Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2018

ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ


ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

Αντιγράφω τέσσερα κείμενα από τα «ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ» την στήλη που διατηρούσε και αρθρογραφούσε στην ημερήσια πειραϊκή εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς» το 1945, ο παλαιός ποιητής και δημοσιογράφος του μεσοπολέμου Νίκος Ι. Χαντζάρας. Κείμενα που έχουν άμεση σχέση με τα ιστορικά γεγονότα εκείνης της περιόδου. Δανείζομαι σαν γενικό τίτλο τον υπότιτλο ενός κείμενου του από τα «ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ» ενδεικτικού θεματικού ενδιαφέροντος. Στο προηγούμενο σημείωμα αναφέρθηκα εν τάχει στα «ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ».
Τα τέσσερα αυτά «Πειραιώτικα» είναι τα εξής: α) Το δράμα της κατοχής, Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 1945. β) «Υπό τον ζυγόν» Σάββατον 13 Οκτωβρίου 1945. γ) «Ούτε γάτα ούτε ζημιά» Τρίτη 14 Αυγούστου 1945 και δ) «Πονηροκρατία» Πέμπτη 21 Ιουνίου 1945. Οι φωτοτυπίες ή τα αποκόμματα από τα οποία εγώ τα φωτοτύπησα από το Ιστορικό Αρχείο του Πειραιά έχουν πάνω τους αριθμούς 85, 35, 50,24, προφανώς δηλώνει τον αριθμό των «Πειραιώτικων» κατά το έτος αυτό, ή το σύνολο των δημοσιευμάτων του;  Σε προηγούμενες χρονιές που έχω φωτοτυπήσει υπάρχει άλλη αρίθμηση. Δεν δηλώνεται επίσης, αν η αρίθμηση έγινε από τον ίδιο τον ποιητή κατά την διάρκεια της συγκεντρώσεώς των ή, από τον πεζογράφο και δημοσιογράφο Χρήστο Λεβάντα που περιήλθε στην κατοχή του το αρχείο του ποιητή, και εξέδωσε την δική του εργασία.  Όλα φέρουν την υπογραφή Ν. Ι. Χαντζάρας είτε με μικρά είτε με κεφαλαία γράμματα. Δεν αναφέρεται σελίδα, ούτε και ο πλήρης τίτλος της εφημερίδας. Μόνο τα αρχικά της μέσα σε ή χωρίς εισαγωγικά «Φ. Π.». Η ημέρα, η ημερομηνία, ο μήνας και η χρονιά. Οι τίτλοι των «Πειραιώτικων» είναι γραμμένοι με μικρά γράμματα, ο γενικός τίτλος που στεγάζει τα κείμενα με κεφαλαία. Συνήθως είναι μία στήλη μακρόστενη, σπάνια είναι δύο ή και λίγο παραπάνω. Εξαρτάται αν το απαιτεί το θέμα. Πολλές φορές συνεχίζεται το εξεταζόμενο θέμα σε δύο μέρη, σπάνια και σε τρείς με εμπλουτισμό και σχετικές διαφοροποιήσεις. Τα τυπογραφικά και ίσως ορθογραφικά λάθη και οι αβλεψίες είναι πάρα πολλές. Αν αναλογιστούμε όμως, το πώς δούλευαν οι τυπογράφοι και τα τυπογραφία εκείνες τις εποχές, δεν θα σταθούμε σε αυτές τις λεπτομέρειες. Το ζήτημα που τίθεται είναι όταν αναφέρονται ονόματα μόνο προσώπων, πχ. Γιώργος, Δημήτρης, ή ονοματεπώνυμο και δεν αφορά κάποιο γνωστό μας πρόσωπο από τον πνευματικό χώρο, κάποιον καλλιτέχνη, θεατράνθρωπο κλπ., αλλά, έναν γείτονα μπακάλη του ποιητή, έναν μανάβη, έναν εστιάτορα, κάποιον πειραιώτη μικροέμπορα, κάποιον τυχαίο περαστικό γνωστό του, που τον επισκέπτονταν στην εφημερίδα που εργάζονταν, στα καφενεία που σύχναζε ή σε άλλους δημόσιους χώρους. Υπάρχουν και οι πολλές περιπτώσεις που ο Νίκος Ι. Χαντζάρας, για τους δικούς του λόγους, δεν αναφέρει το όνομα ή το επίθετο παρά μόνο τα αρχικά τους. Ή πάλι μας γράφει ότι σε προηγούμενο σημείωμά του αναφέρθηκε στο άτομο αυτό. Χωρίς άλλα διευκρινιστικά στοιχεία, πράγμα που καθιστά δύσκολο έως και ανυπέρβλητο  τον εντοπισμό του ατόμου. Όλα έχουν αρχή, μέση και τέλος. Πολλά διαθέτουν και επιμύθιο. Άλλα είναι γραμμένα με αφορμή προηγούμενων «Πειραιώτικων». Έχουν άμεση και φανερή σχέση με την πειραϊκή πολιτική, κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα της εποχής του, αφορούν άτομα συγκεκριμένα και τις πρακτικές και δημόσιες εκδηλώσεις τους, ζητήματα συμπεριφοράς και του χαρακτήρα τους που συνήθως ζημιώνουν τους υπόλοιπους συμπολίτες τους ή τον ελληνικό λαό. Το δημοσιογραφικό κεντρί του Νίκου Ι. Χαντζάρα είναι αιχμηρό αλλά όχι δηλητηριώδες. Γνωρίζει ότι είναι μικρή η πειραϊκή κοινωνία και ότι όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους και ο ίδιος, ζει ανάμεσά της. Και ότι, την επομένη μέρα της δημοσιογραφικής του δημοσίευσης, ή και το απόγευμα της ιδίας ημέρας που θα κυκλοφορήσει η εφημερίδα, η «Φωνή του Πειραιώς» θα την πάρουν στα χέρια τους οι ενδιαφερόμενοι πειραιώτες και θα την διαβάσουν, διαδίδοντας τα νέα της στου άλλους πειραιώτες. Αυτό τον κάνει προσεκτικό στο τι θα γράψει και πόσο οφείλει να υψώσει τον τόνο της φωνής του, και φαίνεται σε κείμενά του ο κάπως μάλλον διστακτικός του τρόπος. Ο Χαντζάρας, γνωρίζει τόσο τα δημοσιογραφικά του επαγγελματικά όρια όσο και το περιβάλλον μέσα στο οποίο κινείται. Μια κάποια δειλία διακρίνει ορισμένα από τα γραπτά του αλλά και μια βεβαιότητα στον αναγνώστη τους ότι, ο υπογράφων είναι πειραιολάτρης, και ενδιαφέρεται πραγματικά και ουσιαστικά για την πόλη του. Πολλά του κείμενα έχουν ευρύτερο ενδιαφέρον, ξεφεύγουν από το στενό τοπικό. Τα σύνορα όμως της δημοσιογραφικής του γραφής, είναι αναγνωρίσιμα και ορισμένες φορές επαναλαμβανόμενα. Σίγουρα δεν έχει την στόφα ενός Γεράσιμου Βώκου ή ενός Παύλου Νιρβάνα για να περιοριστώ σε δύο αμιγώς πειραιώτες συγγραφείς, δεν διαθέτει το ύφος του φίλου του Μήτσου Παπανικολάου ή του Τέλλου Άγρα, που έγραψε πρώτος για την ποιητική του συλλογή, ή ακόμα δεν έχει το δημοσιογραφικό τάλαντο του Χρήστου Λεβάντα, αυτό όμως, δεν μειώνει την αξία και τα λεγόμενά του. Ο Νίκος Ι. Χαντζάρας (1881-1949) μέσα στους άλλους ελάσσονες ποιητές του Μεσοπολέμου, υπήρξε μια μικρή πόα, γλυκομύριστη και τρυφερή αν και μάλλον κάπως «παλαιομοδίτικη», που δεν θέλησε είτε από προσωπική δειλία είτε από καλλιτεχνική οκνηρία να ανανεωθεί. Ο φίλος του ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης που έκαναν παρέα αλλά και ο Μήτσος Παπανικολάου, που έπρεπε να εργαστεί για να επιβιώσει, είχαν μεγαλύτερο εύρος στις αναζητήσεις τους. Εκείνος παρέμεινε κάπως δειλός, απόμακρος, διστακτικός, απομονωμένος μέσα στα πειραϊκά όρια των ενδιαφερόντων του. Σε αυτό, ίσως έπαιξε ρόλο και ο ιδιωτικός του βίος, οι ερωτικές του επιλογές, που για την εποχή του, ήταν απαγορευμένες και μάλιστα σε μια κλειστή κοινωνία όπως η πειραϊκή. Οι ιστορίες που έχω ακούσει για την προσωπική του ζωή, από πρόσωπα της τέχνης του πειραιά και δημοσιογράφους μεγάλης ηλικίας που τον γνώρισαν από κοντά και στάθηκαν κατά κάποιον τρόπο δίπλα του μέχρι που έφυγε, μάλλον ενισχύουν τους ισχυρισμούς μου. Πάντως όποιοι και αν είναι οι δρόμοι της αλήθειας ιδιαίτερα για την ζωή του, το βέβαιο είναι και το διαπιστωμένο, ότι υπήρξε μικρός επαναστάτης στον καιρό του, δημοκράτης, δημοτικιστής και με τον τρόπο του και τις ατομικές του αντοχές, αγωνιστής της ζωής και συμπαραστάτης των συνδημοτών του. Η μία και μοναδική του συλλογή «Ειδύλλια» έκδοση Μουσικά Χρονικά 1931, προσέχτηκε από πολύ νωρίς, και τον καθιέρωσε σαν μία ελάσσονα ποιητική φωνή του μεσοπολέμου της πόλης του πειραιά και σαν ένας από τους εκπροσώπους του. Το 1952 ο Χρήστος Λεβάντας εξέδωσε έναν μικρό τόμο με τίτλο «Δύο Μορφές-Νίκος Χαντζάρας-Δημοσθένης Βουτυράς» έκδοση Πειραϊκών Χρονικών. Στα κατοπινά χρόνια ο ποιητής και εκδότης Τάσος Κόρφης  επαναπαρουσίασε τα ποιήματά του και έγραψε για τον πειραιώτη ποιητή άρθρα του στις μελέτες του για τους ποιητές του Μεσοπολέμου.
Ας μην λησμονούμε ότι ο ποιητής και δημοσιογράφος Νίκος Ι. Χαντζάρας, πέθανε στο Γηροκομείο του Πειραιά από αναμμένο τσιγάρο που κάπνιζε. Και ακόμα ότι, δεν είχε την τύχη του άλλου επιφανούς πειραιώτη ποιητή του λυρικού Λάμπρου Πορφύρα, που δεν χρειάστηκε να εργαστεί στην ζωή του μια και τρέφονταν από το επίδομα που του έστελνε ο αδερφός του που ζούσε στην Ινδία.
Ο παλαιός οικογενειακός φίλος, πειραιώτης Φώτης Πετρόπουλος, σύζυγος της συνταξιούχου εκπαιδευτικού και φίλης Ιωάννας Βλάχου, θυμάται ακόμα μικρές ιστορίες από πειραιώτες των παιδικών και εφηβικών του χρόνων, και από τον ποιητή Λάμπρο Πορφύρα, μια και το μπακάλικο-ταβέρνα της οικογένειάς του  απείχε ένα οικοδομικό τετράγωνο (λεωφόρος Χαριλάου Τρικούπη και Φιλελλήνων) από το σπίτι που διέμενε ο Λάμπρος Πορφύρας. Όπου ο πειραιώτης ποιητής έτρωγε στο μπακάλικο ταβέρνα που διατηρούσε ο πατέρας του Πετρόπουλου. Είχε μάλιστα στην κατοχή του μέχρι πριν μερικά χρόνια που κατοικούσε στον Πειραιά, το μπαστούνι του ποιητή, δώρο προς αυτόν.
     Ας δούμε και τα γεγονότα εκείνης της εποχής, της κατοχής και των δύστοκων αυτών χρόνων της χώρας μας και από την πλευρά ενός πειραιώτη δημιουργού.
Το δράμα της κατοχής
     Ψάχνοντας το μπαούλο μου να βρω κάτι πεταλάκια, που θυμόμουν, που θυμόμουν, πως τάχα τυλίξει σ’ ένα κομμάτι εφημερίδα και τάχα τοποθετήσει στον πάτο του μπαούλου για να τα ζητήσω, όταν τα χρειαστώ, εσάστισα.
Βρήκα σαν μια οκά χάρτινα νομίσματα ελληνικά, από τα γνωστά πληθωρικά χαρτιά της απαίσιας κατοχής.
     Τόσο γρήγορα τα είχα λησμονήσει όλα! Μόνο τους μουκαβαδένιους δημάρχους της Ελλάδας δεν τους ελησμόνησα ακόμη. Εξακολουθούνε να επωάζονται δήμαρχοι και κοινοτάρχες. Κι’ όπως τοποθετηθήκανε χάρτινοι δήμαρχοι , φροντίζουνε να γίνουνε αληθινοί, με τις καινούργιες εκλογές, να γίνουνε λαοπρόβλητοι, με τις «αδιάβλητες» εκλογές, που μας ετοιμάζονται.
     Εβρήκα τα πέταλά μου, για τα τακούνια μου, ευρήκα, και τον αναπάντεχο θησαυρό, ένα πλήθος από χαρτένιους Αλέξανδρους και πάρα πολλά εκατομμύρια και δίς, πού μ’ όλα δε μπορούσα ν’ αγοράσω στην περίοδο της κατοχής μια φανέλλα βαμβακερή.
     -Τι τραγωδίες, που περάσανε στην κατοχή πολλοί Ρωμιοί. Άς μιλήσω πρώτα για τον εαυτό. Πολύ αργά το μάθαινα, πως είχαμε πληρωμή από τον εργοδότη. Κι’ όταν τα παραλάβαινα στην πανένια τσάντα μου, η μονέδα είχε αποσυρθή από την αγορά, δεν περνούσε. Όλοι οι κακοτυπωμένοι Αλέξανδροι θα έπρεπε να σκορπιστούν στο πεζοδρόμιο, όπως το κάνανε κ’ η πλύστρα της γειτονιάς, κι’ ο μανάβης κι’ ο μπακάλης κι’ η κλεφτρίνα του Σολντατενχάϊμ, κι’ η σκουπιδιάρα της γειτονιάς.
     Κι’ ας μιλήσουμε και για τους άλλους. Όταν επαίρνανε μια πανένια τσάντα, γιομάτη με τα πληθωρικά, άστραφτε το πρόσωπό τους από αγαλλίαση και το βάδισμά τους έπαιρνε το ρυθμό Γερμανού στρατιώτη. Δεν έχαναν ευκαιρία να μη διακηρύξουνε:
     -Έχουμε χιλιάρικα! Είμαστε γιομάτοι από εκατομμύρια! Σκοτώνουμε και πληρώνουμε!
     Κι’ άκουγα και την πλύστρα ν’ ανοίγη το παράθυρο και να φωνάζη στο γιό της:
-Κοίταξε Θρασύβουλε, να μου φέρης δυό οκάδες αρνί, πλήρωσέ το όσο σου ζητήσουν. Δεν θα κάνουμε οικονομία. Πρέπει να τρώμε καλά.
     Τα πληθωρικά λεφτά τρελλάνανε το λαό, πού δεν έτυχε να μορφωθή, δεν είχε είδηση από αυτοεπισκόπηση, από τη στοιχειώδικη ψυχολογία του διπλανού του, από την πιο μικρή ικανότητα να εξετάση την πραγματικότητα.
     Εδούλευε την περίοδον αυτή της κατοχής απείθαρχη φαντασία, αυθάδεια, αναίδεια, ξεδιαντροπιά, απάτη, καμουφλάρισμα, συγκάλυψη, κουτοπονηριά. Είχανε τρελλαθή με τους Αλέξανδρους της κατοχής, τους κακοτυπωμένους, τα παιδιά της αθάνατης Ελληνικής φυλής.
Ν. Ι. Χαντζάρας, «Φ. Π.», Τρίτη, 18 Δεκεμβρίου 1945
--
Υπό τον ζυγόν
     Διάβασα πρωί πρωί τις εφημερίδες και επληροφορήθηκα, πως σα σήμερα 12 του Οχτώβρη πέρσι οι Γερμανοί αποσύρθηκαν από την Ελλάδα και απελευθερώθηκεν η πατρίδα μας.
     Από το μυαλό μου πέρασε τότε μια μεγάλη σειρά από εικόνες της κατοχής και της δουλείας.
     Κάθε μέρα εμάθαινα πληροφορίες, χωρίς να τις ζητάω, για τους δικούς μας και τους εχτρούς.
     Γυναικούλες της γειτονιάς, μαντράχαλοι πονηροί, που καταρτίζανε σχέδια να επικρατήσουνε στην πολιτική, στον πλούτο, στην κλεψιά, στην αγυρτεία, μου φέρνανε το ρεπορτάζ τους, χρωματισμένα ανάλογα με τα ιδιαίτερά τους αισθήματα, με τις σκέψεις τους, με τα σχέδιά τους, και με τη φαντασία τους.
-Εμάθατε για το Δήμαρχο, κύριε Νίκο; Επισκέφτηκε σήμερα επίσημα στην Κομμαντατούρα, μαζί με το Γενικό Γραμματέα, το Γερμανό διοικητή και του υπέβαλε τα θερμά του συγχαρητήρια για την άλωση της Σεβαστούπολης.
     Κι’ άλλος μούφερε άλλο λαχταριστό λαβράκι;
     -Στου Βασίλαινα, στο αριστοκρατικό κέντρο, που βρίσκεται στα Μανιάτικα, ο δήμαρχος χόρεψε με το Γερμανό στρατιωτικό διοικητή, τον πρίγκηπα Χόενλόε, με τρείς «πριγκήπισσες» της Τρούμπας και μ’ έναν πλούσιο Πειραιώτη μεγαλοβιομήχανο. Θα σας φέρω κύριε Νίκο, αύριο και μια φωτογραφία, που τραβήχτηκε με μαγνήσιο. Μού την υποσχέθηκε κάποιος Γερμανός αματέρ φωτογράφος, ακόλουθος του στρατιωτικού διοικητή.
     Κι’ άλλο λαβράκι λαχταριστό, που μου τόφερε κάποια Φροσσάρα της γειτονιάς.
-Τα μάθατε, κύριε Νίκο, τα πρόστυχα πράματα που γινήκανε σ’ ένα σπίτι; Οι Γερμανοί αξιωματικοί είχανε κληθή σε δεξίωση για τιμή τους κι’ έκαναν άσκημες χειρονομίες στις κυρίες. Κι’ αυτοί μεθυσμένοι, κι’ αυτές σουρωμένες.
     Βγαίνω από το υπόγειο μέγαρό μου και προχωράω στη διασταύρωση της οδού Πραξιτέλους και της λεωφόρου Γεωργίου του Α΄. Ακούω κάποιο, που περνάει δίπλα μου να φωνάζη:
-Λεφτά έχουμε πλέντι. Πάω να πληρώσω το Δήμο και να του συστήσω να μην εκφράζεται τόσο άσκημα για μένα. Έχουμε «μπαγιόκο» τώρα. «Δεν είμαστε πανί με πανί» όπως είμασταν στα παλιά. Έχουμε και λίρες. Άς είναι καλά ο Γιώργης. Μέβαλε στα καλώδια και στα καταφύγια. Είμαι και στην παθητικήν άμυνα. Παίρνω και συσσίτιο από την Εόχα. Είνε κι’ η γυναίκα μου στα καταφύγια και στα καλώδια και στην παθητικήν αεροάμυνα. Δύο χεράκια τάχω. Γυναίκα και δύο κορίτσια άλλα έξη χέρια. Παίρνουμε και γάλα από τον Ερυθρό Σταυρό. Γάλα για τα μικρά παιδιά, πού το παίρνουνε το περισσότεροι μαντράχαλοι από σαράντα κι’ απάνω. Εσύ δεν καταφέρνεις τέτοια πράματα. Είσαι γεννημένος κρύος. Εγώ είμαι «ατσίδα».
-Ο κόσμος δεν πηγαίνει όλο με το Βαγγέλιο στο χέρι. Όταν μπήκανε οι Γερμανοί, είδα κι’ ένα ρασοφόρο, ανάμεσα στη μαρίδα, στο Αεροδρόμιο, νάχη κόψει στον ώμό του ένα κιβώτιο με σοκολάτες και να τρέχη.
Ν. Ι. ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ, «Φ. Π.», Σάββατον, 13 Οκτωβρίου 1945
--
Ούτε γάτα ούτε ζημιά
          Τον καιρό της κατοχής
     Κυριακή πρωί. Ανασαίνουμε τώρα τον αέρα της λευτεριάς. Ο κόσμος απαλλάχτηκεν από τους ξένους τυράννους κι’ από τους εγχώριους πράκτορες. Από τα πολυάριθμα εκείνα πουλημένα πρόσωπα στους ξένους καταχτητές, που δεν άφηναν ευκαιρία να προδίνουνε και να συκοφαντούνε στον εχτρό κάθε Ρωμηό, που δεν απόδινε τιμές στα καθάρματα ή δεν εννοούσε να υποκύψη στα παράλογα αιτήματά τους.
     Οι μπακάληδες μαυραγορίτες της μεγάλης γειτονιάς που είνε γνωστοί και στα μικρά παιδιά. Έπειτα όλοι είχαν ντεμπουτάρει για μαυραγορίτες πολλά χρόνια πρό της απαίσιας κατοχής. Κι’ οι φουρναραίοι-…τα δυστυχή αυτά πλάσματα!-δεν άφησαν περίσταση να μην καταστήσουν τη ζωή μας χειρότερη από ό,τι πραγματικά ήτανε. Και την παληάν εποχή ανακατεύανε το ξυλάλευρο με άμμο και με στάχτες και τελευταία το ψωμί τους είναι σαν παληοκατσάρι. Ο άρτος, που «καρδιάς ανθρώπου στηρίζει» είνε σαν να μασάς μετζοσόλα. Κι’ οι κυρίες και δεσποινίδες της κατοχής; Τώρα κάνουνε τις σεμνές. Κρύβουνε τ’ απάνθρωπα ένστικτά τους. Τότε πνίγανε ανθρώπους μ’ ένα τους φαρμακερό λόγο. Πού η λαμπρά της υπατείας περιβολή; Πού ο Γερμανός πρίγκηπας Χοενλόε, που περπατούσε μ’ αυτοκίνητο από τη γειτονιά μου, με σκοπό να συναντήσει καμμιά από τις φιλενάδες του;
     Με τις πρώτες πνοές του αέρα της λευτεριάς ελησμονήθηκαν όλα. Ελησμονήθηκαν όλοι εκείνοι, πού εστάλαξαν δηλητήριο στο φαϊ μας, κινίνο στο κρασί μας, φαινικόν οξύ στον καφέ μας από ρεβύθι.
     Δε θα τους τιμωρήσουμε με σκληρούς τρόπους. Είνε δίκαιο όμως ένα μποϋκοτάρισμα συστηματικό και μια περιφρόνηση. Τώρα μας συνδέουν ακόμα με τους μπακάληδες αυτούς και με τους φουρνάρηδες τα δελτία του ψωμιού και των τροφίμων. Μεθαύριο θα καταργηθούνε κι’ αυτά και θ’ απαλλαγούμε από τους κακούς. Κι’ ίσως να τους κάνουμε καλό. Να τους διδάξουμε ανθρωπισμόν εκ των υστέρων. Να τους χρησιμέψη στην υπόλοιπη ζωή.
     Αυτά τα συλλογιζόμουνα την Κυριακή το πρωί ανάμεσα σε συμπολίτες, που ήτανε σκυμμένοι στο τάβλι και στα χαρτιά της τράπουλας. Ύστερα από την τρικυμία η γαλήνη και η ήσυχη ζωή. Αυτό ήταν όλο; Εξασφαλίσαμε ένα κομμάτι ψωμί λίγο υποφερτό, εξασφαλίσαμε ένα δελτίο ιματισμού για να πάρουμε κάποτε από την «Ούνρρα» ή ένα παντελόνι ή μια κελεμπία και καθήσαμε στον καφενέ στα χαρτιά της τράπουλας ή στο τάβλι ή να φουμάρουμε το ναργιλέ μας, με πόζα πασά.
     Τις πόζες αυτές του σινεμά που τις θυμούνται οι συμπολίτες και τις εμφανίζουνε στο δρόμο και στα καφενεία; Άλλος παρασταίνει με το ύφος του Μπριάν κι’ είνε χαρτένιος δήμαρχος, σαν αυτούς που απόχτησε τώρα η μισή Ελλάδα κι άλλος παρασταίνει τον Κλεμανσώ, κι’ είναι απλούστατα δημοτικός σύμβουλος, απ’ αυτούς, που δεν έχουνε απολυτήριο δημοτικού. Είνε περήφανοι όλοι σαν τους νέους συγγραφείς μας και καλλιτέχνες μας, τους «ασπούδαχτους». Ούτε ξόδεψε το Κράτος γι’ αυτούς, ούτε κι’ αυτοί ξοδέψανε δεκάρα. Ας είνε καλά για όλους το περίφημο «υποσυνείδητο». Αυτό αναπληρώνει τις γνώσεις, τις αρετές, τη μόρφωση, την αξία.
     Σε τέτοιους συλλογισμούς μ’ ευρήκε στο καφενείο συμπαθής και άξιος συνάδελφος ο κ. Νάσος Γ…, που πέρασε να μου γνωρίση, πώς έτυχε να πάρη ένα τηλεφώνημα για μένα στη «Φωνή».
     Μ’ ευχαριστούσε με το τηλέφωνο κάποιος γηγενής Πειραιώτης με μεγάλην αξία και σπάνιες αρετές, απλούστατα επειδή ανάφερα τ’ όνομά του σε κάποιες αναμνήσεις μου, εδώ και λίγες μέρες.
     Από μεγάλη λεπτότητα, που τον διακρίνει μ’ ευχαρίστησε, χωρίς να γράψω για το διαλεχτό συμπολίτη τίποτα το σπουδαίο.
     Κάποτε του σύστησα ν’ ανακατευτή στα κοινά. Βρίσκεται στις κορυφογραμμές της ηθικής. Αν τον συναντούσα τώρα, θα του εσύσταινα, για καλό και για κακό, να έπαιρνε και τα σαράντα μαθήματα της ταχυδακτυλουργίας και της ακροβασίας, προτού ζητήση την ψήφο των συμπολιτών του.
     Όσον αφορά τους συμπολίτες του γειτονικού μου καφενείου, που είνε απορροφημένοι στα χαρτιά και στο ναργιλέ, γράφω πως υπάρχουνε και σκοποί ανώτεροι στη ζωή και πως η εργασία πρέπει να είνε εις το εξής το διαρκές όνειρό τους…
Ν.Ι. ΧΑΝΤΖΆΡΑΣ, «Φ. Π.» Τρίτη, 14 Αυγούστου 1945
--
Πονηροκρατία
     Κάθομαι στο τραπέζι του καφενείου και ρεμβάζω την «κοινωνίαν», όπως μια ντεμουαζέλλα κάθεται στο μπαλκόνι της γραφικής βίλλας της και «ρεμβάζει τη φύση».
     Βλέπω πελάτες παλιούς του καφφενέ, που είχαν εξαφανιστή κατά το διάστημα της κατοχής και της δουλείας.
     Είχαν πιαστή αιχμάλωτοι; Όμηροι; Εχορεύανε χάριν των Γερμανών; Είχανε μπή καμαριέρηδες στους Γερμανούς; Εδούλευαν στα τσιμεντόπλοια, που κατασκευάζονταν στο Πέραμα για τους Γερμανούς;
     Τώρα ανασαίνουνε ανεμπόδιστα τον αέρα της Λευτεριάς και πατάνε το χώμα του Πειραιά. Κάθουνται στην καρέκλα του καφενείου και ζητάνε να ξαναζήσουνε «σαν άνθρωποι».
     «Σαν άνθρωπος» εζήτησε να ζήση κι’ ο Μεταξάς και κατόπιν ίδρυσε στην Ελλάδα τον «Τρίτο Πολιτισμό», κι’ αφού έβαλε κι’ έκάθισαν απάνω σε κολλόνες πάγου όλες τις λεπτοφυέστερες Ελληνίδες.
      Στρογγυλοκάθονται, κάθουνται με εκάθε άνεση στο τραπέζι και ζητάνε καφφέ και ναργιλέ και βγάζουνε από την τσέπη τους και το κομπολόϊ για να παίξουν.
     Παίρνουνε ύφος Μπίσμαρκ ή το λιγώτερο ύφος χαρτένιου δημάρχου του Πειραιώς, που μολαταύθα καταργήθηκε βίαια, και διακρίνω στη ματιά τους πως έχουνε ρίξει στον ποταμό της λήθης όλα όσα υπέφερε ο Ελληνικός λαός κάτω από την μπόττα του θηριώδη καταχτητή.
     Εγώ νοιώθω χαρά από το θέαμα αυτό των ξενιτεμένων πελατών, που γυρίσανε στον Πειραιά και ξαναζωντανέψανε οι περισσότεροι.
     Πειράζομαι μόνο, που βρίσκω πώς η περασμένη τραγική εποχή δεν τους έδωσε ένα μάθημα, δεν τους εδασκάλεψε να γίνουνε πιο σοβαρά, πιο ανιχνευτικά στις σκέψεις τους και στους συλλογισμούς τους, στις κρίσεις τους.
     Θάν τους ήθελα όλους με περισσότερη περίσκεψη.
     Είδαμε και δεσποτάδες στεγνούς από την πείνα κι’ από τις κακουχίες, αυτούς, που ήταν άλλοτε οι περισσότεροι με κοιλιές επιβλητικές, είδαμε και αληθινούς αριστοκράτες και αριστοκράτισσες να φιλοξενούνται σε ιδρύματα ευαγή, αλλοιώς θα πλαγιάζανε στους δρόμους.
     Ο εθνικός μας στρατός, το ναυτικό μας, χάρις εις τους μεγάλους συμμάχους μας, ταϊζεται καλά, επίσης η παιδική και εφηβική ηλικία έχουνε πετύχει ιδιαίτερη φροντίδα από τους ίδιους τους συμμάχους μας.
     Αυτές τις λεπτομέρειες δεν τις ξέρουνε και δεν τις επροσέξανε όσοι παρουσιάζονται με το ύφος του «ισχυρού της ημέρας».
     Τη στιγμή αυτή, που γράφω, μια φράση παλιού συναδέλφου μου τριγυρνά επίμονα το μυαλό, η φράση:
«Ο Πειραιάς βρίθει πληγών».
     Αυτή τη φράση ο μακαρίτης συνάδελφος την έλεγε προπολεμικά κ’ εννοούσε πληγές τις ηθικές ιδίως, την εποχή, που οι δήμαρχοι του τόπου, οι αστυνομικοί διευθυνταί, οι πρόεδροι των πρωτοδικών είχαν εγκατασταθή  στην Αθήνα για να είνε πιο κοντά στα κέντρα τα τρελλής και αμέριμνης ζωής.
     Τώρα, ύστερα από τον πόλεμο, οι πληγές του Πειραιά μας εχιλιοπλασιάσθηκαν, είνε γιομάτος από πληγές ηθικές και σωματικές.
     Για ένανε, που γεννήθηκε εδώ και δεν έχει άλλη ιδιαίτερη πατρίδα, είνε μαρτύριο να κάθεται στον καφενέ και να «ρεμβάζη την κοινωνία» απλά ή να καταγίνεται να ψυχολογή, να βολιδοσκοπή, να βυθομετράη την κοινωνία.
      Περνάνε από τα μάτια του διαρκώς εικόνες δυσάρεστες. Οι γνωστοί και σταμπαρισμένοι απατεώνες από την αστυνομία εγυρίσανε στον Πειραιά κ’ εδώσανε το «παρών».
     Οι μαυραγορίτικοι τόνου και υφής συνομιλίες διεξάγονται πάλι στα καφενεία.
     Σου ξαναθυμίζουνε την περασμένη εποχή της φοβερής πείνας, που έριχνες τις ματιές σου τριγύρω σου και διαπίστωνες εύκολα από τον τρόπο της ομιλίας. Αυτοί μιλάνε για τη «μαύρη» κι εκείνοι για την «ολόμαυρη».
-«Κονβερσασιόν πούρ λέ κομμέρς νουάρ» μου έλεγε ψιθυριστά κάποιος φίλος μου γαλλομαθής.
-«Κομμέρτσιο νέρο!» μου έλεγε στ’ αυτί κάποιος άλλος φίλος μου, που ήξερε τα ιταλικά.
     Εν τω μεταξύ, η ζωή προχωράει και θα φτάση η στιγμή, που θα πάρουμε από το μπακάλη μας το σαπούνι και το αλεύρι.
     Εν τω μεταξύ ερρίζωσε το νέο πολίτευμα. Ούτε βασιλευόμενη, ούτε Αβασίλευτη δημοκρατία, ούτε καμμιά δικτατορία, μα η πονηροκρατία. Τον τίτλο τόνε βρήκε κάποιος πολύ φίλος μου και συνάδελφος.
Ν. Ι. ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ, «Φ. Π.», Πέμπτη, 21 Ιουνίου 1945.
     Αυτά είναι τα τέσσερα «ΠΕΡΑΙΩΤΙΚΑ» ποιητή και δημοσιογράφου Νίκου Ι. Χαντζάρα, που μετέφερα από το φωτοτυπικό αρχείο του ποιητή που διαφύλαξα στην βιβλιοθήκη μου. Δεν θέλησα να διορθώσω τα τυπογραφικά λάθη. Εκτός αν το χέρι μου πάνω στο πληκτρολόγιο πήγαινε αυτόματα μόνο του στην σημερινή ορθογραφία-αυτό έγινε μία ή δύο φορές- πιστεύω ότι εκείνο που είναι σημαντικότερο, είναι το τι μας λέει στις προσωπικές του αυτές αναμνήσεις ο Νίκος Ι. Χαντζάρας, τι επισημαίνει στην εποχή του καθώς παρατηρεί τους μετακατοχικούς πειραιώτες και πειραιώτισσες, τι ό ίδιος φρονεί για τα σημερινά-της εποχής του κοινωνικά και οικονομικά αδιέξοδα, πως βλέπει του νέους έλληνες και τους παλαιότερους που γλύτωσαν από την λαίλαπα του πολέμου, την πείνα και τις κακουχίες. Πως αντιμετωπίζει αυτούς που με τον έναν ή άλλο τρόπο συνεργάστηκαν με τους κατακτητές, τους μαυραγορίτες που πλούτισαν μέσα στην κατοχή και φτιάχτηκαν και αποκαταστάθηκαν στα μετέπειτα της απελευθέρωσης χρόνια. Αυτές οι μικρές καθημερινές ανθρώπινες κοινωνιολογικής υφής κρίσεις και θέσεις του νομίζω έχουν σημασία. Και όχι αν γράφει με ένα φ ή δύο φφ το καφενείο. Αν αληθεύουν όσα μας περιγράφει ο δημοσιογράφος και ποιητής, ο ενεργός πειραιώτης, τότε διαπιστώνουμε ότι, ο «εκφυλισμός» του χαρακτήρα της φυλής μας, η αλλαγή της ταυτότητάς μας είχε προέλθει από εκείνες τις δεκαετίες. Βλέπουμε να μιλά για χάρτινους δημάρχους χωρίς να τους κατονομάζει και όλοι μας οι ασχολούμενοι με την ιστορία του πειραιά γνωρίζουμε ποιους εννοεί. Είναι αυτοί που σαν πρώτοι άρχοντες της πόλης στην δεκαετία του 1960 όταν επισκέφτηκαν τα Καμίνια που είχε πλημμυρίσει, είπαν στους δημότες: «Μην ανησυχείτε φίλοι καμινιώτες, αύριο θα ξημερώσει ο Θεός την ημέρα θα βγεί ο ήλιος και θα στεγνώσετε». Δεν είναι δικό μου, αλλά βρίσκεται στις σελίδες βιβλίου γνωστής ιστορικού για τα Καμίνια. Αν αναγνωρίζετε παρόμοιες περιπτώσεις και επί των ημερών μας, (2018) δική σας η παρανόηση.
Καφενείο, πρέφα, κολιτσίνα, μπαρμπούτι, αργιλές, τάβλι, ξερή και μπιρίμπα, αν τα γράφω σωστά να το όνειρο των νεοελλήνων από τότε. Μπεγλέρι και κομπολόι του δημόσιου καθισιού.
     Τα «ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ» του Νίκου Ι. Χαντζάρα είναι ενδιαφέροντα για όσους και όσες θέλουνε να χαρτογραφήσουνε τον χαρακτήρα του έλληνα, της φυλής μας. Ίσως και να είναι περισσότερο ενδιαφέροντα τα κείμενα αυτά και από την ποιητική του συλλογή. Ίσως. Αξίζει να ερευνηθούν και να οργανωθούν επιστημονικά και μεθοδικά και να εκδοθούν. Είναι η ιστορική εικόνα του Πειραιά. Έστω ο ρετρό χαρακτήρας των συμπολιτών μας. Θα συμπληρώσουν αν ποτέ εκδοθούν ορισμένα «χαμηλά» κενά της ιστορίας του Πειραιά. Γεγονότα και πρόσωπα, συμβάντα και καθημερινές περιπέτειες, ανθρώπινες ιστορίες, που δεν έχει φωτίσει μέχρι σήμερα μάλλον η επίσημη ιστορία του Πειραιά. Αυτή που στέκεται στην λουστραρισμένη βιτρίνα της πόλης, και όχι την άλλη, αυτήν που μας περιέγραψε εκτός από τον Νίκο Ι. Χαντζάρα και ο φίλος του ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης στο μυθιστόρημά του «Το τάμα της ανθούλας».

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα, 20 Οκτωβρίου 2018
Πειραιάς, 20/10/2018.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου