Πέμπτη 19 Ιουλίου 2018

Ο Αρθούρος Ρεμπώ στην Κύπρο


Η Μεγαλόνησος είναι ακόμα σκλαβωμένη

     Οφείλουμε να μην ξεχάσουμε. Οφείλουμε να μην λησμονήσουμε. Οφείλουμε να μην παραβλέψουμε το ιστορικό γεγονός ότι η Κύπρος είναι ακόμα σκλαβωμένη 44 χρόνια μετά. Καλά τα ανθρώπινα δικαιώματα για τους οικονομικούς μετανάστες, καλές οι φιλάνθρωπες προθέσεις των ελλήνων κυβερνητών και ευρωπαίων πολιτικών ηγετών για τους πρόσφυγες που οι πολιτικές τους (στρατιωτικές, οικονομικές, κυβερνητικές, διπλωματικές) συνέβαλαν στον ξεριζωμό τους από τις πατρίδες τους, αφού βομβάρδισαν και διέλυσαν τις χώρες τους, αλλά, ένα τμήμα του Ελληνισμού βρίσκεται ακόμα υπό ξένη κατοχή. Η Μεγαλόνησος είναι σκλαβωμένη. Τούρκικα στρατιωτικά στρατεύματα κατέχουν Κυπριακό έδαφος παράνομα και αντίθετα από το διεθνές δίκαιο. Τα τόσα ψηφίσματα του ΟΗΕ δεν ήσαν παρά προφάσεις εν στρατιωτικές και πολιτικές αμαρτίες για την διαιώνιση του προβλήματος. Το νησί της Αφροδίτης από το 1974 είναι διχασμένο. Υπάρχουν ελληνοκύπριοι πρόσφυγες. Δολοφονημένοι Κύπριοι και Έλληνες στρατιώτες. Αγνοούμενοι Κύπριοι. Κάτοικοι της Κυπριακής Δημοκρατίας που ξεριζώθηκαν από τις πατρογονικές τους εστίες. Εκδιώχθηκαν από τα εδάφη τους. Καταστράφηκαν τα σπίτια τους. Γκρεμίστηκαν οι ναοί τους. Λεηλατήθηκε η πολιτιστική τους κληρονομιά. Η Κύπρος είναι ακόμα διχασμένη, σκλαβωμένη και υποδουλωμένη σε ξένα στρατεύματα κατοχής. Ένα τραύμα του Ελληνισμού που δεν έχει ακόμα επουλωθεί.
Σε αυτήν την χώρα, δεν έχουν μνήμη μόνο οι γενιές της εθνικής αντίστασης και της κατοχής, αλλά και οι επόμενες γενιές που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και έζησαν την εισβολή των τούρκικων στρατιωτικών δυνάμεων κατοχής στην Κύπρο. Εμείς οι παλαιοί έφηβοι της μεταπολίτευσης θυμόμαστε τον πόλεμο, την εισβολή, την κατοχή, το δράμα εκατοντάδων ελληνοκυπρίων δεν τα ξεχνάμε. Εν ονόματι οποιασδήποτε παγκοσμιοποίησης. Θυμόμαστε το κακό που ξεκίνησε από την άφρονα αντεθνική πολιτική της στρατιωτικής δικτατορίας στην ελλάδα και ολοκληρώθηκε από την τούρκικη επεκτατική πολιτική. Και ας έχουν αλλάξει δραματικά οι πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές και ιστορικές συνθήκες. Οι νεανικές μας μνήμες είναι ζυμωμένες με συμμετοχές σε πολυπληθείς διαδηλώσεις, αγωνιστικές πορείες, ψηφίσματα διαμαρτυρίας, υπογραφές συμπαράστασης, εκδηλώσεις μνήμης για την σκλαβωμένη Κύπρο. Οι λεγόμενες ελεύθερες και δημοκρατικές κυβερνήσεις του δυτικού κόσμου, οι πρώην κομμουνιστικές κοινωνίες, ο μουσουλμανικός διασπασμένος κόσμος, ανέχθηκαν και ανέχονται σαράντα τέσσερα χρόνια μετά, τον διχασμό του Κυπριακού κράτους, την κατοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας, την υποδούλωση των Κυπρίων από ξένα στρατεύματα, την μεταφορά τούρκων εποίκων στο νησί, το Κυπριακό προσφυγικό πρόβλημα, όπως αποδέχτηκαν και το Παλαιστινιακό ζήτημα και δεν θέλησαν να το λύσουν. Ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Η μνήμη των νιάτων μας είναι ακόμα νωπή. Δεν Ξεχνούμε. Οι διαχωριστικές γραμμές πάνω στο Κυπριακό έδαφος μας υπενθυμίζουν ότι η Κύπρος είναι ακόμα σκλαβωμένη, διχασμένη, κατέχεται παράνομα τμήμα του ελεύθερου εδάφους της από χώρα του ΝΑΤΟ. Και η ατλαντική συμμαχία περί άλλων τυρβάζει.
Σαράντα τέσσερα χρόνια μετά, αντιγράφω ένα κείμενο που δημοσιεύτηκε στην πολιτική εφημερίδα της ανανεωτικής αριστεράς «Η Κυριακάτικη Αυγή» πριν 20 χρόνια, και αναφέρεται στο ταξίδι του γάλλου ποιητή Αρθούρου Ρεμπώ στην Κύπρο. Το κείμενο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα στις 30 Αυγούστου 1998 σε απόδοση: Άρτεμις Κουρουπάκη, σελίδα 21, είναι αναδημοσίευση από περιοδικό που κυκλοφόρησε τότε. Αναφέρονται σχετικά: «Το κείμενο είναι αναδημοσίευση από το πρώτο τεύχος του εξαιρετικά ενδιαφέροντος περιοδικού «Πολύτροπος γλώσσα». Εδώ, είναι μια δεύτερη αναδημοσίευση που καταθέτω εις μνήμη των πεσόντων Ελλήνων και Κυπρίων αγωνιστών που χάθηκαν ή αγνοούνται ακόμα. Η Ιστορία του Νέου Ελληνισμού και η μνήμη του, δεν σταματά στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, την γερμανική κατοχή, τον εμφύλιο σπαραγμό και τα μετεμφυλιακά πέτρινα χρόνια, συνεχίζεται μέχρι των ημερών μας. Η μνήμη των νεότερων γενεών είναι ζυμωμένη με τον αγώνα που διεξήγαγαν για την απελευθέρωση του Κυπριακού Ελληνισμού από τα ξένα στρατεύματα κατοχής, παράνομα και αναίτια. Μια κατοχή που αν δεν επιβραβεύτηκε από τις τότε υπερδυνάμεις, σίγουρα διατηρείται από την διεθνή πολιτική και διπλωματική αδιαφορία. Ας ευχηθούμε, να είναι σωστές οι πολιτικές και διπλωματικές αποφάσεις και να μην πάθουν τα ίδια οι επόμενες γενιές Ελλήνων και Ελληνίδων με το Μακεδονικό. Οι Εθνικές αποτυχίες δεν ρίχνουν ή καταστρέφουν κυβερνήσεις, αλλά πατρίδες, λαούς, χώρες. Το συναισθηματικό ξέσπασμα μπροστά στην κάμερα του παλαιού Σερραίου πρωθυπουργού και προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας για την Μακεδονία ηχεί στα αυτιά των νεότερων Ελλήνων. Και ο φάκελος της Κυπριακής τραγωδίας είναι ακόμα κλειστός και οι υπεύθυνοι στρατιωτικοί και πολιτικοί συνταξιοδοτήθηκαν πανηγυρικώς.  
Ο τίτλος του κειμένου είναι:
Πύρινος τόπος για τον Αρθούρο Ρεμπώ
     ΑΠΟ ΤΟ ΝΗΣΙ της Αφροδίτης αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση για τον Ρεμπώ, μια γη τόσο λατρεμένη, που δεν επέτρεψε την εγκατάλειψη του εγώ.
     Η Κύπρος ήταν το πρώτο στάδιο. Ο δρόμος που οδηγούσε στην αποξένωση του εαυτού του και στη δημιουργία μιας προσωπικότητας βυθισμένης στη σιωπή και τη μετριότητα ήταν μακρύς. Ο Ρεμπώ επέλεξε το νησί της Αφροδίτης σαν τον πρώτο σταθμό στο γολγοθά του. Το ιστορικό είχε ως εξής: Ήταν Ιούλιος του 1878. Μετά την τουρκική κατοχή, η Αγγλία είχε την κυριαρχία χαράζοντας ένα πολλά υποσχόμενο μέλλον. Ευφάνταστος τυχοδιώκτης, ο Ρεμπώ επιδιώκει να κατακτήσει αυτόν τον τόπο, αποφασισμένος να κάνει περιουσία εκμεταλλευόμενος τον αδέξιο αριστοτεχνισμό του, όπως ένας Ωνάσης εξίσου αποφασισμένος να επιδοθεί στην ποίηση. Φεύγει και διασχίζει την οροσειρά των Βοσγίων με τα πόδια, περνώντας επίσης από το Σαν Γκοντάρ.
     Έτος 1878, μήνας Οκτώβρης, παγωνιά, τα πρώτα χρόνια. Ακολουθεί το Λουγκάνο, πηγαίνει στη Γένοβα, απ’ όπου αναχωρεί στις 17 Νοεμβρίου για την Αλεξάνδρεια. Το Δεκέμβριο γράφει στους δικούς του ότι φεύγει για την Κύπρο, το αγγλικό νησί, όπως έμαθε από κάποιους εργάτες. Ένας Γάλλος μηχανικός του δίνει υποσχέσεις αλλά και ζητεί ένα πιστοποιητικό από τη μητέρα του Ρεμπώ. «Εγώ, η υπογεγραμμένη Βιταλή Κιουίφ Ρεμπώ, κάτοικος της Ροσέ, δηλώνω υπεύθυνα ότι ο υιός μου Αρθούρος Ρεμπώ βγήκε στην αγορά εργασίας κατόπιν συγκατάθεσής μου».
      Ο Γάλλος μηχανικός κρατά το λόγο του. Στις 16 Δεκεμβρίου ο Ρεμπώ αποβιβάζεται στη Λάρνακα.
      Στις 15 Φεβρουαρίου ανακοινώνει στους αγαπημένους του φίλους ότι επί δύο μήνες επιβλέπει τις εργασίες σε ένα λατομείο, σε μια έρημη περιοχή, δίπλα στη θάλασσα. Διευκρινίζει ότι κατασκευάζουν ένα κανάλι για να διευκολύνουν τη μεταφορά των λίθων και ότι το πιο κοντινό χωριό απέχει μια ώρα με τα πόδια. Το τοπίο είναι πράγματι απογοητευτικό αλλά φωτίζεται από την πολύχρωμη λάμψη της Μέσης Ανατολής, που, μολαταύτα, δεν τον συγκινεί. Υπάρχει μόνο το χάος των βράχων, το ποτάμι και η θάλασσα. Υπάρχει ένα μοναδικό σπίτι… ούτε γη, ούτε λουλούδια, ούτε δέντρα. Τρέφονται με κυνήγι και πουλερικά. Όλοι οι Ευρωπαίοι αρρωσταίνουν, εκτός από τον ίδιο. Πέθαναν τρία ή τέσσερα άτομα από τα είκοσι.
     Οι Κύπριοι εργάτες έχουν μεγαλύτερη αντοχή στην ελονοσία που τους περιτριγυρίζει. Έρχονται από τα γύρω χωριά, γιατί προσλαμβάνουν 60 εργάτες την ημέρα. Ο Ρεμπώ τους διευθύνει.
     Η ατμόσφαιρα είναι τεταμένη και οι ρήξεις συχνές. «Εγώ προσπαθώ να είμαι ήσυχος», μας λέει ο ποιητής γεμάτος σιγουριά και ελπίδα. «Υπάρχει πάντα μια δουλειά για μένα εδώ στην Κύπρο. Θα φτιάξουμε σιδηροδρόμους, φρούρια, νοσοκομεία, λιμάνια, πορθμούς».
     Οι ρυθμοί του Ρεμπώ επιβραδύνονται. Στις 24 Απριλίου 1879 διορίζεται εργολάβος. Είναι υπεύθυνος για την εξόρυξη μαρμάρου. «Βάζω δυναμίτη και ανατινάζω τους ογκόλιθους». Η ασθένειά του έχει υποχωρήσει αλλά δέχεται ένα νέο πλήγμα. «Οι ψύλλοι είναι αφόρητο μαρτύριο, όλο το πρωί και όλο το βράδυ». Είναι, άραγε, τα παράσιτα, το αλκοόλ ή οι συνθήκες στο λατομείο που ωθούν τους εργάτες στην ανταρσία; Όλα αυτά βασανίζουν τον Ρεμπώ και υπονομεύουν τη θέση του. «Θα πρέπει να οπλοφορώ».
     Φαίνεται τελικά ότι οι εργάτες λήστευαν το ταμείο, όταν μεθούσαν, ενώ ο Ρεμπώ προσπαθούσε να υπερασπιστεί την τιμή και το συμφέρον του Ζαν Τιέλ και των υιών του. Ήδη εξαντλημένος, προσβάλλεται από τύφο και ελονοσία. Τέλη Ιουνίου επιστρέφει στη Γαλλία, στη Σαρλβίλ. Εκεί βρίσκει το φίλο του Ερνέστ Ντελαχάγιε (Σεπτέμβριος 1879) και του ομολογεί:
-Μπορώ να ζήσω πια μόνο σε ζεστά κλίματα.
-Και η λογοτεχνία;
-Δεν την σκέφτομαι πλέον!
     Την άνοιξη τον βρίσκουμε άνεργο στην Αίγυπτο, όπου παίρνει την απόφαση να γυρίσει στην Κύπρο. Στο διάστημα της απουσίας του οι εργοδότες του είχαν χρεοκοπήσει και έτσι μετακινείται σε ένα άγνωστο γι’ αυτόν τμήμα του νησιού. Η μεγαλόπρεπη οροσειρά της Τροόδου ντυμένη στα πεύκα και στους κέδρους,  με την πλάτη γυρισμένη στη θάλασσα, έδινε την εντύπωση ότι εισχωρούσε στα σύννεφα. Μέσα σε αυτό το υγιεινό κλίμα ο Ρεμπώ προσπαθεί να αναρρώσει. Στις 23 Μαϊου του 1880 γράφει πάλι στους αγαπημένους του φίλους:
     «Έχω υπό την επίβλεψή μου το έργο κατασκευής του μεγάρου-στην κορυφή του όρους Τρόοδος, του πιο ψηλού βουνού της Κύπρου-που προορίζεται για τον Άγγλο αρμοστή». Η τάση υπερβολής του Ρεμπώ φαίνεται στο σημείο αυτό, γιατί το υποτιθέμενο μέγαρο ήταν στην ουσία ένα άσχημο κτίσμα που έμοιαζε με τα ευρωπαϊκά νοσοκομεία, στα οποία νοσηλεύονταν οι πάσχοντες από φυματίωση. Όσο για τον ίδιο, μοιραζόταν έναν κοιτώνα με 50 άλλους εργάτες και δεν έχει την προνομιακή μεταχείριση που προέβλεπε το πόστο του εργολάβου. Το έργο ολοκληρώθηκε, εν τέλει, και, ενώ εξασφάλιζε το μισθό των 200 φράγκων το μήνα , εισέπραξε παράλληλα τα συγχαρητήρια όλων για την υπευθυνότητα που έδειξε.
     Ο Ρεμπώ αρχίζει να μετριάζει τις απαιτήσεις του. «Το όρος Τρόοδος είναι ένα πανύψηλο βουνό. Δεν βρίσκεται ούτε κοντά στη Λάρνακα ούτε κοντά στη θάλασσα. Η μετακίνηση γίνεται με άλογα.
     Η τροφή έρχεται από μακριά και κοστίζει ακριβά. Επί μονίμου βάσεως βρέχει, ρίχνει χαλάζι και φυσά εφιαλτικά. Υπάρχει μία μόνο ελπίδα για τον ανεφοδιασμό. Στην κορυφή του βουνού βρίσκεται ένα στρατόπεδο.
     Σε λίγες εβδομάδες, όταν γλυκάνει ο καιρός, θα φτάσουν οι Άγγλοι στρατιώτες. Τότε τα τρόφιμα θα είναι άφθονα».
     Ο ποιητής δεν αντέχει το μεγάλο υψόμετρο. «Παρά τον καθαρό αέρα που εισπνέω, νιώθω μια δυσάρεστη ταχυπαλμία. Κάνει καλό καιρό.
       Σε λίγες μέρες θα πρέπει να πάω σε μια επιχείρηση που ασχολείται με το εμπόριο μαρμάρου κα ασβέστη». Η συνεργασία δεν εξελίσσεται επιτυχώς.
      Στις 17 Αυγούστου του 1880 γράφει στη μητέρα του και στην αδελφή του από το Άντεν: «Συγκρούστηκα με τον εργοδότη μου και τον μηχανικό. Φεύγω λοιπόν από την Κύπρο με 400 φράγκα στην τσέπη μου. Αν έμενα, θα έπαιρνα προαγωγή σε μερικούς μήνες».
     Δεν θα μάθουμε ποτέ ποιοι ήταν οι λόγοι της σύγκρουσής του.. Ίσως να μη γνώριζε πώς να χαλιναγωγήσει την παιδική του οξυθυμία-είχε μιλήσει για αυτό το θέμα στο φίλο του Ντελαχάγιε-η οποία εκδηλωνόταν με βίαια ξεσπάσματα, επιζήμια για όλους. Κατά τον Ντελαχάγιε, όλοι εκτιμούσαν τον νεαρό αρχιεπιστάτη, γιατί φαινόταν ιδιαίτερα καλοκάγαθος. Είχαν εντυπωσιαστεί τόσο, ώστε κατέγραψαν το χάρισμα αυτό στο πιστοποιητικό του.
     Δεν έχει όμως σημασία πια. Το μυστήριο είναι ακόμα πιο σκοτεινό. Εξάλλου η Κύπρος υπήρξε αντικείμενο λατρείας και έτσι δεν του επέτρεψε να οδηγηθεί στην αυταπάρνηση. Γι να πετύχει κάτι τέτοιο, έπρεπε να εξερευνήσει άλλου είδους πύρινους τόπους.
Απόδοση: ΑΡΤΕΜΙΣ ΚΟΥΡΟΥΠΑΚΗ
Εφημερίδα Η Αυγή της Κυριακής 30 Αυγούστου 1998, σελίδα 21.
     Δεν θέλησα να δώσω έναν φιλολογικό σχολιασμό στην αναδημοσίευση του κειμένου παρότι όσοι ασχολούνται με την περίπτωση του τρομερού έφηβου ανατροπέα της Γαλλικής αλλά και παγκόσμιας ποίησης του Arthur Rimbaud γνωρίζουν τις περιπέτειες του βίου του μετά την έκδοση των ποιητικών του συλλογών και την άρνησή του να ασχοληθεί με την ποίηση.
Το κείμενο είναι αφιερωμένο στους χαμένους και αγνοούμενους Ελληνοκυπρίους της Κυπριακής Τραγωδίας σαράντα τέσσερα χρόνια μετά. Αυτός είναι ο σκοπός της επαναδημοσίευσής του. Να κρατήσει τις μνήμες της γενιάς μου ζωντανές.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 19 Ιουλίου 2018
ΥΓ. Εμείς τότε, ούτε διαβάζαμε, ούτε τώρα ψηφίζουμε μνημονιακά μέτρα.      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου