσεις της ποίησής
του, οι συζητήσεις και οι διχογνωμίες που ακόμα και στις μέρες μας βλέπουμε από
αρκετούς σύγχρονους μελετητές και ερευνητές του έργου του, βλέπε ενδεικτικά του
ποιητή, συγγραφέα και ομότιμου καθηγητή Νάσου Βαγενά με τον κριτικό της
λογοτεχνίας και συγγραφέα Κώστα Βούλγαρη, αλλά και άλλων ελλήνων δοκιμιογράφων
ή κριτικών, μας φανερώνουν τον ρόλο που διαδραμάτισε η ποίησή του, το στίγμα
που άφησε πίσω του ο ποιητικός του λόγος. Η πρόσληψή του είναι ευρεία και σε
πολλά επίπεδα. Πολλά ποιητικά υποστρώματα νεότερων ποιητών φέρουν ιζηματική
καρυωτακική ύλη. Σχεδόν, όλες οι επόμενες ποιητικές γενιές επηρεάστηκαν από την
ποίησή του, και στάθηκαν ερευνητικά και ερωτηματικά απέναντι στην ιδιαιτερότητα
του επαγγελματικού του βίου. Αν δεν κάνω λάθος στις αναγνωστικές μου
προσεγγίσεις, ο Διονύσιος Σολωμός ο γενάρχης της ελληνικής ποίησης και ο
Αλεξανδρινός Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, είναι οι δύο άλλοι μας ποιητές, (το Έθνος
και το Ερωτικό Σώμα των Ελλήνων) που τον συναγωνίζονται σε επιρροή και επίδραση.
Ο δεύτερος μάλιστα τον υπερβαίνει κατά πολύ. Μια από τις ερμηνείες που θα
μπορούσαμε να υποστηρίξουμε είναι ότι η ελληνική παράδοση και ο πολιτισμός
στηρίζεται σε αυτό το δίπολο ζωής και θανάτου των ανθρώπων. Η Ιστορία μας είναι
μια συνεχή συνομιλία των ανθρώπων-με όποιον τρόπο μπορούν και βαθμό εκδηλώσεων-με
τον θάνατο. Τα Ομηρικά Έπη, τα Μεσαιωνικά Έπη και Τραγούδια του Διγενή, τα
Δημοτικά Τραγούδια και τα Μοιρολόγια, η Ελληνική γραμματεία εν γένει, τα
Απομνημονεύματα των Αγωνιστών του 1821, η Εκκλησιαστική παράδοση και
γραμματεία, η Υμνολογία της, τα πατερικά κείμενα, μας μιλούν και αναφέρονται σε
αυτή την αξεδιάλυτη σχέση μεταξύ ζωής και θανάτου που έχει το ανθρώπινο ον. Αυτήν
την χαρμολυπική διάθεση που διατρέχει τις συνειδήσεις των ελλήνων διαχρονικά
και επαναληπτικά. Μια ανοιχτή συζήτηση με τον θάνατο, επωνύμων και ανωνύμων
ανθρώπων. Μια ισχυρή επιθυμία να υπερβούν τα κράσπεδα της ίδιας της ανυπαρξίας,
του σκοτεινού τέλους και να κερδίσουν την αθανασία. Ίσως αυτό να βρίσκεται μέσα
στο κληρονομικό πολιτιστικό σώμα των μεσόγειων λαών όπως μας φανερώνουν τα
χιλιάδες ανώνυμα και επώνυμα τραγούδια και έργα, η μυθολογική μας παράδοση και
η θρησκευτική. Μια διαρκή ανοιχτή συνομιλία της ζωής με το τέλος της. Που ούτε
η ίδια το ορίζει πάντα. Αυτό μάλλον κρατά διαρκώς ανοιχτό το ερώτημα για τον
Κώστα Καρυωτάκη. Αυτό το υπόγειο ρεύμα ερασιθάνατης ατμόσφαιρας. Πέρα και πάνω
ή παράλληλα με την ποιητική του δημιουργία. Τα καρυωτακικά ίχνη είναι και
φανερά και αναγνωρίσιμα. Ο χρόνος ο ποιητικός δούλεψε υπέρ του και όχι αδίκως.
Το
κείμενο του Γιώργου Δέλιου, μπορεί να μην μας αφήνει και τόσο καλές εντυπώσεις
για το έργο του, να εξετάζει κάπως «στενάχωρα» τον ατομικό του βίο και την
ιδιοσυγκρασία του σαν άτομο, θεωρώ όμως, ότι δεν έχει τα στοιχεία εκείνα της
υπερβολής που θα γράφαμε, «ξαναθάβουν» τον ποιητή. Έχει την σημασία του μέσα
στο πλαίσιο της ερμηνευτικής του ματιάς και αξιολόγησης. Επιλέγει τις ποιητικές
εκείνες μονάδες που κατά την γνώμη του στηρίζουν τις θέσεις του περί λυρισμού.
Εξάλλου, αρκετοί κριτικοί του έργου και της ζωής του Καρυωτάκη, κρατούν αυτήν
την επαμφοτερίζουσα στάση απέναντί του. Είναι ιδιαίτερο και προσωπικό το
κοίταγμα του κάθε κριτικού κάθε φορά και ο σχολιασμός του, που ίσως να μην
είναι άδικη η θέση του Γιώργου Δέλιου για την ιστορική πορεία ενός έργου που
την γράφουν οι κριτικοί του παρά ίσως ή παράλληλα με το έργο.
Αυτό όμως, είναι ένα άλλο θέμα προς συζήτηση, που
και πάλι, το οφείλουμε στον Κώστα Καρυωτάκη. Τον έλληνα ποιητή που ακόμα και το
«φάντασμά του» προκαλεί ερεθίσματα και συζητήσεις. Αναψηλαφήσεις και
αναθεωρήσεις. Αποκλίσεις και Συγκλίσεις. Μήπως όμως, έτσι δεν περπατά ο
ελληνικός λόγος και η τέχνη γενικότερα μέσα στον χρόνο;
Από όσο
μπορώ να γνωρίζω, το κείμενο αυτό του Γιώργου Δέλιου που δημοσιεύτηκε στο
πειραιώτικο λογοτεχνικό περιοδικό ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΜΑΣ στα 1958, δεν έχει
συμπεριληφθεί σε άλλα του βιβλία. Η ΕΠΙΛΟΓΗ- ΔΟΚΙΜΙΑ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ του Γιώργου
Δέλιου εκδόσεις ΝΕΑΣ ΠΟΡΕΙΑΣ-Θεσσαλονίκη 1978 δεν το συμπεριλαμβάνει. Στην
ανθολόγηση αυτή ξεχωρίζουν τα κείμενά του για τον ποιητή των ειδυλλίων
Θεόκριτο, τον βυζαντινό και εκκλησιαστικό υμνογράφο Ρωμανό τον Μελωδό και τον
πεζογράφο Κωνσταντίνο Χρηστομάνο. Ο Γεώργιος Δέλιος επανέλαβε την συνεργασία
του με το περιοδικό. Στο διπλό τεύχος 13-14/7,8,1959, σ. 11-12 δημοσιεύει την
μελέτη του ΤΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ ΣΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ.
Ο Γιώργος Δέλιος ασχολήθηκε με το μυθιστόρημα, εξέδωσε
τα έργα «Οι άνθρωποι που νοσταλγούν» 1934, «Στα ίχνη του άγνωστου Θεού» 1937, «Οικογένεια»
1957, τα διηγήματα «Μουσική δωματίου» 1957, Θέατρο, Δοκίμια κλπ. Από τα έργα του
ξεχωρίζουν και τα δοκίμια καi μεταφράσεις του για το έργο δύο αγγλίδων πεζογράφων.
Βλέπε «ΔΥΟ ΑΓΓΛΙΔΕΣ ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΙ»-(VIRGINIA
WOOLF
και
KATHERINE
MANSFIELD)
Δοκίμια και Μεταφράσεις, εκδόσεις Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Φέξη Αθήνα 1963.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 4 Οκτωβρίου 2018
Παγκόσμια ημέρα των αγαπημένων προγόνων μας.
Το
«Ζώον Θεούμενον» τους οφείλει την ύπαρξή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου