Παρασκευή 6 Ιουλίου 2018

Η γνωριμία μου με τον Ελύτη


Η γνωριμία μου με τον Ελύτη
του Στέφαν Γκέτσεφ,
περιοδικό «Αντί» τχ. 692/30-7-1999, σ.49-51

Ο Στέφαν Γκέτσεφ βούλγαρος ποιητής και ένας από τους σημαντικότερους μεταφραστές νεοελληνικής ποίησης γράφει τα απομνημονεύματά του και καταθέτει σ’ αυτά τη μακρά και πλούσια εμπειρία του από την Ελλάδα και τους Έλληνες από την Ελλάδα των «δύσκολων καιρών» του πολέμου και της κατοχής και από τους Έλληνες λογοτέχνες και διανοούμενους που συνάντησε και φίλιωσε μαζί τους.
Η Ζντράβκα Μιχαήλοβα μεταφράζει αυτό το πληθωρικό έργο, το οποίο πρόκειται να κυκλοφορήσει σε δίγλωσση έκδοση τον Σεπτέμβριο ’99 με επιχορήγηση της ελληνικής πρεσβείας στη Βουλγαρία. Σήμερα προδημοσιεύουμε ένα απόσπασμα που αναφέρεται στη γνωριμία και τη φιλία που αναπτύχθηκε ανάμεσα στον Γκέτσεφ και τον Ελύτη. Έχει προηγηθεί η αναφορά στη γνωριμία του με τον Γιώργο Θεοτοκά. Στο κείμενο που ακολουθεί ο Γκέτσεφ ενσωματώνει μία άγνωστη επιστολή του ποιητή, καθώς επίσης και τον «χαιρετισμό» του Ελύτη προς τους μετέχοντες στην Παγκόσμια Συνάντηση Συγγραφέων στη Σόφια το 1980.
     Όπως ήδη ανέφερα, ο άλλος φιλοξενούμενος της Εταιρείας Βουλγάρων Λογοτεχνών ήταν ο Οδυσσέας Ελύτης. Ήδη ήξερα τους στίχους αυτού του ποιητή και είχα περιλάβει στην ανθολογία αποσπάσματα του ποιήματός του Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας. Μου άρεσαν οι τολμηρές, πολύχρωμες και μεστές από αρρενωπό συναισθηματισμό μεταφορές του, αναμφισβήτητα επηρεασμένες από τον καλύτερο υπερρεαλισμό και ταυτόχρονα γραμμένες με τόσο εθνικά ελληνικά χρώματα. Ο ίδιος ο Ελύτης πάντα διατεινόταν ότι είναι υπερρεαλιστής. Αν αυτό αληθεύει εντελώς τότε είναι ο μοναδικός υπερρεαλιστής στον κόσμο που έχει πάρει το βραβείο Νόμπελ. Γι’ αυτό το λόγο ήμουν σχεδόν ευτυχισμένος που είχα την δυνατότητα να γνωριστώ και να μιλήσω μ’ αυτόν τον ταλαντούχο ποιητή.
     Όταν γνωριστήκαμε, ο Ελύτης ήταν λίγο πάνω απ’ τα πενήντα, ψηλός, με σχεδόν αθλητική εμφάνιση, με χαρακτηριστικά προεξέχον πηγούνι, με αίσθηση του χιούμορ και ειρωνικός, δραστήριος και αναμφισβήτητα ελκυστικός. Πραγματικός άνδρας. Δίχως άλλο, αγαπητός στις γυναίκες. Αυτή ήταν η πρώτη μου εντύπωση και αργότερα επαληθεύτηκε, όπως θα δούμε σε λίγο.
     Δεν θυμάμαι αν κατά την περιοδεία που κάναμε στη Βουλγαρία, μιλήσαμε πολύ για ποίηση. Θυμάμαι μόνον ότι με κάποια αφορμή ο Ελύτης είπε ότι είχε εκδοθεί ένα ποίημά του, το Άξιον Εστί και ο Μίκης Θεοδωράκης το μελοποιούσε. Αν θυμάμαι καλά, ο Ελύτης χαρακτήρισε το νέο του έργο ως «κοσμική λαϊκή λειτουργία». Θυμάμαι επίσης ότι ήταν κάπως πιο εύκολο να γίνω οικείος μαζί του, επειδή ήταν πιο αυθόρμητος, ήταν «πιο μάγκας» από τον συνταξιδιώτη του για τον οποίο μίλησα πριν από λίγο και τον οποίο αγάπησα και εκτίμησα μετά τη βραδιά που περάσαμε μαζί στον Πειραιά. (Σημ. Συντ.: Αναφέρεται στον Γιώργο Θεοτοκά). Ίσως γι’ αυτό, πριν ξεκινήσουμε για εκείνη την «αθλητική» εκδρομή, την οποία ανέφερα πιο πάνω, του τηλεφώνησα. Τον ειδοποίησα ότι μάλλον θα επισκεφτούμε την Αθήνα και τον ρώτησα τι θα ήθελε να του φέρω από τη Σόφια. Του είχαν αρέσει πάρα πολύ τα λαϊκά μας χειροτεχνήματα. Γι’ αυτό μου παρήγγειλε να φέρω δύο γυναικεία περιδέραια. «Μόνο», πρόσθεσε, «να είναι ολόιδια». Λίγο απορημένος, εκπλήρωσα την επιθυμία του. Όταν φτάσαμε στην Αθήνα, του τηλεφώνησα και με προσκάλεσε μετά από δύο μέρες να φάμε μαζί το βράδυ. Έμενε στο ίδιο διαμέρισμα όπου μένει και τώρα (όπου έμεινε μέχρι το τέλος του), στην οδό Σκουφά, στο Κολωνάκι το οποίο ανέκαθεν θεωρούνταν αριστοκρατική γειτονιά.
     Χτύπησα το κουδούνι. Ο Ελύτης μου άνοιξε, φιληθήκαμε και μπήκα μέσα. Είχε ακόμη φως’ από το πλατύ παράθυρο του σαλονιού του έβλεπες την Ακρόπολη, μεγαλόπρεπη στο σκούρο πλαίσιο του παραθύρου. Ίσως ακριβώς αυτή η θέα να είχε κάνει τον Ελύτη να διαλέξει αυτό το διαμέρισμα, αυτός που στην ποίηση του φανερώνει μια τεράστια γνώση και διακριτικό θαυμασμό προς την αρχαία πατρίδα του. Όχι μικρότερη από εκείνη του Σεφέρη.
     Του έδωσα το δώρο και δεν συγκρατήθηκα να τον ρωτήσω γιατί του χρειάζονταν δυό ολόιδια περιδέραια. Μου απάντησε τελείως σοβαρά: «Έχω δύο φίλες, ζηλεύουν τρομερά η μία την άλλη. Αν τα περιδέραια ήταν διαφορετικά, δίχως άλλο η μια θα σκεφτόταν ότι το άλλο περιδέραιο είναι πιο όμορφο. Και αντίστροφα». Και ξαφνικά γέλασε.
      Λίγο αργότερα ήρθε ένας εύσωμος, ψηλός ίσαμε δύο μέτρα άνδρας με μεγάλο πρόσωπο, κατσαρά μαλλιά και ξύπνια μάτια. Ο Ελύτης μας σύστησε: «Ο Μίκης Θεοδωράκης». Είχα ακούσει πολλά γι’ αυτόν. Ήξερα ότι ήδη έχει μελοποιήσει το τελευταίο έργο του Ελύτη, το Άξιον Εστί και σύντομα θα κυκλοφορούσε ο δίσκος…. Τότε ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν πολύ αριστερός, νομίζω μάλιστα ότι ήταν μέλος του ΚΚΕ. Ο Ελύτης, όπως όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί, επίσης ήταν αριστερών φρονημάτων , όμως αυτά δεν σχετίζονται με κανένα κόμμα, ενώ κοινωνικά ανήκε στην αστική τάξη. Μου είχε εξηγήσει ακόμα στη Βουλγαρία ότι η οικογένειά του είχε εργοστάσια τα οποία διαχειρίζονταν τα αδέλφια του. Ο ίδιος έπαιρνε μόνο μερίδιο από τα κέρδη που του εξασφάλιζε άνετη διαβίωση για να δημιουργεί απερίσπαστα. Αυτό όμως δεν τον εμπόδιζε να του αρέσουν ορισμένα πράγματα στην τότε Βουλγαρία, όπως και δεν τον εμπόδιζε να μην του αρέσουν άλλα. Νομίζω ότι μια απ’ τις πιο γοητευτικές πλευρές του Ελύτη ήταν ότι πάντα υπήρξε απόλυτα ειλικρινής, κάτι που έδειχνε το βαθμό εσωτερικής ελευθερίας τον οποίο είχε κατακτήσει. Τις ιδέες του ο ίδιος εξέθεσε αργότερα σε ένα σύντομο κείμενο, το οποίο θα παραθέσω, εν ευθέτω χρόνω.
      Εκείνη η βραδιά που περάσαμε μαζί στο υπέροχο διαμέρισμά του, συζητώντας για ποίηση και μουσική, μας έφερε ακόμη πιο κοντά. Όταν επέστρεψα στη Βουλγαρία, του έγραψα μερικές φορές με διάφορες αφορμές. Εκείνος επίσης τηλεφωνούσε. Είχα αποφασίσει να μεταφράσω ποιήματά του και του ζήτησα να μου υποδείξει ποια ποιήματά του νόμιζε ότι θα έπρεπε να περιληφθούν σε μια τέτοια έκδοση. Μου απάντησε επισυνάπτοντας κατάλογο των ποιημάτων του που θεωρούσε τα καλύτερα. Μέχρι σήμερα έχω φυλάξει τα γράμματά του.
     Τα χρόνια περνούσαν, σε μένα έτυχε εκείνη η δυσάρεστη ιστορία με την ποιητική μου συλλογή Σημειωματάριο, οι επιπτώσεις της οποίας με κράτησαν μακριά, λίγο ή πολύ, από την ενεργό ζωή. Δεν είχα ιδιαίτερη διάθεση να διατηρώ σχέσεις, ειδικά με το εξωτερικό. Αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, το κλίμα αυτό αμβλύνθηκε χάρη σε φίλους όπως ο Μποζιντάρ Μποζίλοφ, ο οποίος έγινε διευθυντής του εκδοτικού οίκου Ναρόντνα Κουλτούρα και εξέδωσε τη μετάφραση του Γιώργου Σεφέρη. Μαζί του και με τον Μαρίν Ζέτσεφ επιμεληθήκαμε τη δεύτερη ανθολογία νεοελληνικής ποίησης, μετά από την οποία ανέβηκε η υλική και ηθική μου αυτοπεποίθηση. Ο Ζντράβκο Πετρόφ δημοσίευσε τρία ποιήματα μου στην εφημερίδα Λιτερατούρεν φροντ της οποίας ήταν αναπληρωτής αρχισυντάκτης, ενώ ο Λιουμπομίρ Λέφτσεφ, ο οποίος τότε ήταν πρόεδρος της Εταιρείας Βουλγάρων Λογοτεχνών, υποσχέθηκε να βοηθήσει για να εκδοθεί η ποιητική μου συλλογή, κάτι το οποίο για πολλούς και διάφορους λόγους έγινε το 1990. Αυτός ακριβώς ο καλοθελητής, ο Λέφτσεφ, μου τηλεφώνησε το 1980 και μου πρότεινε να κάνω ένα ταξίδι στην Ελλάδα και να προσκαλέσω, όπως είπα πιο πάνω, καταξιωμένους έλληνες συγγραφείς για να παραβρεθούν στην τακτική συνάντηση των συγγραφέων στη Σόφια.
      Τηλεφώνησα στον Ελύτη. Χάρηκε ειλικρινά και με προσκάλεσε να τον επισκεφτώ. Μόλις είχε πάρει το βραβείο Νόμπελ (1979) και θα ήταν μεγάλη τιμή για τη Βουλγαρία αν δεχόταν την πρόσκληση να έρθει στη Σόφια.
     Την ημέρα που είχαμε συνεννοηθεί, πήγα αργά το απόγευμα στο σπίτι του. Ο ποιητής πάλι με υποδέχτηκε το ίδιο θερμά και μου είπε να περάσω μέσα, εξηγώντας ότι είχε και άλλον έναν επισκέπτη ο οποίος σύντομα θα έφευγε. Απεδείχθη ότι ήταν ένας Γάλλος, μεταφραστής του, ο οποίος είχε έρθει ειδικά για να συμβουλευτεί τη γνώμη του σχετικά με ορισμένα πιο δύσκολα σημεία στα ποιήματά της. Ήταν μεσήλικας, μάλλον κοντούλης, στρουμπουλός, ζωηρός χειρονομούσε και αυτό πρόδιδε τον νότιο τύπο. Ο Ελύτης με σύστησε ως μεταφραστή του στα βουλγαρικά. Μιλούσαμε γαλλικά. Φαίνεται ήδη ότι είχαν τελειώσει τη συζήτησή τους, επειδή σε λίγο ο επισκέπτης έφυγε. Μου έκανε εντύπωση ότι φερόταν στον Ελύτη με μάλλον υπέρμετρο σεβασμό. Φυσικά: ήταν κάτοχος του βραβείου Νόμπελ!
     Αυτή τη φορά καθίσαμε στο γραφείο του. Όταν μείναμε μόνοι, καθίσαμε σιωπηλοί. Ο Ελύτης χαμογελούσε. Φυσικά τον συνεχάρηκα για την αναγνώριση, που του άξιζε. Εξέφρασα την χαρά μου με την αφορμή αυτή. Τον ρώτησα πως αισθάνεται τώρα και μοιράστηκε μαζί μου τη χαρά και την ανησυχία του από τη μεγάλη αυτή τιμή. «Ξέρεις κάτι», είπε, «αυτό το  βραβείο με παραλύει». Βλέποντας την απορία μου εξήγησε: «Δεν μπορώ να γράψω τίποτα. Όχι μόνο λόγω των συγχαρητηρίων, των προσκλήσεων απ όλο τον κόσμο, αλλά και επειδή πρέπει να γράψω κάτι πολύ ωραίο. Και αν δεν βγει έτσι; Αν γράψω κάτι μέτριο; Οι άνθρωποι παντού στον κόσμο, και ειδικά στην χώρα μου, αμέσως θα πουν: σε τέτοιον ποιητή απένειμαν το βραβείο Νόμπελ;» Γελάσαμε. Μετά σηκώθηκε και μου έδωσε το τελευταίο του βιβλίο, το Μαρία-Νεφέλη. Μου έγραψε αφιέρωση και μετατοπίζοντας το θέμα της συζήτησης, άρχισε να με ρωτάει γιατί είχα να επικοινωνήσω μαζί του τόσα χρόνια. Του διηγήθηκα την ιστορία με την πολύπαθη ποιητική μου συλλογή. Εξεπλάγη. Ενδιαφέρθηκε να μάθει τι «φρικτά» ποιήματα είχα δημοσιεύσει σ’ αυτήν. Μου ζήτησε να του πω κάποιο απ’ αυτά. Έκανα πεζή μετάφραση  σε δύο απ’ αυτά τα ποιήματα. Τα άκουσε συνοφρυωμένος, μου είπε να τα επαναλάβω και έκπληκτος είπε ότι δεν βλέπει τι το επιβλαβές ή επικίνδυνο περιέχουν. «Γλυκύτατα ποιήματα», ακριβώς αυτό  είπε. Για να ‘μια ειλικρινής και εγώ δεν μπορούσα να του εξηγήσω. Γι’ αυτό πέρασα στο κυρίως θέμα, την πρόσκληση συμμετοχής στην Παγκόσμια Συνάντηση Συγγραφέων στη Σόφια. Τον είδα στην Αθήνα στο τέλος Αυγούστου ή Σεπτεμβρίου, ενώ η συνάντηση θα διεξαγόταν τον Οκτώβρη. Ο Ελύτης είπε: «Καταλαβαίνεις ότι ήδη έχω αρκετές προσκλήσεις: Γαλλία, Ιταλία, ακόμα και ΗΠΑ. Θέλω πολύ να έρθω στη Βουλγαρία. Μπορούμε να το κανονίσουμε για τις αρχές του χρόνου. Μόνο πρέπει να μου στείλετε την πρόσκληση ένα μήνα νωρίτερα. Θα έρθω οπωσδήποτε. Και για να σου δείξω ότι πράγματι τρέφω τα καλύτερα αισθήματα για σας και για την ιδέα της υλοποίησης τέτοιας συνάντησης, θα γράψω έναν σύντομο χαιρετισμό προς τους μετέχοντες σ’ αυτή. Σε παρακαλώ να το μεταφράσεις και να εξηγήσεις στους οργανωτές της αυτό που σου είπα». Παρά το γεγονός ότι ήταν τόσο πολυάσχολος, ο Ελύτης πράγματι έγραψε το χαιρετιστήριο  μήνυμα, μου τηλεφώνησε και εγώ το πήρα από το σπίτι του, χωρίς να μπω, γιατί είχε κόσμο. Παραθέτω το κείμενο αυτού του χαιρετισμού:
«Σας ομιλώ εξ ονόματος του φωτός και της καθαρότητας. Μ’ αυτά έχω μεγαλώσει. Αυτά ήταν το σχολείο στο οποίο μαθήτευσα. Όλες οι προσπάθειές μου στην ποίηση ήταν στραμμένες στο να μετουσιώσω το φυσικό φως σε πνευματικό. Να φτάσω σε τέτοια διάφανη καθαρότητα, ώστε ο άνθρωπος να είναι σε θέση να βλέπει μέχρι την καρδιά της πραγματικότητας. Εκεί, σ’ εκείνο το βάθος, ο αγώνας μεταξύ των ανθρώπων, δηλαδή η αντιπαράθεσή τους με βία, φαίνεται σαν κάτι «αφύσικο», σαν αρρώστια. Και όπως φαίνεται, τα μικρόβια που την προκαλούν, είναι οι αιώνιες προκαταλήψεις. Γι’ αυτό υψώνω τη φωνή: πρέπει να προχωρήσουμε προς τα εμπρός. Να καταξιωθούμε ως κοινωνίες. Ας αφήσουμε αυτές τις προκαταλήψεις για τη ζωή στην προϊστορία. Ευτυχώς οι λαοί προ πολλού έχουν ξεπεράσει την πνευματική ανάγκη να εξουσιάζουν ο ένας τον άλλον. Και οι κυβερνώντες, αν υπήρχε τρόπος να τους ρωτήσουμε έναν έναν, θα απαντούσαν με τον ίδιο τρόπο. Ανεξήγητο, ασυγχώρητο είναι να μένουμε εγκλωβισμένοι σε έναν φαύλο κύκλο την αρχή του οποίου κανείς δεν θυμάται πια. Στέκομαι στο πλευρό των ομοϊδεατών μου κονδυλοφόρων απ’ όλο τον κόσμο και υψώνω τη φωνή εναντίον των δυνάμεων του σκότους. Ας δείξουμε στον αιώνα που σε λίγο θα διαδεχθεί τον δικό μας ότι έχουμε διδαχθεί, έστω και λίγο, από τα αμαρτήματά μας. Και ότι είμαστε αποφασισμένοι από ‘δω και στο εξής, εντελώς συνειδητά, να αντικαταστήσουμε τις φωτιές με αγάπη. Νύν και αεί».
     Δεν ξέρω αν αυτό το κείμενο διαβάστηκε στις συνεδριάσεις της Παγκόσμιας Συνάντησης Συγγραφέων.
     Την τελευταία φορά που είδα τον Ελύτη, ήταν αργά το φθινόπωρο του 1990. Πήγαμε με την σύζυγό μου στην Αθήνα, καλεσμένοι από τον αείμνηστο φίλο μου τον ποιητή και φίλο της Βουλγαρίας, τον Νάσο Νικόπουλο.
      Λίγες μέρες μετά την άφιξή μας τηλεφώνησα στον Ελύτη το πρωί γύρω στις 11.00. Χάρηκε ειλικρινά και με κάλεσε αμέσως να πάω να τον δω. Διψούσε για ανθρώπινη επαφή, πρόσθεσε, και αυτό μου φάνηκε κάπως αινιγματικό, όμως δεν ρώτησα τίποτα. Απλά ξεκίνησα και μετά από μισή ώρα χτυπούσα το κουδούνι της πόρτας του. Πέρασε ίσως ένα λεπτό μέχρι ν’ ανοίξει. «Στέφανε, εσύ είσαι; Πέρασε μέσα», είπε δίνοντάς μου το χέρι. Και εξήγησε ότι είναι σχεδόν τυφλός. Είχε καταρράκτη. Μπήκα μέσα. Καθίσαμε. Τον ρώτησα διάφορα. Μου φάνηκε πολύ γερασμένος. Πράγματι, είχαμε να ειδωθούμε πάνω από δέκα χρόνια. Όχι τόσο πολύ γερασμένος εμφανισιακά, όσο ψυχολογικά. Μου είπε πόσο άσχημα αισθάνεται επειδή δεν μπορεί συχνά να βγαίνει έξω, ενώ δεν ήθελε να τον βλέπουν περίεργα μάτια επισκεπτών. Αναμφίβολα, εδώ μιλούσε και η τόσο ευεξήγητη ματαιοδοξία του. Στην ερώτηση πως τα καταφέρνει με την καθημερινότητα, ο Ελύτης απάντησε ότι ευτυχώς μία νεαρή γυναίκα, ερωτευμένη με την ποίησή του, έχει αφοσιωθεί στο σκοπό να κάνει τη ζωή του πιο εύκολη και ευχάριστη. «Χωρίς την Ιουλίτα είμαι χαμένος», είπε. «Θα την δεις, πήγε να πάρει κάτι για το γεύμα και σύντομα θα είναι πίσω». Χαμογέλασα ικανοποιημένος: ο όμορφος άνδρας και ο μεγάλος ποιητής και στα 80 του δεν είχε χάσει τη γοητεία του. Ίσως χάρηκα, επειδή και εγώ είχα την ίδια ηλικία.
     Όσο κουβεντιάζαμε, στο δωμάτιο μπήκε η Ιουλίτα. Ήταν πραγματικά όμορφη με τα σκουρόξανθα μαλλιά της πλεγμένα σε κοτσίδες, την ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα και τα μαύρα μάτια τα οποία απέπνεαν ηρεμία και δύναμη. Δεν πιστεύω να ήταν πάνω από 25-26 χρονών. Ο Ελύτης με σύστησε: «Είναι ο Στέφαν Γκέτσεφ, ένας από τους λίγους καλούς μου φίλους στον κόσμο». Η Ιουλίτα χαμογέλασε ανεπαίσθητα, μετά έκανε αναφορά σχετικά με τα ψώνια και πήγε στην κουζίνα για να ετοιμάσει να φάμε. Τον ρώτησα τι γράφει, πάνω σε τι δουλεύει γενικά. Είπε ότι πρόσφατα βγήκε ένα βιβλίο του, κάτι σαν πνευματική βιογραφία με τίτλο Ιδιωτική οδός. Με δικά του κολάζ και εικονογράφηση. Τη στιγμή εκείνη μπήκε η Ιουλίτα. Ο Ελύτης της είπε: «Δως μου, σε παρακαλώ, ένα αντίτυπο του τελευταίου βιβλίου». Η Ιουλίτα παρατήρησε: «Ξέρεις ότι έχουμε μόνο τέσσερα αντίτυπα». Ο Ελύτης της απάντησε: «Εντάξει, τώρα θα έχουμε τρία». Η κοπελιά του έδωσε την τελευταία έκδοση. Ο Ελύτης είπε: «Ιουλίτα, κάτσε να σου υπαγορεύσω την αφιέρωση». «Ά, όχι», αποκρίθηκε η κοπελιά, «θα τη γράψεις μόνος σου. Μπορείς. Εσύ κάτσε».  Και εκείνος υπάκουα κάθισε και έγραψε: «Στον φίλο μου Στέφαν Γκέτσεφ με πολύ αγάπη. Ο Ελύτης». Το έγραψε αρκετά καθαρά. «Είδες», είπε η Ιουλίτα, «το έγραψες πολύ καλά». Και γυρίζοντας προς εμένα: «Κάνει πως δεν βλέπει. Στην ουσία βλέπει και γράφει καλά». Το ίδιο το βιβλίο φέρει αφιέρωση: «Στην Ιουλίτα». Νομίζω ότι ήταν η τελευταία μεγάλη του αγάπη. Οι αγάπες των μεγάλων δημιουργών πάντοτε είναι «μεγάλες» ακόμα και σε προχωρημένη ηλικία. Ειδικά σ’ αυτή την ηλικία. Σαν του Γκαίτε, παραδείγματος χάριν. Πάλι καλά, που οι μεγάλοι άνθρωποι είναι σχετικά λίγοι…. Αργότερα έμαθα ότι η Ιουλίτα είναι ποιήτρια. Πρίν δύο χρόνια πήρα μία δική της ποιητική συλλογή. Όμως να ολοκληρώσω για τον Ελύτη.
    Το 1994 είχα βρεθεί και πάλι στην Αθήνα, προσκαλεσμένος από τη σύζυγο του φίλου μου Νάσου Νικόπουλου, ο οποίος είχε πεθάνει απρόσμενα το 1993. Σε λίγες μέρες τηλεφώνησα στον Ελύτη. Απάντησε η Ιουλίτα. Μου είπε ότι ο Οδυσσέας είναι βαριά άρρωστος και βρίσκεται στο νοσοκομείο. Άφησε να εννοηθεί ότι πάσχει από καρκίνο. Δεν ξέρω τι συνέβη στη συνέχεια. Ο Ελύτης πέθανε το 1996. Βέβαια, θα ζήσει και μετά το θάνατό του.
                     Μετάφραση από τα βουλγαρικά:
                                  Ζντράβκα Μιχαήλοβα
ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ ΣΤΟΝ ΣΤΕΦΑΝ ΓΚΕΤΣΕΦ
Αθήνα, 14 Σεπτεμβρίου 1965
Αγαπητέ μου GUETCHEV,
     Αν και δεν υπήρχε καμία βία, προτίμησα να σου κάνω αμέσως τον κατάλογο των ποιημάτων που μου ζήτησες. Τώρα συμβαίνει να έχω το κέφι ενώ μετά δεκαπέντε μέρες μπορεί να ‘ρχιζα τις αναβολές και ν’ αργούσα πολύ. Όπως σου είπα και προφορικά, βάζω ποιήματα περισσότερο απ’ όσα θα χωρέσει το βιβλίο, ώστε να ‘χεις την ευχέρεια να διαλέξεις απ’ αυτά εσύ, εκείνα που θα νιώσεις ότι προσφέρονται περισσότερο σε μετάφραση. Επειδή δεν ξέρω ποιαν έκδοση έχεις από τους Προσανατολισμούς, σου βάζω σε παρένθεση τις σελίδες της β΄ έκδοσης.
    Και τώρα, μερικές ακόμη, πρόσθετες διευκρινίσεις: α) αναφέρω τη σειρά Η Καλωσύνη στις Λυκοπορίες που δεν έχει βγει σε βιβλίο αλλά υπάρχει δημοσιευμένη στο περιοδικό Μικρό τετράδιο του 1947. Το έχεις; Πρόκειται για μια σειρά επτά ποιημάτων με αντιστασιακό πνεύμα, που μπορεί να ‘χουν ενδιαφέρον για το δικό σας κοινό. Είναι δύσκολο να βρω τεύχος, αν όμως νομίζεις ότι πρέπει να προσπαθήσω ή στην ανάγκη θα σου αντιγράψω τα ποιήματα στη μηχανή. β) Από τον Ανθυπολοχαγό θα σου στείλω ένα αντίτυπο με τη συντομευμένη του εκδοχή γ) Κάτι παρόμοιο μπορεί να γίνει και με το Άξιον Εστί, δηλαδή να μεταφρασθεί μια εκλογή απ’ όλη τη διαδρομή του έργου (που ν’ αντιπροσωπεύει το 1/6 του συνόλου περίπου) αυτό ακριβώς που έχει μεταφέρει στη μουσική ο Θεοδωράκης ύστερα από δικές μου υποδείξεις. Σου σημειώνω πίσω από το γράμμα αυτό το σύντομο Άξιον Εστί.
     Φυσικά δεν πρέπει να δεσμευθείς απ’ όσα σου λέω. Ο ίδιος ο ποιητής, όπως κι εσύ θα ξέρεις, δεν είναι πάντοτε ο καλύτερος, θέλω να πω ο καταλληλότερος, για ν’ ανθολογήσει το έργο του. Είσαι ελεύθερος κι εκεί, και στον τρόπο που θα μεταφράσεις-αρκεί να ‘ναι (και δεν έχω αμφιβολία γι’ αυτό) πάντοτε το αποτέλεσμα ποιητικό.
      Πολύ χάρηκα που σε είδα και τα είπαμε από κοντά. Εύχομαι ως του χρόνου να μας δοθεί και άλλη, ανάλογη, ευκαιρία.
                    Με πολύ αγάπη,
                   Οδυσσέας Ελύτης

      Στο σημείωμα αυτό για τον δάσκαλο νομπελίστα μας ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, σκέφτηκα να μην αντιγράψω άλλη μία κριτική για τα Ελεγεία της Οξώπετρας, παραδείγματος χάριν αυτή του κυρού Άρη Μπερλή, με τίτλο «Η ποίηση του Ελύτη καταντικρύ της δεινής κυριολεξίας του θανάτου» βλέπε εφημερίδα «Η Καθημερινή» Τρίτη 19 Νοεμβρίου 1991, ή ένα άλλο κείμενο που το βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρον-ανάμεσα στα άλλα που έχουν γραφτεί για τον ποιητή-αυτό του κυρίου  Παντελή Μπουκάλα δημοσιευμένο στο αφιέρωμα για τον ποιητή της εφημερίδας «Η Καθημερινή» Κυριακή 25/9/1994, με τίτλο «Η ευμορφία στην ποίηση του Ελύτη», (τα άφησα για αργότερα) και να αντιγράψω το κείμενο (απόσπασμα από τα απομνημονεύματα) του βούλγαρου ποιητή και μεταφραστή του Ελύτη Στέφαν Γκέτσεφ, που δημοσιεύτηκε στο γνωστό πολιτικό περιοδικό της ανανεωτικής αριστεράς «Αντί» τχ. 692/30-7-1999, του κυρού Χρήστου Παπουτσάκη, που, παρότι το περιοδικό υπήρξε ένα έντυπο με χρωματισμένο πολιτικό πρόσημο και πολιτικό σχολιασμό, δεν έπαψε να αφιερώνει εξαιρετικές σελίδες και άρθρα σε έλληνες και όχι μόνο λογοτέχνες και να μας προσφέρει ενδιαφέροντα αφιερώματα υπογεγραμμένα από σημαντικούς έλληνες συγγραφείς.
     Το κείμενο του βούλγαρου ποιητή, πέρα από την γενική κρίση που κάνει για το έργο του Ελύτη, μας δίνει και μια άλλη εικόνα, περισσότερο προσωπική, κάπως ιδιοσυγκρασιακή μάλλον θα σημειώναμε, και πώς να μην είναι έτσι, μια και ο Στέφαν Γκέτσεφ δεν αγάπησε μόνο τον έλληνα ποιητή και γνωρίστηκε μαζί του αρκετά χρόνια πριν ο Ελύτης βραβευτεί με το Νόμπελ αλλά, τον μετέφρασε και στην χώρα του, όπως και άλλους έλληνες δημιουργούς που γνώρισε την εποχή εκείνη από κοντά και σύναψε μαζί τους φιλικές και πνευματικές σχέσεις, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην σύσφιξη των ελληνοβουλγαρικών σχέσεων επί Ζίφκοφ. Ο Στέφαν Γκέτσεφ μας δίνει την εικόνα του προσώπου Ελύτη ενώ μας δίνει και στοιχεία για τις απόψεις του έλληνα ποιητή σχετικά με τις μεταφράσεις του έργου του πριν και μετά την βράβευσή του με το Νόμπελ. Μας μιλά για τις επιλογές των ποιημάτων του που έκανε ο ίδιος ο Ελύτης και τι θα ήθελε ο ίδιος να μεταφραστεί από το έργο του. θα είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον αν γνωρίζαμε τον κατάλογο των ποιημάτων που ο ίδιος ο ποιητής επιλέγει για μετάφραση. Επιλέγει τα ποιήματα που θεωρεί ότι τον αντιπροσωπεύουν περισσότερο, που βρίσκονται μέσα στο υπερρεαλιστικό κλίμα και ατμόσφαιρα στην οποία κινείται η δημιουργία του την πρώτη περίοδο της δημιουργίας του. Η εκ του σύνεγγυς γνωριμία και προσωπική φιλία των δύο αντρών, στο σπίτι του ποιητή στην οδό Σκουφά, του προσφέρει την ευκαιρία να τον γνωρίσει σαν άτομο και να σκιαγραφήσει ένα μέρος του χαρακτήρα του. 
Πράγματι, όσοι είχαν την τύχη να γνωρίσουν από κοντά τον άνθρωπο Ελύτη, θα γνωρίζουν ότι ο ποιητής μπορεί να καλλιεργούσε όπως εκείνος επιθυμούσε την δημόσια εικόνα του, να φρόντιζε με μεγάλη στοργή και επιμέλεια τις εκδόσεις των έργων του, τα ποιήματά του και που τα δημοσίευε, όμως, δεν ήταν ένας στενάχωρος θα λέγαμε άνθρωπος. Ο Οδυσσέας Ελύτης ήταν αρκετά κοινωνικός και πρόσχαρος. Είχε στιγμές ευθυμίας που σε εξέπλησσαν καθώς δεν φανταζόσουν ότι ο «μύθος» αυτός μπορούσε να ασχοληθεί με τόσο καθημερινά πράγματα και να σε πειράξει για άλλα τόσα ή να στρέψει το ενδιαφέρον σου σε πράγματα της ελληνικής παράδοσης και του ελληνικού πολιτισμού που άλλοι αδιαφορούσαν. Μπορεί να ήταν πολύ φειδωλός στους πολιτικούς του χαρακτηρισμούς, αυτό φαίνεται όχι μόνο από το κείμενο του Γκέτσεφ,-για τα πολιτικά αδιέξοδα της χώρας του, τότε σε κομμουνιστικό καθεστώς-αλλά και από τις κατά καιρούς συνεντεύξεις που έδωσε ο Οδυσσέας Ελύτης σε εφημερίδες και περιοδικά πριν την απριλιανή δικτατορία αλλά και μεταγενέστερα. Ο Ελύτης ήταν πάντα πολύ προσεχτικός στις πολιτικές του θέσεις, αντίθετα παραδείγματος χάριν με άλλους ποιητές όπως ο Γιώργος Σεφέρης, που παρά τον κλειστό χαρακτήρα του, οι χαρακτηρισμοί του στα προσωπικά του Ημερολόγια αλλά και στα Πολιτικά Ημερολόγια που κρατούσε κατά την διάρκεια της διπλωματικής του καριέρας, κάθε άλλο παρά μας φανερώνουν έναν απολιτίκ έλληνα δημιουργό και διανοούμενο. Ο Ελύτης δύσκολα χαρακτήριζε δημόσια πολιτικά άτομα. Ήθελε να έχει μια μάλλον ατσαλάκωτη εικόνα προς τα έξω. Δεν είναι τυχαίο, αν δεν κάνω λάθος ο μουσικοσυνθέτης Διονύσης Σαββόπουλος σε τραγούδι του κάνει λόγο για «σοκολατόπαιδο» της ποίησης. Ο Βούλγαρος ποιητής μας πληροφορεί επίσης και για την περίοδο που ο ποιητής είχε αρχίσει να μεγαλώνει και τα χρόνια να βαραίνουν επάνω του. Μας δίνει μια εικόνα ενός κουρασμένου ανθρώπου, που όμως, δεν χάνει τίποτα από την πνευματική του λάμψη αλλά και τον λεβέντικο ανδρισμό του. Το πορτραίτο του έλληνα νομπελίστα μας ποιητή, έτσι όπως το σκιαγραφεί ο Βούλγαρος ποιητής και μεταφραστής του, απέχει πολύ από τα διάφορα υπερβολικά  αγιογραφικά πορτραίτα που κατά καιρούς μας έχουν δώσει διάφοροι, μόνο και μόνο για να φανούν αρεστοί στον στενάχωρο πνευματικό χώρο, χωρίς ούτε να έχουν σκύψει με σεβασμό και αγάπη στο έργο του, ούτε να έχουν αφιερώσει προσωπικό χρόνο και να μελετήσουν τα πεζά που μας κληροδότησε, δες «Ανοιχτά χαρτιά» και τις άλλες του μελέτες, να έχουν παρακολουθήσει εκθέσεις με τα κολάζ του, να έχουν διαβάσει τις μεταφράσεις του, ή τα εικαστικά του σημειώματα, αλλά και να έχουν εμβαθύνει στην σχέση που είχε ο ποιητής με την μουσική και ορισμένες κλασικές συνθέσεις και συνθέτες. Ο Οδυσσέας Ελύτης δεν έχει μόνο την υπερρεαλιστική του πλευρά, έχει και άλλες που ίσως ακόμα να μην τις έχουμε εξερευνήσει. Όπως και στο ογκώδες έργο του Γιάννη Ρίτσου, αναγνωρίζουμε ίσως μόνο ένα μέρος από την πλευρά του ποιητικού τους «παγόβουνου». Ο Βούλγαρος ποιητής μας δίνει και την εικόνα της ποιήτριας Ιουλίτας Ηλιοπούλου συντρόφου του ποιητή και την φροντίδα που του πρόσφερε όταν ο ποιητής αντιμετώπισε δύσκολες στιγμές.
Το κείμενο αυτό που δημοσίευσε το περιοδικό «Αντί» πριν 20 περίπου χρόνια, λίγα χρόνια μετά την κοίμηση του ποιητή, θεωρώ ότι μας φωτίζει την αγωνία ενός έλληνα δημιουργού, την σχέση που ήθελε να έχει και να διατηρεί με το περιβάλλον του, τις φοβίες του, τους ενδοιασμούς του και την μεγάλη του αξιοπρέπεια και υπευθυνότητα απέναντι στον ποιητικό λόγο, που ο ποιητής θήτευσε σε όλη του την ζωή. Η σχετική οικονομική του ανεξαρτησία-κάτι που του πρόσφερε ελεύθερο χρόνο σε όλον του τον βίο-ήταν η χρυσή ευκαιρία της ατομικής του μοίρας που του δόθηκε ώστε να ασχοληθεί και να αφεθεί απερίσπαστος στην διακονία της ποίησης. Η έλλειψη βιοποριστικών αναγκών και ασχολιών του πρόσφερε την δυνατότητα να μπορεί να απολαμβάνει εποικοδομητικά και δημιουργικά τόσο το ελληνικό τοπίο και το φως που αυτό εκπέμπει όσο και την καθαρότητα των ελληνικών γραμμών που του καλλιέργησαν το αθώο βλέμμα και το θαύμα της ποιητικής του δημιουργίας.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
6 Ιουλίου 2018             

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου